Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελευταίο μέρος ενός κειμένου του Αλτουσέρ, που χρονολογείται από το 1982, με τίτλο: «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης». Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στον τόμο: L. Althusser: Ecrits philosophiques et politiques, I, σ. 539-579, εκδόσεις STOCK/IMEC, 1994. Το μέρος αυτό αναφέρεται στον Μαρξ και στην αντιφατική σχέση που διατηρεί με τον «υλισμό της συνάντησης», τη στιγμή ακριβώς που πραγματεύεται την κομβική έννοια του τρόπου παραγωγής. Τα προηγούμενα μέρη του κειμένου επιχειρούν μια παρουσίαση του «υπόγειου ρεύματος του υλισμού της συνάντησης» μέσα από τους Επίκουρο, Χάιντεγκερ, Μακιαβέλι, Σπινόζα, Χομπς και Ρουσσώ. Ας σημειωθεί ότι σε κείμενα που έγραψε ο Αλτουσέρ στα επόμενα χρόνια προσέφυγε περισσότερο στον όρο «υλισμός του αστάθμητου» ή «αστάθμητος υλισμός» παρά σε αυτόν του «υλισμού της συνάντησης» (βλ. Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, εκδ. ο Πολίτης, 1994, μετάφραση: Α. Ελεφάντη).
Πρέπει, επιπλέον, να επισημανθούν δύο στοιχεία: αφενός, το κείμενο της γαλλικής έκδοσης προέκυψε εν μέρει από μια ανασύνθεση των δακτυλογραφημένων κειμένων του Αλτουσέρ, και αφετέρου το ύφος του είναι σε ορισμένα σημεία δυσνόητο, αν όχι ασαφές. Όπως είναι προφανές η μετάφραση που ακολουθεί επεδίωξε να διατηρήσει και να αποδώσει αυτό το ύφος. Διατηρήθηκαν οι ελάχιστες --διευκρινιστικού χαρακτήρα-- παρεμβάσεις των γάλλων επιμελητών (σε αγκύλες). Όλες οι υποσημειώσεις που βρίσκονται σε αγκύλες βασίζονται στη γαλλική έκδοση ή παραπέμπουν στην ελληνική βιβλιογραφία. Οι υπόλοιπες υποσημειώσεις είναι του ίδιου του Αλτουσέρ.
[Για τον τρόπο παραγωγής]
Για να δώσουμε μια ιδέα τού, τόσο σημαντικού στον Μαρξ, υπόγειου ρεύματος του υλισμού της συνάντησης, και της απώθησής του σε έναν υλισμό της (φιλοσοφικής) ουσίας, οφείλουμε να αναφερθούμε στον τρόπο παραγωγής. Κανείς δεν θα αρνηθεί τη σημασία αυτής της έννοιας, που δεν χρησιμεύει μόνο για να μελετήσουμε κάθε «κοινωνικό σχηματισμό», αλλά και για να περιοδολογήσουμε την ιστορία του, και συνεπώς για να θεμελιώσουμε μια θεωρία της ιστορίας[1].
Στην πραγματικότητα, βρίσκουμε στον Μαρξ δύο αντιλήψεις για τον τρόπο παραγωγής, που δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη.
Η πρώτη προέρχεται από την Κατάσταση των εργαζομένων τάξεων στην Αγγλία του Ένγκελς, που είναι ο πραγματικός εμπνευστής της: ξαναβρίσκεται στο διάσημο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση, την εργάσιμη ημέρα κ.λπ., και σε πλήθος λεπτομερειακών νύξεων στις οποίες θα επανέλθω. Μπορούμε επίσης να τη βρούμε στη θεωρία του ασιατικού τρόπου παραγωγής. Η δεύτερη εντοπίζεται στα ογκώδη εδάφια του Κεφαλαίου σχετικά με την ουσία του καπιταλισμού, καθώς επίσης την ουσία του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και του σοσιαλιστικού, σχετικά με την επανάσταση, και πιο γενικά στη «θεωρία» της μετάβασης ή μορφής περάσματος από έναν τρόπο παραγωγής σε έναν άλλον. Όλα αυτά που μπόρεσαν να γραφτούν τα είκοσι τελευταία χρόνια αναφορικά με τη «μετάβαση» από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν τα χωρά ο νους και είναι αδύνατο ακόμη και να καταγραφούν!
