ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΛΤΟΥΣΕΡ[1]
του Γιάννη Μηλιού



1. Εισαγωγή

Το 1965 κυκλοφόρησε στα γαλλικά το σημαντικότερο ίσως έργο του Αλτουσέρ και των συνεργατών του, το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, που στις αρχές του 2003 εκδόθηκε και στα ελληνικά.[2]

Είναι δεδομένο ότι το Κεφάλαιο αποτελεί το από θεωρητική άποψη σημαντικότερο έργο του Μαρξ, το έργο με βάση το οποίο κυρίως συγκροτείται το εννοιολογικό σύστημα που αποκαλούμε μαρξιστική θεωρία. Είναι εντούτοις (ή μάλλον, ως εκ τούτου) ένα έργο με διαφορετικές ερμηνείες: το έργο αυτό επικαλούνται για να θεμελιώσουν τις θέσεις τους οι διαφορετικοί και αντιμαχόμενοι μεταξύ τους μαρξισμοί,[3] αλλά και αυτό επιλέγουν για την κριτική τους στον Μαρξ διάφορα μη μαρξιστικά ρεύματα οικονομικής σκέψης.

Η θέση που θα υποστηρίξω εδώ είναι ότι μετά τη θεωρητική παρέμβαση του Αλτουσέρ και των συνεργατών του ανοίγεται η δυνατότητα, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν, για την πρόσληψη της Μαρξικής θεωρίας της αξίας ως μιας θεωρίας που βρίσκεται σε ρήξη, σε ριζική αντιπαράθεση, προς την Κλασική (όπως και προς κάθε νεώτερη) οικονομική θεωρία της αξίας. Πρόκειται για μια θέση που δεν είναι αθώα: Διότι η Κλασική έννοια της αξίας ως ποσότητας εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος δεν συναντάται μόνον (και, πλέον, ούτε κυρίως) στα γραπτά του Άνταμ Σμιθ[4] και του Ντ. Ρικάρντο[5], αλλά στο έργο των περισσότερων Μαρξιστών. Αποτελεί, τρόπον τινά, τη «μαρξιστική ορθοδοξία», η οποία, όπως αναλυτικά επιχειρηματολογήσαμε αλλού (Milios et al 2002), καθιστά τους Μαρξιστές οικονομολόγους ανίκανους να διαμορφώσουν μια συνεκτική θεωρία του χρήματος και συνεπώς να κατανοήσουν βασικές όψεις της καπιταλιστικής οικονομικής πραγματικότητας.

2. Το Κεφάλαιο ως «μεταβολή αντικειμένου, θεωρίας και μεθόδου»[6]

Υφίσταται λοιπόν μια θεμελιώδης παρανόηση αναφορικά με το χαρακτήρα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή της θεωρίας της αξίας και υπεραξίας που οικοδόμησε ο Μαρξ: η Μαρξική έννοια της αξίας ταυτίζεται, ρητά ή άρρητα, από Μαρξιστές και μη οικονομολόγους, με την αντίστοιχη Ρικαρδιανή: Ρητά, όταν δηλώνεται ότι ο Μαρξ ως οικονομολόγος υπήρξε Ρικαρδιανός –και αυτή είναι η θέση που παίρνουν συνήθως οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι που μελετούν την ιστορία των οικονομικών θεωριών.[7] Άρρητα, όταν η Μαρξική θεωρία της αξίας περιορίζεται σε αναπτύξεις που συνάγονται από την Κλασική θέση, σύμφωνα με την οποία «η αξία ενός εμπορεύματος αποτελεί την ποσότητα της εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή του».[8] Με τον τρόπο αυτό όμως, ως βάση της ανάλυσης τίθεται το θεωρητικό σύστημα της Κλασσικής Σχολής της Πολιτικής Οικονομίας, πάνω στο οποίο «προστίθενται» οι «καθαρά μαρξιστικές» αναλύσεις ή «διορθώσεις» στο έργο των κλασικών οικονομολόγων –και αυτή είναι η άποψη που υιοθετούν οι περισσότεροι μαρξιστές.[9]

Το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο αντιπαρατίθεται στις πιο πάνω προβληματικές ήδη από τις πρώτες σελίδες του: «Αποτελεί Το Κεφάλαιο απλή συνέχιση και κατά κάποιο τρόπο ολοκλήρωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, από την οποία κληρονόμησε ο Μαρξ τόσο το αντικείμενο όσο και τις έννοιές του;», διερωτάται ο Αλτουσέρ (όπ. π.: 16) και αμέσως δίνει προκαταβολικά την απάντηση, την οποία ο ίδιος και οι συνεργάτες θα οικοδομήσουν στις σελίδες που ακολουθούν: «Το Κεφάλαιο συνιστά την έμπρακτη θεμελίωση ενός νέου επιστημονικού κλάδου, την έμπρακτη θεμελίωση μιας επιστήμης – οπότε είναι ένα πραγματικό γεγονός, μια θεωρητική επανάσταση στη θεωρία που ρίχνει στην προϊστορία της την κλασική πολιτική οικονομία» (Αλτουσέρ, όπ. π.).

Ο Αλτουσέρ μάς δείχνει πως όσα δεν κατανόησαν οι κλασικοί οικονομολόγοι (και όσα στη συνέχεια δεν κατανόησαν τα κυρίαρχα ρεύματα της νεοκλασικής Οικονομικής ή ο Κέυνς) δεν αποτελούν λάθη ή αβλεψίες, αλλά το αναγκαίο αποτέλεσμα μιας προβληματικής χωρίς θεωρητική συνοχή. Μιας προβληματικής η οποία κυριαρχείται από την αστική ιδεολογία και διαμορφώνει αντικείμενα και ερωτήματα που δεν οδηγούν στη διαμόρφωση επιστημονικών εννοιών για την αποκρυπτογράφηση του πραγματικού: «Μη ορατό σημαίνει ότι η θεωρητική προβληματική δεν βλέπει τα μη αντικείμενά της» (Αλτουσέρ, όπ. π.: 32).

Από τα παραπάνω συνάγεται ευθέως ότι οι δύο προβληματικές, η κλασική (ή νεοκλασική, κ.ο.κ.) από τη μια και η Μαρξική από την άλλη, είναι ριζικά διαφορετικές, δηλαδή μη συμβατές μεταξύ τους: «Η κριτική λοιπόν του Μαρξ στην Πολιτική Οικονομία είναι ριζική: δεν αμφισβητεί μόνο το αντικείμενό της, αλλά και την ίδια την Πολιτική Οικονομία ως αντικείμενο. Για να δώσουμε πλήρη ριζοσπαστικότητα σε αυτή τη θέση, πρέπει να πούμε ότι η Πολιτική Οικονομία, με τον τρόπο που φιλοδοξεί να ορίζεται, δεν έχει κατά τον Μαρξ κανένα δικαίωμα ύπαρξης» (Αλτουσέρ, όπ. π.: 398).

Η Μαρξική έννοια της αξίας δεν μπορεί επομένως να αποτελεί δάνειο από τους κλασικούς οικονομολόγους, δηλαδή να ταυτίζεται με τη Ρικαρδιανή έννοια της αξίας.[10] Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ζ. Ρανσιέρ στο εξαιρετικό δοκίμιό του για την «Έννοια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (όπ. π. σσ. 99-277), «αυτό που διαφοροποιεί ριζικά τον Μαρξ από την κλασική οικονομική θεωρία είναι η ανάλυση της αξιακής μορφής του εμπορεύματος (ή της εμπορευματικής μορφής του προϊόντος της εργασίας)» (Ρανσιέρ, όπ. π.: 149).

