1. Εισαγωγή1
Ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το χρήμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο παρόν τεύχος του Historical Materialism είναι μια ένδειξη του ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τα θέματα αυτά στους κόλπους της αγγλοσαξονικής μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Το άρθρο αυτό, συμβάλλοντας στο διάλογο, εξετάζει την εξουσία και την πίστη ως χαρακτηριστικές συνιστώσες του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ευρύτερα, εξετάζει την αλληλεπίδραση οικονομικών και μη οικονομικών σχέσεων στο πεδίο του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μ’ αυτό τον τρόπο, το άρθρο βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με το βασικό θέμα του βιβλίου Social Foundations of Markets, Money and Credit (στο εξής Lapavitsas 2003) – το οποίο πρόσφερε το έναυσμα του διαλόγου.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομικού και μη οικονομικού στοιχείου στην επικράτεια του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί ζήτημα πρώτης σημασίας για την πολιτική οικονομία, γιατί έχει άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Μερικές απ’ αυτές παρουσιάζονται συνοπτικά στο δεύτερο τμήμα του παρόντος άρθρου σε σχέση με τρία σύγχρονα ζητήματα: την προσωπική χρηματοπιστωτική διαχείριση, το ανεξάρτητο κεντρικό τραπεζικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις εξουσίας και πίστης διατρέχουν τους μηχανισμούς του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθ’ όλη την έκταση της παγκόσμιας οικονομίας στηρίζοντας την καπιταλιστική συσσώρευση. Επιπλέον, στο τμήμα 3 δείχνουμε ότι το κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης έχει ειδικευτεί στην ανάλυση των σχέσεων που προηγουμένως θεωρούνταν μη οικονομικές, όπως η πίστη, η αμοιβαιότητα και η αξιοπιστία. Για τους οικονομολόγους, οι σχέσεις αυτές είναι απρόσωπες και μη ιστορικές έννοιες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας και τον επηρεασμό της οικονομικής πολιτικής, ιδίως στη σφαίρα του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι λοιπόν γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία να αποδείξει το ταξικό περιεχόμενο των μη οικονομικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν το χρήμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ιδίως της εξουσίας και της πίστης.
Στο φως των προαναφερθέντων, το τμήμα 4 επιστρέφει στις πρώτες αρχές –που συζητήθηκαν στο Lapavitsas 2003– και δείχνει ότι το χρήμα παριστά μια οικονομική και κοινωνική εξουσία, ενώ η πίστη εμπεριέχει την εμπιστοσύνη από την ίδια της τη φύση. Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει το ταξικό περιεχόμενο της εξουσίας και της πίστης στη σφαίρα του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος και παρουσιάζει τους κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι σχέσεις αυτές τοποθετούνται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να δούμε σε βάθος τα φαινόμενα του σύγχρονου χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος που περιγράφηκαν στο τμήμα 2. Τέλος, το τμήμα 5 παρουσιάζει συνοπτικά τα συμπεράσματα της μελέτης.
2. Μη οικονομικές σχέσεις στο σύγχρονο χρήμα
και το χρηματοπιστωτικό σύστημα: Εξουσία και εμπιστοσύνη
Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων η σφαίρα του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος επεκτάθηκε και έγινε περισσότερο διεθνής στις λειτουργίες της. Το παρόν άρθρο απέχει από την απαρίθμηση των ευρέως διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με το μέγεθος των διεθνών ροών κεφαλαίου, του όγκου των καθημερινών συναλλαγών ξένου συναλλάγματος, της μεγέθυνσης των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, της εξάπλωσης των χρηματιστηριακών αγορών κ.ο.κ. Το άρθρο αυτό, θεωρώντας δεδομένη τη μεγέθυνση, σκιαγραφεί την κοινωνική και πολιτική της σημασία, όπως και τις εκτεταμένες οικονομικές της συνέπειες. Το χρήμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαφέρουν από τα άλλα πεδία της καπιταλιστικής δραστηριότητας, γιατί, κατ’ αρχάς, είναι έντονα ρευστά και, δεύτερον, έχουν άμεσα μη οικονομικές όψεις. Είναι προφανές, π.χ., ότι σ’ όλη την έκταση της καπιταλιστικής κοινωνίας η πρόσβαση στο χρήμα αποφέρει εξουσία και στηρίζει την ιεραρχία. Αντίστοιχα, ακόμη και μια απλή παρατήρηση αποδεικνύει ότι οι μηχανισμοί της πίστης διευκολύνουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό επιτρέποντας τον έλεγχο πόρων. Τέλος, η αστική πολιτική διαδικασία βρίσκεται σε στενή διαπλοκή με το χρήμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η εξέλιξη του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων ρίχνει φως στις κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονται στην καρδιά του σύγχρονου καπιταλισμού. Η εξέλιξη αυτή έχει επηρεάσει την εξουσία που βρίσκεται στη διάθεση της καπιταλιστικής τάξης, όπως και την κινητοποίηση της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας υποχρέωσης σ’ όλη την έκταση της κοινωνίας. Έχει επηρεάσει επίσης την κοινωνική θέση των εργατών και την εμπιστοσύνη τους στη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Προκειμένου να αποκτήσουμε μια σαφέστερη προοπτική αυτών των εξελίξεων, είναι σημαντικό να συζητήσουμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια τρεις όψεις του σύγχρονου χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και συγκεκριμένα την ατομική χρηματοοικονομική διαχείριση, το ανεξάρτητο κεντρικό τραπεζικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα.
2.1 Μεγέθυνση της ατομικής χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας
Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, η πίστη (και γενικότερα οι χρηματοπιστωτικές σχέσεις) εισχώρησαν σε βάθος στη σφαίρα του προσωπικού εισοδήματος. Μια απλή παρατήρηση αρκεί να μας δείξει ότι οι λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα ατομικά καταναλωτικά δάνεια και τα ενυπόθηκα δάνεια για την απόκτηση εργατικής στέγης, επεκτάθηκαν. Η επέκταση αυτή δεν συνοδεύτηκε από μια ισοδύναμη εισβολή της σφαίρας της καπιταλιστικής παραγωγής. Η βιομηχανική παραγωγή στις αναπτυγμένες χώρες χρηματοδοτείται σήμερα κυρίως από τα πραγματοποιούμενα κέρδη, ακόμη και για την ιαπωνική βιομηχανία, η οποία στη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στον τραπεζικό δανεισμό.2 Σε καθαρή βάση (αν δηλαδή αφαιρέσουμε τα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια των επιχειρήσεων από τις χρηματοπιστωτικές τους υποχρεώσεις) οι βιομηχανικές επενδύσεις στο σύνολο του αναπτυγμένου κόσμου κάνουν πολύ μικρή χρήση της χρηματοδότησης των τραπεζών, των άλλων χρηματοπιστωτικών θεσμών και της χρηματιστηριακής αγοράς. Παρ’ όλ’ αυτά, η ενασχόληση των επιχειρήσεων με το χρηματιστήριο αυξήθηκε, αν και αυτό έγινε κυρίως διαμέσου χρηματοπιστωτικών συγχωνεύσεων και εξαγορών και λιγότερο διαμέσου των βιομηχανικών επενδύσεων. Χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται προμήθεια πιστώσεων και άμεση διαχείριση των ανταλλασσόμενων χρηματοπιστωτικών παραγώγων, αναλαμβάνουν επίσης οι ίδιες οι επιχειρήσεις.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων είναι βαθιές. Η στέγαση και η ατομική χρηματοπιστωτική διαχείριση επηρεάζουν την αναλογία του ατομικού εισοδήματος που καταβάλλεται στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς ως τόκος και προμήθειες. Ένα μεγάλο μέρος του συνολικού χρηματικού εισοδήματος μετασχηματίζεται κανονικά και άμεσα σε κεφάλαιο προς δανεισμό. Επιπλέον, οι ταπεινές εργατικές οικίες μετασχηματίζονται σε χρηματοπιστωτικά κεφάλαια. Η εργατική στέγη στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ιαπωνία και αλλού συμμετείχε σε φούσκες ακινήτων, όπως προηγουμένως ο τομέας της εμπορικής ιδιοκτησίας και των ακριβότερων οικιών.
Η εύκολα διαθέσιμη καταναλωτική πίστη διευκολύνει την άμεση απόκτηση υλικών αγαθών έναντι της δέσμευσης ενός μελλοντικού χρηματικού εισοδήματος, αντιστρέφοντας την πρακτική της αποταμίευσης μέρους του παρόντος εισοδήματος για την απόκτηση αγαθών στο μέλλον. Η ικανότητα απόκτησης προσωπικής πίστης εξαρτάται από το χρηματικό εισόδημα, τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία, τη συναλλακτική τάξη κατά την αποπληρωμή των δόσεων, όπως και από ένα σύνολο σιωπηρών κοινωνικών παραγόντων, όπως ο τόπος διαμονής, η εθνική και φυλετική καταγωγή, το φύλο και η συγγένεια. Μ’ αυτό τον τρόπο, η πρόσβαση στην ατομική πίστη αποτελεί μέτρο της κοινωνικής εμπιστοσύνης και της εξουσίας που επενδύεται στον αποδέκτη. Από την άλλη πλευρά, όταν εξαντληθεί η ατομική πίστη, οι μεμονωμένοι εργάτες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο απώλειας των υλικών τους αγαθών, περιορισμένης κινητικότητας και κατάρρευσης του κοινωνικής τους θέσης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην αποκόμιση τόκου από το ατομικό χρηματικό εισόδημα και τα ατομικά περιουσιακά στοιχεία συμμετέχουν τόσο οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, όσο και οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το τελευταίο αυτό έγινε φανερό στη διάρκεια εκδήλωσης χρηματοπιστωτικών φουσκών (του χρηματιστηρίου και των ακινήτων) κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στους χαμένους γενικά περιλαμβάνονται οι μικροί αγοραστές, οι απώλειες των οποίων συνιστούν μη αντιστρέψιμες μεταφορές χρηματικών πόρων προς καπιταλιστές του χρηματοπιστωτικού, βιομηχανικού και εμπορικού τομέα.
2.2 Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα όποια εναπομένοντα ίχνη δεσμών μεταξύ του εν χρήσει χρήματος και του εμπορεύματος χρήμα (του χρυσού) διαλύθηκαν. Το σύγχρονο χρήμα είναι πρώτιστα πιστωτικό χρήμα που στηρίζεται στο χρήμα της κεντρικής τράπεζας (τραπεζογραμμάτια και καταθέσεις), το οποίο υποστηρίζεται κυρίως από δημόσια εργαλεία χρέους. Οι ηγετικές κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να κατέχουν μεγάλες ποσότητες χρυσού, ωστόσο το εμπόρευμα χρήμα δεν ασκεί κάποια τακτή ρυθμιστική δράση στην αξία των τραπεζογραμματίων και των καταθέσεων της κεντρικής τράπεζας. Απελευθερωμένες από την ανάγκη να φυλάσσουν τα δικά τους αποθέματα σε χρυσό, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον την απόλυτη ευχέρεια να συνάπτουν δάνεια, να εκδίδουν το δικό τους χρήμα και πάνω απ’ όλα να καθορίζουν τα επιτόκιά τους. Κατά συνέπεια, η σταθερότητα της αξίας του χρήματος της κεντρικής τράπεζας εξαρτάται από δύο παράγοντες: πρώτον, από το πώς η κεντρική τράπεζα διαχειρίζεται τις συνολικές πιστωτικές ροές και, δεύτερον, από το χρήμα της κεντρικής τράπεζας ως νόμιμο μέσο συναλλαγών (σ.τ.μ.: legal tender: εθνικό νόμισμα) για τη ρύθμιση εμπορικών και άλλων δανείων.
Το μονοπώλιο της κεντρικής τράπεζας επί του χρήματος ως νόμιμου μέσου συναλλαγών είναι μια θεμελιώδης συνιστώσα του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το χρήμα των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών (τραπεζογραμμάτια και καταθέσεις) λειτουργεί ως υποχρεωτικό μέσο πληρωμής, που υποστηρίζεται κυρίως από τον κρατικό δανεισμό. Κατά συνέπεια, έχει σαφείς όψεις του επίσημου (χάρτινου) χρήματος [fiat money], δηλαδή του χρήματος με αυθαίρετη κυκλοφορία που υποστηρίζεται από την κρατική εξουσία. Παρ’ όλ’ αυτά, το χρήμα των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών εξακολουθεί να εκδίδεται από κάποια τράπεζα, είναι δηλαδή επίσημο χρήμα που έχει προέλθει από μετάλλαξη πιστωτικού χρήματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έχει μόνο λίγες ομοιότητες με τις πρωτόγονες μορφές επίσημου (χάρτινου) χρήματος (crude fiat monies) που εξέδιδαν άμεσα οι εκτυπωτικές μηχανές του κράτους, όπως τα γαλλικά Assignats ή τα πρωσικά χάρτινα Thalers. Με διαφορετική διατύπωση, η διαχείριση του σύγχρονου επίσημου (χάρτινου) χρήματος χρησιμοποιεί την κοινωνική εξουσία και εμπιστοσύνη που είναι επενδεδυμένες στην κεντρική τράπεζα.
