ΘΡΑΚΗ: ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ [1]
του Δημήτρη Χριστόπουλου


«Όταν ήταν ο Σαδίκ, προτού ακόμα βγει βουλευτής, ήρθε μια μέρα στο μαχαλά και μάζευε υπογραφές. Τι είναι αυτό;τον ρώτησα. Ναλέει για τα δικαιώματα. Ποια δικαιώματατου λέω, τα δικά μου ή τα δικά σου;Κατάλαβες ; » [2]


1. Η αργοπορημένη μεταπολίτευση

Είναι γνωστό και αποδεκτό πλέον ότι η αλλαγή «καθεστώτος» της ελληνικής πολιτικής στα μειονοτικά της Θράκης έρχεται με την είσοδο της δεκαετίας του ’90. Στη αφετηρία αυτής της αλλαγής εντοπίζεται ο ιδεολογικός συμβολισμός αλλά και το πραγματικό πολιτικό κεφάλαιο που κομίζει το σύνθημα «ισονομία και ισοπολιτεία » στη μειονότητα. Το πρώτο και ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορεί εύκολα να καταλήξει κανείς είναι ότι η μεταπολίτευση στη μειονοτική πολιτική τυπικά ξεκινά με καθυστέρηση δεκαέξι ετών σε σχέση με την ημερομηνία στην οποία η σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία τοποθετεί τη δική της μεταπολίτευση. [3]

Χωρίς υπερβολές, το μειονοτικό καθεστώς έως το 1990 ήταν μια προσομοίωση του προχουντικού και εν μέρει του χουντικού ελληνικού πολιτικού καθεστώτος. Θεμελιώδες του χαρακτηριστικό, η «νόθευση των ισχυόντων συνταγματικών θεσμών σε ό,τι αφορά τόσο την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας εν γένει, όσο και ειδικότερα το καθεστώς των ατομικών ελευθεριών όπου το εύρος του χάσματος μεταξύ των συναφών συνταγματικών εγγυήσεων και την πρακτικής δυνατότητας άσκησής τους ήταν ιδιαζόντως προσδιοριστικό της παραμόρφωσης του πολιτεύματος». [4] Ενώ λοιπόν τυπικά ίσχυε η φιλελεύθερη δημοκρατική συνταγματική νομιμότητα, στην πολιτική πρακτική η λειτουργία της για τους μειονοτικούς είχε αλλοιωθεί και αποδυναμωθεί ποικιλοτρόπως με την άσκηση, είτε κατ’ εξουσιοδότηση είτε αυτοβούλως, εκτεταμένων οιονεί νομοθετικών αρμοδιοτήτων από την τοπική εκτελεστική εξουσία. Ο παραλληλισμός με τη θέσπιση έκτακτων μέτρων που ίσχυαν τακτικά και πάγια ως το 1974, το λεγόμενο «παρασύνταγμα», είναι προφανής.

Ακόμη περισσότερο προφανής είναι ο παραλληλισμός στην πολιτική διακρίσεων που ακολουθούνταν με αδιάλειπτη συνέπεια. Από τη μια πλευρά, είχαμε τη διάκριση των πολιτών σε «υπόπτους» και σε «υγιώς σκεπτομένους» με βάση τα πολιτικά και κοινωνικά τους φρονήματα και την παρεπόμενη ποινικοποίηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και της διάδοσης ιδεών. Από την άλλη πλευρά, έχουμε διακρίσεις με βάση τη μειονοτική ταυτότητα και την εκδήλωσή της. Σε αντίθεση με την αντίληψη περί κοινωνικών φρονημάτων της ελληνικής εθνικοφροσύνης και του επίσημου αντικομμουνιστικού λόγου έως το 1974, το μειονοτικό φρόνημα είναι αναπόδραστο.

Με απλά λόγια: ο κομμουνιστής μπορούσε να γίνει Έλληνας. Ο Τούρκος, όμως, δύσκολα θα τα καταφέρει. Ο ανεκδιήγητος υπουργός Μακεδονίας-Θράκης που ζήτησε την επαύριον της ανακοίνωσης της υποψηφιότητας της Καραχασάν να δηλώσει Ελληνίδα για να κάτσει δίπλα του στην παρέλαση, κατά τρόπο σαρκαστικό, είναι κατά τι πιο προωθημένος από τις μειονοτικές πολιτικές των προηγούμενων δεκαετιών. Ο ίδιος, πριν από δεκαπέντε χρόνια ας πούμε, με την ίδια ευφράδεια θα δήλωνε πως η υποψήφια δεν δικαιούται καν να κάτσει κοντά του την 25η Μαρτίου. Εξάλλου, κατά βάθος, και αυτός και πολλοί ομόλογοί του αυτό πιστεύουν. Απλώς, η επιβεβλημένη πολιτική ορθότητα των ημερών δεν τους επιτρέπει να το εκδηλώσουν.