Αυτή τη διαφοροποίηση, δηλαδή τη ρήξη της Μαρξικής προβληματικής με τη Ρικαρδιανή έννοια της αξίας ως δαπανώμενης εργασίας και την ανάδυση μιας νέας, χρηματικής θεωρίας της αξίας και του κεφαλαίου, θα σκιαγραφήσουμε στο επόμενο τμήμα της παρούσας εισήγησης. Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε συγκεκριμένες όψεις της Μαρξικής θεωρίας του χρήματος και του κεφαλαίου, σε μια απόπειρα να επεκτείνουμε παραπέρα τις αναλύσεις που μας προσφέρει το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο.[11]

3. Η χρηματική θεωρία της αξίας του Μαρξ

3.1 Η μορφολογία της ανάλυσης του Μαρξ

Στο μεγάλο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αφιερώνει στην ανάλυση της έννοιας της αξίας το Πρώτο Μέρος, το οποίο έχει έκταση (στην ελληνική μετάφραση) 110 σελίδες.

Σύμφωνα με την πασίγνωστη μέθοδο ανάλυσης που ακολουθεί, ο Μαρξ εκκινεί από έναν απλό και κοινά αποδεκτό ορισμό της αξίας του εμπορεύματος,[12] ως σημείο αφετηρίας για τη θεωρητική του μελέτη, από την οποία τελικά θα προκύψει μια διαφορετική (η Μαρξική) έννοια της αξίας. Ξεκινάει δηλαδή από το ιδεολογικό πρόπλασμα της έννοιας και μέσα από μια σειρά κριτικών επιχειρημάτων και ανατροπών οδηγείται στη σταδιακή οικοδόμηση της έννοιας (στη θεωρητική της «ωρίμανση»). Η πολλαπλώς προσδιορισμένη Μαρξική έννοια που τελικώς προκύπτει, έχει ανατρέψει πλήρως το ιδεολογικό πρόπλασμα που αποτέλεσε την αφετηρία της όλης διαδικασίας. Όπως σημείωνε ο ίδιος ο Μαρξ σε μια επιστολή του προς την Ένγκελς: «το πλεονέκτημα της διαλεκτικής μου είναι πως λέω τα πράγματα σιγά-σιγά, και εκεί που νομίζουν πως τέλειωσα και είναι έτοιμοι να με αντικρούσουν, απλά αποδεικνύουν τη βαθιά τους ανοησία!» (παρατίθεται στο Althusser et al 2003: 37).

Ο Μαρξ εκκινεί λοιπόν από ένα προκαταρκτικό, κοινά παραδεκτό ορισμό του εμπορεύματος και της αξίας του: «Η αξία του εμπορεύματος είναι το κοινό που εκφράζεται στην ανταλλακτική σχέση ή στην ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος (...) Πώς μπορούμε να μετρήσουμε το μέγεθος της αξίας του [εμπορεύματος]; Με το ποσό της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό, της “ουσίας που δημιουργεί αξία”» (Μαρξ 1978-α: 52-3).

Αν ακολουθήσουμε το κείμενο του Μαρξ θα δούμε ότι, από ολόκληρο το Τμήμα του 1ου τόμου του Κεφαλαίου που αναφέρεται στην αξία, μόνο οι 6,5 πρώτες σελίδες (Μαρξ 1978-α: 49-55) αφιερώνονται στη διατύπωση και το σχολιασμό του απλού-αφετηριακού ορισμού της αξίας που προαναφέραμε. Οι επόμενες 5,5 σελίδες (όπ.π.: 55-60) αφιερώνονται στη διατύπωση της έννοιας αφηρημένη εργασία ως της ιστορικά ιδιαίτερης μορφής εργασίας που παράγει αξία. Η εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας από το κεφάλαιο δεν αναλύεται στο τμήμα αυτό του Κεφαλαίου, αλλά εισάγεται, στο πλαίσιο των όσων έχουν ήδη αναλυθεί, στο Δεύτερο Μέρος του έργου (όπ.π.: 159-189). Οι 98 σελίδες που ακολουθούν την ανάλυση για την αφηρημένη εργασία (όπ.π.: 61-158) αφορούν την ανταλλακτική αξία, δηλαδή την αξία ως σχέση ανταλλαγής, και στο πλαίσιο αυτό συνάγουν το χρήμα.

Αν θέλουμε να πάρουμε τον Μαρξ στα σοβαρά πρέπει, σύμφωνα με όσα σημειώσαμε για τη μέθοδο που αυτός ακολουθεί, να εμβαθύνουμε σε ό,τι περιέχουν αυτές οι 5,5 + 98 σελίδες πέραν των εισαγωγικών 6,5 πρώτων σελίδων, που ανοίγουν τη συζήτηση εκκινώντας από έναν προκαταρκτικό ορισμό της αξίας ανάλογο με εκείνον της Κλασικής Σχολής.

3.2 Η αφηρημένη εργασία

Το ότι ο «πλούτος», δηλαδή κάθε τι χρήσιμο, είναι προϊόν εργασίας δεν αποτελεί ίδιον μόνο του καπιταλιστικού, αλλά κάθε τρόπου παραγωγής. Κάθε τρόπος παραγωγής προϋποθέτει τον εργαζόμενο-παραγωγό και την ιδιαίτερη σχέση του με τα μέσα παραγωγής, από την οποία μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία ο τρόπος αυτός παραγωγής είναι κυρίαρχος (βλ. Μπαλιμπάρ, σε Althusser κ.ά. 2003, ιδίως σσ. 467-528).

Με άλλη διατύπωση η αξία αποτελεί εκδήλωση των δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι εκδήλωση της εργασίας γενικά.[13]

Ο Μαρξ προσεγγίζει το ζήτημα αυτό μέσα από το ερώτημα περί της συμμετρίας των προϊόντων της εργασίας (που στον καπιταλισμό παίρνουν τη μορφή των εμπορευμάτων). Πιο συγκεκριμένα, εκεί που η Κλασική Πολιτική Οικονομία πίστεψε ότι έδωσε μια τελειωτική απάντηση (ποιοτικώς διαφορετικά αντικείμενα –αξίες χρήσης– καθίστανται οικονομικώς σύμμετρα –ανταλλάξιμα– διότι είναι όλα προϊόντα εργασίας), ο Μαρξ βλέπει απλώς ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς και γιατί τα ποιοτικώς διαφορετικά είδη εργασίας καθίστανται ισοδύναμα;[14]

Ο Μαρξ ορίζει τη διαδικασία κοινωνικής ομογενοποίησης των ατομικών εργασιακών και παραγωγικών διαδικασιών με την εισαγωγή της έννοιας αφηρημένη εργασία: Η δαπάνη εργασίας στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (παραγωγή-για-την-ανταλλαγή και για-το-κέρδος), δηλαδή «αφηρημένης εργασίας» (εν γένει εργασίας), ή ο εν γένει χρόνος εργασίας είναι η «αιτία» της αξίας (του εμπορευματικού χαρακτήρα των προϊόντων της εργασίας) και ρυθμίζει το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται όμως να επισημάνουμε:

α) Η αφηρημένη εργασία (και συνεπώς ο εν γένει χρόνος εργασίας) δεν αποτελεί μια άμεση (εμπειρικώς διαπιστώσιμη) ιδιότητα της εργασίας, αλλά μια «αφαίρεση», δηλαδή μία έννοια που επιτρέπει την κατανόηση της διαδικασίας κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

