Της Σύνταξης
1. Στον τρίτο χρόνο της Αλλαγής...
Καθώς διανύουμε την πρώτη βδομάδα του 1984, η κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται περισσότερο σταθεροποιημένη από ποτέ: οι Κασσάνδρες, που λίγους μήνες πριν πρόβλεπαν πολιτικές ανακατατάξεις και αποσταθεροποίηση, αρκούνται τώρα στις εκτιμήσεις ότι «η Δεξιά ανεβαίνει».
Η οικονομική πολιτική μπορεί να μην οδήγησε στην ανάκαμψη και την «ολόπλευρη ανάπτυξη» όπως υποσχόταν ο κυβερνητικός ιδεαλισμός, που ήδη από τον 'Οκτώβρη του 1981 διακήρυσσε πως η «κυβερνητική βούληση» θα κάνει θαύματα. Η εξωτερική πολιτική, «πολυδιάστατη» πάντα, υποχρεώθηκε, βέβαια, να παραδεχθεί με αφορμή το πραξικόπημα του Ντενκτάς στην Κύπρο ότι πολύ λίγα μπορούν να γίνουν χωρίς τη συμπαράσταση των συμμάχων, δηλαδή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις είναι πάντα στην επικαιρότητα, πάντα όμως μέσα στα πολιτικά, κοινωνικά και νομικά - συνταγματικά πλαίσια που οριοθετεί η καπιταλιστική εξουσία. Οι «κοινωνικοποιήσεις» δεν απαλλοτριώνουν την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, αλλά κύρια τις δυνατότητες για απεργία των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή δεν αποτρέπει τη μείωση του εισοδήματος των λαϊκών τάξεων. Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει.
Όμως η οικονομική πολιτική, παρότι με κανένα τρόπο δεν ακολουθεί τα «κεϋνσιανά πρότυπα», παρότι είναι σε μεγάλο βαθμό περιοριστική, αρνείται εντούτοις να ακολουθήσει τις συντεταγμένες που υποδεικνύουν τα πιο άμεσα και στενά συμφέροντα του" κεφαλαίου: Λεν πριμοδοτεί μια ραγδαία αύξηση της ανεργίας και μια κατά μέτωπο επίθεση στα εργατικά εισοδήματα. Δεν ελαχιστοποιεί τις κρατικές παροχές και τις «κοινωφελείς» δημόσιες δαπάνες. «Αποθαρρύνει» την ανεργία, πριμοδοτεί μια ελεγχόμενη μείωση των εισοδημάτων και διευρύνει ορισμένες μόνο κρατικές δαπάνες, αυτές που τα αποτελέσματα τους μπορούν μεσοπρόθεσμα να βελτιώσουν τους ορούς της (καπιταλιστικής) οικονομικής ανάπτυξης. Καταφέρνει ακόμα να διαχειριστεί τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα με περισσότερη επιτυχία απ' ότι οι κυβερνήσεις της Δεξιάς.
Η εξωτερική πολιτική από την άλλη, μπορεί να επιδείξει τις φιλειρηνικές της πρωτοβουλίες από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή που τη διαφορίζουν από τον «ορθόδοξο» ατλαντισμό της Δεξιάς.
Ακόμα, οι θεσμικές αλλαγές παρουσιάζονται πάντα, από την κυβέρνηση, σαν το·«πρώτο βήμα» σε μια πορεία κοινωνικού "μετασχηματισμού', μέσα από τη λαϊκή αυτενέργεια και συμμετοχή.
'Έχει δηλαδή πλέον διαμορφωθεί το. εναλλακτικό, ως προς τη Δεξιά, πρόσωπο της Αλλαγής. Τόσο σαν οικονομική πολιτική, όσο και σαν πολιτική μεταρρύθμισης των θεσμών, αλλά και σαν εξωτερική πολιτική. Πρόκειται για μια εναλλακτική πολιτική, που όμως κινείται στα πλαίσια κάποιων κοινών στρατηγικών στόχων: Τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και τη διασφάλιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μέσα από το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης. Την «ανανέωση της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος», δηλαδή τη σταθεροποίηση της ταξικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, μέσα κυρίως από τη διεύρυνση της συναίνεσης των λαϊκών τάξεων προς την (καπιταλιστική) εξουσία και το αστικό κράτος. Την ενίσχυση του οικονομικού και πολιτικού ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο.
"Αν αυτή η «εναλλακτική» πολιτική μπορεί να αποκρύβει αυτό που πραγματικά είναι, πολιτική που κυρίως προσανατολίζεται προς τα μακροπρόθεσμα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα και την κοινωνική «εξειρήνευση», αν καταφέρνει να παρουσιάζεται σαν μια λιγότερο η περισσότερο τολμηρή, λιγότερο η περισσότερο επιτυχημένη, πολιτική για την Αλλαγή και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην κρίση της Αριστεράς.
"Η στρατηγική αντίληψη της παραδοσιακής Αριστεράς για την Αλλαγή και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό δεν διαφέρει, παρά δευτερευόντως, στις βασικές της γραμμές, από αυτή του ΠΑΣΟΚ. 'Έτσι η παραδοσιακή Αριστερά («ορθόδοξη» και «ανανεωτική») απλά επικρίνει το ΠΑΣΟΚ για ασυνέπεια και αθέτηση των προεκλογικών διακηρύξεων του. Και ζητάει τη συμμετοχή στην κυβέρνηση για να εγγυηθεί την τήρηση του (κυβερνητικού") προγράμματος της Αλλαγής. Η κυβέρνηση όμως μπορεί πάντα να ισχυρίζεται ότι γνωρίζει καλύτερα άπο τον οποιονδήποτε, τόσο το πρόγραμμα της, όσο και τα όρια του κάθε φορά εφικτού'.
Καθώς λοιπόν στον πολιτικό ορίζοντα δεν εγγράφεται μια διαφορετική, ανατρεπτική, αριστερή στρατηγική, τίποτα δεν φαίνεται να διασαλεύει τη σημερινή πόλωση της πολιτικής σκηνής: Απ' τη μια το ΠΑΣΟΚ και η παραδοσιακή Αριστερά, μαζί και κάποιοι παράγοντες του Κέντρου. Είναι το «μπλοκ της Αλλαγής». Από την άλλη η Δεξιά, μαζί και οι «νεοφιλελεύθεροι», ακόμα και το ΚΟΔΗΣΟ, που με τις ανύπαρκτες δυνάμεις του οραματίζεται να ανατρέψει την πολιτική πόλωση ανάμεσα στην Αλλαγή και τη Δεξιά. Το δίλημμα μοιάζει να είναι το ίδιο, όπως και τον 'Οκτώβριο του 1981: Αλλαγή η Δεξιά. Μόνο που σήμερα το δίλημμα αυτό τίθεται με ακόμα πιο ισοπεδωτικό τρόπο, για εκείνες τις δυνάμεις της Αριστεράς που με τον ένα η τον άλλο τρόπο συνειδητοποιούν τη σημερινή κρίση της και τα αδιέξοδα της. Γιατί σήμερα οι ψευδαισθήσεις για την Αλλαγή του" ΠΑΣΟΚ είναι λιγότερες. "Όπως, ακόμα λιγότερες είναι οι ψευδαισθήσεις για το πόσο εναλλακτική, σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ, είναι η πολιτική στρατηγική της παραδοσιακής Αριστεράς.
"Όσο λοιπόν απουσιάζει μια αριστερή πολιτική στρατηγική, για την οποία το ζητούμενο δεν θα είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής εξουσίας και ο μεταρρυθμισμός, αλλά η επαναστατική αμφισβήτηση και κριτική του ελληνικού" καπιταλισμού", τόσο η διχοτομία και η πόλωση της πολιτικής σκηνής θα αναπαράγεται. Επιπλέον, σήμερα δεν διαφαίνονται σημαντικές ανακατατάξεις στους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές δεν πρόκειται έτσι να «ανατρέψουν» τον πολιτικό συσχετισμό ανάμεσα στη Δεξιά και την 'Αλλαγή. Ούτε και πρόκειται μάλλον να υπάρξουν σημαντικές «ανακατατάξεις» ανάμεσα στις «δυνάμεις της Αλλαγής». Οι χαμένοι θα είναι και πάλι τα μικρά κόμματα.
2. Μαρξισμός και Αριστερά
Η χρονιά που πέρασε γιορτάστηκε από την 'Αριστερά σαν έτος Μαρξ. Η επίσημη Αριστερά είχε δηλαδή την ευκαιρία να επαναλάβει τα πορίσματα και να επιβεβαιώσει την εκδοχή της για το μαρξισμό, εκδοχή που σήμερα είναι κυρίαρχη.
Πράγματι, παρά τις πολιτικές διαφορές τους, παρά ακόμα κάποιες επιμέρους θεωρητικές διαφορές σε ζητήματα που αφορούν την πολιτική στρατηγική και τη «σοσιαλιστική οικοδόμηση», τα κόμματα της Αριστεράς υιοθετούν μια ταυτόσημη εκδοχή του μαρξισμού:
Μια εκδοχή που διατείνεται ότι ο μαρξισμός εντάσσεται μέσα στο φιλοσοφικό ρεύμα του ανθρωπισμού'. "Ότι δηλαδή σημείο εκκίνησης της μαρξιστικής σκέψης είναι ο "Άνθρωπος, η σημερινή υποταγή του και η αλλοτρίωση του μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, η προοπτική της απελευθέρωσης του στο σοσιαλισμό. Ο "Άνθρωπος σαν δημιουργός και υποκείμενο της ιστορίας (του), καθώς πορεύεται αντικειμενικά από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας».
Αυτή η πορεία του 'Ανθρώπου προς την ελευθερία, διατείνεται η κυρίαρχη σήμερα εκδοχή του μαρξισμού, σημαίνει παράλληλα και ένα αγώνα για την αναδιοργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας σε ορθολογική βάση, μια πορεία προς τον Λόγο και τη Γνώση. Εκεί όπου παλιότερα πρυτάνευαν τα στενά ταξικά συμφέροντα, το λόγο θα έχουν τώρα οι επιστήμες και ο 'Ορθός Λόγος. 'Ακόμα, μέσα απ' αυτή την πορεία, ο "Άνθρωπος θα κυριαρχήσει και θα εκμεταλλευθεί ορθολογικά τη φύση. Στην πορεία προς την ανθρώπινη ελευθερία και την κυριαρχία του ορθού" λόγου, ο μαρξισμός θεωρείται σαν το βασικό θεωρητικό εργαλείο. Εντάσσεται δηλαδή ο μαρξισμός, σύμφωνα με την κυρίαρχη σήμερα εκδοχή, στο θεωρητικό ορίζοντα που διάνοιξε ο ορθολογισμός, αποτελεί τη συνεπή εκδοχή η μάλλον τη λογική συνέπεια και συνέχεια του ορθολογισμού.
"Αν η μαρξιστική φιλοσοφία πατάει, σύμφωνα με την επίσημη 'Αριστερά, στο έδαφος του ανθρωπισμού και του ορθολογισμού", η μαρξιστική επιστήμη συνδέεται με τη θέση ότι η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται από την ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων της κοινωνίας και την ιστορικά καταδικασμένη τάση των Παραγωγικών Σχέσεων να τροχοπεδήσουν αυτή την ανάπτυξη. Η αντίφαση ανάμεσα στις Παραγωγικές Δυνάμεις που αναπτύσσονται και στις Παραγωγικές Σχέσεις που τις τροχοπεδούν, καθώς οι πρώτες «υπερβαίνουν» τις δεύτερες, θεωρείται σαν η κινητήρια αντίφαση της ιστορίας. Ο μαρξισμός γίνεται οικονομισμός.
Το θεωρητικό τρίπτυχο ανθρωπισμός, ορθολογισμός, οικονομισμός αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο όποιο οικοδομείται η κυρίαρχη σήμερα θεωρία της 'Αριστεράς. Πρόκειται για ένα θεωρητικό τρίπτυχο που εντάσσεται εξ ολοκλήρου στο οπλοστάσιο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Ένα θεωρητικό πλαίσιο ξένο, δηλαδή εχθρικό, με τη θεωρητική επανάσταση που θεμελίωσε ο Μαρξ.
Ο ανθρωπισμός και η ιδεολογία του 'Ανθρώπου - υποκειμένου της ιστορίας, αντιστρατεύεται τη θεμελιακή μαρξιστική θέση ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων, οπού δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος - δημιουργός, αλλά οι άνθρωποι είναι πάντα συγκεκριμένοι, καθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, είναι αστοί, η προλετάριοι, η αγρότες, η μικροαστοί, είναι δηλαδή υποκείμενα μέσα στην ιστορία κι όχι υποκείμενα της ιστορίας.
Ο ορθολογισμός αποτελεί όπως λέει ο Μπαλιμπάρ «την κυρίαρχη μορφή της κυρίαρχης ιδεολογίας στη φιλοσοφία», τη φιλοσοφία που διαπλέκεται οργανικά με την αστική ιδεολογία του δικαίου, αλλά και με τον ανθρωπισμό και με τον τρόπο που οργανώνεται η γνώση στον αστικό εκπαιδευτικό μηχανισμό. Η προτροπή για μια «ορθολογικά οργανωμένη κοινωνία» ανταποκρίνεται στην αστική ιδεολογία του δικαίου και συμπληρώνει το ιδεολογικό σχήμα του Άνθρωπου - υποκείμενου της ιστορίας. Αντιμάχεται τη μαρξιστική θεωρία, που υποδεικνύει ότι η δομή και η οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να καθορίζεται, σε κάθε περίπτωση, όχι από το Λόγο, αλλά από τις συνολικές (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές) σχέσεις εξουσίας. Ο ορθολογισμός επιχειρεί παράλληλα να υποτάξει τις επιστήμες και πρώτα απ' όλα τον Ιστορικό Υλισμό στην κυρίαρχη ιδεολογία. Καθιερώνοντας κάποια διεπιστημονικά (δηλαδή εξωεπιστημονικά) κριτήρια «ορθολογικότητας», αναγορεύει τις αστικές θεωρητικές ιδεολογίες σε επιστήμες, νομιμοποιεί σαν «έλλογη», δηλαδή αληθινή, τη «φαινομενική κίνηση του κόσμου».
Χαρακτηριστικό της κρίσης της Αριστεράς είναι το γεγονός, ότι η μόνη θεωρητική αντιπαράθεση που πήρε τη μορφή ενός «διαλόγου» μέσα στην Αριστερά κατά το «έτος Μαρξ» αφορούσε την παρέμβαση του λεγόμενου «νεοερθόδοξου» ρεύματος: Δεν είναι μόνο που η Αριστερά υποθάλπει πλέον στο εσωτερικό της το χριστιανοεθνικιστικό ανορθολογισμό και σκοταδισμό. Είναι ακόμα το ότι οι περισσότεροι αριστεροί αντέταξαν στο «νεοορθόδοζο» σκοταδισμό όχι το μαρξισμό, αλλά τον ορθολογισμό.
Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι ο Ορθολογισμός είναι παρών και μέσα στην οικονομιστική θεώρηση της ιστορίας: Καθώς η θεώρηση αυτή διαχωρίζει μηχανιστικά τις παραγωγικές σχέσεις από τις παραγωγικές δυνάμεις και αποδίδει την προτεραιότητα ως προς την ιστορική εξέλιξη στις τελευταίες και στην Επιστήμη που βρίσκεται πίσω από την ανάπτυξη τους - καθώς αποκρύβει επομένως το προβάδισμα των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή της πάλης των τάξεων, έναντι των παραγωγικών δυνάμεων και υποστέλλει έτσι τη στρατηγική του επαναστατικού' μετασχηματισμού" αυτών των κοινωνικών σχέσεων, για να υιοθετήσει σαν στρατηγική το ιδεολόγημα της «ορθολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων».
Οι θέσεις, παράλληλα με τη μαρξιστική προσέγγιση των ζητημάτων που αφορούν το σύγχρονο (ελληνικό) καπιταλισμό, επιδίωξαν, ήδη από την έκδοση τους, να οικοδομήσουν ένα θεωρητικό μέτωπο κριτικής απέναντι σ' αυτή τη θεωρητική συγκρότηση της παραδοσιακής Αριστεράς, που κυριαρχείται από τις αστικές ιδεολογίες του" ανθρωπισμού. Ορθολογισμού και οικονομισμού". Αυτή τη θεωρητική πρακτική που επιδιώκουμε, την είδαμε εξ αρχής σαν μια πολιτική παρέμβαση στο χώρο της θεωρίας, και όχι φυσικά σαν μια αβρή συζήτηση «μεταξύ κυρίων». Γι ' αυτό ελάχιστα μας απασχόλησαν οι κατηγορίες για «έλλειψη αιδούς», προσπάθεια «εξόντωσης του" αντιπάλου» κλπ. που κάποια περιοδικά της Αριστεράς μας απηύθυναν.
Το 6ο τεύχος των θέσεων είναι εξ' ολοκλήρου αφιερωμένο σ' αυτή τη θεωρητική παρέμβαση μέσα και για τον μαρξισμό.
Το άρθρο των Γιάννη Μηλιού και Μάκη Σπαθή, «Μαρξισμός και οικογένεια (ο ολοκληρωτισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας)», επιχειρεί να προσεγγίσει τον κοινωνικό και ιδεολογικό ρόλο που παίζει ο θεσμός της οικογένειας, στα πλαίσια των κοινωνικών (καπιταλιστικών) σχέσεων εξουσίας. Έπανασυνθέτει την «ξεχασμένη» από την Αριστερά μαρξιστική κριτική στην οικογένεια, ενώ παράλληλα αντιπαρατίθεται με την κυρίαρχη (ανθρωπιστική) ιδεολογία σχετικά με την οικογένεια, τόσο στην «κοινωνιολογική» όσο και στην «ψυχολογική - βιολογική» εκδοχή της.
Το άρθρο του Τάσου Κυπριανίδη, «Μαρξισμός και επιστημονικές έννοιες», αναφέρεται σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια καταδείχνει πως οι κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις από τη μια, αλλά και η ιδεολογική ταξική πάλη και η παρέμβαση της μαρξιστικής φιλοσοφίας από την άλλη, καθορίζουν, κατ' αρχήν, τη δυνατότητα ανακάλυψης μιας επιστήμης συγκεκριμένα της φυσικής και στη συνέχεια τη δυνατότητα προχωρήματος της η μη, δηλαδή τους ορούς ανάδυσης η εξαφάνισης των επιστημονικών εννοιών.
Ο Γιώργος Σταμάτης με το άρθρο του, «Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου», δείχνει μέσα από μια συστηματική ανάλυση, που στηρίζεται στις μαρξιστικές έννοιες της παραγωγικής (και μη) εργασίας και της αναπαραγωγικής (και μη) εργασίας, το πως εντάσσονται οι κρατικές δαπάνες και οι δαπάνες που τα αποτελέσματα τους δεν επανεισέρχονται στην άμεση διαδικασία παραγωγής, μέσα στη συνολική διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού" συστήματος. Εντοπίζει τους ορούς υπό τους Οποίους είναι δυνατό να προκύψει μια κρίση αναπαραγωγής και υποδεικνύει Ορισμένα στοιχεία που αφορούν τη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομική κρίση.
Το άρθρο του S. Giudicelli, «Η έννοια της αλλοτρίωσης, από τη θεωρία στην καθημερινή πρακτική, πραγματεύεται, τόσο από τη σκοπιά του μαρξισμού», όσο και από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης, το περιεχόμενο αλλά και την ιστορική εξέλιξη της εννοίας αλλοτρίωση. Εκθέτοντας τη μαρξιστική κριτική ατή φιλοσοφική - ανθρωπιστική έννοια του" ορού αλλοτρίωση και αναλύοντας τη σημασία και τη χρήση του ορού στα πλαίσια της ψυχανάλυσης, διατυπώνει κάποια συμπεράσματα, που αφορούν τις δυνατότητες για μια επιστημονική προσέγγιση του ψυχιατρικού θεσμού και της ψυχιατρικής πρακτικής. Το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο είχε δημοσιευθεί στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1983 του περιοδικού Informations Psychiatriques.
Το άρθρο του Δημήτρη Χαραλάμπη, «Όψεις κριτικής της μαρξιστικής θεωρίας», υπερασπίζεται τη μαρξιστική θεωρία απέναντι σε μια κριτική που της απηύθυνε, λίγους μήνες πριν, από τις στήλες του «Αντί», ο Ν. Μουζέλης, και σύμφωνα με την οποία ο μαρξισμός είναι εξ' ορισμού μια οικονομίστικη θεωρία. Ο Δ. Χαραλάμπης πραγματεύεται το πρόβλημα της οικονομίστικης απόκλισης στα πλαίσια του μαρξισμού και δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, ολόκληρη η κριτική του Μουζέλη δεν άφορα τον μαρξισμό, αλλά αυτό που μια συγκεκριμένη αστική κοινωνιολογική οπτική πιστεύει ότι είναι ο μαρξισμός.
Ο Étienne Balibar, με το άρθρο του, «Κρίση του μαρξισμού», Επικαιρότητα του μαρξισμού, προσεγγίζει τη σημερινή θεωρητική συγκυρία μέσα στην οποία εγγράφεται η «κρίση του μαρξισμού», για να επιχειρήσει στη συνέχεια να αναλύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά και τις πολιτικές συνέπειες αυτής της κρίσης. Το άρθρο είναι ανέκδοτο στα γαλλικά και παραχωρήθηκε από τον ίδιο το συγγραφέα του στις θέσεις.
Τέλος, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τα «Αποτελέσματα της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας», (VI Κεφάλαιο), του Μαρξ, κείμενο που παραμένει ακόμα ουσιαστικά άγνωστο στο ελληνικό κοινό. Οι έννοιες που με ιδιαίτερα συμπυκνωμένο τρόπο αναπτύσσει εδώ ο Μαρξ αποδεικνύουν, νομίζουμε, με τον καλύτερο τρόπο, αυτό που ήδη ισχυρισθήκαμε: ο μαρξισμός βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με την αστική ιδεολογία του ανθρωπισμού και του οικονομισμού.