Οι πολιτικές διακρίσεων που ίσχυσαν στη Θράκη ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 βασίζονταν σε μια γενεαλογική-ουσιοκρατική αντίληψη σχετικά με την ταυτότητα του ανθρώπου, μια πολιτική ρητορεία ενδεδυμένη τον πολυφορεμένο μανδύα της ελληνικής εθνικοφροσύνης της εποχής. Ο μανδύας αυτός κρατά ομήρους και τους δύο συλλογικούς πρωταγωνιστές της: και τη μειονότητα και την πολιτεία. Η μεν είναι όμηρος των συνεπειών του επισήμως ανομολόγητου τουρκισμού της και η δε όμηρος της αντίληψης ότι η μειονότητα είναι αδύνατον να ενσωματωθεί στον ελληνικό κοινωνικοπολιτικό ιστό, γι’ αυτό και καλύτερο θα ήταν να μας αδειάσει τη γωνιά.

Η πολιτική αυτή άλλαξε, συρμένη από τις εθνικές και διεθνείς περιστάσεις ή πιέσεις, και από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η καταστολή σταμάτησε. Το κρίσιμο πλέον στοίχημα της ελληνικής πολιτικής κατέστη η διάσπαση της μειονότητας στους «αρχαιόθεν Έλληνες πομάκους» και τους «τουρκογενείς». Αυτό το δηλώνουν σήμερα όλοι οι τηλεοπτικοί μειονοτικοί εμπειρογνώμονες: από τον πρώην προπονητή Γιάννη Ιωαννίδη ως έναν από τους ενορχηστρωτές της υστερίας, δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου.

Οι διακρίσεις λοιπόν σε βάρος της μειονότητας έπαψαν. Ωστόσο, η αντίληψη που τις υπαγόρευε είναι ζωντανή. Ο αγοραίος εθνικισμός που καταθλιπτικά κατέκλυσε τον δημόσιο λόγο αμέσως μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Καραχασάν, εάν μη τι άλλο, αυτό μαρτυρεί. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έκλεισε το μάτι στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο της χώρας με μια Ελληνίδα στο εθνικό φρόνημα Πομάκα υποψήφια, αλλά μάλλον ελάχιστοι τον πίστεψαν, ακόμη και στο ίδιο το κόμμα του. Αντιθέτως, η αυθόρμητη αντίδραση των περισσοτέρων από το κόμμα του ήταν, σε αντιπερισπασμό, να στιγματίσουν τις δραστηριότητες του μειονοτικού βουλευτή Ιλχάν Αχμέτ, υπονοώντας πως «ο δικός σας είναι πιο Τούρκος από τη δικιά μας». Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της συμπολίτευσης, αντί να απαντήσουν στην υποψηφιότητα Καραχασάν προτάσσοντας τη συγκριτικά μεγαλύτερη συμμετοχή που εξασφαλίζει στο ελληνικό Κοινοβούλιο η μειονότητα με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, επιδόθηκαν σε μια πλειοδοσία ακατάσχετης τηλεοπτικής εθνικοφροσύνης. Ο αγωνιώδης δημοσιογραφικός αγώνας για το κυνήγι της τηλεθέασης, επέτεινε την εθνικιστική κινδυνολογία. Με δύο λόγια, το απόλυτο αρνητικό άθροισμα.

Οι αντιδράσεις αυτές δείχνουν κάτι μάλλον απλό: πως οι Έλληνες που πιστεύουν ότι η μειονότητα δεν πρέπει να ασκεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι επειδή είναι τουρκική, ζητούν ως πρόσχημα από αυτή πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης, όντας κατά βάθος πεπεισμένοι ότι τέτοιο πιστοποιητικό είτε δεν πρόκειται να δοθεί στα μέλη της, είτε ότι θα είναι ψευδεπίγραφο.

Η απόφαση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ να προτείνει ως υποψήφια για την υπερνομαρχία τη νεαρή δικηγόρο της Ξάνθης έχει έναν μακροσκοπικό πολιτικό συμβολισμό, όχι τόσο διότι σήκωσε το μαντίλι της μειονότητας που δεν θέλει να φαίνεται, αλλά διότι αποκάλυψε για μια ακόμη φορά τι βρίσκεται πίσω από το μαντίλι της ελληνικής πλειονότητας. Μιας πλειονότητας που δεν θέλει να βλέπει ή που μάλλον δεν θέλει να πιστέψει τι βλέπει τόσο στον εθνικό της καθρέφτη όσο και στον καθρέφτη της μειονότητας: τον ελληνικό και τουρκικό εθνικισμό, αντίστοιχα.