Σε αναρίθμητα εδάφια, ο Μαρξ, και ασφαλώς δεν πρόκειται για κάτι τυχαίο, μας εξηγεί ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γεννήθηκε από τη «συνάντηση» ανάμεσα στον «άνθρωπο των σκούδων» και τον προλετάριο που στερείται τα πάντα, πέραν της εργασιακής του δύναμης. «Συνέβη» αυτή η συνάντηση να λάβει χώρα και να «πιάσει», πράγμα που σημαίνει ότι δεν καταστράφηκε αμέσως μετά την παραγωγή της, αλλά διήρκεσε και έγινε ένα συντελεσμένο γεγονός --το συντελεσμένο γεγονός αυτής της συνάντησης-- που προκάλεσε σταθερές σχέσεις και μια αναγκαιότητα, η μελέτη των οποίων παρέχει «νόμους», βεβαίως κατά τάση: τους νόμους της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (νόμος της αξίας, νόμος της ανταλλαγής, νόμος των κυκλικών κρίσεων, νόμος της κρίσης και της αποσύνθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, νόμος του περάσματος –μετάβασης-- στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής υπό τους νόμους της ταξικής πάλης κ.λπ.). Αυτό που προέχει, σε αυτήν την αντίληψη, δεν είναι τόσο η εκφορά των νόμων, και συνεπώς μιας ουσίας, όσο ο αστάθμητος χαρακτήρας της «εμπέδωσης» [«prise»] αυτής της συνάντησης που προωθεί το συντελεσμένο γεγονός, για το οποίο μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους.
Μπορούμε να τα πούμε όλα αυτά με διαφορετικό τρόπο: το όλο που προκύπτει από την «εμπέδωση» της «συνάντησης» δεν είναι προγενέστερο, αλλά μεταγενέστερο της «εμπέδωσης» των στοιχείων, και συνεπώς θα μπορούσε να μην «πιάσει» και, πολύ περισσότερο, «η συνάντηση θα μπορούσε να μη λάβει χώρα». Όλα αυτά λέγονται, με μισόλογα βέβαια, αλλά ωστόσο λέγονται στη διατύπωση του Μαρξ, τη στιγμή που μας μιλά τόσο συχνά για τη «συνάντηση» (das Vorgefundene) ανάμεσα στον άνθρωπο των σκούδων και τη γυμνή εργασιακή δύναμη. Μπορούμε ακόμη να πάμε πιο πέρα και να υποθέσουμε ότι η συνάντηση έλαβε χώρα στην ιστορία πολλές φορές πριν να πιάσει στη Δύση, αλλά δεν «έπιασε» τότε, ελλείψει ενός στοιχείου ή της διάταξης των στοιχείων. Το μαρτυρούν τα ιταλικά κράτη της κοιλάδας του Πάδου του δεκάτου τρίτου και του δεκάτου τετάρτου αιώνα, όπου όντως υπήρχε ο άνθρωπος των σκούδων, η τεχνολογία και η ενέργεια (μηχανές κινούμενες από την υδραυλική δύναμη του ποταμού), και τα εργατικά χέρια (οι άνεργοι χειροτέχνες), και όπου, ωστόσο, το φαινόμενο δεν «έπιασε». Έλειπε πιθανώς (ίσως: δεν πρόκειται παρά για μια υπόθεση) αυτό που αναζητούσε απεγνωσμένα ο Μακιαβέλι μέσα από την έκκληση για ένα εθνικό κράτος, δηλαδή μια εσωτερική αγορά ικανή να απορροφήσει την εφικτή παραγωγή.