Υπάρχουν οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και εθιμικές όψεις στη διαχείριση του χρήματός της από μέρους μιας κεντρικής τράπεζας, και ευρύτερα, του πιστωτικού χρήματος που δημιουργούν οι άλλοι θεσμοί του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κεντρική τράπεζα, προκειμένου να επιτελέσει τη διαχειριστική της λειτουργία, πρέπει να είναι μυστικοφύλακας μιας αξιόπιστης πληροφόρησης σχετικά με τις πιστωτικές ροές που διατρέχουν την οικονομία, τον συνολικό ρυθμό συσσώρευσης και τα εθιμικά καταναλωτικά και δανειοληπτικά πρότυπα της χώρας. Θα πρέπει να χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες για να εξισορροπεί τα συμφέροντα των βιομηχάνων, των εμπόρων και των κεφαλαιούχων-χρηματοδοτών που επηρεάζονται από τις αποφάσεις της. Όλες οι μερίδες της τάξης των καπιταλιστών ασκούν ηθικές πιέσεις στην κεντρική τράπεζα μέσω δημόσιων αλλά και ιδιωτικών καναλιών. Η κεντρική τράπεζα θα πρέπει επίσης να ζυγίσει τις κοινωνικές συνέπειες των αλλαγών στον όγκο της πίστης, ιδίως της στεγαστικής και της καταναλωτικής πίστης. Τέλος, είναι υποχρεωμένη να εξετάζει τις ευρείες πολιτικές συνέπειες των ενεργειών της.
Η διαχείριση του σύγχρονου πιστωτικού χρήματος είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία. Παραδείγματος χάριν, οι παγκόσμιες πληθωριστικές κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και του 1980 εξέφραζαν την αποτυχία υπεράσπισης της αξίας του πιστωτικού χρήματος. Η αποτυχία αυτή είχε κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, δεδομένου ότι τελικά ο ταχύρρυθμος πληθωρισμός σήμαινε απώλειες για τους πιστωτές και διότι οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις ανακόπτονταν, καθώς οι εργάτες προσπαθούσαν να αποσπάσουν χρηματικές αυξήσεις μισθών που θα αντιστάθμιζαν τις απώλειές τους. Είναι λοιπόν μια ένδειξη της ικανότητας της καπιταλιστικής τάξης να μαθαίνει από την εμπειρία της, το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία του 1990 η «ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα» έγινε το σημείο αναφοράς για τη διαχείριση του πιστωτικού χρήματος.3
Η «ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας» είναι ένας βολικός νομικός μύθος που διαχωρίζει την αστική εκλογική διαδικασία από τη νόθευση των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας. Επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να εκδίδει το δικό της χρήμα και να επηρεάζει τα επιτόκιά της χωρίς να υποβάλλεται ακόμη και στον ισχνό έλεγχο των κοινοβουλευτικών εκλογών. Οι πιστωτικές αποφάσεις, που έχουν βαθιές συνέπειες σε ολόκληρη την κοινωνία, φαίνεται να λαμβάνονται από αμερόληπτους ειδικούς με βάση κάποια αντικειμενικά «τεχνικά» δεδομένα. Ταυτόχρονα, τα διάφορα τμήματα της καπιταλιστικής τάξης εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στην κεντρική τράπεζα με χίλιους κρυφούς τρόπους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η κοινωνική εμπιστοσύνη που είναι επενδεδυμένη στην κεντρική τράπεζα κινητοποιείται προς το συμφέρον του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνία αποτρέπεται από την άσκηση ακόμη και κοινοβουλευτικού ελέγχου επί της λειτουργίας της.
Η προεξάρχουσα θέση των κεντρικών τραπεζών στη σύγχρονη χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει πολύ λίγα αντίστοιχα προηγούμενα στην ιστορία του καπιταλισμού. Η κυριαρχία τους επί του πιστωτικού συστήματος προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από τον ασυνήθιστα ισχυρό μονοπωλιακό τους έλεγχο επί του νόμιμου μέσου συναλλαγών. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι κεντρικές τράπεζες θέτουν συστηματικά την – θεμελιωμένη στην εξουσία του κράτους – εξουσία του χρήματος στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή παριστά ένα παράδοξο για το νεοφιλελευθερισμό, την κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία των τελευταίων τριάντα χρόνων. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική διακήρυσσε τις αρετές των ελεύθερων αγορών, όμως για το χρήμα υιοθέτησε την τελείως αντίθετη πορεία. Οι φορείς της νεοφιλελεύθερης πολιτικής όχι μόνο δεν επέτρεψαν την ελεύθερη δημιουργία πιστωτικού χρήματος μέσω ανταγωνιστικών χρηματοπιστωτικών θεσμών, αλλά ενίσχυσαν τον μονοπωλιακό έλεγχο της κεντρικής τράπεζας επί του νόμιμου μέσου συναλλαγών. Ο έλεγχος αυτός παρουσιάζεται ως ένα κοινωνικά επωφελές βήμα γιατί υποτίθεται ότι η κεντρική τράπεζα αποτελεί έναν πάνσοφο και πανάγαθο μονοπωλητή του χρήματος. Στην πράξη, στην κεντρική τράπεζα παραχωρείται ο χώρος προκειμένου να χρησιμοποιήσει την εξουσία του χρήματος προς το συμφέρον του κεφαλαίου εν γένει, με ελάχιστο σεβασμό στην αστική εκλογική διαδικασία.
2.3 Το παγκόσμιο χρήμα
Η χρηματοδότηση έχει επίσης αποκτήσει έναν συνεχώς αυξανόμενο διεθνή χαρακτήρα στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, σε μια διαδικασία που υποστηρίχθηκε από τις νέες τεχνολογίες και τις πολιτικές της φιλελευθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η διεθνοποίηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συνδέεται στενά με το παγκόσμιο χρήμα, που αποτελεί την κρίσιμη λειτουργία του χρήματος σε διεθνές επίπεδο. Το παγκόσμιο χρήμα προσφέρει ένα αξιόπιστο μέσο πληρωμής για την εκτέλεση των εμπορικών υποχρεώσεων και τη μεταφορά αξίας μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων που εμφανίζονται στην παγκόσμια αγορά (Marx 1867: 240-4). Ωστόσο, η παγκόσμια αγορά δεν είναι απλώς μια ευρύτερη εκδοχή της εγχώριας εθνικής αγοράς.
Η εγχώρια αγορά θεμελιώνεται σε συνήθειες και εθιμικές πρακτικές –και προκαλεί την εμφάνιση τέτοιων συνηθειών και εθιμικών πρακτικών– που έχουν (ή αποκτούν) εθνικό χαρακτήρα. Υποστηρίζεται από ένα νομικό πλαίσιο και κάποιες υποστηρικτικές πρακτικές που αναπτύσσονται από θεσμούς και παραδόσεις οι οποίοι εξελίχθηκαν στην πορεία της εθνικής ιστορίας. Αντίστοιχα, οι εθιμικές και νομικές πρακτικές της εγχώριας αγοράς αντανακλούν την ιστορική εξέλιξη της ταξικής πάλης και τον ομογενοποιητικό ρόλο της κρατικής εξουσίας σε συγκεκριμένες χώρες. Οι σύνθετες αυτές επιδράσεις –εθιμικές, ιεραρχικές, ιστορικές και πολιτικές– είναι θεμελιώδεις για την ικανότητα αγοράς και πώλησης του εγχώριου χρήματος. Αντίστοιχα, οι δομημένοι μηχανισμοί του πιστωτικού χρήματος υποστηρίζουν επίσης το εγχώριο χρήμα, ιδίως όταν το χρήμα της κεντρικής τράπεζας εξασφαλίζει την άδεια έκδοσης εκ μέρους του κράτους υπό τη μορφή του νόμιμου μέσου συναλλαγών.
Η παγκόσμια αγορά είναι διαφορετική. Περιλαμβάνει βεβαίως διαδικασίες ανταλλαγών που καθιστούν το χρήμα αναγκαίο για τις αγορές και τις πληρωμές μεταξύ των συμβαλλομένων. Ακόμη, οδηγεί στην εμφάνιση συνηθειών και πρακτικών ανταλλαγής που στηρίζουν την παγκόσμια χρήση του χρήματος. Ωστόσο, τα παγκόσμια συναλλακτικά ήθη και οι πρακτικές δεν συμπίπτουν υποχρεωτικά με τα εγχώρια και οδηγούν στην ανάδυση συγκρούσεων σχετιζόμενων με την εντιμότητα και αξιοπιστία των συναλλασσομένων, όπως επίσης και με τα μέσα και τις μεθόδους πληρωμής. Πέραν αυτού, οι νόμοι που στηρίζουν τις λειτουργίες της παγκόσμιας αγοράς εξαρτώνται από συμβιβασμούς μεταξύ περισσότερων κρατών. Στην παγκόσμια αγορά δεν υπάρχει νομοθέτης ή μηχανισμός υποχρεωτικής εκτέλεσης των νομικών αποφάσεων με θέση ανάλογη αυτής που έχει στην εγχώρια αγορά το εθνικό κράτος.
Αντίστοιχα, κανένα κράτος δεν έχει την εξουσία να επιβάλει ένα μοναδικό νόμιμο μέσο συναλλαγών σε ολόκληρη την παγκόσμια αγορά, όπως επίσης δεν υπάρχει κάποιο δομημένο παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα ικανό να δημιουργήσει ένα καθολικά αποδεκτό πιστωτικό χρήμα. Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα άναρχο σύνολο από ροές, αποθέματα και αγορές. Δημιουργεί συνεχώς χρήμα αλλά του λείπει η συνεκτική δομή που είναι απαραίτητη για την ανάδυση ενός κυρίαρχου πιστωτικού χρήματος ανάλογου με αυτό της κεντρικής τράπεζας στην εγχώρια αγορά. Κατά συνέπεια, η πολιτική και στρατιωτική αλληλεπίδραση μεταξύ κρατών επηρεάζει τη χρήση συγκεκριμένων νομισμάτων στην παγκόσμια αγορά. Το παγκόσμιο χρήμα είναι επίσης τα «πολεμοφόδια», τα μέσα για τη διεκπεραίωση των συγκρούσεων μεταξύ κρατών με τη χρηματοδότηση στρατών, τη δωροδοκία συμμάχων ή την εξαγορά εχθρών. Ένα εθνικό κράτος μπορεί να βελτιώσει τη θέση του στο συσχετισμό κρατικών εξουσιών όταν οι άλλοι χρησιμοποιούν το νόμισμά του ως αποθεματικό μέσο και μέσο πληρωμών ή ως λογιστική μονάδα.
Η τυπική μορφή του παγκόσμιου χρήματος στην ιστορία του καπιταλισμού ήταν το εμπορευματικό χρήμα – ο χρυσός και ο άργυρος. Το παγκόσμιο εμπορευματικό χρήμα έχει άμεσες συνέπειες στα εθνικά νομίσματα – είναι το κοινό στήριγμα που ορίζει τις ισοτιμίες συναλλάγματος, στο βαθμό που τα εθνικά νομίσματα είναι μετατρέψιμα σε αυτό. Οι διακυμάνσεις των ισοτιμιών συναλλάγματος προκαλούν αυτόματα μεταφορές χρυσού και αργύρου, γεγονός που με τη σειρά του αποτρέπει την άνοδο ή την πτώση των συναλλαγματικών ισοτιμιών πέραν ορισμένων στενών ορίων. Περαιτέρω, η αξία του εμπορευματικού χρήματος λειτουργεί ως εξωτερική σταθεροποιητική επιρροή στα συστήματα τιμών των χωρών που συμμετέχουν στην παγκόσμια αγορά. Ιστορικά, οι ροές του μεταλλικού παγκόσμιου χρήματος πυροδότησαν σημαντικές χρηματοπιστωτικές, εμπορικές και βιομηχανικές κρίσεις, όμως, από την άλλη πλευρά, πρόσφεραν στην παγκόσμια αγορά μια ορισμένη αυτόματη τάξη.