Πρώτη θέση στην οποία θα επανέλθουμε: φαινομενικά μόνο παραδόξως, η μόνη μειονότητα στην Ελλάδα που δεν έχει υποστεί σοβαρές πολιτικές αφομοίωσης είναι η μειονότητα της Θράκης (και οι Εβραίοι, αλλά αυτό δεν απασχολεί το παρόν κείμενο). Και τούτο διότι δεν κρίθηκε ποτέ αφομοιώσιμη.

2. Η ρεαλιστική μεταπολίτευση

Το δεύτερο ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορεί κανείς να καταλήξει σε σχέση με τους όρους της μεταπολίτευσης της μειονοτικής πολιτικής στη Θράκη είναι πως η αλλαγή αυτή επεβλήθη όχι επειδή αναθεωρήθηκε η αντίληψη της ελληνική πολιτείας περί δικαίου και αδίκου, όπως μάταια, κατά την άποψή μου, θα προσδοκούσαν οι θιασώτες ενός φιλελεύθερου ιδεαλισμού, αλλά επειδή η προηγούμενη πολιτική πλέον είχε αγγίξει το ιστορικό της όριο, έχοντας στο ενεργητικό της μείζονα «επιτεύγματα» αλλά και αδιέξοδα. Από το 1990 και μετά, το κόστος συντήρησης αυτών των (παρα)πολιτικών είναι δυσανάλογο με τα κέρδη τους. Τα «επιτεύγματα» σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την πληθυσμιακή αφαίμαξη της μειονότητας. [5] Τα αδιέξοδα σχετίζονται, κατά την άποψή μου, με τους εξής λόγους: πρώτον, με την «πορεία προς την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση» [6] της μειονότητας και την απήχηση που είχαν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί συνδυασμοί ιδιαίτερα στις τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-90. δεύτερον, με την εντεινόμενη διεθνή κατακραυγή. τρίτον, έναν παράγοντα που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και σχετίζεται με τη συνολικότερη κρίση αντιπροσώπευσης που δημιουργήθηκε στη Θράκη εκείνη την εποχή. Αυτή η κρίση δημιούργησε έντονους κραδασμούς στις σχέσεις των κομμάτων εξουσίας με την εκλογική τους πελατεία, τόσο εντός της μειονότητας όσο και εκτός αυτής. Η χριστιανική πλειοψηφία της Θράκης κινούνταν με επικινδυνότητα εκτός μηχανισμών θεσμικού πολιτικού ελέγχου. Εκείνο τον καιρό, η μόνιμη επωδός των χριστιανών Θρακιωτών ήταν πως «η Αθήνα δεν καταλαβαίνει, άρα πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας », όπερ και εγένετο την 29η Ιανουαρίου 1990, ημέρα-όνειδος για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, όταν η Κομοτηνή βυθίστηκε στο σκοτάδι του οργανωμένου παρακράτους της. Το ερώτημα «τι συμβαίνει στη Θράκη; » γίνεται αντικείμενο ολοένα και πιο ανήσυχων ψιθύρων σε όλη τη χώρα. Μόλις δύο μέρες μετά, την 31η Ιανουαρίου 1990, υπό την πίεση των γεγονότων του πογκρόμ, η οικουμενική πολιτική ηγεσία αποφασίζει την «κατάργηση των διοικητικών ενοχλήσεων, αι οποίαι όχι μόνο απεδείχθησαν ατελέσφοροι αλ’ επέτυχον αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκομένων και συνάμα μας εκθέτουν διεθνώς» . [7]

Δεύτερη θέση: ενώ η μεταπολίτευση στην Ελλάδα έλαβε χώρα ακριβώς επειδή το προηγούμενο καθεστώς ποτέ δεν κατάφερε να νομιμοποιηθεί ως δίκαιο στις συνειδήσεις των πολιτών, η μεταπολίτευση στη μειονοτική πολιτική επήλθε σε πείσμα της συνείδησης της ελληνικής κοινής γνώμης ότι στη Θράκη ορθώς ασκούνταν η πολιτική των διακρίσεων στο όνομα της αρνητικής αμοιβαιότητας. Η μεταπολίτευση της μειονοτικής πολιτικής είναι μια στρατηγική στροφή, στο όνομα σκοπιμοτήτων που απασχολούσαν τις ελληνικές πολιτικές ελίτ και μόνο αυτές. Το γεγονός ότι η μεταπολίτευση της μειονοτικής πολιτικής δεν διέθετε την επαρκή ουσιαστική εσωτερική νομιμοποίηση κυρίως στη χριστιανική πλειοψηφία της Θράκης είχε ως αποτέλεσμα ότι οι ρυθμοί της ήταν μάλλον αργοί. Εξ ου και το τρίτο χαρακτηριστικό της.