β) Η αφηρημένη εργασία, δεν αφορά τη μεμονωμένη διαδικασία παραγωγής, αλλά την κοινωνική αλληλοσυσχέτιση όλων των, θεσμικά ανεξάρτητων μεταξύ τους, επιμέρους καπιταλιστικών διαδικασιών παραγωγής, η οποία εκδηλώνεται στην αγορά: «Ο κοινωνικός χρόνος εργασίας υπάρχει, ούτως ειπείν, μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση σε αυτά τα εμπορεύματα και εκδηλώνεται κατά πρώτον στη διαδικασία ανταλλαγής τους (...) Η εν γένει κοινωνική εργασία δεν είναι επομένως έτοιμη προϋπόθεση, αλλά δημιουργούμενο αποτέλεσμα» (MEGA 1980, 123). Η σχέση ανταλλαγής αποτελεί τη μοναδική εμπειρικώς απτή ύπαρξη (μορφή εμφάνισης) της αξίας. Δηλαδή, η αξία αναγκαστικά εκδηλώνεται στη μορφή του χρήματος.[15] Το χρήμα αποτελεί την κατεξοχήν μορφή εμφάνισης της αξίας (και ως εκ τούτου του κεφαλαίου).

Μέσα από την ανάλυση αυτή, ο Μαρξ εμφατικά επέμενε σε όλο του το έργο ότι η αξία αποτελεί έκφραση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν αποκλειστικώς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.[16]

3.3 Το χρήμα ως η γενική μορφή εμφάνισης της αξίας

Ο Μαρξ εκκινεί την ανάλυσή του για την αξία (και τον ΚΤΠ) από την ανάλυση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Για να μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει τη μορφή εμφάνισης της αξίας ως χρήμα, ο Μαρξ εισάγει το σχήμα της «απλής, μεμονωμένης ή τυχαίας μορφής της αξίας»,στο οποίο φαινομενικώς μια ποσότητα εμπορεύματος ανταλλάσσεται με μια διαφορετική ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος:

χ Εμπόρευμα Α = ψ Εμπόρευμα Β

Οι Κλασικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι όλες οι συναλλακτικές πράξεις στην αγορά μπορούν να αναχθούν σε τέτοιες απλές σχέσεις ανταλλαγής, τις οποίες αντιλαμβάνονταν ως σχέσεις αντιπραγματισμού.

Κατά την Κλασική αντίληψη (με ή χωρίς «μαρξιστικό» περιτύλιγμα) στο σχήμα αυτό έχουμε την ανταλλαγή ανάμεσα σε δύο εμπορεύματα με προϋπάρχουσες ίσες αξίες (μετρούμενες ως ποσότητα εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους).

Αντίθετα, κατά τον Μαρξ έχουμε μόνον ένα εμπόρευμα (το εμπόρευμα Α, το οποίο καταλαμβάνει τη θέση της σχετικής αξιακής μορφής), η αξία του οποίου μετράται σε μονάδες ενός χρήσιμου πράγματος (μιας διαφορετικής από αυτό αξίας χρήσης), του Β. Το Β καταλαμβάνει τη θέση του ισοδυνάμου και λειτουργεί ως ο μετρητής της αξίας του εμπορεύματος Α. Το ισοδύναμο αυτό (εν προκειμένω το Β) δεν αποτελεί ένα σύνηθες εμπόρευμα (ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας), αλλά απλώς εισέρχεται στη σχέση για να μετρήσει την αξία του Α, αποτελεί το «χρήμα» του εμπορεύματος Α. Έτσι το Α, ως εμπόρευμα (συνεπώς ανταλλακτική αξία) εκφράζει την αξία του στο ισοδύναμο Β.[17] Αντίθετα, η αξία του ισοδυνάμου (του B) δεν μπορεί να εκφραστεί, δεν υφίσταται στον κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας:

«Μόλις όμως το εμπόρευμα σακάκι πάρει τη θέση του ισοδυνάμου στην έκφραση της αξίας, το μέγεθος της αξίας του δεν παίρνει κανενός είδους έκφραση σαν μέγεθος αξίας. Πιο σωστά φιγουράρει στην εξίσωση της αξίας μόνο σαν ορισμένη ποσότητα ενός πράγματος» (Μαρξ 1978-α: 70).

Προκύπτει επομένως ότι κατά τον Μαρξ η «απλή μορφή της αξίας» δεν αποτελεί μια ισότητα με τη μαθηματική έννοια ή μια συνήθη ισοδυναμία, (γεγονός που θα συνεπαγόταν ότι ψ Εμπόρευμα Β = χ Εμπόρευμα Α). Αντίθετα χαρακτηρίζεται από μια «πολικότητα», από το γεγονός δηλαδή ότι κάθε «πόλος» της ισότητας κατέχει μια ποιοτικώς διαφορετική θέση και λειτουργία από τον άλλο, έτσι ώστε, από μαθηματική άποψη, να μην ισχύει η αντιμεταθετική ιδιότητα (αν α=β => β=α). Η «πόλωση» αυτή είναι απόρροια του ότι η αξία του εμπορεύματος (ως περιεχόμενο ή ουσία απορρέουσα από την καπιταλιστικώς δαπανηθείσα εργασία) εκδηλώνεται (υπάρχει εμπειρικά) μόνο στην ανταλλακτική σχέση, στην ανταλλακτική αξία.

Συμπερασματικά, η απλή αξιακή μορφή δηλώνει αποκλειστικά ότι χ μονάδες του εμπορεύματος Α είναι αξίας ψ μονάδων του ισοδυνάμου Β, ή:

Μία μονάδα εμπορεύματος Α είναι αξίας ψ/χ μονάδων του ισοδυνάμου Β. (Εκφράζεται μόνο η αξία του εμπορεύματος Α σε μονάδες του ισοδυνάμου Β. Το ισοδύναμο Β στη σχέση αυτή δεν έχει ανταλλακτική αξία [άρα δεν αποτελεί εμπόρευμα], αλλά είναι ο «μετρητής αξίας» [«το χρήμα»] του Α).

Από την ανάλυση της απλής αξιακής μορφής, ο Μαρξ μπορεί πλέον πολύ εύκολα να αποκρυπτογραφήσει τη χρηματική μορφή. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί δύο ενδιάμεσα νοητικά σχήματα, την ολική ή ανεπτυγμένη και τη γενική μορφή της αξιακής έκφρασης.

Το δεύτερο σχήμα σε αυτή τη σειρά ανάπτυξης της αξιακής μορφής (η γενική μορφή της αξίας) χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός και μόνο ισοδυνάμου στο οποίο όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους. Κάθε εμπόρευμα βρίσκεται λοιπόν πάντα στη σχετική αξιακή θέση και μόνον ένα πράγμα («εμπόρευμα») στη θέση του ισοδυνάμου, αποτελώντας έτσι το γενικό ισοδύναμο (Μαρξ 1978-α: 82).

Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό του χρήματος είναι ότι αποτελεί το γενικό ισοδύναμο. Επομένως, η σχέση γενικής ανταλλαξιμότητας των εμπορευμάτων εκφράζεται (αποκτά υλική υπόσταση) μόνο μέσω του χρήματος (γενικού ισοδυνάμου), δηλαδή όχι αμέσως (αντιπραγματισμός) αλλά με τη διαμεσολάβηση του χρήματος.

