Η κυπριακή κοινωνία αντιμέτωπη με τη λύση: Πατριωτικοί λόγοι ή ταξικά συμφέροντα;
Μια κοινωνιολογική προσέγγιση για τις κοινωνικές δυνάμεις, τα συμφέροντα και τις διαφαινόμενες αντιφάσεις στη λύση του Κυπριακού
του Νίκου Τριμικλινιώτη


Η Κύπρος περνά την κρισιμότερη ίσως ιστορική στιγμή στην ιστορία της, καθώς την ένταξη στην ΕΕ συνοδεύει η προοπτική λύσης του Κυπριακού στη βάση του σχεδίου Ανάν. Οι εμπλεκόμενες ξένες δυνάμεις (ΟΗΕ, ΗΠΑ, ΕΕ και οι «εγγυήτριες δυνάμεις») για λόγους που σχετίζονται με τις ανακατατάξεις διεθνώς στην μεταψυχροπολεμική περίοδο και λόγω δικών τους συμφερόντων, ώθησαν προς τη διαδικασία λύσης αξιοποιώντας την ένταξη ως την καλύτερη ίσως συγκυρία για λύση: Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ την 1η του Μάη 2004, ενώ η Τουρκία έχει ανάγκη να δείξει «καλή διαγωγή» λόγω των δικών της ενταξιακών φιλοδοξιών[1]. Εξάλλου για χρόνια προτείναμε τη διαδικασία ένταξης ως καταλύτη για τη λύση του Κυπριακού. Βέβαια, μετά την αρνητική ψήφο των Ελληνοκυπρίων (ε/κ) στο Δημοψήφισμα, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη: Ο κίνδυνος μονιμοποίησης της διχοτόμησης κρέμεται σαν δαμόκλειος σπαθί από πάνω μας.

Σε αυτή τη μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με τις εξωτερικές ή διεθνείς δυνάμεις που προωθούν τη λύση ή την παγίωση του στάτους κβό[2], παρόλο που και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα προς συζήτηση, δεδομένης και της χρήσης και κατάχρησής του στα ΜΜΕ. Θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με τις ενδογενείς δυνάμεις, παρόλο που πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη ότι οι «ενδογενείς» και ξένες δυνάμεις πάντοτε αλληλεπιδρούν και αλληλο-συμπληρώνονται.


2. Το «εθνικό» και το «ταξικό»:

Ενδοταξικές αντιφάσεις και διακομματικές ταξικο-εθνικιστικές προσεγγίσεις


Για να κατανοήσουμε την ιστορική στιγμή απαιτείται μια ακριβής, αντικειμενική και επαληθεύσιμη ανάλυση του συσχετισμού και διάταξης των τάξεων και των ισομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής, όπως αυτές αναπτύσσονται και αρθρώνονται μέσα από τις λογικές των πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών προτεραιοτήτων[3]. Ασφαλώς, στο εθνικό ζήτημα τα πράγματα είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και η αυτονόμηση του ιδεολογικού και πολιτικού στοιχείου φτάνει στα όριά της, με φαινόμενα όπως διάφορους εθνικισμούς να αποκτούν τη δική τους αυτόνομη δυναμική, να διαβρώνουν συνειδήσεις και να συναρθρώνονται με ταξικά, κοινωνικά και άλλα συμφέροντα, μέσα σε ιδεολογήματα ιδιόρρυθμα που ξεφεύγουν πολλές φορές από όποια οικονομικο-κοινωνική εξήγηση. Αποφεύγουμε λοιπόν τόσο τον αναγωγισμό/οικονομισμό, όπως επίσης και τις αταξικές προσεγγίσεις που αδυνατούν να κατανοήσουν τις διαδικασίες συνάρθρωσης και αλληλο-επικάλυψης του ταξικού με το εθνικό και το εθνοτικό στοιχείο.

Σαφέστατα πέραν των ιδεολογικών λόγων υπάρχουν και λειτουργούν συμφέροντα που δομήθηκαν, αναπτύχθηκαν και διαιωνίζονται στη βάση του υφιστάμενου ταξικού διαχωρισμού και επομένως οι όροι που θέτουν για λύση είναι εντελώς εξωπραγματικοί, διαιωνίζοντας έτσι τη διχοτόμηση, ενώ άλλες κοινωνικές δυνάμεις ωθούν προς τη συμβιβαστική λύση γιατί έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα.

Μια κοινωνία συνεχώς παράγει και αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις στη βάση των αντιφάσεών της και των κοινωνικών συγκρούσεων. Οι ιδέες, αντιλήψεις, γνώσεις και πεποιθήσεις είναι σίγουρα αντιφατικές, ενώ οι επικρατούσες ιδεολογίες απαιτούν συνεχή νομιμοποίηση, για να συνεχίσουν να επικρατούν. Αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις εδράζονται σε διαφορετικές φιλοσοφίες και σχετίζονται με διαφορετικά συμφέροντα, επιδιώξεις, στρατηγικές, μεθόδους και προτεραιότητες σε μια διαρκή διαπάλη για να κυριαρχήσουν ιδεολογικά, πολιτικά, και κοινωνικά. Αυτή είναι η διαδικασία και δομή αυτού που ονομάζεται ηγεμονία, δηλαδή η (ρευστή) κοινωνική διεργασία μέσα από την οποία αρθρώνεται και νομιμοποιείται η ηγεσία μιας κοινωνικής τάξης ή μερίδας τάξης: Η κυβερνώσα τάξη (ή μερίδα) δεν ηγείται αποκλειστικά, ή καλύτερα κυρίως, με τη βία, αλλά κυρίως στη βάση της συναίνεσης και με συμμαχίες με άλλες κοινωνικές ομάδες ή τάξεις[4]. Η προσφυγή στη βία γίνεται ως τελευταία επιλογή, αν αποτύχουν οι άλλοι τρόποι και μέσα. Σε αυτή τη συνεχή διαπάλη για ηγεμονία εξαιρετικό ρόλο διαδραματίζουν οι μηχανισμοί, δομές και άτομα που εμπλέκονται ενεργά στην πάλη των ιδεών. Οι διανοούμενοι, όχι μόνο οι παραδοσιακοί διανοούμενοι (άνθρωποι των γραμμάτων, καθηγητές, δικηγόροι, κληρικοί κ.λπ.) αλλά οι οργανικοί διανοούμενοι, δηλαδή εκείνα τα στελέχη οργανισμών, κομμάτων κι οργανώσεων που έχουν τον ρόλο να αρθρώνουν πολιτικό λόγο στη βάση των ταξικών-πολιτικών και κοινωνικών συμφερόντων προς όφελος τάξεων ή απευθυνόμενοι σε τάξεις και συμμαχίες τάξεων[5]. Το εθνικό ζήτημα αποτελεί κεντρικό επίδικο αντικείμενο στην ηγεμονία μιας τάξης, γιατί συσσωματώνει και εδραιώνει την ηγεμονία στον κοινωνικό σχηματισμό αντλώντας ευρύτερη κοινωνική νομιμοποίηση στη βάση του λόγου που αναπτύσσεται γύρω από τον «εθνικό συμφέρον», το οποίο τίθεται δήθεν πέρα και πάνω από τα συμφέροντα της όποιας τάξης ή παράταξης. Η ιδέα του «έθνους», της «εθνικής ομοψυχίας» και της πατρίδας συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει από τα ταξικά, κοινωνικά ή άλλα επιμέρους συμφέροντα –τα οποία όμως ουδέποτε εξαφανίζονται αλλά υποβόσκουν.

Στην πραγματικότητα οι διάφορες ενδοταξικές αντιφάσεις παράγονται και αναπαράγονται στη βάση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων, ενώ αρθρώνονται ως λογικές με σχετική, ή ακόμα και με απόλυτη αυτονομία σε ορισμένες περιπτώσεις ως ιδεολογίες. Το ταξικό στοιχείο στην ανάλυσή μας γίνεται αντιληπτό όχι με δογματικό και μηχανιστικό τρόπο, πράγμα που θα απλούστευε και θα παραποιούσε την συνθετότητα της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά για να εμπλουτίζει και να διευρύνει την ανάλυσή μας. Επομένως είναι εσφαλμένη η απόλυτη ταύτιση των διάφορων ταξικών συμφερόντων που θεωρούνται ότι αντιστοιχούν απόλυτα σε συγκεκριμένους κομματικούς ή παραταξιακούς σχηματισμούς. Παρά ταύτα, σε πολλές περιπτώσεις είναι διακριτή, ακόμα και έντονα αισθητή, η σχέση πολιτικής παράταξης – κοινωνικής τάξης, παρόλη την επικράτηση ιδιαιτεροτήτων, είτε από πλευράς δομικής ή ιστορικής σχέσης της παράταξης με μια κοινωνική τάξη (ή κατηγορία αυτής), ή λόγω υποστήριξης και από κάποιες άλλες κοινωνικές τάξεις.

Οι εθνικιστικές ιδεολογίες διαφόρων τάσεων και αποχρώσεων διαχέονται ευρέως σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις και σ’ ένα ευρύ φάσμα κομματικών σχηματισμών, ενώ ταξικά συμφέροντα διαπλέκονται και διαχέονται σε διαφορετικούς κομματικούς, ακόμα και ιδεολογικά αντιθετικούς σχηματισμούς. Μπορούμε επομένως να μιλούμε για υπερκομματικές, ταξικο-εθνικιστικές προσεγγίσεις και ιδεολογικοπολιτικές τάσεις που δομούνται και αναδομούνται, υπερκεράζοντας και διαπλέκοντας τα «κομματικά σύνορα». Εξάλλου, η σύγχρονη ταξική ηγεμονία απαιτεί ευρύτερους και ευέλικτους σχηματισμούς και συνασπισμούς εξουσίας, ώστε να νομιμοποιείται μέσα στο δημοκρατικό παιγνίδι της «εναλλαγής της εξουσίας», κι ας ακολουθούν κατά βάση ίδιες πολιτικές.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και λειτουργούν κατ’ εξοχήν εθνικιστικά κόμματα (π.χ. ακροδεξιά κόμματα ή λαϊκιστικά κόμματα) και παρατάξεις και κατ’ εξοχήν ταξικά κόμματα (κόμματα με σαφή σοσιαλιστικό ή καπιταλιστικό προσανατολισμό), τα όποια έχουν στον ιδεολογικοπολιτικό τους πυρήνα εθνικιστικό ή αντιθέτως ταξικό πρόγραμμα, προτεραιότητες και αφετηρίες. Οι σχέσεις δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιθετικές, μπορούν για παράδειγμα να αρθρώνονται διαφορετικά ταξικά στοιχεία σε εθνικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ή το ταξικό να επικαλύπτεται από το εθνικό ή και αντίθετα. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ιδιαίτερα σύνθετη κατάσταση που αξίζει να έχουμε υπόψη για να κατανοήσουμε την κυπριακή συγκυρία που υπάρχει μπροστά μας σήμερα.