3. Η αργόσυρτη μεταπολίτευση

Ορμώμενη από κίνητρα πολιτικού πραγματισμού, η μεταπολίτευση στη μειονοτική πολιτική, στις αρχές του 1990, θέτει τις βάσεις για μια νέα οπτική στην ανάγνωση του μειονοτικού προβλήματος της Θράκης, η οποία με δυσκολίες και παλινδρομήσεις επιχειρεί να κυριαρχήσει κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα. Όπως είχε επισημανθεί, την εποχή αυτή στη Θράκη λειτουργεί ένας τοπικός μηχανισμός λήψης αποφάσεων με μεγάλη αυτονομία κινήσεων. «Ο μηχανισμός αυτός αναπαράγεται με την άμεση συνδρομή των τοπικών φορέων και της ελληνικής διοίκησης, πολλές φορές μάλιστα σε αντιπαλότητα με κεντρικές πολιτικές επιλογές». [8]

Ο μηχανισμός αυτός διαιωνιζόταν και, στο βαθμό που επιβιώνει, συνεχίζει να διαιωνίζεται βάσει πολιτικών ή και αμιγώς οικονομικών συμφερόντων, τα οποία επιχειρούν να νομιμοποιηθούν με την επίκληση της τουρκικής απειλής. Συχνά, ο εθνικισμός συνιστά μια άδολη ρητορεία με θύματα άλλους, αλλά και τους ίδιους τους φορείς του εθνικιστικού λόγου. Άλλες φορές πάλι, ο εθνικισμός αποτελεί στολή παραλλαγής αγοραίων συμφερόντων. Αυτό πιστεύω ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα της Θράκης. Ο Σύλλογος Φαρμακοποιών της Κομοτηνής που –όλως παρανόμως– αρνούνταν να εγγράψει στις τάξεις του μειονοτικούς φαρμακοποιούς, το έκανε μεν για να διατηρήσει με κάθε τρόπο τη χριστιανικότητα του επαγγέλματος, αλλά (το έκανε) κυρίως διότι η επιπρόσθετη παρουσία και άλλων φαρμακοποιών και μάλιστα με συγγενικές εθνοτικές σχέσεις με το ήμισυ του πληθυσμού της πόλης θα μείωνε υπολογίσιμα το μερίδιο της πελατείας των μελών του. Με δύο λόγια, αυτό που ενοχλούσε περισσότερο δεν ήταν οι μειονοτικοί φαρμακοποιοί αλλά οι περισσότεροι φαρμακοποιοί.

Το καθεστώς του νομικού απαρτχάιντ στο οποίο ζει η μειονότητα ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δεν είναι δυνατόν να πάψει αμέσως, καθώς μείζονα τοπικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα έχουν επενδύσει στη διαιώνισή του. Ακόμη και όταν η πολιτική διακρίσεων επισήμως καταργείται, είναι αδύνατο να συμπαρασύρει στην κατάργησή της το καθεστώς του κοινωνικού απαρτχάιντ, στο πλαίσιο του οποίου έχουν μάθει να (συμ)βιώνουν οι δύο κοινότητες της Θράκης: μαζί και χωριστά. Η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής δεν είναι εύκολο να αγγίξει και να ανατρέψει με την ίδια ταχύτητα ψυχολογικά θέσφατα, στερεότυπα, φοβίες, κοινωνικές πρακτικές και λειτουργίες των δύο κοινοτήτων. Εάν η πολιτική μεταπολίτευση είναι γεγονός, η «κοινωνική» μεταπολίτευση δείχνει να έχει ακόμη πολύ δρόμο. [9]