Ο δεσμός μεταξύ χρυσού και παγκόσμιου χρήματος χαλάρωσε αρχικά όταν η Βρετανία, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914, κατάργησε τη μετατρεψιμότητα της στερλίνας σε χρυσό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έγινε επιτακτική ανάγκη η διαχείριση του παγκόσμιου χρήματος, ωστόσο μια τέτοια διαχείριση στη διάρκεια του Μεσοπολέμου απέτυχε παταγωδώς. Η συμφωνία του Μπρέτον-Γουντς, το 1944, αντιμετώπισε το πρόβλημα του παγκόσμιου χρήματος, επιβάλλοντας τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό στα 35 δολάρια ανά ουγκιά, για τις επίσημες συναλλαγές. Η σύνδεση δολαρίου και χρυσού πρόσφερε στήριγμα στο διεθνές νομισματικό σύστημα και σταθερές συναλλαγματικές ισοδυναμίες. Κρίσιμη σημασία για τη συμφωνία είχε ένα σύνολο ελέγχων επί των διεθνών ροών χρηματικού κεφαλαίου, όπως και τα μεγάλα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν οι ΗΠΑ. Η κατάρρευση των συμφωνιών του Μπρέτον-Γουντς το 1973 κατάργησε τελικά τη σύνδεση με το χρυσό, προανήγγειλε τις κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοδυναμίες και προσέδωσε και πάλι στο πρόβλημα του παγκόσμιου χρήματος το χαρακτήρα του επείγοντος.
Στα τελευταία τριάντα χρόνια η παγκόσμια αγορά αγωνιζόταν να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο χρήμα ικανό να επιτελέσει τις λειτουργίες του με τρόπο ικανοποιητικό. Το δολάριο των ΗΠΑ είχε προβάλει ως ένα οιονεί παγκόσμιο χρήμα, μια εξέλιξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού. Τα δολάρια δημιουργούνται μέσω πιστωτικών διαδικασιών, που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με τα χαρακτηριστικά της οικονομίας των ΗΠΑ και η εγχώρια αποδοχή τους εξασφαλίζεται από το ότι συνιστούν ένα νόμιμο μέσο συναλλαγών υποστηριζόμενο από τους πιστωτικούς θεσμούς της χώρας. Από την άλλη πλευρά, στη διεθνή αρένα, η δεκτικότητα του δολαρίου στηρίζεται σε συνήθεις πρακτικές που έχουν οικονομικές, αλλά και μη οικονομικές όψεις. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν τη χρήση του δολαρίου ως λογιστικής μονάδας σε κρίσιμες παγκόσμιες αγορές, όπως η αγορά πετρελαίου, ως μέσου πληρωμής μεταξύ κρατών, ως μέσου μεταφοράς επίσημων χρηματοδοτήσεων, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, ως λογιστικής μονάδας και μέσου πληρωμής μεταξύ χρηματοπιστωτικών θεσμών. Ως αποτέλεσμα, τα εθνικά κράτη, αλλά και οι διεθνείς εταιρείες που λειτουργούν πέραν των συνόρων των μεμονωμένων κρατών συνηθίζουν να κρατούν αποθέματα δολαρίων.
Ο ρόλος του δολαρίου των ΗΠΑ ως οιονεί παγκόσμιου χρήματος μας προσφέρει τη δυνατότητα να διεισδύσουμε στις σχέσεις εξουσίας και εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της παγκόσμιας αγοράς. Οι διεθνείς χρήσεις του δολαρίου σχετίζονται εν μέρει με τον κυρίαρχο ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία. Οι ΗΠΑ, π.χ., είναι ένας μεγάλος εισαγωγέας πετρελαίου και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας (ακαθάριστου) δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου. Αντίστοιχα, οι εταιρείες των ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτερες διεθνικές εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί της χώρας παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, ο παγκόσμιος ρόλος του δολαρίου στηρίζεται επίσης άμεσα στην πολιτική και στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, που ενισχύθηκε απότομα μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Ο βαθμός στον οποίο ο παγκόσμιος ρόλος των ΗΠΑ εξαρτάται από την ενεργό άσκηση εξουσίας εκ μέρους τους αποδείχτηκε στη διάρκεια της ασιατικής κρίσης του 1997-98. Όταν η Ιαπωνία προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την κρίση των ασιατικών χωρών, προτείνοντας επίσης τη δημιουργία ενός διακριτού ταμείου για τη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών ροών της περιοχής, οι ΗΠΑ έσπευσαν να αποτρέψουν την πρόταση και επέβαλαν τη χρήση του δολαρίου για τη διαχείριση της κρίσης.
Τα οφέλη των ΗΠΑ από τον παγκόσμιο ρόλο του δολαρίου είναι εύκολα διακριτά. Κατ’ αρχήν, εισπράττουν δικαιώματα seigniorage από τη χρήση του (ανέξοδα παραγόμενου) εγχώριου πιστωτικού χρήματος από μέρους των ξένων. Κατά δεύτερον, είναι σε θέση να διατηρούν ένα διαρθρωτικό έλλειμμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο αγοράζοντας πρακτικά εμπορεύματα από ξένους με το νόμιμο μέσο συναλλαγών της χώρας. Τρίτον, είναι σε θέση να δανείζονται απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο, υποσχόμενες να αποπληρώσουν το χρέος τους με χρήμα που εκδίδει η δική τους κεντρική τράπεζα με την κίνηση ενός μολυβιού. Τέταρτον, εφόσον μπορούν να δημιουργούν ένα οιονεί παγκόσμιο χρήμα κατά τη βούλησή τους, αποκτούν μια σημαντική ελευθερία στη χάραξη της εγχώριας νομισματικής τους πολιτικής.
Παράλληλα, τα οφέλη των άλλων χωρών είναι αμφισβητούμενα. Η ύπαρξη ενός παγκόσμιου χρήματος είναι επωφελής για όλους τους εταίρους της αγοράς, εφόσον οι πληρωμές και οι μεταφορές αξίας μπορούν να γίνουν ομαλά και αξιόπιστα. Όμως, για το δολάριο τα οφέλη αυτά προκύπτουν από την ίδια τη χρήση του, δηλαδή από τις ενέργειες των ίδιων των αλλοδαπών. Η προκύπτουσα πρακτική της συσσώρευσης αποθεμάτων δολαρίου, και αυτό είναι το σημαντικότερο, οδηγεί σε μια περαιτέρω πρόσδεση των αλλοδαπών στη χρήση του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος. Όσο μεγαλύτερα είναι τα αποθέματα δολαρίου και τα σε ρήτρα δολαρίου εργαλεία διαχείρισης του χρέους των ξένων θεσμών και εταιρειών, τόσο ισχυρότερος είναι ο εξαναγκασμός τους να διατηρήσουν τον διεθνή ρόλο και την αξία του δολαρίου. Γιατί αν τρωθεί η παγκόσμια λειτουργία του δολαρίου, στους χαμένους θα περιλαμβάνονται σίγουρα και οι χώρες δανειστές των ΗΠΑ και κάτοχοι μεγάλων ποσοτήτων δολαρίων.
Συνεπώς, το δολάριο ως οιονεί παγκόσμιο νόμισμα είναι βαθιά αντιφατικό. Εμφανίζεται ως ένα καθολικό μέσο πληρωμών και δημιουργίας αποθέματος, όμως δεν έχει υποχρεωτικά κάποια σχέση με την παραγόμενη αξία. Στοχεύει να αποτελέσει μια παγκόσμια υπόσχεση πληρωμής, δεν παύει, όμως, να αποτελεί προϊόν εθνικών πιστωτικών μηχανισμών. Στηρίζεται στις οικονομικές δυνάμεις, τις συνήθειες και τις νομικές πρακτικές της παγκόσμιας αγοράς, όμως δεν μπορεί να διασφαλίσει το πλήρες μονοπώλιο του παγκόσμιου ρόλου αποκλείοντας τα άλλα νομίσματα από την παγκόσμια χρήση. Υποστηρίζεται από την κρατική εξουσία, αλλά δεν αποτελεί παγκόσμιο νόμιμο μέσο συναλλαγών. Στοχεύει να αποτελέσει έναν απρόσωπο υπηρέτη όλων των εταίρων της παγκόσμιας αγοράς, λειτουργεί, όμως, μεροληπτικά υπέρ του ηγεμονικού κράτους. Ωστόσο, ο ηγεμών είναι ο μεγαλύτερος (καθαρός) χρεώστης στον κόσμο και έχει το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα.
Η διαχείριση του δολαρίου ως οιονεί παγκόσμιου χρήματος απαιτεί τη συστηματική χρήση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Κατά τη δεκαετία του 1980, η διαχείριση του δολαρίου συνεπαγόταν τις ad hoc συναντήσεις των εκπροσώπων των ηγετικών καπιταλιστικών κρατών, όπως αυτές στο Λούβρο και την Plaza Accords. Κατά τη δεκαετία του 1990 τα πράγματα άλλαξαν, καθώς η ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ αυξανόταν σημαντικά. Η συμμετοχή των μικρότερων καπιταλιστικών δυνάμεων στη διαχείριση του δολαρίου έγινε πιο άτυπη και έμμεση. Ταυτόχρονα, για τη διευκόλυνση της διαχείρισης του παγκόσμιου χρήματος, αναδύθηκαν διάφοροι σύνθετοι οικονομικοί και πολιτικοί μηχανισμοί, στους οποίους περιλαμβάνονταν η κανονιστική και συμβουλευτική παρέμβαση επί των διεθνών τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Από αυτή την άποψη είναι σημαντική η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements), που συλλέγει πληροφορίες και προωθεί την ομαλή λειτουργία των διεθνών τραπεζών στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ακόμη σημαντικότερο είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που διαθέτει κονδύλια και επηρεάζει το πρότυπο συσσώρευσης ολόκληρων κρατών. Παρ’ όλ’ αυτά, η επιτυχία υπήρξε πρόσκαιρη και ασφαλώς μη συγκρίσιμη με την αντίστοιχη επιτυχία στη διαχείριση του εγχώριου νομίσματος από μέρους των εθνικών αρχουσών τάξεων.
Η ανάδυση του δολαρίου σε ρόλο οιονεί παγκόσμιου χρήματος συνοδεύτηκε από επαναλαμβανόμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οι κρίσεις αυτές συνοδεύονταν συνήθως από επεκτεινόμενες ροές δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου που σήμερα μειώνουν τη σπουδαιότητα των διεθνών ροών εμπορευμάτων. Αντίστοιχα, η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών προσέλαβε ιστορικά ανεπανάληπτες διαστάσεις. Οι αναπτυσσόμενες χώρες που επιχειρούν να διατηρήσουν έναν βαθμό σταθερότητας στις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες προσδένοντας το εθνικό τους νόμισμα στο δολάριο, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου διαμέσου των συνόρων τους, βυθίστηκαν σε σοβαρές κρίσεις – όπως στην περίπτωση πολλών ασιατικών χωρών, της Τουρκίας και πιο πρόσφατα της Αργεντινής. Γενικά, η έλλειψη σχετικά ικανοποιητικών αποθεμάτων παγκόσμιου χρήματος οδηγούν τις αναπτυσσόμενες χώρες σε αναταραχή. Ταυτόχρονα, με μοναδική κρίσιμη εξαίρεση την Ιαπωνία, οι μηχανισμοί διαχείρισης του δολαρίου είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην προστασία του πυρήνα του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου από νομισματικούς και χρηματοπιστωτικούς πανικούς. Στο εσωτερικό των κύκλων εκείνων που επεξεργάζονται την οικονομική ιδεολογία και χαράσσουν την πολιτική των ΗΠΑ έχει αρχίσει να αναδύεται η άποψη ότι η βαθιά οικονομική αστάθεια ανήκει στο παρελθόν, μια στάση που παραδόξως μας υπενθυμίζει την εμπιστοσύνη στις κεϋνσιανές πολιτικές των δεκαετιών του 1960.
