H κρίση της Τεχνικής - Επαγγελματικής Εκπαίδευσης
(Ένας ιδιότυπος ιδεολογικός «ρατσισμός»)
του Γιάννη Μηλιού
1. Ή «στροφή στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση» πού δεν έγινε
Το 1977 κατατέθηκε στη Βουλή από την κυβέρνηση Καραμανλή και ψηφίστηκε ο νόμος 576 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως». Ή κυβέρνηση της Δεξιάς ισχυρίστηκε τότε ότι ο νέος νόμος —πού ή βασική καινοτομία του ήταν ο χωρισμός του Λυκείου σε Γενικό (από το όποιο, σχεδόν αποκλειστικά, ήταν δυνατή ή πρόσβαση στα ΑΕΙ) και Τεχνικό-Επαγγελματικό Λύκειο— θα εξασφάλιζε σταδιακά τον προσανατολισμό των μαθητών προς την Μέση και Ανώτερη Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση (TEE), πράγμα πού αποτελούσε μια επείγουσα πλέον ανάγκη για την οικονομική ανάπτυξη.
Χωρίς αμφιβολία ή Δεξιά είχε κάθε λόγο να πιστεύει τότε, ότι οι μεταρρυθμίσεις πού θέσπιζε θα πετύχαιναν τους στόχους τους. Πρώτα απ' όλα γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές στηρίζονταν σ' ένα συντριπτικό πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων: Ό νόμος 576/77 πού θέσπιζε τη «στροφή στην TEE» υποστηρίχθηκε όχι μόνο από το κυβερνητικό κόμμα αλλά και από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση την Ε.Κ.Ν.Δ. Ακόμα, οι κατευθυντήριοι άξονες της μεταρρύθμισης είχαν επικυρωθεί τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την ψήφιση του νόμου, στη «μεγάλη σύσκεψη για την παιδεία» (Καθημερινή 1 καί'3/2/76) στην οποία προέδρευε ο πρωθυπουργός και συμμετείχαν ο υπουργός και οι υφυπουργοί Παιδείας, οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ο πρύτανης του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, οι πρόεδροι της ΟΛΜΕ και της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και ορισμένες μεμονωμένες προσωπικότητες, με επιφανέστερο τον «εμπνευστή της εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως του Γεωργίου Παπανδρέου» (Καθημερινή) Ε. Παπανούτσο. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, λοιπόν, πριν αλλά και μετά την ψήφιση του νόμου 576, οι αρμόδιοι του υπουργείου Παιδείας, αλλά και οι ιδεολόγοι της εκπαίδευσης από το χώρο του Κέντρου, εξηγούσαν στην «κοινή γνώμη» ότι ή TEE θα είναι πλέον ισότιμη με τη γενική εκπαίδευση και επιπλέον περισσότερο προσοδοφόρα απ' αυτήν.1
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ορισμένα από τα προοδευτικά κόμματα πού καταψήφισαν στη Βουλή το νομοσχέδιο της Ν.Δ., το θεωρούσαν εντούτοις ένα κατ' αρχήν θετικό βήμα για τη «στροφή στην TEE».2
Κατηγορηματικά αντίθετοι με την επιχειρούμενη «στροφή στην TEE» ήταν μόνο το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ πού υποστήριξαν ότι ο νέος νόμος «επισφραγίζει και ολοκληρώνει τους φραγμούς στη μάθηση πού άρχισαν με το νόμο 309/1976» (Κουτσοχέρας, Αυγή 26/2/77) και συνεπώς «δεν πρόκειται για στροφή στην Τεχνική Εκπαίδευση, αλλά για βίαιο σπρώξιμο της πλειοψηφίας της νεολαίας στα εργοστάσια» (Από την αγόρευση στη Βουλή του Δ. Γόντικα, Ριζοσπάστης 6/2/77). Τα δύο αυτά κόμματα καθοδήγησαν τις κινητοποιήσεις του σπουδαστικού κόσμου ενάντια στο νομοσχέδιο, οι όποιες όμως πολύ γρήγορα ατόνησαν, μετά την ψήφιση του νόμου, όπως ατόνησαν και οι κινητοποιήσεις του διδακτικού προσωπικού της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, πού κυρίως αρθρώνονταν γύρω από κάποια επαγγελματικά αιτήματα.
Όμως παρά το συντριπτικό υπέρ των μεταρρυθμίσεων της Δεξιάς πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων, την εποχή τουλάχιστον πού ψηφίστηκε ο νόμος 576/77 και παρά τις προβλέψεις ακόμα και της παραδοσιακής Αριστεράς ότι θα επιβληθεί ένα «βίαιο σπρώξιμο της πλειοψηφίας της νεολαίας στα εργοστάσια»3 ή θρυλούμενη «στροφή στην TEE» δεν επιτεύχθηκε ποτέ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου, κατά το σχολικό έτος 1981-82, το ποσοστό των μαθητών της TEE στο β' κύκλο της Μέσης Εκπαίδευσης (Τεχνικά και Επαγγελματικά Λύκεια) ήταν μόλις 28%, δηλαδή είχε μειωθεί σε σχέση με τα ποσοστά πού ίσχυαν πριν την ψήφιση του Ν. 576/77. (Το ποσοστό αυτό ήταν 32% κατά το σχολικό έτος 1973-74).
Ή συρρίκνωση αυτή της TEE συντελείται σε μιαν εποχή κατά την οποία
εξελίσσεται στη χώρα μια άνευ προηγουμένου «εκπαιδευτική έκρηξη». Ή παραδοσιακή εκπαιδευτική ανεπάρκεια, πού είχε σαν αποτέλεσμα να παραμένουν σήμερα αναλφάβητοι το 10,4% του πληθυσμού, ενώ το 24,5% δεν έχει καν τελειώσει το Δημοτικό, έχει δώσει τη θέση της σε μια εκπαιδευτική άνθιση πού ξεπερνά τα μέσα επίπεδα των προηγμένων χωρών της Δύσης. Σήμερα στην Ελλάδα, στις ηλικίες από 5 μέχρι 19 χρονών, σπουδάζει το 79,3% του πληθυσμού, ποσοστό πού είναι υψηλότερο από όλες τις χώρες της Δύσης πλην των ΗΠΑ (85%), της Βρετανίας (84%) και της Ν. Ζηλανδίας.4 Αν κοιτάξουμε τα πράγματα σε αναφορά με τη σχέση δάσκαλοι μαθητές στη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, ή Ελλάδα κατατάσσεται και πάλι ανάμεσα στις δέκα πρώτες χώρες της Δύσης, με 24 μαθητές ανά δάσκαλο στο Δημοτικό και 19 μαθητές ανά καθηγητή στη Μέση Εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό του ρυθμού των εξελίξεων είναι ακόμα το γεγονός ότι μέσα στην επταετία 1976-1983, ο αριθμός των μαθητών πού φοιτούσε στα ιδιωτικά σχολεία όλων των βαθμίδων μειώθηκε κατά 49,7%. Έτσι στα ιδιωτικά Δημοτικά φοιτά σήμερα μόνο το 7,32% των μαθητών, στα ιδιωτικά Γυμνάσια το 4,63% και στα ιδιωτικά Λύκεια το 7,86% των μαθητών. Το εννιάχρονο υποχρεωτικό Δημόσιο Σχολείο —μαζί μ' αυτό και τα όνειρα των μεταρρυθμιστών όλων των αποχρώσεων5— είναι πλέον στη χώρα μας μια πραγματικότητα. Μάλιστα το 48% των αποφοίτων του Γυμνασίου συνεχίζει τη φοίτηση του στο Λύκειο.