Ο Νίκος Πουλαντζάς (1985: 114) αναφέρεται σε κοινωνικές κατηγορίες τις οποίες ορίζει ως «κοινωνικά σύνολα με “κατάλληλα αποτελέσματα” – που μπορούν να γίνουν, όπως έδειξε ο Λένιν, κοινωνικές δυνάμεις – που το διακριτικό τους χαρακτηριστικό βρίσκεται στην ειδική και υπερπροσδιοριστική σχέση τους προς δομές εκτός από τις οικονομικές: είναι κυρίως η περίπτωση της γραφειοκρατίας, στις σχέσεις της με το κράτος, και των “διανοούμενων”, στις σχέσεις τους με το ιδεολογικό στοιχείο». Πέραν από τις κοινωνικές κατηγορίες ο Πουλαντζάς αναφέρεται σε αυτόνομες μερίδες τάξεων, οι οποίες ορίζονται ως «μερίδες που αποτελούν την υπόσταση ενδεχόμενων κοινωνικών δυνάμεων», ενώ ορίζει «με τον όρο μερίδες τα κοινωνικά σύνολα που είναι επιδεκτικά να γίνουν αυτόνομες μερίδες: και αυτό σύμφωνα με το κριτήριο των “κατάλληλων αποτελεσμάτων”».

Ο Πουλαντζάς με αναφορές σε όρους όπως «κατηγορία», «στρώμα» και «μερίδα» προσεγγίζει την πολυπλοκότητα των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων: «Με τρόπο συχνά μη διακρινόμενο», τόσο οι κατηγορίες όσο και οι μερίδες –ειδικότερα οι αυτόνομες μερίδες– υπό ορισμένες προϋποθέσεις έχουν την δυνατότητα να αποτελέσουν κοινωνικές δυνάμεις. Μερίδες επισημαίνονται στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων –όπως η εμπορική, η βιομηχανική, η χρηματιστική μερίδα της αστικής τάξης[6]. Η πολιτική σχέση φαίνεται στην περίπτωση της σχέσης της γραφειοκρατίας προς τον κρατικό μηχανισμό. Σε πολιτικό επίπεδο οι μερίδες έχουν τη δυνατότητα να συγκροτηθούν και να λειτουργήσουν ως κοινωνικές δυνάμεις, ενώ τα «στρώματα» δεν έχουν αυτή την δυνατότητα συγκρότησης.

Για την Κύπρο ο κοινωνικός σχηματισμός έχει έντονο τον μετα-αποικιακό χαρακτήρα και υπάρχει ένας ιδιότυπος ιστορικός κρατικός σχηματισμός, εν μέρει αποτέλεσμα των σκληρών δυαδικών προνοιών του επιβεβλημένου συντάγματος, και εν μέρει ως κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, το οποίο όμως διαιωνίστηκε σαν «διαλεκτική της μισαλλοδοξίας»[7].

Η ηγεμονία του κεφαλαίου σε ένα κοινωνικό σχηματισμό εδράζεται στους συσχετισμούς δύναμης εντός και γύρω από το καπιταλιστικό κράτος κι όχι κατ’ ανάγκη σε αναφορά με την εκάστοτε κυβέρνηση. Κι όμως η ηγεμονία αυτή είναι αντιφατική, αφού μέσα στους κόλπους της συμμαχίας λειτουργούν διάφορα τμήματα και μερίδες και ξεχωριστά συμφέροντα και προτεραιότητες: Το βιομηχανικό κεφάλαιο, το χρηματιστηριακό, το τραπεζικό-επενδυτικό και οι τουριστικές επιχειρήσεις κ.λπ. Ακόμα, στην κυπριακή περίπτωση όλο και περισσότερο υπάρχουν επιχειρησιακοί σχηματισμοί που δεν έχουν μια συγκεκριμένη τομεακή βάση, αλλά κινούνται στη βάση συμπλεγμάτων συμφερόντων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα[8], όπου όλα τα τμήματα του κεφαλαίου έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και λειτουργούν ανταγωνιστικά[9]. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι υπάρχουν τρία κύρια τμήματα (factions): Το χρηματιστικό κεφάλαιο, το βιομηχανικό κεφάλαιο και το εμπορικό κεφάλαιο, με πρωτοκαθεδρία ή ηγεμονία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου επί του βιομηχανικού κεφαλαίου και σχετική αυτονομία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα (Kattos 1999). Η ηγεμονία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου οδήγησε στη μετατόπιση της βάσης για ανάπτυξη της χώρας από την ανάπτυξη ενδογενών παραγόντων (όπως η τοπική ζήτηση), στη ζήτηση από το εξωτερικό, από την προστατευμένη οικονομία (δασμοί και άλλα μέτρα προστασίας της εσωτερικής αγοράς) σε μια ανοικτή οικονομία και μια διαδικασία οικονομικής αναδόμησης και υποδομικής προσαρμογής γνωστής ως structural adjustment[10]. Ασφαλώς, ανταγωνισμός υφίσταται και εντός κάθε ταξικού τμήματος π.χ. ξενοδόχοι κι εστιάτορες σε κάποιο βαθμό ανταγωνίζονται και μεταξύ τους για την αγορά, ενώ λειτουργούν και ανταγωνισμοί περισσότερο πολιτικού και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ανάμεσα στα πιο «ανεπτυγμένα», ή πιο ευέλικτα, πιο διεθνοποιημένα τμήματα του κεφαλαίου, ή σε εκείνα που ευκαιριακά αντιλαμβάνονται ότι τα συμφέροντα μιας ταξικής μερίδας εξυπηρετούνται καλύτερα με την α΄ ή β΄ πολιτική λογική.

Στην Κύπρο διαφαίνονται όλο και περισσότερο, ή τουλάχιστον αναδεικνύονται καλύτερα νέες αντιφάσεις: Η ομάδα του κ. Λόρδου για παράδειγμα λειτουργεί σαν την «εμπροσθοφυλακή» μαζί με άλλες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όπως τους επιχειρηματίες, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους, που έφερε μαζί ο κ. Χόλμπρουκ – για την ανάπτυξη οικονομικών-ταξικών σχέσεων συνεργασίας στις δύο πλευρές του Νησιού. Η ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ έχουν τακτικές επαφές και σχέσεις με το τουρκοκυπριακό επιμελητήριο κι όχι τυχαία: Μια συνεργασία θα επιφέρει τεράστια κέρδη σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Από την άλλη υπάρχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, π.χ. οι ξενοδόχοι, που μέσω του ΠΑΣΥΞΕ –κυρίως στην Λεμεσό και την Πάφο– εμφανίζονται δυσαρεστημένοι από την τελευταίες εξελίξεις γιατί έχουν επηρεαστεί δυσμενώς οι επιχειρήσεις τους, ενώ ο ΣΤΕΚ δεν αισθάνεται να απειλείται από τη λύση στη βάση του σχεδίου Ανάν.


3. Η ρεαλιστική και ευρωπαϊζουσα αστική τάξη:

Συμβιβαστική λύση ως διέξοδος από την (επερχόμενη) κρίση



Μέσα από διάφορες αναλύσεις των κυριαρχουσών απόψεων της παραδοσιακής Δεξιάς στη Κύπρο, είναι πασιφανές ότι οι δυνάμεις του ε/κ κεφαλαίου σήμερα είναι διασπασμένες: Το κυρίαρχο τμήμα του κεφαλαίου φαίνεται να προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση συμβιβασμού στο Κυπριακό, διότι όντας επαρκώς τεχνικο-οικονομικά εφοδιασμένο κι ανεπτυγμένο εκτιμά ότι μια λύση του Κυπριακού θα σταθεροποιεί, μονιμοποιεί και θα νομιμοποιεί την κατάσταση στη Κύπρο (και τα συμφέροντά τους). Μια λύση ανοίγει προοπτικές για κατ’ έκταση συσσώρευση με επέκταση επενδύσεων στις περιοχές που θα επιστραφούν υπό ε/κ διοίκηση και στα εδάφη που θα υπάγονται υπό τ/κ διοίκηση (περιοχές όχι τόσο τουριστικά «ανεπτυγμένες»), και θα αποτελούσε διέξοδο στα οικονομικά προβλήματα της χώρας: Της επιβράδυνσης της κυπριακής οικονομίας, η οποία αποτελεί απόληξη μιας μακροχρόνιας πτωτικής τάσης σε κρίσιμα μεγέθη όπως ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο ρυθμός υποκατάστασης της εργασίας από πάγιο κεφάλαιο, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της απασχόλησης. Πιθανόν και με μια διχοτομική λύση το τμήμα αυτό του κεφαλαίου να «βολευόταν», όμως αυτό θα έχει σίγουρα περιπλοκές. Σαφέστατα επομένως υπάρχει προτίμηση σε μια βιώσιμη και λειτουργική λύση γιατί αφενός αποτελεί την πιο σταθερή και μόνιμη κατάσταση πραγμάτων, και αφετέρου γιατί μια κοινώς αποδεκτή συμβιβαστική λύση πολιτικά νομιμοποιείται ευκολότερα και χωρίς προστριβές. Ας μην ξεχνάμε την αυτονομία του πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου που σίγουρα θέτει όρια στις διάφορες λογικές οικονομικού ή οικονομίστικου τύπου.