3. Οικονομικές και μη οικονομικές σχέσεις μέσα από το πρίσμα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας
Οικονομικές και μη οικονομικές σχέσεις αλληλεπιδρούν λοιπόν στενά στη σφαίρα του σύγχρονου χρήματος και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Οι σχέσεις εξουσίας και εμπιστοσύνης έχουν άμεσες πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες στη σφαίρα του χρήματος και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Για όσους αντιτίθενται στον καπιταλισμό, υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη θεωρητικής ανάλυσης αυτών των σχέσεων. Η ανάγκη αυτή επιτείνεται αναπτυσσόμενη στους κόλπους της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια.4 Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία, χωρίς να εγκαταλείπει τον νεοκλασικό της πυρήνα, εμφανίζει μια αυξημένη ικανότητα ανάλυσης φαινομένων και πρακτικών οι οποίες στην προηγούμενη περίοδο θεωρούνταν αντικείμενο άλλων κοινωνικών επιστημών, όπως η κοινωνιολογία.5 Η αναλυτική εστίαση στράφηκε με αυξανόμενο βαθμό στους θεσμούς που περιστοιχίζουν τις αγορές – οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, ακόμη και θρησκευτικούς.6
Συγκεκριμένα, η κυρίαρχη οικονομική θεωρία ασχολείται σήμερα σοβαρά με τις κοινωνικές νόρμες, τις εθιμικές πρακτικές και τους μη αγοραίους δεσμούς μεταξύ των εταίρων της αγοράς. Οι σχέσεις αυτές ομαδοποιούνται συχνά υπό τον γενικό όρο «κοινωνικό κεφάλαιο». Η έννοια αυτή πάσχει, εφόσον το κεφάλαιο είναι ενδογενώς οικονομικός όρος που συνεπάγεται την αυτοκίνηση και την αυτοαναπλήρωση των μετοχών, που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μη οικονομικές σχέσεις.7 Παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός αυτό επέτρεψε στην κυρίαρχη οικονομική θεωρία να κινηθεί επιθετικά στο πεδίο των μη οικονομικών σχέσεων, σε ανοιχτή συνεργασία με τη συντηρητική οικονομική κοινωνιολογία.
Μια απλή ματιά στις ιστοσελίδες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι αρκετή για να διαλύσει κάθε αμφιβολία σχετικά με τη σημασία αυτής της εξέλιξης. Το «κοινωνικό κεφάλαιο» θεωρείται η κοινωνική συνεκτική ουσία που συγκρατεί μια χώρα. Όταν είναι σε επαρκή ποσότητα και «καλή» ποιότητα (αντανακλώντας αφθονία εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας στην κοινωνία), υποτίθεται ότι η λειτουργία των αγορών και της καπιταλιστικής συσσώρευσης βελτιώνεται. Κατά συνέπεια, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνιστούν θερμά στις κοινωνικές πολιτικές να αυξήσουν ή να βελτιώσουν το «κοινωνικό κεφάλαιο» σε ολόκληρο τον κόσμο. Με δεδομένη τη χωλαίνουσα φύση της έννοιας του «κοινωνικού κεφαλαίου», οι πολιτικές αυτές είναι αναπόφευκτα νεφελώδεις και χωρίς συνοχή. Ωστόσο, τονίζουν την ιδεολογική θέση ότι η εμπιστοσύνη, η ακεραιότητα, η αξιοπιστία και η αμοιβαιότητα είναι αναγκαίες για την επιτυχία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το συμπέρασμα είναι ότι απαιτείται ο μετασχηματισμός ενός τεράστιου φάσματος κοινωνικών σχέσεων, ώστε αυτές να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η μαρξιστική πολιτική οικονομία αντέδρασε με καθυστέρηση σ’ αυτές τις εξελίξεις στους κόλπους του κυρίαρχου ρεύματος. Η καθυστέρηση αυτής της αντίδρασης οφείλεται πιθανώς μεταξύ άλλων και στον ίδιο τον πυρήνα του ιστορικού υλισμού και πάνω απ’ όλα στη μαρξιστική διάκριση μεταξύ «βάσης» και «εποικοδομήματος». Κατά τον Μαρξ (Marx 1859: 20-1), όπως είναι γνωστό, κάποιες κοινωνικές σχέσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις άλλες για την εξέλιξη της κοινωνίας και θα πρέπει να τους αποδώσουμε ένα ειδικό καθεστώς ανάλυσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η οικονομία είναι η «βάση» της κοινωνίας, που ορίζει τον τόνο των μη οικονομικών σχέσεων της «υπερδομής». Στους κόλπους της οικονομίας, οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν τις σχέσεις ανταλλαγής και διανομής, και επομένως κατέχουν την αναλυτική πρωτοκαθεδρία.
Πρόκειται για μια καίριας σημασίας θέση, ωστόσο η πορεία της αλληλεπίδρασης μεταξύ «βάσης» και «εποικοδομήματος» κάθε άλλο παρά σαφής είναι στo πλαίσιo της μαρξιστικής θεωρίας. To σίγουρο είναι ότι η ίδια η οικονομική ανάλυση του Μαρξ βρίθει αναφορών στους νόμους και την εφαρμογή τους, στους πολιτικούς αγώνες, τα ιστορικά γεγονότα και τις παραδοσιακές πρακτικές μεταξύ των διαφόρων λαών. Ό,τι και αν εννοούσε ο Μαρξ με τη διάκριση μεταξύ «βάσης» και «εποικοδομήματος», σίγουρα δεν δίσταζε να ενσωματώνει στην ανάλυση του βαθύτερου οικονομικού πυρήνα του κεφαλαίου ένα ευρύ σύνολο μη οικονομικών παραγόντων. Η αξιοσημείωτη δύναμη του Κεφαλαίου του Μαρξ προέρχεται από τη συνεχή μείξη της αφηρημένης οικονομικής ανάλυσης με τις ιστορικές, παραδοσιακές, εθιμικές, πολιτικές και ευρύτερα κοινωνικές όψεις των καπιταλιστικών και των προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Το στοιχείο αυτό είναι εμφανές, π.χ., στη μαρξική ανάλυση των νομικών, εθιμικών και ιστορικών πλευρών της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας (1867: κεφ. 10) και του «γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης» (1867: κεφ. 25).
Κατά τον Μαρξ, η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης ενσωματώνει την παραγωγή, την κυκλοφορία και τη διανομή – και διέπεται από τη δική της εσωτερική λογική και τα δικά της κίνητρα, που συνοψίζονται στην αυτομεγέθυνση της αξίας. Η συσσώρευση μας προσφέρει το φυσικό θεωρητικό πεδίο για την ανάλυση της αλληλεπίδρασης μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών σχέσεων, χωρίς να αγνοεί την ιστορικά ειδική καπιταλιστική φύση αυτών των τελευταίων. Παρ’ όλ’ αυτά, η διαδικασία της συσσώρευσης δεν αποτελεί οδηγό για κάθε οικονομική σχέση στην καπιταλιστική κοινωνία και ασφαλώς ούτε για τις μη οικονομικές σχέσεις. Παραδείγματος χάριν, η δαπάνη του εργατικού εισοδήματος μόνον έμμεσα συνδέεται με την καπιταλιστική συσσώρευση. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι οι διάφορες σφαίρες του μη οικονομικού –η πολιτική, η ιδεολογία, η θρησκεία κλπ.– έχουν τη δική τους εσωτερική δομή και δυναμική, που δεν μπορούν να αναχθούν στη λογική και τα κίνητρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Σ’ αυτό το πνεύμα, προτείναμε τη θέση (Lapavitsas 2003:3) ότι η καπιταλιστική συσσώρευση ενσωματώνει μη οικονομικές σχέσεις, όπως η εξουσία που ασκούν οι καπιταλιστές στους εργάτες στο χώρο της παραγωγής. Οι μη οικονομικές αυτές σχέσεις διακρίνονται από τις μη οικονομικές που δημιουργούνται πέραν της σφαίρας της οικονομίας αλλά τίθενται στην υπηρεσία του κεφαλαίου, όπως οι οικογενειακές σχέσεις, που είναι θεμελιώδεις για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Η διάκριση αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τον χυδαίο μαρξισμό και ούτε εξισώνει τις οικονομικές σχέσεις με τις σχέσεις της αγοράς, δύο κίνδυνοι που απασχολούν τον Ίτο (Itoh 2005). Γενικά, η βαθύτερη οικονομική κίνηση του κεφαλαίου εμπλέκει μη οικονομικές σχέσεις, όπου συμπεριλαμβάνονται οι κοινωνικές συνήθειες και νόρμες. Παραδείγματος χάριν, η πειθαρχία και ο συντονισμός των εργατών στο χώρο της παραγωγής είναι σαφώς οικονομικές σχέσεις, στηρίζονται, όμως, σε ιστορικά εξελιγμένες συνήθειες εργασίας και συνυπάρχουν με την εξουσία του καπιταλιστή, που προσδιορίζεται ταξικά και οδηγεί στην εκμετάλλευση. Οι μη οικονομικές σχέσεις θα μπορούσαν επίσης να μη σχετίζονται εξαρχής με τη σφαίρα του κεφαλαίου αλλά να οργανωθούν απ’ αυτό. Π.χ., δεν υπάρχει τίποτα το ενδοφυώς καπιταλιστικό στην οικογενειακή αγάπη και αμοιβαιότητα, παρά το γεγονός ότι και οι δύο υποτάσσονται στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και μ’ αυτό τον τρόπο αποκτούν και μια καπιταλιστική όψη.
Έχοντας υπόψη μας αυτή τη διάκριση, προτείναμε τη θέση (Lapavitsas 2003) –που παρουσιάζεται στην επόμενη ενότητα– ότι το χρήμα και η πίστη παριστούν σχέσεις εξουσίας και εμπιστοσύνης που εν μέρει αναδύονται μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς, εν μέρει δημιουργούνται έξω από την οικονομία και βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης από την καπιταλιστική κερδοφορία. Γενικότερα, οι θεσμοί και οι διαδικασίες του χρήματος και της πίστης προσδίδουν έναν ταξικό χαρακτήρα στην εξουσία και την εμπιστοσύνη στο εσωτερικό μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Προσφέρουν στην καπιταλιστική τάξη μηχανισμούς που θέτουν συστηματικά την εξουσία και την εμπιστοσύνη στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Δυστυχώς, ο Ντύμσκι (Dymski 2005), σε μια εμβριθή παρέμβασή του σ’ αυτό τον δημόσιο διάλογο, παρερμήνευσε αυτή τη θέση, υποθέτοντας ότι πρόκειται για μια αναγωγή του χρήματος και της πίστης σε απλές σχέσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο Ντύμσκι υποστηρίζει μια ευρύτερη, «ετερόδοξη» προσέγγιση του χρήματος και της πίστης, που αντλεί στοιχεία από τη θεμελιώδη μαρξιστική ανάλυση του κεφαλαίου αλλά και από άλλες ριζοσπαστικές προσεγγίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Για την υποστήριξη των ισχυρισμών του, ο Ντύμσκι υπογραμμίζει, από τη μια πλευρά, τη σημασία του χρήματος ως κοινωνικού μέσου διαχείρισης της αβεβαιότητας και, από την άλλη, το βάρος της προσωπικής χρηματικής πίστης στον σύγχρονο καπιταλισμό, συμπεριλαμβανομένων των θεσμών αποταμίευσης.
Η επιχειρηματολογία του Ντύμσκι είναι διεισδυτική αλλά τελικά δεν γίνεται πειστική, όπως θα καταδείξουμε στη συνέχεια. Όταν θεωρούμε την καπιταλιστική συσσώρευση αναλυτικό εργαλείο εκκίνησης, αυτό δεν σημαίνει ότι ανάγουμε όλες τις διαδικασίες στην εκμετάλλευση. Ούτε ότι υψώνουμε κάποιο φραγμό στην ανάλυση του χρήματος και της πίστης σε πεδία που δεν συνδέονται άμεσα με την καπιταλιστική συσσώρευση. Η καπιταλιστική συσσώρευση μας προσφέρει μάλλον μια πυξίδα προσανατολισμού στο λαβύρινθο των οικονομικών και μη οικονομικών σχέσεων που απαρτίζουν το πεδίο του χρήματος και της πίστης. Η ταξική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας παραμένει στο προσκήνιο ακόμη και όταν οι εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές ταξικές σχέσεις διαθλώνται μέσω του χρήματος και της πίστης.