Εάν συλλογιστούμε έστω και λίγο ως προς τις προκείμενες αυτής της αντίληψης, θα παρατηρήσουμε ότι θέτει ανάμεσα στη δομή και τα στοιχεία που θεωρείται ότι συνδέει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Διότι, τι είναι ένας τρόπος παραγωγής; Απαντήσαμε, με τη βοήθεια του Μαρξ: ένας ιδιαίτερος «συνδυασμός» ανάμεσα σε στοιχεία. Αυτά τα στοιχεία είναι η χρηματική συσσώρευση (των «ανθρώπων των σκούδων»), η συσσώρευση των τεχνικών μέσων της παραγωγής (εργαλεία, μηχανές, εμπειρία της παραγωγής από την πλευρά των εργατών), η συσσώρευση της ύλης της παραγωγής (η φύση) και η συσσώρευση των παραγωγών (οι προλετάριοι που στερούνται κάθε παραγωγικού μέσου). Τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν στην ιστορία για να υπάρξει ένας τρόπος παραγωγής· αλλά υπάρχουν σε αυτήν σε «αμφίρροπη» κατάσταση πριν τη «συσσώρευση» και τον «συνδυασμό» τους, καθώς το καθένα συνιστά το προϊόν της δικής του ιστορίας και καθώς κανένα δεν είναι το τελεολογικό προϊόν, είτε των άλλων είτε της ιστορίας τους. Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα πουν ότι το προλεταριάτο είναι «το προϊόν της μεγάλης βιομηχανίας», θα πουν μια μεγάλη ανοησία, τοποθετούμενοι βάσει της λογικής του συντελεσμένου γεγονότος της διευρυμένης αναπαραγωγής του προλεταριάτου, και όχι βάσει της αστάθμητης λογικής της «συνάντησης» που παράγει (και όχι αναπαράγει) υπό τη μορφή του προλεταριάτου αυτή τη μάζα στερημένων και ξεγυμνωμένων ανθρώπων ως ένα από τα συστατικά στοιχεία του τρόπου παραγωγής. Με αυτό, θα περάσουν από την πρώτη, ιστορικο-αστάθμητη, αντίληψη του τρόπου παραγωγής σε μια δεύτερη, ουσιοκρατική και φιλοσοφική.
Επαναλαμβάνομαι, αλλά είναι αναγκαίο: αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτήν την πρώτη αντίληψη, πέραν της ρητής θεωρίας της συνάντησης, είναι η ιδέα ότι κάθε τρόπος παραγωγής συγκροτείται από ανεξάρτητα μεταξύ τους στοιχεία, όπου το καθένα είναι το αποτέλεσμα μιας προσίδιας ιστορίας, δίχως να υπάρχει καμία οργανική ή τελεολογική σχέση ανάμεσα στις διάφορες αυτές ιστορίες. Η αντίληψη αυτή κορυφώνεται στη θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης, από την οποία ο Μαρξ, εμπνεόμενος από τον Ένγκελς, άντλησε ένα θαυμάσιο κεφάλαιο μέσα στο Κεφάλαιο: την πραγματική του καρδιά. Παρακολουθούμε σε αυτό την παραγωγή ενός ιστορικού φαινομένου, του οποίου γνωρίζουμε το αποτέλεσμα, την απαλλοτρίωση των παραγωγικών μέσων ενός ολόκληρου αγροτικού πληθυσμού στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά οι αιτίες του οποίου δεν έχουν σχέση με το αποτέλεσμα αυτό και τις συνέπειές του. Έγινε αυτό για να εξοικονομήσουν μεγάλους κυνηγότοπους; Ή για να εξοικονομήσουν ατέλειωτους κάμπους για την εκτροφή των προβάτων; Δεν γνωρίζουμε ακριβώς (πιθανώς για τα πρόβατα) ποιος λόγος υπερίσχυσε σε αυτή τη διαδικασία βίαιης απαλλοτρίωσης, ούτε κυρίως στη βία της, και άλλωστε λίγο μας ενδιαφέρει: το γεγονός είναι ότι αυτή η διαδικασία έλαβε χώρα και κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα που αυτοστιγμεί εξετράπη του πιθανού επίδοξου σκοπού του, από τους «ανθρώπους των σκούδων» οι οποίοι αναζητούσαν εξαθλιωμένα εργατικά χέρια. Αυτή η εκτροπή είναι η ένδειξη της μη-τελεολογίας της διαδικασίας και της εγγραφής του αποτελέσματός της σε μια διαδικασία [η οποία το] κατέστησε εφικτό και η οποία ήταν παντελώς ξένη ως προς αυτό.
Θα ήταν άλλωστε λάθος να πιστέψουμε ότι αυτή η διαδικασία αστάθμητης συνάντησης περιορίζεται στον αγγλικό δέκατο τέταρτο αιώνα. Συνεχίστηκε πάντα και συνεχίζεται ακόμη σήμερα, όχι μόνο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που είναι το πιο χτυπητό παράδειγμα, αλλά και σε εμάς επίσης, με την απαλλοτρίωση των γεωργικών παραγωγών και το μετασχηματισμό τους σε Ειδικευμένους Εργάτες (βλ. στο Sandouville[2] τους βρετόνους στις μηχανές), ως μια σταθερή διαδικασία που εγγράφει το αστάθμητο στην καρδιά της επιβίωσης και της ενδυνάμωσης του καπιταλιστικού «τρόπου παραγωγής», όπως άλλωστε στην καρδιά του ίδιου του λεγόμενου σοσιαλιστικού «τρόπου παραγωγής»[3]. Και εκεί, ακούραστα, βλέπουμε τους μαρξιστές ερευνητές να ξανασυναντούν το φάντασμα του Μαρξ, και να σκέφτονται την αναπαραγωγή του προλεταριάτου πιστεύοντας ότι σκέφτονται την παραγωγή του, να σκέφτονται με βάση το συντελεσμένο γεγονός νομίζοντας ότι σκέφτονται με βάση το συντελούμενο-γίγνεσθαι του γεγονότος αυτού.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει στον Μαρξ κάτι που ωθεί σε αυτό το σφάλμα, όταν ενδίδει στην άλλη αντίληψη για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: σε μια ολοκληρωτική, τελεολογική και φιλοσοφική αντίληψη.
Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε πράγματι να κάνουμε με όλα τα διακριτά στοιχεία για τα οποία έγινε λόγος, αλλά πλέον νοούνται και διατάσσονται σαν να ήταν από αμνημονεύτων χρόνων προορισμένα να έλθουν σε συνδυασμό, να αλληλοσυντονιστούν, και να αλληλοπαραχθούν ως αντίστοιχοι στόχοι και (ή) συμπληρώματα. Κάνοντας αυτήν την υπόθεση, ο Μαρξ αφήνει ηθελημένα στην άκρη τον αστάθμητο χαρακτήρα της «συνάντησης» και της «εμπέδωσής» της για να μην σκεφτεί παρά με βάση το συντελεσμένο γεγονός της «εμπέδωσης» και συνεπώς με βάση τον προκαθορισμό της. Σε αυτήν την υπόθεση κανένα στοιχείο δεν έχει πλέον ανεξάρτητη ιστορία, αλλά στόχος κάθε επιμέρους ιστορίας είναι να προσαρμοστεί στις υπόλοιπες, καθώς η ιστορία συνιστά ένα όλο που αναπαράγει ασταμάτητα τα προσίδια στοιχεία του, --προσίδια ως προς τη διαπλοκή τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα σκεφτούν το προλεταριάτο ως «προϊόν της μεγάλης βιομηχανίας», ως «προϊόν της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης», ως «προϊόν του καπιταλισμού», συγχέοντας την παραγωγή του προλεταριάτου με τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή του, σαν να είχε προϋπάρξει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενός των ουσιαστικών του στοιχείων, εν προκειμένω των απογυμνωμένων εργατικών χεριών[4]. Εδώ οι προσίδιες ιστορίες δεν αμφιρρέπουν πλέον μέσα στην ιστορία, σαν ισάριθμα άτομα στο κενό, επωφελούμενες μιας συνάντησης που θα μπορούσε να μην έχει λάβει χώρα. Όλα είναι εκ των προτέρων συντελεσμένα: η δομή προηγείται των στοιχείων της και τα αναπαράγει για να αναπαράγει τη δομή. Ό,τι ισχύει για την πρωταρχική συσσώρευση ισχύει και για τον άνθρωπο των σκούδων. Από που προέρχεται αυτός ο άνθρωπος, κατά τον Μαρξ; Δεν γνωρίζουμε ακριβώς: από τον εμπορικό καπιταλισμό […] (ιδιαίτερα μυστηριώδης έκφραση που έδωσε λαβή σε πλήθος παρεξηγήσεων σχετικά με τον «εμπορευματικό τρόπο παραγωγής»); Από την τοκογλυφία; Από την πρωταρχική συσσώρευση; Από τη λεηλασία των αποικιών; Λίγο μας ενδιαφέρει, στην τελική, αλλά παραδόξως ενδιαφέρει τον Μαρξ --το ουσιώδες για εμάς είναι το αποτέλεσμα: ότι υπάρχει. Αυτή τη θέση εγκαταλείπει ο Μαρξ, προτιμώντας τη θέση μιας μυθικής «αποσύνθεσης» του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και της γέννησης της αστικής τάξης στην καρδιά αυτής της αποσύνθεσης, πράγμα που προκαλεί νέα αινίγματα. Τι αποδεικνύει ότι ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής αποδυναμώνεται και αποσυντίθεται για να εξαφανιστεί; Στη Γαλλία χρειάστηκε να περιμένουμε την περίοδο από το 1850 έως το 1870 για να εγκαθιδρυθεί ο καπιταλισμός. Και κυρίως, αν θεωρηθεί ως προϊόν του, τι αποδεικνύει ότι η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να είναι μια τάξη του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, που θα σηματοδοτούσε όχι την παρακμή αλλά την ενδυνάμωσή του; Αυτά τα δύο αινίγματα του Κεφαλαίου συμπυκνώνονται σε ένα μόνο ζήτημα: τον χρηματιστικό και τον εμπορικό καπιταλισμό από τη [μια] μεριά, και τη φύση της αστικής τάξης (ως στηρίγματος και επωφελούμενης αυτών) από την άλλη.