Τρίτη θέση: ακόμη και εάν τα κατασταλτικά μέτρα σταμάτησαν, παραμένουν νωπά στη μνήμη, καταδικάζοντας ζώσες γενεές ανθρώπων στην καχυποψία και την απόρριψη. Σήμερα, το επιτακτικό ζητούμενο πλέον είναι η ταυτόχρονη επεξεργασία ενεργών πολιτικών εθνοτικής αναγνώρισης και κοινωνικής αναδιανομής, [10] με στόχο τη συρρίκνωση της ιεραρχίας κύρους που συνεχίζει να υφίσταται ανάμεσα στις κοινότητες της Θράκης. Όσο λοιπόν εκ των πραγμάτων αδρανοποιείται το καθ’ εαυτό εθνοτικό μειονοτικό διακύβευμα, τόσο εμφανίζονται με οξυμένη ένταση στο προσκήνιο τα καθημερινά προβλήματα των μειονοτικών ανθρώπων, όχι όμως ως «μειονοτικών» αλλά ως «ανθρώπων»: εργαζομένων ή μη, ανδρών ή γυναικών, στρωμάτων της πόλης ή αγροτικών πληθυσμών, νέων ή ηλικιωμένων κλπ.

Στην επεξεργασία αυτών των πολιτικών συρρίκνωσης της ιεραρχίας κύρους, πέρα από τον αυτονόητο πρωταρχικό ρόλο της πολιτείας, σημαντικό μερίδιο αποκτά για πρώτη φορά και η ίδια η μειονότητα μέσω των δικών της εξουσιαστικών μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και των δικών της ελίτ.

4. Η ατελής μεταπολίτευση

Καταλήγω με το τέταρτο, και πολιτικά πλέον κρίσιμο, χαρακτηριστικό της μεταπολίτευσης της μειονοτικής πολιτικής: αυτό δεν είναι άλλο από τον ατελή της χαρακτήρα. Εδώ επανερχόμαστε σε ένα επιχείρημα που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου: αυτό περί μη αφομοιωσιμότητας της μειονότητας της Θράκης.

Στην Ελλάδα, με ελάσσονες εξαιρέσεις, από τη στιγμή της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους εφαρμόστηκε έναντι των μειονοτήτων ένα εξ ολοκλήρου αφομοιωτικό μοντέλο. Κατά την κυριαρχούσα αντίληψη, η πολιτεία δεν μπορεί να είναι σταθερή και συνεκτική εάν όλα τα μέλη της δεν μοιράζονται μια κοινή εθνική κουλτούρα και συνείδηση, κοινές αξίες και ιδανικά, ηθικές αντιλήψεις, κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές. Με το να μοιράζονται κοινές αναφορές, τα μέλη της κοινωνίας αναπτύσσουν δεσμούς αλληλεγγύης και μια κοινή αίσθηση του ανήκειν. Με αυτή την έννοια, η επιλογή για τις μειονότητες είναι απλή. Εάν αφομοιωθούν, τότε η πολιτεία είναι φιλόξενη να τις υποδεχθεί και να συμπεριφερθεί σε αυτές όπως σε όλους τους υπόλοιπους πολίτες, καλά ή άσχημα, πάντως όχι με διακρίσεις εις βάρος τους. Εάν οι μειονοτικοί διαλέξουν άλλο δρόμο, αυτό της διατήρησης της ετερότητάς τους, τότε η πολιτεία τους φέρεται διαφορετικά, κατά κανόνα με διακρίσεις εις βάρος αυτών που, στο όνομα της χωριστής τους ταυτότητας, διακυβεύουν την ενότητα της πολιτικής κοινότητας.

Το αφομοιωτικό μοντέλο είναι αυτό που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα έναντι όλων των μειονοτήτων και κυρίως έναντι των σλαβόφωνων Μακεδόνων. Εξαίρεση οι Θρακιώτες μειονοτικοί και οι Εβραίοι. Η μειονότητα της Θράκης εξαρχής δεν θεωρήθηκε ότι πληροί τη βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή του μοντέλου: για λόγους που σχετίζονται με τα ίδια τα συστατικά όρια της ιδιότητας του πολίτη στην Ελλάδα, οι Θρακιώτες μειονοτικοί δεν θεωρήθηκαν αφομοιώσιμοι στην ελληνική πολιτική κοινότητα, ως εξ ορισμού μη ανήκοντες στο ελληνορθόδοξο γένος. Οι προσπάθειες «αποτουρκοποίησης» της μειονότητας μέσω της εκπαίδευσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 φαντάζουν περισσότερο σαν μια κακόγουστη πολιτική φάρσα εμπνεύσεως του ελληνικού εθνικόφρονος παρακράτους παρά ως μια σοβαρή προσπάθεια στρατηγικού προσανατολισμού. Ουσιαστικά οι προσπάθειες αυτές αποτέλεσαν και το εφαλτήριο για την οριστική πρόσδεση της μειονότητας στο άρμα του τουρκικού εθνικισμού. [11]

Εφόσον η αφομοίωση δεν μπορούσε να επέλθει, η μειονότητα της Θράκης δεν υπέστη τους καταναγκασμούς και την καταστολή με στόχο την απάλειψη των χαρακτηριστικών που την καθιστούν μειονότητα, αλλά κατ’ αρχήν την περιχαράκωση. Λόγου χάρη, ενώ όλες οι μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα τελούσαν υπό διωγμό ή υπό λογοκρισία, ουδείς διανοήθηκε να στοχεύσει αφομοιωτικά τη χρήση της τουρκικής.