Ακόμη, ενώ η αλληλεπίδραση χρήματος και χρηματοπιστωτικών σχέσεων είναι ζωτικής σημασίας για τις «ετερόδοξες» προσεγγίσεις, δεν έχουν την ίδια εγκυρότητα όλα τα «σημεία εισόδου» στην «ετεροδοξία» ούτε θα μπορούσε να συμπληρώνει το ένα το άλλο φυσικά, όπως φαίνεται να προτείνει ο Ντύμσκι (2005). Για το μαρξισμό, η θεμελιώδης αλληλεπίδραση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ρίχνει ένα ιδιαίτερο φως σ’ όλες τις όψεις της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων του χρήματος και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Η θεωρία της εκμετάλλευσης δεν είναι μια νοητική άσκηση που θα μπορούσαμε να την αφήσουμε κατά μέρος όταν έρχονται προς συζήτηση το χρήμα και τα χρηματοπιστωτικά ή άλλα συγκεκριμένα οικονομικά ζητήματα. Η μαρξιστική πολιτική οικονομία, χωρίς τη συνεχή αναφορά στην ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση, θα αναγόταν σ’ ένα συνονθύλευμα λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφερουσών παρατηρήσεων σχετικά με τον καπιταλισμό.
Τα ίδια σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσαν να λεχθούν σχετικά με την αξιολόγηση εκ μέρους του Ντύμσκι των τριών επιπέδων της θεωρητικής έρευνας που προωθείται από το περί τον Ούνο (Uno) ρεύμα του ιαπωνικού μαρξισμού. Ο Ντύμσκι θεωρεί ότι το σταθερό επίπεδο, δηλαδή η αφηρημένη έρευνα στη θεμελιώδη κίνηση του κεφαλαίου, μπορεί να τεθεί σε παρένθεση για να μελετηθούν τα επόμενα δύο επίπεδα, αυτά της ιστορικής περιοδολόγησης και της εμπειρικής μελέτης των ξεχωριστών χωρών. Όμως αυτό δεν είναι σωστό. Χωρίς το πρώτο επίπεδο της αφηρημένης έρευνας, οι τύπου Ούνο αναλύσεις των δύο άλλων επιπέδων θα ήταν έρμαιο σε μια θάλασσα γενικοτήτων. Παρ’ όλ’ αυτά, και με δεδομένες τις παρατηρήσεις του Ίτο (Itoh 2005) επί του έργου του Ντύμσκι, οι αναλύσεις τύπου Ούνο χαρακτηρίζονται από κάποιες εσωτερικές εντάσεις. Ενώ η αναλυτική αξία της διαφοροποίησης των τριών επιπέδων της έρευνας είναι καθαρή, ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να μετακινείται η θεωρία από το ένα επίπεδο στο άλλο δεν είναι σαφής. Η ένταση αυτή ακριβώς επιτρέπει στον Ντύμσκι να διατείνεται ότι θα μπορούσαμε να υψώσουμε διαχωριστικά τείχη μεταξύ του πρώτου επιπέδου ανάλυσης και των άλλων δύο.
Σε σχέση λοιπόν με το χρήμα και την πίστη, στο Lapavitsas 2003 προβλήθηκαν δύο συγκεκριμένες θέσεις. Η πρώτη είναι ότι το χρήμα είναι ένα αυθόρμητο προϊόν των σχέσεων ανταλλαγής, το οποίο παριστά την απόλυτη ικανότητα του αγοράζειν, που βρίσκεται στη ρίζα της ευρύτερης οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας του χρήματος. Η δεύτερη είναι ότι το καπιταλιστικό πιστωτικό σύστημα περιλαμβάνει μια πυραμιδοειδή δομή θεσμών, αγορών και κεφαλαίων που αναδύεται αυθόρμητα στη βάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και ενσωματώνει την εμπιστοσύνη. Επομένως το πιστωτικό σύστημα μετασχηματίζει την εμπιστοσύνη από μια ιδιωτική και υποκειμενική σχέση σε κοινωνική και αντικειμενική, που τίθεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Και οι δύο θέσεις θεμελιώνονται σε μια ανάλυση τύπου Ούνο, στοιχεία της οποίας μπορεί κανείς να συναντήσει στο Itoh and Lapavitsas 1999. Ωστόσο, η ανάλυση αυτή επεκτάθηκε στο Lapavitsas 2003 ώστε να περιληφθούν τόσο οι κοινωνικές συνιστώσες της εξουσίας του χρήματος όσο και ο μετασχηματισμός της εμπιστοσύνης στο πλαίσιο των μηχανισμών της πίστης, όπως αποδεικνύουμε στην επόμενη ενότητα.
4. Εξουσία και εμπιστοσύνη στη σφαίρα του χρήματος και της πίστης
4.1 Οι ρίζες της οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας του χρήματος
Ο ρόλος του χρήματος στη διαδικασία της ανταλλαγής γενικά, και στην καπιταλιστική οικονομία ειδικότερα, είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της οικονομικής θεωρίας. Στο πλαίσιο της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας το χρήμα συνήθως αντιμετωπίζεται ως μέσο ανταλλαγής που αναδύεται από την άμεση εμπορευματική ανταλλαγή.8 Η προσέγγιση αυτή πριμοδοτεί αυθαίρετα μία από τις λειτουργίες του χρήματος (μέσο ανταλλαγής) και δημιουργεί μια αφηρημένη εικόνα αντιπραγματισμού που έχει ελάχιστη σχέση με τα ιστορικά και ανθρωπολογικά δεδομένα σχετικά με την άμεση εμπορευματική ανταλλαγή. Πέραν αυτού, ο μεθοδολογικός ατομικισμός της απαγορεύει κάθε διεισδυτική ματιά στα κοινωνικά θεμέλια τόσο των αγορών, όσο και του χρήματος.
Μια εναλλακτική προσέγγιση με παλιές ρίζες, η οποία στις μέρες μας συνδέεται με τον μετακεϋνσιανισμό, αντιμετωπίζει το χρήμα ως μια αφηρημένη μονάδα λογιστικής για συμβόλαια και πιστωτικές συναλλαγές. Γενικά, η θεώρηση αυτή αντιλαμβάνεται το χρήμα ως δημιούργημα του κράτους –ή μιας άλλης κοινωνικά συγκροτημένης εξουσίας– ανεξάρτητα από τη διαδικασία ανταλλαγής.9 Η άποψη του Ντύμσκι, σύμφωνα με την οποία το χρήμα είναι κοινωνικό μέσο διαχείρισης της αβεβαιότητας, είναι συγγενής με αυτή την προσέγγιση. Ωστόσο, παρά την κριτική του εμφάνιση, το ρεύμα αυτό αποτελεί εξ αντανακλάσεως είδωλο του νεοκλασικισμού, γιατί πριμοδοτεί αυθαίρετα μια άλλη λειτουργία του χρήματος, τη λογιστική μονάδα. Ενώ ο νεοκλασικισμός θεωρεί το χρήμα απλό μέσο ανταλλαγής, ένα «πέπλο» πάνω από την πραγματική οικονομική διαδικασία, η εναλλακτική θεώρηση αντιλαμβάνεται το χρήμα ως μέρος της θεμελιώδους ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με τη φύση. Η νεοκλασική καρικατούρα της άμεσης ανταλλαγής μεταξύ «πρωτόγονων» σωστά απορρίπτεται, όμως αντικαθίσταται από κάποιους σκοτεινούς μύθους αφηρημένων λογιστικών μονάδων που επινόησαν παλαιοί κρατικοί αξιωματούχοι ή έμποροι εμπλεκόμενοι σε σύνθετες πιστωτικές συναλλαγές (Lapavitsas 2005).
Η ανάλυση του Μαρξ περί του καθολικού ισοδύναμου προσφέρει ένα μονοπάτι προς το χρήμα, απελευθερωμένο από αυτές τις αδυναμίες, ιδίως όταν ερμηνεύεται μέσα από τις υποδείξεις της σχολής του Ούνο.10 Με δυο λόγια, το καθολικό ισοδύναμο παριστά την απόλυτη ικανότητα του αγοράζειν που αναδύεται αυθόρμητα και αναγκαστικά μέσα από τις εμπορευματικές σχέσεις ανταλλαγής. Η ουσία του χρήματος είναι το μονοπώλιο επί της άμεσης ανταλλαξιμότητας μεταξύ εμπορευμάτων. Καμιά από τις λειτουργίες του χρήματος δεν κυριαρχεί στις άλλες και όλες απορρέουν από την ουσία του χρήματος.
Στο Lapavitsas 2003 αναπτύξαμε περισσότερο την ανάλυση αυτή, εστιάζοντας στις κοινωνικές σχέσεις που συμπυκνώνονται στο χρήμα, και ιδιαίτερα στις κοινωνικές συνήθειες και νόρμες που περιβάλλουν την εμφάνιση και τη χρήση του. Η ικανότητα του χρήματος να αγοράζει βασίζεται στο ότι οι κάτοχοι των εμπορευμάτων είναι «ξένοι» ο ένας προς τον άλλο, δηλαδή οι κάτοχοι των εμπορευμάτων επηρεάζονται πολύ λίγο από συγγένειες, ιεραρχία, θρησκεία κοκ. Το χρήμα είναι ο κοινωνικός δεσμός των «ξένων», είναι το «nexus rerum» που συγκρατεί τους κατόχους των εμπορευμάτων στην αγορά αλλά και πέραν αυτής. Ωστόσο, το χρήμα στηρίζεται επίσης (και υποχρεωτικά) σε συνήθειες και νόρμες που επικρατούν μεταξύ των κατόχων εμπορευμάτων σε σχέση με την είσοδο στην αγορά και τη λειτουργία στο εσωτερικό της. Σε κάθε περίπτωση, το χρήμα στηρίζεται στον εθιμικό και θεσμικό αποκλεισμό της βίας που θα μπορούσε εύκολα να ξεσπάσει μεταξύ των κατόχων εμπορευμάτων. Ωστόσο, η ίδια η χρήση του χρήματος αποτελεί μια κοινωνική νόρμα: η ικανότητα του χρήματος να αγοράζει εμπεδώνεται κοινωνικά γιατί οι κάτοχοι των εμπορευμάτων προσφέρουν τα εμπορεύματά τους έναντι χρήματος προσδοκώντας ότι και άλλοι θα κάνουν το ίδιο. Η καθημερινή πρακτική της ανταλλαγής εμπορευμάτων έναντι χρήματος επικυρώνει τις προσδοκίες των κατόχων εμπορευμάτων. Η εθιμική και εν είδει νόρμας όψη του χρήματος εμφανίζεται σε όλες τις μορφές του, περιλαμβανομένου του εμπορευματικού χρήματος, όπως ο χρυσός. Είναι, όμως, θεμελιώδης για τις σύγχρονες μορφές πιστωτικού χρήματος που δεν περιέχουν αξία και των οποίων η αποδοχή βασίζεται σε οικονομικές και κοινωνικές συμφωνίες.
Ο Μιγιαζάβα (Miyazawa 2005), που διάκειται ευνοϊκά απέναντι στην ανάλυση τύπου Ούνο, σημειώνει την καινοτομία αυτής της προσέγγισης, και προτείνει την επέκτασή της με όρους ενός υποθετικού δεσμού μεταξύ χρήματος και φυσικών ιδιοτήτων των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τον Μιγιαζάβα, όταν οι κάτοχοι εμπορευμάτων εμπλέκονται σε ανταλλαγές, πρέπει να κρατούν κάποια εμπορεύματα ως απόθεμα προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα χρονικότητας και ασυμβατότητας ζήτησης. Το χρήμα είναι το καταλληλότερο εμπόρευμα για να κρατηθεί σε απόθεμα, εξαιτίας των φυσικών το ιδιοτήτων, ιδίως της αντοχής του στο χρόνο. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή σχετικά με την εμφάνιση του χρήματος θα πρέπει να αντιμετωπίσει επίσης ένα άλλο λογικό πρόβλημα, και συγκεκριμένα το ότι αν ένα εμπόρευμα θα πρέπει να κρατηθεί σε εφεδρεία (ως στοιχείο αποθέματος) θα πρέπει να έχει ήδη γίνει δεκτό ως γενικότερη εκπροσώπηση του πλούτου σε σχέση με άλλα εμπορεύματα. Τώρα, ο Μαρξ (Marx 1859: 124, η υπογράμμιση στο πρωτότυπο) χωρίς αμφιβολία υποστήριζε ότι το χρήμα είναι «το υλικό σύμβολο του φυσικού πλούτου […] η επιτομή του κοινωνικού πλούτου». Στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, διάφορα αντικείμενα μπορούν να λειτουργήσουν ως μερικοί εκπρόσωποι του πλούτου –αυτοκίνητα, σκάφη, αεροπλάνα, ανάκτορα και άλλες πολυτέλειες των πλουσίων– ενώ το χρήμα είναι ο γενικός εκπρόσωπος του κοινωνικού πλούτου. Ωστόσο, η ικανότητα του χρήματος γενικά να εκπροσωπεί τον πλούτο εξαρτάται από το μονοπώλιό του επί της αγοραστικής δύναμης, δηλαδή από την ικανότητά του να εκπροσωπεί την αξία. Αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται να εξηγηθεί είναι η αποκλειστική ικανότητα του χρήματος να αγοράζει, απέναντι στην οποία οι φυσικές ιδιότητές του έχουν μικρή σημασία.
