1. Εισαγωγή
Μία από τις συχνότερα επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες της κυβέρνησης Καραμανλή είναι η παροχή «φτηνού» ή και δωρεάν Ίντερνετ για φοιτητές και μαθητές, πρόθεση που είχε διατυπωθεί από την προεκλογική περίοδο. Υποθέτει λοιπόν κανείς ότι η κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εκπαιδευτική πλευρά του διαδικτύου και στη χρήση του ως εκπαιδευτικού και ερευνητικού εργαλείου, εξ ου και η στόχευση στη διευκόλυνση μαθητών και φοιτητών. Ταυτόχρονα, ως στόχος έχει διατυπωθεί και η «άμεση υιοθέτηση και εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης», [1] εννοώντας προφανώς ότι οι πολίτες πρέπει να έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση σε μια σειρά υπηρεσίες...
Tα περισσότερα υπουργεία, λοιπόν, και οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν αποκτήσει ηλεκτρονικές διευθύνσεις, αν όχι ακόμη με δυνατότητα άμεσης εξυπηρέτησης των πολιτών, τουλάχιστον για την ενημέρωσή τους, οι οποίες αναβαθμίζονται και με κοινοτική συγχρηματοδότηση (ας σημειωθεί ότι και η προηγούμενη κυβέρνηση Σημίτη μέσω και της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» είχε στόχο την αναβάθμιση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και επί των ημερών της υπήρξε κατασκευή τέτοιου είδους ιστοσελίδων).
Στο πλαίσιο τώρα της ενημέρωσης των πολιτών, τα επίσημα site των πιο πολλών υπουργείων και υπηρεσιών διαθέτουν, μεταξύ των άλλων, και σελίδες όπου παρουσιάζονται στοιχεία ιστορικής αναδρομής. Αντικείμενο αυτής της ιστορικής αναδρομής είναι κυρίως η ιστορική πορεία του αντίστοιχου υπουργείου ως θεσμού ή του τομέα τον οποίο καλύπτει.
Δεν θα μπορούσε βέβαια να διαφωνήσει κανείς με μια τέτοια προσπάθεια ιστορικής αντιμετώπισης των αντίστοιχων θεμάτων. Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα είχε ενδιαφέρον, στο βαθμό που θα ενέτασσε θεσμούς και καταστάσεις στο ιστορικό τους πλαίσιο, θα εξέταζε διαμορφωτικούς παράγοντες, θα αναδείκνυε την ιστορικότητα θεσμών, καταστάσεων, τόπων κλπ. Με απαραίτητη προϋπόθεση να είναι ιστορική, δηλαδή να τηρεί τις επιστημολογικές αρχές που χαρακτηρίζουν και δομούν τον ιστορικό λόγο. Έτσι θα μπορούσε να καλύπτει όχι μόνο τον πολίτη που θα ενδιαφερόταν να ενημερωθεί αλλά και τον σπουδαστή, παραδείγματος χάρη, για τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχει διατυπωθεί επανειλημμένως το κυβερνητικό ενδιαφέρον, σε τυχόν ερευνητική προσπάθεια κλπ. Για να μείνουμε μόνο στον ελληνικό χώρο, και να μην συνυπολογίσουμε την απεύθυνση εκτός Ελλάδας, αφού οι μεταφράσεις που διατίθενται καθιστούν το υλικό προσβάσιμο και στους μη ελληνομαθείς.
Επειδή πρόκειται δε για επίσημα κείμενα, από κρατικούς φορείς, άρα το κύρος του αρθρωνόμενου λόγου είναι εξ ορισμού αυξημένο, θα περιμένει κανείς εγκυρότητα, κι όχι απλώς τα στοιχειώδη…
Εντούτοις, μια περιήγηση στις επίσημες ιστοσελίδες, όπως εμφανίζονται από διάφορους κόμβους, είναι αποκαρδιωτική για όποιον θα ανέμενε την ανάδειξη της ιστορικότητας των θεσμών κλπ. Κι όχι μόνον όσον αφορά την εγκυρότητα των στοιχείων, αλλά και τη γενικότερη αντίληψη που διέπει τις θεματικές επιλογές και το πρίσμα μέσα από το οποίο αντιμετωπίζονται καταστάσεις και γεγονότα.
