Μαρξισμός και οικογένεια
O ολοκληρωτισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας)
των Γιάννη Μηλιου και Μάκη Σπαθή
Ι. Μια στρατηγική επαγγελία που «ξεχάστηκε»
«Κατάργηση της οικογένειας. Ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες αγανακτούν γι' αυτή την επαίσχυντη πρόθεση των κομμουνιστών...
Οι αστικές φλυαρίες για την οικογένεια και την ανατροφή, για τις προσφιλείς σχέσεις των γονιών με τα παιδιά, γίνονται τόσο πιο αηδιαστικές, όσο περισσότερο, εξαιτίας της μεγάλης βιομηχανίας, σπάνε όλοι οι οικογενειακοί δεσμοί για τους προλετάριους.
Ο αστικός γάμος είναι στην πραγματικότητα η κοινοκτημοσύνη των παντρεμένων γυναικών. Το πολύ πολύ θα μπορούσαν να κατηγορήσουν τους κομμουνιστές ότι θέλουν στη θέση μιας υποκριτικά σκεπασμένης κοινοκτημοσύνης των γυναικών να βάλουν μια επίσημη, ανοιχτόκαρδη κοινοκτημοσύνη των γυναικών. Κατά τα άλλα είναι αυτονόητο πως με την κατάργηση των σημερινών σχέσεων παραγωγής, εξαφανίζεται και η κοινοκτημοσύνη των γυναικών που απορρέει απ' αυτές, δηλαδή η επίσημη και η ανεπίσημη πορνεία». (Μάρξ- Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», έκδ. Παπακώστα 1965, σελ. 4749).
Οι επαγγελίες και οι διατυπώσεις του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» σχετικά με την οικογένεια μοιάζουν σήμερα να διαψεύδονται με διπλό τρόπο: Πρώτα γιατί η οικογένεια, παρά την κρίση της, επέδειξε τελικά, τα 140 περίπου χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που γράφτηκε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», μια εκπληκτική σταθερότητα σαν κοινωνική δομή, μια εκπληκτική Ικανότητα να αναπροσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεύτερο γιατί η ίδια η Αριστερά φαίνεται να «ξέχασε» εντελώς την επαγγελία της κατάργησης της οικογένειας. Αντίθετα, η οικογένεια και οι οικογενειακές αξίες αποτελούν για την Αριστερά σήμερα, μια σταθερά που πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλαχθεί, με τον όρο, βέβαια, να πρυτανεύει δημοκρατικό πνεύμα και ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας.1 Εφόσον ο όρος αυτός διασφαλίζεται, υποστηρίζουν, «η δημοκρατική οικογένεια... βοηθάει με τη σειρά της στην πραγματοποίηση γενικότερων δημοκρατικών αλλαγών».2 Σε κάθε περίπτωση, η παραδοσιακή Αριστερά μας υπενθυμίζει «την ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής πραγματικότητας που απόδειξε πως στις χώρες αυτές όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά αντίθετα γνώρισε μεγαλύτερη ανάπτυξη, δυνάμωσε και ενισχύθηκε ο ρόλος της οικογένειας». Και διευκρινίζουν: «Η μορφή της οικογένειας στη σοσιαλιστική κοινωνία έχει υποστεί ελάχιστες αλλαγές αν τη συγκρίνουμε με τη μορφή της οικογένειας στον καπιταλισμό. Είναι και αυτή μονογαμική, δηλαδή στηρίζεται στη βασική σχέση σύζυγοι-παιδιά. Έχει όμως υποστεί ριζικές αλλαγές στο χαρακτήρα των εσωτερικών της σχέσεων, γιατί υπάρχει σε μια κοινωνία που έχει καταργήσει οριστικά την εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο. Από την άποψη αυτή η μονογαμική οικογένεια πραγματώνεται για πρώτη φορά στο σοσιαλισμό, γιατί εκεί γίνεται μπορετό να αναπτυχθεί η αληθινή αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι».3
Όμως, η επαγγελία του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» για την οικογένεια δεν είχε το χαρακτήρα μιας πολιτικής πρόβλεψης. Πολύ περισσότερο, συμπύκνωνε μια θεμελιώδη θεωρητική θέση κριτικής στην κεφαλαιοκρατική εξουσία, μια θεωρητική κριτική με άμεσα πολιτικά αποτελέσματα: Ότι η οικογένεια σαν τέτοια, σαν κοινωνική δομή, εντάσσεται στο πλέγμα των θεσμών και σχέσεων που σταθεροποιούν και αναπαράγουν την κεφαλαιοκρατική εξουσία. Ότι, συνακόλουθα, η επαναστατική ανατροπή αυτής της κοινωνίας θα σημάνει και τον επαναστατικό μετασχηματισμό και την κατάργηση της οικογένειας, σαν θεσμού με συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά. Ότι, αντίστροφα, η διατήρηση της οικογένειας, όπως και τόσων άλλων καπιταλιστικών «μορφών» και μηχανισμών, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν σημαίνει παρά τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής.
Μ' άλλα λόγια δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιες «προβλέψεις» η «εκτιμήσεις» του Μαρξ που διαψεύστηκαν. Πολύ περισσότερο πρόκειται για μια θεωρητική κριτική που εγκαταλείφθηκε, καθώς η αστική ιδεολογία κυριάρχησε ακόμα και μέσα στην Αριστερά.
2. Η ανάλυση του Μαρξ
Στο έργο του Μαρξ δεν βρίσκουμε μια ολοκληρωμένη θεωρητική προσέγγιση στην οικογένεια. Βρίσκουμε εντούτοις εκείνο το θεωρητικό πλαίσιο που μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα επιστημονικά, δηλαδή σύμφωνα με τη θεωρία του Ιστορικού Υλισμού.
Ουσιαστικά βρίσκουμε στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς δύο ειδών θεωρητικές θέσεις.
1) Ότι η οικογένεια αποτελεί μια κοινωνική δομή που καθορίζεται αλλά και διαμεσολαβεί τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Έτσι, πρώτα απ' όλα, η οικογένεια μετεξελίσσεται καθώς μετεξελίσσονται οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Μια τέτοια ριζική μετεξέλιξη συντελείται με την επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οικογένεια παύει να αποτελεί στον καπιταλισμό παραγωγική μονάδα, σ' ότι άφορα πρώτα απ' όλα τις κύριες τάξεις της νέας κοινωνίας, τους προλετάριους και τους αστούς. Αυτός ο μετασχηματισμός κλονίζει τη συνοχή της παραδοσιακής - προκαπιταλιστικής οικογένειας, κάνει ορατή την τάση για κατάργηση της οικογένειας στον κομμουνισμό.4
2) Ο Μαρξ διατυπώνει παράλληλα τη θέση ότι η σύγχρονη οικογένεια, σαν κοινωνική δομή, αποτελεί ένα «αστικό θεσμό». Δηλαδή η μορφή της οικογένειας που διαμορφώνεται με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η δομή της μονογαμικής οικογένειας, που βασίζεται σε κάποιες «σχέσεις ιδιοκτησίας», στην «υποχρεωτική συνοίκηση», σε μια «αποκλειστική στάση απέναντι σε άλλες οικογένειες» κλπ. δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη, αλλά αποτελεί ένα θεσμό που αναπαράγει την αστική ταξική κυριαρχία, κι αυτό ανεξάρτητα από την ποιότητα του «εσωτερικού οικογενειακού δεσμού». Έτσι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, παράλληλα με την τάση για χαλάρωση της συνοχής της οικογένειας με την επέκταση της μισθωτής εργασίας, περιγράφουν και τους όρους που κάνουν αναγκαία τη διαιώνιση της οικογένειας στη σύγχρονη μορφή της: Οι όροι αυτοί δεν είναι παρά οι ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.
Έγραφαν λοιπόν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στη «Γερμανική Ιδεολογία». «"Αν όλοι οι αστοί, σα μια μάζα και ταυτόχρονα, επρόκειτο να παραβιάζουν τους αστικούς θεσμούς, θα έπαυαν να είναι αστοί αυτό, βέβαια, ποτέ δεν το κάνουν και με κανέναν τρόπο δεν εξαρτιέται από τις επιθυμίες τους και τη θέληση τους. Ο ακόλαστος αστός παραβιάζει το γάμο και κάνει κρυφά μοιχεία, ο έμπορος παραβιάζει τους θεσμούς της ιδιοκτησίας στερώντας την ιδιοκτησία των άλλων με την κερδοσκοπία, τη χρεοκοπία κλπ., ο νεαρός αστός γίνεται ανεξάρτητος από την οικογένεια του, ον μπορεί, καταργώντας στην πράξη την οικογένεια, στο βαθμό που άφορα αυτόν τον ίδιο. Άλλα γάμος, ιδιοκτησία και οικογένεια παραμένουν απρόσβλητα, στη θεωρία, διότι αποτελούν την πρακτική βάση που πάνω της η αστική τάξη έχει οικοδομήσει την κυριαρχία της, και διότι στην αστική τους μορφή αποτελούν τους όρους που κάνουν τον αστό αστό, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η συνεχής παραβίαση του Νόμου κάνει τον θρήσκο Εβραίο ένα θρήσκο Εβραίο. Αυτή η στάση του αστού απέναντι στους όρους της ύπαρξής του αποκτάει μια από τις καθολικές της μορφές στην αστική ηθική... Η αστική διάλυση της οικογένειας... δεν εμποδίζει την ίδια την οικογένεια να συνεχίζει πάντοτε να υπάρχει. Η βρώμικη ύπαρξη της έχει το αντίβαρο της μέσα στην Ιερή έννοια της, μέσα στην επίσημη φρασεολογία και την καθολική υποκρισία... Ο εσωτερικός οικογενειακός δεσμός είχε διαλυθεί, οι ξεχωριστοί συντελεστές που αποτελούσαν την έννοια της οικογένειας είχαν διαλυθεί, λόγου χάρη η υπακοή, η ευσέβεια, η πίστη στο γάμο κλπ. 'Αλλά το πραγματικό σώμα της οικογένειας, η σχέση ιδιοκτησίας, η αποκλειστική στάση απέναντι σε άλλες οικογένειες, η υποχρεωτική συνοίκηση σχέσεις που δημιουργούνται από την ύπαρξη των παιδιών, τη δομή των σύγχρονων πόλεων, το σχηματισμό του κεφαλαίου, κλπ. όλα αυτά διατηρήθηκαν, διότι η ύπαρξη της οικογένειας έγινε αναγκαία από τη σύνδεση της με τον τρόπο παραγωγής, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση της αστικής κοινωνίας» (Κ. Μαρξ., Φ. Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία, έκδ. Gutenberg σελ. 254- 255).
3. Η ρώσικη Επανάσταση
Οι θεωρητικές θέσεις που διατύπωσε ο Μαρξ για την οικογένεια, δεν εκλήφθηκαν από τους Αριστερούς, όπως ίσως με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, σαν μια ασήμαντη περιοχή της μαρξιστικής θεωρίας με μικρές η ασήμαντες επιπτώσεις πάνω στην πολιτική της Αριστεράς. Αντίθετα, μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του αιώνα μας, η μαρξιστική κριτική της οικογένειας και το στρατηγικό αίτημα για τον επαναστατικό μετασχηματισμό και την κατάργηση της, υιοθετούνται από το κομμουνιστικό κίνημα σαν σημαντικοί στόχοι της επανάστασης, που συνδέονται άμεσα με τους κεντρικούς στρατηγικούς στόχους: την ανατροπή του αστικού κράτους και τον προλεταριακό έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής και τους κοινωνικούς θεσμούς.
