ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1964-2004)
των Ηλία Ιωακείμογλου και Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η συστηματική παρουσίαση και ερμηνεία των επιδόσεων του ελληνικού καπιταλισμού κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία (1964-2004), με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο 1996-2004. Κατά την τελευταία αυτή περίοδο καταγράφεται μια σαφής τάση αντιστροφής των πτωτικών ή χαμηλών επιδόσεων που επιδείκνυαν οι δείκτες της οικονομίας κατά τις προηγούμενες περιόδους, 1974-79 και 1980-1995, και η Ελλάδα εισέρχεται εκ νέου σε μια φάση κάλυψης της αναπτυξιακής διαφοράς της με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για τη μελέτη των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας και την αντίστοιχη περιοδολόγησή της σε ιστορικές φάσεις ανάπτυξης κάνουμε χρήση μιας σειράς δεικτών, την οποία εισαγάγαμε σε παλαιότερη μελέτες μας (Μηλιός και Ιωακείμογλου 1990, Μηλιός 1995). Με την έννοια αυτή, η παρούσα μελέτη αποτελεί κριτική αποτίμηση και επέκταση για την τελευταία δεκαπενταετία της παλαιότερης εκείνης ανάλυσής μας.

Κεντρικό δείκτη της όλης ανάλυσής μας αποτελεί η διαχρονική εξέλιξη της απόδοσης του παγίου κεφαλαίου του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, και η αντίστοιχη εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών που την καθορίζουν (φαινόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου, ένταση του κεφαλαίου, κ.λπ. –βλ. αναλυτικά στα επόμενα). Με την έννοια αυτή η ανάλυσή μας βασίζεται, από μεθοδολογική άποψη, σε μια συγκλίνουσα προβληματική με αντίστοιχες μελέτες για χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου (Busch 1987, Dumenil and Levy 1993, Shaikh and Tonak 1994, Dumenil and Levy 2002, Mohun 2005). Εντούτοις, η μεθοδολογία που ακολουθούμε εδώ δεν ταυτίζεται απολύτως με την αντίστοιχη μεθοδολογία καμίας από αυτές τις μελέτες.

Σε ό,τι ακολουθεί, αρχικά θα συνοψίσουμε ορισμένα από τα παλαιότερα συμπεράσματά μας σχετικά με τις κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τους δείκτες κεφαλαιακής συσσώρευσης και οικονομικής μεγέθυνσης, στους οποίους θα βασιστεί η μελέτη του ελληνικού καπιταλισμού κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία. Ακολούθως, από τη διαχρονική εξέλιξη των δεικτών, θα επιχειρήσουμε αφενός την περιοδολόγηση της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης και οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου τον εντοπισμό των παραγόντων που καθόρισαν τις τάσεις εξέλιξής της. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στα χαρακτηριστικά της παρούσας φάσης της οικονομίας. Η τελευταία ενότητα του άρθρου θα καταγράψει τα βασικά συμπεράσματά μας.

2. Προϋποθέσεις και πρώτες φάσεις της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης

Η μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συντελέστηκε στο έδαφος μιας σειράς κοινωνικών μετασχηματισμών και διεθνοπολιτικών παραμέτρων, που είχαν ήδη ολοκληρωθεί ή έστω μορφοποιηθεί με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (για ό,τι ακολουθεί βλ. Μπαμπανάσης – Σούλας 1976, αλλά και Μηλιός 2000):

α) Τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, είτε αυτών που συνδέονταν με «παλαιό καθεστώς», πριν τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, είτε αυτών που «κληρονόμησε» ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από την προσάρτηση των νέων εδαφών (1863 Ιόνια νησιά, 1881 Θεσσαλία, 1912-13 Ήπειρος Μακεδονία, 1919 Αν. Μακεδονία Δυτ. Θράκη). Η αγροτική μεταρρύθμιση που θεσμοθετήθηκε το 1917 και υλοποιήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα εξαλείψει σταδιακά όλες τις παραγωγικές σχέσεις που αποκλίνουν από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ή τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής που συναρθρώνεται «θετικά» με αυτόν.

β) Το τέλος της ιστορικής φάσης εδαφικού επεκτατισμού του ελληνικού κράτους (και κεφαλαίου) στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου: Η Μικρασιατική Καταστροφή έβαλε τέλος στον εδαφικό επεκτατισμό, ο οποίος καθ’ όλη την προηγούμενη εκατονταετία αποτελούσε το μόνιμο στρατηγικό ορίζοντα του ελληνικού κράτους. Ο επεκτατισμός αυτός, που στηριζόταν στην ηγεμονική οικονομική θέση του ελληνικού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση των ελληνικών μειονοτήτων στον ευρύτερο βαλκανικό και ανατολικομεσογειακό χώρο, λειτουργούσε, εντούτοις, ανασχετικά για τους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, ενώ αντίθετα εννοούσε τις «διεθνοποιημένες» μερίδες τον ελληνικού κεφαλαίου (π.χ. εφοπλισμός). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που την ακολούθησε, ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται πλέον στη φάση της «εθνικής ομογενοποίησης» και της εθνικής αναδίπλωσης, επιτυγχάνοντας εξαιρετικά υψηλούς, σε διεθνή σύγκριση, ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

γ) Τέλος, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο χωρισμός της Ευρώπης σε δύο πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς εντάσσεται στους καταρχήν όρους που επιτρέπουν τη σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με τις διαδικασίες ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου στον χώρο των καπιταλιστικών κρατών της Δύσης.

Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος της ελληνικής οικονομίας, 1945-1961, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η «φάση της καπιταλιστικής σταθεροποίησης», η φάση δηλαδή σταθεροποίησης όχι απλώς του κοινωνικού καθεστώτος, μέσα από την έκβαση του εμφυλίου πολέμου, αλλά και των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης και επέκτασης.