Θα μπορούσαν έτσι να αναφερθούν μια σειρά κυρίαρχα χαρακτηριστικά, που αναδεικνύουν τις αντιλήψεις τόσο όσων ασχολήθηκαν με τη συγγραφή των συγκεκριμένων κειμένων όσο και αυτών που τις ενέταξαν στις ιστοσελίδες, οι οποίοι δεν υπάρχει, φαντάζομαι, λόγος να υποθέσουμε ότι δεν εκπροσωπούν την πολιτική ηγεσία των αντίστοιχων θεσμών. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς δεν αναφέρονται ονομαστικά, εκτός από τις σελίδες του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίες θα αναφερθούν στη συνέχεια. Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν συγγραφέας του κειμένου για την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου «προς την αποθέωση» είναι ο δρ Ε.Ε. Τζάχος, διδάκτωρ μηχανικός του ΕΜΠ (τίτλος που τον καθιστά κατεξοχήν αρμόδιο για την ανάλυση ιστορικών ζητημάτων, υποθέτουμε) [2] και στη δεύτερη μεταξύ άλλων η Α. Φακάλου, για την οποία μαθαίνουμε σε τι θέσεις έχει υπηρετήσει από το 1972 κι έκτοτε αλλά δεν βρίσκουμε καμία πληροφορία για τη σχέση της με την ιστορική έρευνα. [3]
2. Η τρισχιλιετής πορεία του έθνους
Εν πάση περιπτώσει, ας αναφερθούμε στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, όπως διαφαίνονται παρά τη διαφορετική δομή και τις ιδιαιτερότητες κάθε ιστοσελίδας.
Κατ’ αρχήν, κοινή αντίληψη που διαπερνά τις περισσότερες ιστορικές αναδρομές είναι η μακραίωνη πορεία του ελληνικού έθνους, του ελληνισμού κλπ., η οποία εκκινεί από τα μυθολογικά χρόνια για να φτάσει στο σήμερα χωρίς διακοπή και χωρίς διαφοροποιήσεις. Είναι ενδεικτικά τα παραδείγματα: Στο site της Πυροσβεστικής η αναφορά ξεκινά από τον Προμηθέα, [4] στο site του Ναυτικού από την προϊστορία και τον Τρωικό Πόλεμο, [5] η ιστορία του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας εκκινεί από το Βυζάντιο. [6] Διαβάζει λοιπόν ο επισκέπτης στη σελίδα της Πυροσβεστικής, π.χ.:
«Ένας από τους πιο διδακτικούς αρχαίους μύθους – τα αθάνατα αυτά αριστουργήματα του Ελληνικού Πνεύματος – είναι και εκείνος που αναφέρεται στον Προμηθέα. Ο κορυφαίος αυτός μύθος, κατά τον οποίο ο Τιτάνας εκείνος έκλεψε τη φωτιά από τον Ουρανό, για να την παραδώσει στους ανθρώπους και για την πράξη του αυτή βασανίσθηκε σκληρά στις κορυφές του Καυκάσου από το Δία, συγκινεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και υποθάλπει δύο ιστορικές – άρα αληθινές – έννοιες. Η μία από τις έννοιες αυτές, όπως γράφει ο μεγάλος ιστορικός μας Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, είναι η της επινοήσεως της φωτιάς από τον άνθρωπο, ως πρωτίστου στοιχείου του ανθρώπινου βίου και πολιτισμού, ενώ η άλλη διδάσκει ότι η φωτιά δημιουργεί την ιστορία του ανθρώπου και τον αιώνιο αγώνα εναντίον της φύσης» κλπ.
Ή στη σελίδα του ΥΕΝ:
«Μετά την πτώση του Βυζαντινού Κράτους, το ατίθασο πνεύμα των Ελλήνων, κατάλαβε ότι μόνο δύο δρόμοι υπήρχαν για όσους δεν άντεχαν την ταπείνωση του ραγιά.