Μετά την 'Οκτωβριανή Επανάσταση, λοιπόν, καθώς η επαναστατική διαδικασία αγκάλιαζε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, η κομμουνιστική κριτική στην οικογένεια έγινε ιδιαίτερα επίκαιρη.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι ήταν κυρίως εκείνη που με τα γραφτά της έκφρασε και παρουσίασε την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση των κομμουνιστών, αλλά και τις αλλαγές που συντελούνταν στη Ρωσία σε σχέση με την οικογένεια τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Στην μπροσούρα της «Κομμουνισμός και οικογένεια» που γράφηκε τον Ιανουάριο του 1920 και, μέσω της Διεθνούς, κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα, μεταφρασμένη, στην Ευρώπη, (ελληνικά έκδ. «Λάβα», Αθήνα 1974) διαβάζουμε: «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός. Ο παλιός τύπος οικογένειας έχει φάει τα ψωμιά του. Δεν φταίει το Κομμουνιστικό Κράτος γι' αυτό. Είναι αποτέλεσμα που προκύπτει από τις καινούργιες συνθήκες ζωής... Το κράτος των εργατών χρειάζεται μια νέα μορφή σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα... Στη θέση του αδιάλυτου γάμου, που βασιζόταν στη δουλεία της γυναίκας, θα δούμε να ανατέλλει η ελεύθερη Ένωση, δυναμωμένη με την αγάπη και την αλληλοεκτίμηση που θα νιώθουν δύο μέλη της κοινωνίας των εργατών με ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις. Στη θέση της ατομικής εγωιστικής οικογένειας θα ανατείλει μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια των εργατών, όπου όλοι οι εργάτες, άνδρες και γυναίκες, θα είναι πάνω απ' όλα αδέρφια και σύντροφοι... Αυτές οι νέες σχέσεις θα εξασφαλίσουν στην ανθρωπότητα όλες τις χαρές του λεγόμενου ελεύθερου ερωτά που θα τον εξευγενίζει μια αληθινή κοινωνική ισότητα των ενδιαφερομένων, χαρές που ήταν άγνωστες στην εμπορική κοινωνία του καπιταλιστικού καθεστώτος», (σελ. 3538).
Την ίδια χρονιά (1920), κυκλοφορεί στη Γερμανία το «Κομμουνιστικό Σχολικό Πρόγραμμα», γραμμένο από τον Otto Ruble, όπου διαβάζουμε: «Στην Οργανική δομή της κοινωνίας που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, η οικογένεια αποτελεί το βαθύτερο θεμέλιο. Ήταν ο μικρόκοσμος. Η κοινότητα της οικονομικής ζωής και της εκπαίδευσης που, με βάση τη φάρα με το ίδιο αίμα, έχει κλειστεί στον εαυτό της και διατηρεί (έτσι) τη συνοχή της, ζωογονείται από την ιδέα, την οποία ενσαρκώνει το κράτος ως όλο... Η ανάπτυξη της εμπορευματικής οικονομίας... στέρησε από την οικογένεια το χαρακτήρα της σαν οικονομικής κοινότητας και κοινότητας εργασίας Παρέμεινε μόνο το πενιχρό υπόλοιπο μιας επιπόλαιος σχέσης στο τραπέζι, το κρεβάτι και τον ελεύθερο χρόνο... Ο πόλεμος έδωσε στην αστική οικογένεια το τελειωτικό χτύπημα... Το εύθραυστο και εφήμερο δημιούργημα που ονομάζεται ακόμα οικογένεια, είναι ένα περίβλημα χωρίς πυρήνα. Και αυτό ακόμα είναι, από τη σκοπιά της εξέλιξης, το ευνοϊκό. Γιατί ο πυρήνας μπορεί να είναι μόνο, όπου υπάρχει ακόμα, η συγκέντρωση συμφερόντων και τάσεων που είναι αντιδραστικές, ξένες προς το παρόν και εχθρικές προς το μέλλον. Η οικογένεια με την παράδοση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, την κοσμοθεωρία της του ατομισμού, την τάση της για αυτοδιατήρηση, την ηθική της του εγωισμού, είναι ιστορικά ξεπερασμένη. Στηρίζεται και πέφτει με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, με την ιδιοποίηση του προϊόντος της παραγωγής από τους καπιταλιστές εργοδότες. Η επανάσταση αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια της, και καθιστά το σχήμα της χωρίς νόημα. Η εποχή του σοσιαλισμού δεν έχει πλέον κανένα αντικείμενο για τις λειτουργίες της, για τα αποτελέσματα της καμία ανάγκη, για την προκοπή της καμιά προϋπόθεση. Την ανακηρύσσει περιττή. Έχει τελειώσει.
Στη θέση της οικογένειας έρχεται μια νέα κοινότητα δημιουργούντων, πνευματικά και ψυχικά συνδεμένων ανθρώπων, που στα χέρια τους βρίσκεται η οικονομία, η πολιτιστική δημιουργία και η εκπαίδευση των απογόνων: η Κομμούνα».5
Μέσα στα θεωρητικά κείμενα του κομμουνιστικού κινήματος αυτής της περιόδου, βρίσκουμε τριών ειδών θεωρητικές θέσεις:
1) Ότι η οικογένεια, σαν κοινωνική δομή που προσιδιάζει στην καπιταλιστική εξουσία, είναι «Ιστορικά ξεπερασμένη», καθώς ακόμα και η καπιταλιστική ανάπτυξη υπονομεύει τη συνοχή της.
2) Ότι η οικογένεια, παρότι απενδύεται διαρκώς από τις οικονομικές της λειτουργίες, διατηρεί εντούτοις ένα συγκεκριμένο οικονομικό ρόλο στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Λειτουργεί σαν μονάδα κατανάλωσης και σαν μηχανισμός που συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.6 Η αναπαραγωγική λειτουργία της οικογένειας έχει ιδιωτικό χαρακτήρα γιατί συνδέεται και στηρίζει ένα τρόπο παραγωγής που ατομικοποιεί τους παραγωγούς, τους μετατρέπει σε «ατομικούς εμπορευματοκατόχους» (της εργατικής τους δύναμης) κλπ.
Η εργασία πάνω στην Οποία στηρίζεται η οικογένεια, η οικιακή εργασία, ατομικοποιεί λοιπόν τους προλετάριους, αντιστρατεύεται την εργατική συλλογικότητα, την προοπτική του συλλογικού εργατικού ελέγχου πάνω στην κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή.
Στόχος της σοσιαλιστικής επανάστασης θα πρέπει να είναι λοιπόν να καταργήσει τις συνθήκες της ατομικής - οικογενειακής αναπαραγωγής, να θέσει κάτω από τον έλεγχο της δημοκρατικής λαϊκής εξουσίας τη διαδικασία αναπαραγωγής στο σύνολο της. Τόσο η οικιακή εργασία, όσο και η ανατροφή των παιδιών, γίνονται τώρα υπόθεση των νέων συμβουλιακών θεσμών που πηγάζουν και προσιδιάζουν στη σοσιαλιστική εξουσία. Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα αναδιοργανώνονται σε ριζικά διαφορετικά βάση. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την ανατροπή της αστικής ηθικής.7
3) Η οικογένεια, λοιπόν, δεν συμβάλλει μόνο στην αναπαραγωγή των οικονομικών δρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Διαμεσολαβεί και επιβάλλει την κυρίαρχη ιδεολογία και ηθική. Επιβάλλει τον ατομισμό, την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας ακόμα και πάνω στην (στον) σύζυγο,8 το μοντέλο της εξουσίας και πειθαρχίας που αντιστοιχεί στην καπιταλιστική εξουσία.9 Ακόμα, μέσα από την οικιακή εργασία και την ιδεολογία σφυρηλατείται η υπαγωγή της γυναίκας στον άνδρα.10
Βασισμένο σ' αυτούς τους ιδεολογικούς και πολιτικούς άξονες, το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ του 1919 ανέφερε: «Το καθήκον του κόμματος στην παρούσα στιγμή είναι κατά κύριο λόγο να εργαστεί στο χώρο των ιδεών και της παιδείας, έτσι ώστε να καταστραφούν τα ίχνη της προηγούμενης ανισότητας και των προκαταλήψεων ιδιαίτερα ανάμεσα στα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Χωρίς να περιορίζεται στην τυπική ισότητα των γυναικών, το κόμμα αγωνίζεται να τις απελευθερώσει από τα υλικά βάρη της απαρχαιωμένης δουλειάς του νοικοκυριού, αντικαθιστώντας το με κοινόβια, δημόσια εστιατόρια, κοινά πλυντήρια, βρεφικούς σταθμούς κλπ.»11
Παράλληλα τροποποιήθηκε ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο που καθόριζε τις σχέσεις των δύο φύλων. Οι γυναίκες μπορούσαν να κρατήσουν το δικό τους όνομα μετά το γάμο, η οικογενειακή περιουσία ανήκε από κοινού και στους δύο συζύγους, ενώ παράλληλα νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις, καταργήθηκαν οι νόμοι κατά της ομοφυλοφιλίας, ενώ, από το 1927, οι γάμοι δεν ήταν υποχρεωτικό να καταγράφονται και για το διαζύγιο αρκούσε η αίτηση ενός από τους συζύγους.12
Μέσα στη δίνη της επανάστασης, of προσωπικές και οι σεξουαλικές σχέσεις μετασχηματίζονταν με γρήγορο ρυθμό. Οι κομμουνιστές είχαν σωστά αντιληφθεί ότι μέσα σ' αυτή την κίνηση θα έπρεπε να αναζητήσουν και να ενισχύσουν ιδεολογικά, εκείνα τα στοιχεία που θα αποτελούσαν τη βάση για τη νέα, την επαναστατική ηθική.13 Ότι η νέα ηθική θα διαμορφωνόταν παράλληλα και θα αντανακλούσε τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας.
Όμως με την επικράτηση του σταλινισμού η πορεία αυτή ανακόπτεται, όπως άλλωστε και ολόκληρη η επαναστατική διαδικασία. Οι αστικές δυνάμεις αναδιοργανώνονται με νέες μορφές, η «αστική γραμμή» σταθεροποιείται και κυριαρχεί σταδιακά σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα.14 Όλες οι επαναστατικές νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν την οικογένεια ανακλήθηκαν σταδιακά από τη σοβιετική ηγεσία. Το 1930 αποκαταστάθηκε με νόμο ο γάμος και η οικογένεια. Απαγορεύτηκαν με νόμο οι εκτρώσεις, ποινικοποιήθηκε και πάλι η ομοφυλοφιλία. Το ανεξάρτητα Γυναικείο Κίνημα, το Ζγενοντέλ, που είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην προώθηση των επαναστατικών αλλαγών κατά την πρώτη περίοδο μετά την Επανάσταση, διαλύθηκε. Από την περίοδο αυτή ο σοβιετικός μαρξισμός και η επίσημη Αριστερά υποστέλλουν και στην ουσία εγκαταλείπουν κάθε κριτική στην οικογένεια.
Μετά την κυριαρχία του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ δεν εξαφανίστηκε βέβαια εντελώς η αριστερή κριτική στην οικογένεια. Προερχόταν όμως, σχεδόν αποκλειστικά, από τις εκτός της Γ' Διεθνούς κομμουνιστικές ομάδες15 η από τις ομάδες και τους διανοουμένους που επηρεάζονταν τόσο από το μαρξισμό όσο και από την ψυχαναλυτική θεωρία, όπως οι σουρρεαλιστές,16 και το «σεξοπολιτικό κίνημα» του Β. Ράιχ.17
4. Μια ιδιαίτερα ευσταθής κοινωνική δομή
Στα κείμενα αλλά και στις πολιτικές παρεμβάσεις του κομμουνιστικού κινήματος που αφορούσαν την οικογένεια, κατά την ιστορική περίοδο που τελειώνει με τη νίκη και σταθεροποίηση του σταλινισμού, διαφαίνεται με σαφήνεια μια «αισιόδοξη» διατύπωση: «Η οικογένεια είναι ιστορικά ξεπερασμένη» η, για να το διατυπώσουμε με τα λόγια της Α. Κολοντάι, «η οικογένεια (ακόμα και στον καπιταλισμό, Γ.Μ., Μ.Σ.) παύει να είναι αναγκαία για τα μέλη της και για το κράτος. Οι παλιές μορφές της οικογένειας γίνονται απλά εμπόδιο».18
Η διατύπωση αυτή περιέχει αναμφίβολα ένα σημαντικό θεωρητικό λάθος, που επιβεβαιώθηκε άλλωστε ιστορικά: Είναι αλήθεια ότι η οικογένεια όπως άλλωστε και το κράτος δεν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ο καπιταλισμός την κληρονόμησε από το ιστορικά παρελθόν του. Όμως, όπως είδαμε, και αυτό το επισήμανε πρώτος ο Μαρξ, ο καπιταλισμός μετασχημάτισε ριζικά την οικογένεια, την ενσωμάτωσε μέσα στις νέες, τις καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Η οικογένεια, είτε σαν οικονομική λειτουργία, σαν μηχανισμός αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και σαν μονάδα κατανάλωσης, εϊτε σαν ιδεολογικός μηχανισμός, συνυφαίνεται και σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Επομένως, όσο διατηρείται η καπιταλιστική εξουσία, η οικογένεια «είναι αναγκαία» (για το σύστημα). "Άλλο τόσο είναι λοιπόν αναγκαία και η κριτική προς τις σχέσεις που αναπαράγει η οικογένεια, από τη μεριά των δυνάμεων της σοσιαλιστικής επανάστασης. Μάλιστα, επειδή ακριβώς η οικογένεια διαμεσολαβεί κυρίως κάποιες ιδεολογικές, αλλά και οικονομικές σχέσεις, η αντίσταση της στην επαναστατική διαδικασία μπορεί να αυξάνει, ακόμα και όταν ο πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων μεταβάλλεται υπέρ της επανάστασης, ακόμα δηλαδή και μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Για να καταλάβουμε πόσο σημαντικός είναι ο κοινωνικός ρόλος της οικογένειας αρκεί να θυμηθούμε ότι μέσα από τη λειτουργία αυτή διαμεσολαβειται η ένταξη των μη εργαζομένων μελών της οικογένειας (γυναίκα, παιδιά) στην τάξη του εργαζόμενου (πατέρας).19 Παράλληλα, το γεγονός ότι η οικιακή εργασία, που συμβάλλει σημαντικά στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, όχι μόνο δεν είναι παραγωγική εργασία (δεν παράγει δηλαδή υπεραξία), αλλά ούτε καν αμείβεται, (δεν πληρώνεται δηλαδή κάποιος μισθός στην οικιακή εργατική δύναμη), μειώνει σημαντικά το κόστος αναπαραγωγής της (κάθε είδους) εργατικής δύναμης, γεγονός που λειτουργεί ευεργετικά για το καπιταλιστικό ποσοστό κέρδους και τη συνολική διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Για το ρόλο όμως της οικιακής εργασίας στη συνολική κοινωνική αναπαραγωγή, χρειάζεται μια ιδιαίτερη μελέτη, που θα επιχειρήσουμε να προχωρήσουμε και να παρουσιάσουμε σε επόμενο τεύχος των θέσεων.
Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι πως μέσα από την κριτική που άσκησε το κομμουνιστικό κίνημα στην οικογένεια, κατά την πρώτη περίοδο μετά την 'Οκτωβριανή Επανάσταση, μπορούμε να διαβλέψουμε ένα «αριστερό» θεωρητικό λάθος: Οι κομμουνιστές υποτίμησαν τη σημασία και τη σταθερότητα της οικογένειας για την αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας, έσπευσαν να θεωρήσουν την οικογένεια σαν «άχρηστη», ενώ όπως φαίνεται, επρόκειτο για ένα από τα πιο ισχυρά και γι' αυτό τα πιο «χρήσιμα» οχυρά του αντιπάλου.
Κατάλαβαν έτσι με λανθασμένο τρόπο εκείνες τις παρατηρήσεις του Μαρξ, όπου ονομάζει την οικογένεια «ουσιαστικά διαλυμένη» η «ανύπαρκτη» για την εργατική τάξη.20 Στην πραγματικότητα με τις παρατηρήσεις αυτές ο Μαρξ κάθε άλλο παρά «προέβλεπε» μια εξέλιξη που θα λάβαινε χώρα ήδη μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα, περιέγραφε μια συγκεκριμένη κατάσταση, την κατάσταση της εποχής του, όπου οι κοινωνικοί θεσμοί και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους βρίσκονταν στο πρώτο στάδιο της συγκρότησής τους. Κατά την πρώτη αυτή ιστορική περίοδο της αστικής εξουσίας, οι αναπαραγωγικοί και ιδεολογικοί θεσμοί, όπως το σχολείο το πανεπιστήμιο, η κοινωνική πρόνοια, οι μηχανισμοί ενημέρωσης κλπ., αλλά και η οικογένεια με τη βικτοριανή ηθική της, λειτουργούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε αναφορά με τις κυρίαρχες τάξεις. Αντίθετα, οι μηχανισμοί αυτοί έμεναν αδιάφοροι μπροστά στη μορφωτική και ηθική κατάπτωση των λαϊκών τάξεων.21 Η ιστορική αυτή συγκυρία αποτελούσε στην ουσία την αφετηρία σε μια πορεία συγκρότησης, σταθεροποίησης και επέκτασης της λειτουργίας των αναπαραγωγικών και ιδεολογικών μηχανισμών από τις ανώτερες τάξεις σ' ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία.22
Αυτή την «προς τα κάτω» διεύρυνση της ιδεολογικής λειτουργίας των αστικών κοινωνικών θεσμών, συγκαλύπτει η «αισιόδοξη» διατύπωση ότι η οικογένεια είναι «ιστορικά ξεπερασμένη».
"Η ήττα των αριστερών απόψεων αναμφίβολα σχετίζεται μ' αυτό το λάθος. Εντούτοις η ήττα αυτή δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συνολική υποχώρηση της επαναστατικής διαδικασίας στην ΕΣΣΔ και την κυριαρχία του οικονομισμού και του κρατισμού μέσα στην αριστερή θεωρία και πολιτική.
5. Η οικογένεια αποτελεί ένα βασικό ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους
Η κοινωνική ζωή ουσιαστικά είναι πραχτική.
Κ. Μαρξ, από την 8η θέση για τον Φόιερμπαχ
Ο Λουί Αλτουσέρ έθεσε ξανά στο προσκήνιο το αίτημα για τη μαρξιστική κριτική της οικογένειας όταν, στα πλαίσια της ανάλυσης του για την ιδεολογία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, διατύπωσε τη θέση ότι η οικογένεια, παρά τον ιδιωτικό της χαρακτήρα, συνιστά ένα ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους. Μάλιστα, όχι ένα «τυχόντα» ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους (στο έξης Ι.Μ.Κ.), αλλά Ένα μηχανισμό που λειτουργεί παράλληλα και συμπληρωματικά, που ζευγαρώνεται, με το σχολικό ιδεολογικό μηχανισμό, τον κυρίαρχο Ι.Μ.Κ. στον καπιταλισμό. Το δίδυμο σχολείο οικογένεια αποτελεί, λοιπόν, στον καπιταλισμό το κυρίαρχο θεσμικό πλέγμα που επιβάλλει και αποτυπώνει την κυρίαρχη ιδεολογία και συμβάλλει έτσι αποφασιστικά στην αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.23
Η προσέγγιση αυτή του Αλτουσέρ επανατοποθετεί καταρχήν και επιβεβαιώνει τις θεμελιώδεις θέσεις του Μαρξ (αλλά και της 'Οκτωβριανής Επανάστασης) για την οικογένεια:
α) Ότι η οικογένεια, σαν κοινωνική δομή, αποτελεί «αστικό θεσμό», δηλαδή η λειτουργία της κατατείνει αντικειμενικά στο να δημιουργεί και να αναδημιουργεί τους όρους που διασφαλίζουν και σταθεροποιούν την καπιταλιστική εξουσία και εκμετάλλευση. Εντάσσεται δηλαδή η λειτουργία της οικογένειας μέσα στα πλαίσια της συνολικής λειτουργίας του κράτους που είναι η διατήρηση και διευρυμένη αναπαραγωγή των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών (καπιταλιστικών) σχέσεων εξουσίας.
β) Ότι συνακόλουθα το αίτημα της εργατικής τάξης για την επαναστατική ανατροπή του αστικού κράτους και των αστικών θεσμών αναφέρεται και στην οικογένεια.
Επιπλέον όμως οι αναλύσεις του Αλτουσέρ ανοίγουν το δρόμο για να προσεγγίσουμε, στα πλαίσια του μαρξισμού, με περισσότερη αποτελεσματικότητα την ιδεολογική λειτουργία της οικογένειας. Αναφερόμαστε εδώ στις θέσεις που διατύπωσε ο Αλτουσέρ για τις ιδεολογικές σχέσεις εξουσίας, σχέσεις που με αποφασιστικό τρόπο διαμεσολαβούν οι Ι.Μ.Κ.
Από την ανάλυση του Αλτουσέρ αξίζει να ξαναθυμηθούμε δύο σημεία:
α) Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση. Δεν αποτελεί δηλαδή κατά κύριο λόγο η ιδεολογία ένα σύστημα από ιδέες αντιλήψεις κλπ. με νοητική ιδεατή υπόσταση, αλλά ένα πλαίσιο κοινωνικής πρακτικής που καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Η ιδεολογία δεν υποδηλώνει κάποιες ιδέες, αλλά ένα τρόπο ζωής, ένα σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, που, βέβαια, συναρτώνται με κάποιες ιδέες και «κοσμοθεωρίες». Οι ιδέες διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνική πρακτική των ατόμων και ταυτόχρονα αποτελούν όρο γι' αυτήν την πρακτική. "Έτσι η ιδεολογία «αναπαριστά τη φανταστική σχέση του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του».
β) Η ιδεολογία εγκαλείτο, άτομα ως υποκείμενα. Όπως εξηγεί ο Αλτουσέρ, «η ιδεολογία "δρα" η "λειτουργεί" έτσι που να "στρατολογεί" τα υποκείμενα ανάμεσα στα άτομα (και στρατολογεί τους πάντες) η να μεταμορφώνει τα άτομα σε υποκείμενα (και μεταμορφώνει τους πάντες)... Σαν υποκείμενα, εφαρμόζουμε το τυπικό της ιδεολογικής αναγνώρισης που μας εγγυάται ότι είμαστε υποκείμενα ατομικά, διακριτά και (φυσικά) αναντικατάστατα» Και καταλήγει:
1. Δεν υπάρχει πρακτική παρά δια της ιδεολογίας και υπό την κυριαρχία της.
2. Δεν υπάρχει ιδεολογία παρά δια του υποκειμένου και για τα υποκείμενα».24
Οι θέσεις αυτές αρνούνται πρώτα απ' όλα την αστική φαντασίωση του «ελεύθερου» υποκειμένου, του «προσώπου» - υποκειμένου της ιστορίας και υποδεικνύει ότι τα υποκείμενα συγκροτούνται μέσα και σαν αποτέλεσμα των υλικών ιδεολογικών σχέσεων εξουσίας.
Ακόμα οι θέσεις αυτές μας επιτρέπουν να καταλάβουμε αυτό που μας υπόδειχναν οι κλασικοί του μαρξισμού: Ότι δηλαδή τα κοινωνικά και ιδεολογικά αποτελέσματα που αναπαράγει η οικογένεια θα πρέπει να αναζητηθούν στο χαρακτήρα των πρακτικών που επιβάλλει, σαν συγκεκριμένη κοινωνική δομή, κι όχι βέβαια στο πόσο δημοκρατικές είναι οι απόψεις κάποιων συζύγων η των παιδιών τους. Πράγματι ήταν ο Μαρξ εκείνος που πρώτος υπόδειξε ότι η οικογένεια σαν θεσμός που αναπαράγει ατομικά τον εργάτη, δηλαδή που, έξω από το εργοστάσιο, περιχαρακώνει και απομονώνει σε ατομικό - οικογενειακό επίπεδο τους (οικονομικούς και πολιτιστικούς) όρους ύπαρξης του κάθε εργάτη, σε σχέση με τους όρους ύπαρξης των άλλων εργατών, δεν μπορεί παρά να παίζει το ρόλο ενός αστικού μηχανισμού και να αντιστρατεύεται την εργατική συλλογικότητα και στρατηγική. Δεν μπορεί παρά να συγκαλύπτει την ταξική εκμετάλλευση, αφού παρουσιάζει την κοινωνία σαν άθροισμα ατομικών οικογενειών. Κι αυτό ανεξάρτητα από το ποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα έχουν οι (ατομικοποιημένες) σχέσεις ανάμεσα σε δυο συζύγους.
Καθώς λοιπόν η παρέμβαση του Αλτουσέρ ξαναβρίσκει το νήμα της μαρξιστική κριτικής, είναι πολύ φυσικό να συναντά όχι απλώς αντιστάσεις αλλά και κάθε είδους ανώδυνες «ερμηνείες». Είναι συνηθισμένο, για παράδειγμα, να ισχυρίζεται κάποιος πως αποδέχεται τη φόρμουλα «η οικογένεια είναι ενας Ι.Μ.Κ.» και ταυτόχρονα να υποστηρίζει ότι το όλο πρόβλημα έγκειται στο ότι οι περισσότεροι γονείς ασπάζονται τις αστικές ιδέες (γιατί αυτές είναι σήμερα κυρίαρχες) κι έτσι ανατρέφουν με βάση αυτές τις ιδέες τα παιδιά τους. Όταν κυριαρχήσουν οι σοσιαλιστικές ιδέες η οικογένεια θα γίνει ένας «σοσιαλιστικός ιδεολογικός μηχανισμός».25
Όμως η μαρξιστική ανάλυση δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες ερμηνείες. ΟΙ Ι.Μ.Κ. δεν είναι ένα ουδέτερο πλαίσιο μέσα στο όποιο μπορούμε να τοποθετήσουμε το οποιοδήποτε περιεχόμενο, τις οποιεσδήποτε λειτουργίες. Αποτελούν δομές που καθορίζονται απόλυτα και συμπυκνώνουν τις συνολικές κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Η οικογένεια είναι ένας κοινωνικός θεσμός που η λειτουργία του κατατείνει στη διατήρηση και αναπαραγωγή της αστικής ταξικής εξουσίας σαν σύνολο. Δεν είναι κάποια ατομική υπόθεση η κάποιος «Ιδιωτικός χώρος» που απλώς «επηρεάζεται» από τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Όμως μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο στην κατεύθυνση που υποδεικνύει αυτή η τελευταία βασική θέση μας.
6. Τα υποκείμενα διαμεσολαβούν ένα ολοκληρωτισμό χωρίς όρια: τον ολοκληρωτισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση που υπάρχει στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητα της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Κ. Μαρξ, από την 6η θέση για τον Φόυερμπαχ
Ο Αλτουσέρ αναλύοντας τη θρησκευτική Ιδεολογία του χριστιανισμού καταλήγει σ' ένα ακόμα βασικό συμπέρασμα, που άφορα τη διαδικασία έγκλησης και συγκρότησης των υποκειμένων: Η έγκληση των υποκειμένων από την ιδεολογία γίνεται μέσω μιας ιδεολογικής εικόνας που παίζει το ρόλο της Αιτίας, του Υποκειμένου που απευθύνει την κατηγορική προσταγή, που υπαγορεύει το Νόμο, που Ονομάζει το (εγκαλούμενο) υποκείμενο σαν τέτοιο. Γράφει ο Αλτουσέρ: «Η πληθώρα των θρησκευτικών υποκειμένων υπάρχει μόνο με τον απαράβατο όρο ότι ταυτόχρονα υπάρχει ένα "Άλλο Υποκείμενο, Μοναδικό, Απόλυτο ο θεός... Το υποκείμενο (υπάρχει) δια του Υποκειμένου και υποταγμένο στο Υποκείμενο... το Απόλυτο Υποκείμενο κατέχει τη μοναδική θέση του Κέντρου το άτομο εγκαλείται ως (ελεύθερο) υποκείμενο για να υποταχθεί στις, εντολές του Υποκειμένου, για να αποδεχθεί επομένως την υποταγή του και δρα για να «εκτελέσει οικειοθελώς» τις πράξεις και τις χειρονομίες της υποταγής του. Δεν υπάρχει υποκείμενο παρά μόνο χάρη στην υποταγή του», (όπ. π. σελ. 112118).
Πως μπορούν οι παρατηρήσεις αυτές να μας βοηθήσουν σε μια προσέγγιση της οικογένειας; Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι αντίστοιχο όπως στη χριστιανική εκκλησία. Δεν υπάρχει ένα «οικογενειακό» ιδεολογικό υποσύνολο όπως υπάρχει το θρησκευτικό υποσύνολο. Η οικογένεια είναι ο τόπος συνάντησης περισσότερων ιδεολογικών υποσυνόλων. Το πρόβλημα όμως αυτό μπορούμε να το ξεπεράσουμε αν στρέψουμε την προσοχή μας στα υποκείμενα που συγκροτούνται μέσα στην οικογένεια.
Στο εσωτερικό της οικογένειας συγκροτούνται μια σειρά από υποκείμενα. Πρώτα απ' όλα ο σύζυγος και η σύζυγος. "Αν έχουν γεννήσει τέκνα ο σύζυγος είναι επιπλέον και πατέρας και η σύζυγος μητέρα. Τα τέκνα είναι ταυτόχρονα αναμεταξύ τους αδέλφια.
Να λοιπόν η πρώτη παρατήρηση: Στα πλαίσια της οικογένειας λαμβάνει χώρα μια πολλαπλή έγκληση του κάθε ατόμου. Το ίδιο άτομο μπορεί να εγκαλείται ταυτόχρονα σαν σύζυγος και σαν πατέρας, σαν παιδί και αδελφός (η), να ενσαρκώνει περισσότερους από έναν ρόλους.
"Αν στα πλαίσια της οικογένειας το ίδιο άτομο εγκαλείται με περισσότερους από ένα τρόπους ως υποκείμενο, αυτό σχετίζεται με το ότι στο εσωτερικό της οικογένειας δεν εντοπίζεται ένα μοναδικό Κέντρο, ένα Απόλυτο Υποκείμενο στο όποιο να αναφέρεται το κάθε υποκείμενο. Αντίθετα η οικογένεια χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα αμφίδρομων διύποκειμενικών σχέσεων όπου θα μπορούσαμε να πούμε, σε αναλογία με το σχήμα που προτείνει ο Αλτουσέρ, το κάθε υποκείμενο λειτουργεί ταυτόχρονα και ως Υποκείμενο για τα άλλα άτομα. Το κάθε άτομο σαν υποκείμενο, υποτάσσεται στα Υποκείμενα. Σαν Υποκείμενο, διαμεσολαβεί την υποταγή του υποκειμένου στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Ο άνδρας εγκαλείται από την κυρίαρχη ιδεολογία σαν σύζυγος (πράγμα που σημαίνει ότι «ελεύθερα» υποτάσσεται σε κάποιες πρακτικές, λειτουργεί έστω αρνητικά σε σχέση με κάποια καθήκοντα), από τη στιγμή που υπάρχει η Σύζυγός του. Η γυναίκα εγκαλείται σαν σύζυγος σε αναφορά με τον Σύζυγό της. Οι ίδιοι εγκαλούνται σαν πατέρας και μητέρα αντίστοιχα, μόνο από τη στιγμή που υπάρχει το Τέκνο τους.26 Το ανήλικο άτομο αναγορεύεται ιδεολογικά σε τέκνο στα πλαίσια της οικογένειας μόνο σε αναφορά με τον Πατέρα του (και τη Μητέρα του). Το τέκνο είναι και αδελφός (η) μόνο σε αναφορά με κάποιο (α) Αδελφό ΟίΧ'Ο γεννήτορας γίνεται πατέρας μέσω της κατηγορικής προσταγής που παρουσιάζονται να του απευθύνουν τα Τέκνα του, δηλαδή μέσω μιας ιδεολογίας που αναδεικνύει τους ανήλικους γόνους του σαν Τέκνα του, σαν Αίτιες που συνεπάγονται κάποιες πατρικές υποχρεώσεις και μια πατρική πρακτική. Οι γόνοι λειτουργούν σαν τέκνα καθώς τα όρια της ζωής τους χαράσσονται καθημερινά από τον Πατέρα τους και τη Μητέρα τους, «για το καλό τους», καθώς υποχρεώνονται να ακολουθήσουν τις καθημερινές προσταγές και υποδείξεις των Γονιών τους (η να αντισταθούν σ' αυτές).
Αυτές οι αμφίδρομες διυποκειμενικές σχέσεις αφήνουν να διαφανεί ένα κυρίαρχο Υποκείμενο μέσα στην οικογένεια. Είναι αναμφίβολα ο Σύζυγος - Πατέρας, δια του οποίου, κατά κύριο λόγο, ορίζονται τα υπόλοιπα υποκείμενα μέσα στην οικογένεια. Μόνο αυτός μπορεί να φέρει τον τίτλο του «οικογενειάρχη», αυτός δίνει το όνομα στη σύζυγο (του) και στα τέκνα (του). Δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε με το πρόβλημα της «πατριαρχίας» και της καταπίεσης της γυναίκας (και των παιδιών), θα συμφωνήσουμε χωρίς δισταγμό με τις θέσεις που υποδεικνύουν ότι ο σύζυγος πατέρας είναι ο κύριος φορέας της εξουσίας και της καταπίεσης μέσα στην οικογένεια. Εντούτοις θεωρούμε αναγκαίο να κάνουμε στο σημείο αυτό κάποιες παρατηρήσεις που συνάγονται από το θεωρητικό πλαίσιο που μόλις αναπτύξαμε:
Παρά την κεντρική θέση που κατέχει, ο Πατέρας δεν αποτελεί για τις ιδεολογίες που συγκροτούν την οικογένεια το Απόλυτο Υποκείμενο, το μοναδικό Κέντρο. Η έγκληση των φορέων που απαρτίζουν μια οικογένεια σε υποκείμενα δεν γίνεται, όπως είδαμε, αποκλειστικά μέσω του Πατέρα, όπως π.χ. στο χριστιανισμό, όπου όλοι οι χριστιανοί εγκαλούνται σε αναφορά με το θεό τους. Βέβαια η ανδρική κυριαρχία και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας δεν είναι τυχαία. Σαφώς συνδέεται με το πως η κυρίαρχη ιδεολογία εγκαλεί το αρσενικό σε αγόρι-άνδρα και το θηλυκό σε κορίτσι-γυναίκα. Εντούτοις οι κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγουν αυτή την ανισότητα θα πρέπει να αναζητηθούν σε ιστορικές, κυρίως, διαδικασίες και όχι στα δομικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μ' άλλα λόγια, ακόμα και στην εντελώς υποθετική περίπτωση που μέσα σε κάθε οικογένεια εγκαθιδρύονταν σχέσεις ισότητας ανάμεσα στους συζύγους, η οικογένεια δεν θα 'παύε να λειτουργεί σαν «αστικός θεσμός», αλλ' ούτε φυσικά θα χαλάρωνε η συνοχή της.
Αυτές οι παρατηρήσεις σημαίνουν επιπλέον δύο πράγματα: Ότι ο σύζυγος-πατέρας δεν είναι ο μόνος που διαμεσολαβεί μέσα στην οικογένεια τις σχέσεις εξουσίας. Ότι δηλαδή ο σύζυγος πατέρας δεν είναι μόνο «αφέντης», αλλά και εξουσιαζόμενος. Υποτάσσεται και αυτός (και) μέσα από τη λειτουργία της οικογένειας στις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και την κυρίαρχη ιδεολογία.
Υποτάσσεται στην κυρίαρχη ιδεολογία καθώς εγκαλείται δια των Τέκνων του σαν πατέρας. 'Αλλά κατά κύριο λόγο υποτάσσεται στην κυρίαρχη ιδεολογία καθώς εγκαλείται δια της Συζύγου του σαν σύζυγος. 'Εδώ πρόκειται, φυσικά, για τη συνέχεια μιας (αμφίδρομης) ιδεολογικής σχέσης που χρονολογείται πριν από το γάμο. Μιλάμε για το ερωτικό ζευγάρι, στα πλαίσια του οποίου ο (ερωτευμένος η μη) άνδρας εγκαλείται ιδεολογικά σαν εραστής δια μέσου της Ερωμένης του και (η ερωτευμένη η μη) γυναίκα εγκαλείται ιδεολογικά σαν ερωμένη δια μέσου του Εραστή της. Στην αστική κοινωνία η (μονογαμική) οικογένεια αποτελεί τη συνέχεια του (μονογαμικού) ερωτικού ζευγαριού.
Το πως η κυρίαρχη ιδεολογία διαμεσολαβείτε μέσα από τις προσωπικές σχέσεις και υποτάσσει «με την ελεύθερη θέληση τους» τα υποκείμενα που συγκροτεί, μας το δείχνει με τον τρόπο του και στη δική του γλώσσα ο Μισέλ Φουκώ, στην «Ιστορία της Σεξουαλικότητας».27
Ο Φουκώ ανασκευάζει κατ' αρχήν όλες εκείνες τις προβληματικές που υποστηρίζουν ότι η αστική εξουσία, κατά κύριο λόγο, καταστέλλει το σεξ και επιβάλλει τη σιωπή γύρω απ' αυτό. Υποστηρίζει έτσι ότι στα πλαίσια της αστικής εξουσίας εγκαθιδρύεται ένα πλήθος Λόγων γύρω και σχετικά με το σεξ, λαμβάνει χώρα μια «έκρηξη Λόγων». Μέσα απ' αυτούς τους ιδεολογικούς λόγους, και μέσα από ένα ολόκληρο πλέγμα μηχανισμών που αγκαλιάζουν, ταξινομούν και «διαμορφώνουν» ιδεολογικά ακόμα και τις λεγόμενες «διαστροφές», οργανώνεται η αστική ιδεολογική κυριαρχία πάνω στις σεξουαλικές σχέσεις.28 Το ζητούμενο για την εξουσία είναι ο έλεγχος και η ρύθμιση των σχέσεων, πράγμα που προϋποθέτει κυρίως μια ιδεολογική υπαγωγή και λιγότερο (και συμπληρωματικά) ένα σύστημα απαγορεύσεων.
Αυτή η ιδεολογική κυριαρχία συνεπάγεται έναν εξαναγκασμό σε «ομολογία της αλήθειας». Πρόκειται για μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα κυρίως στο διαπροσωπικό επίπεδο και που βιώνεται σαν «εσωτερική ανάγκη» και «ελεύθερη επιλογή» αυτού που ομολογεί.
Στην πραγματικότητα εδώ έχουμε να κάνουμε με το «πρακτικό στοιχείο» που περιέχει η έγκληση (από την κυρίαρχη ιδεολογία) των ατόμων σαν υποκείμενα'. Πρόκειται δηλαδή για μια από τις πιο σημαντικές «τεχνικές», μέσα από την οποία συγκροτείται το υποκείμενο (που ομολογεί) και υποτάσσεται στο Υποκείμενο, (που ακούει και ελέγχει). Άλλα ας δώσουμε εδώ το λόγο στον ίδιο τον Μ. Φουκώ.
«Η ομολογία της αλήθειας καταχωρήθηκε στο κέντρο των διαδικασιών διάκρισης των ατόμων από την εξουσία... Η ομολογία διαχέεται παντού: στη δικαιοσύνη, στην ιατρική, στην παιδαγωγική, στις οικογενειακές σχέσης, στους ερωτικούς δεσμούς, στα καθημερινά πράγματα και στις πιο επίσημες τελετουργίες... Ο άνθρωπος στη Δύση κατάντησε ένα ζώον ομολογητικόν... Η υποχρέωση της ομολογίας μας έρχεται τώρα από τόσο διαφορετικά σημεία, ενσωματώνεται τόσο βαθειά μέσα μας, που δεν την αντιλαμβανόμαστε πια σαν το αποτέλεσμα μιας εξουσίας που μας καταναγκάζει· νομίζουμε, αντίθετα, πως η αλήθεια, στα μύχια της ψυχής μας, δεν «ζητάει» παρά να βγει στο φως... πρέπει να έχεις σχηματίσει μιαν εντελώς ανάποδη ιδέα για την εξουσία ώστε να πιστεύεις ότι σου μιλούν για ελευθερία όλες αυτές οι φωνές που εδώ και τόσον καιρό, στον πολιτισμό μας, επαναλαμβάνουν το τρομερό κέλευμα να πρέπει να λες τι είσαι, τι έκανες, τι θυμάσαι και τι ξέχασες, τι κρύβεις και τι κρύβεται, τι δεν σκέφτεσαι και τι νομίζεις πως δεν σκέφτεσαι. Πελώριο έργο, στο οποίο η Δύση υπόταξε γενιές ολόκληρες για να πετύχει την ώρα που άλλες μορφές εργασίας εξασφάλιζαν τη συσσώρευση του κεφαλαίου την καθυπόταξη των ανθρώπων· θέλω να πω τη συγκρότηση τους σαν «υποκείμενα» με τις δύο σημασίες της λέξης», (όπ.π. σελ. 7679).
Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά στην κατ' εξοχήν «τεχνική» που συγκροτεί κοινωνικά δύο ερωτευμένους σε ζευγάρι, την «τεχνική» που σταθεροποιείται ακόμα περισσότερο μετά το γάμο.
Πρόκειται για μια «προφανή στον καθένα» πρακτική, που άφορα τον καθένα, δηλαδή τόσο τις πράξεις, του, όσο και τις σκέψεις του, τις προθέσεις του, τα συναισθήματα του κλπ. Και στις δύο όψεις της, δηλαδή τόσο σαν ομολογία, όσο και ακρόαση της ομολογίας και σαν απαίτηση για ομολογία (του άλλου) αναζητά νομιμοποίηση είτε στην ιδεολογία του «αυθόρμητου» («έτσι αισθάνομαι»), είτε στην ηθική της «ειλικρίνειας» («μόνο η ειλικρίνεια εξασφαλίζει την αγάπη»), είτε στη συμβατική οικογενειακή ηθική («εγώ τιμάω το στεφάνι μου»).
Σε κάθε περίπτωση εγκαθιδρύονται τέτοιες διαδικασίες αμοιβαίου ελέγχου, που στον ορίζοντα τους δεν υφίσταται κανένας φραγμός, κανένα όριο. Στους δημόσιους - εθνικούς μηχανισμούς (υπηρεσίες, σχολείο κλπ.) το (καπιταλιστικό) δίκαιο ορίζει τα όρια μέχρι τα όποια μπορεί να φτάσει Ο έλεγχος από τη μεριά της εξουσίας, ορίζει κάποια «απαράβατα» δικαιώματα του «πολίτη». Το ζευγάρι και η οικογένεια είναι ο τόπος όπου με βάση κάποιες «προφανείς» πρακτικές και με Ιδεολογικές συντεταγμένες τα αντιθετικά ζεύγη ειλικρίνεια - ψέμα, πίστη - απιστία κλπ., μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκκινήσει μια διαδικασία χωρίς όρια, ελέγχου, ψυχολογικού βιασμού και εξευτελισμού «ανθρώπου από άνθρωπο».
Πρόκειται γι' αυτό που η Κολοντάι ονόμασε «απόλυτη κατοχή όχι μόνο του σωματικού "εγώ" αλλά και του πνευματικού "εγώ" ενός συζύγου» και συνέχιζε: «Και η αφελής και συνεχής απρέπεια των εραστών έναντι ενός τρίτου! δύο εραστές που μόλις είχαν τον καιρό να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, βιάζονται να διακηρύξουν καθένας τα δικαιώματα του πάνω στις προσωπικές σχέσεις του όλου, να επέμβουν στην πιο προσωπική την πιο ιερή ζωή του... καθένας απ' αυτούς ανοίγει αδίστακτα την αλληλογραφία του άλλου, και γίνονται κοινή ιδιοκτησία τα γράμματα ενός τρίτου, που είναι γνωστός μόνο στον ένα από τους δύο συζύγους».29
Αυτός ο ολοκληρωτισμός χωρίς όρια είναι πάντα παρών μέσα στην καθημερινή ζωή, ακόμα κι όταν βιώνεται σαν «αυθόρμητο συναίσθημα» η «ελεύθερη επιλογή». Γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία «στρατολογεί τους πάντες». Βέβαια δεν στρατολογούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν ορισμένοι πιο φανατικοί από τους άλλους.
7. Η συγκάλυψη των σχέσεων εξουσίας και ορισμένα συμπεράσματα της ψυχανάλυσης
Το ανώτατο σημείο στο όποιο φτάνει ο υλισμός που δεν αντιλαμβάνεται την ύλικότητα σαν πραχτική δραστηριότητα, είναι η θεώρηση των ξεχωριστών ατόμων και της κοινωνίας των πολιτών.
Κ. Μαρξ, από την 9η θέση για τον Φόυερμπαχ
Η λειτουργία της οικογένειας κατατείνει με τρόπο αποφασιστικό στη διατήρηση και αναπαραγωγή των κοινωνικών (καπιταλιστικών) σχέσεων εξουσίας. Σαν ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, η οικογένεια υποτάσσει με τη λειτουργία της τα άτομα στην κυρίαρχη ιδεολογία, μέσα από ένα πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων και πρακτικών που εγκαθιδρύει. Πρόκειται για ένα τύπο διαπροσωπικών σχέσεων που κάθε στιγμή εγκυμονούν και αναπαράγουν ένα ολοκληρωτισμό χωρίς όρια, την χωρίς όρια και ορούς δηλαδή υποταγή των υποκειμένων στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Αυτή η κοινωνική λειτουργία της οικογένειας μπορεί να νομιμοποιείται και να συγκαλύπτεται όσο καταφέρνει να παρουσιάζεται σαν κάτι το κατ' εξοχήν ιδιωτικό, σαν κάτι δηλαδή άσχετο, ποιοτικά διάφορο, από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, που απλώς επηρεάζεται «εκ των υστέρων» από τις σχέσεις εξουσίας. (Μόνο απέναντι στην οικογένεια του είναι κάποιος ατομικά και εξ ολοκλήρου υπεύθυνος). "Όμως, η κοινωνική λειτουργία της οικογένειας συγκαλύπτεται και στο βαθμό που ο τύπος των σχέσεων που συνδέονται μαζί της παρουσιάζεται σαν κάτι το κατ' εξοχήν ανθρώπινο, σαν σχέσεις δηλαδή που πηγάζουν κατ' ευθείαν από την «ανθρώπινη φύση».
Γι αυτή τη συγκάλυψη των σχέσεων εξουσίας και του ολοκληρωτισμού που τις διέπει αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι θεωρητικοί της αστικής ιδεολογίας, οι θεωρητικοί του «προσώπου», της «ανθρώπινης ελευθερίας», του «ανθρώπου υποκειμένου της ιστορίας» κλπ., αριστεροί η μη. Από αυτούς οι κοινωνιολόγοι η κοινωνιολογίζοντες έχουν πάντα πολλά να πουν για την «ιδιωτική κοινωνία» και την «κοινωνία των πολιτών» που «συνθλίβεται από το κράτος» και γι' αυτό πρέπει να αντισταθεί και να εκτοπίσει την ακτίνα δράσης των δημόσιων - εθνικών μηχανισμών. Από την άλλη οι ψυχολόγοι, οι ψυχίατροι, αλλά και άλλοι, επιμένουν στην «ανθρώπινη φύση» σαν a priori βιολογική - ψυχική υποκειμενικότητα που πρέπει να ανακτήσει την ελευθερία της. Έτσι «βιολογικοποιώντας τον ψυχισμό, ψυχολογικοποιούν την Ιστορία»30, δηλαδή ανάγουν στην «ανθρώπινη ψυχολογική φύση» την καθημερινή ανθρώπινη πρακτική κι έτσι αποκρύβουν τις ιδεολογικές και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που επιβάλλουν αυτή την πρακτική.
Για την κριτική αυτής της «ψυχολογικής» εκδοχής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι νομίζουμε σημαντική η συμβολή της ψυχανάλυσης, θα αναφερθούμε εδώ σε ορισμένα από τα συμπεράσματα της ψυχαναλυτικής θεωρίας, αναγκαστικά επιγραμματικά, γιατί αλλιώς θα παρεκλίναμε από τους στόχους που θέσαμε σ' αυτό το άρθρο.
1) Το πρώτο και θεμελιακό στοιχείο είναι αναμφίβολα η διάλυση (και) από τον Φρόιντ (όπως και από τον Μαρξ) της αστικής αντίληψης για τον άνθρωπο σαν συνειδητό υποκείμενο της ζωής του, σαν «ουσίας» που εκφέρεται από το συνειδητό «εγώ» του.31 Ο Φρόιντ έδειξε, πέρα από κάθε αμφιβολία, «πως το ανθρώπινο υποκείμενο είναι κεντρόφυγο, πως αποτελείται από μια δομή που κι αυτή επίσης δεν έχει κέντρο» (Αλτουσέρ).
Σ' αυτή την κατεύθυνση ο Φρόυντ χρησιμοποίησε την παρομοίωση του Ιππέα (που συμβολίζει τη συνείδηση, το Εγώ) και του άλογου του (που συμβολίζει το ασυνείδητο, το Αυτό). Έγραφε λοιπόν ο Φρόυντ: «θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τη σχέση του Εγώ με το Αυτό μ' αυτήν του ιππέα προς το άλογο του. Το άλογο δίνει την ενέργεια για την κίνηση, ο ιππέας έχει το προνόμιο να καθορίζει το σκοπό και να καθοδηγεί την κίνηση του μεγάλου ζώου. Ωστόσο ανάμεσα στο Εγώ και στο Αυτό συμβαίνει συχνά η διόλου ιδανική περίπτωση να είναι αναγκασμένος ο ιππέας να οδηγήσει το άλογο εκεί που θέλει να πάει το ίδιο».32
2) Το δεύτερο που αξίζει να επισημάνουμε αναφέρεται στην ψυχαναλυτική θεωρία της σεξουαλικότητας, η οποία και ανασκευάζει τα πορίσματα της αστικής οικογενειακής ηθικής. Η ψυχανάλυση αποδεικνύει ότι η επίσημα αναγνωριζόμενη μονογαμική ετεροφυλόφιλη οικογενειακή ηθική δεν αποτελεί την «απαίτηση» της «ανθρώπινης φύσης». Αντίθετα, στη διαδικασία οικοδόμησης του ανθρώπινου ψυχισμού εγγράφεται πάντα σαν «ανθρώπινη δυνατότητα» η πιθανότητα της «διαστροφής». Ακόμα περισσότερο η «διαστροφή» ενυπάρχει πάντα σαν δευτερεύουσα τάση, η για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Φρόυντ, «η διάθεση προς τη διαστροφή δεν είναι κάτι το σπάνιο και το εξαιρετικό, αλλά είναι ακέραιο μέρος της φυσιολογικής διάπλασης».33 Η απώθηση της «διαστροφής» στο ασυνείδητο συνέπεια ανάμεσα στα άλλα και της οικογενειακής ηθικής διαπαιδαγώγησης αποτελεί μηχανισμό που οδηγεί στις ψυχικές πάθησης.
3) Η ψυχανάλυση όμως υποδεικνύει και αυτή από τη σκοπιά της τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινωνικό (συγγενικές δομές - οικογένεια - ιδεολογία) και στην ιδιαίτερη χροιά που αποκτά η ψυχολογική διαμόρφωση του υποκειμένου. Η μία πλευρά της διαδικασίας είναι αυτή που ήδη περιγράψαμε: Οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας εντάσσουν στο εσωτερικό τους το κάθε άτομο (σε μια θέση κυρίαρχου η κυριαρχούμενου), η κυρίαρχη Ιδεολογία εγκαλεί το άτομο σαν υποκείμενο, ήδη (πριν) τη γέννηση του. Η άλλη πλευρά της διαδικασίας, εμπίπτει ως ένα βαθμό στο αντικείμενο της ψυχανάλυσης: Πρόκειται για την «αποδοχή» της κοινωνικής ένταξης από το άτομο, για τη δυνατότητα του να συγκροτηθεί σαν υποκείμενο, για τη διαδικασία διαμόρφωσης του ψυχισμού του. Φυσικά, η ψυχική δομή σαν τέτοια, το Εγώ, το Ασυνείδητο κλπ. έχει υπεριστορικό χαρακτήρα, δεν προκύπτει από τις (συγκεκριμένες) κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. "Όμως η Ιδιαίτερη χροιά της ψυχολογικής δομής του άτομου εξαρτάται και από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η έγκληση του από την ιδεολογία, δηλαδή από την ιδιαίτερη πολιτισμική τάξη, από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, θα αναφερθούμε εδώ σε δύο ιδιαίτερα σημαντικές διαδικασίες που ανέλυσε ο ίδιος ο Φρόυντ:
α) Το πρώτο ζήτημα άφορα την ιδιαίτερη χροιά που αποκτά, σε ψυχολογικό επίπεδο, η ηθική συνείδηση. Η ψυχανάλυση έδειξε ότι η ηθική συνείδηση αντιστοιχεί αν κοιτάξουμε τα πράγματα από τη σκοπιά της ψυχικής δομής σε μια ιδιαίτερη βαθμίδα του Εγώ το Υπερεγώ, που επιφορτίζεται με το να εποπτεύει αδιάκοπα το Εγώ και να το τιμωρεί όταν παραβαίνει τους ηθικούς περιορισμούς, αλλά κι όταν ακόμα αποτυγχάνει στην τάση του για τελειοποίηση. Αποτελέσματα αυτού του ελέγχου από το Υπερεγώ είναι τα συναισθήματα ενοχής, οι τύψεις κλπ. "Όμως το Υπερεγώ δεν υπάρχει εξυπαρχής στον ψυχισμό του ανθρώπου, από το παιδί απουσιάζει αρχικά η ηθική συνείδηση. Το Υπερεγώ διαμορφώνεται σταδιακά, σαν εσωτερίκευση της εξωτερικής κατασταλτικής εξουσίας που ασκούν οι γονείς πάνω στο παιδί.34
Έτσι λοιπόν η πολιτισμική - κοινωνική τάξη, όπως αποκρυσταλλώνεται στην οικογένεια, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τύπο του Υπερεγώ, τη χροιά της ηθικής ψυχολογικής δομής που διαμορφώνεται στα άτομα.
Η υπαγωγή των ατόμων στην κυρίαρχη ιδεολογία δεν καθορίζει λοιπόν μόνο τις ιδέες τους. Επηρεάζει ακόμα και τις δομές του ψυχισμού τους, τα υποτάσσει από κάθε άποψη στο λειτουργικό που απαιτούν οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας.
Μάλιστα, επειδή μέσα στην οικογένεια, οι γονείς δεν ανατρέφουν τα παιδιά σύμφωνα με την ηθική τους, σύμφωνα δηλαδή με την ιδεολογία που αντιστοιχεί στον (πραγματικό) τρόπο ζωής τους, (σαν ενηλίκων γονέων), αλλά σύμφωνα με μια ηθική που αντανακλά αυτό που νομίζουν ότι θα έπρεπε να είναι ο τρόπος ζωής τους· επειδή ακόμα αυτό το «δέον», αυτή η ηθική που διδάσκουν οι γονείς, δεν είναι παρά αυτό που σαν τέκνα και σαν εκπαιδευόμενοι διδάχτηκαν στο παρελθόν οι ίδιοι, δηλαδή δεν είναι παρά η ηθική μιας παρωχημένης εποχής και γι' αυτό μια ηθική οπισθοδρομική - συντηρητική, (ενώ η ηθική που ανταποκρίνεται στον πραγματικό τρόπο ζωής των γονιών προέκυψε από τις νέες συνθήκες ζωής π.χ. την επέκταση της μισθωτής εργασίας που ενίσχυσε το αίτημα για ισότητα της γυναίκας και είναι κατά κανόνα μια περισσότερο προοδευτική ηθική), γι' αυτό λοιπόν η οικογενειακή διαπαιδαγώγηση και η οικογένεια βρίσκεται κατά κανόνα πίσω από την εποχή της, εκφράζει τις περισσότερο αναχρονιστικές - αντιδραστικές πρακτικές και ιδέες, αποτελεί στα πλαίσια του δυτικού καπιταλισμού τον πιο συντηρητικό θεσμό μετά την Εκκλησία.
Τα συμπεράσματα αυτά υποδείκνυε ο Φρόυντ μέσα από την ανάλυση του για το Υπερεγώ: «Οι γονείς και οι ανάλογες αυθεντίες ακολουθούν κατά κανόνα στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού τους κανόνες του δικού τους Υπερεγώ, στην ανατροφή των παιδιών τους είναι αυστηροί και απαιτητικοί... είναι ευχαριστημένοι αν τώρα ταυτιστούν Ολότελα με τους δικούς τους γονείς, που τους επέβαλαν κάποτε τους πιο αυστηρούς περιορισμούς. Έτσι το Υπερεγώ του παιδιού δεν αναπτύσσεται σύμφωνα με το πρότυπο των γονέων του, αλλά με το Υπερεγώ τους. Το Υπερεγώ αποκτά το ίδιο περιεχόμενο, γίνεται φορέας της παράδοσης και όλων των αξιών που αντέχουν στο χρόνο, που αναπαράγονται μ' αυτό τον τρόπο δια μέσου των γενεών... Το λάθος των λεγομένων ιστορικών υλιστικών αντιλήψεων έγκειται ίσως στο γεγονός, ότι υποτιμούν τον παράγοντα αυτό. Τον καταργούν με την παρατήρηση, ότι όλες οι «ιδεολογίες» των ανθρώπων δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα και εποικοδόμημα των οικονομικών συνθηκών. Αυτό είναι αλήθεια, ωστόσο όχι όλη η αλήθεια. Η ανθρωπότητα δεν ζει ποτέ ολότελα στο παρόν· το παρελθόν, η παράδοση της φυλής και του λαού, επιζούν στις ιδεολογίες του Υπερεγώ, και ενδίδουν πολύ αργά στις επιδράσεις του παρόντος και στις νέες αλλαγές».35
β) Ακόμα ο Φρόυντ υπέδειξε ότι η θέση του ανήλικου γόνου μέσα στην οικογένεια, όπου οι γονείς και ιδίως ο πατέρας, μέσα από μια άγρυπνη διαδικασία επιβράβευσης - τιμωρίας, υπαγορεύουν πλήρως την ανατροφή του, τη ζωή του, έχει κάποια συναισθηματικά αποτελέσματα που διευκολύνουν την υπαγωγή του ενηλίκου στη θρησκευτική ιδεολογία και ηθική: «Το παιδί διαπαιδαγωγείται στη γνώση των κοινωνικών του καθηκόντων μ' ένα σύστημα αμοιβών αγάπης και τιμωρίας και διδάσκεται ότι η ασφάλεια της ζωής του εξαρτάται από την αγάπη των γονέων του και των άλλων και από τη δική του σ' εκείνους. Όλες αυτές τις σχέσεις ο άνθρωπος τις μεταφέρει αργότερα αυτούσιες στη θρησκεία. Οι απαγορεύσεις και οι απαιτήσεις των γονέων εξακολουθούν να υφίστανται μέσα του σαν ηθική συνείδηση· με τη βοήθεια του ίδιου συστήματος αμοιβής και τιμωρίας κυβερνά ο θεός τον κόσμο - από την εκπλήρωση των ηθικών απαιτήσεων εξαρτάται πόση προστασία και ευτυχία θα αποδοθεί στον καθένα. Η ασφάλεια του ανθρώπου, με την οποία οπλίζεται κατά των εξωτερικών κινδύνων και του ανθρώπινου περιβάλλοντος, στηρίζεται στην αγάπη του στον θεό και στη συνείδηση ότι αγαπιέται απ' αυτόν.»36 Ίσως αυτές οι παρατηρήσεις του Φρόυντ να μην αφορούν μόνο τη συναισθηματική φόρτιση της ιδεολογικής σχέσης του πιστού με το θεό, αλλά να έχουν σημασία και για τη συναισθηματική διάσταση της ιδεολογικής σχέσης του εκμεταλλευόμενου με το κράτος και τα κέντρα άσκησης της εξουσίας γενικότερα.
8. Από τον «ιδιωτικό» στο «δημόσιο» ολοκληρωτισμό
Προσπαθήσαμε να δείξουμε στα προηγούμενα ότι η οικογένεια αποτελεί ένα μηχανισμό της αστικής εξουσίας, ένα ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, ακόμα κι όταν στη λειτουργία της δεν παρεμβαίνει το «κράτος», δηλαδή το κράτος με τη στενή έννοια, ο κατασταλτικός του μηχανισμός. Για τούτο και αυτές οι παρεμβάσεις είναι οριακές, αφορούν το νομικό πλαίσιο λειτουργίας, τη συγκρότηση η τη διάλυση μιας οικογένειας, το διακανονισμό των διύποκειμενικών σχέσεων όταν μια οικογένεια διαλύεται κλπ. Φυσικά ο κρατικός μηχανισμός «ενδιαφέρεται» ιδιαίτερα για τα ζητήματα που αφορούν την ανατροφή των παιδιών. 'Εδώ η «παράβαση του Νόμου» είναι ανεκτή στον ελάχιστο βαθμό. Όμως τα ζητήματα αυτά ξεπερνούν το αντικείμενο του άρθρου μας.
'Εδώ θέλουμε να κάνουμε μια παρατήρηση για τη σχέση ανάμεσα στην «ιδιωτική» υποταγή των υποκειμένων στην κυρίαρχη ιδεολογία, μέσα στην οικογένεια και στη «δημόσια» υπαγωγή τους στην εξουσία, μέσα στους «εθνικούς» ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως π.χ. το σχολείο, αλλά και μέσα στην κρατική διοίκηση ακόμα και μέσα στο εργοστάσιο. (Δεν αναφερόμαστε βέβαια εδώ στους κλάδους του κατασταλτικού μηχανισμού όπου «νόμιμα» αναστέλλονται τα συνταγματικά «δικαιώματα του πολίτη»: στρατός, αστυνομία, φυλακές κλπ.).
Όπως ήδη είπαμε, ο «ολοκληρωτισμός χωρίς όρια» που χαρακτηρίζει (δυνητικά) τον «Ιδιωτικό χώρο» δεν εντοπίζεται, γενικά, στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μέσα στο «δημόσιο χώρο», γιατί εκεί οι λειτουργίες και οι σχέσεις ρυθμίζονται σε αναφορά και με το δίκαιο και τα «δικαιώματα του πολίτη» που απορρέουν απ' αυτό. Η υποταγή στην εξουσία αφήνει κάποια περιθώρια «σεβασμού της προσωπικότητας του πολίτη».
Εντούτοις διαγράφεται υπό όρους, για το «δημόσιο χώρο», η δυνατότητα να γίνει και αυτός κοινωνός του Ολοκληρωτισμού που διέπει το «ιδιωτικό»: Με το να αυτοανακηρυχθεί ο «δημόσιος χώρος» σε θεματοφύλακα της καλής λειτουργίας και της ηθικής υπόστασης του «ιδιωτικού».
Το σχολείο, η «υπηρεσία», η εργοδοσία υιοθετούν δημόσια την οικογενειακή και ατομική ηθική (στις πιο συντηρητικές εκδοχές τους) και αναλαμβάνουν να την εγγυηθούν. Ο μαθητής, ο υπάλληλος, ο εργάτης, καλούνται τώρα και δημόσια να απολογηθούν, στο δάσκαλο, στον προϊστάμενο, στον εργοδότη (και ανάλογα θα «ελεγχθούν»), για το τι κάνουν και τι δεν κάνουν ιδιωτικά, για το γιατί το κάνουν και τι σκέφτηκαν και δεν το κάνουν, για το γιατί ερωτεύονται με τον ένα και όχι με τον άλλο τρόπο, γιατί κουρεύονται η δεν κουρεύονται, γιατί προτιμούν τη μόδα η γιατί δεν την προτιμούν, γιατί προτιμούν το ένα και όχι το άλλο χρώμα. Η «λογική» του «ιδιωτικού» διαχέεται τώρα μέσα στο «δημόσιο». Και είναι φυσικό, γιατί ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο δεν υπάρχουν σινικά τείχη. Αντίθετα και οι δύο χώροι διαμορφώνονται από το ίδιο «υλικό» και λειτουργούν με το ίδιο «υλικό»: τις αστικές σχέσεις εξουσίας και την κυρίαρχη ιδεολογία.
Φυσικά η διάχυση του ολοκληρωτισμού από το «Ιδιωτικό» στο «δημόσιο» δεν είναι κάθε φορά αυτονόητη. Εξαρτάται τελικά από τον πολιτικό και ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων. Και είναι γεγονός ότι μετά τη μεταπολίτευση, ο ολοκληρωτισμός του «δημόσιου» (ακόμα και στο σχολείο) είναι στη χώρα μας λιγότερο προφανής απ' ότι στο (πριν τη δικτατορία) παρελθόν.
Βέβαια και εδώ υπάρχουν εξαιρέσεις και μάλιστα μερικές είναι εξαίρεσης τραγικές: Στη μπροσούρα - απόφαση του Κ.Σ. της ΚΝΕ «Για την αγωνιστική ταξική πατριωτική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας» (έκδ. 'Οδηγητής, 1977) που περιλαμβάνει και μια σχετική με 1ό θέμα εισήγηση του Γρ. Φαράκου, μπορούμε να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο τυπικά παραδείγματα της υιοθέτησης από το «δημόσιο», το Κόμμα, του ολοκληρωτισμού που διέπει το «ιδιωτικό», την προσωπική ζωή και την οικογένεια.