Το μονοπώλιο του χρήματος επί της ικανότητας αγοράς είναι θεμελιώδες για την ανάλυση του ευρύτερου οικονομικού και κοινωνικού του ρόλου στην καπιταλιστική κοινωνία, όπως επίσης και της ποικιλίας των σημασιών και των εκπροσωπήσεων που συνδέονται με αυτό. Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο και προσφέρει το κίνητρο αλλά και ένα κρίσιμο στάδιο της σταθερής κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου (Marx 1867: κεφ. 4). Το κεφάλαιο ιδιοποιείται την ικανότητα του χρήματος να αγοράζει και στη συνέχεια μετατρέπει το χρήμα σε σήμα και μέσο για τη συστηματική μεταφορά πόρων στο εσωτερικό της καπιταλιστικής οικονομίας. Έτσι, λοιπόν, το χρήμα είναι η αυθεντική μορφή καπιταλιστικού εισοδήματος και το μέσο για την απόκτηση αξιών χρήσης από τους εργάτες και άλλους. Σε μια καπιταλιστική οικονομία, το χρήμα επιτρέπει τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στα άτομα να κάνουν και να υλοποιούν σχέδια για το μέλλον. Με δυο λόγια, το χρήμα είναι ο οργανωτής της καπιταλιστικής οικονομίας.
Το χρήμα βέβαια λειτουργεί ως μέσο διαχείρισης της αβεβαιότητας σε μια καπιταλιστική οικονομία, όμως αυτό οφείλεται πρώτιστα στον καπιταλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας. Οι διαδικασίες της αγοράς που διατρέχουν την καπιταλιστική οικονομία εν μέρει είναι άναρχες και εν μέρει οργανώνονται με μη συνειδητό τρόπο, μέσω του χρήματος. Έτσι, το χρήμα επιτρέπει να λαμβάνονται θέσεις σε σχέση με το μέλλον, ιδίως στο πεδίο των καπιταλιστικών επενδύσεων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αυτή λειτουργία του χρήματος δεν είναι ομοιόμορφα επωφελής για την κοινωνία, και είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια νέα αβεβαιότητα. Οι μη προβλέψιμες μεταφορές χρήματος από ένα σε άλλο σημείο της οικονομίας –ιδίως όταν έχει κάνει την εμφάνισή της η «εγχρήματη περιουσία» των επενδυτών στη χρηματοπιστωτική σφαίρα– αποτελούν μια κοινωνική πηγή αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα αυτή είναι καθαρό αντικείμενο ανάλυσης της κοινωνικής επιστήμης, κάτι που δεν μπορεί να λεχθεί εύκολα σχετικά με την αφηρημένη αβεβαιότητα περί του μέλλοντος «που ξεφεύγει από τη γνώση», για το οποίο κάνει λόγο ο Dymski 2005.
Πέραν αυτού, το μονοπώλιο που ασκεί το χρήμα επί της ικανότητας αγοράς, και επομένως επί των οικονομικών πόρων, προσφέρει στους κατόχους του ευρεία κοινωνική και πολιτική εξουσία, την οποία το κεφάλαιο βρίσκει έτοιμη σε όλη την έκταση της κοινωνίας. Το χρήμα αγοράζει μια εκπαίδευση και μεταφέρει άμεσα τα προνόμια, επιτρέποντας την πρόσβαση σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και δημιουργώντας κοινωνικές ιεραρχίες, άμεσα ή μέσω του γάμου. Το χρήμα παίζει επίσης έναν κρίσιμο ρόλο στην εκλογική διαδικασία και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η κοινωνική του διεισδυτικότητα προσφέρει στο χρήμα μια ποικιλία από νοήματα και εκφράσεις, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων αισθημάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο, το χρήμα συνδέει την ουσία των σχέσεων ανταλλαγής με ένα τεράστιο φάσμα ανθρώπινων ενεργειών, δανείζοντας μια εμπορευματική όψη σε πράγματα και δραστηριότητες που είναι ενδοφυώς άσχετα προς τις αγορές και τα εμπορεύματα.
Από την άλλη πλευρά, το χρήμα προκαλεί την αντίδραση των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και ολόκληρων κοινωνικών τάξεων που επιδιώκουν να ακυρώσουν την εξουσία του και να ανατρέψουν την εμπορευματική ηθική. Η εξάπλωση των Συστημάτων Τοπικών Εμπορικών Συναλλαγών (LETS) στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών είναι μια στιγμή αυτής της αυθόρμητης αντίδρασης στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Με δυο λόγια, τα LETS είναι συστήματα ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών που αποκλείουν το επίσημο χρήμα, σε μια προσπάθεια να καταργηθεί η εκμετάλλευση και τα χρηματικά κίνητρα στην κοινοτική ζωή. Μέσα από παρόμοιες λογικές, στη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο ουτοπικός σοσιαλιστής Όουεν και ο αναρχοσοσιαλιστής Προυντόν υποστήριζαν την αντικατάσταση του επίσημου χρήματος από ένα «εργασιακό χρήμα» που θα εξέφραζε ώρες εργασίας. Το «εργασιακό χρήμα» θεωρείτο ότι θα απέτρεπε την εκμετάλλευση, τη σπατάλη χρήματος σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες και θα διευκόλυνε την κοινοτική αλληλεγγύη.
Ο Μαρξ (Marx 1847) απέρριψε αυτές τις ιδέες, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση προκύπτει από ταξικές σχέσεις οι οποίες δεν μπορούν να μετασχηματιστούν μέσω της απλής εισαγωγής μιας διαφορετικής μορφής χρήματος. Το χρήμα μπορεί να είναι ο οργανωτής της καπιταλιστικής οικονομίας, παραμένει, όμως, ένα απλό προϊόν των σχέσεων αγοράς, ένα αποτέλεσμα του δούναι και λαβείν μεταξύ των κατόχων εμπορευμάτων. Για έναν πραγματικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, επομένως, θα πρέπει να αλλάξουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Παρ’ όλ’ αυτά, η επιμονή του εγχειρήματος επινόησης διαφόρων μη εκμεταλλευτικών, «κοινοτικών» χρημάτων δεν είναι συμπτωματική. Τα σχήματα αυτά υποδηλώνουν το βάθος της κοινωνικής αντίστασης απέναντι στη δηλητηριώδη δράση του χρήματος στην κοινωνική ζωή, παρότι γενικά δεν αντιλαμβάνονται τις βαθύτερες πηγές προέλευσης της οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας του χρήματος.
4.2 Η πίστη ως κοινωνικοποιημένη εμπιστοσύνη
Η πίστη επίσης ενσωματώνει μη οικονομικές σχέσεις, διαφορετικής, όμως, τάξης πολυπλοκότητας σε σχέση με το χρήμα. Για την ανάλυση των σχέσεων της πίστης, είναι σημαντικό κατ’ αρχάς να υπογραμμίσουμε ότι η μαρξιστική πολιτική οικονομία προτάσσει μια χρηματική θεωρία της πίστης. Η ύπαρξη χρήματος είναι προϋπόθεση της καπιταλιστικής πίστης και οι χρηματικές σχέσεις συνιστούν το θεμέλιο των πιστωτικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, το χρήμα είναι απαραίτητο ως λογιστική μονάδα κατά τις πιστωτικές συναλλαγές, ως μέσο πληρωμής όταν θα πρέπει να διακανονιστούν τα πιστωτικά ισοζύγια και ως μέσο αποθήκευσης της ικανότητας διακανονισμού πιστωτικών υποχρεώσεων. Για τον Μαρξ (Marx 1859: 146) ο ρόλος του χρήματος ως θεμελίου της πίστης αποκρύβεται κατά τη φυσιολογική πορεία της συσσώρευσης, αλλά προβάλλει έντονα στη διάρκεια των κρίσεων, όταν οι καπιταλιστές για την τακτοποίηση των δανείων θα πρέπει να κατέχουν χρήμα.
Η εμπιστοσύνη είναι εσωτερική στις πιστωτικές συναλλαγές, εφόσον η πίστη σημαίνει την προκαταβολή αξίας και την είσπραξη ενός ισοδύναμου ποσού σε μια μεταγενέστερη στιγμή.11 Αυτό ισχύει για την εμπορική πίστη, δηλαδή την προκαταβολή εμπορευμάτων έναντι της υπόσχεσης πληρωμής τους. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο για έναν καπιταλιστή να παραχωρήσει μια αξία χωρίς να εισπράξει άμεσα μια ισοδύναμη, εφόσον το κίνητρο της καπιταλιστικής δραστηριότητας είναι η μεγέθυνση της αξίας. Κατά συνέπεια, η εμπιστοσύνη που είναι αναγκαία για την καπιταλιστική πίστη πρέπει να στηρίζεται σε επεξεργασμένους μηχανισμούς εθιμικής, νομικής και θεσμικής πρακτικής. Οι μηχανισμοί αυτοί υποστηρίζουν την εμπιστοσύνη στην ικανότητα του δανειζομένου να αποπληρώσει κατά δύο σχετιζόμενους αλλά διακριτούς τρόπους.
Πρώτον, οι πιστωτικοί θεσμοί συλλέγουν συστηματικά και αξιολογούν τις πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες του δανειζομένου, λειτουργώντας έτσι ως πηγές οικονομικής γνώσης για ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Δεύτερον, οι πιστωτικοί θεσμοί συλλέγουν επίσης και αξιολογούν πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές διασυνδέσεις του δανειζομένου, την κοινωνική του θέση, τους οικογενειακούς δεσμούς και άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, εφόσον αυτά θα μπορούσαν να εγγυηθούν την αποπληρωμή, ακόμη και αν οι οικονομικές δραστηριότητες του δανειζομένου αποτύγχαναν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι πιστωτικοί θεσμοί είναι επίσης ένας χώρος φύλαξης γνώσεων αναφορικά με τις κοινωνικές διασυνδέσεις που φτάνουν στον πυρήνα της καπιταλιστικής τάξης. Στο Lapavitsas 2003 (κεφ. 4) υποστηρίξαμε ακόμη ότι οι πιστωτικοί μηχανισμοί, πέραν της συλλογής της αναγκαίας για την πίστη πληροφορίας, μετασχηματίζουν την εμπιστοσύνη από μια σχέση υποκειμενική και ατομική σε αντικειμενική και κοινωνική. Ο μετασχηματισμός αυτός προσδίδει στην εμπιστοσύνη έναν καπιταλιστικό χαρακτήρα και τη θέτει στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η εμπορική πίστη εξαρτάται από την εμπιστοσύνη μεταξύ των ατομικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, εμπιστοσύνη που είναι υποκειμενική και ατομική, εφόσον στηρίζεται στις γνώσεις που συσσωρεύουν οι επιχειρήσεις η μια για την άλλη στην πορεία των εμπορικών τους σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, η τραπεζική πίστη στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων, που είναι λιγότερο υποκειμενική και ατομική, εφόσον οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται από έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Η εμπιστοσύνη σε μια τραπεζική κατάθεση στηρίζεται στην ποιότητα των δανείων που χορηγεί η τράπεζα, δηλαδή στην ποιότητα της αξιολόγησης ενός ευρέος φάσματος επιχειρήσεων από μια τράπεζα. Η εμπιστοσύνη αυτή είναι επομένως περισσότερο απρόσωπη και αντικειμενική απ’ ό,τι η εμπιστοσύνη μεταξύ των πιστωτών του καπιταλιστικού εμπορίου.
Η εμπιστοσύνη μεταξύ τραπεζών, που είναι ζωτικής σημασίας για τη χρηματική αγορά, είναι ακόμη λιγότερο υποκειμενική και προσωπική. Στη χρηματική αγορά, οι τράπεζες δανείζουν καθημερινά η μία την άλλη, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία του επιτοκίου της αγοράς και σε ένα συνολικά συνεκτικό πιστωτικό σύστημα. Η εμπιστοσύνη στη χρηματική αγορά είναι μια αντικειμενική και αυξανόμενης σημασίας κοινωνική σχέση. Στη χρηματική αγορά, τα ενεργητικά και παθητικά των τραπεζών αποτελούν μια δέσμη και γίνονται αντικείμενο εμπορίας ως ένα ενιαίο εμπόρευμα, δηλαδή ως ένα χρηματικό κεφάλαιο προς δανεισμό. Οι διάφορες δεσμίδες δανείων μιας τράπεζας προς τους καπιταλιστές αξιολογούνται και ομογενοποιούνται από άλλες τράπεζες. Η αντικειμενική και κοινωνική πλευρά της χρηματικής αγοράς γίνεται έτσι εμφανής στις ποσοτικές αξιολογήσεις των τραπεζών ανάλογα με την πιστωτική τους ικανότητα.