Ο δρόμος προς τις παλιές Ελληνικές "αποικίες", Ελληνικές κοινότητες έξω από τα όρια του Οθωμανικού κράτους, και ο δρόμος της θάλασσας, του πλοίου και του ναυτικού εμπορίου, όπου ο Τούρκος κατακτητής αντικρίζοντας με δέος το υγρό στοιχείο δεν τολμούσε να αντιμετωπίσει τον τολμηρό Έλληνα θαλασσινό» κ.λπ. (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου).
Ή στη σελίδα του Ναυτικού:
«Η ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού δεν έχει συγκεκριμένο σημείο έναρξης. Οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Σε ένα γεωγραφικό χώρο όπου κανένα σημείο δεν απέχει περισσότερο από 150 χλμ. από τη θάλασσα, οι Έλληνες από τα Προϊστορικά Χρόνια ανέπτυσαν (sic) κοινωνίες κατά κανόνα παράκτιες. Εκεί έμαθαν να εκμεταλλεύονται τους θαλάσσιους πόρους και να αγαπούν τη θάλασσα. Αυτομάτως δημιουργήθηκε η ανάγκη για την προστασία και εξάπλωση των πολιτισμών που ανέπτυξαν, με αποτέλεσμα τη σταδιακή σύσταση των πρώτων οργανωμένων ναυτικών πολεμικών μονάδων του Ελλαδικού Χώρου.
Ο Τρωικός Πόλεμος, μία εκστρατεία που χάνεται στο σκοτάδι του μύθου της Iλιάδας και της Οδύσσειας, ήταν η πρώτη πανελλαδική ναυτική επιχείρηση» .
Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή η ιστορία επιλέγεται να είναι διαλείπουσα, με αφετηρία βέβαια την Αρχαιότητα αλλά με τομές που έτσι όπως αναφέρονται δεν δικαιολογούνται με ιστορικά κριτήρια, όπως στην περίπτωση ας πούμε της σελίδας του υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης. [7] Εδώ η ιστορική αναφορά αφορά την περιοχή της αρμοδιότητας του υπουργείου και δομείται με τη μορφή χρονολογίου γεγονότων, με βάση την τοπικότητα, που περιλαμβάνει τις εξής παραδοσιακές κατηγορίες: Αρχαία ιστορία Μακεδονίας, Βυζαντινή ιστορία Μακεδονίας, Νεότερη ιστορία Μακεδονίας, Αρχαία ιστορία Θράκης, Βυζαντινή ιστορία Θράκης, Νεότερη ιστορία Θράκης. Μόνο που ποια περίοδος εντάσσεται σε κάθε κατηγορία είναι ασαφές. Η ιστορία λοιπόν της Μακεδονίας διακόπτεται στο 1282, με την «επίθεση του Σέρβου δυνάστη Στέφανου Ούρου Β' Μιλούτιν» , και ξαναρχίζει το 1821, με τη «συμμετοχή των Μακεδόνων στον κοινό αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό ». Το ενδιάμεσο διάστημα η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας δεν υπάρχει; Ή δεν αναφέρεται επειδή κάποια στιγμή κατακτάται από τους Οθωμανούς; Κι αν ισχύει το δεύτερο, γιατί αρχίζει ξανά να υπάρχει το 1821, όντας πάλι υπό οθωμανική διοίκηση, κι όχι με την απελευθέρωσή της το 1912; Από την άλλη, η ιστορία της Θράκης, στην ίδια ιστοσελίδα, περιέχει και την οθωμανική της περίοδο. Δεν φαίνεται ο συγγραφέας να προβληματίζεται ιδιαίτερα γι’ αυτές τις αντιφάσεις, και το κενό παραμένει, κυρίως αναφορικά με το ποιες είναι οι παράμετροι βάσει των οποίων περιοδολογείται η ιστορία της περιοχής αλλά και ποια η χωρική επικράτεια που καλύπτεται με τον συγκεκριμένο γεωγραφικό όρο. Γιατί βλέπουμε ότι η Θράκη αντιμετωπίζεται ως ενιαία, Ανατολική-Δυτική, μέχρι κάποια στιγμή, ενώ Μακεδονία είναι μόνο η ελληνική (!), χωρίς καμία αναφορά σε προγενέστερες ομώνυμες διοικητικές και γεωγραφικές ενότητες.