Όσα αναπτύξαμε εδώ θέτουν νομίζω ένα άμεσο ερώτημα: Γιατί ή εκπαιδευτική έκρηξη της τελευταίας δεκαετίας δεν συνοδεύτηκε με μια στροφή προς την TEE, παρά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις πού προώθησε ή πολιτική εξουσία, παρά ακόμα τον ευνοϊκό γι' αυτές τις μεταρρυθμίσεις πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής; Γιατί ανακόπηκε ή αυθόρμητη στροφή στην TEE —μέσα από τις ιδιωτικές κυρίως σχολές— της δεκαετίας 1963-1973; Ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Γιατί δεν κατάφερε ή πολιτική εξουσία —αφού όλα δείχνουν πώς είχε τη «βούληση»6— να επιβάλει τη στροφή στην TEE;
Μια απευθείας απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί, γιατί απλούστατα το ίδιο το ερώτημα είναι ανυπόστατο. Δηλαδή τέθηκε με λάθος τρόπο: Την «εκπαιδευτική έκρηξη», τη στροφή στην TEE, αλλά και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική διαδικασία δεν την πραγματοποιεί ή κρατική εξουσία. Οι κοινωνικές εξελίξεις δεν εκπορεύονται από την κυβερνητική «βούληση». Προκύπτουν μέσα από την πάλη των τάξεων, σαν αποτέλεσμα των συνολικών πολιτικών και ταξικών συσχετισμών. Των συσχετισμών δηλαδή στα πλαίσια της συνολικής κοινωνίας κι όχι μόνο στο επίπεδο των κομματικών εκπροσωπήσεων, των κυβερνητικών οργάνων και της πολιτικής σκηνής. Ή κρατική εξουσία συμπυκνώνει αυτούς τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας. Όμως δεν τους δημιουργεί, δεν μπορεί επομένως κάθε φορά να τους διαχειρίζεται κατά «βούληση». οι οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί —στο εσωτερικό των σχέσεων εξουσίας— και ή λαϊκή δράση και παρέμβαση πού συνδέεται μαζί τους, υπερβαίνουν την κυβερνητική «βούληση» και τελικά την καθορίζουν, της υπαγορεύουν τους διάφορους «ρεαλιστικούς έπαναπροσανατολισμούς».
Φαίνεται λοιπόν πώς οι συνολικοί πολιτικοί και ταξικοί συσχετισμοί πού έκαναν δυνατή την «εκπαιδευτική έκρηξη» της τελευταίας δεκαετίας, λειτούργησαν συγχρόνως απαγορευτικά για τη στροφή στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση.
2. Το «παράδοξο» της TEE και οι κοινωνικοί οροί της αποτυχίας
Ή αποτυχία της στροφής στην TEE αναπαράγει κάποια κοινωνικά αποτελέσματα: Είναι σε όλους γνωστό ότι ή ταχύρυθμη μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συνδέθηκε με μια αυξημένη ζήτηση σε ειδικευμένο εργατικό, υπαλληλικό και τεχνικό προσωπικό. Ή κρίση της TEE αντανακλάται λοιπόν, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, σε συγκεκριμένες «δυσλειτουργίες» του «συστήματος απασχόλησης» και σε συγκεκριμένες «ελλείψεις» σε μεσαίο στελεχικό δυναμικό.7
Όμως εδώ προκύπτει ένα κατ' αρχήν «παράδοξο»: Παρά τις αυξημένες ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού σε ειδικευμένη εργατική δύναμη και «μεσαία στελέχη», οι απόφοιτοι της TEE —και πρώτα απ' όλα οι ειδικότητες πού κυρίως προσανατολίζονται προς τη βιομηχανία —όπως οι τεχνολόγοι μηχανικοί— μαστίζονται σε μεγάλο ποσοστό από την ανεργία ή έτεροαπασχολούνται.8
Ακόμα περισσότερο, παρά την ανεργία και την έτεροαπασχόληση, ή σημερινή πολιτική εξουσία αύξησε τον αριθμό των εισαγομένων στις Ανώτερες Σχολές, από 9.362 το 1980-81, σε 17.753 το 1983-84, δηλαδή σχεδόν διπλασίασε μέσα σε τρία χρόνια τον αριθμό των εισαγομένων, χωρίς μάλιστα ή αύξηση αυτή να σχετίζεται με μια ανάλογη πίεση ή προσέλευση υποψηφίων.9
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια ολόπλευρη κρίση της TEE. Οι αιτίες όμως αυτής της κρίσης φαίνεται ότι εξακολουθούν να παραμένουν κρυφές τόσο για τους εκπρόσωπους της κυβέρνησης όσο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. οι εκατέρωθεν κατηγορίες για «πολιτικές ευθύνες», σε σχέση με την εκπαιδευτική πολιτική πού ακολουθήθηκε ή πού ακολουθείται, συγκαλύπτουν απλώς τους κοινωνικούς όρους πού υπαγορεύουν την εκπαιδευτική κρίση.
Τον περασμένο 'Οκτώβριο ή κυβερνητική πλειοψηφία προώθησε στη Βουλή το νομοσχέδιο «Για τη δομή και τη λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ΤΕΙ» πού καταργεί το Ν. 576/77 και επιχειρεί να αναμορφώσει τα κρατούντα στο χώρο της Ανώτερης TEE. Στην Εισηγητική Έκθεση του νομοσχεδίου παρατίθεται ή κυβερνητική εκτίμηση για την αποτυχία της TEE: Υποστηρίζεται ότι ή αποτυχία συναρτάται με την «έλλειψη εμπιστοσύνης πού έχει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην TEE», έλλειψη εμπιστοσύνης πού οφείλεται στην ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού μηχανισμού και ιδίως των ΚΑΤΕΕ (σελ. 8) καθόσον: «ή ίδρυση και λειτουργία τους (το 1973, Γ.Μ.) άρχισε σε μια ζοφερή πολιτική περίοδο», «δεν στηρίχθηκε σε κανένα πρόγραμμα», ενώ «τα προγράμματα σπουδών υπήρξαν ελλιπή ποσοτικά και ποιοτικά». Τέλος υποστηρίζεται ότι «οι απόφοιτοι δεν εντάχθηκαν στην παραγωγή... λόγω της επαγγελματικής τους ανεπάρκειας... αλλά και λόγω της ανυπαρξίας συγκεκριμένης πρόβλεψης και προστασίας από την Πολιτεία» (σελ. 7). Με αυτό το πλαίσιο ερμηνείας θα συνταχθεί και ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ στη Βουλή.10 Ή Ν.Δ. θα συναρτήσει επίσης την αποτυχία της TEE με την «ψυχολογική προκατάληψη πού υπήρχε στην Κοινή Γνώμη», αλλά θα θεωρήσει τα κόμματα της Αριστεράς σαν υπεύθυνα γι' αυτή την προκατάληψη.11
Όμως ή «έλλειψη εμπιστοσύνης» προς την TEE δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί σαν ή αιτία πού απέτυχε ή «στροφή στην Τεχνική Εκπαίδευση». Είναι απλά το αποτέλεσμα μέσα στην εκπαίδευση κάποιων πολύ ευρύτερων ιδεολογικών σχέσεων πού συνδέονται με τον ίδιο τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, και τις κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής πού διαμορφώνουν αυτόν τον καταμερισμό, πού βρίσκονται πίσω από τον —φαινομενικά
«τεχνικό»— επιμερισμό των κοινωνικών ρόλων και λειτουργιών. Στην κοινωνική αναπαραγωγή ή εκπαίδευση παίζει ένα αποφασιστικό ρόλο, ο οποίος είναι όμως πάντα δευτερεύων σε σχέση με τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών ρόλων και λειτουργιών πού συγκροτούν τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Ή διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών λειτουργιών και θέσεων αποτελεί την κύρια πλευρά της αναπαραγωγής. Ή εκπαίδευση συμβάλλει αποφασιστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή των ατόμων, των φορέων πού θα καταλάβουν τις — προϋπάρχουσες— ταξικά προσδιορισμένες κοινωνικές θέσεις και λειτουργίες.12
Σ' αυτή την κύρια πλευρά της κοινωνικής αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή των κοινωνικών λειτουργιών και ρόλων μέσα στην καπιταλιστική ελληνική κοινωνία σαν σύνολο —και όχι στις ανεπάρκειες της εκπαιδευτικής λειτουργίας— πρέπει νομίζω να αναζητήσουμε τις αίτιες πού λειτουργούν απαγορευτικά για τη στροφή στην TEE.
Ή θέση πού μόλις διατυπώσαμε μπορεί κατ' αρχήν να αποδειχθεί αρνητικά: οι δυσλειτουργίες και ή αντιδημοκρατικότητα πού εντοπίζει ή Αριστερά στην TEE, στην πραγματικότητα αφορούσαν ολόκληρη την εκπαιδευτική λειτουργία, δεν αποτελούν «προνόμιο» της TEE. Γιατί πραγματικά είναι αστείο να ισχυριστούμε ότι ή συρροή των υποψηφίων στα προπύλαια των ΑΕΙ και ή αδιαφορία για τα ΚΑΤΕΕ προέρχεται από την πεποίθηση ότι τα πρώτα προάγουν την εθνική ανεξαρτησία ενώ τα δεύτερα είναι υποταγμένα στη Διεθνή Τράπεζα, ή έστω ότι τα πρώτα εξασφαλίζουν μια σίγουρη απασχόληση, ή ότι μόνο στην TEE ήταν «αναχρονιστικό και ξεκομμένο από τη ζωή» το περιεχόμενο σπουδών. Εφόσον το «κακό» ήταν γενικό, και με δεδομένη την «προϊστορία» του εκπαιδευτικού μηχανισμού πού «έβγαζε» στους 100 έλληνες 10 αναλφάβητους και 25 αγράμματους, τότε είναι προφανές ότι το ερμηνευτικό σχήμα της Αριστεράς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς φτάσαμε απ' τη μια στην «εκπαιδευτική έκρηξη» πού περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο και από την άλλη στην καθήλωση της TEE.
Ή «έλλειψη προγραμματισμού» είναι εξάλλου μια σαθρή επιχειρηματολογία: Ό εκπαιδευτικός προγραμματισμός με την αυστηρή έννοια του όρου δεν είναι βέβαια δυνατόν να υπάρξει, καθόσον, πρώτα απ' όλα, ή ζήτηση στην αγορά εργασίας δεν είναι ποτέ επακριβώς προβλέψιμη και επιπλέον ή ζήτηση αυτή αναφέρεται σε κάποιες εντελώς συγκεκριμένες θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, ενώ ή (επαγγελματική) εκπαίδευση-ειδίκευση έχει πάντα ένα πολύ γενικότερο χαρακτήρα, αφορά μια ευρύτερη κατηγορία θέσεων στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας.13 Εντούτοις, όταν για κάποια μεγάλα χρονικά διαστήματα παρατηρείται μια άναντιστοιχία ανάμεσα στις ανάγκες πού αναδημιουργεί ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας και στους φορείς πού αναπαράγει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, είναι δυνατός, σχετικά εύκολα μάλιστα, ένας αναπροσανατολισμός της εκπαιδευτικής λειτουργίας για το ξεπέρασμα της άναντιστοιχίας. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να έχουμε, σε μόνιμη βάση, «πρόβλημα εξεύρεσης ειδικευμένου δυναμικού» και ταυτόχρονα ανεργία αυτού του δυναμικού;
Ή ερμηνεία της Δεξιάς από την άλλη ότι για την αποτυχία της TEE ευθύνονται τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης πλησιάζει τα όρια του γελοίου. Όχι μόνο γιατί από την τότε αντιπολίτευση μια μερίδα μόνο αντιτάχθηκε στην πολιτική της Ν.Δ., αλλά κυρίως γιατί αν ήταν στο χέρι της αντιπολίτευσης να ακυρώνει τους νόμους της κυβέρνησης, τότε γιατί δεν το έκανε για κάθε νόμο με τον όποιο διαφωνούσε, οπότε δεν θα παρέμενε και για δύο ολόκληρες κοινοβουλευτικές περιόδους αντιπολίτευση; Ή πραγματικότητα ήταν εντελώς αντίστροφη σε σχέση με την εκτίμηση της Δεξιάς. Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ δεν δημιούργησαν τη λαϊκή δυσπιστία για την TEE, αλλά έκφρασαν τη διάχυτη λαϊκή δυσπιστία πού προϋπήρχε, για την ακρίβεια την «αναμετέδωσαν» όπως ακριβώς προϋπήρχε: Χωρίς να τη μετασχηματίσουν σε αριστερή κριτική και παρέμβαση.
Μπορούμε λοιπόν τώρα να επιχειρήσουμε μια θετική απάντηση στο πρόβλημα πού μας απασχολεί: Ή κρίση της TEE οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καθολική κοινωνική υποτίμηση, την υποβάθμιση του κοινωνικού γοήτρου των «μεσαίων» τεχνικών επαγγελμάτων στην ελληνική κοινωνία. Ή ιδεολογική αυτή υποτίμηση αντανακλάται στην εκπαίδευση σαν ιδεολογική υποτίμηση της TEE (πού κυρίως επιφορτίζεται με την εκπαίδευση των φορέων πού θα ασκήσουν αυτά τα επαγγέλματα).
Επειδή ή υποβάθμιση του γοήτρου αυτών των επαγγελμάτων είναι καθολική, δηλαδή διαχέεται σ' ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, γι' αυτό και προκύπτουν κάθε είδους, δηλαδή αντιφατικά, κοινωνικά αποτελέσματα: Από τη μια ή «προσέλευση» των νέων στα μεσαία τεχνικά επαγγέλματα είναι περιορισμένη, χαμηλότερη από τις εκτιμούμενες ανάγκες. Από την άλλη όμως και ή ζήτηση «μεσαίου τεχνικού προσωπικού» είναι περιορισμένη —οι λειτουργίες πού σε κανονικές» συνθήκες θα εκτελούσε αυτό το προσωπικό καλύπτονται τώρα είτε από τα ανώτερα τεχνικά στελέχη (π.χ. διπλωματούχοι μηχανικοί), είτε από το κατώτερο προσωπικό (ειδικευμένοι εργάτες)— με αποτέλεσμα να μην απορροφώνται ούτε οι υπάρχοντες απόφοιτοι της TEE. και οι δύο τάσεις αφορούν λοιπόν πρώτα απ' όλα τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Επιπλέον, αν και αντιφατικές, κατατείνουν σ' έναν ενιαίο αποτέλεσμα σε σχέση με την εκπαίδευση: Λειτουργούν ανασχετικά, σχεδόν απαγορευτικά για τη στροφή στην TEE.
3. Ένας ιδιότυπος ιδεολογικός «ρατσισμός»
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια καθολική ιδεολογική υποτίμηση μιας κατηγορίας επαγγελμάτων πού συνδέονται με την TEE. Μια υποτίμηση πού αναπαράγει σημαντικά ιδεολογικά αποτελέσματα τόσο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας (και σε αναφορά με τη συγκρότηση του συλλογικού εργάτη), όσο και στο εσωτερικό της εκπαίδευσης.
Μπορούμε μήπως να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μια υποτίμηση των κοινωνικών ρόλων πού εντάσσονται στη «χειρωνακτική εργασία»; Δεν νομίζω
ότι μια τέτοια διατύπωση είναι ακριβής. Γιατί δεν πρόκειται γι' αυτή καθεαυτή την υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας και των επαγγελμάτων πού εντάσσονται σ' αυτή, αλλά για ένα αποτέλεσμα αυτής της υποτίμησης μέσα στο στρατόπεδο της πνευματικής εργασίας.
Σπεύδω να εξηγήσω την τελευταία διατύπωση. Τα επαγγέλματα στα οποία αναφερόμαστε με τη διατύπωση «μεσαία τεχνικά επαγγέλματα» και τα οποία συνδέονται με τη Μέση και Ανώτερη TEE, αναφέρονται σε κάποιους κοινωνικούς ρόλους πού κατά κύριο λόγο λειτουργούν «διαμεσολαβητικά» και συνδετικά ανάμεσα στις διευθυντικές πρακτικές — πού σχετίζονται με την οικονομική και πολιτική εξουσία — και τις λειτουργίες της άμεσης πρακτικής υλοποίησης. Στα πλαίσια της μεγάλης βιομηχανίας, οι φορείς αυτών των πρακτικών είναι οι «ιμάντες μεταβίβασης» ανάμεσα στις πρακτικές πού συμπυκνώνουν την καπιταλιστική ιδιοποίηση και διεύθυνση των μέσων παραγωγής και στην άμεση παραγωγική δραστηριότητα της εργατικής τάξης — κι αυτό άφορα πρώτα απ' όλα εκείνους πού ασκούν μια τεχνική — παραγωγική εργασία. Παρά την «ενδιάμεση» θέση τους ανάμεσα στους φορείς της εξουσίας και στους άμεσα εκμεταλλευόμενους, παρότι ακόμα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, οι φορείς στους οποίους αναφερόμαστε — πού στο σύνολο τους εντάσσονται στη νέα μικροαστική τάξη — επιτελούν κάποιες κοινωνικές λειτουργίες μέσα στο εργοστάσιο οι όποιες συμβάλλουν στην απόσπαση και ιδιοποίηση της υπεραξίας από το κεφάλαιο, οι όποιες εντάσσονται δηλαδή στις «λειτουργίες του κεφαλαίου» (επίβλεψη, έλεγχος και σύνδεση των επιμέρους παραγωγικών πρακτικών κλπ.), όπως αυτές οι λειτουργίες αντιπαρατίθενται στην εργατική τάξη. 14 Σαν τμήμα των συνολικών «λειτουργιών του κεφαλαίου» οι κοινωνικοί ρόλοι πού αντιστοιχούν στα «μεσαία επαγγέλματα» προϋποθέτουν ένα «μορφωτικό επίπεδο» και μια «εξειδίκευση» ανώτερη από αυτή των άμεσων παραγωγών. Σε σχέση δηλαδή με τη θεμελιώδη πολιτικό - ιδεολογική διάκριση πού διαπερνά την καπιταλιστική παραγωγή άλλά και ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία, τη διάκριση πνευματικής χειρωνακτικής εργασίας,14 τα «μεσαία τεχνικά επαγγέλματα» πολώνονται στη μεριά της πνευματικής εργασίας.
Ή υποτίμηση λοιπόν των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» δεν είναι παρά ή υποτίμηση του κοινωνικού τους γοήτρου στο εσωτερικό του στρατοπέδου της πνευματικής εργασίας, ή παραγνώριση της «αξίωσης» τους να αναγνωριστεί ή ένταξη τους στις κοινωνικές λειτουργίες του στρατοπέδου της πνευματικής εργασίας. Γιατί πραγματικά, οι διακηρύξεις για παράδειγμα του ΚΚΕ το 1977, όταν ψηφιζόταν ο 576 σε μια εποχή πού το 25% του πληθυσμού δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό* και το 60% δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, ότι οι απόφοιτοι των Τεχνικών Λυκείων και των ΚΑΤΕΕ αποτελούν «φτηνό εργατικό δυναμικό για τα μονοπώλια» (Ριζοσπάστης 26-2-77), τι άλλο έκανε παρά να εξωθεί στα άκρα την ιδεολογική διάκριση σε βάρος των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων», να αρνείται να αναγνωρίσει — με τον πιο αποφασιστικό τρόπο — το ρόλο τους στα πλαίσια του κοινωνικού (καπιταλιστικού) καταμερισμού εργασίας;
Το φαινόμενο πού περιγράφουμε εδώ σχετίζεται βέβαια άμεσα με την ίδια την ιδεολογική υποτίμηση και τις διακρίσεις σε βάρος της χειρωνακτικής εργασίας. Τα «μεσαία τεχνικά επαγγέλματα» συνδέονται με την παραγωγική διαδικασία και με τις πρακτικές της χειρωνακτικής εργασίας πολύ αμεσότερα από ότι οποιαδήποτε άλλη «λειτουργία του κεφαλαίου» στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής.
Εν τούτοις δεν πρόκειται για την υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας καθεαυτής. Πολύ περισσότερο πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αυτού πού ο Pierre Bourdieu15 ονόμασε «ρατσισμό της διανόησης», πού δεν είναι παρά ο ιδεολογικός ρατσισμός της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, όπως αναπαράγεται μέσα από τα αντιθετικά ιδεολογικά ζεύγη, ειδικός/μάζες, σπάνιος ή μοναδικός/πολυάριθμοι ή αγοραίοι, αποκλειστικός/κοινός, συνηθισμένος, μπανάλ κλπ. Λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση ιδεολογικού «ρατσισμού» γιατί το φαινόμενο εντοπίζεται στο εσωτερικό του στρατοπέδου της πνευματικής εργασίας, ενώ από την άλλη τα κοινωνικά του αποτελέσματα αφορούν, πέρα από το χώρο των ιδεολογιών, την ίδια τη δομή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Ό ιδεολογικός «ρατσισμός» σε βάρος των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» είναι, σήμερα, προφανώς ιδιαίτερα «αντιαναπτυξιακός» και «αντιορθολογικός» για τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως ή κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι, ως γνωστόν, ένα εργαλείο πού οι κυρίαρχες τάξεις και ή πολιτική εξουσία μπορούν να το χειριστούν κατά βούληση. Αύτη ή σχετική αυτονομία της κυρίαρχης ιδεολογίας από τη στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων επιτρέπει σήμερα, ανάμεσα στα άλλα, στους φορείς της πνευματικής εργασίας να διεκδικούν τη «φυλετική» τους καθαρότητα εξοβελίζοντας από τις γραμμές τους το «φτηνό εργατικό δυναμικό» πού θυμίζει ειδικευμένη χειρωνακτική εργασία. Καθόσον μάλιστα δεν έχουμε να κάνουμε με μια ελιτίστικη ιδεολογική πρακτική, αλλά με ένα «ρατσισμό με λαϊκό έρεισμα», πού μπολιάζει ακόμα και τις λαϊκές τάξεις, ή ιδεολογική υποτίμηση των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» παίρνει ένα χαρακτήρα «εθνικής ιδιαιτερότητας».
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε σε μια θέση πού υποστηρίξαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου: Ότι οι ίδιοι κοινωνικοί οροί πού έκαναν δυνατή την «εκπαιδευτική έκρηξη» της τελευταίας δεκαετίας, απέτρεψαν τη στροφή στην TEE. Ακόμα, ότι οι διαδικασίες αυτές συναρτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τη λαϊκή παρουσία και παρέμβαση.
Ή λαϊκή παρέμβαση δεν προσέλαβε καθ' όλη την περίοδο πού εξετάζουμε ένα επαναστατικό - αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Αντίθετα βίωσε την οικονομική ανάπτυξη σαν μια «εθνική» υπόθεση, πού θα παρείχε στον καθένα δυνατότητες για κοινωνική ευημερία και υλική ευμάρεια.
Ή ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά έτσι μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια, ακόμα και πέρα από τις μικροαστικές τάξεις. Το κύρος των «αυτοδημιούργητων» «διανοούμενων επαγγελμάτων» αναβαθμίζεται, και στην εκπαίδευση — κυρίως την ανώτατη— εναποτίθενται οι ελπίδες των λαϊκών τάξεων για κοινωνική άνοδο. Ή «στροφή στην εκπαίδευση» παίρνει καθολικό χαρακτήρα. Από την άλλη υποτιμόνται τα χειρωνακτικά επαγγέλματα (ή όσα μοιάζουν με «χειρωνακτικά») και ιδίως τα πιο προσοδοφόρα απ' αυτά (γιατί είναι «αδικία»
οι «μορφωμένοι» να «παίρνουν λιγότερα»). Το στρατόπεδο της πνευματικής εργασίας εκτονώνει την «πικρία» του για τη χαμηλή υλική ανταμοιβή του, σε σχέση με την «υψηλή κοινωνική και εθνική προσφορά» του, μέσα από τη διεκδίκηση της «φυλετικής» καθαρότητας του. Τα μεσαία τεχνικά επαγγέλματα θα παραμείνουν στη συνείδηση των «μορφωμένων» φτηνό εργατικό δυναμικό άξιο μόνο για βορά των μονοπωλίων.