Η Μαρξική θεώρηση δεν αναπαράγει λοιπόν το κλασικό (και νεοκλασικό) μοντέλο του αντιπραγματισμού (της ανταλλαγής εμπορεύματος με εμπόρευμα), καθότι θεωρεί ότι η ανταλλαγή αναγκαστικά διαμεσολαβείται από το χρήμα. Το χρήμα ερμηνεύεται ως αναγκαίο-ενδογενές στοιχείο των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων.

«Δεν κατέχουν λοιπόν τα εμπορεύματα τη μορφή άμεσης αμοιβαίας ανταλλαξιμότητας, ή η κοινωνικά έγκυρη μορφή τους είναι μια [μορφή] διαμεσολαβημένη» (Μαρξ 1991: σ. 68).

Στο θεωρητικό σύστημα του Μαρξ δεν μπορεί να υπάρξει κανένα άλλο μέτρο (ή μορφή εμφάνισης) της αξίας. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της «οικονομίας της αγοράς» (του καπιταλισμού) είναι επομένως όχι απλώς η ανταλλαγή εμπορευμάτων (όπως υποστήριζαν οι κυρίαρχες θεωρίες), αλλά και η χρηματική κυκλοφορία και το χρήμα.

Το γεγονός ότι ακόμα και η απλούστερη πράξη, αυτή της ανταλλαγής δύο εμπορευμάτων πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία αποτελούμενη από δύο διαδοχικές πράξεις εγχρήματης συναλλαγής, μιας πώλησης που ακολουθείται από μία αγορά, σύμφωνα με τον τύπο Ε-Χ-Ε (όπου το Ε συμβολίζει το εμπόρευμα και το Χ το χρήμα) επιτρέπει να κατανοήσουμε ένα θεμελιώδες ενδοφυές χαρακτηριστικού της «οικονομίας της αγοράς»: τη ροπή του χρήματος να ανεξαρτοποιείται από το ρόλο του ως μέσου ανταλλαγής και μέτρου των τιμών, την τάση να λειτουργεί ως «αυτοσκοπός»: από τη μια μεριά στην περίπτωση του «θησαυρισμού» (π.χ. ως αποτέλεσμα μιας πώλησης η οποία δεν ακολουθείται από μια αγορά: Ε-Χ), και από την άλλη στην περίπτωση που το χρήμα λειτουργεί ως «μέσο πληρωμής», όταν ο αγοραστής εμφανίζεται στην πράξη Χ-Ε ως «οφειλέτης», «σαν απλός εκπρόσωπος χρήματος ή σαν εκπρόσωπος μελλοντικού χρήματος» (Μαρξ 1978-α: 148).

«Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων δεν διαφέρει μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά από την άμεση ανταλλαγή προϊόντων. (...) Για τον λόγο αυτό το προτσές της κυκλοφορίας δεν σβήνει όταν οι αξίες χρήσης αλλάζουν θέσεις και χέρια όπως γίνεται στην άμεση ανταλλαγή προϊόντων (...) Η κυκλοφορία εκκρίνει διαρκώς χρήμα. (…) Κανένας δεν μπορεί να πουλήσει χωρίς να αγοράσει κάποιος άλλος. Μα κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει αμέσως γιατί πούλησε ο ίδιος. Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων σπάει τους χρονικούς, τοπικούς και ατομικούς φραγμούς της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων ακριβώς επειδή διασπά σε δύο αντίθετες πράξεις, σε πούληση και αγορά, την άμεση ταυτότητα που υπάρχει ανάμεσα στο δόσιμο του δικού του προϊόντος και στο πάρσιμο σε αντάλλαγμα του ξένου» (Μαρξ 1978-α: 124-26).

Σε μια «χρηματική οικονομία» (στον καπιταλισμό), το χρήμα δεν αποτελεί «numeraire». Αυτό σημαίνει ότι το χρήμα λειτουργεί ως μέτρο των αξιών όχι επειδή κατέχει ήδη μια κοινή και προϋπάρχουσα διάσταση με τα εμπορεύματα, αλλά επειδή αποτελεί τη μορφή εμφάνισης της αξίας, εκφράζει τη διάσταση της αξίας στο επίπεδο της εμπειρικής πραγματικότητας: «Το χρήμα δεν έχει τιμή: το χρήμα είναι η τιμή» (Arthur 2002: 100). Το χρήμα είναι η «υλική ενσάρκωση» των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τον ΚΤΠ.[18] Με τη διατύπωση του Μαρξ:



«Φάνηκε στην πορεία της παρουσίασής μας το πώς η αξία, που εμφανίζεται σαν αφαίρεση, είναι δυνατή σαν τέτοια αφαίρεση μόνο από τη στιγμή που έχει τοποθετηθεί το χρήμα» (Μαρξ 1990: 596). «Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται ως η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος και, επομένως, σαν ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή» (Μαρξ 1978-β: 650).

3.4 Το χρήμα ως κεφάλαιο

Όπως ήδη είπαμε, το αντικείμενο της ανάλυσης του Μαρξ είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ). Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Μαρξ για να φέρει σε πέρας το θεωρητικό του έργο είναι η «σταδιακή οικοδόμηση» εννοιών, μέσα από τη μετάβαση σε διαφορετικά επίπεδα θεωρητικής αφαίρεσης και με τη συνεχή εισαγωγή νέων προσδιορισμών σε αυτές τις έννοιες (βλ. επίσης Arthur 2002: 33 επ.). Γίνεται επομένως κατανοητό ότι για τη θεωρία του χρήματος που ανέπτυξε ο Μαρξ η έννοια του «γενικού ισοδυνάμου» δεν μπορεί να είναι η τελική, αλλά μια διάμεση, προσωρινή και ακόμη «ανώριμη» έννοια, στην όλη πορεία της ανάλυσης. Το ίδιο ισχύει και για τη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ αποτελεί το εξωτερικό περίβλημα ή την επιφάνεια της συνολικής καπιταλιστικής οικονομίας. Η σφαίρα της κυκλοφορίας αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του ΚΤΠ, δεν χαρακτηρίζει κανένα άλλο τρόπο παραγωγής.[19]

Είδαμε ότι ήδη από τη στιγμή που εισάγει την έννοια του χρήματος ως γενικού ισοδυνάμου, ο Μαρξ εμμένει στην άποψη ότι το χρήμα δεν παίζει μόνο το ρόλο του «μέτρου» ή του «μέσου», αλλά ότι τείνει να λειτουργήσει ως «αυτοσκοπός» (αποθησαυρισμός, μέσο πληρωμής, παγκόσμιο χρήμα). Εδώ έχουμε να κάνουμε με την εισαγωγή της έννοιας του χρηματικού κεφαλαίου, με την (προσωρινή και ακόμα «ανώριμη») έννοια του κεφαλαίου: χρήμα που λειτουργεί ως αυτοσκοπός.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει ως αυτοσκοπός, το χρήμα πρέπει να κινείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας σύμφωνα με το σχήμα Χ – Ε – Χ. Εντούτοις, λόγω του ομογενούς χαρακτήρα του χρήματος, το σχήμα αυτό στερείται νοήματος, εκτός από την περίπτωση που περιγράφει μια ποσοτική μεταβολή, δηλαδή μια αύξηση στο μέγεθος της αξίας: Ο σκοπός αυτής της κίνησης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η συνεχής δημιουργία επιπλέον-χρήματος. Τα σχήμα γίνεται επομένως Χ – Ε – Χ΄ όπου το Χ΄ συμβολίζει το Χ+ΔΧ.