3. Οι Έλληνες και το ελληνικό πνεύμα
Βασικό λοιπόν χαρακτηριστικό που διακρίνει τις προσεγγίσεις είναι η γραμμικότητα της ιστορίας και η συνέχεια του έθνους. Το οποίο έθνος ξεκινά από τον Προμηθέα και φτάνει μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας τους ανά τους αιώνες Έλληνες, από τους Αχαιούς που αγωνίστηκαν εναντίον των Τρώων μέχρι τους σημερινούς Έλληνες που αγωνίζονται εναντίον των Σκοπίων. Έτσι ο Τρωικός Πόλεμος είναι η «πρώτη πανελλαδική ναυτική επιχείρηση», [8] με τους Τρώες αντιπάλους. Στην ίδια γραμμή, κι αφού μεσολαβήσει ο θρίαμβος του αθηναϊκού στόλου εναντίον των Περσών, «όταν το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε με το πεζικό και ιππικό του τη μεγάλη ανατολική εκστρατεία μέχρι τα σύνορα της Ινδίας, στο γυρισμό εμπιστεύθηκε πρωτίστως το στόλο του, με άξιο ηγέτη το ναύαρχο Νέαρχο. Η κάθοδος του Ινδού ποταμού και το μεγάλο ταξίδι από τις εκβολές του μέχρι τον Περσικό Κόλπο αποτελούν μια απ' τις μεγαλύτερες εποποιίες του Αρχαιοελληνικού Ναυτικού» . [9]
Τι κι αν γνωρίζουμε ότι οι Αθηναίοι και οι Μακεδόνες βρέθηκαν αντίπαλοι, τι κι αν αναφέρονται μάχες μεταξύ τους, «κι αυτά κι εκείνα» πατρίδα μας… Να υποθέσουμε ότι ο «Έλληνας» εδώ πάει ανάλογα με τα σημερινά όρια του χώρου…
Ο Μέγας Αλέξανδρος αποτελεί δε μία από τις ενδοξότερες σελίδες του ελληνικού στρατεύματος, κατά την ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τέσσερις σελίδες αφιερώνονται στην πορεία του «προς την αποθέωση», όπως προαναφέρθηκε, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«Μεγαλοφυής, ακαταπόνητος, αήττητος στρατηλάτης, ο Αλέξανδρος Γ', της Δυναστείας των Αργεαδών, δίκαια του αποδόθηκε η προσωνυμία, ο Μέγας. Η ιστορία επιφύλαξε γι' αυτόν μοίρα λαμπρή. Τον όρισε να μεταλαμπαδεύσει αυτός την Ελληνική σκέψη, τον Ελληνικό πολιτισμό έως τα βάθη της Ανατολής και να ιδρύσει εκεί νέες πόλεις με Ελληνικό χαρακτήρα»
Για να ακολουθήσει μια αναλυτική περιγραφή της πορείας και των μαχών του στρατού του Αλέξανδρου, του τύπου
«Οι Πέρσες διέθεταν 20000 ιππείς και 20000 πεζούς Έλληνες μισθοφόρους. Είχαν δε παρατάξει, κοντά στην όχθη του ποταμού τους ιππείς στην πρώτη γραμμή και τους πεζούς πίσω από τους ιππείς. Οι Πέρσες βλέποντας τον Αλέξανδρο στα αριστερά τους, ενίσχυσαν την αριστερή τους πτέρυγα με επιπλέον ίλες ιππέων, πιστεύοντας ότι η δεξιά πτέρυγα των Μακεδόνων θα επωμιζόταν το βάρος της μάχης» … [10]
Για τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών βέβαια δεν γίνεται λόγος…
Αντίθετα, οι Περσικοί Πόλεμοι αναφέρονται σε άλλο κεφάλαιο, με ιδιαίτερη παρουσίαση της μάχης του Μαραθώνα, όπου κορωνίδα θα μπορούσε να θεωρηθεί η εξής αποστροφή:
«Έτσι το πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου 490 πΧ με τέλειο συγχρονισμό ο Μιλτιάδης έδωσε την διαταγή και οι 11.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς σχημάτισαν τη φάλαγγα και κινήθηκαν κατά του εχθρού ενώ οι γύρω λόφοι πρέπει να αντηχούσαν από τον ύμνο που ο μεγάλος ποιητής Αισχύλος, που πολέμησε στο Μαραθώνα, μας διέσωσε στην περίφημη τραγωδία “Πέρσες ” : “Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών! ”». [11]