Φαίνεται ότι στην κατεύθυνση αυτή υπάρχει ανταπόκριση και από ένα ισχυρό τμήμα τ/κ παραγόντων που θέλουν διακαώς να ξεφύγουν από το υφιστάμενο αντιδημοκρατικό και παράνομο καθεστώς απομόνωσης και ημι-στρατοκρατίας, της διοικητικής ασυδοσίας από το διεφθαρμένο Ντεκτασικό κατεστημένο, της χρόνιας υπανάπτυξης και της πλήρους εξάρτησης από την Τουρκία. Μια συμβιβαστική λύση προσφέρει διέξοδο στο ταξικό αυτό τμήμα που θέλει επιτέλους πρόσβαση στις αγορές και προσέλκυση επενδύσεων από την Ευρώπη, αλλά και από την πιο αναπτυγμένη Νότια Κύπρο. Με το ε/κ κεφάλαιο μπορεί να έχει ανταγωνισμό, εντούτοις θα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τη σημερινή στατική κατάσταση, φτάνει να διασφαλιστούν ορισμένοι «περιορισμοί» (κι όχι κατ’ ανάγκη μόνιμοι). Μια προοπτική είναι η ανάπτυξη κοινοπραξιών και διαφόρων μορφών συνεργασίας για τη μετάδοση εκπαίδευσης, τεχνογνωσίας και αναπτυξιακής υποδομής, την πρόσβαση στις επενδύσεις κ.λπ. Μπορούμε ίσως να μιλάμε πλέον και για ένα (υπό εκκόλαψη) εμβρυακό υπερ-κοινοτικό κεφάλαιο.[11]


4. Ο επίσημος ΔΗΣΥ ως ηττημένος εθνικισμός[12] υπό τη σκιά της Ακροδεξιάς

Θα ήταν εσφαλμένο και δογματικό να θεωρούμε ότι υπάρχει πλήρης σύμπνοια κι ομοφωνία στο κεφάλαιο[13], ακόμα και στο λεγόμενο «μεγάλο κεφάλαιο». Ιστορικά η ε/κ αστική τάξη υπήρξε διασπασμένη ανάμεσα στις δύο κυρίως τάσεις, την εμπορο-μεσιτική τάξη που ήταν πιο κοσμοπολίτικη και προσκολλημένη στο Λονδίνο και την πιο «Ιακωβίνικη», η οποία ήταν πιο εθνικά προσανατολισμένη, προς την Αθήνα[14]. Βασικό παράγοντα αποτελεί στο πλαίσιο αυτό η εκκλησία, η οποία είχε τα δικά της τεράστια οικονομικά συμφέροντα και περιουσίες, και δρούσε ως ο συνεκτικός μηχανισμός συνάρθρωσης των διαφόρων «ιακωβινικών» ταξικών συμφερόντων, με εξασφαλισμένη την ηγεσία λόγω παράδοσης και αναγνώρισης από τους Οθωμανούς αρχικά, και τους αποικιοκράτες στη συνέχεια.

Με την ανεξαρτησία η ε/κ αστική τάξη[15] εκφράστηκε πολιτικά και νομιμοποιήθηκε μέσα από ένα ιδιότυπο εθνικισμό, που παρέπεμπε εμμέσως στον αλυτρωτισμό και την «επανα-συγκόλληση» με κάποιο τρόπο με τον ομφάλιο λώρο της «μητέρας πατρίδας». Ασφαλώς, η προσέγγιση της κυρίαρχης μερίδας υπήρξε ρεαλιστική, πιο ήπια και μετρημένη, έτσι εύκολα μπόρεσε να ακολουθήσει τη στροφή του Μακαρίου, ο οποίος είχε ανεπανάληπτο λαϊκό έρεισμα, προς την πολιτική του «εφικτού» το 1967. Μόνο μια μικρή μερίδα ακραίων εθνικιστών ακολούθησε τον Γρίβα και άλλες παραφασιστικές ή παρακρατικές ομάδες (ομάδα Σαμψών, ομάδα Γιωρκάτζη κ.λπ.). Ο ιδιότυπος εθνικιστικός αλυτρωτισμός όμως παρέμεινε ως η κυρίαρχη ιδεολογία για τις μάζες που υποστήριζαν τη Δεξιά, ενώ στην πράξη λειτουργούσε περισσότερο ως ένας εθνικιστικός πλειοψηφισμός σε ένα «δεύτερο ελληνικό κράτος», που κατά βάση δεν ήθελε ένωση με την Ελλάδα, αλλά στενή σχέση για να περιθωριοποιεί τους τ/κ και να αποτρέπει την Τουρκία που είχε επεκτατικές βλέψεις. Οι δύο τάσεις της ε/κ Δεξιάς («ρεαλιστές» και ακροδεξιοί) ουδέποτε μπόρεσαν να βρουν μόνιμη ισορροπία. Δημιουργήθηκαν διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί της Δεξιάς (ΚΕΚ, Ενιαίος και πιο ακραία κόμματα). Από το 1976, ο Δημοκρατικός Συναγερμός (ΔΗΣΥ) κάλυψε τον χώρο αυτό, από τις πλειοψηφικές «ρεαλιστικές» δυνάμεις μέχρι και τους πραξικοπηματίες. Ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) παρέμεινε κόμμα του Κέντρου, προσκολλημένο στην εξουσία. Τελικά ο ΔΗΣΥ κατάφερε να εκφράσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης, ενώ στο ΔΗΚΟ, στο οποίο σίγουρα συμμετέχουν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες και συμφέροντα, εκφράζονται περισσότερο τα μικροαστικά και κυβερνητικά συμφέροντα.

Εξ ου και οι δύο τάσεις εντός της ε/κ παραδοσιακής και συντηρητικής Δεξιάς του ΔΗΣΥ: Από τη μια πλευρά η «εκσυγχρονιστική», συμβιβαστική και νεοφιλελεύθερη Δεξιά με ηγέτη τον βετεράνο Γλαύκο Κληρίδη και από την άλλη η εθνικιστική, κορπορατιστική-πελατειακή αλυτρωτική Δεξιά την οποία στέγασε πολιτικά στο παρελθόν ο νέος (τότε) Γλαύκος Κληρίδης. Για χρόνια το ηθικό και κοινωνικό βάρος του πραξικοπήματος βάραινε την παράταξη αυτή, ένα βάρος από το οποίο κατάφερε εν μέρει τουλάχιστον να απαλλαγεί με την μετάλλαξη του ηγετικού πυρήνα σε «εκσυγχρονιστική» δύναμη, αφήνοντας τους «αμετανόητους» να παίζουν δευτερεύοντα μέχρι περιθωριακό πλέον ρόλο, προς το τέλος της δεκάχρονης παρουσίας του ΔΗΣΥ στην εξουσία. Η ηγεμονία στη Δεξιά της «εκσυγχρονιστικής» τάσης ήρθε σταδιακά με τη μετάλλαξη του ηγετικού πυρήνα. Είναι δηλαδή επιβολή σε επίπεδο πολιτικών ελίτ και αρχουσών τάξεων και εκφράζεται από τη νεοφιλελεύθερη και κατά τ’ αλλά μετριοπαθή εφημερίδα Αλήθεια. Η πορεία προς τον «εκσυγχρονισμό» καθόλου δεν υπήρξε «ομαλή» κι ευθύγραμμη. Χρειάστηκαν δεκάδες ψυχολογικά και άλλα σεμινάρια Conflict Resolution.

Εντούτοις σε μαζικό, συμβολικό και ιδεολογικό επίπεδο η κατάσταση δεν είναι καθόλου δεδομένη, με σαφέστατη και μαζική υποστήριξη σε απορριπτικές, ακροδεξιές και λαϊκίστικες προσεγγίσεις, όπως αυτές εκφράζονται κυρίως από την εφημερίδα Η Σημερινή (και σε λιγότερο βαθμό από την ακροδεξιά Μάχη).

Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται όμως μια νέα δεξιά αντιηγεμονία, που προσεγγίζει όλο και περισσότερο τα μικροαστικά και διάφορα άλλα απειλούμενα στρώματα, τα οποία παραδοσιακά ανήκαν σε πιο κεντρώους και κεντροαριστερούς, πλην όμως εθνικιστικούς χώρους (τους εθνικιστές μέσα στην ΕΔΕΚ, τους απορριπτικούς του ΔΗΚΟ, αναρχοεθνικιστές, νεορθόδοξους, ανέντακτους εθνικιστές, παπαδοκεντρικούς κ.λπ.). Λαϊκά στρώματα γαλουχημένα στον Γριβισμό, τον ενωτισμό και την εθνικιστική κι εθνοκεντρική παιδεία αποτελούν στηρίγματα αυτής της προσέγγισης. Τελικά η ανοικτή ρήξη στη Δεξιά έγινε όταν μόνο το 38% των ψηφοφόρων του ΔΗΣΥ ακολούθησαν τη γραμμή της ηγεσίας υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Η λαϊκίστικη και ακροδεξιά τάση (Προδρόμου, Ερωτοκρίτου, Ταραμουντάς κ.ά. με «πατερούλη» τον Γιαννάκη Μάτση) συγκρότησαν δικό τους ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές για να «εκφράσουν», όπως είπαν, τη βάση του κόμματος. Αυτό ανάγκασε τον αρχηγό Αναστασιάδη, ο οποίος αψήφισε κάθε κομματικό κόστος μέχρι τώρα για να ταχθεί καθαρά υπέρ του σχεδίου Ανάν, να βάλει υποψήφιους και του «Ναι» και του «Όχι» στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματός του, για να συγκρατήσει τις διαρροές..


5. Η (ακήρυκτη) ρήξη των «πατριωτικών-δημοκρατικών δυνάμεων»: Πατριωτικό-δημοκρατικό απέναντι σε Πατριωτικό-εθνικιστικό

4.1 Η διαμόρφωση των πατριωτικών - δημοκρατικών δυνάμεων

Η ανάπτυξη του Κυπριακού κράτους υπήρξε ιδιόρρυθμη και αντιφατική, καθώς η ε/κ πολιτική ηγεσία ή καλύτερα το ιστορικό μπλοκ που κυβέρνησε μετά την ανεξαρτησία (δηλαδή η ΕΟΚΑ του Μακαρίου στην εξουσία) βαθμιαία κατεύθυνε τα πράγματα από το «ευκταίο» (δηλαδή την «αυτοδιάθεση-ένωση») στο «εφικτό» (ανεξαρτησία). Οι πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις γύρω από τον Μακάριο δεν εγκατέλειψαν αμέσως και ρητώς το στόχο της ένωσης, παρόλο που ορκίστηκαν να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία, αλλά μέσα από βαθμιαίες διαδικασίες εσωτερικών και εξωτερικών ρήξεων. Αρχικά με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1966-67 όπου ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την τ/κ κοινότητα αλλά και την εθνικιστική γραμμή της ΤΜΤ (Άγκυρα, Ντεκτάς και Κιουτσιούκ) και κατόπιν σε μια διαλεκτική εσωτερικών συγκρούσεων με τη εθνικιστική-σοβινιστική γραμμή Γρίβα (Εθνικό Μέτωπο, ΕΟΚΑ Β΄), η οποία είχε τη στήριξη της χούντας των συνταγματαρχών μετά το 1967. Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με τη διεθνή πραγματικότητα, όπου η μια συνομωσία με εμπλοκή του ΝΑΤΟ για διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ακολουθούσε την άλλη, επέβαλαν την ταύτιση και συμπόρευση με το κίνημα των Αδεσμεύτων στη βάση της ανεξαρτησιακής πολιτικής και την ανάγκη για στήριξη και συμμαχία με το ΑΚΕΛ. Οι πατριωτικές-δημοκρατικές δυνάμεις λοιπόν δομήθηκαν και αρθρώθηκαν μέσα σε αυτή την ιδιότυπη συγκυρία, με το μαζικό-λαϊκό ΑΚΕΛ να συμμετέχει στη συμμαχία, αλλά να αρθρώνει παράλληλα ένα διαφορετικό ταξικό-δημοκρατικό λόγο στη βάση της αδέσμευτης ανεξαρτησίας και συνεργασίας με τους Τουρκοκύπριους δημοκράτες, κόντρα στις ξένες επιβουλές.