Το νομικό σύστημα προστασίας της μειονότητας, που προκύπτει από τη Συνθήκη της Λωζάννης, και η έκτοτε προσφυγή σε αυτό τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από τις ίδιες τις μειονοτικές ελίτ απαντούν σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη στεγανοποίησης και απομόνωσης της ομάδας. Έτσι λοιπόν, ταυτόχρονα με το μοντέλο αφομοίωσης που εφαρμόστηκε έναντι όλων των υπόλοιπων μειονοτήτων, το σύστημα προστασίας της μειονότητας της Θράκης από το 1923 εμπνέεται κατά κύριο λόγο από την παράδοση της αυτοδιοικούμενης θρησκευτικής κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του μιλιέτ. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, τα άτομα είναι, πάνω από όλα, πολιτισμικές οντότητες εξ ορισμού ενταγμένες σε συγκεκριμένες κοινότητες. Από την ένταξη σε αυτή τη συλλογικότητα αντλούν το οποιοδήποτε νόημα στη ζωή τους και δίνουν περιεχόμενο στο ευ ζην τους. Το κράτος λοιπόν όχι μόνο καλείται να απέχει από παρεμβάσεις στις εσωτερικές μειονοτικές υποθέσεις, αλλά επιπροσθέτως θεσμοποιεί την αυτονομία τους.

Ούτε, όμως, με αυτή την αντίληψη που διέπει τη Συνθήκη της Λωζάννης κατάφερε να σταθεί συνεπής η ελληνική πολιτεία, καθώς, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να θέσει υπό αμφισβήτηση αυτήν την ιδιότυπη προεθνική αυτονομία που απολαμβάνουν οι κοινοτικοί μειονοτικοί θεσμοί, η οποία τους κάνει να ομοιάζουν με το μιλιέτ.

Το μειονοτικό σχολείο, ιδιωτικό σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάννης, βιώνει ένα καθεστώς καταναγκασμού με την υπαγωγή σε ένα υβριδικό καθεστώς διττής νομικής φύσης που αφήνει στο ελληνικό κράτος έδαφος να το ελέγχει σαν να ήταν δημόσιο. Οι σχολικές εφορίες έχουν χάσει τις αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης υπέρ μιας ολοένα και περισσότερο ελεγκτικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας των κρατικών αρχών, ενώ ακόμη και το πρόγραμμα για την «Εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων» επιχειρεί να θεραπεύσει τη μειονοτική εκπαίδευση, εκσυγχρονίζοντας και βελτιώνοντας μόνο τη μία της εκδοχή: την ελληνόφωνη. Για το τουρκόφωνο πρόγραμμα, το οποίο δεν αγγίζει το υπουργείο Παιδείας, ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας! Η ελληνική πολιτεία δεν το αγγίζει επειδή διαφορετικά θα δώσει το δικαίωμα στην Τουρκία να «πειράξει» το ελληνόφωνο πρόγραμμα μειονοτικής εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είναι, κατά κοινή ομολογία, ανάπηρο και από τα δύο του πόδια, δεν θεραπεύεται μόνο με αγωγή στο ένα, αλλά συνεχίζει να χωλαίνει.

Η μειονοτική κοινότητα δεν έχει πρόσβαση στη βακουφική περιουσία. Στις βακουφικές επιτροπές δεν γίνονται εκλογές, όπως προβλέπει νόμος του 1980, αλλά αντί γι’ αυτές την περιουσία διαχειρίζονται οι ελεγχόμενες από τη νομαρχία Διαχειριστικές Επιτροπές Μουσουλμανικής Περιουσίας, για τις οποίες έχουν να γίνουν εκλογές από το 1964. Τέλος, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 μείζονες εσωτερικές και διεθνείς ζυμώσεις έλαβαν χώρα για να γίνει αποδεκτό, με χίλια βάσανα, το περιώνυμο δικαίωμα του «ατομικού προσδιορισμού» στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα η ταυτότητα της μειονότητας τελεί υπό καθεστώς ποινικοποίησης: κατ’ απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η χρήση του όρου «τουρκικός/τουρκική» απαγορεύεται για τα μειονοτικά σωματεία. Ο μόνος ο οποίος απολαμβάνει την απόλυτη αρμοδιότητα δικαστικών καθηκόντων επί θεμάτων προσωπικής κατάστασης, εν είδει μιας ανώμαλης παρείσφρησης στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών σε ένα νεωτερικό κοσμικό κράτος, είναι ο διορισμένος από την πολιτεία μουφτής.

«[Τ] ο παράδειγμα του μιλιέτ αντιστέκεται σθεναρά στο χρόνο: ούτε η ίδια η μειονότητα, ούτε οι ελληνικές κυβερνήσεις ή η τουρκική εξωτερική πολιτική επιχειρούν αποτελεσματικά ακόμη και στις αρχές του 21ου αιώνα να εκσυγχρονίσουν δομές και θεσμούς που χρονολογούνται από το 1881, σε μια αξιομνημόνευτη μεταξύ τους ιδεολογική εμπλοκή ». [12] Ακόμη και σήμερα, τα εμπλεκόμενα μέρη είναι όμηροι της αδιέξοδης, αναχρονιστικής και απρόσφορης ρητορείας της αμοιβαιότητας. [13] Και εάν για τμήμα των μειονοτικών ελίτ είναι σχετικά εύλογο να μην μπορεί να απαλλαγεί από την εμμονή στη αμοιβαιότητα, είτε διότι συντηρητικά και φοβικά προσβλέπει σε αυτή τη μόνη δικλίδα νομικής ασφάλειας έναντι ενός κράτους που δεν εμπιστεύεται, είτε διότι εκεί έχει επενδύσει το πολιτικό κεφάλαιο αναπαραγωγής της, για την ελληνική πολιτεία η περί αμοιβαιότητας ρητορεία είναι κυριολεκτικά μυωπική και αντιπαραγωγική.

Τέταρτη θέση – στο «διά ταύτα»: όπως τονίσαμε στο κείμενο αυτό, στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα δύο απολύτως αντιφατικά –και σε ό,τι αφορά τις συνέπειες τους ακραία– μοντέλα αντιμετώπισης των μειονοτήτων: έναντι όλων αφομοίωση, έναντι των μουσουλμάνων Τούρκων, μια κουτσουρεμένη εκδοχή προνεωτερικού πλουραλισμού. Εάν οι κραδασμοί της δεκαετίας του ’90 αντανακλούν τη μετάβαση από την καταστολή και την απομόνωση στην τυπική ισότητα και την έναρξη διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της μειονότητας, στις αρχές του 21ου αιώνα, η Ελλάδα αλλά και η ίδια η μειονότητα πλέον καλείται σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου υβριδικού τύπου προστασίας στη Θράκη. Αυτό δεν μπορεί να είναι ούτε το άρρωστο αναχρονιστικό κακέκτυπο του μιλιέτ, που επιβιώνει ως σήμερα, ούτε βέβαια το μοντέλο του αφομοιωτικού καταναγκασμού, που αποθεώθηκε στην επικράτεια καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Συζητάμε για ένα μειονοτικό καθεστώς το οποίο από τη μία θα αναγνωρίζει την ταυτότητα της ομάδας, θα στέκεται με σεβασμό στις συλλογικές αναφορές και κοινοτικές παραδόσεις της, αλλά ταυτόχρονα δεν θα ανέχεται εκπτώσεις όσον αφορά το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κεκτημένο προστασίας της αυτονομίας της ανθρώπινης προσωπικότητας από κάθε λογής εξουσίες: κρατικές και μειονοτικές.

Στην κατεύθυνση αυτού του «διά ταύτα» οφείλει επιτέλους να κινηθεί με δικές της πολιτικές πρωτοβουλίες και η ίδια η θεσμοποιημένη ή άτυπη μειονοτική ηγεσία. Πλέον, αυτή την ελευθερία τη διαθέτει. Η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης της μειονοτικής πολιτικής στη Θράκη εξαρτάται πλέον και από αυτήν.


[1] Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης στην εκδήλωση Η αργοπορημένη μεταπολίτευση της μειονοτικής πολιτικής που διοργανώθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2006 από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τις «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής στην Αθήνα. Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη για τις παρατηρήσεις του. Τμήματα του κειμένου δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των «Αναγνώσεων» της Κυριακάτικης Αυγής της 21ης Μαΐου 2006 και των «Διαλόγων» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 4ης Ιουνίου 2006.