Τέλος, η εμπιστοσύνη μεταξύ τραπεζών και κεντρικής τράπεζας είναι η πλέον αντικειμενική και κοινωνική μορφή στο πλαίσιο του καπιταλιστικού πιστωτικού συστήματος. Η κεντρική τράπεζα κυριαρχεί στη χρηματική αγορά, αξιολογεί συστηματικά την πιστωτική ικανότητα των άλλων τραπεζών και συλλέγει πληροφορίες σχετικά με το πιστωτικό σύστημα αλλά και την οικονομία ως σύνολο. Η κεντρική τράπεζα ενσωματώνει έναν βαθμό συνολικού ορθολογισμού, ακόμη και στα περιορισμένα όρια της καπιταλιστικής οικονομίας. Η εμπιστοσύνη επομένως στα αποθέματα και τα τραπεζογραμμάτια της κεντρικής τράπεζας έχει μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα, η οποία ενισχύεται στον ύψιστο βαθμό όταν το κράτος δίνει την έγκρισή του στα αποθέματα και τα τραπεζογραμμάτια της κεντρικής τράπεζας, μετασχηματίζοντάς τα σε νόμιμο μέσο συναλλαγών για την εξόφληση των εμπορικών ή άλλων χρεών. Η εξαιρετική εξουσία των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών προέρχεται, κατ’ αρχάς, από το ότι ελέγχουν την πλέον αντικειμενική και κοινωνικοποιημένη εμπιστοσύνη στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και, κατά δεύτερον, από το ότι κατέχουν το μονοπώλιο επί της δημιουργίας χρήματος ως νόμιμου μέσου συναλλαγών.
Η οργανωμένη και κοινωνικοποιημένη μέσω του πιστωτικού συστήματος εμπιστοσύνη τίθεται άμεσα στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Σε κάθε τομέα της οικονομίας, η εμπορική πίστη ταξινομεί τις εθιμικές πλευρές της παραγωγής και της ανταλλαγής, τις πολιτιστικές πλευρές της ακεραιότητας και της χρονικής ακρίβειας, όπως επίσης και τους ιστορικά αναπτυγμένους θεσμικούς μηχανισμούς εκπλήρωσης υποχρεώσεων. Οι σύνθετοι αυτοί παράγοντες αποκρυσταλλώνονται σε εργαλεία εμπορικών χρεώσεων με μετρήσιμο βαθμό εμπιστοσύνης που στηρίζεται στην ικανότητα του δανειζομένου να αποπληρώνει το δάνειό του. Από την άλλη πλευρά, η τραπεζική πίστη διασχίζει τους ιδιαίτερους ατομικούς τομείς και δημιουργεί ισοδύναμες συνήθειες, πολιτιστικά ήθη και θεσμικές πρακτικές σε όλη την έκταση της οικονομίας. Τα εργαλεία καταγραφής του τραπεζικού χρέους, ιδίως αυτά της χρηματαγοράς και της κεντρικής τράπεζας, περιέχουν ένα γενικό μέτρο εμπιστοσύνης το οποίο εξακολουθεί να στηρίζεται στην ικανότητα του δανειζομένου να αποπληρώνει το δανειζόμενο χρήμα.
Με την οργάνωση της εμπιστοσύνης μέσω του πιστωτικού συστήματος, η καπιταλιστική τάξη μεταφέρει συστηματικά πόρους στη συσσώρευση, εξισώνει τα ποσοστά κέρδους και αλλάζει την παραγωγική δυναμικότητα της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, βάση αυτής της εμπιστοσύνης παραμένει η ικανότητα αποπληρωμής του δανείου, δηλαδή είτε η δημιουργία χρηματικού κέρδους είτε η διασφάλιση του χρήματος με μη οικονομικά μέσα. Επομένως, η καπιταλιστική εμπιστοσύνη έχει μια αποτρόπαια ηθική ποιότητα. Η κατάχρηση και η απάτη είναι πάντα κοντά στην επιφάνεια, απαιτώντας μια συνεχή αστυνόμευση και εφαρμογή των νόμων και των εθιμικών πρακτικών της πίστης.
Πολύ ορθά ο Dymski 2005 υπογραμμίζει ότι οι χρηματοπιστωτικές σχέσεις δεν συνεπάγονται μόνο πιστωτικές συναλλαγές μεταξύ καπιταλιστών αλλά και την προσωπική χρηματοδότηση των εργατών, τις υποθήκες, την ασφάλιση κ.ο.κ. Ωστόσο, αυτή η πλευρά της πίστης όχι μόνο δεν καθιστά προβληματική, αλλά αντίθετα δείχνει τη δύναμη της προσέγγισης που προτείνουμε εδώ. Το δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο κινητοποιείται από τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς της κοινωνίας και τίθεται στη διάθεση των καπιταλιστών ή όποιων άλλων, στη βάση της τραπεζικής πίστης. Από την προοπτική των χρηματοπιστωτικών θεσμών, στο βαθμό που διασφαλίζονται η αποπληρωμή και οι τόκοι, όλοι οι δανειζόμενοι είναι ίδιοι. Οι μέθοδοι μέσω των οποίων οργανώνεται και κοινωνικοποιείται η εμπιστοσύνη θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν σε συναλλαγές με δανειζομένους που δεν είναι ούτε καπιταλιστικές εταιρείες ούτε τράπεζες. Στην προσωπική χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων των υποθηκών, των καταναλωτικών δανείων, της αγοράς με πίστωση κ.ο.κ., η εμπιστοσύνη διασφαλίζεται με την εκτίμηση των συνθηκών ζωής του ατόμου από την προοπτική της εξασφάλισης της ικανότητάς του να πληρώνει τις δόσεις του δανείου. Οι συνθήκες αυτές περιλαμβάνουν την απασχόληση αλλά και την οικογενειακή κατάσταση, τις φιλίες, την ιδιότητα του μέλους διαφόρων λεσχών και το ιστορικό των πιστωτικών του συναλλαγών, στοιχεία που οδηγούν στη βαθμολόγηση της πιστοληπτικής του δυνατότητας. Η εμπιστοσύνη στα άτομα αποκτά μια αντικειμενική και κοινωνική μορφή, όμως με έναν καπιταλιστικό χαρακτήρα που εστιάζει στην ικανότητα αποπληρωμής του δανείου.
Η κοινωνικοποίηση της εμπιστοσύνης στο πλαίσιο του πιστωτικού συστήματος επηρεάζει την εξουσία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής τάξης και της κοινωνίας συνολικά. Οι καπιταλιστές που διαθέτουν μια προνομιούχο πρόσβαση στο πιστωτικό σύστημα έχουν ένα πλεονέκτημα στη μάχη του ανταγωνισμού. Αυτοί που ελέγχουν ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κεντρική τράπεζα κατέχουν μια συντριπτική κοινωνική εξουσία. Από την άλλη πλευρά, η πίστη που έχει εκχωρηθεί σε μεμονωμένα άτομα εκφράζει μια ηπιότερη αλλά εξίσου διάχυτη εξουσία. Η προσωπική και ενυπόθηκη πίστη διευκολύνει την περαιτέρω συνύφανση της ατομικής και της κοινωνικής σφαίρας μέσω της χρηματικής λογιστικής. Η κοινωνική εμπιστοσύνη που κατέχει ένα άτομο εκφράζεται από την ικανότητά του να αποπληρώνει χρήματα και επομένως οι προσωπικές, οικογενειακές και κοινοτικές δραστηριότητες του ατόμου αξιολογούνται με όρους χρηματικών επιστροφών, ακόμη και όταν δεν προκύπτει τίποτα από αυτές. Με ανάλογο τρόπο, oι διακυμάνσεις της πρόσβασης στην πίστη θα μπορούσαν να καταστρέψουν την κοινωνική θέση ενός ατόμου.
Υπό αυτή την οπτική, η συζήτηση για το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα που παρουσιάστηκε στην ενότητα 2 του παρόντος άρθρου προσλαμβάνει μια άλλη όψη. Η καπιταλιστική τάξη σε όλο τον κόσμο ανέπτυξε εγχώριους μηχανισμούς που κινητοποιούν συστηματικά τόσο την εξουσία του χρήματος, όσο και την εμπιστοσύνη που συνδέεται με την πίστη. Οι θεσμοί και οι αγορές του πιστωτικού συστήματος, τις οποίες ρυθμίζει και διαχειρίζεται η κεντρική τράπεζα, θέτουν την κοινωνική εξουσία και εμπιστοσύνη στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: δεν υπάρχει κάποια μορφή χρήματος που να μονοπωλεί την ικανότητα αγοράς σε ολόκληρο τον κόσμο, ούτε κάποιοι πιστωτικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να κοινωνικοποιήσουν την εμπιστοσύνη διεθνώς. Η χαοτική δομή της παγκόσμιας αγοράς ανταγωνίζεται και τα δύο, παρά τον θεσμικό και πολιτικό μετασχηματισμό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σφαίρας στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Το σύστημα των εθνικών κρατών που παρουσιάζει μια αλληλεπικάλυψη με την παγκόσμια αγορά αυξάνει περαιτέρω την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Δεν πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει ότι όλες οι πρόσφατες σημαντικές κρίσεις προέκυψαν από το παγκόσμιο χρήμα σε συνδυασμό με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Η μαρξιστική πολιτική οικονομία έχει απλώς αρχίσει να αγγίζει επιφανειακά αυτά τα φαινόμενα στην παγκόσμια αγορά. Από αυτή την άποψη, το έργο των Μπράιαν και Ράφερτυ (Bryan και Rafferty) για τη χρηματοπιστωτική διεθνοποίηση είναι πρωτοπόρο.12 Ωστόσο, η θέση που αναπτύσσουν στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, ότι τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα είναι μια νέα μορφή παγκόσμιου χρήματος, είναι προβληματική.
Κατά τους Μπράιαν και Ράφερτυ, τα παράγωγα είναι χρήμα γιατί καθιστούν σύμμετρες εντελώς διαφορετικές «μορφές, τοποθεσίες και χρονικότητες» κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά. Εφόσον ανταλλάσσονται ως σύμμετρα μεγέθη, τα παράγωγα αποκαθιστούν επίσης την «εμπορευματική μορφή» του χρήματος, με τη μόνη διαφορά ότι αυτό που ανταλλάσσεται ως εμπόρευμα δεν είναι πλέον ένα υλικό εμπόρευμα αλλά το ίδιο το κεφάλαιο. Έτσι λοιπόν τα παράγωγα είναι η πραγματική μορφή του καπιταλιστικού χρήματος, που δημιουργείται στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς. Οι Μπράιαν και Ράφερτυ υποστηρίζουν συνεπώς, ότι είναι ανιστόρητο να αναζητούμε έναν γενικό σύνδεσμο μεταξύ χρήματος και εξουσίας ή έναν γενικό σύνδεσμο μεταξύ πίστης και εμπιστοσύνης. Αναγνωρίζουν τη σημασία της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές παραγώγων, ισχυρίζονται, όμως, ότι μια τέτοια εμπιστοσύνη αποκαθίσταται στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων στην παγκόσμια αγορά, ανεξάρτητα από εθνικά κράτη και διεθνή δικαστήρια.