Εδώ είναι αξιοσημείωτη η χρήση των πηγαϊκών δεδομένων: τι διασώζεται και πώς… Για να καταλήξει ο συγγραφέας στην …ιστορική απόφανση ότι «Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η μάχη αυτή υπήρξε ο θρίαμβος των ηθικών δυνάμεων έναντι των αριθμών»…
4. Οι Τούρκοι και οι άλλοι
Ο επόμενος σημαντικός σταθμός κατά την αξιολόγηση των συγγραφέων των ιστοσελίδων που αναφέρονται στην ιστορία του ελληνικού πνεύματος είναι η κατάκτηση από τους Οθωμανούς (το ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αναφέρονται ως «Τούρκοι» μάλλον είναι αναμενόμενο…).
Ενδιαφέρον σε αυτή την περίοδο έχει η περιγραφή της διαβίωσης των «υπόδουλων», όπως αναφέρονται σε διάφορες σελίδες. Κατά το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, το στερεότυπο που επαναλαμβάνεται είναι ότι οι Τούρκοι ως «μπουνταλάδες» δεν ήταν δυνατόν να οργανώσουν την οικονομική διαχείριση της αυτοκρατορίας τους, οπότε ο δρόμος ήταν ανοικτός για τους Έλληνες που ως απόγονοι των Βυζαντινών ήξεραν από θαλάσσιο εμπόριο (το ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος του εμπορίου στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου είχε περάσει στα χέρια των Δυτικών δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη σε αυτό το σχήμα):
«Έτσι τα νησιά και τα λιμάνια της Ελλάδας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μπορεί μεν να μην ελέγχονται από ένα "Σεκρέτο της Θάλασσας" όπως ονομαζόταν το Υπουργείο Ναυτιλίας στα Βυζαντινά χρόνια, και να μην υπήρχαν πια οι "Αβυδικοί άρχοντες", οι Βυζαντινοί Λιμενάρχες δηλαδή, που είχαν την πλήρη εποπτεία της λειτουργίας τους, αλλά παρ’ όλη την ανικανότητα της Τουρκικής Διοίκησης να δημιουργήσει αντίστοιχους θεσμούς, οι Έλληνες, με την τοπική Αυτοδιοίκηση, κατόρθωσαν κατά τόπους να διατηρήσουν την καλή λειτουργία των λιμανιών, την συνέχιση της καταγραφής των πλοίων σε Νηολόγια, ή "Μητρώα πλοίων", ή "Νηοκαταλόγους", όπως ονομάζονταν κατά εποχές και τόπους τα αντίστοιχα επίσημα αρχεία, να καταγράφουν τα αποπλέοντα και καταπλέοντα πλοία και τις ποσότητες των διακινουμένων εμπορευμάτων, τις αιτίες των ναυαγίων, ως και την είσπραξη των λιμενικών τελών και ακόμη να αναλαμβάνουν την κατασκευή νέων φάρων ή την συντήρηση των παλιών, για την ασφάλεια των ναυσιπλοούντων» … [12]
Το ελληνικό δαιμόνιο εδώ ανέλαβε να σώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία που ανίκανη να διαχειριστεί τις υποθέσεις της τις παραχωρούσε στους λαούς υπό τη διοίκησή της. Η ανικανότητα της «τουρκικής» διοίκησης λοιπόν ήταν ο παράγων ανάπτυξης της εμπορικής ναυτιλίας στον ελληνικό χώρο την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, κι ας ερευνούν κάποιοι ιστορικοί για άλλους παράγοντες, πληθυσμιακούς, οικονομικούς κ.ά., κι ας απασχολεί αυτή η συζήτηση εδώ και πολύ καιρό την επιστημονική κοινότητα. Το υπουργείο προσφέρει την ιστορική αλήθεια… Με βασικό αίτημα, όπως φαίνεται, την ανάδειξη της εθνικής ανωτερότητας όπως διαγράφεται ανά τους αιώνες.
