ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ:
ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
του Θανάση Αλεξίου*


1. Εισαγωγή

Στο άρθρο αυτό επιχειρούμε να εξετάσουμε τη μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε αντίθεση με το πρώτο, το οποίο βλέπει την κοινωνία ιεραρχικά δομημένη, δηλαδή ως κοινωνία εκμεταλλευτικών σχέσεων (κοινωνικές τάξεις), απ’ όπου προκύπτουν οι κοινωνικές ανισότητες, στο δεύτερο σχετικοποιείται ο κάθετος χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος μιας οριζόντιας αντίληψης: παρ’ όλο που πληθυσμιακές ομάδες (άνεργοι κ.ά.) επιτελούν βασικές λειτουργίες στη σφαίρα της παραγωγής με προέχουσα εκείνη των εργατικών εφεδρειών (συμπίεση μισθών), στη βάση ιδεολογικών κριτηρίων (κατανάλωση, τρόπος ζωής, κύρος, αναγνώριση κ.ά.), οι ομάδες αυτές θεωρούνται αποκλεισμένες μέσω μιας χωρικής αντίληψης της κοινωνίας (μέσα/έξω κλπ.).
Είμαστε της άποψης πως οι επιστημολογικές καταβολές αυτής της μετάβασης ενυπάρχουν στη σκέψη δύο κλασικών της κοινωνιολογίας, του Ε. Ντυρκέμ (E. Durkheim) και του Μ. Βέμπερ (M. Weber), και κυρίως στις θέσεις τους για τον εξωοικονομικό (ηθικό) χαρακτήρα του κοινωνικού δεσμού στις σύγχρονες κοινωνίες, στον πρώτο, και του τρόπου προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων, στον δεύτερο (μεθοδολογικός ατομικισμός). Έτσι στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή συζήτηση για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την κοινωνική ενσωμάτωση, ηγεμονεύεται ουσιαστικά από τις επιστημολογικές προτάσεις των δύο στοχαστών, γεγονός που έχει ως συνέπεια και την επιλογή συγκεκριμένων μεθοδολογιών προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, με τις ανάλογες επιπτώσεις για την κοινωνική ανάλυση.
2. Κοινωνικές τάξεις και κοινωνική στρωμάτωση
Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και οι ανθρωπογεωγραφικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση διαμόρφωσαν ένα ρευστό κοινωνικό τοπίο, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η κοινωνική εξαθλίωση, η κοινωνική έκπτωση αλλά και η κοινωνική κινητικότητα. Συστατικό στοιχείο αυτής της εξέλιξης ήταν η πόλωση της κοινωνίας, η οποία σχεδόν έως τις αρχές του 20ού αιώνα προσλάμβανε τα χαρακτηριστικά ενός εγκάρσιου διαχωρισμού. Από τη μια, μία τάξη που κατείχε και ήλεγχε τα μέσα παραγωγής και απέναντί της μια τάξη μισθωτών εργατών χωρίς ιδιοκτησία, η οποία για να επιβιώσει έπρεπε να εκμισθώνει την εργατική της δύναμη. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωναν εκ των πραγμάτων τυπικές καταστάσεις και κοινωνικές θέσεις, οι οποίες γίνονταν αντιπροσωπευτικές στη συνέχεια για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις (αστική τάξη, εργατική τάξη κ.ο.κ.).Ενώ σε επίπεδο κοινωνικού καταμερισμού εργασίας διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης, καθώς η παραγόμενη υπερεργασία γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης, σε επίπεδο κοινωνικής δομής διαμορφώνονται άνισες θέσεις (στρωμάτωση) που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε αγαθά και πόρους. Παραδείγματος χάριν, έρευνες από το χώρο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης καταδεικνύουν την άμεση σχέση της κοινωνικής τάξης με την ύπαρξη «πολιτισμικού κεφαλαίου» που επηρεάζει καθοριστικά την ατομική απόδοση του μαθητή. Επίσης έρευνες από το χώρο της κοινωνικής επιδημιολογίας δείχνουν με αρκετά σαφή τρόπο πως ο βαθμός τρωτότητας της υγείας του ατόμου, αλλά και η συχνότητα εκδήλωσης μιας ασθένειας (βλ. επαγγελματικές ασθένειες) εξαρτώνται από την κοινωνική τάξη. Το γεγονός αυτό κατέστησε τις έννοιες κοινωνική τάξη και κοινωνική στρωμάτωση αναγκαία μεθοδολογικά εργαλεία κοινωνικής ανάλυσης.
Αν η κοινωνική δομή εμπερικλείει τις συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις που εμφανίζονται σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό, είναι σχεδόν αυτονόητο πως διαφορετικοί τύποι κοινωνικής δομής θα έχουν διαφορετικές μορφές και διαδικασίες στρωματοποίησης. Έτσι, σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες όπου οι οικονομικές αντιθέσεις επικαλύπτονται από το πολιτικό στοιχείο, η στρωματοποίηση γίνεται στη βάση εξωοικονομικών κριτηρίων, τα οποία διέπουν τις νομοκατεστημένες τάξεις, τις κάστες κλπ. Αντίθετα, στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο κοινωνικός δεσμός είναι πρωτίστως οικονομικός, η στρωματοποίηση θα συντελείται με βάση τη θέση του ατόμου στην παραγωγή. Εισάγοντας μια πολυπαραγοντική προσέγγιση στον ορισμό της κοινωνικής τάξης, ο M. Βέμπερ θα συμπεριλάβει δίπλα σε αντικειμενικούς παράγοντες (θέση στην αγορά, επάγγελμα κ.ά.) και υποκειμενικές παραμέτρους (κύρος, γόητρο, κατανάλωση κ.ά.). Η κοινότητα των βιοτικών ευκαιριών στην αγορά (κεφάλαιο, ειδημοσύνη, γόητρο κ.ά.) προσδιορίζει, σύμφωνα με τον M. Βέμπερ, την κοινωνική κατάσταση του ατόμου, συνεπώς και τη δυνατότητά του να εκμεταλλεύεται αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά. [1] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιδιοκτησία, δηλαδή η σχέση με τα μέσα παραγωγής σχετικοποιείται και γίνεται ένας παράγοντας μεταξύ άλλων, όπως είναι οι δεξιότητες, η επαγγελματική ειδημοσύνη, αποτέλεσμα εκπαιδευτικών τίτλων που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τη θέση του ατόμου στην αγορά. Σε σημαντικό παράγοντα κοινωνικής στρωματοποίησης αναδεικνύεται, σύμφωνα με τον M. Βέμπερ, η υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής και κατανάλωσης, ο οποίος διασφαλίζει τη συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη ομάδα, αφ’ ενός, ενώ προσδίδει κοινωνική αναγνώριση στα μέλη της, αφ’ ετέρου. [2] Επίσης το κοινωνικό κύρος που απορρέει από την κατοχή μιας κοινωνικής θέσης (π.χ. του γιατρού, του επιστήμονα κ.ο.κ.) αναδεικνύεται σε σημαντική παράμετρο στρωμάτωσης.
Παρ’ όλο που στη βεμπεριανή εκδοχή αναθεωρείται το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων του Καρλ Μαρξ και η άποψη ότι η κοινή ταξική κατάσταση οδηγεί σε κοινή δράση θεωρείται ότι συνιστά ένα ενδεχόμενο, ενώ η πολλαπλότητα συμφερόντων εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα διαφορετικών βιοτικών ευκαιριών, γεγονός που καθιστά την τάξη μια ρευστή και ασταθή συλλογικότητα, εντούτοις η κοινωνία εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή ως ιεραρχημένο σύστημα άνισων θέσεων και ως πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων. Στην κοινωνική ανάλυση μένει τώρα να εντοπίσει εμπειρικά αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ταξικής θέσης και ταξικής συνείδησης, δηλαδή αν υφίσταται «κοινωνική τάξη». Το ενδεχόμενο αυτό συνιστά μια αναγκαία υπόθεση εργασίας που δεσμεύει επιστημολογικά την κοινωνική έρευνα και την υποχρεώνει να το διερευνήσει. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει πως οι σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι ένα άμορφο πράγμα, αλλά αποτελούν μια δομή με σαφή στρωμάτωση κοινωνικών θέσεων, η οποία προκύπτει από ανισότητες στην οικονομική σφαίρα (κοινωνική τάξη), από διαφορετικές θέσεις στη σφαίρα εξουσίας (πολιτικό κόμμα) ή από το κύρος που απορρέει από διαφορετικούς τρόπους ζωής (κλειστή ομάδα/Stand).
Ακόμη και ο λειτουργισμός, στην προσπάθειά του να νομιμοποιήσει τις κοινωνικές ανισότητες, αποδέχεται πως οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι στην πραγματικότητα ταξικές κοινωνίες που συναρθρώνονται γύρω από ένα σύστημα κοινωνικής στρωμάτωσης. Βεβαίως αυτό που προέχει στο λειτουργισμό είναι η ικανοποίηση των λειτουργιών τους συστήματος, συνεπώς και η διατήρηση και αναπαραγωγή του. Μ’ αυτή την έννοια, η ιεραρχική δομή των θέσεων (ή ρόλων) σε συνδυασμό με ένα σύστημα άνισων υλικών και ηθικών ανταμοιβών συνιστούν λειτουργική ανάγκη, καθώς επιτρέπουν την κατάληψη των πλέον σημαντικών θέσεων από τα ικανότερα άτομα που διαθέτουν, επιπροσθέτως, την καλύτερη εξειδίκευση και επαγγελματική ειδημοσύνη. [3] Η αδυναμία των ατόμων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ρόλων συνιστά απόκλιση, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ατομική περίπτωση, μιας και ο λειτουργισμός δεν αναγνωρίζει μακροφορείς δράσης (κοινωνικές τάξεις), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά ή θετικά τις δυνατότητες των ατόμων και αναστέλλουν ή ευνοούν την πρόσβασή τους σε λειτουργίες ή πόρους, αλλά μόνο ατομικές δράσεις και ατομική απόδοση.
Εντούτοις, εμείς θέλουμε να εξηγήσουμε τη μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, στο πλαίσιο των οποίων προσδιορίζονται τα δεδομένα του προβλήματος (ανισότητες σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο), έμμεσα και οι μεθοδεύσεις για τη λύση τους, στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, στο οποίο η κοινωνία εμφανίζεται αποϊεραρχημένη και ασπόνδυλη. Εδώ δεν υπάρχει πλέον εσωτερική δομή που να δένει τα μέρη σε ένα διαβαθμισμένο σύστημα θέσεων και δυνατοτήτων, αλλά μια χωρική διαφοροποίηση σε «μέσα» και «έξω», σε «εντός» και «εκτός» κ.ο.κ., η οποία προσδιορίζεται από κριτήρια τα οποία, εφόσον εφαρμοστούν διασταλτικά, υποσκάπτουν την εγκυρότητα οποιασδήποτε κοινωνικής ανάλυσης. Πού αρχίζει και πού σταματά ο κοινωνικός αποκλεισμός; Σε αντίθεση με το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, ακόμη και της κοινωνικής στρωμάτωσης του λειτουργισμού (δομές ρόλων, τριαδικό σύστημα στρωμάτωσης: ανώτερη, μεσαία, κατώτερη τάξη), που προσδιορίζει τα εξωτερικά (αντικειμενικά) κριτήρια ανέλιξης ή έκπτωσης, συνεπώς και τα αίτια που προκαλούν τις ανισότητες ή τις δυσλειτουργίες, η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού αποδεσμεύει το πρόβλημα από τις δομές της κοινωνίας. Οι αιτίες του προβλήματος δεν θα αναζητηθούν στις κοινωνικές σχέσεις και τις ανισότητες που αυτές δημιουργούν, αλλά στις σχέσεις μεταξύ τοπολογικών κατηγοριών («κέντρο»-«περιφέρεια»), [4] ως αυτοί οι δύο τόποι να μην είναι μέρος της ίδιας δομής. Θα αναζητηθούν επίσης στις καταστάσεις κοινωνικής αποστέρησης (social deprivation), πολιτισμικής αλλοτρίωσης και στα κοινωνικά μειονεκτήματα, φαινόμενα που είναι μάλλον το αποτέλεσμα δομικών ασυγχρονιών, τοποθετώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις λύσεις του προβλήματος στην ψυχολογία των ατομικών διαφορών. Ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια η ανεργία, η κοινωνική έκπτωση κ.ο.κ. θα εξηγηθούν ως ηθική απόκλιση ή διαφθορά, τοποθετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις λύσεις στο επίπεδο της Workfare και της κοινωνικής πειθάρχησης.
3. Η οριζοντιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων:
οι κοινωνικές τάξεις ως παράγωγο των αγοραίων αποκλεισμών
Θεωρούμε πως η μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων και των συνυφασμένων μ’ αυτό κοινωνικών ανισοτήτων στο χωρικό μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού μπορεί να παρακολουθηθεί επισταμένως σε προσεγγίσεις που αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση σε εξωοικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων. Ήδη ο υποκειμενισμός που υφέρπει στον ορισμό της κοινωνικής δράσης στον M. Βέμπερ, όταν αυτός εξαρτά το χαρακτήρα της από το άτομο, [5] και ο πολυπαραγοντικός προσδιορισμός της κοινωνικής τάξης (εισόδημα, ιδιοκτησία, εκπαίδευση, εξειδίκευση κλπ.), ο οποίος απολήγει σε τελική ανάλυση σε επαγγελματικοστατιστικές κατηγορίες, χωρίς αναφορά στα γενεσιουργά αίτια, κατευθύνουν την ανάλυση προς ένα πλουραλιστικό σχήμα κοινωνικής στρωμάτωσης, γεγονός που σχετικοποιεί, αν δεν υποσκάπτει, την εγκυρότητα της έννοιας της «κοινωνικής τάξης». Στο βαθμό μάλιστα που μια κοινωνική τάξη θεωρηθεί φορέας πολλών ταξικών δράσεων, εκφράζοντας και αστούς και εργάτες, και το «ταξικό συμφέρον» μια πολυσήμαντη κατηγορία, στο οποίο συγκλίνουν διαφορετικές ταξικές θέσεις, [6] αυτή χάνει και την αποκλειστικότητά της και μετατρέπεται σε ένα συγκυριακό μόρφωμα διαταξικών συμπεριφορών χωρίς συνεκτικότητα και δεσμευτικότητα.