Εντούτοις, το χρήμα μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοιος «αυτοσκοπός» μόνο στην περίπτωση που έχει κυριαρχήσει πάνω στη σφαίρα παραγωγής και την έχει ενσωματώσει στην κυκλοφορία του, Χ – Ε – Χ΄, δηλαδή όταν λειτουργεί ως κεφάλαιο. Η εκμετάλλευση της εργασίας στη σφαίρα παραγωγής συνιστά έτσι την πραγματική προϋπόθεση για αυτή την ενσωμάτωση της παραγωγής στην κυκλοφορία του χρήματος «ως αυτοσκοπού». Με τον τρόπο αυτό, «η χρηματική κυκλοφορία οδηγεί (...) στο κεφάλαιο» (Μαρξ 1990: 596).

Ο Μαρξ διατύπωσε και ανέπτυξε τη θεωρία του κεφαλαίου με βάση την έννοια της αξίας. Το κεφάλαιο είναι αξία την οποία έχουν ιδιοποιηθεί οι καπιταλιστές. Επειδή ακριβώς αποτελεί αξία, το κεφάλαιο εμφανίζεται ως χρήμα και εμπορεύματα. Είναι, ωστόσο, συγκεκριμένα εμπορεύματα, εκείνα τα οποία λειτουργούν ως κεφάλαιο: τα μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) απ’ τη μια πλευρά, και η εργασιακή δύναμη (μεταβλητό κεφάλαιο) απ’ την άλλη.

Ο καπιταλιστής εμφανίζεται στην αγορά ως ιδιοκτήτης του χρήματος (Χ) αγοράζοντας εμπορεύματα (Ε), τα οποία αποτελούνται από μέσα παραγωγής (Μπ) και εργασιακή δύναμη (Εδ). Στη διαδικασία παραγωγής (Π) καταναλώνει παραγωγικά τα Ε, για να δημιουργήσει μια εκροή εμπορευμάτων, (ένα προϊόν, Ε΄), της οποίας η αξία θα πρέπει να ξεπερνάει αυτή του Ε. Τελικά πουλά αυτήν την εκροή για να εισπράξει ένα ποσό χρήματος (Χ΄) υψηλότερο σε σχέση με το (Χ).

Στη Μαρξική θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τόσο η αξία όσο και το χρήμα αποτελούν έννοιες οι οποίες είναι αδύνατον να οριστούν ανεξάρτητα από την έννοια του κεφαλαίου. Περιέχουν την (αλλά και περιέχονται στην) έννοια του κεφαλαίου. Η θεωρία του Μαρξ δεν αποτελεί επομένως απλώς χρηματική θεωρία της αξίας. Αποτελεί ταυτόχρονα και χρηματική θεωρία του κεφαλαίου.[20]

Η κίνηση του χρήματος ως κεφαλαίου προσδένει την παραγωγική διαδικασία στην διαδικασία κυκλοφορίας, με την έννοια ότι η παραγωγή εμπορευμάτων καθίσταται μία φάση ή μία συνιστώσα (καίτοι η αποφασιστική συνιστώσα για την όλη διαδικασία αξιοποίησης) του συνολικού κυκλώματος του κοινωνικού κεφαλαίου:

Χ—Ε ( = Mπ+Εδ) [®Π®Ε΄]—Χ΄

«Η αξία γίνεται επομένως αυξανόμενη αξία, αυξανόμενο χρήμα και σαν τέτοιο γίνεται κεφάλαιο. (...) Αντίθετα, η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται. Γι’ αυτό, η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη» (Μαρξ 1978-α: 168, 164-65).

Το κύκλωμα του κοινωνικού κεφαλαίου αποκτά τη δυναμική του από την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης στη σφαίρα της παραγωγής. Εντούτοις υπερβαίνει τη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, εφόσον εμπεριέχει επίσης τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και την κερδοσκοπία που συνδέεται μαζί της.

«Αυτή η χρηματική κυκλοφορία οδηγεί από την άλλη μεριά στο κεφάλαιο, ώστε μπορεί να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά μόνο στη βάση του κεφαλαίου. Όπως και γενικά, μόνο πάνω στη δική του βάση μπορεί η κυκλοφορία να καταλάβει όλα τα συνθετικά στοιχεία της παραγωγής» (Μαρξ 1990: 596, η έμφαση προστέθηκε).

2.5 Ασάφειες στο έργο του Μαρξ

Η κατανόηση της χρηματικής θεωρίας του Μαρξ δυσχεραίνεται από συγκεκριμένες ασάφειες που εμφανίζονται στο ίδιο το Μαρξικό έργο. Ένα πρώτο πρόβλημα προκύπτει όταν ο Μαρξ εξετάζει την ποσοτική διάσταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (τις τάσεις αύξησής της) και για το σκοπό αυτό κάνει χρήση ενός απλού σχήματος ιδιοποίησης υπερεργασίας, που μοιάζει με την Κλασική κατηγορία της αξίας, ως ποσότητα «δαπανώμενης εργασίας». Το σχήμα αυτό έδωσε την ευκαιρία στους επικριτές του Μαρξ να τον εντάξουν στην Κλασική οικονομική σκέψη, αλλά είχε και ως συνέπεια πολλοί Μαρξιστές να μη λαμβάνουν υπόψη τους τη Μαρξική χρηματική θεωρία και να ερμηνεύουν τον Μαρξ μέσα από το Ρικαρδιανό σχήμα της «δαπανώμενης εργασίας».

Συγκεκριμένα, στα τμήματα 3 - 5 του 1ου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ παρουσιάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν (αυξάνουν ή μειώνουν) την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης από το κεφάλαιο. (Η παραγωγή της απόλυτης και η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας). Στο πλαίσιο αυτό δείχνει όχι απλώς ότι το κέρδος ΔΧ που ιδιοποιείται το κεφάλαιο είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης της υπεραξίας, και ότι αυτή η υπεραξία προκύπτει από την ιδιοποίηση υπερεργασίας εκ μέρους των καπιταλιστών, δηλαδή επιπλέον εργασίας πέραν της αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή της αξίας των μέσων συντήρησης του εργαζομένου. Τέλος, ότι τόσο το απόλυτο όσο και το σχετικό μέγεθος της υπερεργασίας αποτελεί επίδικο αντικείμενο της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής, με βάση το οποίο διαμορφώνεται η σχέση κεφαλαίου-εργασίας ως σχέση ασυμφιλίωτου ταξικού ανταγωνισμού. Εγγενής τάση της λειτουργίας (και εξουσίας) του κεφαλαίου είναι η αύξηση τόσο του απόλυτου όσο και του σχετικού μεγέθους της υπερεργασίας.

Όμως, ενώ η έννοια αυτή μάς επιτρέπει να αποκτήσουμε μια παραστατική εικόνα της εκμετάλλευσης (εργασία προς όφελος κάποιου τρίτου), δεν αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δηλαδή την ιδιαίτερη μορφή της υπερεργασίας που παράγει η υποκείμενη στο κεφάλαιο εργασία (εργασία παράγουσα εμπορεύματα: προϊόντα-για-ανταλλαγή που φέρουν χρηματική τιμή).