Αλλού, ωστόσο, οι συνθήκες περιγράφονται διαφορετικές. Όσον αφορά τη Θράκη, αναφέρεται:
«15ος-16ος αι.: Επιδείνωση των συνθηκών ζωής των χριστιανών. Πολλαπλασιασμός των φόρων. Εκτεταμένο παιδομάζωμα. Εκτοπισμοί και μετατοπίσεις χριστιανικών πληθυσμών προς τα ορεινά. Ο Ελληνισμός ξερριζώνεται από τα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα την απότομη δημογραφική καθίζησή τους και την εθνολογική τους αλλοίωση. Εποικισμός μουσουλμάνων. Επέκταση του φαινομένου των μαζικών εξισλαμισμών. Κατεδαφίσεις ναών και μονών. Πολλοί νεομάρτυρες. Η Θράκη εντάσσεται διοικητικά στο εγιαλέτι της Ρούμελης. Μεγάλα διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα γίνονται η Καλλίπολη, η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη. Επίσης η Βιζύ (sic) , οι Σαράντα Εκκλησιές, η Τυρολόη, το Τσιρμέν» . [13]
Φαίνεται ότι εδώ η οθωμανική διοίκηση τα κατάφερε καλύτερα, δεν διακρινόταν από την «ανικανότητα»! Για να αναφερθεί αμέσως μια άλλη εικόνα, πολύ πιο θετική, χωρίς ωστόσο καμία προσπάθεια ερμηνείας περί του τι μεσολάβησε και οι συνθήκες εμφανίζονται εντελώς διαφορετικές:
«Αναδίπλωση του υπόδουλου ελληνισμού της Θράκης. Η περιοχή γίνεται πόλος έλξης και τόπος εγκατάστασης συμπαγών ελληνικών πληθυσμών από την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Εδραιώνεται και αναπτύσσεται η κοινοτική και η συντεχνιακή οργάνωση των Ελλήνων. Αναπτύσσονται πληθυσμιακά και οικονομικά τα μεγάλα θρακικά αστικά κέντρα. Εκτός από την Αδριανούπολη, την Καλλίπολη και τη Φιλιππούπολη, επίσης η Ηράκλεια, η Ραιδεστός, η Αίνος, η Σηλύβρια (sic) , η Τυρολόη. Αργότερα η Κομοτηνή και η Ξάνθη. Οι Έλληνες Θρακιώτες έμποροι φθάνουν μέχρι την Ρωσία, την Αίγυπτο, την Ινδία. Απαρχές της νεότερης ελληνικής εκπαίδευσης. Τα πρώτα ελληνικά σχολεία ιδρύονται σε Φιλιππούπολη, Αγχίαλο, Αδριανούπολη, Αίνο, Καλλίπολη, Ξάνθη, Μάδυτο, Επιβάτες, Ραιδεστό, Τυρολόη, Μυριόφυτο». [14]
Από τα προαναφερθέντα παραθέματα είναι φανερό από ποια αντίληψη διακρίνονται οι προσπάθειες για την ιστορική αναδρομή που καταβάλλονται από τις ιστοσελίδες των επίσημων κρατικών φορέων. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι αναφορές στα υπόλοιπα σημαντικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Στα ίδια στερεότυπα εντάσσονται οι Βούλγαροι, με τις ίδιες αρχές περιγράφονται γεγονότα όπως οι Βαλκανικοί ή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Με τα κενά για την εποχή του Εμφυλίου ή της χούντας να είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Για να μην επεκταθεί κανείς σε αστειότητες, όπως παραδείγματος χάρη η περιγραφή, στη σελίδα με τα εμβατήρια (!)του Ελληνικού Στρατού, του «Μακεδονία ξακουστή»: «Διασκευή του παραδοσιακού “Μακεδονικού Χορού ” σε εμβατήριο από τον Άνχη (ΜΣ) Φίλιππο Γκίτσα. Ο “Μακεδονικός Χορός ” είναι ένα από Ελληνικά παραδοσιακά άσματα που η ρίζα τους ξεκινάει από τους Ακρίτες υπερασπιστές του Βυζαντίου. Ο στίχος του είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, η μουσική στηρίζεται στη Δωρική κλίμακα των Αρχαίων Ελληνικών τρόπων όπου και είναι γραμμένο, ο δε ρυθμός του είναι 2 τετάρτων και χορεύεται σε ρυθμό χασάπικο» ! Όλη η ιστορία της φυλής σε ένα εμβατήριο. Άνευ περαιτέρω σχολίων…