Η προνομιακή μεταχείριση της αγοράς –όπου οι κοινωνικές σχέσεις (οι οποίες είναι σχέσεις φορέων ατομικών εργασιών) εμφανίζονται αντεστραμμένα ως σχέσεις μεταξύ ατόμων ή πραγμάτων– ως πεδίου συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων εμφανίζει την κοινωνία ως αρένα με τα άτομα να έχουν αποδυθεί σ’ έναν αέναο αγώνα για συσσώρευση εισοδημάτων και πόρων. Εφόσον, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις αποδεσμευτούν από τη σφαίρα της παραγωγής, η τυπική ισοδυναμία των ανταλλακτικών σχέσεων στην αγορά εκλαμβάνεται ως πραγματική ισοδυναμία, παρά την (ανθρωπολογική) ιδιαιτερότητα της μετουσιωμένης σε εμπόρευμα εργασιακής δύναμης. [7] Η αντίληψη αυτή, που θεωρεί τον μισθωτό ιδιοκτήτη ή ακόμη και επιχειρηματία του εμπορεύματος εργατική δύναμη, [8] όπως και τον κάτοχο κεφαλαίου, επιχειρεί να προσδιορίσει ποσοτικά αυτή τη σχέση. Επομένως το ταξικό σχήμα ανάλυσης αντικαθίσταται από ένα ιεραρχικό σχήμα οριοθέτησης (κοινωνική στρωμάτωση), το οποίο λίγο ή πολύ κινείται γύρω από ιδεολογικές κατηγορίες: ιδιοκτήτης, κάτοχος, φορέας δράσης κ.ο.κ., αγνοώντας, ωστόσο, πως οι κατηγορίες αυτές ανταποκρίνονται σε συγκυριακές θέσεις του ατόμου ή είναι μορφές στις οποίες αποτυπώνεται άμεσα ή έμμεσα, πιθανόν όμως και στρεβλωμένα, η θέση του και η σχέση του στη σφαίρα παραγωγής. [9] Πάλι, όμως, η αναγωγή των τάξεων σε ένα σχεσιακό πλέγμα, έστω και ανταγωνιστικό, σε αυτό της στρωμάτωσης, δεν αρκεί: «Πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των τάξεων σ’ ένα συνεχές ανισότητας; Πού βρίσκεται η ποιοτική ρήξη μέσα σε μια δομή στρωμάτωσης;» [10] Ανεπαρκές αποδεικνύεται, όμως, και το κριτήριο της σχέσης προς τα μέσα παραγωγής για να εντοπιστεί η ποιοτική ρήξη στη συνέχεια της στρωμάτωσης, καθώς εύκολα οι σχέσεις προς τα μέσα παραγωγής μπορούν να θεωρηθούν ως τίποτε περισσότερο από διαφορές εισοδήματος, όπως γίνεται στον Μ. Βέμπερ. Μετατοπίζοντας τη σημασία από τις εκμεταλλευτικές και ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις, που προκύπτουν από τις σχέσεις παραγωγής, στις διαφορετικές «ευκαιρίες αγοράς» που παρέχουν οι σχέσεις παραγωγής, οδηγούμαστε σε μια αγοραία έννοια της κοινωνικής τάξης, όπου η τάξη τείνει να καταστεί αόρατη. [11]
Αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε κάνοντας αυτή την παρέκβαση είναι πως ο εξωοικονομικός προσδιορισμός της κοινωνικής τάξης και η ανθρωπομορφική αντίληψη της κοινωνικής δράσης οριζοντιοποιεί σε τέτοιο βαθμό την έννοια της κοινωνικής στρωμάτωσης, ώστε η θέση στην παραγωγή να εμφανίζεται ισοδύναμα και ισόβαρα με τα παράγωγά της (επάγγελμα, εισόδημα κλπ.). Χωρίς ιεράρχηση κριτηρίων και με έσχατη μονάδα ανάλυσης το ωφελισμιστικό άτομο, το οποίο μπορεί να δρα όμως και ανορθολογικά, κινδυνεύουμε να υποπέσουμε σε σχετικισμό ή να εκλάβουμε την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων, αποκλείοντας εκ προοιμίου τη δυνατότητα εμφάνισης συλλογικού πράττειν ή σχηματισμού οποιασδήποτε κοινωνικής συλλογικότητας. Εντούτοις, οι παραδοχές αυτές ενυπάρχουν υπό μορφή αξιώματος στην έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, όπου ως αποκλεισμένοι μπορούν να θεωρηθούν όλοι, εφόσον δεν προσδιορίζονται ποιοτικά κριτήρια και ιδιότητες, ενώ ακριβώς η καλειδοσκοπική θεώρηση της κοινωνίας αντικαθιστά την «κάθετη» κοινωνία των κοινωνικών τάξεων από οριζόντιες κατηγορίες.
Η αλλαγή παραδείγματος, που σημαίνει ουσιαστικά η μετατόπιση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων στο (δι)αταξικό μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, συσκοτίζει και τις αιτίες που γεννούν την εκμετάλλευση. Συνεπείς με τις επιστημολογικές αρχές που απορρέουν από τον μεθοδολογικό ατομικισμό του M. Βέμπερ και παίρνοντας τοις μετρητοίς τη θέση του πως η «ταξική θέση» είναι σε τελική ανάλυση «αγοραία θέση», [12] αρκετές νεομαρξιστικές προσεγγίσεις, όπως αυτή της «ορθολογικής επιλογής» (rational choice), [13] θα αναζητήσουν τις αιτίες της εκμετάλλευσης στην αγορά. Καθώς αυτές αποδέχονται τις επιθυμίες και τις εκτιμήσεις του ατόμου ως κίνητρα δράσης αλλά και ως αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρούν πως η ελεύθερη ανταλλαγή στην αγορά, όπου αναπτύσσεται η ατομική δράση, δημιουργεί σχέσεις εκμετάλλευσης, εφόσον τα οικονομικά υποκείμενα επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν για δικό τους όφελος πόρους και αγαθά σε βάρος άλλων, οι οποίοι αποκλείονται απ’ αυτά. [14] Η προϊστορία αυτών των αποκλεισμών λαμβάνεται ελάχιστα ή καθόλου υπόψη, καθώς η πρόσβαση, τουλάχιστον στη θεωρία της «ορθολογικής επιλογής», είναι τυχαία και δεν εξαρτάται από δομικούς παράγοντες (θέση στις σχέσεις παραγωγής, ιδιοκτησία, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.ο.κ.). Εφόσον μάλιστα δεν υφίστανται υπερατομικές συλλογικότητες, για να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μήπως τα άτομα είναι άνισα πριν προσέλθουν στην αγορά, παρά μόνο συσσωματώσεις ατόμων, η καταπίεση μπορεί να οριστεί ως ο άδικος αποκλεισμός από την πρόσβαση σε αγαθά και πόρους. Η αποδέσμευση της εκμετάλλευσης από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων και ο ορισμός της καταπίεσης με όρους θέσης και δύναμης στην αγορά εξωθούν στο παράδοξο, συμβατό όμως με το πνεύμα του φιλελευθερισμού, να εμφανίζονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ως συντεχνίες και «ομάδες πίεσης», που με τη σειρά τους αποκλείουν άλλους («διπλή περίφραξη»/dual closure) κατά τον F. Parkin, [15] εμποδίζοντας επιπροσθέτως και την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. [16] Ας σημειώσουμε εδώ πως η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων έχει νομιμοποιηθεί ιστορικά στη σφαίρα της παραγωγής ως σχέση εκπροσώπησης κοινωνικής τάξης, συνεπώς για να ακυρωθεί θα πρέπει να υπάρξει παρέμβαση σ’ αυτό το επίπεδο. Eξάλλου, αυτή εμφανίζεται στην καρδιά της παραγωγής ως δευτερογενής οργανωτής της εργασιακής δύναμης, πρωτογενής οργανωτής της οποίας είναι το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς οι εργάτες πριν μπορέσουν να γίνουν μέλη σωματείων είναι ήδη μέλη άλλων οργανώσεων, δηλαδή εργαζόμενοι καπιταλιστικών επιχειρήσεων. [17]
Ουσιαστικά, το θεωρητικό πλαίσιο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού προσφέρεται από τον ίδιο τον M. Βέμπερ και τη θέση του για την «κλειστή ομάδα», η οποία έχοντας μονοπωλήσει μέσω εξωαγοραίων μηχανισμών (οικογενειακή ή εθνοτική καταγωγή, μορφωτικό επίπεδο, κύρος κλπ.) [18] την πρόσβαση σε πόρους και αγαθά τείνει να αποκλείσει άλλες. [19] Καθώς η «κλειστή ομάδα» (Stand) δεν αναφέρεται σε αγοραίες θέσεις, δηλαδή ταξικές θέσεις, η εννοιολόγηση του αποκλεισμού αποδεσμεύεται από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, υποδεικνύοντας μάλλον τη σφαίρα της κατανάλωσης και της διανομής (τρόπος ζωής, καταναλωτικές συνήθειες κλπ.) ως πεδίο ομαδοποιήσεων, συνεπώς και ως παράγοντα απόσπασης προνομίων ή αποκλεισμών. Η αντίφαση εδώ είναι προφανής. Αν ο αποκλεισμός προσδιορίζει εξωαγοραίες (κοινοτικές) διεργασίες, πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αγοραίες, δηλαδή ταξικές διεργασίες; Και αυτό γιατί οι σημερινοί άνεργοι δεν αποκλείονται εξαιτίας εξωαγοραίων πρακτικών, ας πούμε εξαιτίας τρόπων ζωής και κατανάλωσης, αλλά εξαιτίας αγοραίων (ταξικών) πρακτικών, οι οποίες έχουν να κάνουν με την κοινωνική (ταξική) τους καταγωγή. Αυτοί είναι άνεργοι εργάτες, καταχρεωμένοι αγρότες, κατεστραμμένοι μικροαστοί κλπ. Συνεπώς σε συνθήκες μισθωτής εργασίας οι διαχωρισμοί και οι εκπτώσεις έχουν ταξικό υπόστρωμα και οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου «μέσα» και «έξω», «ενσωματωμένοι» και «αποκλεισμένοι», δημιουργούν περισσότερο παρανοήσεις παρά συμβάλλουν στην ουσιαστική κατανόηση του φαινομένου.
Μία από τις παρανοήσεις έχει να κάνει με την παραδοχή πως η κοινωνική ταυτότητα των ατόμων προκύπτει από την αγοραία τους θέση. Η πρόσβαση σε πόρους ή ο αποκλεισμός από πόρους συνιστά πλέον τη βάση σχηματισμού των κοινωνικών τάξεων. Συνεπώς τα άτομα θα πρέπει να αναζητήσουν μορφές οργάνωσης που να συνάδουν με τη λογική της αγοράς. Με αυτή την έννοια η στρατηγική του «κοινωνικού αποκλεισμού» (social exclusion) και της «κοινωνικής ιδιοποίησης» (social usurpation), που εγγράφονται στο εννοιολογικό πλαίσιο της «κοινωνικής περίφραξης» (social closure) του Φ. Πάρκιν (F. Parkin), [20] παρ’ όλο που αναγνωρίζεται στους αποκλεισμένους το δικαίωμα αντίστασης, [21] αποκοινωνικοποιεί τα άτομα από μέλη κοινωνικών τάξεων με αναφορά στη σφαίρα παραγωγής για να τα κοινωνικοποιήσει στους αγοραίους σχηματισμούς. Η κεντρική σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας διασπάται σε επιμέρους συγκρούσεις προσλαμβάνοντας τα τυπικά χαρακτηριστικά της αγοράς: όλοι ενάντια σε όλους. Στο βαθμό που η εκμετάλλευση έχει αποσυνδεθεί από τη μισθιακή σχέση και τη θέση των τάξεων στον καταμερισμό εργασίας, αυτή μπορεί να υπάρξει πλέον, σύμφωνα με τον Πάρκιν, μόνο στο επίπεδο της αγοράς μεταξύ τάξεων αλλά και εντός των τάξεων, [22] ως διαδικασία και πρακτική αποκλεισμού και σφετερισμού. Οι άνεργοι εναντίον αυτών που έχουν δουλειά, οι ανειδίκευτοι εναντίον των ειδικευμένων, οι φτωχοί ενάντια στους λιγότερο φτωχούς, οι ντόπιοι εργάτες ενάντια στους μετανάστες, οι αφροαμερικανοί ενάντια στους λευκούς και πάει λέγοντας. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την έννοια της «διπλής περίφραξης» (dual closure) του Πάρκιν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να ακολουθούν μεν μια πολιτική αντίστασης (social closure as usurpation), από την άλλη να αποκλείουν τους λιγότερο οργανωμένους εργάτες; [23] Είναι προφανές πως και αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε αδιέξοδο καθώς περιγράφει το πρόβλημα χωρίς αναφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δομής που προσδίδει σ’ αυτές τις ομάδες την ιδιαιτερότητά τους. Εντούτοις οι αγοραίες θέσεις, οι βιοτικές ευκαιρίες, οι εργασιακές καταστάσεις κ.ά., τις οποίες θέλει ως συγκροτητικά στοιχεία των κοινωνικών τάξεων ο M. Βέμπερ, είναι περισσότερο στιγμές της δομής, δηλαδή της μισθωτής εργασίας στην οποία εξωτερικεύεται η λογική του κεφαλαίου. Πραγματικά, η αγοραία κατάσταση του εργάτη που απολύεται αλλάζει, δεν αλλάζει όμως η ταξική του θέση. Αυτός παραμένει πάντα προσδεμένος στη δομή, τη μια ως ενεργό τμήμα της και την άλλη ως ανενεργό ή ως εφεδρεία Και στη μια και στην άλλη κατάσταση αυτός εξυπηρετεί κεντρικές λειτουργίες του κεφαλαίου, άρα είναι πλήρως ενσωματωμένος και κάθε άλλο παρά αποκλεισμένος είναι. Στο βαθμό μάλιστα που ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν έχει νομικοπολιτική υπόσταση, δηλαδή δεν είναι μια εξωοικονομική διεργασία, αυτός χάνει και την ευρετικότητά του ως έννοια. [24]
4. Οι «αποκλεισμένοι» ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη
Μια δεύτερη παρανόηση που προκαλεί η χωρική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας έχει να κάνει με την ανάδειξη των «αποκλεισμένων» σε διακριτή κοινωνική τάξη. Παρ’ όλο που δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα κριτήρια ορισμού των κοινωνικών τάξεων, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στην ταξινομητική συλλογιστική των κοινωνικών κατηγοριών υποτάξη (Underclass), νεόπτωχοι (Neue Armen), «ευπαθείς ομάδες» κ.ο.κ. τη βεμπεριανή επιρροή. Έννοιες όπως κοινωνική αναγνώριση, κύρος, γόητρο κ.λπ., έννοιες που περιγράφουν όμως περισσότερο υποκειμενικά κριτήρια ένταξης σε μια κοινωνική τάξη, και δευτερευόντως αντικειμενικά, δηλαδή οικονομικά κριτήρια (επάγγελμα, εργασιακή κατάσταση, εισόδημα κ.ά), συγκροτούν το επιστημολογικό υπόστρωμα αυτών των προσεγγίσεων. Η σύγχυση επιτείνεται καθώς στα κριτήρια προστίθενται και πολιτισμικοί παράγοντες μ’ ένα σαφές ανθρωπολογικό και ψυχολογικό υπόβαθρο (νοοτροπίες, μειονεκτήματα, φαινόμενα αποστέρησης κ.ά.). Αν η επαναφορά της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού στις κοινωνικές επιστήμες είναι «συμπτωματική», δεν είναι συμπτωματική η χρήση της, όπως και των παραγώγων της. Ενδεχομένως, πάλι, η ασάφεια αυτή να είναι ηθελημένη, καθώς η έλλειψη σαφών κριτηρίων προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων μεταθέτει το πρόβλημα από τις δομές στο θεσμικό επίπεδο, οπότε οι λύσεις του προβλήματος είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένες. Από την άλλη, η ασάφεια αυτή δημιουργεί συγχύσεις ως προς τη φύση του αποκλεισμού, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα πεπρωμένο, από το οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, αναστέλλοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα εκλογίκευσης των κοινωνικών σχέσεων, ενισχύοντας όμως το φαταλισμό και την παθητικοποίηση της κοινωνίας, συμπεριφορές που υποτίθεται ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης του αποκλεισμού καταπολεμούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ οι αποκλεισμένες ομάδες του πληθυσμού αποκαθίστανται ως κοινωνική τάξη και αυτό ανεξάρτητα από τους λόγους του αποκλεισμού τους (άνεργοι, εξαρτημένοι, ανάπηροι, άτομα με ψυχικές διαταραχές κ.ά.), οι ενσωματωμένες ομάδες εκλαμβάνονται ως ένα αταξικό μόρφωμα χωρίς αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Η θέση αυτή συσκοτίζει το γεγονός ότι οι θέσεις μέσα στις οποίες οι άνθρωποι θεωρούνται «ενσωματωμένοι» (integrated) μέσω του καταμερισμού εργασίας είναι στην ουσία άνισες. [25] Η αποδοχή της θέσης πως η κοινωνία είναι άθροισμα ατόμων, και όχι σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπως ήδη είδαμε, σε συνάρτηση με τη χωρική αντίληψη για την κοινωνία που προωθεί η υιοθέτηση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού, στεγανοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Εφόσον οι κοινωνικές σχέσεις είναι διατομικές, δεν υπάρχει και επαφή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Από πού θα προκύψουν τότε τριβές και πολύ περισσότερο ταξικές αντιθέσεις και εκμετάλλευση; Επομένως οι οποιεσδήποτε τριβές μεταξύ ατόμων και ομάδων θα ερμηνευτούν ως πρόβλημα ψυχολογικής τάξης.