Το ερώτημα εδώ είναι πώς αντιστοιχούν οι πιο πάνω γνωστές πολιτικές πτυχές της Κυπριακής ιστορίας με τη διαμόρφωση των κοινωνικών δυνάμεων (τάξεων, τμημάτων, μερίδων, ελίτ κ.λπ.). Οι κοινωνικές δυνάμεις διαμορφώνονται, παράγονται και αναπαράγονται μέσα από την κοινωνική πάλη (ταξική, πολιτική, οικονομική, ιδεολογική) και ως τέτοιες οφείλουμε να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις στο εσωτερικό του μετώπου των πατριωτικών-δημοκρατικών δυνάμεων, εξετάζοντας τους πόλους των κοινωνικών δυνάμεων: Τη μερίδα της αστικής τάξης που δομήθηκε, τις κύριες πολιτικές δυνάμεις, από την μια μεριά το ΑΚΕΛ και τις εργαζόμενες μάζες που εκφράζει και από την άλλη τις διάφορες άλλες παρατάξεις (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ κ.λπ.).

Μια μερίδα της ε/κ αστικής τάξης δομήθηκε κι αναπτύχθηκε με τη βοήθεια και στήριξη του Κυπριακού κράτους, κυρίως μετά το 1974, και πολιτικά αρθρώθηκε ως τμήμα της νεοαναδυόμενης «πατριωτικής» αστικής τάξης, τμήμα που συνδέθηκε πολιτικά και ιδεολογικά με «Μακαριακές» δυνάμεις, οι οποίες μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου οικοδόμησαν την πολιτική τους πλεύση στη βάση της γραμμής ενότητας με την ισχυρή Αριστερά στο μέτωπο «πατριωτικών-δημοκρατικών δυνάμεων», για να φράξουν το δρόμο στην αμαρτωλή (πραξικοπηματική) ακροδεξιά: Εδώ ανήκουν το κεντροδεξιό ΔΗΚΟ και το κεντροαριστερό Σ. Κ. ΕΔΕΚ (Η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Κέντρου μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ).

5.2 Η εκδίκηση του απορριπτισμού: Το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ και τα «λαϊκά στρώματα»

Οι εσωτερικές ρήξεις στο μέτωπο των «πατριωτικών-δημοκρατικών δυνάμεων» παρουσιάσθηκαν σχετικά νωρίς με διαφωνίες στο εθνικό ζήτημα: Ο προσανατολισμός στην εξουσία και η λεγόμενη «σκληρή γραμμή» στο Κυπριακό για να γαντζωθούν καλύτερα στο τιμόνι του κράτους, οδήγησαν τις δυνάμεις του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ σε συνασπισμό με την «αμαρτωλή» Δεξιά (αυτή που αρχικά «έφτυναν» ως προδοτική). Τόσο η ηγεσία του ΔΗΚΟ, όσο και η ηγεσία της ΕΔΕΚ (αποτελούμενη από ένα κράμα ακροαριστερών, σοσιαλδημοκρατών και εθνικιστών[16]), όσο έφθιναν από πλευράς ψήφων, τόσο πιο απελπισμένα κινούνταν προς την εθνικιστική συνθηματολογία και τον λαϊκισμό, ενώ παράλληλα πέρασαν από μια σταδιακή διαδικασία «εξευρωπαϊσμού».

Μια σημαντική μερίδα από τα μικροαστικά στρώματα, από τα οποία αντλούν την κοινωνική τους βάση τα κόμματα του Κέντρου, είναι σαφώς προσηλωμένα στην (συμβολική) ιδέα της «μητέρας-πατρίδας» ως νοσταλγία. Είναι επίσης προσκολλημένα στην εξουσία και αισθάνονται ότι απειλούνται ως «κοινωνικοί ιστοί» σε περίπτωση επίλυσης του Κυπριακού: Ο σαφέστατος προσανατολισμός στις δομές τού μετά το 1974 Κυπριακού κράτους, διαμορφώνει έναν ελληνοκυπριακό εθνικισμό και όχι αλυτρωτισμό ή ενωτισμό.

Ο ελληνικυπριακός εθνικισμός συγκροτήθηκε κι αναπτύχθηκε με αξιώσεις πλειοψηφικού ρεύματος, έχοντας έντονη καχυποψία προς τους τ/κ, τους οποίους έβλεπε ανταγωνιστικά, ως μια «ενοχλητική μειονότητα». Την ιδεολογική αυτή τάση επανδρώνουν διάφορες κοινωνικές ομάδες, από διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου μέχρι μικροαστικές και λαϊκές μάζες, στη βάση ελληνοκυπριακών εθνικιστικών και απορριπτικών λογικών. Ενώ πολιτικά η παράδοση του «απορριπτικού μετώπου» από την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ, όπου συνασπίστηκαν τα δύο κόμματα στις προεδρικές εκλογές του ’99, διαλύθηκε, εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη ιδεολογική επιρροή[17].

Λαϊκά στρώματα αποτελούμενα από ένα μικρό ποσοστό μισθωτών εργατών, από αγρότες[18], διάφορα «μεσαία στρώματα της πόλης»[19], καθώς επίσης και διανοούμενοι[20] αποτελούν τον δημόσιο χώρο απ’ όπου αντλούνται βασικά οι ψήφοι για τον συρρικνωμένο λεγόμενο «κεντρώο χώρο» της ΕΔΕΚ, του ΔΗΚΟ, της ΑΔΗΚ και των Ελεύθερων Δημοκρατών. Υπάρχουν σαφέστατα διάφορες ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις στα λαϊκά στρώματα αυτά –ένα σημαντικότατο μέρος των οποίων έχει δημοκρατικά φρονήματα και παραδόσεις αντίστασης στο πραξικόπημα. Μια σημαντική μερίδα λοιπόν αυτών έχει ήδη κινηθεί προς μια επαναπροσεγγιστική κατεύθυνση με τους Τουρκοκύπριους, ενώ άλλοι έχουν μια «εκσυγχρονιστική» λογική, ακολουθώντας την «εκσυγχρονιστική» πορεία του ΠΑΣΟΚ.

Είναι φανερό ότι η πίεση σ’ αυτή την ομάδα των πολιτικών σχηματισμών είναι τεράστια καθώς οι μεν πιο συντηρητικές δυνάμεις έχουν εθνικιστικό συνήθως προσανατολισμό, ενώ οι πιο προοδευτικές κινούνται προς τον εκσυγχρονισμό σήμερα ή/και την Αριστερά.: Έχουν να επιλέξουν είτε να διολισθήσουν προς τον εθνικιστικό απορριπτισμό, όπως αποφάσισαν η φράξια Λυσσαρίδη της ΕΔΕΚ και όλη σχεδόν η κομματική ηγεσία του ΔΗΚΟ (με εξαίρεση ορισμένων και του προέδρου Παπαδόπουλου), είτε να κρατήσουν μια μετριοπαθή δημοκρατική στάση, στηρίζοντας την Κυβέρνηση και τον συνασπισμό ΑΚΕΛ – ΔΗΚΟ – ΕΔΕΚ, όπως επιχειρεί ο Ομήρου από την ΕΔΕΚ. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος κατάφερνε μέχρι τη Λουκέρνη να ακροβατεί μεταξύ των «σκληρών» εθνικιστών-λαϊκιστών του ΔΗΚΟ (παλιά φρουρά) και των πιο εκσυγχρονιστών συνεργατών του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ, όμως πέταξε τη μάσκα αμέσως μετά το διαβόητο διάγγελμα του και έδειξε τι πραγματικά πρεσβεύει: Ο κ. Παπαδόπουλος είναι το αποκρουστικό πρόσωπο του ε/κ αυταρχικού κρατισμού, όπως αυτό εκφράζεται διαχρονικά στο κυπριακό κρατικό μόρφωμα και αρθρώθηκε από το 1964 με τη νομική φαντασίωση του λεγόμενου «δόγματος της ανάγκης».

5.3 Ο Τάσσος Παπαδόπουλος ως Millet Pasha: Εθναρχικός ρόλος ενός μεγαλοαστού

Είναι καλά γνωστό ότι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απολαμβάνει εξουσίες ενός ανώτατου άρχοντα, κυβερνώντας ουσιαστικά ανενόχλητος, με μόνους περιορισμούς τη συνταγματική διάκριση εξουσιών, το δικαστικό έλεγχο και τη δυνατότητα της βουλής να μπλοκάρει προϋπολογισμούς του κράτους. Τότε με βάση το δόγμα της ανάγκης και το εθιμικό δίκαιο απλά ανανεώνεται ο προϋπολογισμός του περασμένου έτους. Επίσης ο Πρόεδρος έχει στη διάθεσή του προεδρικά διατάγματα και άλλα προνόμια που κληρονόμησε από τον αποικιακό Κυβερνήτη και που ενσωματώθηκαν στο Κυπριακό σύνταγμα.

Ιδίως μετά το «βροντερό Όχι», λοιπόν, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, ο οποίος εκλέχθηκε με τη στήριξη του ΑΚΕΛ βασικά (και της ΕΔΕΚ) απολαμβάνει σήμερα μια εξαιρετικά ισχυρή εξουσία και αίσθηση ότι έχει ισχυρή εντολή,

Ένας αντικειμενικός παρατηρητής που δεν έχει αυταπάτες μπορεί να δει με διαύγεια ότι η πολιτική ηγεσία που ζει και βολεύεται από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, βασιζόμενο στη διχοτόμηση, δεν αποδέχεται να μοιραστεί το μονοπώλιο εξουσίας που έχει στο Κυπριακό κράτος, τουλάχιστον όχι με ίσους όρους, με τους Τουρκοκύπριους. Πρόκειται για την πολύ απλή θέση των Νέων Οριζόντων ότι η ε/κ εξουσία δεν πρόκειται να αποδεχτεί την πολιτική ισότητα με μια μειονότητα του 18%, γι’ αυτό και προτείνουν επιστροφή στο 1963 (μετά τα 13 σημεία του Μακαρίου) κι όχι το 1960. Έστω κι αν αυτό σημαίνει μονιμοποίηση της διχοτόμησης...

Αυτό ισχύει και για τον περίγυρο του Τάσσου, ακριβώς γιατί μοιράζονται μαζί το κράτος. Μόνο όσοι δεν «ρίζουν» μέσα στο πολιτικό σύστημα ενδιαφέρονται για ξαναμοίρασμα της τράπουλας, εφόσον με το Σχέδιο Ανάν όλα θα αλλάξουν. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ανατρέπεται και οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν. Η εξουσία μοιράζεται «ξανά» και αυτοί θα έχουν σίγουρα λιγότερο κομμάτι από την πίτα της εξουσίας και των καρπών της. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.

Είχαμε λάθος στις αναλύσεις μας όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορούσαμε να δούμε καθαρά. Τώρα ξεκαθάρισαν όλα. Ο Τάσσος δεν είναι ούτε «ακραίος», ούτε ένας «ξεκάρφωτος ακροβολιστής». Είναι ο εκφραστής, μάλιστα ο πιο γνήσιος και αγωνιστικός εκφραστής, των συμφερόντων του Ελληνοκυπριακού κράτους, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το 1963. Ο Τάσσος δεν εκφράζει απλώς την πραγματικότητα του ελληνοποιημένου κράτους, μέσω του λεγόμενου «δόγματος της ανάγκης»: ο κ. Τάσσος Παπαδόπουλος είναι το «δόγμα της ανάγκης», δηλαδή το αποκρουστικό πρόσωπο του Ελληνοκυπριακού αυταρχικού κρατισμού.

Κάποτε ο Μακάριος είπε το ανεπανάληπτο «εγώ είμαι η Κύπρος». Μόνο οι εθνικιστές κι η ακροδεξιά τον αμφισβήτησαν γιατί ήθελαν να διαλύσουν την Κύπρο, να την αφανίσουν πολιτικά, ως πολιτική οντότητα έτσι ώστε να την ενώσουν με την Ελλάδα. Ο Μακάριος ήταν ασφαλώς πιο έξυπνος και ο πιο γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων του υπό δημιουργία «δεύτερου ελληνικού κράτους» και του κοινωνικού σχηματισμού που οικοδομήθηκε γύρω από αυτό. Μόνο μετά το 1974 μπόρεσε, έστω καθυστερημένα, να κατανοήσει ότι οφείλουμε «να τα βρούμε με τους τ/κ» σε μια νέα ισότιμη βάση, σε ομοσπονδιακή δηλαδή βάση, και γι’ αυτό υπόγραψε τη πρώτη συμφωνία κορυφής το 1977 (Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς).

Ο κ. Παπαδόπουλος εξαπατώντας τους ψηφοφόρους του ΑΚΕΛ εκφράζει πλήρως τα συμφέροντα όλου του πολιτικού φάσματος που ταυτίζεται με την ελληνοποιημένη κυπριακή καθημερινότητα: Μια «εκκρεμότητα» που είναι εθνικά αμιγής, η οποία σφυρηλατήθηκε στα μυαλά των ανθρώπων ως μονιμότητα. Όταν μια «προσωρινή» κατάσταση διαρκεί 40 χρόνια, από το 1964, ή 30 από το πραξικόπημα-εισβολή, αυτή δεν καθίσταται πλέον μονιμότητα; Πρόκειται για μια μόνιμη εκκρεμότητα την οποία βιώνουμε, οργανωνόμαστε και αποδεχόμαστε ασυζητητί. Υπάρχει κράτος, υπάρχει εξουσία, υπάρχουν πολιτικά κόμματα και σχηματισμοί που διατηρούνται μόνο και μόνο γιατί υπάρχει το Κυπριακό πρόβλημα. Τι θα γίνουν αυτά αν λυθεί; Μάλλον θα σβήσουν. Αλλά κι αν δεν σβήσουν, γιατί να ρισκάρουν να χάσουν αυτό που έχουν τώρα; Τουλάχιστον έτσι νομίζουν: Κάλιο 5 και στο χέρι παρά 10 και καρτέρι!

Πρόκειται για ένα στημένο σικέ παιχνίδι, όπου οι 50 πολιτικοί μεταξύ τους λένε: «Ας τα βρούμε μεταξύ μας: Εντάξει ρε παιδιά έχουμε διαφορές μεταξύ μας, αλλά γιατί να ανακατέψουμε και τους Τούρκους τώρα; Ας δοκιμάσουμε να μπούμε στην Ε.Ε., μπορεί να πάρουμε κάτι καλύτερο». Αυτό είναι το παιχνίδι που εμείς ακούμε ως λόγους περί «εθνικής ενότητας» και αποτροπής του διχασμού. Παραμυθάκια για παιδάκια που θέλουν να πιστεύουν…

Το πιο πάνω σενάριο ακούγεται ηττοπαθές. Κι όμως μέσα σε 6 μήνες ή 1 χρόνο τα πράγματα δεν θα ’ναι τα ίδια. Όταν τα πράγματα πλέον θα έχουν αλλάξει, με τη σταδιακή διαδικασία αποαναγνώρισης και απονομιμοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που θα έχει πλέον οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα επιβίωσης, ανάλογα με εκείνα της μη αναγνωρισμένης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».

Τυπικά η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ε.Ε. από την 1η Μαΐου. Στην πραγματικότητα η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία από το 1964 διοικείται μονομερώς από τους ε/κ, αντίθετα με τις συνταγματικές πρόνοιες, στη βάση του «λεγόμενου δόγματος της ανάγκης», διανύει μια μακρά πορεία με οξύ πρόβλημα νομιμοποίησης εσωτερικά, εντός της Ε.Ε. και διεθνώς. Με το Δημοψήφισμα η Κυπριακή Δημοκρατία αυτοπυροβολήθηκε. Η εκκρεμότητα των «προσωρινών» και «απολύτως απαραίτητων» λειτουργιών του κράτους όπως αυτά υπαγορεύονται από το έκτακτο «δόγμα της ανάγκης» φανερά φτάνει πλέον στα όριά της. Μπήκαμε πλέον σε μια διαδικασία σταδιακής απoνομιμοποίησης και αποαναγνώρισης, εφόσον το μονοπώλιο στην εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο σίγουρα ενισχύθηκε και μετά την παράνομη Τουρκική εισβολή και κατοχή, έχει πλέον εξαντληθεί.

Από νομικής άποψης, προς το παρόν τουλάχιστον, τα πράγματα φαίνονται κάπως «ήρεμα» και «εντάξει», χωρίς άμεσο πρόβλημα, δεδομένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε κανονικά στην Ε.Ε. Παρά ταύτα, η Συνθήκη προσχώρησης έχει τροποποιηθεί και η οδηγία της ΕΕ για την ελεύθερη διακίνηση προσώπων και αγαθών, καθώς και το «μαλακό σύνορο» στην Πράσινη γραμμή της Κύπρου ανοίγει τον δρόμο για δύο κράτη, αν δεν υπάρξει λύση σύντομα.


6. Το κυπριακό κρατικό μόρφωμα υπό ταξικό κριτήριο:

6.1 Οι υψηλά ιστάμενοι κρατικοί λειτουργοί ως κοινωνική-ταξική μερίδα

Ο Νίκος Πουλαντζάς αναφέρεται στις ανώτατες και ανώτερες διοικητικές θέσεις του κράτους ως ταξική μερίδα ή κατηγορία εντός της αστικής τάξης. Ο όρος «κοινωνικά στρώματα» συνδέεται με δευτερεύοντα αποτελέσματα πάνω στις τάξεις του συνδυασμού των τρόπων παραγωγής μέσα σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό.

Στην Κύπρο το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούμε να διακρίνουμε φορείς που επανδρώνουν υψηλές κρατικές θέσεις να αρθρώνουν συγκεκριμένο πολιτικό λόγο που εκφράζει αυτονομιμοποιημένες ομάδες στη γραφειοκρατία και τη διοίκηση. Φαίνεται να διακρίνεται μια τέτοια ομάδα, αποτελούμενη από διάφορους κρατικούς λειτουργούς, και ιδίως αυτούς που βρέθηκαν σε διοικητικές και κοινωνικές θέσεις κλειδί εν μια νυκτί και που νιώθουν ίσως τα συμφέροντα, τα προνόμια και τις εξουσίες τους να απειλούνται: Αυτοί σε συντριπτική πλειψηφία τάσσονται κατά της λύσης, κι όχι μόνο του Σχεδίου Ανάν, όπως επικαλούνται. Στην νομική υπηρεσία, στην εκπαίδευση και σε άλλα υπουργεία διακρίνεται η δυσφορία της γραφειοκρατίας προς την (οποιαδήποτε) λύση.

Ασφαλώς η «γραφειοκρατία» δεν είναι μια συμπαγής ομάδα. Εξάλλου εντός της κρατικής διοίκησης και γραφειοκρατίας λειτουργεί και μια άλλη ισχυρή μερίδα που έχει ως ιδεολογία τον τεχνοκρατικό επαγγελματισμό. Αυτοί κάθε άλλο παρά απειλούνται –αφού αναπαράγουν τη θέση τους με βάση τις εργασιακές τους δεξιότητες. Όμως, δεν λειτουργούν «ξεκάρφωτα» αλλά σε ένα μπλοκ με ηγεμονία του εθνικιστικού και λαϊκιστικού στοιχείου, το οποίο έχει λαϊκά ερείσματα, κοινωνική νομιμοποίηση και πρόσβαση σε ευρύτερες μάζες. Υπάρχουν και οικονομικά συμφέροντα που διαπλέκονται εδώ: Μίζες από τις αμυντικές δαπάνες, τουριστικά συμφέροντα και μια σχέση εξάρτησης ανάμεσα σε διάφορες μερίδες του κεφαλαίου και στην γραφειοκρατία του κράτους.

Μια ομάδα με τις δικές ιδιαιτερότητες και συμφέροντα είναι ο στρατός και τα σώματα ασφάλειας. Ασφαλώς μία ενδεχόμενη διάλυση της εθνικής φρουράς από μόνη της είναι σαφέστατο κίνητρο για αντίθεση προς τη λύση, δεδομένου ότι ολόκληρες καριέρες, φιλοδοξίες, αξίες και ένας τρόπος ζωής θα καταργηθούν. Οι διαβεβαιώσεις του υπουργού άμυνας στους στρατιωτικούς είναι ενδεικτικές των ανησυχιών στα σώματα αυτά. Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί βέβαια, μετά και τις εμπειρίες του πραξικοπήματος και της δικτατορίας στην Ελλάδα, δεν αποτελούν ισχυρό αυτόνομο μοχλό πίεσης και είναι σαφέστατα κάτω από πολιτικό έλεγχο. Εντούτοις είναι πιθανοί αρνητικοί ψήφοι, αν δεν αισθανθούν ότι θα αποζημιωθούν επαρκώς.

Η αντι-ομοσπονδιακή λογική (Νέοι Ορίζοντες, ΑΔΗΚ) και οι μαξιμαλιστικές θέσεις (Λυσσαρίδης, Ματσάκης) δεν είναι παρά βούληση για διχοτόμηση, ως στάση προτιμητέα από τον συμβιβασμό, που θα σημαίνει συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στην εξουσία. Η βούληση για διχοτόμηση προκύπτει είτε λόγω συμφερόντων και της ανάγκης συντήρησης αυτών, είτε λόγω εθνικιστικής ιδεολογίας και μισαλλοδοξίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των πιο πάνω αρθρώθηκαν με διάφορες «λογικές». Π.χ. το επιχείρημα που ανέπτυξε τόσο ευθαρσώς ο κ. Κλεάνθους, «καλύτερα να ακρωτηριάσω το άρρωστο χέρι μου παρά να δηλητηριάσω όλο μου το σώμα», ή τα διάφορα επιχειρήματα οικονομικού ρατσισμού και ατομικισμού, που αποτελούν απλά οικονομικές παραλλαγές του νεο-απορριπτισμού που έχουμε προαναφέρει.


6.2 Ο εθνικισμός των φθινουσών προνομιούχων ομάδων: Η Εκκλησία

Ο ρόλος της εκκλησίας στην πολιτική είναι ένα σημαντικό ζήτημα στην ιστορίας της Κύπρου, και συχνά αποτελεί πηγή παρεξήγησης, ιδίως στους τ/κ και ξένους, ποιος ακριβώς είναι σήμερα ο ρόλος της, δεδομένου του μείζονος ρόλου του αρχιεπισκόπου Μακαρίου[21]. Η εκκλησία αποτελεί ένα ιδεολογικό κρατικό μηχανισμό, όπως μας δίδαξε ο Λουί Αλτουσέρ[22], όμως αποτελεί παράλληλα και μια ισχυρή οικονομική δύναμη, με πάμπολλες περιουσίες και επιχειρήσεις. Στον ιδεολογικό τομέα η θρησκεία, δηλαδή η ορθοδοξία στην Κύπρο ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με τον εθνικισμό, κι αποτέλεσε το συνεκτικό μηχανισμό νομιμοποίησης των «εθνικών πόθων», με το ιστορικό εθναρχικό της ρόλο, τόσο στην εποχή των Οθωμανών, όσο και στην αποικιοκρατία. Αυτή η παράδοση είναι φθίνουσα, δεδομένης τόσο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού, εξορθολογιμού, όπως ο Βέμπερ περιγράφει για τον σύγχρονο κόσμο, ή ο Μαρξ και ο Έγκελς για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, όσο και λόγω ηθικο-ιδεολογικού ξεπεσμού. Εντούτοις ο εθνικισμός διατηρείται και βαραίνει την εκκλησία, η οποία σαφέστατα χωρίζεται σε δυο τάσεις, τους «εκσυγχρονιστές» όπως είναι ο Κύκκου, και τους πιο «φονταμενταλιστές», όπως είναι ο Λεμεσού. Ανάμεσα σε αυτούς που είναι οι κύριοι επίδοξοι διεκδικητές του αρχιεπισκοπικού θρόνου, «παίζουν» και άλλοι, μάλλον λαϊκιστές, που ηχούν πατριωτικούς παιάνες με εθναρχικές βλέψεις.

Επομένως μια ισχυρή ηγετική μερίδα της εκκλησίας, η οποία εκφράζει συμφέροντα μιας φθίνουσας προνομιούχας ομάδας, αντιτίθεται στη λύση, αφού με τη λύση θα περιοριστεί ο ρόλος της: Εκεί που έψαλλαν τρισάγια για την λύση του Κυπριακού και την «ελευθερία της πατρίδας» και απολάμβαναν φορολογικές απαλλαγές για το θεάρεστο έργο τους, με τη λύση θα περιοριστούν στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα και πιθανόν οι επιχειρήσεις τους στο νέο καθεστώς να χάσουν τα προνόμια και το αθέμιτο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Ασφαλώς η πιο εκσυγχρονιστική τάση αντιλαμβάνεται ότι η όποια «αντίσταση» τώρα θα έχει τίμημα (κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό κ.λπ.) αργότερα, αν επικρατήσει η λογική της λύσης, γι’ αυτό και είναι πιο συγκρατημένη, αναγνωρίζοντας τον αποκλειστικό ρόλο της πολιτικής ηγεσίας στο «εθνικό θέμα».


6.3 Οι ρωγμές του τουριστικού κεφαλαίου: εσωτερικές αντιφάσεις και «εθνικά συμφέροντα»

Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφέρουμε τη «συνέπεια» με την οποία ένα τμήμα της τουριστικής βιομηχανίας αντιδρά στις διαδικασίες λύσης, αντίθεση που εκφράζεται μάλιστα από πολιτικά πρόσωπα. Πρόκειται για μια ομάδα συμφερόντων που αισθάνεται ότι απειλείται, σίγουρα παράλογα και υπερβολικά: Το καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου στην Κύπρο, όπως το γνωρίσαμε από το 1985 και μετά, είναι ένα καθεστώς κατ’ έκταση συσσώρευσης βασισμένου στον μαζικό τουρισμό. Οι μονάδες που αισθάνονται ότι απειλούνται μπήκαν στον «χορό» του ανταγωνισμού σχετικά αργά, ή αδυνατούν να προσαρμοστούν σε νέα ανταγωνιστικά πλαίσια, έτσι αντιδρούν αμυντικά, αρνητικά και με πανικό στις πιθανότητες μεταβολής των κανόνων ανταγωνισμού, από μικρές και υπανάπτυκτες μονάδες στα κατεχόμενα, που μπορεί να μην έχουν την απαιτούμενη υποδομή και τις ανάλογες κλίνες, διαθέτουν όμως κάτι που εμείς οι ε/κ καταστρέψαμε: το φυσικό τοπίο. Η Έκθεση για την Οικονομία και Απασχόληση (ΙΝΕΚ 2004) αναφέρει:

«Ο μαζικός τουρισμός ως οικονομική δραστηριότητα διαφέρει από άλλες οικονομικές δραστηριότητες κατά το ότι υφίσταται έναν επιπλέον περιορισμό: η εκμετάλλευση φυσικών πόρων χαρακτηρίζεται από φθίνουσες αποδόσεις. Με άλλα λόγια, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, στον βαθμό που επεκτείνεται, χαρακτηρίζεται από μειούμενη παραγωγικότητα της εργασίας. Η επέκταση του μαζικού τουρισμού έχει, δηλαδή, ένα εσωτερικό όριο. Επομένως, ακόμη και αν η εξωτερική ζήτηση (ο αριθμός επισκεπτών) δεν χαρακτηριζόταν από αστάθεια και αβεβαιότητα, αλλά αυξανόταν απρόσκοπτα, η ικανότητα της τουριστικής βιομηχανίας να αναλαμβάνει τον ρόλο της “ατμομηχανής” της Κυπριακής οικονομίας θα έβαινε μειούμενη». Προέκυψαν δύο τάσεις στον τουριστικό τομέα, που ήρθαν σε ανοικτή ρήξη επανειλημμένα: Από τη μια το ΣΤΕΚ, που εκφράζει αποκλειστικά τους μεγαλοεπιχειρηματίες, και από την άλλη ο ΠΑΣΥΞΕ, στον οποίο συνυπάρχουν διάφοροι «μικροί», «μεσαίοι» και σχετικά μεγαλύτεροι επιχειρηματίες.

Θα ήθελα να θέσω σαν υπόθεση εργασίας τον εξής συλλογισμό: Όσο προσεγγίζουμε το όριο της ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού, οι ασθενέστερες τουριστικές μονάδες θα αισθάνονται την αβεβαιότητα του μέλλοντος και θα προσκολλούνται στο παρελθόν. Όπως οι φθίνουσες κοινωνικές τάξεις στη Τσαρική Ρωσία αδυνατούσαν να δουν το μέλλον ή η νομενκλατούρα στη ανατολική Ευρώπη, που ακόμα και όταν κατέρρεαν τα καθεστώτα δεν πίστευαν ότι θα χάσουν τα προνόμια και την κοινωνική τους θέση, έτσι και αυτό το ταξικό τμήμα τάσσεται κατά της λύσης. Ασφαλώς, ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων υπάρχει ο οδοστρωτήρας της ΕΕ που είναι πολύ πιο απειλητικός για αυτούς από τη λύση. Αδυνατούν εντούτοις να το αντιληφθούν λόγω εθνικισμού. Ο εθνικιστικός ιδεολογικός φακός, μέσα από τον οποίο βλέπουν τις εξελίξεις, είναι μεν ισχυρότατο δημαγωγικό και λαϊκιστικό όπλο, εντούτοις είναι πολύ κακός οικονομικός σύμβουλος.