5. Ερωτήματα
Πέρα από τις ανεκδοτολογικές αναφορές, ωστόσο, που θα μπορούσαν να συνεχιστούν επί πολύ, τίθενται απ’ όλα αυτά δύο τρία σοβαρά ζητήματα.
Το πρώτο, ας πούμε, αφορά την ιδεολογική στόχευση των επιλεγεισών «ιστορικών» αναδρομών. Είναι προφανές από ποιο πνεύμα διαπνέονται οι εν λόγω παρουσιάσεις. Πρόκειται για μια ιστοριογραφική προσπάθεια για τη διαμόρφωση εθνικής ιστορικής μνήμης, ή μάλλον για την προσπάθεια άνωθεν επιβολής μιας συγκεκριμένης ιστορικής μνήμης. Εδώ έχουμε το παράδειγμα μιας ιστοριογραφίας της οποίας ο στόχος τίθεται με ενάργεια: η ανάδειξη της εθνικής ανωτερότητας, η οποία οφείλεται σε μια σειρά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ελληνισμό από τα προϊστορικά χρόνια έως σήμερα αδιάλειπτα. Η εγχάραξη ιδεολογίας φαίνεται να είναι το ζητούμενο, μιας επίσημης εθνικής ιδεολογίας με κύρια χαρακτηριστικά την εθνική συνέχεια και ανωτερότητα, που για την ανάδειξή τους χρησιμοποιούνται φυλετικά «επιχειρήματα» αλλά και μια συμβολική πανηγυρικού εθνικής εορτής σε επαρχιακό σχολείο της δεκαετίας του ’50…
Έτσι, όμως, οι εν λόγω προσπάθειες δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στη χορεία των κειμένων της επίσημης εθνικής ιστοριογραφίας. Γιατί ουσιαστικά δεν τηρούν κανένα από τα κριτήρια που οφείλουν να διέπουν έστω τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όχι μόνο τις φοιτητικές εργασίες (όσοι έχουν περάσει από τα φοιτητικά έδρανα έχουν ακούσει τουλάχιστον κάποιες, έστω αποσπασματικές, αρχές, π.χ. την αιτιότητα…).
Εδώ λοιπόν τίθεται το πολύ σημαντικό ζήτημα της προσέγγισης που αναπτύσσεται. Πέραν του γεγονοτολογικού χαρακτήρα (η κυριαρχία του συμβάντος…), με όλες τις λανθασμένες ή ελλιπείς αναφορές, την αποσπασματικότητα, την προσωπολατρία, το μεγαλοϊδεατισμό και την επιλεκτική μνήμη που φαίνεται να ισχύει, όπως έγινε φανερό δεν ακολουθείται πουθενά καμία αρχή, μεθοδολογική κλπ., αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
Ούτε λαμβάνεται βέβαια υπόψη κανένα από τα μέχρι στιγμής συμπεράσματά της. Γιατί όσο και αν η επίσημη ιστοριογραφία δεν έχει ξεφύγει εντελώς από την τρισχιλιετή παράδοση του ελληνισμού και την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, παρ’ όλ’ αυτά έχουν πραγματοποιηθεί βήματα, έστω δειλά ακόμη, που εισάγουν κάποια στοιχεία αμφισβήτησης των παλαιότερα παραδεδομένων σχημάτων. Για να μην αναφερθούμε στις παράλληλες προσπάθειες και την ύπαρξη των ρευμάτων της σύγχρονης ιστοριογραφίας με στόχο την απεμπλοκή από τα παραδοσιακά εθνοκεντρικά σχήματα και την ερμηνεία με διαφορετικά και πολλαπλά εργαλεία και κριτήρια.