Στο εσωτερικό της φάση «καπιταλιστικής σταθεροποίησης» μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής επιμέρους περιόδους:

α) Την περίοδο της «ανόρθωσης», 1945-1950 , στην οποία κυριαρχούν η επανοικοδόμηση των καταστραμμένων από τον Πόλεμο παραγωγικών εγκαταστάσεων και της υποδομής, και οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και ανακατατάξεις. Σε ένα βαθμό η «ανόρθωση» (του ελληνικού καπιταλισμού) χρηματοδοτείται από τα κεφάλαια που εισάγονται από το εξωτερικό με τη μορφή της «αμερικανικής βοήθειας» (η μη στρατιωτική «βοήθεια» έφθασε μέχρι το τέλος του 1951 τα 1.922,7 εκατ. δολάρια, από τα οποία το 27% περίπου δαπανήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και το 35% για έργα υποδομής). Λόγω των συνθηκών του εμφυλίου πολέμου, η ελληνική «ανόρθωση» καθυστέρησε σχετικά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διαδικασίες στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που πλήγηκαν από τον Πόλεμο. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή φθάνει μόλις το 1950 στο επίπεδο της παραγωγής του 1939, ενώ αντίστοιχα το 1949, η βιομηχανική παραγωγή της Γαλλίας και της Βρετανίας φθάνει ήδη στο 123% της παραγωγής του 1939 και της Ιταλίας αντίστοιχα στο 104%. Μόνο η γερμανική «ανόρθωση» υπολειπόταν το 1950 (83% της παραγωγής του 1939) της αντίστοιχης ελληνικής διαδικασίας, λόγω ακριβώς των εξαιρετικά εκτεταμένων καταστροφών της χώρας κατά τον Πόλεμο.

β) Την περίοδο της «ανόρθωσης» διαδέχεται μια περίοδος οικονομικής κρίσης, 1951-52 , που χαρακτηρίζεται από την ύφεση της βιομηχανικής παραγωγής, και παράλληλα από την κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, λόγω της δραστικής μείωσης κατά την περίοδο αυτή των εισροών κεφαλαίου, τόσο στη μορφή της «αμερικάνικης βοήθειας» όσο και στη μορφή των πολεμικών επανορθώσεων.

Η κρίση της περιόδου 1951-52 λειτουργεί ως αφετηρία για την υιοθέτηση από το ελληνικό κράτος μιας νέας οικονομικής στρατηγικής που στοχεύει στην ουσιαστικότερη ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά (υποτίμηση της δραχμής κατά 50% σε σχέση με το δολάριο το 1953, μέτρα φιλελευθεροποίησης του εξωτερικού εμπορίου, προσπάθεια προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου με το νόμο 2687/53).

γ) Ήδη από το 1953 ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται σε μια περίοδο ταχύρρυθμης ανάπτυξης, στα πλαίσια της οποίας αποφασιστικό ρόλο εξακολουθεί να παίζει ο κρατικός οικονομικός παρεμβατισμός (έργα υποδομής, κρατικές επενδύσεις σε βιομηχανίες «εθνικής σημασίας» – ηλεκτρισμός, ζάχαρη, λιπάσματα). Μπορούμε σχηματικά να την περιγράψουμε ως «περίοδο ανάπτυξης υπό την αιγίδα του κράτους», 1953-61 .

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 1952-61 είναι 5,7% και συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων επιδόσεων ανάμεσα στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. (Καθ’ όλη την περίοδο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ξεπερνούσε πάντως το 8%): Σε διεθνή σύγκριση, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας την περίοδο 1952-61 ήταν ψηλότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιταλίας (5,6%), της Γαλλίας (4,56%), της Βρετανίας (2,64%), των ΗΠΑ (2,51%), αλλά μικρότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιαπωνίας (7,73%) και της Γερμανίας (7,70%).

Η τάση μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου μετά το 1955, τα πενιχρά αποτελέσματα σε σχέση με την εισροή ξένου κεφαλαίου και τέλος η κρίση που εκδηλώνεται στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 1961-62, προκαλούν ένα νέο σημαντικό επαναπροσανατολισμό της οικονομικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους, ο οποίος βασίζεται σε δύο άξονες:

1) Την «έξοδο στη διεθνή αγορά», σε αντιστοιχία με την ήδη εξελισσόμενη διαδικασία οικονομικής ολοκλήρωσης της Δυτικής Ευρώπης, που αποκρυσταλλώνεται στη Σύνδεση με την ΕΟΚ το 1962.

2) Τη «στροφή στην ιδιωτική πρωτοβουλία», που υλοποιείται με την αύξηση της κρατικής δανειακής χρηματοδότησης προς τη βιομηχανία και τη συστηματοποίηση και ενίσχυση της νομοθεσίας των κινήτρων, φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων προς το ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. νόμοι 4002/1959 και 4171/1961).

δ) Από το 1962 ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται σε μια φάση αναπτυξιακού άλματος : Στη δεκαετία που ακολουθεί συντελούνται οι σημαντικότεροι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί τόσο στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο, όσο και στο εσωτερικό της βιομηχανίας και του ευρύτερου επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας. Παράλληλα αναβαθμίζεται σημαντικά η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά, καθώς αναδιαρθρώνονται οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της χώρας (ριζική αναδιάρθρωση των εξαγωγών προς όφελος των βιομηχανικών προϊόντων, εισροή βιομηχανικού κεφαλαίου από το εξωτερικό σε αντιστοιχία με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που λαμβάνουν χώρα στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη).

Κατά την περίοδο 1962-1973 οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνική οικονομίας υπερτερούν έναντι των αντίστοιχων ρυθμών των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας), ενώ αντίθετα οι ρυθμοί του πληθωρισμού κυμαίνονται σαφώς κάτω από τα μέσα επίπεδα των χωρών της Δύσης.

ε) Το αναπτυξιακό άλμα ανακόπτεται με την κρίση του 1974. Η περίοδος 1975-79 χαρακτηρίζεται από χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο 1962-73. Παράλληλα είναι εμφανή τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (ψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, ανεργία κ.λπ.), η οποία προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου (Μηλιός-Ιωακείμογλου 1990, Ioakimoglou-Milios 1993, Μηλιός 2000). Η περίοδος 1975-79 αποτελεί έτσι φάση προετοιμασίας για την εκδήλωση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Εντούτοις νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι και η περίοδος αυτή εντάσσεται στη μακρά μεταπολεμική περίοδο πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης εξακολουθούν να είναι σαφώς ψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Οι παράγοντες που καθόρισαν τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο αυτή, όσο και κατά τις δύο περιόδους που ακολούθησαν (1980-1995 καθαυτό περίοδος της κρίσης, και 1996-2004 φάση ανάκαμψης) θα μελετηθούν αναλυτικότερα στις ενότητες που ακολουθούν, στη βάση των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης και οικονομικής μεγέθυνσης που παρουσιάζουμε.

4. Η εξέλιξη των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης και οικονομικής ανάπτυξης

4.1. Το περιεχόμενο και η σημασία των δεικτών.

Οι δείκτες, που την εξέλιξη τους θα παρουσιάσουμε στα επόμενα είναι οι εξής [1] :

* Το ετήσιο Καθαρό Εγχώριο Προϊόν (Υ = ΚΕΠτα) σε τιμές αγοράς (καθαρή προστιθέμενη αξία υπολογισμένη ως διαφορά του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και της κατανάλωσης παγίου κεφαλαίου).

* Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΥΑ= ΑΕΠτα) και ο ρυθμός μεταβολής του, καθότι παρουσιάζει την ίδια εικόνα με τον ρυθμό μεταβολής του Υ. Καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που μελετήσαμε, η αναλογία Καθαρού και Ακαθάριστου Προϊόντος παρέμεινε περίπου σταθερή (=0,92), έτσι ώστε οι μεταβολές στους περισσότερους δείκτες να εμφανίζονται οι ίδιες είτε χρησιμοποιήσουμε το Καθαρό είτε το Ακαθάριστο Προϊόν.

* Η «οριακή παραγωγικότητα τον κεφαλαίου», που είναι ο λόγος της μεταβολής (ΔΥ) του ΚΕΠ κατά μια χρονική περίοδο (δηλαδή σε σύγκριση με το ΚΕΠ της προηγούμενης περιόδου: Π.χ. (ΔΥ)1987= Υ1987 1986), δια των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (Ι) της περιόδου (ΔΥ/Ι = [Υ1-Y0]/I1). Πρόκειται μ’ άλλα λόγια για το παραγόμενο επιπλέον προϊόν ανά μονάδα νέας επένδυσης. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο δείκτης ΔΥΑΑ (ο λόγος της μεταβολής του ΑΕΠ δια των ακαθάριστων επενδύσεων), ο οποίος μεταβάλλεται σε αντιστοιχία με την «οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου», ΔΥ/Ι.

* Το μερίδιο των επενδύσεων Ι/Υ, που είναι ο λόγος των καθαρών παγίων επενδύσεων μιας περιόδου, Ι, δια του Καθαρού Εγχωρίου Προϊόντος (Κ.Ε.Π.τα), Υ, που παράχθηκε κατά την ίδια περίοδο. Εναλλακτικά, η τάση εξέλιξης του δείκτη μπορεί να γίνει φανερή και από τον λόγο ΙΑΑτων ακαθάριστων επενδύσεων προς το ΑΕΠ.

* Η παραγωγικότητα κεφαλαίου, δηλαδή ο λόγος προϊόντος/κεφαλαίου, Υ/Κ, η τάση εξέλιξης του οποίου απεικονίζεται εναλλακτικά και από τον λόγο ΥΑ/Κ. Για τον επιχειρηματικό τομέα, Υ και αντίστοιχα ΥΑείναι η καθαρή και αντίστοιχα η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και Κ το κεφαλαιακό απόθεμα του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας.

* Η ταχύτητα συσσώρευσης κεφαλαίου Ι/Κ, δηλαδή ο λόγος των καθαρών επενδύσεων προς το κεφαλαιακό απόθεμα.

* Το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ή τη μερίδα των μισθών στο καθαρό προϊόν (ΚΕΠ), L/Y, όπου L είναι η συνολική μάζα των μισθών του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας (συν οι αμοιβές των αυτοαπασχολούμενων εφόσον μελετάται η συνολική οικονομία).

* Η φαινόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, Υ/Ν, όπου Ν είναι η συνολική ποσότητα εργασίας (ή εναλλακτικά ο συνολικός αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης).

* Η ένταση παγίου κεφαλαίου, δηλαδή ο λόγος Κ/Ν.

* Ο ρυθμός υποκατάστασης εργασίας από κεφάλαιο, δηλαδή ο λόγος Δ(Κ/Ν)/Δt.

* Η απόδοση του παγίου κεφαλαίου (R), ή ο δείκτης κερδοφορίας, που δίνεται από τη σχέση:

R = (Y-L)/K (1)

όπου Υ είναι το καθαρό προϊόν, L οι συνολικοί μισθοί και Κ το κεφαλαιακό απόθεμα.

Διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή δια του Υ, η σχέση (1) γράφεται:

R = [1 - (L/Y)][Y/K] (2)

Η απόδοση του παγίου κεφαλαίου, R, είναι, λοιπόν το γινόμενο της μερίδας των κερδών [1-(L/Y)] και του λόγου προϊόντος/κεφαλαίου [Y/K] (της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου»).

Η μερίδα των κερδών [1 - (L/Y)] αυξάνει όσο μειώνεται η μερίδα των μισθών (L/Y). Η εξέλιξη όμως αυτής της τελευταίας δεν εξαρτάται μόνο (ούτε κατά κύριο λόγο, όπως θα δούμε) από το ύψος των μισθών. Αν Ν είναι ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων (ωρών εργασίας), τότε έχουμε:

L/Y = (L/N)/(Y/N) (3)

Η μερίδα των μισθών, L/Y, είναι επομένως το πηλίκο του μέσου μισθού, (L/N), δια της φαινόμενης παραγωγικότητας της εργασίας (καθαρό προϊόν ανά απασχολούμενο), (Y/N).

Ομοίως η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» είναι το πηλίκο της παραγωγικότητας της εργασίας δια της έντασης κεφαλαίου:

Υ/Κ = (Υ/Ν)/(Κ/Ν) (4).

Επομένως η απόδοση του κεφαλαίου εξαρτάται θετικά από την παραγωγικότητα της εργασίας και αρνητικά από τον μέσο μισθό και την ένταση κεφαλαίου.

* Επίσης παρουσιάζουμε τον ρυθμό πληθωρισμού, τη μεταβολή της εγχώριας ζήτησης σε σταθερές τιμές σε σύγκριση με τη μεταβολή της ζήτησης στις 22 ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, και το ποσοστό πληθωρισμού, για ολόκληρη την εξεταζόμενη τεσσαρακονταετία.

4.2. Διαχρονική εξέλιξη των δεικτών αποδοτικότητας και περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας (1964-2004)

Η εξέλιξη των σημαντικότερων από τους παραπάνω δείκτες παρουσιάζεται με τη μορφή γραφικών παραστάσεων στα Διαγράμματα 1-15.

Το Διάγραμμα 1 παρουσιάζει την εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς. Η διακεκομμένη καμπύλη παριστά την εξέλιξη των ανά τριετία μέσων τιμών του ΑΕΠ. Ήδη από το σχήμα αυτό μπορούν να συναχθούν κάποια συμπεράσματα για τις περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα: Το 1962 αλλά και σε μικρότερο βαθμό το 1967 υπήρξαν χρονιές μειωμένου ρυθμού ανάπτυξης, το 1974 εμφανίζεται η οξύτερη μείωση του ΑΕΠ της περιόδου που εξετάζουμε. Εντούτοις, μετά τη φάση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (1961-73) ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ μειώνεται μεν αλλά παραμένει σε σχετικά ψηλά επίπεδα μέχρι το 1979. Από το 1980 η οικονομία εισέρχεται σε μια παρατεταμένη φάση χαμηλών επιδόσεων, με σχεδόν μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης του AEΠ. Μια τάση αντιστροφής των μειούμενων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ παρατηρείται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 διαμορφώνονται σταθερά αυξητικοί και σχετικά ψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, η διατήρηση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε υψηλά επίπεδα, από το 1996 έως σήμερα, έχει διαμορφώσει ευκρινώς διακριτή μακροχρόνια ανοδική τάση.

Από το Διάγραμμα 2 γίνεται φανερό ότι ολόκληρη η περίοδος 1973-1995 υπήρξε περίοδος ψηλού πληθωρισμού. Αντίθετα, οι ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της περιόδου που προηγήθηκε (1961-72), αλλά και αυτής που τώρα διερχόμαστε (1996 έως σήμερα) συνδυάζονται με χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής των τιμών. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει πλέον σταθεροποιηθεί στο επίπεδο του 3%-4% και τα δημόσια ελλείμματα υπάρχουν, κατά κανόνα, δηλαδή αν εξαιρέσει κανείς τη συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων, όχι εξαιτίας των τρεχουσών δαπανών του δημοσίου αλλά εξαιτίας της καταβολής τόκων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα (υπάρχουν, δηλαδή, κατά κανόνα πρωτογενή πλεονάσματα). Ακόμη και μετά την αναθεώρηση των στοιχείων του δημοσιονομικού ελλείμματος, το ύψος τους δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως έντονα αρνητικό στοιχείο, εκτός εάν τα ελλείμματα αυτά κρίνονται με βάση το καθαρά τυπικό και αυθαίρετο κριτήριο (-3%) του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Χαρακτηριστικό των φάσεων μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας είναι και το Διάγραμμα 3, το οποίο απεικονίζει τη διαχρονική εξέλιξη των ακαθάριστων επενδύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ (ΙΑΑ). Διακρίνουμε ότι την έντονα ανοδική τάση του δείκτη κατά την περίοδο 1961-73, διαδέχτηκε η περίοδος στασιμότητας σε ψηλές τιμές 1974-84, για να ακολουθήσει κατόπιν η περίοδος ραγδαίας μείωσης του δείκτη 1985-97. Από το 1998, ωστόσο, η μακροχρόνια τάση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταβάλλεται στην Ελλάδα και μετατρέπεται σε ανοδική τάση. Πρόκειται για ένα σημείο σημαντικής διαφοροποίησης ως προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δεν επιδεικνύει σημεία ανάκαμψης.

Η βελτίωση της επενδυτικής επίδοσης στην Ελλάδα συνεχίζεται επί σειρά ετών και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένδειξη μονιμότερων αλλαγών στην ελληνική οικονομία. Οι αυξημένες επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό αποτελούν ένδειξη μιας πολύ σημαντικής ανανέωσης του παραγωγικού συστήματος, αφού ο καινούργιος μηχανολογικός εξοπλισμός μεταφέρει τις νέες τεχνολογίες μέσα στις παραγωγικές διαδικασίες και αυξάνει έτσι την παραγωγικότητα της εργασίας και την κερδοφορία του κεφαλαίου. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, κατά τα έτη 1996-2004, με κριτήριο τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων σε μηχα­νι­κό εξοπλισμό φέρνουν την Ελλάδα πρώτη στην κατάταξη των χωρών της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένωσης και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Τόσο λοιπόν από τη διαχρονική μεταβολή του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ όσο και από την εξέλιξη του μεριδίου των επενδύσεων διαπιστώνεται ότι, όπως η περίοδος 1961-73, έτσι και η περίοδος 1996-2004 συνιστά ταυτόχρονα φάση πραγματικής σύγκλισης (δηλαδή κάλυψης της αναπτυξιακής διαφοράς) της ελληνικής οικονομίας ως προς τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το Διάγραμμα 4, το οποίο απεικονίζει τις μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα και στις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν τη διεύρυνσή της (ΕΕ-15). Μετά την δεκαετή θεαματική πτώση από τα υψηλά επίπεδα 9%-10% της περιόδου 1960-1974 σε περίπου μηδενικές κατά μέσο όρο επιδόσεις κατά τα έτη 1982-1995, η παραγωγικότητα της εργασίας επιταχύνθηκε και διαμορφώθηκε έτσι διακριτή ανοδική τάση που διατηρείται επί οκτώ έτη. Η κινητήρια δύναμη της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είναι, όπως είπαμε, η ταχεία αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ιδιαίτερα των επενδύσεων μηχανικού εξοπλισμού (ο οποίος αποκτά αυξανόμενη συμμετοχή στις συνολικές επενδύσεις). Ωστόσο, οι αυξήσεις της παραγωγικότητας περιλαμβάνουν μια αρκετά ισχυρή κυκλική συνιστώσα: η επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, συνοδεύεται συνήθως από μεγάλες αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Οι αυξήσεις της παραγωγικότητας, τουλάχιστον εν μέρει, είναι όμως πολύ πιθανόν να αποδειχθούν συγκυριακές, δηλαδή αντιστρέψιμες στη διάρκεια της ύφεσης, εξαιτίας της κυκλικής συνιστώσας που περιλαμβάνουν.

Την εικόνα των ψηλών ρυθμών ανάπτυξης και τεχνολογικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας μετά ένα «μακρύ κύμα» ύφεσης συμπληρώνει το Διάγραμμα 5, το οποίο παρουσιάζει τη διαχρονική εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης συγκριτικά με την εξέλιξη της ζήτησης σε 22 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Η επιτάχυνση της εγχώριας ζήτησης παρατηρείται από το 1996 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από τη σύγκριση της εξέλιξης της ζήτησης στην Ελλάδα σε σχέση με τις 22 ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη γίνεται φανερό ότι η μεταβλητή αυτή αυξήθηκε με ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς σε διεθνή σύγκριση. Η αύξηση της εγχώριας ζήτησης συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (μέσω του αποτελέσματος του επιταχυντή) και ήταν αρκούντως μεγάλη ώστε να υπερκαλύψει την αρνητική συμβολή της εξωτερικής ζήτησης που σχετίζεται με την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών (βλ. παρακάτω). Η άνοδος της εγχώριας ζήτησης, κατά τα φαινόμενα, δεν απετέλεσε προϊόν μιας πολιτικής για τη διαχείριση της ζήτησης (demand management), δηλαδή μιας πολιτικής που αποσκοπεί στην πλήρη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού χωρίς αυτό να προκαλεί αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά προέκυψε ως παραπροϊόν της εισροής κοινοτικών πόρων, της κατασκευής δημοσίων έργων και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και της μικρής πλην όμως υπαρκτής αύξησης των πραγματικών μισθών.

Το Διάγραμμα 6 δείχνει την εξέλιξη του δείκτη ΔΥΑΑ (ο λόγος της μεταβολής του ΑΕΠ δια των ακαθάριστων επενδύσεων), ο οποίος απεικονίζει την εξέλιξη της οριακής παραγωγικότητας του κεφαλαίου, ΔΥ/Ι. Είναι ιδιαίτερα έντονη η πτώση του δείκτη μετά το 1968 και μέχρι το 1987. Ο δείκτης παρουσιάζει σαφέστατη άνοδο, ήδη από το 1988, πλην όμως ιδιαίτερα αξιοσημείωτη από το 1998. Συμβάλλει έτσι έκτοτε στην αύξηση της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», Υ/Κ.

Το Διάγραμμα 7 παρουσιάζει τη διαχρονική εξέλιξη της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», Υ/Κ, ενός δείκτη που, όπως είδαμε, καθορίζει αποφασιστικά την απόδοση του κεφαλαίου (κερδοφορία). Ο δείκτης διατηρεί υψηλές τιμές μέχρι το 1973 και κατόπιν υποχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς μέχρι το 1993, οπότε και σταθεροποιείται, παρουσιάζοντας μάλιστα ελαφρώς ανοδική τάση. [2] Θα δούμε συνέχεια ότι η επίδραση που έχει η αντιστροφή της καθοδικής πορείας του δείκτη στην απόδοση κεφαλαίου της οικονομίας δεν είναι καθόλου αμελητέα.

Όπως ήδη σημειώσαμε, η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου», Υ/Κ, προκύπτει από τον λόγο της παραγωγικότητας της εργασίας, Υ/Ν, δια της έντασης κεφαλαίου, Κ/Ν.

Το Διάγραμμα 8 παρουσιάζει τη διαχρονική εξέλιξη των δύο αυτών δεικτών. Προκύπτει ότι ενώ η ένταση κεφαλαίου αυξάνει κατά την εξεταζόμενη περίοδο με σταθερό ρυθμό, η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις και ουσιαστικά είναι αυτή που καθορίζει την τάση της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου»: Κατά τις δύο ιστορικές περιόδους, 1961-73 και 1993-2004, που η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει ταχύτερα από την ένταση κεφαλαίου, η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» ανέρχεται, ενώ κατά τη μακρά περίοδο της κρίσης, 1974-93, που η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει στάσιμη ή ανέρχεται με χαμηλότερο ρυθμό από την ένταση κεφαλαίου, η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» υποχωρεί.

Με άλλη διατύπωση, όταν οι τεχνολογικές καινοτομίες που εισάγονται στην παραγωγή για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, έχουν ως αποτέλεσμα μια αύξηση και της έντασης του κεφαλαίου (Κ/Ν), με ρυθμούς ίσους ή και ψηλότερους ως προς τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν), τότε ο λόγος προϊόντος/κεφαλαίου μένει στάσιμος ή, αντίστοιχα, μειώνεται, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην απόδοση του κεφαλαίου (R).

Επειδή ο λόγος προϊόντος/κεφαλαίου (η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου») αποτελεί σημαντικό δείκτη για την ερμηνεία των οικονομικών επιδόσεων της οικονομίας, θα επιμείνουμε λίγο περισσότερο στη διερεύνησή του. Η άνοδος του δείκτη εκφράζει, όπως είπαμε, το γεγονός ότι το ύψος του παγίου κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος μειώνεται, ή ακόμη, ότι οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας υπερκαλύπτουν τη μέση αύξηση της έντασης κεφαλαίου, επομένως της υποκατάστασης εργασίας με κεφάλαιο [3]. Επομένως, η άνοδος της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου» είναι δείκτης της αποτελεσματικότητας σε ό,τι αφορά την χρήση του κεφαλαίου. Μειώνεται όταν η ένταση κεφαλαίου αυξάνεται, δηλαδή όταν υπάρχει υποκατάσταση της εργασίας με κεφάλαιο. Εντούτοις, εάν αυτή η υποκατάσταση προκαλεί αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ακόμη ταχύτερη εν συγκρίσει με την υποκατάσταση, η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» αυξάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπάρχει καλύτερη χρήση του παγίου κεφαλαίου, είτε με την αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, είτε με την πραγματοποίηση οικονομιών στην χρήση του κεφαλαίου.

Η ραγδαία μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’80 ανάγεται στη στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας σε συνδυασμό με τη συνέχιση της αύξησης της έντασης κεφαλαίου. Η ήπια άνοδος από το 1994 οφείλεται στο γεγονός ότι έκτοτε η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ελαφρώς ταχύτερα από την ένταση κεφαλαίου. Η άνοδος του λόγου προϊόντος-κεφαλαίου αποτελεί έκφραση της αυξανόμενης αποτελεσματικότητας σε ό,τι αφορά την χρήση του παγίου κεφαλαίου (ήπια στην περίπτωση του συνόλου της ελληνικής οικονομίας, σημαντική στην περίπτωση του επιχειρηματικού τομέα ) .

Η πτώση της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου» σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ [4] θεωρήθηκε από την μεγάλη πλειοψηφία των μελετητών ως ένα από τα σημαντικότερα δεδομένα της μακροχρόνιας διαρθρωτικής κρίσης του καπιταλισμού που ξεκίνησε στο μέσον της δεκαετίας του ’70. Η εν εξελίξει άνοδος του ίδιου δείκτη θα έπρεπε, επομένως, να εκληφθεί ως σημείο της πορείας εξόδου από την εν λόγω κρίση.

Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 9, στο οποίο παρίσταται η εξέλιξη της ταχύτητας με την οποία συσσωρεύεται το κεφάλαιο, Ι/Κ, μέχρι το 1995-6 στην Ελλάδα υπήρχε επιβράδυνση της συσσώρευσης. Έτσι, το γεγονός ότι προηγήθηκε του χρονικού αυτού σημείου η αντιστροφή της πτωτικής πορείας του λόγου προϊόντος/κεφαλαίου (Διάγραμμα 7) εμφανίζεται καταρχήν ως ένα παράδοξο. Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε την άνοδο του δείκτη ως αποτέλεσμα μιας μαζικής μεταφοράς τεχνολογικών καινοτομιών μέσα στις εργασιακές διαδικασίες πριν το 1995-6, διότι η εν λόγω μεταφορά γίνεται μέσω των επενδύσεων, άρα μέσω μιας επιτάχυνσης του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου – πράγμα το οποίο δεν συνέβη κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90.

Πρέπει, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι στην προ του 1995 περίοδο, η «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» στον επιχειρηματικό τομέα αυξανόταν εξαιτίας της εκκαθάρισης των λιγότερο αποδοτικών κεφαλαίων, της καταστροφής ενός τμήματος του κεφαλαίου που έγινε ανίκανο να απασχολεί την εργασία στον βαθμό που απαιτείται για την «υγιή» και απρόσκοπτη αύξηση της παραγωγής. Καθώς αυτό το κεφάλαιο που εκκαθαρίζεται αποτελείται από επιχειρήσεις που γενικώς έχουν «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» χαμηλότερη από τον μέσο εθνικό όρο, η εκκαθάρισή τους καταλήγει σε μια άνοδο του δείκτη. Αυτή η διαδικασία επικράτησε μέχρι το 1995-1996. Έκτοτε, ο ρυθμός συσσώρευσης ακολουθεί ανοδική πορεία, και είναι λογικό να δεχθούμε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου οφείλεται, έκτοτε, πρωτίστως στη μεταφορά τεχνολογικών καινοτομιών στη διαδικασία παραγωγής –μεταφορά που πραγματοποιείται χάρη στις αυξημένες επενδύσεις (ως γνωστόν, οι μεγάλες εκκαθαρίσεις των ανεπαρκώς αξιοποιημένων κεφαλαίων είχαν πλέον πραγματοποιηθεί μέχρι το 1995).

Στην εκτίμηση αυτή συνηγορεί η εξέλιξη ακόμη ενός δείκτη, της υποκατάστασης εργασίας με κεφάλαιο , Δ(Κ/Ν)/Δt (Διάγραμμα 10) , ο οποίος αυξάνεται από το 1998 στο σύνολο της οικονομίας (και από το 1997 στον επιχειρηματικό τομέα). Η υποκατάσταση εργασίας με κεφάλαιο (μηχανές) επιταχύνεται, πλην όμως, η εν λόγω υποκατάσταση προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έτσι ώστε να αυξάνεται ο λόγος προϊόντος/κεφαλαίου.

Μπορούμε τώρα να περάσουμε στη μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης της απόδοσης του κεφαλαίου, R, η οποία παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 11. Παρατηρούμε ότι ο δείκτης, μετά την ανοδική φάση 1961-73 ακολουθεί καθοδική πορεία μέχρι το 1984, σταθεροποιείται με διακυμάνσεις σε χαμηλά επίπεδα μέχρι το 1991 και έκτοτε ακολουθεί και πάλι ανοδική πορεία.

Η απόδοση κεφαλαίου (δείκτης κερδοφορίας) ισούται με το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα (διορθωμένο με την αμοιβή εργασίας των αυτοαπασχολουμένων για το σύνολο της οικονομίας) ως ποσοστό του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου.

Ο δείκτης της κερδοφορίας βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του μέσου όρου της περιόδου 1961-1973. Η μοναδική περίοδος κατά την οποία η κερδοφορία ήταν υψηλότερη από την σημερινή, ήταν τα έτη 1969-1976. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Δεύτερης Γενικής Διεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η απόδοση κεφαλαίου στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας θα έχει ανέλθει στο τέλος του 2004, σε 114 με βάση 100 το 1995. Η άνοδος της κερδοφορίας, από τη στιγμή που υπήρξε άρση του περιοριστικού παράγοντα της ζήτησης, συνέβαλε στην άνοδο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και στην συνακόλουθη επιτάχυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τις προηγούμενες αναλύσεις των δεικτών συσσώρευσης κεφαλαίου που έχει πραγματοποιήσει το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ και αφορούν τη βιομηχανία και τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας, προκύπτουν τα ίδια συμπεράσματα, με μοναδική διαφορά ότι στη μεταποιητική βιομηχανία η άνοδος της κερδοφορίας είχε αρχίσει νωρίτερα, από το 1987. [5]

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η ανάκαμψη του δείκτη κερδοφορίας ξεκινάει σε μια χρονική στιγμή που δεν έχει ακόμα ανακοπεί η πτωτική τάση της «παραγωγικότητας κεφαλαίου» (του λόγου προϊόντος/κεφαλαίου). Αυτό οφείλεται στο ότι, όπως ήδη αναπτύξαμε, ο δείκτης κερδοφορίας εξαρτάται εξίσου από το μερίδιο της εργασίας στο καθαρό προϊόν (βλ. την προηγούμενη υποενότητα). Πρέπει λοιπόν να στρέψουμε στο σημείο αυτό την προσοχή μας στη διαχρονική εξέλιξη του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας (ή, ισοδύναμα, στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πραγματικούς όρους).

Το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία (Διάγραμμα 12) ακολουθεί, με διακυμάνσεις, πτωτική πορεία από τις αρχές το 1983 (περίοδος 1983-94), λόγω του κλίματος εισοδηματικής λιτότητας, δηλαδή χάρη στην άνοδο της ανεργίας, την συνακόλουθη άνοδο της εργασιακής ανασφάλειας, την υποχώρηση των συλλογικών αξιών και την οικονομική πολιτική που συστηματικά (από τον Οκτώβριο του 1985) θεωρεί ότι η μείωση του κόστους εργασίας είναι αποφασιστικής σημασίας για τη βελτίωση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, την αύξηση των επενδύσεων και τη μείωση της ανεργίας. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η πτώση του δείκτη αυτού δεν κατάφερε να ανασχέσει την πτωτική πορεία του δείκτη κερδοφορίας, για όσο διάστημα (μέχρι το 1991) η επίδραση της φθίνουσας παραγωγικότητας του κεφαλαίου ήταν αποφασιστικότερης σημασίας από εκείνην του μεριδίου των μισθών. Μάλιστα, η αντιστροφή της πτωτικής πορείας της παραγωγικότητας κεφαλαίου μοιάζει να ερμηνεύει καλύτερα τη συνεχή αύξηση του δείκτη κερδοφορίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Η μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας είναι θεαματική: ενώ το 1982 είχε φθάσει στο ιστορικά υψηλότερο σημείο του (82,6% του ΚΕΠ, 77% του ΑΕΠ), στο τέλος του 2004 θα βρίσκεται [6] στο ιστορικά χαμηλό σημείο του (64% του ΑΕΠ, 70% του ΚΕΠ). Η εξέλιξη αυτή περιγράφει μια θεαματική αναδιανομή του προϊόντος σε βάρος της εργασίας, πέραν της αναδιανομής που έχει πραγματοποιηθεί μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής.