4. Ή μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ
Ή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πού επιχειρεί σήμερα το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να εμφορείται, τουλάχιστον σε ότι αφορά την TEE, από συναφείς με το παρελθόν στόχους: Πρώτα απ' όλα, την κάλυψη των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού σε «μεσαίο τεχνικό προσωπικό». Εν τούτοις το ΠΑΣΟΚ διαχειρίζεται το πρόβλημα μέσα από μια διαφορετική οπτική. Δεν επιδιώκει να αυξήσει την κατασταλτική - κατανεμητική ικανότητα του εκπαιδευτικού μηχανισμού, αλλά να διευρύνει τη συναίνεση των εκπαιδευόμενων. Φαίνεται μάλιστα ότι ή νέα διαχείριση αποβαίνει περισσότερο αποτελεσματική, σ' όσο βαθμό βέβαια ή εκπαιδευτική πολιτική και ή εκπαιδευτική λειτουργία μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις.
Στη Μέση Εκπαίδευση διατηρείται ή διάκριση Γενικού - Τεχνικού Λυκείου, αλλά καταργήθηκαν οι εξετάσεις από το Γυμνάσιο στο Λύκειο. Τα Τεχνικά και Επαγγελματικά Λύκεια είναι πλέον μια «ελεύθερη επιλογή», έπαψαν δηλαδή να είναι το συνώνυμο της αποτυχίας. Παράλληλα εισάγεται ή «πολυκλαδικότητα» στο Γενικό Λύκειο με τις κατ' επιλογή «δέσμες μαθημάτων». Τώρα και ή Γενική Εκπαίδευση αποκτά, έστω στην τελευταία τάξη, μια χροιά «επαγγελματικού προσανατολισμού». Κάθε «δέσμη» οδηγεί, μ' ένα ενιαίο σύστημα επιλογής, σε ομάδες Σχολών με συγγενικό περιεχόμενο σπουδών. Με βάση την κάθε «δέσμη» επιτρέπεται λοιπόν ή υποψηφιότητα σε ομάδες τόσο Ανώτατων όσο και Ανώτερων Σχολών. Πέρα από τα ιδεολογικά αποτελέσματα πού έχει το νέο σύστημα (αναβάθμιση του κύρους των Ανωτέρων Σχολών), προεξοφλεί αναμφίβολα και μια μεγαλύτερη προσέλευση υποψηφίων στις Ανώτερες Σχολές.
Με το νόμο για τα ΤΕΙ, ή κυβέρνηση προσπαθεί να αναστυλώσει το κοινωνικό κύρος των Ανώτερων Σχολών και μέσω αυτών όλης της TEE: Πέρα από τον κρατικό ιδεολογικό λόγο και τις κυβερνητικές διακηρύξεις, ότι τα ΤΕΙ αποτελούν ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πού διακρίνονται από τα ΑΕΙ όχι τόσο από ένα χαμηλότερο επίπεδο όσο από ένα διαφορετικό προσανατολισμό (εφαρμογή αντί για έρευνα), ο νέος νόμος θεσπίζει την ακαδημαϊκή λειτουργία των Ανώτερων Σχολών (ακαδημαϊκό άσυλο, οργανωτική διάρθρωση πού προσομοιάζει με εκείνη των ΑΕΙ, συμμετοχικές διαδικασίες κλπ.) και επιχειρεί να αναβαθμίσει το περιεχόμενο των σπουδών αλλά και το επίπεδο των διδασκόντων. Αν αυτά συνδυαστούν στο μέλλον με μια διαφοροποίηση (εξειδίκευση) του περιεχομένου σπουδών και των τίτλων, των τεχνολόγων μηχανικών, ώστε να διαφοροποιούνται ρητά από τα αντίστοιχα περιεχόμενα και τους τίτλους των διπλωματούχων μηχανικών, τα αναμενόμενα (ιδεολογικά) αποτελέσματα θα είναι ακόμα σημαντικότερα.
Ή κατάθεση στη Βουλή του νόμου για τα ΤΕΙ έθεσε ξανά επί τάπητας το συνολικό πρόβλημα της TEE. Όπως είναι γνωστό, στο νόμο για τα ΤΕΙ αντιτάχθηκε πρώτα απ' όλα το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας πού υποστήριξε ότι «το μόνο πού επιχειρείται είναι κάποια αναβάθμιση τίτλων» και ότι ο νόμος «δημιουργεί κάποια παραπανεπιστήμια πού θα παράγουν υποβαθμισμένους αποφοίτους με αναβαθμισμένους τίτλους».16
Ή αντίδραση του Τεχνικού Επιμελητηρίου είναι φυσικά κατανοητή. Όχι βέβαια γιατί με την αναβάθμιση του κύρους των 'Ανώτερων Σχολών θα υποβαθμιστεί ο ρόλος των μηχανικών. Μάλιστα, αν συμβεί κάτι, αυτό θα είναι το ακριβώς αντίθετο. Γιατί, αν στην «ελληνική οικονομία» και στις «δημόσιες υπηρεσίες» πάψουν οι αρμοδιότητες και οι θέσεις των «τεχνολόγων» και των «υπομηχανικών» να καταλαμβάνονται από τους αποφοίτους των ΑΕΙ και τους μηχανικούς, τότε θα αναβαθμιστεί ο κοινωνικός ρόλος των τελευταίων, μια πού θα άφορα πλέον κατά κύριο λόγο τις διευθυντικές και ερευνητικές αρμοδιότητες. Θα αυξηθεί όμως έτσι — υπάρχει κίνδυνος— ή ανεργία των μηχανικών και αυτό φαίνεται πώς κατά βάση απασχολεί το Τεχνικό Επιμελητήριο.
Εκείνο πού όμως αξίζει να σημειώσουμε είναι Ότι με τις απόψεις του Τεχνικού Επιμελητηρίου — κυρίως σ' ότι αφορά την αναβάθμιση των τίτλων των Ανώτερων Σχολών — ταυτίστηκε τόσο ή Δεξιά όσο και το ΚΚΕ. Έτσι, στην αγόρευση του στη Βουλή, ο Β. Κοντογιαννόπουλος της Ν.Δ. θα πει: «Ή βαθμίδα ή μεταγυμνασιακή είναι σαφώς τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά διακρίνεται σε ανωτέρα και ανωτάτη, ή εάν θέλετε σε πανεπιστημιακή και μη πανεπιστημιακή... Είναι ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας γιατί υποκύψαμε σε πολλές πιέσεις και αλλοιώσαμε την εκπαίδευση των ΚΑΤΕΕ και την κάναμε περισσότερο θεωρητική. και τώρα χειροτερεύετε εσείς το πρόβλημα.»17
Όμως και οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ, πού το 1977 θεωρούσαν, όπως είδαμε, τους αποφοίτους των Ανωτέρων Σχολών «φτηνό εργατικό δυναμικό», θα ανησυχήσουν ξαφνικά γιατί με το νέο νόμο «υπάρχει κίνδυνος» να συγχέονται οι αρμοδιότητες ΤΕΙ και ΑΕΙ. «Ούτε παραπανεπιστήμια ούτε ύποπανεπιστήμια πάμε να δημιουργήσουμε. και το σχέδιο νόμου ανοίγει αυτή την πόρτα» (Γρ. Φαράκος). «Αν ή χώρα έχει ανάγκη από 3, 4, 5 Πανεπιστήμια ακόμα, να έρθουμε να το πούμε καθαρά και να φτιάξουμε 3, 4, 5 Πανεπιστήμια. Είναι φανερό ότι εδώ πρόκειται για Σχολές — και έτσι πρέπει να είναι — διαφορετικές, πού έχουν ένα διαφορετικό ρόλο» (Μ. Δαμανάκη). «Υπάρχει ή πολύ γνωστή οδηγία της ΕΟΚ ή οποία πάει να επιβληθεί και στη χώρα μας, για το ότι γενικά πρέπει να υπάρχει μια τετράχρονη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παίρνοντας υπ' όψη αυτά νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο σαφώς να καθορίζονται (για τα ΤΕΙ-Γ.Μ.) τα τρία χρόνια σπουδών» (Γρ. Φαράκος).18
Υποδηλώνει μήπως αυτή ή «ενότητα» της αντιπολίτευσης το κοινωνικό και πολιτικό κύρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου; Αναμφίβολα ναι, αν και νομίζω ότι ή κύρια πλευρά των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα συντεχνιακά συμφέροντα των μηχανικών, αλλά στα πολύ ευρύτερα ιδεολογικά και πολιτικά φαινόμενα πού προηγούμενα περιγράψαμε: Στην ιδεολογική υποτίμηση του κοινωνικού ρόλου των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων», στον ιδεολογικό «ρατσισμό» σε βάρος τους, πού δεν επιτρέπει στους κάθε λογής «αξιοκράτες» να καταλάβουν πώς ξαφνικά θα δίνονται «πανεπιστημιακά διπλώματα» στο «φτηνό εργατικό δυναμικό».
Ή έκβαση επομένως της νέας μεταρρύθμισης στο χώρο της TEE κάθε άλλο παρά μπορεί σήμερα να προεξοφληθεί. Γιατί το πρόβλημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και κυρίως το πρόβλημα της στροφής στην TEE υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Ό ιδεολογικός «ρατσισμός» σε βάρος των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» ούτε αποκλειστικά στην εκπαίδευση αναπαράγεται, ούτε αποκλειστικά την εκπαίδευση αφορά.
Επίλογος
Αν κάτι προκύπτει σαν πολιτικό συμπέρασμα από όσα αναπτύξαμε σ' αυτό το άρθρο, δεν είναι βέβαια πώς καθυστερεί — δυστυχώς— ή στροφή στην TEE, πού είναι τόσο αναγκαία για την «ανάπτυξη του τόπου». Το κυρίαρχο πρόβλημα, από τη δικιά μας σκοπιά, είναι ή ανεπάρκεια, αν όχι ή ανυπαρξία, της αριστερής παρέμβασης και κριτικής στην εκπαιδευτική λειτουργία και τους θεσμούς του αστικού κράτους.
Όμως ο δρόμος για την αριστερή παρέμβαση και κριτική στο χώρο της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα παραμένει κλειστός όσο κυριαρχεί ή σημερινή λογική της παραδοσιακής Αριστεράς, πού κύριο μέλημα της φαίνεται να είναι ή προάσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και «κεκτημένων» δικαιωμάτων, στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνικής ιεραρχίας.
Σημειώσεις
1. Χαρακτηριστικά ο Ε. Παπανούτσος σε άρθρο του στο Βήμα (20/2/77) υποστήριζε ότι ή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ν.Δ. «επικυρώνει και συνεχίζει τη Μεταρρύθμιση του 1964».
Μια κριτική στη «στροφή στην TEE» πού θεσμοθέτησε ή Ν.Δ. επιχειρείται στο: Γ. Μηλιού, «Ή στροφή στην Τεχνική - Επαγγελματική Εκπαίδευση», Ό Πολίτης τεύχος 13, Φεβρουάριος 1978.
2. Στις εκτιμήσεις της νεολαίας του ΚΚΕέσ. για το νόμο 576/77 αναφέρεται: «Μια μεταρρύθμιση πού άρχισε πριν 14 χρόνια, από την κυβέρνηση Παπανδρέου, συμπληρώνεται μόλις σήμερα...'Από την πλευρά μας θεωρούμε κατ' αρχήν θετική μια κατεύθυνση πού θέλει τη δημιουργία μιας πραγματικής Τεχνικής Παιδείας ισότιμης και ισοδύναμης με τη Γενική» (Θούριος 3/3/77). Επίσης ο Δ. Τσάτσος, εκπρόσωπος τότε της «Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας», δήλωνε: «Σε σχέση με το νόμο πού ισχύει και σε σχέση με προηγούμενα σχέδια, το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου είναι καλύτερο». (Αυγή 26/3/77). και ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Η. Ήλιου στην αγόρευση του στη Βουλή υποστήριξε ότι το ν/σ για την TEE περιείχε «θετικά στοιχεία, γιατί γίνεται μια πρώτη προσπάθεια για να δημιουργήσουμε εξειδικευμένα τεχνικά και επιστημονικά στελέχη» (Αυγή 26/2/77). και τα τρία κόμματα καταψήφισαν τελικά το ν/σ της Ν.Δ.
3. Με την ίδια ακριβώς συλλογιστική επιχειρηματολογούσαν και οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ:«Μοιραία ή πληθώρα των 15χρόνων παιδιών θα εξωθούνται μη έχοντας κλίση προς τις Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές ενώ αργότερα όντας απόφοιτοι αυτών των Σχολών, θα προσφέρονται σαν ευάλωτη λεία για εκμετάλλευση, ιδίως στην ξενοκίνητη και πολυεθνική εργοδοσία» (Γ.Κουτσοχέρας, Αυγή 26-2-77).
4. Βλ. τα τέσσερα άρθρα του Σπ. Βρετού «οι αριθμοί μιλούν για την εκπαίδευση μας» στους Οικονομικούς Ταχυδρόμους 5, 6, 7 και 8 του Φεβρουαρίου 1984. Επίσης την «Εισηγητική Έκθεση» του ν/σ του ΠΑΣΟΚ για τα «Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα».