Αν στο μοντέλο των κοινωνικών τάξεων η ανέχεια και η εξαθλίωση μιας τάξης, λόγου χάρη της εργατικής, εξηγείται από το γεγονός ότι μια άλλη τάξη, η αστική, κατέχει τα μέσα παραγωγής, συνεπώς προσδιορίζεται και ο υπεύθυνος για την εκμετάλλευση, στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού ενώ παρουσιάζεται η δραματικότητα και οι αρνητικές επιπτώσεις αποκλεισμών και εκπτώσεων, δεν υπάρχει κάποιος, εκτός της ασυνέπειας και της ανεπάρκειας κάποιων προσώπων, ο οποίος να καθίσταται γι’ αυτό υπεύθυνος. Το θέμα του αποκλεισμού ανήκει περισσότερο, όπως αναφέρουν o Μπολτάνσκι (L. Boltanski) και η Κιαπέλο (E. Chiapello), στη σφαίρα των συναισθημάτων παρά στη σφαίρα της κριτικής. [26] Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος που η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού έχει υιοθετηθεί άκριτα, όπως αναφέρουν οι ίδιοι, [27] από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις. Συνεπώς ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι συνέπεια μιας κοινωνικής ανισορροπίας από την οποία κάποιοι κερδίζουν σε βάρος άλλων, αλλά κάτι το μοιραίο που χτυπά ομάδες προσώπων (ομάδες κινδύνου, ευάλωτες ομάδες, ευπαθείς ομάδες κ.ο.κ.), [28] οι οποίες ως τέτοιες χρήζουν διαχείρισης και προστασίας. Αν η φαταλιστική προσέγγιση του προβλήματος συσκοτίζει τις αιτίες που το προκαλούν, η προσωποποίηση των συνεπειών του αναδεικνύει πρωτίστως τις προσωπικές ιδιότητες (handicaps) σε κεντρική συνιστώσα του προβλήματος και την προσωπικότητα του ατόμου σε αντικείμενο διάπλασης. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνική φύση του αποκλεισμού συγκαλύπτεται προς όφελος μιας ανάλυσης των χαρακτηριστικών των αποκλεισμένων, όπως συνέβη ακριβώς και με την «κουλτούρα της φτώχειας». [29] Δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια για να διακρίνει κανείς την ιδεολογική συγγένεια του μοντέλου του κοινωνικού αποκλεισμού με την πατερναλιστική πολιτική της φιλανθρωπίας και της ηθικοποίησης του 19ου αιώνα.
Ειδικά στην κατηγορία της underclass (υποτάξης), η οποία παρουσιάζεται ως διακριτή κοινωνική τάξη, συναντά κανείς όλα τα στερεότυπα και τις αποφάνσεις μιας κοινωνικής ηθικής, η οποία ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της κοινωνικής ανάλυσης που διέκρινε έως τώρα τις κοινωνικές επιστήμες, κατακερματίζει το κοινωνικό αντικείμενο. Η συζήτηση επαναφέρεται στην προπρονοιακή εποχή του 19ου και το πρόβλημα τοποθετείται στο πλαίσιο ενός νέου πωπερισμού (pauperism). Παρ’ όλο που η έννοια της υποτάξης αποκτά ένα άλλο περιεχόμενο από χώρα σε χώρα ανάλογα με την προνοιακή παράδοση στην οποία εγγράφεται, [30] αυτή παραμένει πάντα μια τοπολογική κατηγορία με έντονα όλα τα αρνητικά πρόσημα, πολιτισμικά και θυμικά. Χωρίς αναφορά στις λανθάνουσες ή έκδηλες λειτουργίες που αυτή επιτελεί, η κατηγοριοποίηση δεν μπορεί παρά να είναι ιδεολογικού χαρακτήρα, πόσο μάλλον όταν δεν προσδιορίζονται τα κριτήρια και η κατηγοριοποίηση γίνεται με βάση τις κυρίαρχες αξίες, κυρίως των μεσαίων τάξεων, για κοινωνική άνοδο και τάξη. Εντούτοις τόσο η υποαπασχόληση (underemployment) και η κοινωνική απομόνωση (social isolation), δηλαδή η ποιότητα των κοινωνικών επαφών, όσο και οι ευκαιρίες ζωής στην αγορά (life chances) που συνιστούν για τον Ουίλσον (W.J. Wilson) βασικά γνωρίσματα της υποτάξης των αστικών κέντρων, [31] είναι πιθανές καταστάσεις για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα αν είχε πρόσβαση στη σφαίρα της παραγωγής ή έχει εκπέσει κοινωνικά. Επίσης η σύμπτωση εθνοτικής (ή φυλετικής) καταγωγής και ταξικής κατάστασης με τους αντίστοιχους κοινωνικούς και χωρικούς διαχωρισμούς συνιστά επίσης, όπως καταδεικνύει ο Βακάντ (L. Wacquant), αναμενόμενη κατάσταση. [32] Σε χώρες, μάλιστα, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, και φυσικά οι ΗΠΑ με το υπολειμματικό κράτος πρόνοιας, στις οποίες η μισθιακή σχέση αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή η βιολογική και η κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά και δευτερευόντως από πρωτογενή δίκτυα ή το κράτος, η έλλειψη κοινωνικών και υλικών πόρων συνοδεύεται και από την εκπτώχευση των κοινωνικών σχέσεων ή την κοινωνική απαξίωση. [33] Η ανάδειξη μάλιστα της εργασίας και του επαγγέλματος σε πεδίο ηθικής και υλικής αυτοπραγμάτωσης αλλά και σχηματισμού κοινωνικών ταυτοτήτων (επαγγελματική περηφάνια, υποκουλτούρες της εργατικής τάξης κ.ά.), έχει ως συνέπεια η ανεργία, η υποαπασχόληση κ.ο.κ. [34] να βιώνονται και ως διάψευση, ως προσωπική αποτυχία, δημιουργώντας την ψυχολογία του χαμένου και του ανήμπορου. Βεβαίως, εφόσον αποδεσμεύσει κανείς τις ψυχολογικές επιπτώσεις από τις αιτίες, όπως συμβαίνει με τη συζήτηση γύρω από την υποτάξη, το φαινόμενο εμφανίζεται μόνο ως ψυχολογικό πρόβλημα.
Είναι πολύ διαφορετικό να εξετάζει κανείς την αποβιομηχάνιση και την αποκέντρωση της φορντικής παραγωγής που έπληξε κυρίως τα γκέτο των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ή τις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας ή της Ανατολικής Γερμανίας, ως αιτίες του σχηματισμού της υποτάξης, [35] που μαζί με την αποδόμηση κρατικών κοινωνικών πολιτικών, διαμόρφωσαν μια ανομική κατάσταση στις πρώην βιομηχανικές ζώνες, από το να επιχειρεί να εξηγήσει το πρόβλημα από τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα βιώνουν την ανεργία, την υποαπασχόληση και την ανημποριά. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται σαφές ότι η υποτάξη αποτελεί συνέχεια των δομών με αναμενόμενες συμπεριφορές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δίνεται η εντύπωση πως οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν την υποτάξη προέκυψαν από τα ίδια τα άτομα, ως ηθελημένη κατάσταση, ως τα άτομα να διαθέτουν μια δική τους ενδοχώρα ανεξάρτητη από την κοινωνία και τις δομές της. Αυτό που συμβαίνει, και εδώ θα συμφωνήσουμε με τον Σ. Λας (S. Lash), έχει να κάνει με την απαξίωση της εργασίας και τον αποκλεισμό τμημάτων της εργατικής τάξης από τον κοινωνικό πλούτο της αστικής κοινωνίας, παρ’ όλο που αυτός παρήχθη από την εργασία της. [36] Βεβαίως η απαξίωση αυτή έχει ως συνέπεια και την υποβάθμιση των χώρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (στεγαστικές συνθήκες, διάλυση πρωτογενών δικτύων, εγκληματικότητα κ.ά.). Συνεπώς οι δουλειές του ποδαριού, το πήγαινε-έλα στην αγορά εργασίας, η υποαπασχόληση κ.λπ. που χαρακτηρίζουν τις θέσεις απασχόλησης της υποτάξης –γιατί αυτή δεν αποτελείται μόνο από ανέργους, αέργους, αστέγους, παραβατικούς, κλεφτρόνια και εξαρτημένους– περιγράφουν θέσεις μελών της μεταεργοστασιακής εργατικής τάξης, που για να επιβιώσουν πρέπει να εκμισθώσουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την εργατική τους δύναμη.
Σε επίπεδο μεθοδολογίας οι εμπειριστικού χαρακτήρα έρευνες που αναφέρονται στην υποτάξη και στις άλλες ομάδες κινδύνου αποσυνδέουν το πρόβλημα από τις δομικές του αιτίες (εισόδημα, στεγαστικές συνθήκες, κοινωνικό κεφάλαιο κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα αυτό να εμφανίζεται ως πρόβλημα ατομικής επιλογής και ατομικής συμπεριφοράς. [37] Με αυτή την έννοια η θεωρία περί ατομικής ευθύνης δεν είναι μια κακή ανάλυση αλλά μια ανάλυση που αποκλείει εξ ορισμού κάθε κοινωνική πολιτική. [38] Η μεθοδολογική μετατόπιση από τις δομές προς το άτομο, εφόσον δεν αποσκοπεί στο να εμφανίσει το κοινωνικό πρόβλημα ως πρόβλημα κάποιων ιδιαίτερων ομάδων ή να περιορίσει τον αριθμό αποδεκτών προνοιακής βοήθειας στους κόλπους των φτωχών, δικαιολογείται από την ανάγκη στατιστικής καταγραφής ομάδων και ατόμων που χρήζουν πραγματικά κοινωνικής προστασίας ώστε να περιοριστεί η κατάχρηση της προνοιακής βοήθειας. Δεν είναι η οργάνωση της εργασίας και οι τροπισμοί της αγοράς που δημιουργούν το πρόβλημα (ανεργία, έκπτωση, εκπτώχευση κοινωνικών σχέσεων κλπ.), αλλά η έλλειψη ενός ήθους για την εργασία και η προνοιακή βοήθεια που δημιουργεί εξάρτηση και πολιτισμική μαλθακότητα από την πλευρά εκείνων οι οποίοι τοποθετήθηκαν στην υποτάξη. Από τη στιγμή μάλιστα που η κοινωνική πολιτική ενισχύει την εξάρτηση, και μόνο το γεγονός της αποδοχής των κοινωνικών επιδομάτων αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Μεντ (L. Mead), την ανικανότητα των φτωχών να σκεφτούν και να δράσουν αυτόνομα. [39] Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να αντιληφτεί κανείς ότι οι έννοιες εξάρτηση ή απεξάρτηση υπονοούν την παθολογική κατάσταση εθισμού των ατόμων-αποδεκτών προνοιακής βοήθειας, [40] συνεπώς οι λύσεις του προβλήματος κινούνται στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας.
Ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση προκαλεί η θέση του Μπάουμαν (Z. Bauman), ο οποίος, θεωρώντας τις σημερινές κοινωνίες «κοινωνίες καταναλωτών», ορίζει την υποτάξη, την «τάξη των παριών» με όρους κατανάλωσης, ως μια τάξη ανθρώπων πέρα από τάξεις και ιεραρχίες. [41] Εφόσον η εργασία απώλεσε την ενσωματωτική της δυναμική, η κατανάλωση μαζί με τους αντίστοιχους τρόπους ζωής αναδεικνύονται σε συγκροτητικά στοιχεία της «μεταταμοντέρνας συνθήκης». [42] Η κοινωνική ενσωμάτωση γίνεται πλέον μέσω της καταναλωτικής αγοράς, η οποία εμφανίζεται ως το πεδίο πραγμάτωσης επιθυμιών και ελευθεριών. Σε μια κοινωνία καταναλωτών, η ανεπάρκεια του προσώπου ως καταναλωτή οδηγεί, σύμφωνα με τον Μπάουμαν, στην κοινωνική υποβάθμιση και την «εσωτερική εξορία». [43] Συνέπειες αυτής της καταναλωτικής ανεπάρκειας είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης, η δημιουργία αισθημάτων ντροπής και ενοχής, στοιχεία που προβάλλονται φαντασιακά στην «κατώτερη τάξη», ενώ η μνησικακία, η αγανάκτηση και η επιθετικότητα χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τις κοινωνικές σχέσεις. [44]
Ουσιαστικά πρόκειται για μια νεοβεμπεριανή προσέγγιση, καθώς και εδώ εξωοικονομικοί, υποκειμενικοί παράγοντες (κύρος, κοινωνική αναγνώριση, αισθητική κρίση κ.ο.κ.), που αναφέρονται στην καταναλωτική συνθήκη, συνιστούν το κριτήριο ορισμού των κοινωνικών τάξεων. Η αισθητική προσέγγιση της πραγματικότητας μέσα από την οπτική γωνία του καταναλωτή, δηλαδή του ατόμου με κίνητρα και επιθυμίες, συνιστά, ως γνωστόν, βασικό αξίωμα του μεθοδολογικού ατομισμού και της νεοκλασικής θεωρίας. Εντούτοις, η αισθητική ανάγνωση της πραγματικότητας, με την έννοια ότι η κατανάλωση εικόνων, συμβόλων και μηνυμάτων αναδεικνύεται σε μια σημαντική παράμετρο στρωμάτωσης και αποκλεισμού, σβήνει κάθε ίχνος εργασίας από τα παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά, ευνοώντας ένα καθεστώς στο οποίο η εργασία μπορεί να υποπληρώνεται και τα αιτήματα αυτών που συμβάλλουν στον κοινωνικό πλούτο να δυσφημίζονται ως συντεχνιακά και παρωχημένα, παρ’ όλο που η τιμή αυτών των αγαθών ορίζεται πάντα σε συνάρτηση με την ποσότητα της κοινωνικής (αφηρημένης) εργασίας που αναλώθηκε για την παραγωγή τους (θεωρία της αξίας). Πού αποσκοπούν τότε οι πολιτικές για τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την ευελιξία της εργασίας και την αύξηση των υπερωριών και η οξύτητα της αντιπαράθεσης αν η αξία δεν παράγεται από την κοινωνικώς έγκυρη εργασία; Βεβαίως για μια κοινωνία που αυτοπροσδιορίζεται ως «κοινωνία των μεσαίων στρωμάτων» και θέλει να κρατηθεί μακριά από τις κοινωνικές τάξεις και τη συνεπαγόμενη κοινωνική πόλωση, η υιοθέτηση της οπτικής του καταναλωτή, στην οποία αναφέρεται ο Μπάουμαν, αποδεικνύεται ιδιαίτερα λειτουργική, καθώς μπορεί να αποκλείσει επίσης και οποιασδήποτε προσέγγιση με εκείνους που παρήγαγαν την άνεση την οποία οι υπόλοιποι καρπώνονται. [45]
5. Οι ντυρκεμιανές και βεμπεριανές καταβολές του κοινωνικού αποκλεισμού
Σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή παραδείγματος που συντελείται με την απομάκρυνση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων νομιμοποιείται επιστημολογικά αλλά και μεθοδολογικά τόσο από την ντυρκεμιανή παράδοση για το χαρακτήρα της ενσωμάτωσης, όσο και από τον μεθοδολογικό ατομικισμό. Οι δύο αυτές παραδόσεις φαίνεται να διαπερνούν τη φιλοσοφία της Λευκής Βίβλου και της Πράσινης Βίβλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες η κοινωνία ταυτίζεται με την αγορά και ο αποκλεισμός με τη διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού. [46] Αναφέρουμε τα δύο ευρωπαϊκά κείμενα κυρίως επειδή μεγάλο μέρος των πολιτικών καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς το πώς προσδιορίζονται οι έννοιες του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής ενσωμάτωσης αποκτά βαρύνουσα σημασία για την προβληματική μας.
Μια πρώτη συνέπεια της απομάκρυνσης από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων είναι να προσδιορίζεται ο κοινωνικός δεσμός εξωοικονομικά, δηλαδή ως κοινωνικός (ή ηθικός), όπως περίπου συμβαίνει στα πρωτοκοινωνιολογικά συστήματα σκέψης. Στη θεώρηση του E. Ντυρκέμ οι εγγενείς στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας αντιθέσεις ερμηνεύονται ως παθολογικές μορφές, ως δυσλειτουργίες ενός κατά τα άλλα φυσιολογικού φαινομένου, [47] δηλαδή του καταμερισμού εργασίας που ευνοεί την αποδέσμευση των ατόμων από την κοινωνία της «μηχανικής αλληλεγγύης» και ενισχύει την ατομικότητα, προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ουσιαστικής αλληλεγγύης («οργανική αλληλεγγύη»). Συνεπώς η πλέον σημαντική πλευρά του καταμερισμού εργασίας δεν έχει να κάνει με την αύξηση της αποδοτικότητας των επιμέρους λειτουργιών και την εξοικονόμηση πόρων, όπως πίστευε ο A. Smith, αλλά με το ότι καθιστά αυτές τις λειτουργίες αλληλέγγυες, γεγονός που επιτρέπει την πραγμάτευση του καταμερισμού εργασίας ως ηθικού φαινομένου. Για τον E. Ντυρκέμ ο καταμερισμός εργασίας συνιστά και τη βασική πηγή κοινωνικής αλληλεγγύης, συμβάλλοντας στην κοινωνική συνοχή, μια λειτουργία που στις κοινωνίες της «μηχανικής αλληλεγγύης» εκπληρούσε η συλλογική συνείδηση. [48] H κοινωνική παθολογία, η οποία ενδέχεται να προσλαμβάνει ανομικά χαρακτηριστικά (βλ. οικονομικές κρίσεις, ανεργία, αποκλεισμοί κλπ.), επέρχεται από την υπόσκαψη της κοινωνικής ηθικής από τις εγωιστικές διαθέσεις και τις υπερβολικές αξιώσεις των ατόμων ή ομάδων. Η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας μπορεί να γίνει με την εξάλειψη της εγωιστικής εκτροπής. Γι’ αυτό κάθε επάγγελμα και κάθε κοινωνική λειτουργία πρέπει να διαμορφώσουν το κατάλληλο ήθος, το αλληλέγγυο ήθος, ώστε να ρυθμιστούν οι αξιώσεις και οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών κατηγοριών. [49] Συνεπώς οι παρεμβάσεις μπορούν να αφορούν τη μορφή ένταξης των ατόμων στις λειτουργίες του καταμερισμού εργασίας, δηλαδή την κοινωνικοποίησή τους (εσωτερίκευση αξιών και συμπεριφορών), όχι όμως και τον τρόπο λειτουργίας του καταμερισμού εργασίας. [50]
Σε σημαντικό βαθμό ο λειτουργισμός του E. Ντυρκέμ συνιστά, με κάποιες διαφοροποιήσεις, τη βάση και των άλλων λειτουργισμών (δομολειτουργισμός, συστημική θεωρία κλπ.), κυρίως επειδή: α) και αυτοί αποδέχονται πως οι διαδικασίες που δημιουργούν κοινωνία είναι εξωοικονομικές, δηλαδή κάποιες «μυστηριώδεις οντότητες» (συλλογική συνείδηση, θεμελιώδεις κοινωνικές αξίες, επικοινωνιακά συστήματα κ.ά.), έργο των οποίων είναι η κοινωνικοποίηση των δρώντων ατόμων, η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας, η επιβολή κυρώσεων κλπ., [51] και β) δεν βλέπουν μακροκοινωνικούς φορείς δράσης (κοινωνικές τάξεις κ.ο.κ..), παρά μόνο ατομικούς φορείς ρόλων και λειτουργιών, οι οποίοι προσαρμόζονται παθητικά στις λειτουργικές ανάγκες του συστήματος. Αν ανομικά φαινόμενα ή δυσλειτουργίες, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός ή οι αποκλίσεις, αντιμετωπίζονται μέσω της έντασης ηθικών μέτρων, δηλαδή της υπερκοινωνικοποίησης (E. Ντυρκέμ), ή ακόμη μέσω της ίδιας της διαδικασίας της δομικής διαφοροποίησης, δηλαδή μέσω της λειτουργίας υποσυστημάτων (νεανικές υποκουλτούρες κλπ.), [52] οι κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες τέμνουν κάθετα τον καταμερισμό εργασίας και προσδιορίζουν ουσιαστικά το χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών, θεματοποιούνται απλώς ως η παθολογική πλευρά της. Δηλαδή οι λειτουργιστές, κυρίως οι δομολειτουργιστές, είναι τόσο πεπεισμένοι για την ενσωματωτική δύναμη του συστήματος (υπερσυστημισμός), όσο και για την εγκυρότητα των αξιών (μέσω της εσωτερίκευσης) που δεν μπορούν να διανοηθούν την ύπαρξη συλλογικών φορέων δράσης (κοινωνικών τάξεων), οι οποίοι να αμφισβητούν όχι μόνο τα μέρη (αυτό κάλλιστα στο πλαίσιο της θεωρίας των συγκρούσεων μπορεί να διευθετηθεί [53] ) , αλλά ολόκληρο το σύστημα. [54] Αυτό το ερώτημα, δηλαδή από πού αντλεί τη δυναμική του το σύστημα και πώς εξηγούνται οι κοινωνικές αλλαγές χωρίς συλλογικούς φορείς δράσης, οι δομολειτουργιστές το διατυπώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε η κοινωνία να εμφανίζεται ως ένα σύνολο στατιστικών κατηγοριών (κοινωνική στρωματοποίηση). Ενώ οι κατηγορίες αυτές ομαδοποιούν τον πληθυσμό με βάση ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά (εισόδημα, μόρφωση, ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας κ.ο.κ.), αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα διάφορα κοινωνικά χαρακτηριστικά (κοινωνική στρωματοποίηση) ή ενδεχομένως και πώς αυτά συσχετίζονται μεταξύ τους, αδυνατούν να εξηγήσουν πώς και γιατί εμφανίζονται. [55]
Εδώ, όμως, ο (δομο)λειτουργισμός εγκαταλείπει το πεδίο της θεωρίας και γίνεται οντολογία και ιδεολογία.. Οντολογία επειδή αντιλαμβάνεται το κοινωνικό σύστημα ως μια αυθύπαρκτη πραγματικότητα, ως μια πραγματικότητα που υπάρχει έξω από τη δράση των «ιστορικών ανθρώπων», και ιδεολογία, α) επειδή αποκλείει εκ προοιμίου το ενδεχόμενο το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα να ξεπεραστεί από τις ίδιες τις αντιφάσεις του, όπως έχει γίνει αρκετές φορές στην ιστορία, και β) επειδή αρνείται την ύπαρξη διαφορετικών αξιών –εκτός των θεσμικών σφαιρών– και της δέσμευσής τους σε υλικά συμφέροντα και συλλογικότητες. Εξάλλου, η εμμονή του να εξηγεί την ύπαρξη ενός φαινομένου από τη λειτουργία του (τελεολογία), δηλαδή το αποτέλεσμα να προϋπάρχει της αιτίας, αποδυναμώνει οποιαδήποτε αιτιακή σχέση μεταξύ των πραγμάτων, δίνοντας την εντύπωση πως η διατήρηση του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικών σχέσεων προσδιορίζει τα όρια της επιστημονικής ανάλυσης.
Να γιατί υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να σκεφτόμαστε την κοινωνία χωρίς κοινωνικές τάξεις αλλά μέσα από το μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι τριβές, οι αποκλίσεις, οι δυσλειτουργίες, οι αποκλεισμοί κ.ο.κ., που προκύπτουν οριζόντια, συνιστούν κατά κάποιο τρόπο λειτουργικές διαφοροποιήσεις του συστήματος στη διαδικασία ολοκλήρωσής του και μ’ αυτήν την έννοια είναι όχι μόνο ελέγξιμες αλλά και απαραίτητες. Πολύ σωστά παρατηρεί ο N. Λούμαν (Ν. Luhmann) πως λειτουργικό προαπαιτούμενο της ενσωμάτωσης είναι ο αποκλεισμός και τανάπαλιν. [56] Τι θα ενσωματώσεις όταν δεν αποκλείσεις; Μπορεί αυτό να φαίνεται κυνικό, αλλά αν αφαιρέσει κανείς μια νοσταλγία που υπάρχει σε άλλες προσεγγίσεις για τους βιόκοσμους που χάνονται (όπως στον Χάμπερμας (J. Habermas)) [57] και τον συγκροτητικό ρόλο που παραχωρούν λόγου χάρη στο επικοινωνιακό πράττειν (Χάμπερμας), [58] τα επικοινωνιακά συστήματα (Λούμαν), [59] ή την κοινότητα αξιών που λειτουργεί κανονιστικά χωρίς όμως υλικό διακύβευμα και υλικά συμφέροντα, δηλαδή χωρίς κοινωνικές τάξεις, η συμβολή τους στη συζήτηση για τους φορείς αυτών των αξιών, δηλαδή για το πώς αυτοί σχηματίζονται ιστορικά και προκαλούν τις κοινωνικές αλλαγές, είναι περιορισμένη. Επιπροσθέτως, και αυτοί συμφωνούν πως η εργασία στη σχέση της με το κεφάλαιο απώλεσε την ενσωματωτική της δυναμική και μετατράπηκε σε επικοινωνιακό πράττειν (Χάμπερμας), [60] επομένως οι ταξικές κοινωνίες έχουν μετεξελιχθεί σε κοινωνίες μεσαίων στρωμάτων, οι οποίες μετά την έκλειψη των κοινωνικών τάξεων εμφανίζονται να συγκροτούνται στη βάση ενός κοινωνικού consensus με κοινές αξίες.
Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι η άλλη όψη του νομίσματος ενός συστήματος που παράγει αντιθέσεις τις οποίες μπορεί όμως να ελέγξει. Βεβαίως σχεδόν όλες οι εκδοχές του λειτουργισμού εκλαμβάνουν ως αυτονόητη την υπόθεση πως στις διαφοροποιημένες κοινωνίες έχουν υποχωρήσει ή έχουν εκλείψει πλέον όλες οι εστίες, οι οποίες ενδεχομένως θα γεννούσαν συμπαγή κοινωνικά μέτωπα με δικά τους συστήματα αξιών, και επομένως είναι δυνατή η μερική ενσωμάτωση στα διαφορετικά υποσυστήματα και με διαφορετικούς ρόλους (εργαζόμενος, σύζυγος, μέλος κλαμπ κλπ.). Αυτό σημαίνει πως η κοινωνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά πλέον σε συνάρτηση με μια περιοχή της κοινωνίας, λόγου χάρη σε σχέση με την εργασία, αλλά διαφοροποιημένα ή διαταξικά για να αποκαταστήσουμε και τη συνέχεια με τη βεμπεριανή προσέγγιση των κοινωνικών τάξεων που ήδη αναπτύξαμε (επάγγελμα, εκπαίδευση, τρόποι κατανάλωσης και ζωής κ.ο.κ.).
Εφόσον η ενσωμάτωση στα διάφορα (υπο)συστήματα είναι μερική και όχι αποκλειστική, δεν μπορούν να υπάρξουν και κοινωνικές τάξεις, με την έννοια της ύπαρξης μιας μονοσήμαντης σχέσης μεταξύ ταξικής θέσης και ταξικής συνείδησης. Απελευθερωμένος ο κοινωνικός χώρος από τις κοινωνικές τάξεις, μετά τη διάλυσή τους, προσφέρεται, σύμφωνα με τον Μπεκ (U. Beck), για νέες κοινοτικές σχέσεις (Vergemeinschaftung), «πέραν της τάξης και της κλειστής ομάδας», με βάση τρόπους ζωής, υποκειμενικά στυλ, πολιτισμικά περιβάλλοντα (Milieus), [61] δηλαδή στη βάση διαταξικών χαρακτηριστικών. Οι κοινωνικοί αποκλεισμοί δημιουργούνται ακολουθώντας τις διαδρομές των ατομικών βιογραφιών, οι οποίες διατρέχουν και συνδέουν τα διάφορα υποσυστήματα (εργασία, εκπαίδευση κ.ά.). [62] Με την έκλειψη των κοινωνικών τάξεων ως συνεκτικών δομών του συστήματος (οι οποίες υπερέβαιναν και το σύστημα και μπορούσαν να απειλήσουν τη συνοχή του, κυρίως επειδή δέσμευαν ολοκληρωτικά μέσω αποκλειστικών ταυτοτήτων –π.χ. εργατική, αστική κ.ο.κ.– το κοινωνικό πράττειν των ατόμων) ερχόμαστε σε καταστάσεις ενσωμάτωσης και αποκλεισμού που είναι, όμως, μέσα στη λογική του συστήματος, άρα και αφομοιώσιμες. Oι οποιεσδήποτε αντιθέσεις και συγκρούσεις είναι πλέον αμιγώς συστημικής τάξης, καθώς μέσω αυτών εμπεδώνεται η ενότητα των (αυτοαναφορικών) συστημάτων, ενώ ο όποιος έλεγχός τους εξελίσσεται ως μια διαδικασία ενδοσυστημικής τάξης. [63]
Ανακεφαλαιώνοντας, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι το επιστημολογικό υπόβαθρο του μοντέλου του κοινωνικού αποκλεισμού διαμορφώνεται από δύο αντίθετες φαινομενικά επιστημονικές σχολές, αυτή του λειτουργισμού και αυτή της ερμηνευτικής. Εφόσον ο E. Ντυρκέμ ξεκινά από την κοινωνία και τις λειτουργίες, η προσέγγισή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολιστική (κοινωνικός ντετερμινισμός), ενώ αντίθετα η προσέγγιση του M. Βέμπερ, ο οποίος ερμηνεύει την κοινωνική δράση μέσω του ατόμου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ατομοκεντρική (μεθοδολογικός ατομικισμός). Εντούτοις, όπως είδαμε, ο Ε. Ντυρκέμ αντιμετωπίζει τον καταμερισμό εργασίας ως ηθικό φαινόμενο, δηλαδή είναι εξωοικονομικοί οι λόγοι που τον επέβαλαν (ηθική πυκνότητα: επικοινωνίες, ανταλλαγές κλπ.). Ουσιαστικά αναλύει τα νοήματα της κοινωνικής δράσης, τα οποία όμως αντιμετωπίζει ως εξωτερικές οντότητες ως προς τα άτομα (κοινωνικοί θεσμοί). [64] Συνεπώς αυτός διαφοροποιείται έναντι του M. Βέμπερ σε επίπεδο μεθοδολογίας. Ενώ και οι δύο σε επιστημολογικό επίπεδο αποδέχονται την προτεραιότητα των ιδεών έναντι των υλικών διακυβευμάτων, με τον M. Βέμπερ να βλέπει τον καπιταλισμό ως προϊόν των ιδεών (προτεσταντική ηθική), διαφοροποιούνται σε μεθοδολογικό επίπεδο με τον ένα να βλέπει το άτομο να γεννιέται μέσα από την κοινωνία και τον άλλο να βλέπει την κοινωνία να γεννιέται μέσα από το άτομο. [65] Μήπως, όμως, εδώ πρόκειται για μια σχηματική ανάγνωση του E. Ντυρκέμ, η οποία παραγνωρίζει πως η ενότητα της κοινωνίας της «οργανικής αλληλεγγύης» προϋποθέτει, επειδή η συλλογική συνείδηση έχει υποχωρήσει, τα διαφορετικά άτομα με τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυτονομίας;
Από την άλλη, ο αυστηρός θετικισμός που χαρακτηρίζει τη σκέψη του E. Ντυρκέμ, καθώς αυτός αρνείται το αξιακό περιεχόμενο των πραγμάτων, προετοιμάζει το έδαφος για τη μετατροπή της κοινωνιολογίας σε εφαρμοσμένη-εμπειριστική επιστήμη, μια αντίληψη για την επιστήμη που διέπει κυριολεκτικά τη λογική των προγραμμάτων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. Χωρίς ουσιαστική θεωρητική στήριξη, οι έρευνες που συνοδεύουν αυτά τα προγράμματα στρέφονται προς τον εμπειρισμό, ενώ ο μεθοδολογικός εκλεκτικισμός και ο επιστημονικός δογματισμός που τις διακρίνει αποκόβει την επιστήμη από την κοινωνία. Συνέπεια αυτής της αντίληψης για την επιστήμη είναι η πρόσδεσή της στα κέντρα χρηματοδότησής της, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζουν τις έννοιες αλλά θέτουν και τις προτεραιότητες της έρευνας, «κατασκευάζοντας» κατά κάποιο τρόπο την πραγματικότητα. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για το αυτονόητο, δηλαδή για την απαραίτητη και χρήσιμη διάδραση μεταξύ κοινωνικής πραγματικότητας και επιστήμης, η οποία οφείλει να διέπει κάθε επιστημονική ανάλυση, απ’ όπου προκύπτει η θεματοποίηση συγκεκριμένων προβλημάτων.
Στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού πρόκειται μάλλον για την περίπτωση κατά την οποία η κοινωνική πραγματικότητα οφείλει να χωρέσει αυθαίρετα μέσα στις έννοιες, που έχουν επιλεγεί κυρίως με ιδεολογικά (πολιτικά) κριτήρια για την ανάλυσή της. Ουσιαστικά η εννοιολόγηση γίνεται με εξωεπιστημονικά (πολιτικά) κριτήρια, γεγονός που ιδεολογικοποιεί με τη σειρά του τις αναλύσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επιστήμη χάνει την αναστοχαστική και κριτική της ιδιότητα, η οποία της επιτρέπει να εξελίσσεται μέσα από ανατροπές και τομές, και μετατρέπεται σε απολογητική. Ίσως ο ιδεότυπος που προτείνεται από τον M. Βέμπερ ως μια δυνατότητα κατασκευής εννοιών στις κοινωνικές επιστήμες να συνιστά πραγματικά μια καλή μέθοδο, κυρίως επειδή η αφαίρεση από την πραγματικότητα και η υπεργενίκευση κάποιων εμπειρικών ευρημάτων ίσως να βοηθά στην ταξινόμηση του υλικού και στην εκλογίκευση των πραγμάτων. Είναι πολύ σημαντικό οι έννοιες που χρησιμοποιούμε να είναι αυστηρά καθορισμένες, αναφέρει ο Αρόν (R. Aron) σχολιάζοντας τον ιδεότυπο του M. Βέμπερ, για να είμαστε σε θέση να μετρήσουμε τη διάσταση ανάμεσα στις έννοιες μας και στην πραγματικότητα, [66] ώστε αυτές να μην διαμορφώνονται κατά το δοκούν στη διάρκεια της έρευνας. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αποφύγουμε μία από τις βασικές αδυναμίες του εμπειρισμού, που είναι η αποδέσμευση των δεδομένων από ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, υποδεικνύοντας επίσης την ύπαρξη διαφόρων επιπέδων ανάλυσης. [67]
Προαναφέραμε ότι μια πρώτη αξιολόγηση του έργου των δύο στοχαστών θα κατέτασσε επιστημολογικά τον E. Ντυρκέμ στους ολιστές και τον M. Βέμπερ στους ατομικιστές. Εμείς θεωρούμε πως η διάσταση αυτή είναι επιφανειακή και πως η σύγκληση έχει επέλθει και σε μεθοδολογικό επίπεδο, καθώς και ο M. Βέμπερ αντιλαμβάνεται το νόημα ως δεδομένο (νεοθετικισμός) ενώ μόνο η εμπειρική εξέταση της πραγματικότητας μπορεί να μας δώσει απαντήσεις για το πώς τα άτομα νοηματοδοτούν τη ζωή τους. Ειδικά αυτή η θέση του M. Βέμπερ φαίνεται να αποτελεί την πεμπτουσία των «ειδικών κοινωνικών πολιτικών», καθώς δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τα άτομα, τις επιθυμίες, τις μειονεξίες και τα κίνητρά τους, απ’ όπου αναδύονται και διϋποκειμενικότητες. Ούτε δομές, ούτε κοινωνία, ούτε η κοινωνική ιστορία των προσωπικών βιογραφιών που προσδιορίζει όρια και δυνατότητες. Οι αιτίες της ανεργίας, η οποία εκλαμβάνεται ως διαρθρωτική και όχι ως δομική, [68] θα αναζητηθούν στην πλευρά της προσφοράς, όπου βρίσκεται το άτομο, και όχι στην πλευρά της ζήτησης, όπου βρίσκονται οι δομές, η κατανομή και ο διαφορισμός των εισοδημάτων: θα αναζητηθεί στις συνειδητές επιλογές του ατόμων, στην επιλογή επαγγέλματος, στη θέλησή τους να επενδύσουν στην εκπαίδευση (θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου), [69] η αναζήτηση και εύρεση εργασίας θα εξαρτηθεί από τις τεχνικές αυτοπαρουσίασής τους και όχι στη δομή της αγοράς εργασίας, ενώ η εξατομίκευση του συνολικού προβλήματος θα τους υποδείξει τις αρνητικές πλευρές του εαυτού τους, ώστε να τις διορθώσουν, μια καθιερωμένη πλέον πρακτική στο πλαίσιο της συμβουλευτικής των γραφείων προώθησης ανέργων. [70] Ο μεθοδολογικός ατομισμός θα προκριθεί ως μέθοδος ερμηνείας και άλλων φαινομένων, όπως είναι η παραβατικότητα, η υγεία, η σχολική επίδοση κ.ο.κ. Παντού το άτομο και η συμπεριφορά του και πουθενά οι κοινωνικές δομές.