Εάν για κάθε ορισμό του κεφαλαίου αρκούμαστε να κάνουμε λόγο, όπως ο Μαρξ, για χρηματική συσσώρευση που παράγει ένα πλεόνασμα --ένα χρηματικό όφελος (Χ'' = Χ + Χ')-- τότε μπορούμε όντως να κάνουμε λόγο για χρηματιστικό και εμπορικό καπιταλισμό. Αλλά πρόκειται τότε για καπιταλισμούς δίχως καπιταλιστές, για καπιταλισμούς δίχως εκμετάλλευση εργατικών χεριών, για καπιταλισμούς όπου η ανταλλαγή παίρνει περισσότερο ή λιγότερο τη μορφή μιας παρακράτησης που δεν υπακούει στο νόμο της αξίας, αλλά στις πρακτικές της άμεσης ή έμμεσης λεηλασίας. Και είναι σε αυτό το σημείο που συναντούμε κατά συνέπεια το μέγα ερώτημα της αστικής τάξης.
Η λύση που δίνει ο Μαρξ είναι απλή και αφοπλιστική. Η αστική τάξη παράχθηκε, ως ανταγωνιστική τάξη, από την αποσύνθεση της φεουδαρχικής κυρίαρχης τάξης. Ξαναβρίσκουμε εδώ το σχήμα της διαλεκτικής παραγωγής, της εκ του αντιθέτου παραγωγής. Βρίσκουμε επίσης σε αυτό τη διαλεκτική θέση της άρνησης, όπου το αντίθετο έρχεται να αντικαταστήσει με φυσικό τρόπο λόγω εννοιολογικής αναγκαιότητας το αντίθετό του, και να γίνει κυρίαρχο. Και αν δεν έγιναν έτσι τα πράγματα; Εάν η αστική τάξη, όχι απλώς δεν ήταν το αντιθετικό προϊόν της φεουδαρχίας, αλλά ήταν η ολοκλήρωση και σχεδόν η αποκορύφωση, η ανώτερη μορφή και τελικά η τελειοποίησή της; Αυτό θα επέτρεπε να αποφύγουμε αρκετά προβλήματα που συνιστούν ισάριθμα αδιέξοδα, αυτών των αστικών επαναστάσεων --όπως η γαλλική-- που θα έπρεπε πάση θυσία να είναι καπιταλιστικές επαναστάσεις[5] αλλά δεν είναι, ή από προβλήματα που συνιστούν ισάριθμα μυστήρια: τι είναι λοιπόν αυτή η παράδοξη τάξη, καπιταλιστική από την άποψη του μέλλοντός της, αλλά σχηματισμένη πολύ πριν από κάθε καπιταλισμό αλλά κάτω από τη φεουδαρχία, που λέγεται αστική τάξη;
Όπως δεν υπάρχει στον Μαρξ ικανοποιητική θεωρία του λεγόμενου εμπορευματικού τρόπου παραγωγής, ούτε πολύ περισσότερο ικανοποιητική θεωρία του εμπορικού (και χρηματιστικού) καπιταλισμού, έτσι δεν υπάρχει σε αυτόν ικανοποιητική θεωρία για την αστική τάξη, εκτός βέβαια --για να απαλλαγεί από δυσκολίες-- από μια υπεράφθονη χρήση του επιθέτου «αστικός», σαν να μπορούσε ένα επίθετο να πάρει τη θέση έννοιας του καθαρού αρνητικού. Και δεν είναι τυχαίο που η θεωρία για την αστική τάξη ως μορφή αποσύνθεσης που είναι ανταγωνιστική στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής συμβαδίζει με την αντίληψη φιλοσοφικής εμπνεύσεως για τον τρόπο παραγωγής. Η αστική τάξη δεν είναι τότε παρά το στοιχείο που προορίζεται να ενώσει όλα τα άλλα στοιχεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που θα δημιουργήσει από αυτά έναν άλλο συνδυασμό, αυτόν ακριβώς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· είναι η διάσταση του όλου και της τελεολογίας, που παρέχει σε κάθε στοιχείο τον ρόλο του και τη θέση του μέσα στο όλο, και που το αναπαράγει στην ύπαρξή του και στον ρόλο του.