Στις κοινωνικές αυτές ομάδες, οι οποίες δεν είναι ιδεολογικά ομοιογενείς ή κοινωνικά συμπαγείς αλλά ιδιαίτερα ανομοιόμορφες, επικρατούν στρεβλώσεις που πηγάζουν από τη προκατάληψη, τις συναισθηματικές εξάρσεις, τον ατομικισμό και υποκειμενισμό που διακατέχονται. Ασφαλώς υπάρχουν και εκείνοι που θησαύρισαν πλην όμως συνεχίζουν να αισθάνονται ανασφαλείς και δεν θέλουν να αποχωριστούν το «επιτυχημένο» διχοτομικό στάτους κβο. Ασφαλώς δεν βλέπουν το πασιφανές, ότι τίποτε δεν θα μείνει ως έχει σήμερα, ακόμα και χωρίς τη λύση. Μάλιστα τα πράγματα θα είναι σαφώς χειρότερα γι’ αυτούς αν αναγνωριστούν κι αναπτυχθούν σε ανταγωνιστική βάση τα κατεχόμενα.

6.4 Ο προβοκατόρικος «αριστερός» εθνικισμός ή η αριστερή νομιμοποίηση στον εθνικο-απορριπτισμό

Δεν αναφερόμαστε στις μικρές ακροαριστερές ομάδες, που είναι αριθμητικά αμελητέες, και σίγουρα εκφράζουν κάποιες παραδόσεις και τάσεις σκέψης και δράσης, αλλά σε συλλογιστικές που αναπτύσσονται τελευταία, και επικαλούνται «αριστερές» καταβολές και πρακτικές σε αναφορά με τον αντιμπεριαλισμό και τα δικαιώματα των λαών.

Με πρόσχημα τον αντιμπεριαλισμό αναπτύχθηκαν διάφορα προβοκατόρικα καλέσματα από γνωστούς ακροδεξιούς, που παρά το χρόνιο μένος τους κατά της Αριστεράς, (όπως π.χ. στην περίπτωση του κ. Ιακωβίδη της Σημερινής, του κατ’ εξοχήν οργάνου έκφρασης των πραξικοπηματιών[23]) εγκαλούσαν το «αντιμπεριαλιστικό» ΑΚΕΛ να πει επιτέλους το «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν[24], ή καλούσαν τον ΑΚΕΛικό πολίτη να «αντισταθεί στο πραξικόπημα Β’» και να καταψηφίσει το σχέδιο Ανάν (μιλάμε εδώ για τις χυδαίες κραυγές του Φτωχόπουλου). Χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η καθημερινή προβοκάτσια του Λάζαρου Μαύρου, που μέχρι χθες έβριζε την Κυπριακή σημαία σαν Βρετανική συνομωσία και τώρα την υψώνει σαν λάβαρο ιερό, κοιτίδα που θα επιτρέψει στον Κυπριακό Ελληνισμό να επιβιώσει. Δημιουργήθηκε έτσι ένας νέος ιδιότυπος εθνικισμός, που παγιώθηκε και κλιμακώθηκε καθώς προσέγγιζε το δημοψήφισμα, ενώ αντίθετα οι πιο «μετριοπαθείς» δυνάμεις, και δικαιολογημένα εν μέρει, περίμεναν να δουν το τελικό σχέδιο πριν τοποθετηθούν σαφώς, πέφτοντας έτσι στη παγίδα του Προεδρικού παιγνιδιού.

6.5 Το ΑΚΕΛ ως αντι-ηγεμονία των μαζών σε οργανική κρίση

Αναντίλεκτα, ο πιο ισχυρός κοινωνικός και πολιτικός πόλος, ο οποίος λειτουργεί ως ο ρυθμιστής του πολιτικού εποικοδομήματος με μαζική λαϊκή συμμετοχή, είναι το ΑΚΕΛ και το λαϊκό κίνημα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Τάσσου Παπαδόπουλου λοιπόν ήταν ότι κατάφερε βασικά να εξουδετερώσει το ΑΚΕΛ, το οποίο πήρε αρχικά μια ουδέτερη στάση τακτικού ελιγμού, απαιτώντας αναβολή, ενώ στο τέλος ήρθε σαν ουραγός σε άτακτη υποχώρηση να συνταχθεί με το «βροντερό Όχι», παρόλο που μέχρι τέλους επέμενε να διαχωρίζει «το Όχι του ΑΚΕΛ».

Λόγω της μετριοπαθούς προσέγγισής του και λόγω της ιστορικής του δράσης ως ο στυλοβάτης του εργατικού κοινωνικού κεκτημένου μετά από κοινωνικούς αγώνες, αποτελεί και τον πιο αποφασιστικό παράγοντα στην λύση, αλλά όχι τον μόνο. Η εργατική τάξη και οι κοινοί αγώνες ε/κ και τ/κ, με ισχυρότερες τις παραδόσεις του ΑΚΕΛ και του λαϊκού κινήματος αποτελούν την κύρια εναλλακτική ιδεολογική, ταξική προοπτική, που αποτελεί το αντίβαρο και το μετερίζι ενάντια στις εθνικιστικές προσεγγίσεις. Στο ΑΚΕΛ αποτελεί συνείδηση ότι οι διασπαστικές ιδεολογίες του εθνικισμού, ρατσισμού και σεξισμού λειτουργούν ανταγωνιστικά και διαβρωτικά στην ανάπτυξη διεθνιστικής αλληλεγγύης, βούλησης για ισότητα και θέλησης για δράση εντός της εργατικής τάξης.

7. Επίλογος: Οι νέοι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες

Ασφαλώς οι δυνάμεις της εργασίας κάθε άλλο παρά μπορούν να σταθούν εμπόδιο στη λύση του Κυπριακού έστω κι αν δεν τέθηκαν τα εργασιακά ζητήματα στο επίκεντρο του σχεδίου λύσης. Αντιθέτως η εργατική τάξη, το ταξικό συνδικάτο, η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα υπήρξαν μπροστάρηδες στον αγώνα για επαναπροσέγγιση κι επανένωση του λαού και της πατρίδας μας. Δεν μας εκπλήττει το γεγονός ότι το σχέδιο Ανάν τηρεί σιγή στα ζητήματα της εργασίας[25], δεδομένων των συσχετισμών δύναμης και αυτών που διαπραγματεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες: H λύση έχει δυστυχώς και ταξική σφραγίδα. Οι ρυθμίσεις της εργασίας θα γίνονται στη βάση των ευρωπαϊκών προτύπων, δηλαδή στη μίνιμουμ βάση όπως προνοείται από το κεκτημένο (έτσι απαιτείται η εναρμόνιση των εργασιακών σχέσεων στις κατεχόμενες περιοχές, οι οποίες θα αποτελέσουν και το έδαφος του τ/κ συνιστώντος κράτους αν υπάρξει λύση) κι από κει και πέρα ενθαρρύνονται οι ευρωπαϊκές πολιτικές απασχόλησης και επαφίεται στα κράτη-μέλη να εφαρμόσουν τη δική τους πολιτική σε άλλα θέματα.

Από την άλλη μεριά, όμως η λύση, με όλες τις αδυναμίες και τα κενά της, ανοίγει νέους δρόμους και προοπτικές για τους κοινούς αγώνες του μέλλοντος, τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες που μας αναμένουν, οι οποίοι θα σπάσουν, θα τσακίσουν το χρόνιο εθνοτικό κι εθνικιστικό διαχωρισμό. Γνωρίζουμε ότι τα συντάγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς εξυπηρέτησης συμφερόντων και σκοπιμοτήτων ξένων προς τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Γνωρίζουμε όμως ότι ενόσω υπάρχουν δεσμοί ατσαλωμένοι από κοινούς αγώνες και συνταγματικές δομές που να επιτρέπουν τη συνεργασία και την κοινή πάλη θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τους όποιους σκοπέλους έχουμε μπροστά μας. Ας μην ξεχνάμε πόσο δυσμενής είναι η υφιστάμενη κατάσταση με τους στρατούς και συρματοπλέγματα.

Η εικόνα ενός κόσμου σε πανδαιμόνιο και συνεχή έκρηξη, σε μοριακές μεταλλαγές και ασταμάτητες ανακατατάξεις είναι προφανής. Εντός τούτου του κόσμου ο Κυπριακός λαός θα κληθεί και πάλι να απαντήσει στη μεγάλη πρόκληση της εποχής για τη λύση του Κυπριακού. Οι δυνάμεις της εργασίας, μπροστάρηδες στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες καλούνται να ηγηθούν και πάλι όταν οι άλλες κοινωνικές δυνάμεις χωλαίνουν και διασπώνται ατάκτως προς φυγόκεντρες κατευθύνσεις, αφήνοντας ένα δύσβατο κοινωνικό και πολιτικό κενό. Δεν χωράει αμφιβολία για τη στάση των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου στο δύσκολο αγώνα που έχουμε μπροστά μας. Η ίδια η ιστορία του τόπου αυτού προσφέρει και τις απαντήσεις, μας υπαγορεύει χωρίς αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς την πορεία μας –απαιτείται λύση στην βάση ενός βιώσιμου συμβιβασμού όπως αυτή προσφέρεται μέσα από το Σχέδιο Ανάν.

Παράρτημα: Το Σχέδιο Ανάν και οι δυνάμεις της εργασίας

Αναφέρομαι στο Σχέδιο Ανάν όχι τόσο γιατί μπορεί να είναι το αυριανό σύνταγμα[26], αλλά γιατί αντικατοπτρίζει τον συσχετισμό δύναμης όπως αυτός διατυπώθηκε στο ίδιο το σχέδιο όταν έγιναν οι διαπραγματεύσεις. Δυστυχώς τα ζητήματα της «εργασίας και κοινωνικών ασφαλίσεων» δεν περιλαμβάνονται ανάμεσα στις εξουσίες κι αρμοδιότητες της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, αλλά αναφέρονται ανάμεσα σ’ άλλα θέματα: Το Άρθρο 15 (3) καλεί τα συνιστώντα κράτη που ασκούν αυτές τις αρμοδιότητες να «συντονίσουν ή να εναρμονίσουν την πολιτική τους και τη νομοθεσία τους, συμπεριλαμβανομένων και διαμέσων συμφωνιών, κοινών προτύπων και διαβουλεύσεων, όπου είναι κατάλληλο ιδιαίτερα [σε μια σειρά θεμάτων] όπως “κοινωνικές ασφαλίσεις και εργασία”» [Άρθρο 15 (3) L].