6. «Νέες κοινωνικές ανισότητες» και κοινωνικός αποκλεισμός
Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, νέα μεσαία στρώματα) δημιούργησαν την εντύπωση πως οι κοινωνικές ανισότητες που απέρρεαν άμεσα από κάθετες κοινωνικές δομές (ιδιοκτησία, επαγγελματική θέση, εκπαιδευτικό επίπεδο κ.ά.) και αποτελούσαν τη βάση σχηματισμού των κοινωνικών τάξεων επικαλύφτηκαν από τις «νέες κοινωνικές ανισότητες». Οι «νέες ανισότητες», οι οποίες στο μοντέλο των κοινωνικών τάξεων προσδιορίζονταν ως οριζόντιες, κυρίως επειδή αυτές θεωρούνταν παράγωγες των δομών, εντοπίζονται στην άνιση πρόσβαση στα δημόσια αγαθά, στην άνιση διανομή των κοινωνικών βαρών και των διακυνδυνεύσεων, στις άνισες συνθήκες εργασίας, καθώς επίσης και στις διαφορές φύλου, εθνότητας, ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης, περιοχής. Η έμφαση στις πληθυσμιακές ομάδες με τις μειωμένες δυνατότητες πρόσβασης ή με «ειδικές ανάγκες», δηλαδή εκείνες των «ομάδων στόχων» (φτωχοί, άστεγοι, αλλοδαποί, ανάπηροι κ.ά.), θεματοποιείται ως ιδιαίτερο πρόβλημα στο πλαίσιο των «νέων ανισοτήτων». Στην άμβλυνση αυτών των ανισοτήτων αποσκοπούν ουσιαστικά τα προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού («ειδικές κοινωνικές πολιτικές»), παρ’ όλο που στην αντίληψη του πληθυσμού τα προβλήματα που προκύπτουν από τις «νέες ανισότητες» ιεραρχούνται ως δευτερευούσης σημασίας. Στη Γερμανία, λόγου χάρη, το 1993, μόνον το 14% του πληθυσμού στη Δυτική και το 10% στην Ανατολική θεωρούν τις αντιθέσεις μεταξύ των φύλων σημαντικές. Επίσης μόνο 20% του πληθυσμού της ίδιας χώρας αντιλαμβάνεται ως σημαντικές τις αντιθέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Από την άλλη, το ήμισυ του πληθυσμού της Δυτικής Γερμανίας και τα δύο τρίτα της Ανατολικής επιμένουν να αξιολογούν τις αντιθέσεις που απορρέουν από τις «παραδοσιακές» ανισότητες, δηλαδή τις αντιθέσεις συμφερόντων ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, όπως και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς ως τις πλέον σημαντικές. [71]
Ωστόσο, παρ’ όλο που οι κοινωνικές τάξεις έχουν αλλάξει υπαρξιακά, οι δομές υπάρχουν και είναι αυτές που μορφοποιούν τις κοινωνικές σχέσεις ενώ επηρεάζονται και από την κοινωνική (ανθρώπινη) δράση δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη συλλογικών μορφών δράσης (δυαδικότητα της δομής), [72] πόσο μάλλον όταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι μέρος της βασικής δομής, δηλαδή της μισθωτής εργασίας, και όχι «κομμάτια και αποσπάσματα», όπως το θέλει η θεωρία των δικτύων. [73] Τα άτομα πριν ενταχτούν στα δίκτυα είναι ενταγμένα κιόλας σε πλέγματα άνισων θέσεων, συνεπώς ούτε σχέσεις εμπιστοσύνης έχουν μεταξύ τους ούτε σχέσεις ισότητας. Ο βαθμός δικτύωσης, δηλαδή η κινητικότητα, η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων κλπ., εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την κοινωνική θέση και το κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο βεβαίως υπάρχει μόνο ως ατομικό περιουσιακό στοιχείο [74] και φυσικά δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε συνολικό επίπεδο, [75] χωρίς να θιγούν οι κοινωνικές ανισότητες που επιτρέπουν την ατομική του ιδιοποίηση. Στον δικτυωμένο κόσμο πάλι, οι ασυμμετρίες και οι αποκλεισμοί από γνώση και πόρους κάθε άλλο παρά αίρονται, καθώς τα δομικά κενά (structural holes) ευνοούν, όπως παραδέχεται ο Μπερτ (R. Burt), τη συσσώρευση και την ιδιοποίηση από άτομα ή ομάδες που διαθέτουν «κοινωνικό κεφάλαιο» των δικτυακών πόρων (επαφές, πληροφορίες κλπ.). [76] Δηλαδή τα άτομα «εγκαταλείπουν» τις ασύμμετρες κοινωνικές σχέσεις για να ενταχτούν στις ασύμμετρες δικτυακές σχέσεις. Τα άτομα λοιπόν είναι ήδη ενσωματωμένα, τόσο πριν όσο και μετά τη «δικτύωση», ενώ πολλές από τις ομάδες-στόχους ή ομάδες κινδύνου επιτελούν, ως φθηνή και αντικαταστατή εργασιακή δύναμη (άνεργοι, ανάπηροι, γυναίκες-νοικοκυρές κ.ά.), εφεδρικές λειτουργίες σε μια διπλή αγορά εργασίας, πιέζοντας την πλευρά της προσφοράς. [77] Μ’ αυτήν την έννοια οι θέσεις αποκλεισμού που κατανέμονται σε άτομα και ομάδες συμβάλλουν στη διαχείριση των εφεδρειών εργατικής δύναμης. Συνεπώς οι άνισες θέσεις τους δεν προκύπτουν από τα προσωπικά χαρακτηριστικά, αλλά από την ιδιαιτερότητα της ταξικής τους θέσης, εκτός βεβαίως αν κανείς θέλει να προτάξει μόνο οριζόντιες συγκυριακές καταστάσεις, αποσιωπώντας τις κάθετες δομές που τις γεννούν. Kαι πραγματικά η αντίληψη της κοινωνίας ως δικτυακής δομής υπονοεί επίσης μια χωρική δομή χωρίς κέντρο και ιεράρχηση, όπως υπαινίσσονται και οι Χαρντ και Νέγκρι (M. Hardt και A. Negri), [78] ουσιαστικά χωρίς κοινωνικές τάξεις και χωρίς σημεία επαφής μεταξύ τους.
Βεβαίως η καλύτερη περίπτωση να μετρήσουμε την εγκυρότητα αυτών των εννοιολογικών εργαλείων είναι ή ίδια η πραγματικότητα. Να δούμε δηλαδή αν οι έννοιες αυτές μπορούν να τη συλλάβουν, ή αυτή διαφεύγει των εννοιών. Ας μείνουμε στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (τους μισθωτούς): Ο πληθυσμός αυτός, ενώ εντάσσεται στη βασική κοινωνική δομή (μισθωτή σχέση) και αποκτά ιδιότητες από αυτήν –συνεπώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, όπως και η λύση τους, έχουν άμεση σχέση με μ’ αυτή τη δομή– εντούτοις εμφανίζονται στα προγράμματα κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από τη «διαφορά» (εθνοτική, ηλικιακή, φύλου κ.ο.κ.). Να υπενθυμίσουμε πως σχεδόν το 90% του πληθυσμού στις χώρες της Ευρώπης και της Β. Αμερικής ζει από εξαρτημένη εργασία και πως στην ΕΕ το μισό (49,8%) ήταν το 2001 εργάτες διαφόρων κατηγοριών και ειδικεύσεων, [79] ενώ στην Ελλάδα ένα άλλο 17,7% απασχολείται στη γεωργία. Ο πληθυσμός αυτός, επειδή έχει πάρει τη φόρμα της δομής (μισθωτής εργασίας), είναι εκτεθειμένος στις αναδιαρθρώσεις και τους τροπισμούς της, όπως αποτυπώνονται στις διάφορες μορφές (ανεργία, έκπτωση, εθνοτικοποίηση της μισθιακής σχέσης, αναπηρίες κ.ά.), οι οποίες αποτελούν τη βάση συγκρότησης των ομάδων-στόχων του κοινωνικού αποκλεισμού.
Είναι σύμπτωση το γεγονός ότι οι εργάτες έχουν το χαμηλότερο «κοινωνικό κεφάλαιο»; Είναι μήπως πάλι σύμπτωση ότι σχεδόν το σύνολο των φυλακισμένων προέρχεται από στρώματα του πληθυσμού με ισχνές κοινωνικές σχέσεις και χωρίς βασική εκπαίδευση; [80] Είναι σύμπτωση το γεγονός ότι οι επαγγελματικές ασθένειες αφορούν πρωτίστως τους βιομηχανικούς εργάτες [81] ενώ τα εργατικά ατυχήματα αφορούν πάλι μέλη της εργατικής τάξης και κυρίως το ανοργάνωτο κομμάτι της που είναι μετανάστες εργάτες; Είναι σύμπτωση ότι ο αριθμός θανάτων στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, τα οποία εκτίθενται στην ανεργία, στην αποειδίκευση της εργασίας και αισθάνονται «άχρηστοι» έχοντας επίσης χαμηλό βαθμό αυτοεκτίμησης και κοινωνικής αναγνώρισης, είναι δυόμισι φορές υψηλότερος απ’ ό,τι στα ανώτερα στρώματα, όπως έχουν δείξει ο Τάουνσεντ (P. Townsend) και συνεργάτες του για τη Μεγάλη Βρετανία; [82] Είναι σύμπτωση, τέλος, ότι η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων αφορά κατεξοχήν άτομα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ η ψυχοθεραπεία μόλις ένα μικρό μέρος τους; [83] Εφόσον αυτές οι ομάδες είναι λειτουργικά ενσωματωμένες, ποια είναι η αναλυτική χρησιμότητα και η ερμηνευτική εγκυρότητα του μοντέλου του κοινωνικού αποκλεισμού; Ας θυμόμαστε όμως, όπως αναφέρει η Λεβιτάς (R. Levitas), ότι οι γυναίκες, οι εθνοφυλετικές μειονότητες, οι μετανάστες, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κ.ο.κ., ακόμη και αν επιτύχουν ίσες ευκαιρίες μέσα στην αγορά εργασίας, θα «ενσωματωθούν» σε μια καπιταλιστική οικονομία που καθοδηγείται από το κέρδος και την εκμετάλλευση. [84] Δηλαδή πάλι θα εκτεθούν στις διαλυτικές και αποδιοργανωτικές συνθήκες του υφιστάμενου τρόπου οργάνωσης της εργασίας.
Εφόσον όμως υποστηρίζεται ότι ο κοινωνικός δεσμός προσδιορίζεται εξωοικονομικά, μετά τη διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού, τα μέτρα άρσης των αποκλεισμών θα έχουν επίσης εξωοικονομικό χαρακτήρα, τοποθετώντας τη λύση του προβλήματος έξω από τη σφαίρα της οικονομίας (οργάνωση της εργασίας κλπ.), στη σφαίρα της κοινωνικοποίησης, δηλαδή της εναρμόνισης συμπεριφορών και νοοτροπιών των ομάδων-στόχων κλπ. με τις ανάγκες του συστήματος. Η σύγκληση ανάμεσα στη «συστημική ολοκλήρωση» (λειτουργίες και ανάγκες τους συστήματος) και στην «κοινωνική ενσωμάτωση» (σχέσεις μεταξύ ομάδων, ατόμων κ.ο.κ.) [85] θα επιχειρηθεί μέσω των πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης ομάδων και μειονοτήτων, όπως συμβαίνει άλλωστε σε μεγάλο βαθμό με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [86] Η παρέμβαση αυτή αποσκοπεί: α) στον έλεγχο των σχέσεων αναπαραγωγής αυτών των ομάδων ώστε να αποκατασταθεί η συνοχή του συστήματος (κοινωνική συνοχή) και β) στη λειτουργική τους ένταξη (κοινωνικές/εργασιακές δεξιότητες), ώστε άτομα και ομάδες να κρατηθούν στη λογική της αγοράς, δηλαδή του συστήματος. Καθώς οι εθνοφυλετικές ομάδες διακρίνονται για τη διαφορετική οργάνωση του θυμικού τους κόσμου, ενώ η εργασιακή τους ηθική μάλλον αποκλίνει από την κυρίαρχη, οι πολιτικές ενσωμάτωσης στοχεύουν και στην αναδιαμόρφωση του βιωματικού τους χώρου (τρόποι ζωής και κατανάλωσης κ.ά.) και στην ενστάλαξη ενός εργασιακού ήθους. Βεβαίως μια άλλη παράμετρος των πολιτικών ενσωμάτωσης έχει να κάνει με την ανάδειξη, κυρίως από μεταμοντέρνες (αντιολιστικές) προσεγγίσεις, της πολιτισμικής διαφοράς σε κοινωνικό διακύβευμα. Εντούτοις και η προσέγγιση αυτή, ακόμη και στη μορφή της φετιχοποίησης της διαφοράς και της ταυτότητας, συμβάλλει μέσω της αποκτηθείσας γνώσης στην κατανόηση των μειονοτήτων, επομένως και στην κοινωνική τους ενσωμάτωση.
Αν πάλι ο κοινωνικός αποκλεισμός θα ήθελε να συμπεριλάβει στις «ομάδες-στόχους», τις «νέες κοινωνικές ανισότητες», οι οποίες συντελούνται από την διαφοροποίηση και τον πλουραλισμό των συνθηκών ζωής, των κοινωνικών θέσεων, των τρόπων ζωής κλπ., δηλαδή από βιογραφικές διαδρομές, όπως επιχειρηματολογεί ο Ούλριχ Μπεκ, οι ομάδες αυτές ως τμήμα των νέων μεσαίων τάξεων μάλλον δεν χρειάζονται την προνοιακή βοήθεια, η οποία εξάλλου θα τις υποβίβαζε κοινωνικά, γιατί και τους εκπαιδευτικούς τίτλους διαθέτουν και το κοινωνικό κεφάλαιο κατέχουν και κοινωνικές σχέσεις έχουν αναπτύξει, ώστε να είναι σε θέση να επεξεργαστούν τις ασυνέχειες του κοινωνικού τους βιογραφικού, αλλά και να αναπτύξουν σχέδια ζωής. Ακόμη και η ίδια η ανεργία βιώνεται και αντιμετωπίζεται διαφορετικά ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή και το κοινωνικό κεφάλαιο του ατόμου. Ενώ για άτομα με μορφωτικό κεφάλαιο η ανεργία μπορεί να είναι ένα διάλειμμα, αντίθετα για έναν εργάτη που χάνει τη δουλειά του βιώνεται ως δράμα, όπως αναφέρει ο Καστέλ (R. Castel) επικαλούμενος σχετική έρευνα. [87] Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι μέλη αυτών των στρωμάτων δεν πλήττονται από την ανεργία, τη φτώχεια ή έχουν πάντα πρόσβαση σε αγαθά. Ακριβώς επειδή το εισόδημα αυτών των στρωμάτων προέρχεται κυρίως από εξαρτημένη εργασία, είναι αυτονόητο πως οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγής με τις συνεπαγόμενες απαξιώσεις εργασιακών δεξιοτήτων θα αφορά και αυτά. Πολλές φορές πάλι ο τρόπος συλλογής και ταξινόμησης των στατιστικών στοιχείων δημιουργεί συγχύσεις, όπως λόγου χάρη στη Γερμανία όπου σχεδόν το 1/4 των αποδεκτών κοινωνικής βοήθειας εμφανίζεται να προέρχεται το 1991 από τα μεσαία στρώματα. [88] Αν δεν λάβει κανείς υπόψη το χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας στη Γερμανία, το οποίο έχει ως άξονα τη θέση εργασίας, συνεπώς άτομα χωρίς προηγούμενη απασχόληση (φοιτητές, πτυχιούχοι κ.ά.) δεν αποκτούν πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας, αλλά στο κοινωνικό βοήθημα, το ποσοστό αυτό (23,2%) δημιουργεί λάθος εντυπώσεις. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα άτομα βιώνουν την ανεργία και την απαξίωση των εκπαιδευτικών τους τίτλων εξαιτίας της ταξικής τους κατάστασης, δηλαδή εξαιτίας της έλλειψης εξωμισθιακών πηγών άντλησης πόρων (ιδιοκτησία, μετοχές κλπ.). Ούτε το κοινωνικό κύρος, ούτε η αναγνώριση, ούτε η ειδημοσύνη φαίνεται πως μπορεί να τα προφυλάξει από την ανεργία και την έκπτωση, γεγονός που υποδεικνύει με τη σειρά του και τον χαρακτήρα του κοινωνικού δεσμού στις σύγχρονες κοινωνίες.