Για αυτή την ασάφεια, την οποία εισάγει στην ανάλυσή του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η χρήση της έννοιας της υπερεργασίας, ο Μαρξ είχε πάντως προειδοποιήσει τους αναγνώστες του:

«Την υπερεργασία δεν την εφεύρε το κεφάλαιο. Παντού όπου ένα μέρος της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, ελεύθερος είτε ανελεύθερος, είναι υποχρεωμένος στο χρόνο εργασίας που είναι αφιερωμένος για τη συντήρηση του εαυτού του να προσθέτει παραπανήσιο χρόνο εργασίας, για να παράγει τα μέσα συντήρησης για τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, αδιάφορο αν ο ιδιοκτήτης αυτός είναι αθηναίος καλός κ’αγαθός, ετρούσκος θεοκράτης, civis romanus, νορμανδός βαρόνος, αμερικανός δουλοκτήτης, μπογιάρος της Βλαχίας, σύγχρονος γαιοκτήμονας, ή κεφαλαιοκράτης» (Μαρξ 1978-α, σ. 246).[21]

Επομένως, για την κατανόηση της υπεραξίας δεν αρκεί μόνο η έννοια της υπερεργασίας, αλλά και άλλοι προσδιορισμοί (αυτοί που αναπτύξαμε στα προηγούμενα τμήματα αυτής της εισήγησης), που προσιδιάζουν στην ιστορικά συγκεκριμένη μορφή υπερεργασίας. Με άλλη διατύπωση, χρειάζεται πάντα να ακολουθούμε τη συμβουλή του Αλτουσέρ: Να εφαρμόζουμε στα κείμενα του Μαρξ την ίδια μέθοδο «ενδεικτικής» ανάγνωσης που εκείνος είχε χρησιμοποιήσει στα έργα των κλασικών οικονομολόγων.[22]


Βιβλιογραφία

Althusser L, Balibar E, Establet R., Macherey P., Ranciere J. 2003: Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Arthur, Ch. J. 2002, The New Dialectic and Marx’s Capital, Leiden: Brill Academic Publishers.

Δημούλης, Δ. 1998, «Ο Γκράμσι του Αλτουσέρ: προσεγγίσεις και αποστάσεις», Θέσεις τ. 64, 91 επ. και www.theseis.com

Μαρξ, Κ. 1978-α, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Μαρξ, Κ. 1978-β, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Μαρξ, Κ. 1990, Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ. 1991, Εμπόρευμα και χρήμα. Το πρώτο βιβλίο από την πρώτη έκδοση του «Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» με το παράρτημα Ι.1: Η αξιακή μορφή, Αθήνα: Κριτική.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA) 1980, II, 2, “Das Kapital” und Vorarbeiten, Manuskripte und Schriften 1858/1861. Berlin: Dietz Verlag.

Marx-Engels-Werke (MEW) τ. 31 1974, Berlin: Dietz Verlag.

Meikle S. 2000, Η οικονομική σκέψη του Αριστοτέλη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μηλιός Γ. 2003-α, «Η χρηματική θεωρία της αξίας του Μαρξ», Τιμητικός Τόμος Αποστόλου Λάζαρη,σσ. 357-367, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, υπό έκδοση.

Μηλιός Γ. 2003-β, «Η Μαρξική θεωρία της αξίας και ο ενδογενής χαρακτήρας του χρήματος», Θέσεις 84

Milios, J., Dimoulis D. and Economakis, G. 2002, Karl Marx and the Classics. An Essay on Value, Crises and the Capitalist Mode of Production. Aldershot, London: Ashgate.

Murray, P. 2000, «Marx’s “Truly Social” Labour Theory of Value: Abstract Labour in Marxian Value Theory», Part I, Historical Materialism, No. 6.

Οικονομάκης Γ., Δ. Σωτηρόπουλος 2003, «Εμπόρευμα και χρήμα», Θέσεις 84.

Ρικάρντο Ν., Κ. Μαρξ 1994, Αξία και υπεραξία, Αθήνα: Κριτική.

Schumpeter, J. A. 1994, History of Economic Analysis, London: Routledge.

Smith, A. 2000, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.




[1] Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργάνωσε στις 8.11.03 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο η Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού Νίκος Πουλαντζάς με θέμα: «Να διαβάζουμε τον Αλτουσέρ».



[2] Louis Althusser, Etienne Balibar, Roger Establet, Pierre Macherey, Jacques Ranciere (2003): Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Επιμέλεια Δημήτρης Δημούλης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.



[3] Ο Αλτουσέρ γράφει χαρακτηριστικά: «Από τότε που “ήρθαμε στον κόσμο” δεν πάψαμε να διαβάζουμε Το Κεφάλαιο στα γραφτά και στους λόγους όσων, νεκρών και ζωντανών, το διάβασαν για λογαριασμό μας, σωστά ή εσφαλμένα. Ένγκελς, Κάουτσκυ, Πλεχάνωφ, Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τρότσκυ, Στάλιν, Γκράμσι, ηγέτες των εργατικών οργανώσεων, οπαδοί ή αντίπαλοί τους: φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί. Διαβάσαμε αποσπάσματα, “κομμάτια” που η συγκυρία “διάλεξε” για μας» (Αλτουσέρ, σε Althusser κ. ά. 2003: 13-14). Για τη συγκρουσιακότητα της μαρξιστικής θεωρίας και τους πολλαπλούς μαρξισμούς βλ. Γιάννη Μηλιού, «Η μαρξιστική θεωρία και ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών. (Ο μαρξισμός μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”)», Θέσεις τ. 50, Ιανουάριος-Μάρτιος 1995 σσ. 13-31 και www.theseis.com



[4] «Η εργασία αποτελεί το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας κάθε εμπορεύματος (...) η εργασία από μόνη της (...) είναι απλά το τελικό και πραγματικό πρότυπο (standard) μέσω του οποίου μπορούν να εκτιμηθούν και να συγκριθούν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων σε οποιαδήποτε εποχή και τόπο. Η εργασία είναι η πραγματική τους τιμή, το χρήμα είναι μόνο η ονομαστική τους τιμή», (Smith 2000, I.v.4&7). «Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει (…) Η πρόσοδός του αποτελεί την πρώτη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη (...) Το κέρδος αποτελεί μια δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη» (Smith 2000, I.viii.6 & 7, οι υπογρ. δικές μας).



[5] «Η αξία του εμπορεύματος ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, με το οποίο θα ανταλλαγεί αυτό το εμπόρευμα, εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα της εργασίας η οποία είναι αναγκαία για την παραγωγή του (…)» (Ρικάρντο, σε Ρικάρντο/Μαρξ 1994: 99).



[6] Αλτουσέρ, σε Althusser κ. ά. 2003: 16.



[7] Χαρακτηριστικά ο Schumpeter έγραφε: «Ο Μαρξ πρέπει να θεωρηθεί ένας “κλασικός” οικονομολόγος και πιο ειδικά μέλος της ρικαρδιανής ομάδας» (Schumpeter 1994: 390). Την πεποίθηση αυτή συμμερίζονται όλοι σχεδόν οι νεοκλασικοί ιστορικοί των οικονομικών θεωριών. Έτσι, ο Σάμιουελσον ισχυρίστηκε ότι πρέπει να δούμε τον Μαρξ ως «έναν ελάσσονα μετα-ρικαρντιανό», ενώ αναλυτικότερα ο G. D. H. Cole, έγραψε για τις αναπτύξεις που περιέχονται στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου: «Σε αυτή τη θεωρία δεν υπάρχει ούτε μία ιδέα που να επινοήθηκε από τον Μαρξ, ή που να είχε θεωρήσει ο ίδιος ως δική του πρωτότυπη συμβολή στην οικονομική επιστήμη. Ο Μαρξ απλώς πήρε αυτή τη σύλληψη από τους κλασικούς οικονομολόγους (…) επαναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό αυτά που είχαν πει εκείνοι και που, πριν απ' αυτόν, άρρητα αποδέχονταν οι περισσότεροι οικονομολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτε το ειδικώς Μαρξικό στη θεωρία του Μαρξ περί αξίας. αυτό που είναι καινοφανές είναι το πώς χρησιμοποιεί τη θεωρία του, όχι η θεωρία η ίδια» (Εισαγωγή στην Everyman edition του Κεφαλαίου, Λονδίνο 1930, xxi. Αμφότερα τα αποσπάσματα από Meikle 2000: 236).



[8] Αυτό πράττουν π.χ. εκείνοι οι μαρξιστές οικονομολόγοι που επιχειρούν να αποδείξουν τη λογική συνοχή της Μαρξικής θεωρίας της αξίας στηριζόμενοι στον μαθηματικό φορμαλισμό που σήμερα συνδέεται με το έργο του P. Sraffa Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων [1960] (1984).



[9] Υπάρχουν εντούτοις και Μαρξιστές που ρητά δηλώνουν ότι ο Μαρξ διατήρησε τη ρικαρδιανή οικονομική θεωρία και απλώς την συνέδεσε με τη διαλεκτική φιλοσοφία του Χέγκελ. Ο Αντόνιο Γκράμσι έγραφε χαρακτηριστικά: «Με μια ορισμένη έννοια μου φαίνεται ότι μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία της πράξης [εννοεί τον Μαρξισμό] ισούται με Χέγκελ + Δαβίδ Ρικάρντο (...). Να συνδεθεί ο Ρικάρντο με τον Χέγκελ και με τον Ροβεσπιέρο». (Παρατίθεται στο Δημούλης 1998: 101).



[10] «Οι έννοιες με τις οποίες ο Μαρξ συνδέει ρητά την ανακάλυψή του, και οι οποίες στηρίζουν όλες τις οικονομικές του αναλύσεις, οι έννοιες αξία και υπεραξία, είναι εκείνες που συγκέντρωσαν τα πυρά όλης της κριτικής των νεότερων οικονομολόγων κατά του Μαρξ. Έχει σημασία να ξέρουμε με ποιους όρους επιτέθηκαν σε αυτές τις έννοιες οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι. Καταλόγισαν στον Μαρξ πως αυτές οι έννοιες, καίτοι αναφέρονται στην οικονομική πραγματικότητα, παραμένουν ουσιαστικά έννοιες μη οικονομικές, “φιλοσοφικές” και “μεταφυσικές”» (Αλτουσέρ, σε Althusser et al 2003: 287).



[11] Για ό,τι ακολουθεί βλ. αναλυτικά Milios et al 2002, Μηλιός 2003-α, Μηλιός 2003-β, Οικονομάκης-Σωτηρόπουλος 2003.



[12] Ο Μαρξ εκκινεί από τον «κοινά αποδεκτό ορισμό» του εμπορεύματος, δηλαδή εκείνης της οικονομικής μορφής, η οποία επιτρέπει την προσέγγιση των «εσωτερικών»-αιτιακών αλληλοσχετίσεων που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής: «De prime abord, δεν εκκινώ από “έννοιες”, άρα ούτε από την “έννοια της αξίας”, και ως εκ τούτου ούτε έχω επίσης κατά κανέναν τρόπο να “διαιρέσω” αυτή την έννοια. Αυτό από το οποίο εκκινώ είναι η απλούστερη οικονομική μορφή, στην οποία παρουσιάζεται το προϊόν της εργασίας στην τωρινή κοινωνία, και αυτό είναι το “εμπόρευμα”. Αυτό αναλύω, και μάλιστα στη μορφή στην οποία εμφανίζεται» (Μαρξ 1993: 29-30). «Η απλή κυκλοφορία είναι πολύ περισσότερο μια αφηρημένη σφαίρα της αστικής συνολικής διαδικασίας παραγωγής, η οποία προκύπτει μέσω των ιδιαίτερών της προσδιορισμών ως ροπή, ως απλή μορφή εμφάνισης μιας πίσω από αυτήν ευρισκόμενης, εξίσου από αυτήν προκύπτουσας και αυτήν παράγουσας βαθύτερης διαδικασίας –το βιομηχανικό κεφάλαιο» (MEGA 1980 II.2: 68-9).



[13] «Στην αρχαία ινδική κοινότητα η εργασία είναι κοινωνικά καταμερισμένη, χωρίς τα προϊόντα να γίνονται εμπορεύματα» (Μαρξ 1991: 44).



[14] «Ας υποθέσουμε ότι μία ουγκιά χρυσού, ένας τόνος σιδήρου, 25 λίβρες σιταριού και είκοσι γιάρδες μεταξιού είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους (…) Αλλά η εύρεση χρυσού, η εξόρυξη σιδήρου, η καλλιέργεια σιταριού και η ύφανση μεταξιού είναι ποιοτικώς διαφορετικά είδη εργασίας. Αυτό που αντικειμενικά εμφανίζεται ως διαφορετικότητα των αξιών χρήσης, εμφανίζεται, κατ’ επέκταση, ως διαφορετικότητα των δραστηριοτήτων οι οποίες παράγουν αυτές τις αξίες χρήσης» (Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, MEGA 1980: 109).



[15] «Γενική κοινωνικά ισχύουσα ισοδύναμη μορφή παίρνει [το προϊόν της εργασίας, Γ.Μ.] μόνο στο χρήμα» (Μαρξ 1978-α: 119). Η μετρησιμότητα της αξίας μόνον δια της μορφής εμφάνισής της (του χρήματος), δηλαδή η μη μετρησιμότητα του «χρόνου αφηρημένης εργασίας» αποτελεί ένα μόνιμο σημείο κριτικής των αστών οικονομολόγων προς τον Μαρξ, αλλά και ένα σημείο σύγκρουσης μεταξύ των μαρξιστών οικονομολόγων. Ο Αλτουσέρ αναφέρει σχετικά: «Δεν αναφέρω αυτές τις κριτικές χάριν παιδειάς, αλλά διότι αφορούν το ίδιο το θεμέλιο των οικονομικών αναλύσεων του Μαρξ, τις έννοιες αξία και υπεραξία, που τις απορρίπτουν ως έννοιες “μη λειτουργικές”, που δηλώνουν πραγματικότητες εξωοικονομικές, επειδή δεν είναι μετρήσιμες, ποσοτικοποιήσιμες. Αυτή η κριτική προδίδει βέβαια την αντίληψη των παραπάνω οικονομολόγων για το αντικείμενό τους και για τις έννοιες που του ταιριάζουν: μας δείχνουν το σημείο στο οποίο κορυφώνεται η αντίθεσή τους με τον Μαρξ, αλλά δεν μας δίνουν το αντικείμενο του Μαρξ, αφού το χαρακτηρίζουν “μεταφυσικό”. Επισημαίνω αυτό το σημείο ως σημείο της παρεξήγησης, όπου οι οικονομολόγοι παρανοούν τις αναλύσεις του Μαρξ. Η παρεξήγηση όμως αυτή στην ανάγνωση δικαιολογείται μόνο από την παρεξήγηση για το ίδιο το αντικείμενο του Μαρξ: παρεξήγηση που κάνει τους οικονομολόγους να προβάλλουν και να διαβάζουν στον Μαρξ το δικό τους αντικείμενο, αντί να διαβάζουν στον Μαρξ ένα άλλο αντικείμενο που όχι μόνο δεν είναι το δικό τους, αλλά είναι ολότελα διαφορετικό. Το σημείο αυτό της παρανόησης που οι οικονομολόγοι επικρίνουν ως σημείο θεωρητικής αδυναμίας και πλάνης του Μαρξ, είναι αντίθετα το σημείο της πιο μεγάλης δύναμής του: αυτό που τον ξεχωρίζει ριζικά από τους κριτικούς του, και ενίοτε, από πολύ ένθερμους οπαδούς του» (Αλτουσέρ σε Althusser et al 2003: 288).



[16] «Η έννοια της αξίας ανήκει ολότελα στην πιο σύγχρονη οικονομία, διότι είναι η πιο αφηρημένη έκφραση του ίδιου του κεφαλαίου και της παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό. Στην έννοια της αξίας προδίνεται το μυστικό του κεφαλαίου» (Μαρξ 1990: 596).



[17] Σε μια επιστολή του προς τον Ένγκελς με ημερομηνία 22.06.1867, ο Μαρξ σημείωνε: «Οι κύριοι Οικονομολόγοι παρέβλεψαν μέχρι σήμερα το πολύ απλό γεγονός ότι η μορφή: 20 πήχεις λινού υφάσματος = 1 σακάκι είναι απλώς η βάση του 20 πήχεις λινού = 2 στερλίνες, και επομένως η απλούστερη μορφή του εμπορεύματος, στην οποία η αξία δεν έχει ακόμα εκφραστεί στη σχέση της με όλα τα άλλα εμπορεύματα αλλά μόνον ως κάτι διαφοροποιημένο από την ίδια της τη φυσική μορφή, ότι [η εξεταζόμενη απλή μορφή, Γ.Μ.] ενσωματώνει όλο το μυστικό της χρηματικής μορφής και ως εκ τούτου, in nuce, όλων των αστικών μορφών του προϊόντος της εργασίας» (MEW, τ. 31: 306).



[18] Η Μαρξική έννοια του χρήματος προϋποθέτει την απόρριψη όλων των «ιστορικιστικών» προσεγγίσεων, οι οποίες αντιλαμβάνονται το χρήμα ως ένα «μέσο ανταλλαγής» που έχει προκύψει ιστορικά, και το οποίο κληρονόμησε ο καπιταλισμός από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Το προκαπιταλιστικό χρήμα αποτελεί επομένως μια διαφορετική έννοια από το χρήμα στον ΚΤΠ (τη γενική μορφή εμφάνισης της αξίας και του κεφαλαίου). Το χρήμα είχε διαφορετική φύση στις κοινωνίες όπου κυριαρχούσαν προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής: Σε εκείνες τις κοινωνίες το χρήμα (ως μέσο συναλλαγών και απόθεμα πλούτου) έπαιζε ένα περιθωριακό ρόλο αναφορικά με τη διαδικασία παραγωγής και απόσπασης του πλεονάσματος, καλύπτοντας απλώς τους «εξωτερικούς πόρους» της κοινωνικής δομής. Αντιθέτως, στον καπιταλισμό το χρήμα αποτελεί την πιο γενική μορφή του κεφαλαίου, της θεμελιακής δομικής σχέσης του συστήματος (βλ. τη συνέχεια του παρόντος κειμένου). Είναι το «όχημα» μέσω του οποίου εκδηλώνονται και αναπαράγονται οι θεμελιώδεις σχέσεις που συγκροτούν τον ΚΤΠ.



[19] «Μια ανάλυση (...) θα έδειχνε, ότι το όλο σύστημα της αστικής παραγωγής πρέπει να προϋποτεθεί, ώστε η ανταλλακτική αξία να εμφανιστεί στην επιφάνεια ως το απλό σημείο αφετηρίας, και η ανταλλακτική διαδικασία (…) ως ο απλός κοινωνικός μεταβολισμός ο οποίος εντούτοις περικλείει ολόκληρη την παραγωγή όπως επίσης και την κατανάλωση» (MEGA 1980: 52). Όπως ορθώς παρατηρεί ο Murray (2000), «ολόκληρη η παρουσίαση του Μαρξ για το εμπόρευμα και τη γενικευμένη απλή εμπορευματική κυκλοφορία προϋποθέτει το κεφάλαιο και την σ’ αυτό προσίδια μορφή κυκλοφορίας. Είναι ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα της θεωρίας του Μαρξ για τη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή το ότι έδειξε –με μια θαυμάσια διαλεκτική συλλογιστική– ότι μια σφαίρα τέτοιων ανταλλαγών δεν μπορεί να υφίσταται μόνη. Η γενικευμένη εμπορευματική κυκλοφορία είναι ακατανόητη αν αποχωριστεί από την κυκλοφορία του κεφαλαίου».



[20] «(...) η αξία χρειάζεται πριν απ’ όλα μιαν αυτοτελή μορφή, με την οποία να διαπιστώνεται η ταυτότητα με τον ίδιο τον εαυτό της. Και τη μορφή αυτή την έχει μόνο στο χρήμα. Γι’ αυτό το λόγο το χρήμα αποτελεί την αφετηρία και το τέρμα κάθε διαδικασίας αξιοποίησης» (Μαρξ 1978-α: 167).



[21] Μια εξίσου σημαντική πηγή παρανόησης αποτελεί επίσης το γεγονός ότι στα χειρόγραφά του της περιόδου 1861-65, (και ιδίως στα προσχέδια του 3ου τόμου του Κεφαλαίου που επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Ένγκελς), ο Μαρξ ορισμένες φορές υπαναχωρεί προς την Κλασική θεωρία της αξίας. Συγκεκριμένα, όταν πραγματεύεται τον «μετασχηματισμό των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές παραγωγής», αλλά και σε άλλα σημεία του έργου του, εγκαταλείπει το θεωρητικό του σύστημα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας προς όφελος του Κλασικού θεωρητικού συστήματος: Θεωρεί αξίες και τιμές ως σύμμετρα (ποιοτικώς όμοια) μεγέθη και προβαίνει σε ποσοτικές συγκρίσεις και μαθηματικούς «μετασχηματισμούς» των μεν στις δε (βλ. αναλυτικά Milios et al: 111-141). Για το χαρακτήρα των ασαφειών και αντιφάσεων στο έργο του Μαρξ ας συγκρατήσουμε την ακόλουθη διατύπωση του Αλτουσέρ: «Οι αναγκαίες θεωρητικές έννοιες δεν οικοδομούνται από μόνες τους και ως δια μαγείας όταν τις χρειαζόμαστε. Ολόκληρη η ιστορία της απαρχής των επιστημών και των μεγάλων φιλοσοφιών δείχνει πως οι νέες έννοιες δεν παρελαύνουν όλες μαζί και στοιχισμένες. Μερικές από αυτές περιμένουν για πολύ ή περνούν μπροστά μας με ρούχα δανεικά πριν βάλουν τη φορεσιά που τους ταιριάζει – όσο καιρό η ιστορία δεν τους δίνει το ράφτη και το ύφασμα» (Αλτουσέρ, όπ. π.: 70).



[22] «Μια ανάγνωση που τολμούμε να αποκαλέσουμε “ενδεικτική” (symptomale), εφόσον φανερώνει το αφανές στο κείμενο που διαβάζει και ταυτόχρονα το συσχετίζει με ένα άλλο κείμενο που υπάρχει ως αναγκαία απουσία μέσα στο πρώτο». (Αλτουσέρ, σε Althusser et al 2003: 35). Ο Α. Ελεφάντης μεταφράζει τον όρο symptomale ως συμπτωματολογική (ανάγνωση).