Ας μην φτάσουμε εκεί. Δεν υπάρχει λόγος να αυταπατάται κανείς ότι υπάρχει έστω μια μικρή πιθανότητα στις σημερινές συνθήκες η επίσημη κρατική άποψη να υιοθετήσει τις προαναφερθείσες σύγχρονες θεωρήσεις. Ωστόσο, μέχρι πού φτάνει ο εθνικισμός και ο φανατισμός είναι ένα ζήτημα. Ας πούμε, χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης της ιστορίας με συγκεκριμένο αίτημα, την ανάδειξη της «συλλογικής αυτοσυνειδησίας», θα μπορούσε να θεωρηθεί και η εκθεσιακή δραστηριότητα της Βουλής των Ελλήνων, στο site της οποίας διαβάζει κανείς, με αφορμή την έκθεση για την ενσωμάτωση της Θράκης στο ελληνικό κράτος: «Η Έκθεση αυτή οργανώθηκε από τη Βουλή στο πλαίσιο του εορτασμού για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, με σκοπό να συμβάλλει στην ενεργοποίηση της ιστορικής μνήμης και να μεταμορφώσει την ιστορική γνώση σε δύναμη συλλογικής αυτοσυνειδησίας» . [15]
Με τη διαφορά, ωστόσο, ότι παρά τις διακηρύξεις περί στόχευσης, τηρούνται ορισμένα όρια που δεν επιτρέπουν εκτιμήσεις και απόψεις στα όρια της εθνικιστικής βαναυσότητας ή και γελοιότητας, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.
Ποιος λοιπόν έχει αναλάβει την ευθύνη για τη συγγραφή και την υιοθέτηση-προβολή κειμένων που αγνοούν επιδεικτικά τα συμπεράσματα της σύγχρονης ιστορικής έρευνας, η οποία έχει διανύσει αρκετό δρόμο κι έχει ακόμη πολύ μπροστά της;
Θα περίμενε κανείς ότι απόψεις σαν αυτές που παρουσιάστηκαν παραδειγματικά το «εκσυγχρονισμένο» ελληνικό κράτος θα τις αντιμετώπιζε φειδωλά πια και δεν θα έσπευδε να τις υιοθετήσει. Όταν μάλιστα ο πρωθυπουργός ο ίδιος, πέρα από τον Μαρξ, έχει μελετήσει και διπλωματική ιστορία και έχει εξάρει προσπάθειες αντικειμενικής θεώρησης των σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς. [16] Ή μήπως όχι;
[2] http://www.army.gr/n/g/archive/history/alexander/index.shtml
[3] http://www.hellenicnavy.gr/history.asp#a3
[4] http://www.fireservice.gr/hist.htm
[5] http://www.hellenicnavy.gr/history.asp
[6] http://www.yen.gr/yen.chtm?prnbr=24148
[7] http://www.mathra.gr/area.php
[8] http://www.hellenicnavy.gr/history.asp
[9] http://www.hellenicnavy.gr/history.asp
[10] http://www.army.gr/n/g/archive/history/alexander/index.shtml
[11] http://www.army.gr/n/g/archive/history/marathon/index.shtml
[12] http://www.yen.gr/yen.chtm?prnbr=24148
[13] http://www.mathra.gr/area.php
[14] http://www.mathra.gr/area.php
[15] http://www.parliament.gr/politismos/details.asp?textID=3000012
[16] http://www.iospress.gr/ios2003/ios20030330a.htm