Η πιο πάνω κάπως χαλαρή διατύπωση δείχνει ότι τα ζητήματα αυτά, παρόλη την ισχυρή κοινωνική παρουσία των συνδικάτων, των κοινών πρωτοβουλιών, μάλιστα όπως αυτό εκφράζεται από το Πανσυδικαλιστικό φόρουμ (που αποτελείται από τις συντεχνίες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων), δεν αποτυπώνονται στα θέματα που αφορούν μια ενιαία αγορά εργασίας, αλλά επαφίενται στα συνιστώντα κράτη. Είναι φανερό ότι οι συντάκτες του σχεδίου θεωρούν αυτονόητο ότι η εργασία θα ρυθμίζεται από τα συνιστώντα κράτη, σύμφωνα με τις δικές τους ιδιαιτερότητες κ.λπ., κάτι που εμείς κάθε άλλο παρά αυτονόητο το θεωρούμε. Αντιθέτως θεωρούμε αυτή την αντίληψη προβληματική κι εσφαλμένη, αν γνώμονας είναι η ισομερής και ισορροπημένη ανάπτυξη που θα συνυπολογίζει τις άμεσες επιδιώξεις όλων των κοινωνικών τάξεων και περιφερειών.

Ασφαλώς, υπάρχει η παρότρυνση για κοινά πρότυπα κι επίπεδα (standards), πλην όμως πρόκειται για προαιρετικά μέτρα τα οποία δεν έχουν νομική ισχύ. Εντούτοις αφήνουν ανοικτό το πεδίο για δράση στα συνδικάτα και τις δυνάμεις της εργασίας.

Τα ζητήματα της εργασίας, των εργασιακών σχέσεων, των εργατικών δικαιωμάτων είναι δυστυχώς οι μεγάλοι απόντες σε ένα τόσο λεπτομερές, κατά τα άλλα σχέδιο. Ορθά το Πανσυνδικαλιστικό Φόρουμ απαιτεί:

(α) Ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων.

(β) Ενιαία Αγορά εργασίας.

(γ) Ελεύθερη κι απρόσκοπτη εργασία.

(δ) Ισότητα και ισοκατανομή.

Επίσης η αποτροπή των διακρίσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων, σε κοινοτικό και κοινωνικό επίπεδο δεν είναι απλά συνθήματα αλλά πρέπει να γίνει αγώνας ζωής. Αν δεν ενσωματωθούν κι αυτά στο σχέδιο, θα πρέπει να γίνουν πράξη στην εφαρμογή του σχεδίου λύσης και αυτόματα στους κοινωνικούς αγώνες που έπονται.

Το συνδικαλιστικό κίνημα οπωσδήποτε θα αγωνιστεί έτσι ώστε το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ε/κ και τ/κ εργαζομένων σ’ όλη την επικράτεια της ενωμένης πλέον Κύπρου να σμικρυνθεί και να υπάρξει ισομερής και ισορροπημένη ανάπτυξη προς όφελος όλων, κοινωνικών κι εθνοτικών ομάδων και περιφερειών. Στόχος βέβαια είναι η άμβλυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών. Το κριτήριο για μας ασφαλώς δεν είναι μόνο ο λεγόμενος «αθέμιτος ανταγωνισμός», πρώτα απ’ όλα γιατί κι αν η εργατική δύναμη θεωρείται εμπόρευμα στο υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει ως στόχο του την αναβάθμιση της εργασίας και της αύξηση του μεριδίου του πλούτου για την εργασία. Κριτήριο για μας είναι η κοινωνική ευημερία, η διάχυση του πλούτου και του εισοδήματος στην κοινωνία και η σύγκληση των μισθών, των όρων απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων προς τα πάνω, δηλαδή στην αναβάθμιση των μισθών και όρων απασχόλησης των τ/κ κι όχι η διολίσθηση των μισθών προς στα κάτω. Το όραμά μας ασφαλώς είναι μακροπρόθεσμα η υπέρβαση του συστήματος που αναπαράγει τη κοινωνική ανισότητα και αδικία.



[1] Βλ. Τριμικλινιώτης, Ν. (2004) «Η Τουρκία, το Σχέδιο Ανάν κι εμείς», Θέσεις 87.

[2] Έχουμε ασχοληθεί με το θέμα αλλού: Τριμικλινιώτης (2000) The Role of State Processes in the Production and Resolution of «Ethnic» and «National» Conflict: The Case of Cyprus, Unpublished PhD Dissertation, University of Greenwich και Τριμικλινιώτης, Ν. (2004) «Η Τουρκία, το Σχέδιο Ανάν κι εμείς», Θέσεις 87.

[3] Βλ. Λένιν, Β. Ι. (1980) «Η εκτίμηση της στιγμής», σε: Θέσεις του Απρίλη, ΣΠΟΥΤΝΙΚ, σ. 11.

[4] Βλ. Gramsci, Α. (1972), Selections from Prison Notebooks, Hoare, Q. and Nowell Smith, G. (ed.) Lawrence and Wishart, London.

[5] Βλ. Γκράμσι, Α. (1982) Οι Διανοούμενοι, εκδ. Στοχαστής.

[6] Ο Πουλαντζάς επισημαίνει ότι ο Μαρξ αναφέρεται σε μερίδες που επισημαίνονται μονάχα στο πολιτικό επίπεδο, οι οποίες έχουν «υπερπροσδιοριστική σχέση των κατηγοριών προς τις πολιτικές και ιδεολογικές δομές των οποίων αποτελούν το ειδικό αποτέλεσμα». Βλ. Πουλαντζάς, Ν. (1995) Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (Τόμος Α΄), «Πολιτικό στοιχείο και κοινωνικές τάξεις», Θεμέλιο σ.114 – 117, για τα ταξικά τμήματα και μερίδες.

[7] Βλ. Κιτρομηλίδης (1982) «Το Ιδεολογικό πλαίσιο της πολιτικής ζωής στην Κύπρο», σε Τενεκίδης, Γ. και Κρανιδιώτης, Γ. (επιμ.) Κύπρος - Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, Αθήνα.

[8] Σήμερα αυτός ο διαχωρισμός είναι όλο και πιο εξωπραγματικός καθώς η ιδιοκτησία αλλάζει και μετακινείται μαζί με μετοχές στο χρηματιστήριο.

[9] Βλέπε Kattos, S., 1999, State Capital and Labour in Cyprus, (unpublished) PhD thesis, University of New South Wales, Sydney, Australia.

[10] «Κλασική» πλέον φόρμουλα που επιβάλλουν όλες οι νεοφιλελεύθεροι διεθνείς οργανισμοί όπως η IMF, World Bank κ.λπ.

[11] Για την Κύπρο έχω αναπτύξει για πρώτη φορά το ζήτημα στο κείμενο “The Political Challenge of Freedom of Movement: A Radical Potential”, σε IKME (2003) Cyprus After A solution, Left Policies.

[12] Μια παρόμοια ιδέα, αλλά όχι ακριβώς η ίδια, είναι αυτή του «μεταλλαγμένου αλυτρωτισμού» της Δεξιάς, που αναλύεται από τον Μάριο Κωνσταντίνου, ο οποίος όμως αναπτύσσει το θέμα με τον δικό του τρόπο. Βλ. Κωνσταντίνου (2003) “Irredentism Lite: The New Syntax of Domination and the Semantic Indexicality of a Postmodern Experience”, The Cyprus Review, Vol. 15, Spring 2003, Nο 1.

[13] Ασφαλώς η έννοια κεφάλαιο είναι εδώ καταχρηστική διότι στην πραγματικότητα η έννοια αυτή είναι σχεσιακή, δηλαδή περιγράφει συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις κι όχι ένα «πράγμα», ούτε καν την αστική τάξη, η οποία είναι η κεφαλαιοκρατική τάξη.

[14] Βλ. Katsiaounis, R. (1996) Labour, Society and Politics in Cyprus During the Second Half of the Nineteenth Century, Cyprus Research Centre, Nicosia.

[15] Η αστική τάξη της Κύπρου, βασικά η ε/κ αστική τάξη αποτελείται από αριθμητικά περιορισμένους μεγαλοεργοδότες με την οικογένεια τους. Υπολογίζεται ότι πρόκειται για περίπου 25000 μεγαλοεργοδότες, ή το 1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. ΑΚΕΛ (1996) Η ταξική διάρθρωση της κυπριακής κοινωνίας – Οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, Έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Λευκωσία

[16] Τη δεκαετία του 1980 η ΕΔΕΚ πήρε καθαρά εθνικιστική στροφή (ακολουθώντας το ΠΑΣΟΚ μετά που ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα) και απέβαλε την ακροαριστερή τάση και ρητορική του. Ο κ. Λυσαρίδης διατήρησε τον τόνο του σε εθνικά πλέον χρώματα.

[17] Βλ. Κ. Ζαβού (2003) Τα Πολιτικά Κόμματα της Κύπρου, Λευκωσία.

[18] 11% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1992, σύμφωνα με τη μελέτη του ΑΚΕΛ (1996), όπ. π.

[19] Έτσι ονομάζει τους μικροαστούς η μελέτη του ΑΚΕΛ (1996: 95-96), που είναι γύρω στο 15 – 17% του πληθυσμού.

[20] 15% σύμφωνα με την ίδια έρευνα (ΑΚΕΛ 1996: 94-95)

[21] Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ. (1999) «Η Εκκλησία της Κύπρου και ο εθναρχικός της ρόλος 1878-1960», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 68-69-70, Ιούλιος 1998-Μάρτιος 1999.

[22] Αλτούσερ, Λ. (1985), Θέσεις, Εκδ. Θεμέλιο.

[23] Η Σημερινή ως γνωστόν θεωρησε το προδοτικό πραξηκόπημα του 1974 «επάναγκες»...

[24] Ιακωβίδη, Σ. «Η “έκπληξη” Χριστόφια και γιατί δεν εξηγεί τη θέση ΑΚΕΛ στο Σχέδιο;», Η Σημερινή 21.3.04.

[25] Βλ. το Παράρτημα του παρόντος άρθρου.

[26] Βλέπε, Κωνσταντίνου, Μ. «Παρατηρήσεις πάνω στην Πολιτική Κοινωνιολογία του Ελβετικού Συστήματος» και Τριμικλινιώτης, Ν. «Το Ελβετικό Σύστημα, το Σχέδιο Ανάν και η Ομοσπονδοποίηση της Κύπρου: Για Ένα Αριστερό Συνταγματισμό» Εξ Υπαρχής (Ιανουάριος 2003) και ΘΕΣΕΙΣ, Τεύχος 83.