Πώς είναι, όμως, δυνατόν οι σχετικές εκθέσεις εθνικών και ευρωπαϊκών φορέων για τον κοινωνικό αποκλεισμό να υιοθετούν ως αντιπροσωπευτικές ανάγκες και ως αντιπροσωπευτικές δυνατότητες εκείνες των νέων μεσαίων στρωμάτων και να αγνοούν με καταφανή τρόπο τις άνισες θέσεις, τους διαφορετικούς χρόνους εκκίνησης, τις άνισες ποσότητες κοινωνικού και γλωσσικού «κεφαλαίου»; Να αγνοούν, δηλαδή, επιδεικτικά τη γεωγραφία και την ιστορία αυτών των ανισοτήτων, θεωρώντας πως τα άτομα είναι ίσα, τόσο σε επίπεδο βιοτικών ευκαιριών και ανέλιξης όσο και σε επίπεδο κοινωνικοταξικών έξεων. Είμαστε της άποψης πως οι αντιφάσεις αυτές απορρέουν από την αποδοχή από τους φορείς αυτούς της θέσης για την κοινωνία των μεσαίων στρωμάτων, με τις αντίστοιχες επιστημολογικές επιλογές, με αποτέλεσμα οι αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες των μελών αυτών των στρωμάτων να δίνουν, μέσω μιας υπεργενίκευσης, το μέτρο για τις δυνατότητες και των άλλων κοινωνικών ομάδων, ανεξάρτητα από τις πραγματικές τους δυνατότητες, οι οποίες επηρεάζονται, όμως, από την ταξική κατάσταση και τους δομικούς προσδιορισμούς που τη διέπουν.
7. Συμπέρασμα
Σε μεγάλο βαθμό η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού θεμελιώνεται επιστημολογικά στην ντυρκεμιανή θέση για το χαρακτήρα του κοινωνικού δεσμού και στη βεμπεριανή θέση για τον αποκλεισμό ή την πρόσβαση στη σφαίρα κατανάλωσης (διανομής). Η αποδοχή του μοντέλου του κοινωνικού αποκλεισμού έχει ως συνέπεια η κοινωνία να εμφανίζεται αποϊεραρχικοποιημένη, χωρίς κάθετες δομές κοινωνικής ανισότητας, που θα αντιστοιχούσαν στο μοντέλο των κοινωνικών τάξεων. Εφόσον οι κοινωνικές σχέσεις θεωρούνται ότι προσδιορίζονται εξωοικονομικά, δηλαδή εκτός της σφαίρας παραγωγής, χάνουν και το εκμεταλλευτικό τους περιεχόμενο και μετατρέπονται σε ανταγωνιστικές σχέσεις στην αγορά.
Οι συνέπειες για την κοινωνική ανάλυση είναι περισσότερο από εμφανείς. Η χωρική διαφοροποίηση του κοινωνικού χώρου σε «εντός» και «εκτός», σε «μέσα» και «έξω» κ.ο.κ., που εγγράφεται στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, αποκόβει την ανάλυση από εξωτερικά (αντικειμενικά) ως προς τα άτομα κριτήρια, δηλαδή από τις κοινωνικές δομές, επιλέγοντας ως προνομιακό πεδίο προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας το άτομο (μεθοδολογικός ατομικισμός). Η αποδέσμευση των φαινομένων από τις αιτίες που τα δημιούργησαν έχει ως συνέπεια να μην αναγνωρίζεται η ιδιαίτερη λειτουργία που ομάδες του πληθυσμού εκπληρούν στον καταμερισμό εργασίας, δίνοντας την εντύπωση πως αυτές συγκροτούν μια διακριτή κοινωνική τάξη (underclass). Είναι σχεδόν αυτονόητο πως η θεματοποίηση του προβλήματος μ’ αυτές τις έννοιες προσδιορίζει και τις λύσεις του.
Βιβλιογραφία
Αλεξίου Θ. (1999), «Μισθωτή εργασία και κοινωνικός αποκλεισμός», Θέσεις 69: 25-49.
Αλεξίου Θ. (2002), Εργασία, Εκπαίδευση και Κοινωνικές Τάξεις. Το ιστορικο-θεωρητικό πλαίσιο, Αθήνα: Παπαζήσης.
Αντωνοπούλου Μ. (1991), Θεωρία & ιδεολογία στη σκέψη των κλασσικών της κοινωνιολογίας, Αθήνα: Παπαζήσης.
Apple W. (1986), Ιδεολογία και αναλυτικά προγράμματα, Αθήνα: Παρατηρητής.
Archer M. (1996), «Social Integration and System Integration: Developing the Distinction», Sociology 30: 679-699.
Αρόν Ρ. (1993), Η εξέλιξη της κοινωνιολογική σκέψης (Ντυρκέμ, Παρέτο, Βέμπερ), τ. Β, Αθήνα: Γνώση.
Bauman Z. (1992), Intimations of Postmodernity, Routledge, London - New York.
Μπάουμαν Ζ. (2002), Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Beck U. (1996), Risikogesellschaft. Auf dem Weg in eine andere Moderne, Frankfurt: Suhrkamp.
Bohle H.H. (1997), «Armut trotz Wohlstand», στο Heitmayer, W. (επιμ.), Was treibt die Gesellschaft auseinander?
Bundesrepublik Deutschland: Auf dem Weg von der Konsens- zur Konfliktgesellschaft, Frankfurt: Suhrkamp: 118-156.
Βoltanski L., Chiapello E. (2003), Der neue Geist des Kapitalismus, UKV, Konstanz.
Bolte K.M., Hradil S. (1984), Soziale Ungleichheit in der Bundesrepublik Deutschland, Opladen: Leske-Budrich.
Bourdieu P. (1994), Κείμενα Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Δελφίνι.
Burt R. (1992), Structural Holes. The Social Structure of Competition, Cambridge: Harvard UP.
Carling A. (1986), «Rational Choice Marxism», New Left Review 186: 24-62.
Castel R. (1996), «Nicht Exklusion sondern Desaffiliation. Ein Gesprach mit F. Ewald», Das Argument 217: 775-780.
Chartier R. (2004), «Ο κόσμος ως αναπαράσταση», Ο Πολίτης 114: 33-43.
Dahrendorf R. (1959), Class and Class Conflict in Industrial Society, London: Routlege & Kegan Paul.
Davis K., Moore W.E. (1973), «Einige Prinzipien der sozialen Schichtung», στο Hartmann, H. (επιμ.),
Moderne amerikanische Soziologie, Stuttgart: Enke, 396-410.
Δεδουσόπουλος Α. (1998), Πολιτική Οικονομία της αγοράς εργασίας. Η προσφορά εργασίας. Θεωρίες, πολιτικές και ερευνητικές αναζητήσεις, Αθήνα: Τυπωθείτω - Γιώργος Δαρδανός.
Δεδουσόπουλος A. (2002), O ι αναδιαρθρώσεις της παραγωγής. Η κρίση στην αγορά εργασία.
Ρύθμιση-ευελιξίες-απορρύθμιση, Αθήνα: Τυπωθείτω - Γιώργος Δαρδανός.
Durkheim E. (1977), Uber die Teilung der Arbeit, Frankfurt: Suhrkamp.
Elster J. (1986), Rational Choise, Oxford: Basil Blackwell.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1993), Πράσινη Βίβλος: Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική.
Επιλογές για την Ένωση, Λουξεμβούργο.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1994), Λευκή Βίβλος: A νάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση.
Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα, Λουξεμβούργο.
Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση 2001-2003 (2001), Συντονισμός: υπουργείο Εργασία και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αθήνα.
Gans H. (1995), War Against the Poor: the Underclas sand antipoverty policy, New York: Basic Books.
Gei?ler R. (1994), «Soziale Schichtung und Kriminalitat», στο Gei?ler, R (επιμ.),
Soziale Schichtung und Lebenschancen in Deutschland, Stuttgart: Enke: 160-194.
Giddens A. (1984), Die Klassenstruktur fortgeschrittener Gesellschaften, Frankfurt: Suhrkamp.
Giddens Α. (1998), Ο Τρίτος δρόμος. Η ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα: Νήσος.
Greib I. (1998), Σύγχρονη κοινωνική θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Habermas J. (χ.χ.έ.), Τεχνική και επιστήμη σαν τεχνολογία, Αθήνα: Εκδόσεις 70.
Ηaussermann H., Kazepou Y. (1996), «Urban Poverty in Germany:
A Comparative Analysis of the Poor in Stuttgart and Berlin» , στο E. Mingione (επιμ.),
Urban Poverty and Underclass, Oxford: Blackwell: 343-369
Heitmayer W. (1997), «Einleitung: Sind individualisierte und ethisch-kulturell vielfaltige Gesellschaften noch integrierbar?»,
στο Heitmayer W. (επιμ.), Was halt die Gesellschaft zusammen ? Frankfurt: Suhrkamp: 9-19.
Jameson J. (1999), M εταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Αθήνα: Nεφέλη.
Jordan B. (1996), A Theory of Poverty and Social Exclusion, Cambridge: Polity.
Κaufman F.X. (1997), Herausforderungen des Sozialstaates, Frankfurt: Suhrkamp.
Λαπαβίτσας Κ. (1998), «Κοινωνικός αποκλεισμός και ιαπωνικός καπιταλισμός: Η περίπτωση των μη-χειρωνακτών εργατών»,
στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικός αποκλεισμός, Αθήνα: 226-238.
Lash S. (1996), «Reflexivitat und ihre Doppelungen: Struktur, Asthetik und Gemeinschaft», στο Beck U., Giddens A.,
Lash S. (επιμ.), Reflexive Modernisierung. Eine Kontroverse, Frankfurt: Suhrkamp: 195-286.
Levitas R. (2004), «Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού και η νέα ντυρκεμιανή ηγεμονία», στο Πετμεζίδου Μ.,
Παπαθεοδώρου Χ. (επιμ.), Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Αθήνα: Εξάντας: 225-265.
Lockwood D. (1979), «Soziale Integration und Systemintegration», στο Zapf W. (επιμ.), Theorien des sozialen Wandels,
Konigstein: Hein: 124-137.
Luhman N. (1983), Legitimation durch Verfahren, Frankfurt: Suhrkamp.
Luhmann N. (1994), «Inklusion und Exklusion», στο Berding H. (επιμ.), Nationales Bewu?tsein und kollektive Identitat.
Studien zur Entwicklung des kollektiven Bewu?tseins in der Neuzeit, Frankfurt: Suhrkamp: 15-45.
Mead L. (1991), «Τhe New Politics of the New Poverty», Public Interest 103: 3-20.
Μέικσινς-Γουντ Ε. (1998), Η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό. Για μια ανανέωση του ιστορικού υλισμού, Αθήνα: Στάχυ.
Moore Β. (1984), Ungerechtigkeit. Die sozialen Ursachen von Unterordnung und Widerstand, Frankfurt: Suhrkamp.
Μοσχονάς Α. (2005), Τάξεις και στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες, Αθήνα: Οδυσσέας.
Μουζέλης Ν. (1978), Νεοελληνική κοινωνία. Όψεις υπανάπτυξης, Αθήνα: Θεμέλιο.
Μουζέλης Ν. (1993), «Πραγμοποίηση: Η ανισορροπία μεταξύ συστημικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών 12: 5-22.
Nassehi A. (1997), «Inklusion, Exklusion, Desintegration. Die Theorie funktionaler Differenzierung und die Desintegrationsthese», στο Heitmayer W. (επιμ.), Was halt die Gesellschaft zusammen ?, Frankfurt: Suhrkamp: 113-148.
Offe C. (1993), Κοινωνία της εργασίας ; Αθήνα: Νήσος.
Parkin F. (1979), Marxism and Class Theory, London: Tavistock.
Parkin F. (1982), «Social Closure and Class Formation», στο Giddens A., Held D. (επιμ.), Classes, Power and Conflict,
Berkeley: California UP: 175-183.
Patterson J.T. (1996), «Φτώχεια, γκέτο και φυλετικό ζήτημα», στο F.X. Merrien (επιμ.),
Αντιμέτωποι με τη φτώχεια, Η Δύση και οι φτωχοί χθες και σήμερα, Αθήνα: Κατάρτι: 234-287.
Paugman S. (1996), «Poverty and Social Disqualification: A Comparative Analysis of Cumulative Social Disadvantage in Europe» ,
Journal of European Social Policy 6: 287-303.
Procassi G. 1996, «Από την επαιτεία στο κοινωνικό ζήτημα», στο Merrien F.X. (επιμ.),
Αντιμέτωποι με τη φτώχεια. Η Δύση και οι φτωχοί χθες και σήμερα, Αθήνα: Κατάρτι: 37-64.
Putnam R.D. (1993), Making Democracy Work. Civic traditions in modern Italy, Princeton: Princeton U.P.
Silver H. (1996), «Culture, Politics and National Discourses of the Urban Poverty», στο Mingione E. (επιμ.),
Urban Poverty and Underclass, Oxford: Blackwell: 104-138.
Srobel P. (1996), «From poverty to exclusion: a wage-earning society or a society of human rights»,
UNESCO: ISSI 148: 172-189.
Τσιώλης Γ. (2005), Προς μια νέα ηθική της εργασίας; Μια ποιοτική διερεύνηση φορέων συμβουλευτικής
για την ένταξη στην απασχόληση, Αθήνα: Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
Τσίρος Ν. (2002), «Η κριτική του Παναγιώτη Κονδύλη στη θεωρία του επικοινωνιακού πράττειν του Jurgen Habermas:»,
To B ήμα των Κοινωνικών Επιστημών 34: 143-158..
Sigrist J. (1996), Soziale Krisen und Gesundheit, Gottingen: Hofgrefe.
Τownsend P., Davidson N. (1982), Inequalities in Health: the Black Report, Harmondsworth: Penguin.
Vester M. (1997), «Kapitalistische Modernisierung und gesellschaftliche (Des)Integration.
Kulturelle und soziale Ungleichheit als Problem von “Milieus” und “Eliten”» στο Heitmayer W. (επιμ.),
Was halt die Gesellschaft zusammen ? Frankfurt: Suhrkamp: 149-203.
Wacquant L.D. (1996), «Red Belt, Black Belt : Division, Class Inequality and the State in the French Urban Periphery
and the American Ghetto», στο Mingione E. (επιμ.), Urban Poverty and Underclass, Oxford: Blackwell: 234-274.
Weber M. (1980), Wirtschaft und Gesellschaft. Grundriss der verstehenden Soziologie, Tubingen: UTB.
Weber M. (1983), Βασικές Έννοιες Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Κένταυρος.
Weber Μ. (1994), «Soziale Schichtung und Gesundheit», στο Gei?ler, R (επιμ.), Soziale Schichtung und Lebenschancen in
Deutschland, Stuttgart: Enke: 195-219.
Weber M. (1997), Εθνοτικές και Πολιτικές κοινότητες, Αθήνα: Κένταυρος.
Wilson W.-J. (1987), The Truly Disadvantaged: the inner city, the underclass, and public policy, Chicago: Chicago UP.
*To άρθρο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ανακοίνωσης με τίτλο «Από τις κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές ανισότητες στον κοινωνικό αποκλεισμό και στις “ευπαθείς ομάδες”», στο συνέδριο Η Κοινωνιολογία στην Ελλάδα Σήμερα. Προς μια Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Ελλάδας (Πάντειο Πανεπιστήμιο, 9-11.11.05).

[1] Weber 1980: 531.
[2] Όπ.π.: 538.
[3] Bλ. Davis/Moore 1973. Βεβαίως οι Κ. Davis και W. Moore δεν απαντούν στο ερώτημα από ποιον κρίνεται μια θέση ως λειτουργικά σημαντική.
[4] Βλ. και Castel 1996.
[5] «Η εσωτερική (υποκειμενική) συμπεριφορά είναι μόνο τότε κοινωνική πράξη», γράφει ο Μ. Βέμπερ, «όταν προσανατολίζεται στη συμπεριφορά των άλλων», Weber 1983: 251.
[6] Weber 1997: 134.
[7] Βλ. και Habermas χ.χ.: 39 κ.ε.
[8] Όπως Giddens 1998: 174.
[9] Αλεξίου 2002: 323.
[10] Μέικσινς-Γουντ 1998: 99.
[11] Στο ίδιο.
[12] M. Weber 1997: 133.
[13] Elster 1986.
[14] Βλ. Carling 1986.
[15] Μοσχονάς 2005: 73.
[16] Οι θέσεις αυτές θεωρούν πως η συλλογική δράση των μη αποκλειστικών ομάδων, όπως είναι τα εργατικά συνδικάτα, εξασφαλίζουν στην αγορά, μέσω συνασπισμών, προσόδους προς όφελός τους, ενώ η αύξηση του ανταγωνισμού ευνοεί σε τελική ανάλυση το άτομο αλλά και τους φτωχούς, επειδή εμποδίζει την απόσπαση αυτής της προσόδου. Λαπαβίτσας 1998: 299.
[17] Offe 1993: 140.
[18] Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική αναγνώριση και η επαγγελματική περηφάνια που απορρέουν από την κατοχή μιας θέσης στον τεχνικό (επαγγελματικό) καταμερισμό εργασίας είναι μορφή ηθικής ανταμοιβής και νομιμοποιεί ένα κοινωνικό καταμερισμό εργασίας με εξειδικεύσεις, αποειδικεύσεις και εκπτώσεις. Βλ. Moore 1984.
[19] Bλ. επίσης Weber 1997: 142, και Srobel 1996: 183.
[20] Parkin 1982.
[21] Μάλιστα ο B. Jordan θεωρεί τη μετανάστευση προς τον Βορρά, και άλλες «άτυπες δραστηριότητες» όπως εγκληματικότητα κ.ά, στρατηγικές μιας άτυπης οργάνωσης των φτωχών ώστε να διασφαλίσουν την πρόσβαση σε κάποια συλλογικά αγαθά στην αγορά, από τα οποία έχουν αποκλειστεί από ομάδες που αποκτούν προσόδους (rent-earning groups), Jordan 1996.
[22] Parkin 1979: 115. Η αντίληψη αυτή διαπερνά και τη λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Πράσινο Βιβλίο. Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική 1993: 20.
[23] Parkin 1979 .
[24] Αλεξίου 1999.
[25] Levitas 2004: 222.
[26] Βoltanski/Chiapello 2003: 382.
[27] Όπ.π..
[28] Οι ονομασίες των ομάδων στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση 2001-2003, Συντονισμός: υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: 6.
[29] Βλ. και Procassi 1996: 57.
[30] Silver 1996: 121 και 132.
[31] Wilson 1987.
[32] Wacquant 1996: 259.
[33] Paugman 1996: 289.
[34] Ανάμεσα στο 1960 και το 1980 το ποσοστό συμμετοχής Αφροαμερικανών ανδρών στην εργατική δύναμη (labor force) μειώθηκε από 57% σε 43%, σε αντιδιαστολή με το ποσοστό των λευκών που αυξήθηκε από 56% σε 62%. Επίσης αυξήθηκε το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό γυναίκα στον αφροαμερικανικό πληθυσμό από 17% το 1950 σε 42% το 1986 (στους λευκούς από 5% σε 13% αντίστοιχα). Την ίδια περίοδο το ποσοστό των παράνομων γεννήσεων μεταξύ των Αφροαμερικανών αυξήθηκε από 17% σε 61% ενώ μεταξύ των λευκών από 2% σε 15%. Patterson 1996: 253.
[35] Πβλ. και Ηaussermann/Kazepou 1996: 347.
[36] Lash 1996: 233.
[37] Βλ. και Gans 1995: κ.ε.
[38] Procassi 1996: 59.
[39] Mead 1991: 5 κ.ε.
[40] Η «απεξάρτηση από την κοινωνική πρόνοια» των «ευάλωτων ομάδων-στόχων» ανήκει στη στρατηγική του Εθνικού Σχεδίου Δράσης : 6.
[41] Μπάουμαν 2002: 182.
[42] Bauman 1992: 50 κ.ε.
[43] Μπάουμαν 2002: 114.
[44] Όπ.π.: 113.
[45] Βλ. επίσης Apple 1986: 29, και Jameson 1999: 125.
[46] Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: Λευκή Βίβλος: Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση. Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα,. Λουξεμβούργο 1994, και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Πράσινη Βίβλος: Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική. Επιλογές για την Ένωση, Λουξεμβούργο 1993.
[47] Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης , όπ.π: 6, ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας οφείλεται στις δυσλειτουργίες της αγοράς εργασίας.
[48] Durkheim 1977: 444 κ.ε.
[49] Αντωνοπούλου 1991: 183.
[50] Durkheim 1997: 444.
[51] Βλ. και Μουζέλης 1993: 14.
[52] Greib 1998: 89.
[53] Η αποσύνθεση του κεφαλαίου (διαχωρισμός της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής), η διαφοροποίηση της εργατικής τάξης (αναδιάρθρωση της παραγωγής) και η εμφάνιση της «νέας μεσαίας τάξης» καθιστά τις συγκρούσεις, σύμφωνα με τον Ντάρενντορφ (R. Dahrendorf), ελεγχόμενες. Βλ. Dahrendorf 1959.
[54] Σύμφωνα με τον Λούμαν, η λειτουργικά διαφοροποιημένη κοινωνία είναι σε θέση να παραγάγει ανισότητες στη διανομή δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών και να τις ανεχτεί με τον όρο ότι αυτές θα είναι μεταβλητές και ότι οι ανισότητες ή οι ασυμμετρίες στο ένα λειτουργικό τμήμα δεν θα μεταφέρονται και στα άλλα. Βλ. Luhmann 1994: 29.
[55] Μουζέλης 1993: 148.
[56] Luhmann 1994: 20.
[57] Βλ. και Nassehi 1997: 143.
[58] Ουσιαστικά ο Χάμπερμας επεξεργάζεται ένα υπερορθολογικό σχέδιο ενσωμάτωσης, το οποίο βασίζεται στην επικοινωνία. Το σχέδιο αυτό που στη λογική του προσομοιάζει στο αντίστοιχο της υπερκοινωνικοποίησης του E. Ντυρκέμ, είναι πολύ ιδεαλιστικό, καθώς μπορεί να είναι βιώσιμο μόνο σε κοινωνίες χωρίς ταξικές αντιθέσεις, δηλαδή σε κοινωνίες μεσαίων στρωμάτων. Βλ. και Heitmayer 1997: 55. Η μοναδολογική αντίληψη για τον άνθρωπο ως ατομικού φορέα και κοινωνού γνωσιακών και ηθικών προδιαθέσεων (φιλοσοφία του υποκειμένου) συνιστά το ανάχωμα, σύμφωνα με τον Χάμπερμας, στην εκπραγμάτευσή τους (αποικιοποίηση) από τον εξωτερικό κόσμο (σύστημα). Βλ. Τσίρος 2002: 147.
[59] Στον N. Λούμαν η νομιμοποίηση προκύπτει μέσω της ίδιας της διαδικασίας διαφοροποίησης (Legitimation durch Verfahren). Αυτή συνέχει τα λειτουργικά συστήματα (επικοινωνιακές πρακτικές και σχέσεις), συνεπώς δεν χρειάζεται εξωσυστημική αναφορά (σχέση με το περιβάλλον), εξάλλου τα συστήματα διαθέτουν αυτοποιητική ικανότητα, είναι αυτοαναφορικά και είναι αυτά που δομούν το περιβάλλον. Luhman 1983.
[60] Η παράλειψη του J.Habermas να συνδιαλαγεί με την εξωγλωσσική πραγματικότητα και να την αποδεχτεί γνωσιοθεωρητικά –εδώ στην εργαλειακή μορφή της εργασίας, η οποία αποτελεί ωστόσο πραγματικότητα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού– αφήνει την εξωτερική φύση εκτεθειμένη στο ιρασιοναλιστικό, μη γλωσσικό στοιχείο. Η εκφραστικότητα (και αυτή της μη επικοινωνιακής εργασίας) παραμένει μια terra incognita, μια προγλωσσική, μη δυνάμενη να κατηγοριοποιηθεί, εξωτερική φύση. Βλ. και Τσίρος 2002: 149.
[61] Βλ. και Beck 1996: 121 κ.ε.
[62] Όπ.π.: 211 κ.ε. «Ό,τι στην προοπτική της συστημικής θεωρίας εμφανίζεται ξεχωριστά», γράφει ο U. Beck (όπ.π.: 218) «γίνεται συστατικό μέρος της ατομικής βιογραφίας», εννοώντας της θεωρίας του Ιndividualismus.
[63] Wilke 1996: 27.
[64] Βλ. και Chartier 2004: 40.
[65] Αρόν 1993: 33.
[66] ΄Οπ.π.: 302.
[67] Μουζέλης 1978: 170.
[68] Βλ. Κaufman 1997: 83 κ.ε. Αντίθετα για το Εθνικό Σχέδιο Δράσης , όπ.π . : 4, η ανεργία είναι διαρθρωτική.
[69] Δεδουσόπουλος 1998: 175 και 177. Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης, όπ.π.: 4, «η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας συνίσταται κυρίως στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου».
[70] Βλ. και Τσιώλης 2005.
[71] Gei?ler 1994: 22.
[72] Βλ. και Giddens 1984: 129 κ.ε. Παρ’ όλο που ο Α. Γκίντενς θεωρεί δυνατή την αλληλεπίδραση με τις δομές, εντούτοις, καθώς αυτές είναι απούσες και έχουν «ανοιχτεί» στο χώρο και το χρόνο, στρέφεται ουσιαστικά προς την αλληλεπίδραση μεταξύ ατομικών φορέων δράσης που είναι παρόντες (κοινωνική ενσωμάτωση), όπως συμβαίνει και στον μεθοδολογικό ατομικισμό. Bλ. και Archer 1996.
[73] H θεωρία των δικτύων που ανήκει περισσότερο στο παράδειγμα της «ευέλικτης εξειδίκευσης» (lean production) αποτελεί και «απάντηση» στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, η οποία συλλήβδην χαρακτηρίζεται «κορπορατισμός». Βλ. και Δεδουσόπουλος 2002: 235.
[74] Bourdieu 1994: 92 και 93.
[75] Για τον Πούτναμ (R. Putnam) το κοινωνικό κεφάλαιο (οργανωσιακοί πόροι, προσωπικές σχέσεις κ.ά.) που προέρχεται από ετερογενείς πηγές, συνεπώς όχι ισόβαρες, είναι δομή (και όχι ιδιοκτησία) και συνδέεται με την κοινωνική οργάνωση των δικτύων. Putnam 1993.
[76] Burt 1992.
[77] Offe 1995: 75.
[78] Hardt/Negri 2002: 402.
[79] Μοσχονάς 2005: 226.
[80] Gei?ler 1996: 161και 170
[81] Weber 1996: 210.
[82] Τownsend/Davidson 1982. Για τη Γερμανία βλ. Sigrist 1996.
[83] Weber 1996: 214.
[84] Levitas 2004: 222.
[85] Βλ. Lockwood 1979. Ο D.Lockwood διατύπωσε τις έννοιες αυτές, οι οποίες εγγράφονται στο ερμηνευτικό σχήμα του M. Βέμπερ για τις κοινωνικές τάξεις και την κοινωνική σύγκρουση, με πρόθεση να εξηγήσει την κοινωνική αλλαγή. Σχετικοποιεί τόσο την έμφαση των δομολειτουργιστών στην ηθική διάσταση της κοινωνικής ενσωμάτωσης (αξίες), όσο και την έμφαση της παραδοσιακής μαρξιστικής θεωρίας στην αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων (συστημική ολοκλήρωση). Βλ. και Vester 1997: 168, Μοσχονάς 2005: 153.
[86] Βλ. και Levitas 2004: 212.
[87] Ο Καστέλ (Castel 1996: 359, υποσημ. 72) αναφέρεται στην έρευνα: D. Schnapper (1981), L’ Epreuve du chomage, Paris: Gallimard.
[88] Bohle 1997: 136