Βρισκόμαστε στους αντίποδες της αντίληψης της «συνάντησης ανάμεσα στην αστική τάξη», στοιχείο εξίσου «αμφίρροπο» με τα άλλα, και των υπολοίπων αμφίρροπων στοιχείων για να συγκροτήσουν έναν πρωτότυπο τρόπο παραγωγής: τον καπιταλιστικό. Δεν υπάρχει τότε συνάντηση, διότι η ενότητα προηγείται των στοιχείων, διότι δεν υπάρχει αυτό το αναγκαίο κενό για κάθε αστάθμητη συνάντηση. Αν και προέχει πάλι να σκεφτούμε το προς συντέλεση γεγονός, ο Μαρξ τοποθετείται ηθελημένα μέσα στο συντελεσμένο γεγονός και μας καλεί να κάνουμε το ίδιο μελετώντας τους νόμους της αναγκαιότητάς του.
Ακολουθώντας τον Μαρξ, είχαμε[6] ορίσει έναν τρόπο παραγωγής ως έναν διπλό συνδυασμό (Μπαλιμπάρ): αυτόν των μέσων παραγωγής και αυτόν των παραγωγικών σχέσεων (;;). Εάν θέλουμε να πάμε πιο κάτω σε αυτήν την ανάλυση, θα πρέπει να διακρίνουμε τα στοιχεία «παραγωγικές δυνάμεις, μέσα παραγωγής, κάτοχοι των μέσων παραγωγής, παραγωγοί με ή δίχως μέσα, φύση, άνθρωποι κ.λπ.». Αυτό που συνιστά τότε τον τρόπο παραγωγής, είναι ένας συνδυασμός που υπάγει τις παραγωγικές δυνάμεις (τα μέσα παραγωγής, τους παραγωγούς) στην κυριαρχία μιας ολότητας, όπου κυρίαρχοι είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αυτός ο συνδυασμός είναι ουσιακού χαρακτήρα, είναι δια παντός παγιωμένος, αντιστοιχεί σε ένα κέντρο αναφορών· μπορεί βέβαια να καταστραφεί, αλλά ακόμη και κατά τη διάλυσή του διατηρεί την ίδια δομή. Ένας τρόπος παραγωγής είναι ένας συνδυασμός διότι είναι μια δομή που επιβάλει την ενότητά της σε μια σειρά στοιχείων. Αυτό που έχει σημασία στον τρόπο παραγωγής, αυτό που τον διαφοροποιεί από τους άλλους, είναι ο τρόπος κυριαρχίας της δομής στα στοιχεία της. Έτσι, στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, είναι η δομή εξάρτησης που επιβάλει στα στοιχεία της το νόημά τους: η κατοχή της γης, συμπεριλαμβανομένων των δουλοπάροικων που εργάζονται σε αυτήν, η κατοχή των συλλογικών εργαλείων (ο μύλος, το αγρόκτημα κ.λπ.) από τον φεουδάρχη, ο δευτερεύων ρόλος του χρήματος, πριν να επιβληθούν σε όλους οι χρηματικές σχέσεις. Έτσι, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι η δομή εκμετάλλευσης που θα επιβληθεί σε όλα τα στοιχεία: η υπαγωγή των μέσων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων στη διαδικασία εκμετάλλευσης, η εκμετάλλευση των εργαζομένων που στερούνται μέσων παραγωγής, το μονοπώλιο της παραγωγής στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης κ.λπ.
[1] Βλ. Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ι [βλ. Λ. Αλτουσέρ: «Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ», «Το αντικείμενο του Κεφαλαίου», στο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2003, επιμέλεια Δ. Δημούλη].
[2] [Αναφέρεται στο εργοστάσιο της Ρενώ στο Sandouville.]
[3] Βλ. το πολύ αξιόλογο έργο του Σ. Μπετελέμ: Η πάλη των τάξεων στην ΕΣΣΔ, τόμος IV [στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνο οι δύο πρώτοι τόμοι, εκδόσεις Ράππα, 1975, 1977].
[4] Ως προς αυτό, οι Αρχές του κομμουνισμού (Εκδόσεις Αναγνωστίδη) του Ένγκελς δεν αφήνουν διφορούμενο: το προλεταριάτο είναι το προϊόν της «βιομηχανικής επανάστασης».
[5] Ο Soboul προσπάθησε μανιωδώς, σε όλη του τη ζωή, να το αποδείξει.
[6] [Αναφέρεται στους συγγραφείς τού Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο].