ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΑΣΤΩΝ: ΕΝΙΑΙΑ ΤΑΞΗ Η ΔΥΟ ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΤΑΞΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ;1
1. Εισαγωγή
Η μαρξιστική θεωρία των τάξεων έχει να αντιμετωπίσει σημαντικά ανοικτά προβλήματα. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφέρω δύο από αυτά:
α) Εντάσσονται όλες οι κοινωνικές ομάδες που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία (σε μια κοινωνία που έχουν εκλείψει όλοι οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής –φεουδαρχικός, ασιατικός, δουλοκτητικός) σε κάποια κοινωνική τάξη, ή υπάρχουν μη εντασσόμενα σε τάξεις «ενδιάμεσα» στρώματα;2
β) Το προσωπικό που στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες επανδρώνει τις ανώτατες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (κυβέρνηση, ανώτατοι δικαστικοί και στρατιωτικοί, διευθυντές δημοσίων υπηρεσιών, κ.ο.κ.) αποτελεί «κοινωνική κατηγορία» (για την ακρίβεια, την κορυφή της κοινωνικής κατηγορίας γραφειοκρατία), όντας έτσι (στο σύνολό του ή εν μέρει) όχι τμήμα της άρχουσα αστικής τάξης αλλά «κυβερνώσα τάξη» (με ενδεχομένως μη αστική ταξική ένταξη), ή θα πρέπει να θεωρείται τμήμα της άρχουσας αστικής τάξης;3
Η απάντηση στα προβλήματα αυτά, όπως και σε πολλά ανάλογα που συνδέονται με την ταξική ανάλυση των συγκεκριμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, συναρτάται άμεσα με τη θεωρία και την ανάλυση της ταξικής θέσης των μικροαστών. Μου φαίνεται, δηλαδή, ορθή η επισήμανση του Πουλαντζά (1975-β: 323) ότι «ο ταξικός χαρακτηρισμός της μικροαστικής τάξης είναι πραγματικά η λυδία λίθος της μαρξιστικής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις». Με άλλη διατύπωση, τα προβλήματα που αναφέραμε ή υπαινιχθήκαμε, δηλαδή οι περισσότερες δυσχέρειες ή τα ανοικτά ερωτήματα αναφορικά με την ταξική ανάλυση των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, αποτελούν όψη της δυσκολίας που παρουσιάζει η ταξική ανάλυση των μικροαστών. Το ζήτημα, με τα λόγια του G. Labica, τίθεται ως εξής: «Τάξη ή ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα; Στον ενικό ή στον πληθυντικό;» Labica (1986: 639).
Στο κείμενο που ακολουθεί θα συνοψίσω αρχικά ορισμένες θέσεις αναφορικά με την ταξική θέση των μικροαστών, ακολουθώντας μια θεωρία των τάξεων που, στη γραμμή σκέψης της «Σχολής Αλτουσέρ» και ειδικότερα στη βάση ορισμένων έργων των Πουλαντζά και Μπαλιμπάρ, αντιλαμβάνεται τις τάξεις ως «κοινωνικές πρακτικές», δηλαδή ως ανταγωνιστικές σχέσεις (διαμεσολαβούμενες από τα άτομα) στο πεδίο της πάλης των τάξεων.4 Στη συνέχεια θα συνοψίσω τα επιχειρήματα των προσεγγίσεων εκείνων που θεωρούν ότι οι δύο βασικές κατηγορίες (μερίδες) μικροαστών εντάσσονται σε μία και την αυτή τάξη, τη μικροαστική. Τέλος θα υποβάλω σε κριτική τα επιχειρήματα αυτά, (ή έστω θα διατυπώσω τις αμφιβολίες και τα ερωτήματά μου ως προς αυτά), υποστηρίζοντας την άποψη ότι θα ήταν ακριβέστερο να αντιληφθούμε τα δύο μικροαστικά υποσύνολα όχι ως μερίδες της ίδιας τάξης, αλλά ως διακριτές τάξεις.
2. Η μαρξιστική θεωρία των τάξεων και οι μικροαστοί
Η μαρξιστική θεωρία των τάξεων έχει ως αφετηρία την έννοια του τρόπου παραγωγής.5 Ο τρόπος παραγωγής αποτελεί την έννοια που συμπυκνώνει τους δομικούς-αιτιακούς καθορισμούς κάθε ιστορικά ιδιαίτερου συστήματος εκμετάλλευσης. Αναφέρεται δηλαδή αποκλειστικά στον πυρήνα των ταξικών σχέσεων, όχι στις ταξικές σχέσεις καθαυτές. Κάνοντας αφαίρεση από όλες τις ιδιαίτερες ιστορικές μορφές ύπαρξης των ταξικών σχέσεων, κάθε τρόπος παραγωγής παραπέμπει σε δύο μόνον τάξεις: την τάξη των κυριάρχων-εκμεταλλευτών, οι οποίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούνται το παραγόμενο υπερπροϊόν και την τάξη των κυριαρχούμενων-παραγωγών –που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ορίζονται έτσι η τάξη των κεφαλαιοκρατών και η τάξη των μισθωτών εργατών.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θεμελιώνεται στην κεφαλαιακή σχέση, καταρχήν στο επίπεδο της παραγωγής: στον αποχωρισμό του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής (που μετατρέπεται έτσι στο οικονομικό επίπεδο σε μισθωτό εργάτη –κάτοχο απλώς της εργασιακής του δύναμης) και στην πλήρη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από τον κεφαλαιοκράτη: Πλήρης ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι ο κεφαλαιοκράτης έχει τόσο τη κατοχή των μέσων παραγωγής (την εξουσία να τα θέτει σε λειτουργία) όσο και την κυριότητά τους (την εξουσία να ιδιοποιείται το παραγόμενο υπερπροϊόν). Ο εργαζόμενος διατηρεί μόνο τη (συλλογική) ικανότητα χρήσης των μέσων παραγωγής (το πώς θα τα θέσει σε λειτουργία), την οποία στερείται ο καπιταλιστής.
Ο αποχωρισμός των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής (δηλαδή η αποστέρηση από τους εργαζομένους της κατοχής των μέσων παραγωγής), έχει ως άλλη όψη της τη συγκρότηση του εργαζόμενου, (ο οποίος ανταλλάσσει την εργασιακή του δύναμη με κεφάλαιο), στο δικαιακό-πολιτικό επίπεδο και στο επίπεδο της ιδεολογίας, σε ελεύθερο πολίτη – υποκείμενο δικαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δομικά χαρακτηριστικά του κράτους και της κυρίαρχης ιδεολογίας.6 Ο (καπιταλιστικός) τρόπος παραγωγής δεν συμπυκνώνει έτσι αποκλειστικά (ούτε κυρίαρχα) μια οικονομική σχέση, αλλά αναφέρεται σ’ όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Σ’ αυτόν εμπεριέχεται και ο πυρήνας των (καπιταλιστικών) πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων εξουσίας.
Αποκαλύπτεται επομένως ότι η καπιταλιστική τάξη κατέχει όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική εξουσία: όχι γιατί οι καπιταλιστές επανδρώνουν τις ανώτατες πολιτικές θέσεις του κράτους, αλλά γιατί η δομή του πολιτικού στοιχείου στις καπιταλιστικές κοινωνίες και ειδικότερα του καπιταλιστικού κράτους (η ιεραρχική-γραφειοκρατική διάρθρωσή του, η «αταξική» - ισοπολιτειακή λειτουργία του με βάση τους κανόνες του δικαίου κ.λπ.) αντιστοιχεί και εξασφαλίζει τη διατήρηση και αναπαραγωγή της συνολικής καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας. Ομοίως γίνεται φανερό ότι η δομή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας (η ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας, της εθνικής ενότητας και του κοινού –εθνικού-- συμφέροντος, κ.ο.κ.) αντιστοιχεί στη διαιώνιση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Η κυρίαρχη ιδεολογία αποτελεί έτσι μια διαδικασία εμπέδωσης των καπιταλιστικών ταξικών συμφερόντων, μέσω ακριβώς της υλικότητάς της ως «βιωματικής πρακτικής», ως «τρόπου ζωής» όχι μόνο των κυρίαρχων αλλά, υπό παραλλαγμένη μορφή, και των κυριαρχούμενων τάξεων.7
Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, αντίθετα, η ιδιοκτησία της κυρίαρχης τάξης στα μέσα παραγωγής δεν είναι ποτέ πλήρης. Οι εργαζόμενες-κυριαρχούμενες τάξεις διατηρούν την κατοχή των μέσων παραγωγής, γεγονός που συνδέεται με αντίστοιχες σημαντικές διαφοροποιήσεις στη δομή και των άλλων κοινωνικών επιπέδων, του πολιτικού και του ιδεολογικού. Η οικονομική εκμετάλλευση, δηλαδή η απόσπαση του υπερπροϊόντος από τον εργαζόμενο (που, π.χ., στη φεουδαρχία παίρνει τη μορφή της αγγαρείας), έχει ως συμπληρωματικό της στοιχείο τον άμεσο πολιτικό καταναγκασμό: τις σχέσεις πολιτικής εξάρτησης κυρίαρχου-κυριαρχούμενων και την ιδεολογική τους (κατά κανόνα θρησκευτική) αποτύπωση (βλ. και Μαρξ 1989: 283-314).
Καίτοι στο επίπεδο αφαίρεσης που ορίζει η έννοια του (εκάστοτε) τρόπου παραγωγής ορίζονται δύο μόνο τάξεις, στους συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς (στις υπαρκτές κοινωνίες) υπάρχουν πάντοτε περισσότερες από δύο τάξεις. Όχι μόνο διότι στο εσωτερικό τους υφίστανται περισσότεροι τρόποι παραγωγής αλλά επίσης (και αυτό αφορά κυρίως τις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού): α) διότι υπάρχουν επίσης μορφές παραγωγής, δηλαδή μορφές οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που δεν στηρίζονται στην απόσπαση υπερεργασίας, στην εκμετάλλευση, και β) διότι ορισμένες από τις ταξικές λειτουργίες της κυρίαρχης τάξης εκχωρούνται κατά κανόνα σε κοινωνικές ομάδες που δεν εντάσσονται στην κυρίαρχη τάξη (δεν είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής).8
Ένα θεωρητικό πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι το εάν νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ως τάξη μια κοινωνική ομαδοποίηση (όπως οι γαιοκτήμονες ή οι παραδοσιακοί μικροαστοί, βλ. την υποσημείωση 7 και ό,τι ακολουθεί) που δεν ανάγονται σε κάποιον τρόπο παραγωγής. Η απάντηση που δίνω στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, στο βαθμό που πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός ταξικού προσδιορισμού με δομικά χαρακτηριστικά τα οποία αντανακλώνται με διακριτό τρόπο στην πάλη των τάξεων: Με άλλα λόγια, εφόσον πρόκειται για τον προσδιορισμό μιας θέσης στο πλέγμα των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων που συνέχουν ένα κοινωνικό σχηματισμό, η οποία συναρθρώνεται με συγκεκριμένο-διακριτό τρόπο με τη βασική αντίφαση του κοινωνικού σχηματισμού (αυτήν που απορρέει από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής)9 και (ανα)παράγει συγκεκριμένα «κατάλληλα αποτελέσματα»10 στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού. Αυτή η προσέγγιση δεν αποκλείει πάντως την ύπαρξη «οριακών» κοινωνικών στρωμάτων χωρίς ταξική ένταξη (π.χ., ενδεχομένως ο περιθωριακός πληθυσμός που ιστορικά έχει περιγραφεί ως «λούμπεν προλεταριάτο», ή οι έμμισθοι υπηρέτες και υπηρέτριες –που δεν ανταλλάσσουν την εργασιακή τους δύναμη με κεφάλαιο αλλά με προσωπικό εισόδημα, και μάλιστα με το προσωπικό εισόδημα όχι απαραίτητα των κυρίαρχων τάξεων).
Με βάση τις θέσεις που ως εδώ συνοψίσαμε, καλούμαστε τώρα να αποκρυπτογραφήσουμε την ταξική θέση των μικροαστών, που σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, δηλαδή τις κοινωνίες στο εσωτερικό των οποίων έχουν διαλυθεί οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής (κοινωνικο-οικονομικές μορφές που ανάγονται στη φεουδαρχία, τον ασιατικό τρόπο παραγωγής ή τη δουλοκτησία), καταλαμβάνουν τον «ενδιάμεσο χώρο», μεταξύ των δύο βασικών τάξεων. Οι μικροαστοί εντάσσονται σε δύο εύκολα διακρινόμενα υποσύνολα, με βάση τη θέση ένταξής τους στις σχέσεις παραγωγής:
Πρόκειται καταρχάς για την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, των αυτοαπασχολούμενων παραγωγών που είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής με τη χρήση των οποίων παράγουν άμεσα οι ίδιοι απλά εμπορεύματα, δηλαδή εμπορεύματα που δεν περιέχουν κέρδος.11
Πρόκειται αφ’ εταίρου για τη νέα μικροαστική τάξη, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα της στελέχωσης των μηχανισμών και διαδικασιών άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας από μισθωτούς εργαζόμενους, δηλαδή από φορείς που δεν εντάσσονται στην κυρίαρχη τάξη των καπιταλιστών.
Οι λειτουργίες της κυρίαρχης αστικής τάξης σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό (ιδιοποίηση της υπεραξίας, δια του κράτους άσκηση της πολιτικής εξουσίας, δια των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους οργάνωση της ιδεολογικής εξουσίας)12 εκχωρούνται (εν μέρει) σε φορείς (άτομα) που δεν εντάσσονται στην κυρίαρχη τάξη (δεν είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής), και οι οποίοι μάλιστα υπόκεινται συχνά σε άμεση καπιταλιστική εκμετάλλευση –όταν απασχολούνται παραγωγικά στο εσωτερικό των καπιταλιστικών επιχειρήσεων:
* α) Λειτουργίες που διασφαλίζουν την εξαγωγή της υπεραξίας όπως π.χ. επίβλεψη-επιτήρηση-έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας στις επιχειρήσεις13, (τεχνικοί, μηχανικοί κ.λπ.),
* β) λειτουργίες που διασφαλίζουν τη συνοχή της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας, (κρατική γραφειοκρατία, δικαστικός μηχανισμός, αστυνομία, στρατός κ.ο.κ.),
* γ) λειτουργίες συστηματοποίησης-διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως π.χ. η εκπαίδευση.
Η νέα μικροαστική τάξη αποτελείται, λοιπόν, από τις κατηγορίες των μισθωτών που δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη, ακριβώς λόγω της θέσης τους στο πλέγμα των λειτουργιών άσκησης της καπιταλιστικής (οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής) εξουσίας. Παράλληλα, οι φορείς αυτοί δεν εντάσσονται στην καπιταλιστική τάξη, στο βαθμό που δεν είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής (καπιταλιστές).14 Η νέα μικροαστική τάξη δεν αποτελεί φαινόμενο κάποιας «σύγχρονης φάσης» του καπιταλισμού, αλλά εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας περίοδο της κυριαρχίας του, μαζί με το αστικό κράτος, και στη συνέχεια με τη δημιουργία της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης.15 Περιλαμβάνει τόσο παραγωγικούς εργαζόμενους (δηλαδή εργαζόμενους που ανταλλάσσουν την εργασία τους με κεφάλαιο και παράγουν υπεραξία: κατηγορία (α), μεσαία και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων), όσο και τους μη παραγωγικούς εργαζόμενους (δηλαδή τους εργαζόμενους που είτε ανταλλάσσουν την εργασία τους με προσωπικό εισόδημα, είτε απασχολούνται στον δημόσιο [μη επιχειρηματικό] τομέα και δεν παράγουν υπεραξία).16
Αποτελούν οι μικροαστοί ενιαία τάξη ή πρόκειται για δύο διακριτές «ενδιάμεσες» τάξεις στο εσωτερικό των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών; Στη διατύπωση και διερεύνηση αυτού του ερωτήματος θα επιχειρήσει να συμβάλει ό,τι ακολουθεί.
«Παραδοσιακή μικροαστική τάξη» και «νέα μικροαστική τάξη»:
Σύμπτωση ή απόκλιση ταξικών πρακτικών;
Όπως με συστηματικό τρόπο έδειξε ο Labica (1986), στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και του Λένιν, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε μια θεωρητική πραγμάτευση του ζητήματος των μικροαστών.17 Πρόκειται περισσότερο για πολιτικού χαρακτήρα τοποθετήσεις, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την επισήμανση ότι οι μικροαστοί βρίσκονται «ανάμεσα» στις δύο κύριες τάξεις των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και ότι στην ταξική πάλη «αμφιταλαντεύονται» ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή πολιτική και στρατηγική. Είδαμε επίσης πιο πάνω ότι ο Mao Tse-Tung (1968) υποστηρίζει τη θέση ότι οι μικροαστοί αποτελούν ενιαία τάξη, αλλά η τοποθέτησή του αυτή έχει ένα χαρακτήρα αξιωματικό, με την ανάλυση να περιστρέφεται γύρω από τις διαστρωματώσεις της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (που στην Κίνα του 1926 αποτελούσαν τη συντριπτικά πολυπληθέστερη μερίδα μικροαστών). Χρειάζεται λοιπόν μια πιο λεπτομερειακή ανάλυση στο ζήτημα, από τη επίκληση απλά και μόνο των κειμένων των «κλασικών».
Από την άποψη της δομικής ταξικής θέσης τους, τα δύο μικροαστικά υποσύνολα δεν συνδέονται θετικά, αλλά μόνο αρνητικά: Το ένα («παραδοσιακοί» μικροαστοί) παράγει άμεσα απλά εμπορεύματα, το άλλο («νέοι» μικροαστοί) επανδρώνει τις μεσαίες και ανώτερες ιεραρχικές βαθμίδες των επιχειρήσεων και των μηχανισμών άσκησης της αστική πολιτικής εξουσίας. (Με άλλη διατύπωση, τα δύο σύνολα μικροαστών δεν εντάσσονται με τον ίδιο τρόπο στις σχέσεις παραγωγής). Αυτό που καταρχήν τα «ενοποιεί» είναι ότι δεν ανήκουν στις δύο κύριες τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το αρνητικό αυτό κριτήριο δεν επαρκεί για να τις εντάξουμε στην ίδια τάξη.
Εφόσον, σύμφωνα με όσα αναφέραμε παραπάνω, οι τάξεις ορίζονται στο πεδίο της πάλης των τάξεων (δηλαδή κάθε τάξη ορίζεται σε συνάρτηση με τις άλλες κοινωνικές τάξεις), τα κριτήρια για τα όρια μιας τάξης, καθώς και για τη διαμόρφωση επιμέρους στρωμάτων ή μερίδων στο εσωτερικό της ορίζονται σε συνάρτηση με τις σχέσεις εξουσίας και τα βασικά χαρακτηριστικά της πάλης των τάξεων (την τάση πόλωσης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη). Με βάση αυτή την προβληματική, οι Baudelot και Establet (L’ Ecole capitaliste en France: 169, 1969) υποστήριξαν ότι οι μικροαστοί εντάσσονται σε μια ενιαία τάξη με ιδεολογικά κυρίως κριτήρια: «Η μικροαστική τάξη (…) αποτελείται από ετερογενή κοινωνικά στρώματα (…) Η ενότητα των διαφορετικών αυτών στρωμάτων στο οικονομικό επίπεδο είναι φτιαγμένη από αρνήσεις (ούτε αστοί, ούτε προλετάριοι) (…) το συστατικό στοιχείο της ενότητάς τους βρίσκεται στο ιδεολογικό επίπεδο και εκφράζεται σε συμβιβαστικά σχήματα συνεχώς ανανεωνόμενα, αλλά όμοια στη δομή τους, μεταξύ της αστικής και της προλεταριακής ιδεολογίας» (παρατίθεται στο Πουλαντζάς 1981: 365-66).
Το σχήμα των Baudelot και Establet (που ως ένα βαθμό αποτελεί μια ερμηνεία ορισμένων από τις πολιτικές διατυπώσεις των Μαρξ-Ένγκελς και Λένιν) είναι ανεπαρκές διότι υπαινίσσεται ότι (και προϋποθέτει να) διαμορφώνεται πάντα στις καπιταλιστικές κοινωνίες μια «προλεταριακή πολιτική γραμμή» και μια «προλεταριακή ιδεολογία», που αντιπαρατίθενται ευκρινώς στην καπιταλιστική πολιτική γραμμή και την αστική ιδεολογία, αφήνοντας έναν «ενδιάμεσο χώρο» όπου συνωθούνται πολιτικά και (κυρίως) ιδεολογικά («αμφιταλαντευόμενοι» μάλιστα ανάμεσα στις «δύο γραμμές») οι μικροαστοί. Μια τέτοια «υποκειμενιστική» προσέγγιση (που θα προϋπέθετε ότι η «συνειδητή ταξική στρατηγική» αποτελεί συστατικό στοιχείο του ορισμού των βασικών κοινωνικών τάξεων στον καπιταλισμό) δεν αντιστοιχεί στην προσέγγιση που υιοθετούμε εδώ.18 Το ότι «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες»19 σημαίνει πολύ απλά ότι η κυρίαρχη αστική ιδεολογία κυριαρχεί κατά κανόνα και στο εσωτερικό της εργατικής τάξης (έστω υπό τροποποιημένες μορφές σε σχέση με τις άλλες τάξεις). Η εργασία του Αλτουσέρ για την Ιδεολογία και τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (βλ. Αλτουσέρ 1977-α) δεν αφήνει στο σημείο αυτό καμιά αμφιβολία.
2.1 Η προσέγγιση του Ν. Πουλαντζά
Την πρώτη, και μέχρι σήμερα κατά τη γνώμη μου περισσότερο τεκμηριωμένη, απόπειρα να θεμελιωθεί θεωρητικά, χωρίς την προσφυγή στις υποκειμενιστικές απόψεις περί «προλεταριακής γραμμής και ιδεολογίας», η θέση ότι τα δύο μικροαστικά υποσύνολα εντάσσονται στην ίδια τάξη, παρά τη διαφορετική τους δομική ένταξη στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, διατύπωσε ο Ν. Πουλαντζάς (1975-β, 1981).20 Ο Πουλαντζάς στηρίζει την ανάλυσή του στη θεωρία του για τα πολιτικά και ιδεολογικά «κατάλληλα αποτελέσματα», τα οποία αναγκαστικά προκύπτουν από τον ταξικό δομικό προσδιορισμό μιας κοινωνικής τάξης στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής. Τα «κατάλληλα αποτελέσματα» αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για να εντοπιστεί το πώς οριοθετούνται οι «μη θεμελιώδεις τάξεις σε μια κεφαλαιοκρατική κοινωνία» (Πουλαντζάς σε Πουλαντζάς/Μίλιμπαντ/Φάυ 1977: 69). Ο Πουλαντζάς υποστηρίζει τη θέση ότι οι αυτοαπασχολούμενοι παραγωγοί απλών εμπορευμάτων (παραδοσιακή μικροαστική τάξη) και οι (παραγωγικοί και μη-παραγωγικοί) μισθωτοί που δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη (νέα μικροαστική τάξη) αποτελούν μερίδες μιας και της αυτής κοινωνικής τάξης, της μικροαστικής τάξης, διότι και τα δύο ταξικά υποσύνολα «εκδηλώνονται» μέσω ταυτόσημων «κατάλληλων αποτελεσμάτων», έχουν «τις ίδιες εκφάνσεις στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο» (Πουλαντζάς 1975-β: 324).
Αυτό σημαίνει ότι και για τα δύο κοινωνικά (υπο)σύνολα μπορεί να εντοπιστεί:
α) Μια λίγο-πολύ κοινή ιδεολογική (και πολιτική) τοποθέτηση στη συγκυρία της πάλης των τάξεων,
β) η τάση πόλωσής τους κατά ενιαίο τρόπο σε συγκυρίες πολιτικής κρίσης και αποσταθεροποίησης-διάλυσης των σχέσεων αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό συνταγματικό-κοινοβουλευτικό κράτος και
γ) η κοινή «στρατηγική τοποθέτησή» τους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν σημαίνει την ύπαρξη αλλά την έλλειψη μιας (κοινής) αντικειμενικής ταξικής στρατηγικής (μιας δυνάμει προοπτικής κατάκτησης της ταξικής εξουσίας ή μιας δυνάμει εφικτής εναλλακτικής μορφής κοινωνίας που να αναφέρεται στα αντικειμενικά ταξικά τους συμφέροντα).
Τα επιχειρήματα του Πουλαντζά αναφορικά με τους τρεις αυτούς άξονες συνοψίζονται ως εξής:
α) Στο ιδεολογικό επίπεδο, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη εκδηλώνει τα ακόλουθα «κατάλληλα αποτελέσματα»:
-
«Μια αντικαπιταλιστική ιδεολογική χροιά του κοινωνικού status quo: εναντίον του “μεγάλου πλούτου” και των μεγάλων “περιουσιών”, αλλά υπέρ του κοινωνικού status quo εν γένει, γιατί αυτή η κατηγορία των μικροαστών είναι προσκολλημένη στην ιδιοκτησία της» (Πουλαντζάς 1975-β: 329).
-
«Μια ιδεολογική χροιά που συνδέεται (…) με το μύθο του “γεφυριού” (…) προσδοκά να γίνει αστική [τάξη] με το ατομικό πέρασμα (…) προς τα ανώτερα στρώματα» (Πουλαντζάς 1975-β: 329).
-
Ένα «φετιχισμό της εξουσίας», καθώς «πιστεύει στη φενάκη του υπερταξικού “ουδέτερου” κράτους (…) [και] οδηγείται συχνά σε μια “λατρεία του κράτους”» (Πουλαντζάς 1975-β: 329).
Η νέα μικροαστική τάξη εκδηλώνει αντίστοιχα τα ακόλουθα ιδεολογικά «κατάλληλα αποτελέσματα»:
-
«Αντικαπιταλιστική ιδεολογική χροιά υπέρ του κοινωνικού status quo» (Πουλαντζάς 1975-β: 329), η οποία όμως βιώνεται σε αναφορά με το μισθό και γι’ αυτό «κλίνει έντονα προς τις ρεφορμιστικές αυταπάτες» και συνοψίζεται στην «ανακατανομή των εισοδημάτων μέσω της “κοινωνικής δικαιοσύνης”» (Πουλαντζάς 1981: 360).
-
«Ιδεολογική τάση της “γέφυρας”: βλέψεις προς την κοινωνική καταξίωση - άνοδο» (Πουλαντζάς 1981: 360). «Για τη νέα μικροαστική τάξη, η τάση αυτή συμπυκνώνεται στο σχολικό μηχανισμό, λόγω του ρόλου που αυτός παίζει απέναντί της (..) [και] για έναν “εκδημοκρατισμό” των μηχανισμών, ώστε να προσφέρουν “ίσες δυνατότητες” στα άτομα [και] τα πιο ικανά να συμμετάσχουν στην “ανανέωση των ελίτ”» (Πουλαντζάς 1981: 362).
-
«Ιδεολογική χροιά του φετιχισμού της εξουσίας» (Πουλαντζάς 1975-β: 331), με «μια πολύπλοκη στάση ταύτισής της με ένα κράτος που το θεωρεί ότι είναι αυτοδικαίως δικό της κράτος, ο νόμιμος πολιτικός αντιπρόσωπος και οργανωτής της» (Πουλαντζάς 1981: 363).
β) Στο πολιτικό επίπεδο, τόσο η παραδοσιακή μικροαστική τάξη όσο και η νέα μικροαστική τάξη εκδηλώνουν κατά τον Πουλαντζά επίσης ταυτόσημα «κατάλληλα αποτελέσματα»:
-
Στήριξη προς το κράτος (με το οποίο ιδεολογικά ταυτίζονται) και έτσι (διαμεσολαβημένη) στήριξη προς την αστική τάξη.
-
Ασταθής και αμφιταλαντευόμενη παρέμβαση στην πολιτική συγκυρία της κρίσης, που «εκδηλώνεται με το γνωστό φαινόμενο (…) της “αιώρησής” της από μιαν αστική ταξική τοποθέτηση σε μιαν προλεταριακή ταξική τοποθέτηση (…) (παράδειγμα οι εξελίξεις στη Γαλλία μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 1968)» (Πουλαντζάς 1981: 360).
γ) Τέλος, στο επίπεδο της στρατηγικής, ο Πουλαντζάς θεωρεί επίσης ότι τόσο η παραδοσιακή μικροαστική τάξη όσο και η νέα μικροαστική τάξη εκδηλώνουν τα ίδια «κατάλληλα αποτελέσματα», μέσω της απουσίας μιας αυτόνομης ταξικής στρατηγικής: «Δεν είναι δυνατόν να έχουν “δικά τους” μακροπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα» (Πουλαντζάς 1975-β: 332). «Τούτο σημαίνει απλούστατα ότι σ’ ένα καπιταλιστικό σχηματισμό δεν υπάρχει παρά μόνον ο αστικός και ο προλεταριακός (σοσιαλιστικός) δρόμος» (Πουλαντζάς 1981: 368).
2.2 Ο αντίλογος: Η πολιτική, ιδεολογική και στρατηγική πόλωση των δύο μικροαστικών υποσυνόλων
Στη συνέχεια του παρόντος κειμένου, αποδεχόμενος το θεωρητικό πλαίσιο που έθεσε ο Πουλαντζάς με βάση την έννοια των «κατάλληλων αποτελεσμάτων», θα καταθέσω θέσεις και ερωτήματα που αμφισβητούν τα συμπεράσματα του Πουλαντζά αναφορικά και με τις τρεις παραπάνω κατηγορίες «κατάλληλων αποτελεσμάτων» που συνάδουν με τα δύο μικροαστικά υποσύνολα. Θα ισχυριστώ, δηλαδή, στο πλαίσιο του θεωρητικού σχήματος του Πουλαντζά που σκιαγραφείται πιο πάνω, ότι κάθε ένα από τα δύο μικροαστικά υποσύνολα εκδηλώνεται μέσω «κατάλληλων αποτελεσμάτων» που είναι διαφορετικά (και συχνά αντιθετικά) από τα εκείνα του άλλου υποσυνόλου. Για την υποστήριξη των θέσεών μου θα στηριχθώ ως ένα βαθμό σε ορισμένες από τις επισημάνσεις και τις «αμφιβολίες» που παρεισδύουν στα κείμενα του ίδιου του Πουλαντζά, παρά τη σπουδή του να θεμελιώσει τη θέση για την κοινή ταξική ένταξη του «παραδοσιακού» και του «νέου» μικροαστικού συνόλου.
α) Σχετικά με τις ιδεολογικοπολιτικές στάσεις των δύο μικροαστικών συνόλων:
Οι κατηγοριοποιήσεις του Πουλαντζά «αντικαπιταλιστική ιδεολογική χροιά υπέρ του κοινωνικού status quo», «ιδεολογική τάση της “γέφυρας”: βλέψεις προς την κοινωνική καταξίωση - άνοδο», «φετιχισμός της εξουσίας» είναι πολύ γενικές (στην ουσία αποτελούν σταθερές της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας γενικά), και για το λόγο αυτό συσκοτίζουν τις ιδιαίτερες μορφές υπό τις οποίες εμφανίζονται σε κάθε ένα από τα δύο ταξικά σύνολα που εξετάζουμε εδώ. Σχολιάζω μόνο τα προφανή:
Ο «αντικαπιταλισμός» της «παραδοσιακής» μικροαστικής τάξης στρέφεται κατά των μεγάλων επιχειρήσεων (που «καταδυναστεύουν τις μικρές») και η στράτευσή της υπέρ του status quo είναι πρώτα απ’ όλα (όπως και στην περίπτωση του μικρού επιχειρηματία, κατάσταση προς την οποία επιδιώκει να μετεξελιχθεί ο παραδοσιακός μικροαστός) μια στράτευση κατά της «αναδιανομής» (της αύξησης του «εργασιακού κόστους»).21 Η «νέα» μικροαστική τάξη, αντίθετα, «διαχειρίζεται» τις μεγάλες επιχειρήσεις, θέλει την περαιτέρω ανάπτυξή τους, δηλαδή την «ανάπτυξη του τόπου», την «ανταγωνιστικότητα», κ.λπ. Ο «αντικαπιταλισμός» της είναι επίσης ο «αντίστροφος» από αυτόν της «παραδοσιακής» μικροαστικής τάξης: Υπέρ της «αναδιανομής» και της αύξησης των αρμοδιοτήτων για όλους αυτούς που «φέρουν τη γνώση» και «στραγγαλίζονται» από την «έλλειψη αξιοκρατίας» που απορρέει από το «ιδιωτικό καθεστώς» της σύγχρονης επιχείρησης.
Οι βλέψεις για κοινωνική άνοδο του «νέου μικροαστού» ταυτίζονται με την ανέλιξή του στη μεγάλη επιχείρηση και τους κρατικούς μηχανισμούς. Η σχέση του με τη μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση και το κράτος είναι εσωτερική. Η σχέση του «παραδοσιακού μικροαστού» με τη μεγάλη επιχείρηση είναι ανταγωνιστική (ακόμα κι όταν λειτουργεί ως υπεργολάβος ή προμηθευτής της μεγάλης επιχείρησης, που τον «εκμεταλλεύεται») και προς το κράτος είναι εξωτερική: Αναγορεύει τον εαυτό του σε «ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας» και απαιτεί μια οικονομική και φορολογική πολιτική που θα τον προστατεύει από τα «ολιγοπώλια» και τους «ξένους».
Ειδικότερα στη σχέση τους με το κράτος, οι «νέοι μικροαστοί» που επανδρώνουν τους κρατικούς μηχανισμούς (αλλά και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις υπό δημόσια νομική ιδιοκτησία) θέλουν να γίνουν το κράτος. Διεκδικούν τον «εκδημοκρατισμό» των θεσμών και των διαδικασιών, μέσα από τον οποίο θα διευρύνουν τις αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες τους. Αντίθετα, οι «παραδοσιακοί μικροαστοί», λόγω της εξωτερικής σχέσης τους με τον κρατισμό μηχανισμό, εκδηλώνουν τον «φετιχισμό» του κράτους και της εξουσίας μέσα από την υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών της κυρίαρχης ιδεολογίας: «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»22 είναι τα τρία χρώματα της κοινωνικής τους σημαίας. Ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, προβάλλει και το αντίστοιχο χρώμα (καίτοι σήμερα, λόγω «παγκοσμιοποίησης», η πατρίς και το έθνος φαίνεται να αναλαμβάνουν τον πιο αποφασιστικό ρόλο).
Δεν είναι λοιπόν τυχαία και η διαφοροποίησης της εκλογικής συμπεριφοράς των δύο ταξικών συνόλων υπό «ομαλές πολιτικές συνθήκες»: Η «κοινωνιολογία της ψήφου» σε οποιαδήποτε χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι με συστηματικό τρόπο η παραδοσιακή μικροαστική τάξη προσανατολίζεται κατά μεγάλη πλειοψηφία προς τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα, δηλαδή αποτελεί τον κατεξοχήν «λαό» της Δεξιάς. Αντιθέτως η νέα μικροαστική τάξη τροφοδοτεί και τους δύο πόλους της αστικής πολιτικής σκηνής, τη Δεξιά και την Κεντροαριστερά.
β) Σχετικά με την πόλωση των μικροαστών σε συγκυρίες πολιτικών κρίσεων αντιπροσώπευσης
Έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ιστορικά ότι σε φάσεις αποσταθεροποίησης-διάλυσης των κοινοβουλευτικών σχέσεων αντιπροσώπευσης η παραδοσιακή μικροαστική τάξη έλκεται από τον φασισμό, επανδρώνει τα ακροδεξιά κινήματα και αποτελεί τον κύριο όγκο της λαϊκής τους βάσης. Μάλιστα, η τάση αυτή συχνά εκδηλώνεται και σε περιόδους όπου απλώς χαλαρώνουν οι δεσμοί αντιπροσώπευσης των «πολιτών» από τα πολιτικά κόμματα, ή σε περιόδους αναδιάρθρωσης του κράτους σε συντηρητική κατεύθυνση. Ως θεματοφύλακες των παραδοσιακών «αξιών», οι παραδοσιακοί μικροαστοί αναδεικνύονται σε πρωτοπορία κάθε τέτοιας κίνησης: «η “παραδοσιακή” μικροαστική τάξη (…) είναι πιο πρόσφορη στα εξτρεμιστικά κινήματα της Δεξιάς μέσα σε “ομαλές” συγκυρίες και λιγότερο η νέα μικροαστική τάξη: παράδειγμα, ο μακαρθισμός στις ΗΠΑ και ο πουζαντισμός στη Γαλλία» (Πουλαντζάς 1975-β: 334).
Αντίθετα, η νέα μικροαστική τάξη, λόγω της ροπής της προς τον «εκδημοκρατισμό του κράτους» και τη μαζικοποίηση των αρμοδιοτήτων, προσανατολίζεται σε σημαντικό βαθμό προς το συνδικαλισμό και τα μεταρρυθμιστικά πολιτικά κόμματα, ενώ από τις «γραμμές της» προκύπτει πάντα μια σημαντική μερίδα των στελεχών της σοσιαλιστικής επανάστασης: «Μετά τον πόλεμο, ένα τμήμα της μικροαστικής τάξης μοιάζει να ταλαντεύεται, λίγο ή πολύ, προς την εργατική τάξη. Οι ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι συμμετέχουν ανοιχτά στις μεγάλες απεργίες και τα συλλαλητήρια, προσχωρούν στα συνδικάτα, αλλά επίσης υποστηρίζουν εκλογικά (…) τη σοσιαλδημοκρατία και, σπανιότερα, το κομμουνιστικό κόμμα» (Πουλαντζάς 1975-β: 334).
γ) Σχετικά με την «απουσία αυτόνομης ταξικής στρατηγικής» των μικροαστικών τάξεων
Ενώ είναι σαφής η απουσία ενός ταξικού στρατηγικού συμφέροντος για την παραδοσιακή μικροαστική τάξη (μιας δυνάμει προοπτικής δικής της ταξικής εξουσίας), κάτι τέτοιο δεν είναι σαφές για τη νέα μικροαστική τάξη. Ανεξάρτητα από ατομικές ή συλλογικές «συνειδήσεις», η τάση ελέγχου των επιχειρήσεων και των κρατικών μηχανισμών που απορρέει από την ταξική θέση της νέας μικροαστικής τάξης, δυνάμει εμπεριέχει την προοπτική «μετάβασης» προς ένα καθεστώς κρατικού καπιταλισμού, κατά το πρότυπο αυτών που διαμορφώθηκαν στην ανατολική Ευρώπη μετά το 1945 ή σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.23
Στα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1945 («υπαρκτός σοσιαλισμός»), η «αστική τάξη νέου τύπου»24, που κατείχε την πραγματική ιδιοκτησία (κυριότητα και κατοχή) των «δημόσιων» μέσων παραγωγής (και του παραγόμενου υπερπροϊόντος), προήλθε από το μετασχηματισμό-ανέλιξη στην εξουσία μερίδων της νέας μικροαστικής τάξης. Άλλωστε, είναι συνηθισμένο φαινόμενο και στον δυτικό καπιταλισμό η ανέλιξη προς την καπιταλιστική τάξη στελεχών προερχόμενων από τη νέα μικροαστική τάξη. Καίτοι στις περιπτώσεις αυτές η νέα μικροαστική τάξη (ή μάλλον ορισμένες μερίδες της) μετασχηματίζεται σε κρατική αστική τάξη,25 εντούτοις η στρατηγική αυτού του δυνάμει μετασχηματισμού αποτελεί «κατάλληλο αποτέλεσμα», που μπορεί να εντοπιστεί στην αυθόρμητη καθημερινή πρακτική μερίδων της νέας μικροαστικής τάξης.
Επίλογος
Η ανάλυση που προηγήθηκε αποτελεί μια πρώτη κατάθεση θέσεων και επιχειρημάτων, για τη θεμελίωση της άποψης ότι οι μικροαστοί δεν αποτελούν ενιαία τάξη αλλά πολώνονται σε δύο «ενδιάμεσες» τάξεις στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η όλη ανάλυση είναι αυτό που θεμελίωσε ο Ν. Πουλαντζάς, σύμφωνα με το οποίο τα όρια μιας τάξης μέσα στο πεδίο της πάλης των τάξεων εν πολλοίς γίνονται αντιληπτά από τα πολιτικά και ιδεολογικά «κατάλληλα αποτελέσματα», που απορρέουν από τη θέση της τάξης στις σχέσεις παραγωγής.26 Το συμπέρασμα της παρούσας ανάλυσης είναι ότι κάθε ένα μικροαστικό σύνολο παράγει ιδιαίτερα «κατάλληλα αποτελέσματα», τα οποία είναι σαφώς διακριτά και συχνά βρίσκονται στο αντίποδα σε σχέση με εκείνα που παράγει το άλλο μικροαστικό σύνολο.27 Επομένως, η διαφορά δομικής ταξικής ένταξης που υφίσταται μεταξύ τους στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής αναπαράγεται επαρκώς και στο πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο. Το γεγονός ότι με τα ίδια κριτήρια ο Πουλαντζάς είχε συναγάγει διαφορετικά συμπεράσματα, ίσως να αποτελεί μια καλή βάση για τη συνέχιση της συζήτησης γύρω από την ταξική ένταξη των μικροαστών.
Βιβλιογραφία
(Κατάταξη σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο)
Αλτουσέρ, Λ., 1977, Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο.
Αλτουσέρ, Λ. - Λιούις, Τζ., 1977, Απάντηση στον Τζων Λιούις - Κριτική του έργου του Λουί Αλτουσέρ, Αθήνα: Θεμέλιο.
Wright, E. O., 1978, «Class Boundaries in Advanced Capitalist Societies», New Left Review, No. 98.
Der Χ. Parteitag der Kommunistischen Partei Chinas, 1973, Peking
Κοτζιάς Ν., 1993, «Η μεθοδολογία του ύστερου κρατισμού», Θέσεις τ. 45, σσ. 65 επ. Οκτώβριος-Δεκέμβριος.
Labica, G., 1986, «Kleinbuergertum, Kleinbourgeoisie, Mittelstand», in:
Labica/Bensussan (εκδ.): Kritisches Woerterbuch des Marxismus τ. 4, σσ. 637-645, Berlin: Αrgument.
Mao Tse-Tung, 1968, «Analyse der Klassen in der chinesischen Gesellschaft», στο (του ιδίου) Ausgewälte Werke, Bd. 1, Πεκίνο, σσ. 9-19.
Μάο Τσετούνγκ, 1975, Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κριτική στο Στάλιν και την ΕΣΣΔ, Αθήνα: Εκδόσεις του Λαού.
Μάο Τσετούνγκ, 1976, Αποσπάσματα για την Πολιτιστική Επανάσταση, Αθήνα: Πολιτιστική Επανάσταση.
Μαρξ Κ., 1978, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1978-α, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1979, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος δεύτερος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1981, Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος πρώτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1982, Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος δεύτερο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1983, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. [VI ανέκδοτο κεφάλαιο]. Αθήνα: Α/συνέχεια.
Μαρξ Κ., 1985, Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., 1989, Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Α΄. Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ Κ., 1990, Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Β΄. Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ Κ., 1992, Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Γ΄. Αθήνα: Στοχαστής.
Milios J., D. Dimoulis and G. Economakis, 2002, Karl Marx and the Classics. An Essay on Value, Crises and the Capitalist Mode of Production, Ashgate Aldershot, Burlington USA, Singapore, Sydney).
Balibar, E., 1986, «Klassen/Κlassenkampf», στο: Labica/Bensussan (εκδ.): Kritisches Wörterbuch des Marxismus τ. 4, σσ. 615-636, Berlin: Αrgument.
Μπαλιμπάρ, Ε., 1989, «Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων», Θέσεις τ. 28, σσ. 69 επ.
Bettelheim, Ch., 1974, Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό, Αθήνα: Ράππας.
Οικονομάκης, Γ., 2000, Ιστορικοί τρόποι παραγωγής, καπιταλιστικό σύστημα και γεωργία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Poulantzas, Ν., 1973, Zum marxistischen Klassenbegriff, Berlin W.: Merve Verlag.
Poulantzas, N., 1974, Diese Krise ist nicht nur eine ökonomische Krise, Berlin W.: Merve Verlag.
Πουλαντζάς, Ν., 1975-α, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς, Ν., 1975-β, Φασισμός και δικτατορία, Αθήνα: Ολκός.
Πουλαντζάς, Ν., 1975-γ, Η κρίση των δικτατοριών, Αθήνα: Παπαζήσης.
Πουλαντζάς, Ν., 1981, Οι τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς/Μίλιμπαντ/Φάυ, 1977, Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και τον φασιστικού φαινομένου, Αθήνα: Θεμέλιο.
Σταμάτης Γ., 1989, «Η θέση της “κυκλοφορίας” στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος και στην παραγωγή υπεραξίας και κέρδους». Θέσεις, τ. 29, σσ. 119-32.
Ste. Croix, G.E.M., de, 1983, The Class Struggle in the Ancient Greek World, London Duckworth.
Ste. Croix, G.E.M., de, 1984, «Class in Marx’s Conception of History, Ancient and Modern», New Left Review, No 146, σσ. 92-111.
Harnecker, M., (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Βασικές Έννοιες του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα: Παπαζήση.
1 Εισήγηση του συγγραφέα στη διημερίδα με θέμα «Θεωρία των τάξεων και εμπειρικές προσεγγίσεις των τάξεων στην Ελλάδα», που έλαβε χώρα στο πλαίσιο των Σεμιναρίων της Ερμούπολης, στις 9 και 10 Ιουλίου 2002. Ευχαριστώ τους Δημήτρη Δημούλη και Δημήτρη Σωτηρόπουλο για τις παρατηρήσεις τους στην προηγούμενη μορφή του άρθρου.
2 Τη θέση για την ένταξη όλων των κοινωνικών ομάδων σε κάποια τάξη έχει υποστηρίξει ο Νίκος Πουλαντζάς (1975-α, 1981), την αντίθετη η Martha Harnecker (χ.χ.έ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δυο αυτοί θεωρητικοί ανήκαν, την εποχή που διατύπωσαν τις διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις που αναφέραμε, στο ίδιο ρεύμα του μαρξισμού: Στη «Σχολή Αλτουσέρ».
3 Η θέση ότι οι κορυφές της κρατικής γραφειοκρατίας εντάσσονται στην κυρίαρχη αστική τάξη συνάγεται καταρχάς από ορισμένα κλασικά μαρξιστικά κείμενα για τις τάξεις. Ο Μάο τσε Τουγκ, για παράδειγμα, στο κείμενό του «Ανάλυση των τάξεων στην κινέζικη κοινωνία» (1926), κατατάσσει στους μικροαστούς (μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους αγρότες, τους ιδιοκτήτες χειροτεχνικών εργαστηρίων κ.λπ.) τους καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης, τους δασκάλους και τους «χαμηλόβαθμούς δημοσίους υπαλλήλους» (Mao Tse-Tung 1968: 11), αφήνοντας έτσι έμμεσα να εννοηθεί ότι οι κορυφές των κρατικών μηχανισμών εντάσσονται στις αστικές τάξεις (τις οποίες ορίζει ως την τάξη των κομπραδόρων και τη μεσαία καπιταλιστική τάξη). Με αντιφατικό τρόπο υιοθετεί τη θέση αυτή ο Νίκος Πουλαντζάς (1981: 230-3): Από τη μια υποστηρίζει ότι η επάνδρωση των ανώτατων θέσεων του κρατικού μηχανισμού αντικειμενικά ενέχει θέση αστικού δομικού ταξικού προσδιορισμού (σ. 234. Βλ. επίσης Πουλαντζάς 1975-γ: 153, 149 για την ανέλιξη στην αστική τάξη του πυρήνα των στρατιωτικών που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση μετά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα), ενώ από την άλλη επισημαίνει: «Η κοινωνική αυτή κατηγορία [η γραφειοκρατία, Γ.Μ.] μπορεί (…) να υπηρετήσει, σαν σύνολο, τα συμφέροντα τάξεων ή μερίδων άλλων από εκείνες στις οποίες ανήκουν οι “κορυφές” της (…) Η κλασική περίπτωση (…) είναι η αγγλική (…) μιας κρατικής γραφειοκρατίας που οι “κορυφές” της ανήκαν στην αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και που ήταν στην υπηρεσία της αστικής τάξης» (σ. 231). Η «κλασική» αυτή περίπτωση των Άγγλων γαιοκτημόνων (αλλά και η θέση ότι οι «κορυφές» της γραφειοκρατίας μπορεί να είναι «στην υπηρεσία της αστικής τάξης» χωρίς οι ίδιοι να είναι αστοί) έχει μάλλον ξεχαστεί, καθώς όλο και περισσότερες προσεγγίσεις στο ζήτημα των τάξεων αποφαίνονται ότι οι κρατικές «κορυφές» είναι αστοί: «Στην αστική τάξη εντάσσονται (…) τμήματα του αστικού κόσμου που δεν ανήκουν μεν στο οικονομικά-ιδιοκτησιακά ιδιαίτερα προσδιοριζόμενο τμήμα του πυρήνα της τάξης, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της. Στα πλαίσια του πιο πάνω προσδιορισμού, οι μόνιμες “κρατικές ελίτ”, όπως και οι ηγεσίες των κομμάτων που εναλλάσσονται στο ρόλο του οργανικού “καθοδηγητή” των κρατικών μηχανισμών, δεν εκπροσωπούν κάποια τρίτη τάξη, (…), αλλά είναι ένα ειδικό τμήμα της τάξης (…) (εκτός αν πιστεύει κανείς ότι ο Μητσοτάκης ή ο Μάνος, ο Ζολώτας ή ο Χαλικιάς, ο Χριστοδούλου και τόσοι άλλοι δεν ανήκουν στην αστική τάξη και ανήκουν σ’ αυτή κάποιοι μεσαίοι επιχειρηματίες). Συγκροτούν την πολιτική μερίδα- σκέλος της τάξης με ειδικές λειτουργίες, δικαιώματα και συμφέροντα και με μια συνεχή διαπάλη να αναβαθμιστούν στο εσωτερικό της κυρίαρχης ομάδας» (Κοτζιάς 1993: 74). «Η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, τα μέλη των κυβερνήσεων, οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί κ.λπ. ανήκουν, λόγω της θέσης τους στους μηχανισμούς εξουσίας, στην αστική τάξη (…) Οι υπεύθυνοι νευραλγικών τομέων των μέσων ενημέρωσης καθώς και η μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και των διανοουμένων, χάρη στη δυνατότητά τους να δημιουργούν την κυρίαρχη ιδεολογία, είναι επίσης μέλη της αστικής τάξης» (Σακελλαρόπουλος 2001: 125-26).
4 Σχετικά με τη θέση ότι οι τάξεις υφίστανται μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων, η οποία βεβαίως νοείται ως μια αυτοφυής διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος-σκοπό (ανεξάρτητα επομένως από ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ταξική συνείδηση» ή «ταξική στρατηγική»), βλ. Αλτουσέρ 1977. Τα ακόλουθα πυκνά αποσπάσματα αποδίδουν τη θέση την οποία θέλω να επισημάνω εδώ: Οι τάξεις «δεν μπορούν να οριστούν χωριστά η μια από την άλλη, αλλά μόνο μέσω της κοινωνικής σχέσης ενός ανταγωνισμού, ο οποίος φέρνει αντιμέτωπη τη μια τάξη με την άλλη» (Balibar 1986: 620). «Τάξη είναι η συλλογική κοινωνική έκφραση του γεγονότος της εκμετάλλευσης, του τρόπου με τον οποίο η εκμετάλλευση συσσωματώνεται σε μια κοινωνική δομή» (Ste Croix 1984: 100).
5 Η αναφορά μου στη μαρξιστική θεωρία των τάξεων θα είναι εδώ αναγκαστικά επιγραμματική. Με περισσότερο αναλυτικό τρόπο έχω διατυπώσει τις απόψεις μου στα εξής κείμενα: «Σχετικά με τη θεωρία των κοινωνικών τάξεων. (Από την Κλασική Πολιτική Οικονομία στη μαρξιστική θεωρία)», Θέσεις τ. 51, Απρίλιος-Ιούνιος 1995, σσ. 13-42, «Social Classes in Classical and Marxist Political Economy», The American Journal of Economics and Sociology, Vol. 59, No 3, April 2000, σσ. 283-302, «Η μαρξιστική θεωρία για τις τάξεις και η προσέγγιση της “ταξικής πολυσθένειας”», Διεθνές Συνέδριο που διοργάνωσε στην Αθήνα ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, στις 11 και 12/1/02, με θέμα: Τάξεις και στρώματα στην ελληνική κοινωνία.
6 «Για να μετατραπεί λοιπόν το χρήμα σε κεφάλαιο πρέπει ο κάτοχος του χρήματος να βρει στην αγορά των εμπορευμάτων τον ελεύθερο εργάτη, ελεύθερο με διπλή έννοια, από τη μια με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργατική του δύναμη σαν εμπόρευμά του, και από την άλλη με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα που χρειάζονται για να πραγματοποιήσει την εργατική του δύναμη (…) Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Η φύση δεν παράγει από τη μεριά κατόχους χρήματος ή εμπορευμάτων και από την άλλη ανθρώπους που κατέχουν μόνο τις εργατικές τους δυνάμεις (…) Αν ερευνήσουμε παραπέρα για να βρούμε: κάτω από ποιες συνθήκες όλα τα προϊόντα ή έστω μόνο η πλειονότητά τους παίρνουν τη μορφή του εμπορεύματος, θα βρίσκαμε ότι αυτό γίνεται μόνο πάνω στη βάση ενός ολότελα ειδικού τρόπου παραγωγής, του κεφαλαιοκρατικού» (Μαρξ 1978: 179-180).
7 «Δεν φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει ακόμα που εξαναγκάζονται άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978: 761).
8 Στους συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς διαμορφώνονται επίσης τάξεις που έλκουν την προέλευσή τους από τρόπους παραγωγής οι οποίοι έχουν διαλυθεί υπό το βάρος της διευρυμένης αναπαραγωγής ενός νέου κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η τάξη των γαιοκτημόνων σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες (με τυπικότερο παράδειγμα τη Βρετανία), η οποία προκύπτει από τη μεταλλαγή-προσαρμογή της τάξης των φεουδαρχών: Με τη διάλυση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, η φεουδαρχική ιδιοκτησία μετατρέπεται σε καπιταλιστικού τύπου (πλήρη) ιδιοκτησία της γης και οι δουλοπάροικοι εκδιώκονται από τα κτήματα (τα οποία τώρα οι γαιοκτήμονες περιφράσσουν), καθώς στερούνται κάθε προηγούμενου δικαιώματός τους (κατοχή) πάνω στη γη. Μέσα από τη διαδικασία αυτή οι φεουδάρχες μετατρέπονται σε γαιοκτήμονες με τη σύγχρονη (καπιταλιστική) έννοια: Νομικοί ιδιοκτήτες της γης, που απολαμβάνουν ως ιδιαίτερη μορφή εισοδήματος την καπιταλιστική γαιοπρόσοδο, μέσω της πάχτωσης των κτημάτων τους στους καπιταλιστές του αγροτικού τομέα. Η τάξη των γαιοκτημόνων δεν αποτελεί, εντούτοις, συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κυριαρχίας του. Αποτελεί έκφανση μιας συγκεκριμένης ιστορικής εκδοχής αυτής της κυριαρχίας. Είναι έτσι νοητή (αλλά και αποτελεί ιστορικό δεδομένο άλλων καπιταλιστικών χωρών πέρα από τη Βρετανία), η συρρίκνωση ή και εξαφάνιση της τάξης των γαιοκτημόνων: στις περιπτώσεις που η κυριαρχία του καπιταλισμού οδηγεί σε διαφορετικούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης στην ύπαιθρο και συνακόλουθα στην εγκαθίδρυση διαφορετικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Η συνηθέστερη τέτοια εκδοχή είναι ο κατακερματισμός των κλήρων και η ιδιοποίησή τους από τους άμεσους καλλιεργητές, ένα μέρος από τους οποίους μετασχηματίζεται έτσι σε αυτοαπασχολούμενους παραγωγούς απλών εμπορευμάτων, ενώ ένα άλλο μέρος σε αγρότες-καπιταλιστές.
9 «Ο ταξικός δομικός προσδιορισμός τους δεν μπορεί να νοηθεί παρά στη σχέση τους με την αστική τάξη και την εργατική τάξη, μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (πόλωση του ταξικού προσδιορισμού)» (Πουλαντζάς 1981: 255).
10 «Λέγοντας “κατάλληλα αποτελέσματα” θα εννοούμε το γεγονός ότι η αντανάκλαση της θέσης μέσα στην παραγωγική διαδικασία πάνω στα άλλα επίπεδα, αποτελεί ένα καινούργιο στοιχείο, που δεν μπορεί να ενσωματωθεί μέσα στο τυπικό πλαίσιο που θα παρουσίαζαν αυτά τα επίπεδα δίχως αυτό το στοιχείο» (Πουλαντζάς 1975-α: 106-7).
11 Σχετικά με τα «όρια» της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον θα πρέπει να εντάξουμε σε αυτήν και τους μικρούς επιχειρηματίες (π.χ. όσους απασχολούν μέχρι 5 εργαζομένους, όπως υποστηρίζει ο Πουλαντζάς 1981: 408 επ.). Το μόνο θεωρητικά αξιόπιστο, κατά τη γνώμη μου, κριτήριο για να διαφοροποιήσουμε τους «μικρούς επιχειρηματίες» από την τάξη των καπιταλιστών είναι αυτό που προβάλλει ο Οικονομάκης (2000): ο μη αποχωρισμός τους από την άμεση χρήση των μέσων παραγωγής, το γεγονός δηλαδή ότι εκτός από επιχειρηματίες είναι και άμεσα εργαζόμενοι (όπως και οι μισθωτοί που απασχολούν). Στην περίπτωση όμως που δεχθούμε ότι το κριτήριο αυτό συνεπάγεται έναν αντικειμενικό δομικό ταξικό προσδιορισμό που διαφοροποιεί τους μικρούς επιχειρηματίες από την καπιταλιστική τάξη, είναι εύλογο να δεχθούμε (ακολουθώντας και πάλι τον Οικονομάκη 2000) ότι το ίδιο κριτήριο (απόσπαση υπεραξίας [κυριότητα και κατοχή των μέσων παραγωγής], αλλά διατήρηση της ικανότητας χρήσης τους) τους διαφοροποιεί εξίσου και από την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, και ότι επομένωςσχηματίζουν μια διακριτή τάξη, τη «μεσοαστική».
12 Πρόκειται για τις λειτουργίες που αντιπαρατίθενται σε αυτές των κυριαρχούμενων τάξεων (παραγωγή αξίας και υπεραξίας, αναπαραγωγή των υλικών –οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών– όρων της μισθωτής σχέσης), και από κοινού με αυτές οριοθετούν το πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού κεφαλαίου-εργασίας.
13 Η νομική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων είναι παντελώς αδιάφορη: Οι ΑΕ, οι ΔΕΚΟ και οι προσωπικές εταιρίες αποτελούν εξίσου μορφές της καπιταλιστικής επιχείρησης.
14 Αναφερόμαστε στην ιδιοκτησία κεφαλαίου όχι με τη νομική, αλλά με την πραγματική-οικονομική έννοια: κυριότητα και κατοχή των μέσων παραγωγής. Με την έννοια αυτή οι (τυπικά μισθωτοί) φορείς που ασκούν τη γενική διεύθυνση μιας ανώνυμης εταιρίας ή μιας ΔΕΚΟ εντάσσονται στην καπιταλιστική τάξη. (Βλ. και Μπετελέμ 1975).
15 «Ότι η “ψυχή του βιομηχανικού μας συστήματος” δεν είναι οι βιομήχανοι κεφαλαιοκράτες, αλλά οι managers της βιομηχανίας, το σημείωσε ήδη ο Γιουρ» (Μαρξ 1978: 488).
16 Εδώ πρέπει να θίξουμε δύο θεωρητικά προβλήματα:
1) Οι μη παραγωγικοί εργαζόμενοι, που δεν ανταλλάσσουν την εργασία τους με κεφαλαίο δεν μπορούν να καταχωρηθούν στην εργατική τάξη, με βάση το καταρχήν οικονομικό κριτήριο της θέσης τους στις σχέσεις παραγωγής(μη παραγωγή υπεραξίας). Στο βαθμό που πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή για φορείς που επανδρώνουν τους μηχανισμούς άσκησης της πολιτικής (και ιδεολογικής) εξουσίας της αστικής τάξης (κρατική γραφειοκρατία, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί κ.ο.κ.), η κατανόηση της ταξικής τους ένταξης δεν παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς εντάσσονται στη νέα μικροαστική τάξη (κατηγορίες β και γ). Ένα ζήτημα γεννάται εντούτοις αναφορικά με την ταξική ένταξη των κατώτερων βαθμίδων κρατικών υπαλλήλων (π.χ. τεχνίτες ή καθαριστές-καθαρίστριες που απασχολούνται ως μόνιμο προσωπικό στις δημόσιες υπηρεσίες, τους ΟΤΑ κ.λπ.), καθώς και των κατώτερων βαθμίδων των μισθωτών που απασχολούνται σε προσωπικές υπηρείες (κηπουροί, υπηρέτες-υπηρέτριες, φύλακες, κ.λπ.). Μία προσέγγιση θα ήταν να θεωρηθούν ως μία «μη-παραγωγική» μερίδα της εργατικής τάξης, με την επίκληση πολιτικο-ιδεολογικών κριτηρίων. Μία άλλη να θεωρηθούν ως το κατώτερο στρώμα της νέας μικροαστικής τάξης. Τέλος, ορισμένες από αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «στρώματα» μη εντασσόμενα σε κάποια τάξη. Η διερεύνηση του ζητήματος αυτού υπερβαίνει τους στόχους του παρόντος κειμένου.
2) Στη μαρξιστική βιβλιογραφία έχει διαμορφωθεί μια διάσταση απόψεων για το εάν το κεφάλαιο στη διαδικασία της κυκλοφορίας θα πρέπει να θεωρείται παραγωγικό ή μη-παραγωγικό. Η διάσταση αυτή προκύπτει από μια αντίστοιχη θεωρητική αντίφαση που εντοπίζεται στο έργο του Μαρξ: Στα Grundrisse (όπως επίσης και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου), ο Μαρξ θεωρεί όλες τις μορφές κεφαλαίου εξίσου παραγωγικές (ως παράγουσες υπεραξία): «Ωστόσο, στο μέτρο που η ίδια η κυκλοφορία δημιουργεί κόστος και απαιτεί υπερεργασία, εμφανίζεται η ίδια να περιλαμβάνεται στην παραγωγική διαδικασία (...) Η κυκλοφορία μπορεί να δημιουργήσει αξία μόνο στο βαθμό που απαιτεί νέα απασχόληση ξένης εργασίας --πέρα απ’ αυτήν που αναλώθηκε άμεσα στην παραγωγική διαδικασία» (Μαρξ 1990: 397, 416). Εντούτοις, στον τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ορίζει την κυκλοφορία του κεφαλαίου ως μη-παραγωγική: «Έτσι λοιπόν, το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο (...) δεν δημιουργεί ούτε αξία, ούτε υπεραξία» (Μαρξ 1978-α: 357). Πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί (με επιφανέστερο τον Νίκο Πουλαντζά 1981: 259-76) υιοθετούν τη δεύτερη άποψη και συνάγουν αντίστοιχα συμπεράσματα για τους μισθωτούς που απασχολούνται στο εμπόριο και γενικότερα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις του τομέα των υπηρεσιών. Θεωρώ την άποψη αυτή απολύτως λανθασμένη, δηλαδή υιοθετώ την πρώτη από τις δύο (αντιφατικές μεταξύ τους) αναλύσεις του Μαρξ. (Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικά Σταμάτης 1989). Προϋπόθεση για την ορθή κατανόηση του έργου του Μαρξ (αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας) είναι η αποστασιοποίηση από την κοινή «αγιοποιητική» στάση των περισσότερων μαρξιστών, σύμφωνα με την οποία κάθε ανάπτυξη, απόσπασμα ή φράση αυτού του έργου δεν αποτελεί παρά αποτύπωση της «απόλυτης αλήθειας». (Αναλυτικά για το ζήτημα αυτό βλ. Milios, Dimoulis, Economakis 2002).
17 Μια πραγμάτευση που θα απαντούσε θεωρητικά στο ερώτημα που ήδη αναφέραμε: : «Τάξη ή ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα; Στον ενικό ή στον πληθυντικό;» Labica (1986: 639).
18 Όπως ορθώς παρατηρεί ο de Ste Croix (1984, σελ. 102): «Εάν οι σκλάβοι της αρχαιότητας πρέπει πράγματι να θεωρηθούν ως τάξη, τότε ούτε η ταξική συνείδηση, ούτε η κοινή πολιτική δράση (και οι δύο ήταν πέρα από τη δυνατότητα των αρχαίων σκλάβων) δεν φαίνονται να δικαιούνται να θεωρηθούν ως αναγκαία στοιχεία της τάξης, σύμφωνα με το μαρξικό σύστημα».
19 «Die Gedanken der herrschenden Klasse sind in jeder Epoche die herrschenden Gedanken», Μαρξ/Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία [Die Deutsche Ideologie] (1845-46).
20 Για το λόγο αυτό, σε ό,τι ακολουθεί θα μας απασχολήσει αποκλειστικά η επιχειρηματολογία του Πουλαντζά (1975-β, 1981).
21 Αρκεί να συγκρίνει κανείς τους μισθούς στις μεγάλες και τις μικρές επιχειρήσεις οποιουδήποτε κλάδου, οποιασδήποτε καπιταλιστικής χώρας για να κατανοήσει όσα αναφέρονται εδώ.
22 Ο ίδιος ο Πουλαντζάς (1981: 368) παραδέχεται ότι: «Τον κυριότερο ρόλο στην περίπτωση αυτή τον έχει εδώ όχι το σχολείο (διανοητική εργασία), αλλά ο ειδικός μηχανισμός που λέγεται οικογένεια: πρόκειται για τον ρόλο που παίζει η οικογενειακή εκμετάλλευση στην οικονομική μορφή ύπαρξης αυτών των φορέων».
23 Η νέα μικροαστική τάξη «πέτυχε διαμέσου ορισμένων καθεστώτων και ορισμένων πολιτικών κρίσεων να εκτοπίσει ένα μεγάλο μέρος της παλιάς αστικής τάξης και να πάρει (…) τη θέση της (αυτό συνέβηκε λ.χ. στην Αίγυπτο του Νάσσερ) (…) παίρνοντας κυρίως τη μορφή της κρατικής αστικής τάξης (Πουλαντζάς 1981: 369).
24 Bettelheim 1974. Der Χ. Parteitag der Kommunistischen Partei Chinas 1973. Μάο Τσετούνγκ 1975. Μάο Τσετούνγκ 1976.
25 Επομένως έχει δίκιο ο Πουλαντζάς (1981: 369) όταν παρατηρεί ότι «στις περιπτώσεις αυτές είναι πολιτικά κυρίαρχη τάξη, σαν αστική ακριβώς τάξη (που πήρε τη θέση της παλιάς) και όχι πλέον σαν μικροαστική τάξη».
26 Τη θέση ότι η παραδοσιακή και η νέα μικροαστική τάξη αποτελούν διακριτές μεταξύ τους τάξεις είχε υποστηρίξει και ο Wright (1978), μέσα όμως από μια διαφορετική θεωρητική προβληματική.
27 Έχω, βεβαίως, επίγνωση ότι πολλά ζητήματα παραμένουν ανοικτά, ή χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης: Ας μου επιτραπεί να αναφέρω επιγραμματικά τρία από αυτά: 1) Το ζήτημα της ιδιαίτερης συνοχής (στο πλαίσιο της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) των αυτοαπασχολούμενων αγροτών (λόγω της απουσίας μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων από τη μια και της ειδικής σχέσης που έχει ο αγροτικός τομέας με το κράτος μέσω των ασκούμενων πολιτικών τιμών και επιδοτήσεων από την άλλη). 2) το ζήτημα αν εντάσσονται στην εργατική τάξη οι άμεσα εργαζόμενοι μισθωτοί εκείνων των εταιριών παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που απασχολούν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα επιστημονικό προσωπικό υψηλής ειδίκευσης (καίτοι αυτοί οι εργαζόμενοι ανήκουν στις «κορυφές» της «πνευματικής εργασίας») . 3) το ζήτημα της (ιδεολογικής και πολιτικής) ενότητας συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων (όπως π.χ. οι δικηγόροι ή οι μηχανικοί), παρά το γεγονός ότι εντάσσονται στις δύο μικροαστικές τάξεις ή ακόμα και στην εργατική τάξη (στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη οι αυτοαπασχολούμενοι, στη νέα μικροαστική τάξη οι μισθωτοί των επιχειρήσεων και του Δημοσίου, στην εργατική τάξη οι χωρίς διευθυντικό ρόλο απασχολούμενοι ως μισθωτοί σε δικηγορικά γραφεία ή σε εταιρίες που απασχολούν σχεδόν αποκλειστικά προσωπικό υψηλής ειδίκευσης (περίπτωση 2).