Από μακροχρόνια άποψη, το μερίδιο της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας παρουσιάζει δύο περιόδους: μια περίοδο αύξησης (1974-1982) και μια περίοδο μείωσης (1983-2004). Η περίοδος μείωσης του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας, από το 1983 μέχρι σήμερα, πρέπει να διαιρεθεί σε δύο διακριτές φάσεις, στη διάρκεια των οποίων η εν λόγω μείωση πραγματοποιήθηκε με διαφορετικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα έτη 1983-1994, η μείωση του μεριδίου της εργασίας οφειλόταν στη στασιμότητα του μέσου πραγματικού μισθού, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να επωφελούνται καθ’ ολοκληρίαν από τις μικρές, αλλά υπαρκτές αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας (Διάγραμμα 13) . Αντιθέτως, κατά τα έτη 1995-2004, η μείωση του μεριδίου της εργασίας οφείλεται κυρίως στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Κατά τη δεύτερη φάση μείωσης του μεριδίου της εργασίας υπήρξε μάλιστα και μια αύξηση των πραγματικών μισθών (1995-1998) που υπερέβη, πρόσκαιρα, τις αυξήσεις της παραγωγικότητας με αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου της εργασίας –αύξηση η οποία όμως αναιρέθηκε αμέσως στη συνέχεια. Εν κατακλείδι, ενώ μέχρι το 1995 η απαξίωση της εργασιακής δύναμης βασιζόταν στη στασιμότητα του μέσου πραγματικού μισθού, από το 1996 και μετά βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Βεβαίως, η πτωτική τάση του μεριδίου της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας (και στον επιχειρηματικό τομέα) σχηματίζεται από επιμέρους μεσοπρόθεσμες κινήσεις ανόδου και μείωσης του μεριδίου της εργασίας, αλλά οι αυξήσεις είναι υποδεέστερες των μειώσεων, έτσι ώστε τελικά, μακροχρόνια, να διαμορφώνεται η πτωτική πορεία του δείκτη. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί έναν τρόπο εμφάνισης της μείωσης του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, τόσο στο σύνολο της οικονομίας, όσο και στον επιχειρηματικό τομέα. Στο τέλος της περιόδου παρατηρείται τάση ανακοπής της πτωτικής πορείας του δείκτη για το σύνολο της οικονομίας, αν και για τον επιχειρηματικό τομέα η πτώση συνεχίζεται.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μας κρίνουμε απαραίτητο να επισημάνουμε ότι η δεκαετία του ’90 υπήρξε η περίοδος της μεγάλης αύξησης του ποσοστού ανεργίας (βλ. Διάγραμμα 14) , γεγονός που συναρτάται και με τη συγκράτηση του επιπέδου του μέσου μισθού. Στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, ωστόσο, σημειώθηκε πτώση του ποσοστού ανεργίας (με βάση τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ). Οι μεταβολές του ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα αποδίδονται συνήθως στις μεταβολές της ζήτησης εργασίας (της απασχόλησης) επομένως και στις εξελίξεις στην παραγωγή και την παραγωγικότητα. Εντούτοις, ειδικά για την Ελλάδα, οι μεταβολές του εργατικού δυναμικού καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, διότι η απασχόληση ακολουθεί τη μακροχρόνια σταθερή πορεία μέσης ετήσιας αύξησης +1%. (Μόνον κατά το τέλος της περιόδου, το 2003, και κατά τα φαινόμενα και το 2004 οι αυξήσεις της απασχόλησης θα υπερβούν σημαντικά τη μακροχρόνια τάση του +1%). Ως εκ τούτου, ο καθορισμός των προσδιοριστικών παραγόντων της ανεργίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του σοβαρά και τις εξελίξεις στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα δε στο γυναικείο εργατικό δυναμικό που αναλαμβάνει, τουλάχιστον για τις παλαιότερες γενιές, ρόλο εργασιακής εφεδρείας.

4.3. Παράρτημα: Μια σημείωση σχετικά με τις εξωτερικές συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας

Καίτοι δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης, χρειάζεται, κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, μια παρατήρηση σχετικά με τις εξωτερικές συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας, στον βαθμό που αυτές επηρεάζονται από τη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας, την οποία αναλύσαμε στα προηγούμενα στη βάση των δεικτών αποδοτικότητας: Το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας, μετά από μια μεγάλη επιδείνωση κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’90 έχει σταθεροποιηθεί γύρω από μια μακροχρόνια τάση στο επίπεδο –7,5% του ΑΕΠ (Διάγραμμα 15) . Η επιδείνωση αυτή σχετίζεται, πρώτον, με την ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση στην Ελλάδα εν συγκρίσει με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, άρα και με τη συγκριτικά ταχύτερη αύξηση της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα στην Ελλάδα, δεύτερον, με τις υψηλότερες επενδύσεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μηχανικό εξοπλισμό, ο οποίος είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενος, και τρίτον, με τη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων, λόγω κυρίως του σχετικά ψηλότερου πληθωρισμού σε καθεστώς σταθερών ονομαστικών ισοτιμιών (πραγματική «ανατίμηση» των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων). Ως εκ τούτου, η εξωτερική ζήτηση επέδρασε αρνητικά στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1996-2004. Ωστόσο, αυτή η αρνητική επίδραση ήταν σχετικά μικρή συγκρινόμενη με την μεγάλη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, έτσι ώστε η τελευταία να αποτελέσει τελικά έναν από τους βασικούς κινητήρες της οικονομικής μεγέθυνσης των ετών 1996-2004.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2005 θα προκύψει μια ελαφρά βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, πλην όμως, η βελτίωση αυτή δεν αναμένεται να είναι θεαματική.

5. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας διαπιστώνουμε λοιπόν ότι:

Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και συνακόλουθα πραγματικής σύγκλισης με τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με την προ του 1973 αντίστοιχη φάση ανάπτυξης. Αυτό συναρτάται, τελικώς, με την ανάκαμψη της απόδοσης κεφαλαίου (του δείκτη κερδοφορίας, R), ως αποτέλεσμα από τη μια της πτώσης της μερίδας των μισθών (L/Y) στο καθαρό προϊόν και από την άλλη της αύξησης της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου» (του λόγου προϊόντος/κεφαλαίου).

* H μερίδα των μισθών, ή το μοναδιαίο κόστος εργασίας (L/Y), δεν καθορίζεται τόσο από το απόλυτο ύψος του μισθού (L/N), το οποίο αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να συμπιεστεί πέρα από ένα ιστορικό όριο, όσο από την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν).

* O λόγος προϊόντος/κεφαλαίου (Υ/Κ) καθορίζεται από την εξέλιξη αφενός της έντασης κεφαλαίου (Κ/Ν) και αφετέρου της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν). Η αναστροφή από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 της αυξητικής τάσης που παρουσίαζε ο δείκτης αυτός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάκαμψη του δείκτη κερδοφορίας.

Καίτοι οι αλλαγές στην κατεύθυνση της ανάκαμψης των διαφορετικών δεικτών αποδοτικότητας της ελληνικής οικονομίας συντελούνται σε όλο το διάστημα του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1990, θεωρούμε καθοριστικό έτος τομής το 1996, όταν ανακάμπτουν οριστικά η «οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου», η παραγωγικότητα της εργασίας και το ποσοστό επένδυσης, και όλοι οι εξεταζόμενοι δείκτες είναι πλέον σε ανοδική τροχιά.

Βιβλιογραφία

Barou Y. & Keizer B., 1984, Les grandes economies, Paris: Seuil.

Billaudot B.& Gauron A., 1985, Croissance et Crise, Paris: La Decouverte.

Busch, K., 1987, H κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ερατώ: Αθήνα Dumenil, G. and Levy, D., 1993, The Economics of the Profit Rate, Aldershot U.K.and VermontU.S.A.: Edward Elgar.

Dumenil, G. and Levy, D., 2002, «The Profit Rate: Where and How Much Did It Fall. Did It Recover? ( U.S.A.1948-1997)», Review of Radical Political Economics, Vol. 34:. 437-61.

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 1993, Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα (1960- 1992), Αθήνα: ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Ioakimoglou, E. and Milios, J., 1993, «Capital Over-Accumulation and Economic Crisis: The Case of Greece(1960-1989)», Review of Radical Political Economics, V. 25 (2): 81-107, June.

Loiseau B., Mazier J., Winter, M.B., 1976 «Repartition, accumulation et rentabilite du capital», SEF , No 25.

Μηλιός, Γ., 1995, «Οικονομική κρίση και μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν: Ανάπτυξη μέσω λιτότητας;» Θέσεις 52: 17 επ.

Μηλιός, Γ., 2000, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Αθήνα: Κριτική.

Μηλιός, Γ., Ιωακείμογλου, Η., 1990, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Αθήνα: Εξάντας.

Milios, J., Dimoulis, D. and Economakis, G., 2002, Karl Marx and the Classics, Aldershot: Ashgate.

Μηλιός, Γ., Δημούλης, Δ., Οικονομάκης, Γ. 2005, Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης , Αθήνα: Νήσος.

Mohun, S., 2005, «Distributive Shares in the U.S. Economy, 1964-2001», υπό δημοσίευση στο Cambridge Journal of Economics.

Μπαμπανάσης, Σ. και Σούλας, Κ., 1977, Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών, Αθήνα: Θεμέλιο.

Shaikh, A. M. and Tonak, E. A., 1994, Measuring the Wealth of Nations, Cambridge: CambridgeUniversityPress.


[1] Για τις μεθόδους υπολογισμού των δεικτών βλ. Μηλιός-Ιωακείμογλου 1990. Υπολογίσαμε τους δείκτες τόσο για τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας όσο και για την ελληνική οικονομία ως σύνολο. Η επιλογή του επιχειρηματικού τομέα προϋποθέτει τη θεωρητική θέση ότι αντιλαμβανόμαστε ως παραγωγική κάθε εργασία που δημιουργεί κέρδος για τον επιχειρηματία, ανεξάρτητα από τον τομέα οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο δαπανάται (για τη θεωρητική τεκμηρίωση της θέσης αυτής βλ. Μηλιός 2000, Milios et al 2002, Μηλιός κ. ά. 2005). Διαφοροποιούμαστε έτσι από άλλες αναλύσεις που θεωρούν ως μη παραγωγική την εργασία σε κλάδους των υπηρεσιών (π.χ. Shaikh and Tonak 1994, Mohun 2005). Παρά την ύπαρξη της αυτοαπασχόλησης (και του Δημοσίου), οι τάσεις διαχρονικής εξέλιξης των δεικτών αποδοτικότητας της συνολικής οικονομίας δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τις αντίστοιχες του επιχειρηματικού τομέα. Στο επόμενο τμήμα του άρθρου παρουσιάζουμε έτσι Διαγράμματα που αναφέρονται στη συνολική οικονομία και εικονογραφούν επομένως την εξέλιξη της συνολικής μακροοικονομικής της εικόνας. Επισημαίνουμε τις περιπτώσεις δεικτών που παρατηρείται αναγνωρίσιμη διαφορά με τους αντίστοιχους δείκτες του επιχειρηματικού τομέα.

[2] Αξιοσημείωτο είναι ότι στο σημείο αυτό υπάρχει μια εμφανής διαφορά με την εξέλιξη του ιδίου μεγέθους στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας, ιδιαίτερα δε στην μεταποιητική βιομηχανία: η παραγωγικότητα του κεφαλαίου αυξάνεται σημαντικά από το 1987 στην περίπτωση της βιομηχανίας, και από το 1990 στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας. Αυτή η διαφορά σχετίζεται με το γεγονός ότι στα στοιχεία του συνόλου της οικονομίας περιλαμβάνονται ο δημόσιος τομέας με τη στενή έννοια του όρου, ο τομέας των κατοικιών (επενδύσεις σε κατοικίες και ενοίκια) και άλλες οικονομικές δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας. Η άνοδος της παραγωγικότητας του κεφαλαίου εκφράζει το γεγονός ότι το ύψος του παγίου κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας καθαρού προϊόντος μειώνεται.

[3] Υποκατάσταση εργασίας με κεφάλαιο = Ρυθμός μεταβολής της έντασης κεφαλαίου, Δ(Κ/Ν)/Δt. Για τη διαχρονική εξέλιξη του δείκτη αυτού βλ. παρακάτω.

[4] Βλ. για την εμπειρική τεκμηρίωση του φαινομένου (α) Loiseau B., Mazier J., Winter, M.B., 1976, (β) Billaudot B.& Gauron A., 1985, (γ) Barou Y. & Keizer B., 1984.

[5] Η πρώτη ανάλυση του ζητήματος βρίσκεται σε δημοσίευση του 1993 με τίτλο Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα (1960-1992), Σειρά Μελέτες, έκδοση ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

[6] Πρόβλεψη DGII.