[2] Συνέντευξη σε Μαυρομμάτης Γ., 2005, Τα παιδιά της Καλκάντζας, Εκπαίδευση, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός σε μια κοινότητα μουσουλμάνων της Θράκης, Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 127.

[3] Πρβλ. σχετικά στο αφιέρωμα της Κυριακάτικης Αυγής της 21ης Μαΐου 2006 με τον ευρηματικό τίτλο: «Η αργοπορημένη μεταπολίτευση της μειονοτικής πολιτικής».

[4] Α. Μάνεσης, «Πρόλογος» σε Αλιβιζάτος Ν., 1986, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο: Αθήνα, σ. 9.

[5] «Η λήψη κατασταλτικών μέτρων αποσκοπούσε στο να στρέψει στη μετανάστευση τα μέλη της μειονότητας που βρίσκονταν, ιδεολογικά, κάτω από την τουρκική επιρροή», Τρουμπέτα Σ., 1999, Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης. Το παράδειγμα των Τσιγγάνων και των Πομάκων, Αθήνα: Κριτική, Σειρά Μελετών ΚΕΜΟ 4, σ. 49.

[6] Παραπέμπουμε στην ομότιτλη συμβολή του Η. Νικολακόπουλου «Η πορεία προς την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη» σε: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2004, Οι μειονότητες στην Ελλάδα, Αθήνα, σ. 119-162.

[7] Πρβλ. την κοινή απόφαση των Μητσοτάκη, Παπανδρέου, Φλωράκη υπό τον πρωθυπουργό της οικουμενικής κυβέρνησης Ξ. Ζολώτα τον Ιανουάριο του 1990. ΔΨ, 1990, «Ντοκουμέντο: οι τρεις αρχηγοί για τη Θράκη», Σχολιαστής, τ. 85, Μάρτιος, σ. 21.

[8] Λ. Μπαλτσιώτης, «Ελληνική διοίκηση και μειονοτική εκπαίδευση στη Δυτική Θράκη. Αιτιότητες και αντιφάσεις μιας εκπαιδευτικής πολιτικής», σε Τσιτσελίκης Κ., Χριστόπουλος Δ. (επιμ.), 1998, Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, Αθήνα: Κριτική, σ. 330.

[9] Όταν ο γράφων ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θράκη (1986-1990), η παρουσία παιδιών από τη μειονότητα στα φοιτητικά μπαράκια της Κομοτηνής ήταν αδιανόητη. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δειλά οι μειονοτικοί νεαροί (και νεαρές λιγότερο) έκαναν την εμφάνισή τους στη «νύχτα» της πόλης. Αυτό ήταν μάλλον το καλύτερο νέο που θα μπορούσε να κομίσει κανείς από εκεί.

[10] Πρβλ. σχετικά με τις πολιτικές «αναγνώρισης» και «αναδιανομής» σε: Kymlicka W., 2005, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, Αθήνα: Πόλις, σ. 495 κ.ε .

[11] Πρβλ. την ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη αδημοσίευτη μελέτη του Ηλιάδη Χ., Η εθνική ταυτότητα της μουσουλμανικής μειονότητας και η εκπαιδευτική πολιτική , Μελέτη αρχειακών πηγών, 1945-1967.

[12] Τσιτσελίκης Κ., «Η ιστορική συγκρότηση της προστασίας των μειονοτήτων στην Ελλάδα», σε: Τσαπόγας Μ., Χριστόπουλος Δ., 2004, Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003. Από το τέλος του εμφυλίου στο τέλος της μεταπολίτευσης, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 122.

[13] «Κατά συνέπεια, οι μειονοτικοί σε Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν μια ειδική εξαιρετική κατηγορία πολιτών, οι οποίοι είναι –και πρέπει να παραμείνουν!– μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι αντίστοιχα, με αποκλειστικούς όρους μιλλέτ, χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της ταυτότητάς τους, δηλαδή να αναγνωριστούν ως άθρησκοι, άθεοι ή ό,τι άλλο αυτοί επιλέξουν, δικαίωμα κεκτημένο, έστω και θεωρητικά, για όλους τους άλλους πολίτες και των δύο χωρών. Κατά συνέπεια, όρος για τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος και της θέσης των δύο μειονοτήτων είναι η αποστεγανοποίηση των θεσμικών συστημάτων που μιλλετοποιούν τους μειονοτικούς και τους αντιμετωπίζουν ως μία θεσμική εξαίρεση της ιδιότητας του πολίτη», Κ. Τσιτσελίκης, «Η θρησκευτικοποίηση του εθνικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο πεδίο των δύο μειονοτήτων», www.kemo.gr

.