Η ανάλυση αυτή δεν είναι πειστική. Κατ’ αρχάς, σε κανένα σημείο του βιβλίου στο οποίο αναφερόμαστε (Lapavitsas 2003) δεν φαίνεται ότι υιοθετείται μια ανιστόρητη θεωρία της εξουσίας και της εμπιστοσύνης σε σχέση με το χρήμα και την πίστη. Αντίθετα, ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της εξουσίας και της εμπιστοσύνης που συνδέεται με το χρήμα και την πίστη αναζητείται ήδη στις πρώτες έννοιες. Όπως κι αν έχει το πράγμα, τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα γενικά δίνουν το δικαίωμα της αγοράς ή της πώλησης ενός υποκείμενου αγαθού ή της ανταλλαγής ακολουθιών τόκων (ή άλλου εισοδήματος) που πρόκειται να εισπραχθούν στο μέλλον. Ουσιαστικά πρόκειται για προβλέψεις σχετικά με τη μελλοντική κίνηση των χρηματοπιστωτικών μεταβλητών, που δίνουν τη δυνατότητα τόσο του προστατευτικού φραγμού έναντι απρόβλεπτων διακυμάνσεων των τιμών όσο και της κερδοσκοπίας και χρησιμοποιούνται κυρίως από χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Η εντυπωσιακή τους ανάπτυξη αποτελεί παραπροϊόν της χρηματοπιστωτικής αστάθειας που ακολούθησε την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς, συμπεριλαμβανομένων των γρήγορων διακυμάνσεων των αξιών των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Τα παράγωγα εκφράζουν την εμπορευματοποίηση του δικαιώματος αγοράς και πώλησης ή του δικαιώματος κατοχής μιας ακολουθίας μελλοντικών τόκων (ή άλλων εσόδων) και όχι την εμπορευματοποίηση του κεφαλαίου γενικά, και ασφαλώς δεν παριστούν τα καθαυτό εμπορεύματα. Υπό καμιά έννοια δεν είναι χρήμα. Η λειτουργία συμμετροποίησης που επιτελούν, την οποία υπογραμμίζουν οι Μπράιαν και Ράφερτυ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το κέλυφος της εμπορευματικής μορφής που τίθεται πάνω από τις στρατηγικές προστατευτισμού και κερδοσκοπίας στις οποίες εμπλέκονται διάφορα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία. Τα παράγωγα δεν έχουν κάποια εμφανή λειτουργία θησαυρισμού ή μέσου πληρωμής στην παγκόσμια αγορά και ασφαλώς δεν αποτελούν το «σημείο αγκύρωσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος». Στο βαθμό που υφίσταται ένα τέτοιο σημείο αγκύρωσης σήμερα, αυτό είναι το δολάριο των ΗΠΑ, παρ’ όλο το βάρος των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν.
Οι Μπράιαν και Ράφερτυ έχουν δίκιο να αναζητούν τις αυθόρμητα αναδυόμενες τυπικά καπιταλιστικές μορφές χρήματος. Ωστόσο, πολύ βιαστικά απορρίπτουν τη σύνδεση με το χρήμα ως παραγόμενο εμπόρευμα, όπως π.χ. το χρυσό. Το καθολικό ισοδύναμο είναι η μονοπώληση της ικανότητας αγοράς, είτε αυτή παίρνει τη μορφή του εμπορευματικού χρήματος είτε παίρνει τη μορφή του πιστωτικού χρήματος. Το τελευταίο είναι πράγματι η κατεξοχήν καπιταλιστική μορφή χρήματος, ωστόσο, κατ’ αναλογίαν, τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία μπορεί αν μοιάζουν με χρήμα χωρίς να είναι χρήμα. Η θεωρία του εμπορευματικού χρήματος προσφέρει ένα πηδάλιο στην ανάλυση του πιστωτικού χρήματος, που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στους Μπράιαν και Ράφερτυ σε σχέση με τα παράγωγα.
Η χρηματοπιστωτική καινοτομία στην παγκόσμια αγορά δημιουργεί ασφαλώς νέες μορφές πιστωτικού χρήματος. Π.χ., αμοιβαία κεφάλαια στο πλαίσιο της αγοράς χρήματος είναι σε θέση να συλλέγουν χρηματικούς πόρους απ’ όλο τον κόσμο και να τους επενδύουν σε μια σειρά χρηματοπιστωτικούς τίτλους, ενώ τους προσφέρουν επίσης το δικαίωμα της υπογραφής επιταγών έναντι των υποχρεώσεών τους. Πρόκειται πράγματι για μια νέα μορφή διεθνούς πιστωτικού χρήματος που δεν σχετίζεται ούτε άμεσα ούτε σαφώς με το νόμιμο μέσο συναλλαγών που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα για τα παράγωγα.
5. Συμπέρασμα
Οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα τα τελευταία τριάντα χρόνια απαιτούν μια θεωρητική μαρξιστική ανάλυση και έχουν άμεσες πολιτικές συνέπειες. Ο ρόλος του χρήματος ως οργανωτή της καπιταλιστικής οικονομίας έχει ενισχυθεί και η κοινωνική και πολιτική του εξουσία έχει αυξηθεί. Η πίστη και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έχουν διεισδύσει στην κοινωνική ζωή, ενώ η εξουσία των κεντρικών τραπεζών είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Στην παγκόσμια αγορά, η αναζήτηση του κατάλληλου παγκόσμιου χρήματος διακόπτεται από τεράστιες κρίσεις. Παράλληλα, συνεχίζονται οι προσπάθειες στο επίπεδο της βάσης να τιθασευτεί η κοινωνική εξουσία του χρήματος και να αποκτήσει η πίστη μια ισχυρότερη κοινωνική όψη.
Η ανανέωση του μαρξιστικού θεωρητικού ενδιαφέροντος για το χρήμα και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελεί μια ενθαρρυντική εξέλιξη από αυτή την άποψη. Η παρούσα δημόσια συζήτηση στο Historical Materialism υπογραμμίζει τη σημασία των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων, ακόμη και όταν αυτές διαθλώνται μέσα από το χρήμα και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Ειδικότερα, στο παρόν άρθρο, αποδείξαμε ότι το χρήμα και η πίστη ενσωματώνουν κρίσιμες κοινωνικές σχέσεις των αγορών και της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ακόμη, η κοινωνική και πολιτική εξουσία του χρήματος βασίζεται στο ότι μονοπωλεί την ικανότητα αγοράς, την οποία ιδιοποιείται το κεφάλαιο σε όλη την έκταση της κοινωνίας και τη θέτει σε κίνηση προωθώντας τη συσσώρευση. Ωστόσο, οι συνήθειες, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί που θέτουν το εγχώριο χρήμα και την πίστη στην υπηρεσία της καπιταλιστικής τάξης έχουν περιορισμένη δραστικότητα στην παγκόσμια αγορά. Οι δυσκολίες που συνδέονται με την οργάνωση της εξουσίας του χρήματος, όπως και με την κινητοποίηση της εμπιστοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται στη ρίζα των πρόσφατων διεθνών χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Και παραμένουν μεταξύ των πλέον επίμονων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος καπιταλισμός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bryan D. (1995), The Chase Across the Globe: International Accumulation and the Contradictions for Nation States, Boulder, CO: Westview Press.
Bryan D., Rafferty M. (2005), «Money in Capitalism or Capitalist Money?», Historical Materialism 14.1: 75-95.
Bryan D., Rafferty M. (1999), The Global Economy in Australia, Sydney: Allen and Unwin.
Corbett J., Jenkinson T. (1997), «How is investment financed? A study of Germany, Japan, the United Kingdom and the United States», Papers in Money, Macroeconomics and Finance, The Manchester School Supplement LXV: 69-93.
Dymski G. (2005), «Money and Credit in Heterodox Theory: Reflections on Lapavitsas», Historical Materialism 14.1: 49-73.
Fine B. (1997), «The New Revolution in Economics», Capital and Class 61 (Spring): 143-8.
Fine B. (1999), «A Question of Economics: Is It Colonising the Other Social Sciences?», Economy and Society 28, 3: 403-25.
Fine B. (2001), Social Capital versus Social Theory: Political Economy and Social Science at the Turn of the Millennium, London: Routledge.
Fine B., Lapavitsas C. (2000), «Markets and Money in Social Science: What Role for Economics?», Economy and Society 29, 3: 357-382.
Fine B., Lapavitsas C. (2004), «Social Capital and Capitalist Economies», South - Eastern Europe Journal of Economics 2, 1: 17-34.
Goodhart C.A.E. (1994), «What should central banks do? What should be their macroeconomic objectives and operations?», Economic Journal 104: 1424-1436.
Goodhart C.A.E. (1995), The Central Bank and the Financial System, Cambridge, Mass.: MIT Press.
Ingham G. (2004), The Nature of Money, Cambridge: Polity Press.
Itoh M. (1976), «A Study of Marx’s Theory of Value», Science and Society 40 (3): 307-340.
Itoh M. (2005), «Political Economy of Money, Credit and Finance and Contemporary Capitalism: Remarks on Lapavitsas and Dymski», Historical Materialism 14, 1:97-112.
Itoh M., Lapavitsas C. (1999), Political Economy of Money and Finance, Macmillan: London.
Lapavitsas C. (2003), Social Foundations of Markets, Money and Credit, Routledge: London.
Lapavitsas C. (2005), «The Social Relations of Money as Universal Equivalent: A Response to Ingham», Economy and Society, 34.3: 389-403.
Marx K. (1847 (1976)), The Poverty of Philosophy, Marx-Engels Collected Works, vol. 6, London: Lawrence & Wishart.
Marx K. (1859 (1970)), Contribution to a Critique of Political Economy, Progress: Moscow.
Marx K. (1867 (1976)), Capital, vol. I, London: Penguin/NLR.
Mayer C. (1987), «The assessment: financial systems and corporate investment», Oxford Review of Economic Policy 3(4): i-xvi.
Menger K. (1892), «On the Origin of Money», Economic Journal 2: 239-255.
Miyazawa K. (2005), «Anarchical Nature of the Market and the Emergence of Money», Historical Materialism 14, 1: 113-128.
North D.C. (1981), Structure and Change in Economic History, New York: W.W. Norton.
North D.C. (1990), Institutions, Institutional Change and Economic Performance, Cambridge: Cambridge University Press.
Stiglitz J. (1994), «The Role of the State in Financial Markets», Proceedings of the World Bank Annual Conference on Development Economics 1993, World Bank, 19-52.
Wray R. (ed.) (2004), State and Credit Theories of Money: The Contributions of A. Mitchell Innes, Cheltenham: Edward Elgar.
Zelizer V. (1994), The Social Meaning of Money, New York: Basic Books.
1Ευχαριστώ τον S. Aybar για τα σχόλιά του στο χειρόγραφο. Η ευθύνη για τα όποια λάθη βαρύνει εμένα.
2.Για το ζήτημα αυτό υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός εμπειρικών εργασιών του κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα έργα των Mayer (1987) και Corbet and Jenkinson (1997).
3.Η ικανοποίηση από την επίτευξη ενός «ανεξάρτητου κεντρικού τραπεζικού συστήματος» εκφράζεται πολύ καθαρά από τον Goodhart 1994, 1995, τον «πρύτανη» του βρετανικού κεντρικού τραπεζικού συστήματος.
4Βλ. Fine 1997, 1999, ο οποίος θεωρεί το μετασχηματισμό μια επανάσταση στις κοινωνικές επιστήμες.
5.Από αυτή την άποψη, ήταν πολύ σημαντική η αρχή της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση, προσφέροντας μια νέα οπτική για την ανάλυση της αποτυχίας της αγοράς και της κρατικής παρέμβασης. Βλ., π.χ., Stiglitz 1994.
6Όπως στο έργο του North 1981, 1990.
7Βλ. Fine 2001 και Fine and Lapavitsas 2004.
8Περιλαμβανομένης της αυστριακής παράδοσης, της οποίας ηγείται ο Μένγκερ (Menger 1982).
9Οι σημαντικότερες από τις πιο πρόσφατες εργασίες ανήκουν στους Wray 2004 και Ingham 2004.
10Βλ., π.χ., Itoh 1976.
11.Η χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι ευρύτερη από την πίστη, όπως παρατηρεί ο Itoh 2005. Οι χρηματοπιστωτικές σχέσεις περιλαμβάνουν, π.χ., τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, που εμπλέκουν την περιουσία (μετοχικού) κεφαλαίου και όχι μια προκαταβολή αξίας έναντι της υπόσχεσης πληρωμής της (πίστη). Επομένως, η βάση της εμπιστοσύνης στις χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι διαφορετική, παρότι εξακολουθεί να επηρεάζεται έντονα από το πιστωτικό σύστημα. Αυτό γίνεται εμφανές από δύο απόψεις: το επιτόκιο είναι σημείο αναφοράς για τις τιμές των μετοχών και οι χρηματιστηριακές δραστηριότητες στηρίζονται στην κινητοποίηση του δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου, εν μέρει μέσω του πιστωτικού συστήματος, Όπως κι αν είναι, η μαρξιστική πολιτική οικονομία στερείται μιας αναλυτικής επεξεργασίας της σχέσης μετοχικού κεφαλαίου και πίστης.
12Βλ. Bryan 1995 και Bryan and Rafferty 1999, 2005.