5. Για παράδειγμα, μετά την ψήφιση του νόμου 576/77, ή "Άννα Φραγκουδάκη, αφού μας καθησύχασε με τη θέση ότι «δεν απειλεί την Ελλάδα το τεχνοκρατικό τέρας, καθώς δεν έχει βιομηχανία...», υποστήριζε πώς «ουσιαστική παρέμβαση σε ότι άφορα το νόμο πού ψηφίστηκε θα αποτελούσε ή περιγραφή των προϋποθέσεων πού θα έδιναν τη δυνατότητα να εφαρμοστεί στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα ή γενίκευση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης», στο «Τεχνική Εκπαίδευση: αναπτυξιακή λογική και ιδεολογίες», Ό Πολίτης τεύχος 11/1977.
6. Χαρακτηριστικά ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δήλωσε στη «μεγάλη σύσκεψη για την Παιδεία» (Καθημερινή 1/2/76 και 3/2/76): «Όλη αυτή ή προσπάθεια γίνεται για να δώσω μεν μίαν έντονον στροφήν προς την Τεχνική Έκπαίδευσιν. Σάς λέγω δε ότι θα σας διαθέσω όλα τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού». και με τη γνωστή αυταρχικότητα της Δεξιάς συνέχιζε: «να καταλήξωμεν εις ένα θετικόν συμπέρασμα και θα προχωρήσωμεν ασχέτως αντιδράσεων» (οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.).
7. 'Από μια ερευνά πού εκπόνησε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ο Γ.Χ. Κώττης, σε 200 και πλέον βιομηχανίες της περιοχής 'Αττικής και 200 και πλέον βιομηχανίες της επαρχίας, προέκυψε το συμπέρασμα ότι 63% των αθηναϊκών βιομηχανιών και 73% των βιομηχανιών της επαρχίας θεωρούν δύσκολη την εξεύρεση «ειδικευμένου εργατικού προσωπικού», ενώ —κατά μεγάλη πλειοψηφία— θεωρούν εύκολη ή σχεδόν εύκολη την εξεύρεση«ανειδίκευτου εργατικού προσωπικού» και «ειδικευμένου διοικητικού προσωπικού». Μια ενδιάμεση δυσκολία παρουσιάζει ή εξεύρεση «στελεχών». Γ.Χ. Κώττη «Βιομηχανική αποκέντρωσις και περιφερειακή ανάπτυξις» Ι.Ο.Β.Ε. 1980.
8. Το «παράδοξο» αυτό επισήμανε και επιχείρησε να παρακάμψει στην αγόρευση του στη Βουλή για το σχέδιο νόμου για τα ΤΕΙ ο Παν. Κανελλόπουλος: «Να γραφτεί τουλάχιστον στον τύπο, ότι κάνω έκκληση στον ελληνικό λαό να στείλει τα παιδιά του, γιατί δεν θα πεινάσουν αν πάνε, σε αυτές τις σχολές. Ίσως να πεινάσουν αν βγουν από τα ανώτατα Ιδρύματα... Δεν εξέρχονται από τις Τεχνικές Σχολές εκείνοι οι όποιοι είναι αναγκαίοι... Δεν υπάρχει πρόβλημα γι' αυτούς... Δεν υπάρχουν τεχνίτες καλοί άνεργοι, δεν υπάρχουν νοσοκόμες άνεργες». Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση στ' 10/10/83 σελ. 195. Εντούτοις φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετοί άνεργοι ή έτεροαπασχολούμενοι τεχνολόγοι πολιτικοί, τεχνολόγοι, μηχανολόγοι κλπ. Σύμφωνα με τα στοιχεία πού κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας, το 1979 «από τους αποφοίτους των ΚΑΤΕΕ μόνο το 34% ασκούσαν επάγγελμα σχετικό με τις σπουδές τους» δπ.π. Συνεδρίαση η' σελ. 275.
9. Ή αύξηση των εισαγομένων αφορά όλες τις ειδικότητες, παρότι βέβαια το ποσοστό των σπουδαστών των ΚΑΤΕΕ στις ειδικότητες τεχνολόγων μηχανικών —ειδικότητες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας— μειώθηκε την τελευταία διετία από 52,5% σε 39%. Τα στοιχεία παρέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας, οπ.π. σελ. 274.
10. Βλ. την εισήγηση του Γρ. Φαράκου στη Βουλή. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση η', 12/10/83σελ. 284.
11. Βλ. την παρέμβαση του Β. Κοντογιαννόπουλου στη Βουλή. Συνεδρίαση στ', σελ. 200.
12. Βλ. Γιάννη Μηλιού, «Εκπαίδευση και Εξουσία, κριτική της καπιταλιστικής εκπαίδευσης»έκδ. Αγώνας, 'Αθήνα 1981, Δεύτερη έκδοση έκδ. Θεωρία, Μάρτιος 1984. Ιδιαίτερα: κεφάλαιο Γ.«Ό κοινωνικός ρόλος της εκπαίδευσης», κεφάλαιο 4, «Γενική εκπαίδευση και επαγγελματική εκπαίδευση» και κεφάλαιο 5, «Καπιταλιστική παραγωγή, εκπαιδευτική ιεραρχία και κοινωνική ιεραρχία».
13. Βλ. Γιάννη Μηλιού δπ.π. Κεφάλαιο 7, «Ό εκπαιδευτικός σχεδιασμός».
14. Γιάννη Μηλιού όπ.π. και Νίκου Πουλαντζά, «οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό» έκδ. Θεμέλιο, 1981, σελ. 277-309.
15. Pierre Bourdieu, «Le racisme de l'intelligence» στο Jean Belkhir et autres, «L'intellectuel: Γ intel-ligentia et les manueles», ed. Anthropos, 1983.
16. Ν. Δεσύλλα, Προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου, «Το Τεχνικό Επιμελητήριο για τα ΤΕΙ»Ελευθεροτυπία 14/10/83. Ό κ. Δεσύλλας δεν ικανοποιείται με τους «υποβαθμισμένους αποφοίτους». Παρ' όλα αυτά για τους διδάσκοντες στα ΤΕΙ ζητάει, «βαθιά και ουσιαστική παραγωγική εμπειρία και όχι ακαδημαϊκά προσόντα» δπ.π.
17. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση στ', 10/10/83 σελ. 201.
18. Πρακτικά Βουλής, Συνεδριάσεις στ' και η', 10 και 12/10/83, σελ. 285, 193, 192, 286 αντίστοιχα·