Το Κόμμα υιοθετεί αρχικά την κυρίαρχη αστική οικογενειακή ηθική: «Τη στάση των νέων απέναντι στην οικογένεια πρέπει να τη διακρίνει ο σεβασμός και η αγάπη για τους γονείς και όλη την οικογένεια... Είναι απαράδεκτο, πριν απ' όλα για τα μέλη και τα στελέχη της ΚΝΕ, η ρήξη των δεσμών με την οικογένεια, η εγκατάλειψη, η αδιαφορία, η έλλειψη σεβασμού, η αυθάδεια κλπ.» (σελ. 28). «Και ιδιαίτερα, βέβαια, σοβαρό είναι το πρόβλημα με τα κορίτσια. Είναι μια παράδοση της ελληνικής οικογένειας... Τέλος πάντων δεν μπορεί η κοπέλλα να πηγαίνει συνέχεια κάθε βράδυ στις 1 και στις 2 τη νύχτα στο σπίτι της» (Φαράκος, όπ.π. σελ. 44). «Τα μέλη και τα στελέχη της ΚΝΕ πρέπει να έχουν σταθερές αισθηματικές σχέσεις που να στηρίζονται σε ευγενικά αισθήματα, σε στέρεους συναισθηματικούς δεσμούς» (σελ. 30).
Στη συνέχεια το Κόμμα χρίζεται θεματοφύλακας της οικογενειακής ηθικής (των μελών του) και αναλαμβάνει να πάρει τα «προσήκοντα» μέτρα: «Η οργάνωση δεν κρατά πάντα αποφασιστική στάση. Δεν ασχολείται όσο πρέπει συστηματικά με το πρόβλημα της στάσης των νέων απέναντι στην οικογένεια» (σελ. 28) «Είναι ανάγκη τα ζητήματα που συνδέονται με την αισθηματική ζωή των μελών μας να απασχολούν γενικά τις οργανώσεις», (σελ. 30) «Δεν είναι ανάγκη να πάτε με ύφος ελεγκτή να του πείτε: τι κάνεις με την κοπέλα σου; Η συζήτηση να έρχεται φυσικά». (Φαράκος, σελ. 48) «Μπορεί... και να 'χουμε ορισμένες διαγραφές. Αλλ' αυτό δεν πρέπει να μας σταματήσει, να μην προχωρήσουμε στη μαζική στρατολογία, με την ταυτόχρονη προσπάθεια που κάνουμε για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας». (Φαράκος, σελ. 50).
Ο σκοπός όλων αυτών είναι βέβαια η «αφομοίωση» και ο έλεγχος των μελών. «Η ανάπτυξη (της ΚΝΕ) γίνεται πολύ πιο γρήγορα απ' όσο χρειάζεται για να αφομοιωθούν τα νέα μέλη, αν η δουλειά αυτή αφεθεί... στις συνηθισμένες μορφές αφομοίωσης των νέων μελών» (Φαράκος, σελ. 36).
Όμως, είναι πια προφανές, δεν πρόκειται για την «αφομοίωση» σε μια επαναστατική στρατηγική, αλλά για τη χειραγώγηση από ένα μηχανισμό μέσα στον όποιο κυριαρχεί πλέον απόλυτα η αστική ιδεολογία. Για μια ακόμα φορά, η χειραγώγηση, εφ' όσον υπήρχε η «αναγκαιότητα» να πάρει βίαιες μορφές, υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τη «λογική» της οικογένειας.
9. Συμπεράσματα
Λοιπόν, αφού αποκαλύφτηκε η γήινη οικογένεια σαν το μυστικό της αγίας οικογένειας, πρέπει τώρα αυτή η ίδια η γήινη οικογένεια να υποβληθεί σε θεωρητική κριτική καινά ανατραπεί στην πράξη.
Κ. Μαρξ, από την 4η θέση για τον Φόυερμπαχ
Η οικογένεια, στη σύγχρονη μορφή της, αποτελεί ένα κοινωνικό θεσμό που με τη λειτουργία του συμβάλλει αποφασιστικά στη σταθεροποίηση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας.
Σαν μονάδα κατανάλωσης και τόπος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η οικογένεια συμβάλλει στη δημιουργία και αναδημιουργία των κοινωνικών προϋποθέσεων που διασφαλίζουν την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Απομονώνει και ατομικοποιεί τους όρους ύπαρξης των φορέων της παραγωγής και πρώτα απ' όλα του εργάτη, που τον διαμορφώνει σαν «άτομο», σαν «ατομικό εμπορευματοκάτοχο» (της εργατικής του δύναμης). Επιβάλλει την οικιακή εργασία η οποία κι όταν ακόμα δεν αναπαράγει την υπαγωγή της γυναίκας στον άνδρα, (πράγμα σπάνιο), εγχαράσει στους φορείς της παραγωγής την ιδεολογία της ατομικής ιδιοκτησίας («σπίτι μου»). Αναπλάθει τέλος η οικογένεια την εικόνα μιας κοινωνίας όπου τα βασικά της στοιχεία δεν είναι οι κοινωνικές τάξεις αλλά τα άτομα (που συγκροτούν οικογένειες).
Επιβάλλει δηλαδή η οικογένεια ένα «ιδιωτικό τρόπο ζωής» που είναι σύμφωνος με τις οικονομικές, πολιτικές, δικαιακές και ιδεολογικές μορφές της καπιταλιστικής εξουσίας. Με την έννοια αυτή η λειτουργία της εντάσσεται στη συνολική λειτουργία του αστικού κράτους, που είναι η διατήρηση και διευρυμένη αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας και υποταγής. Η οικογένεια αποτελεί ένα ιδεολογικό μηχανισμό του (αστικού) κράτους.
Μέσα στην οικογένεια, η υπαγωγή των ατόμων στην κυρίαρχη ιδεολογία, η επιβολή των κοινωνικών ρόλων που απαιτεί η καπιταλιστική εξουσία, διαμεσολαβείται από τις διυποκειμενικές σχέσεις, από τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Αυτό επιτρέπει στην κυρίαρχη ιδεολογία να παρουσιάζει την οικογένεια σαν κάποιο «ιδιωτικό χώρο», σαν μια «ιδιωτική κοινωνία», έξω και πέρα από το κράτος και τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Επιτρέπει ακόμα στην αστική ιδεολογία και ηθική να παρουσιάζεται σαν η «λογική» που πηγάζει από τη «φύση του ανθρώπου». Παρουσιάζεται έτσι η οικογένεια σαν υπεριστορικό αποτέλεσμα της «αιώνιας» ανθρώπινης «φύσης» και όχι σαν ιστορική κοινωνική δομή που συνδέεται με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Όμως οι διυποκειμενικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, όχι μόνο δεν αποτελούν ένα «ιδιωτικό χώρο» πέρα από τις ταξικές σχέσεις εξουσίας, αλλά διαμεσολαβούν και διασφαλίζουν μια χωρίς όρους και όρια υποταγή των υποκειμένων. δηλαδή τελικά των λαϊκών τάξεων στην κυρίαρχη ιδεολογία. Οι διυποκειμενικές σχέσεις δεν εκφέρουν έτσι την «ελευθερία», αλλά ένα ολοκληρωτισμό χωρίς όρια, τον Ολοκληρωτισμό της αστικής εξουσίας.
Η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι η κοινωνία της «ατομικής ελευθερίας». Είναι η κοινωνία της ατομικής υποταγής, του ατομικού ελέγχου, του χωρίς όρια ολοκληρωτισμού πάνω στο άτομο. Μ' άλλα λόγια η εξουσία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία ασκείται και στο ατομικό επίπεδο, δηλαδή προϋποθέτει τη συγκρότηση των φορέων της παραγωγής σε άτομα - πολίτες (με δικαιώματα και υποχρεώσεις) και τον ατομικό έλεγχο τους. Ακριβώς γι' αυτό, με σημείο αναφοράς και πάλι τον «ιδιωτικό χώρο» και την οικογένεια, ο ολοκληρωτισμός του «Ιδιωτικού» μπορεί υπό όρους να επεκταθεί και να αγκαλιάσει το «δημόσιο χώρο».
1. Αλέκας Παπαρήγα, «Για την απελευθέρωση της γυναίκας», έκδ. Σύγχρονη Εποχή 1982.
2. Οπ.π. σελ. 82
3. "Οπ. π. σελ. 3 και 102.
4. «Κάθε ρύθμιση της λεγόμενης δουλειάς στο σπίτι παρουσιάζεται αμέσως σαν άμεση επέμβαση στην patria potestas [πατρική εξουσία], ένα βήμα που πολύν καιρό το αβρό αγγλικό κοινοβούλιο προσποιούνταν πως τρόμαζε να το κάνει. Η δύναμη όμως των γεγονότων ανάγκασε ν' αναγνωριστεί τελικά ότι η μεγάλη βιομηχανία, διαλύοντας την οικονομική βάση της παλιάς οικογένειας και την αντίστοιχη της οικογενειακή εργασία, διαλύει μαζί κι αυτές τις ίδιες τις παλιές οικογενειακές σχέσεις... Γι αυτό είναι φυσικά εξίσου κουτό να θεωρούμε απόλυτη τη χριστιανική γερμανική μορφή της οικογένειας, όσο θα ‘ταν αν θεωρούσαμε τέτοια την αρχαία ρωμαϊκή, fj την αρχαία ελληνική, η την ανατολίτικη, που κατά τα αλλά η μια με την άλλη αποτελούν μιαν Ιστορική σειρά εξέλιξης" Κ. Μαρξ "Το Κεφάλαιο" τ. Ι, σελ. 505506, εκδ. Μόρφωση
5. Otto Ruble, «Das Kommunistische Schulprogramm, Berlin - Wilmersdorf 1920, σελ. 89. (Φωτογραφική επανέκδοση από τις εκδόσεις Karin Kramer Verlag Berlin).
6. Βλ. Α. Κολοντάι, «Κομμουνισμός και οικογένεια» σελ. 27 (έκδ. Λάβα, 1974).
7. «ΟΙ σχέσεις μεταξύ των φύλων, μέσα στα όρια μιας ορισμένης ομάδας, επηρεάζουν βαθειά την έκβαση της πάλης μεταξύ των αντιμαχομένων κοινωνικών τάξεων... Για την εργατική τάξη, μια μεγαλύτερη ευκαμψία, μια μικρότερη σταθερότητα της ένωσης των φύλων, συμφωνούν απόλυτα και μάλιστα απορρέουν άμεσα από τα θεμελιώδη καθήκοντα αυτής της τάξης. Η άρνηση της υποταγής στο γάμο σπάει τους τελευταίους τεχνητούς δεσμούς της αστικής οικογένειας. Αντίθετα, ο παράγοντας της υποταγής ενός μέλους της τάξης σ' ένα άλλο, όπως και ο παράγοντας της ιδιοκτησίας, είναι εχθρικός στην ψυχολογία του προλεταριάτου». Α. Κολοντάι, «Οι σχέσεις των δύο φύλων και ο μαρξισμός», έκδ. Γκοβόστη, σελ. 9 και 25.
8. «Η ιδέα της απόλυτης κατοχής, όχι μόνο του σωματικού "εγώ", αλλά και του πνευματικού "εγώ" ενός συζύγου, το ιδεώδες που παραδέχεται διεκδίκηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πάνω στον πνευματικό και ηθικό κόσμο του αγαπωμένου όντος, είναι ένα ιδεώδες που σχηματίστηκε ολοκληρωτικά και καλλιεργήθηκε από την αστική τάξη...» όπ. π. σελ. 14.
9. «Οι καπιταλιστές δεν αγνοούν το γεγονός ότι η παλιά οικογένεια, με τη γυναίκα σκλάβα και τον αντρα υπεύθυνο για τη συντήρηση της οικογένειας, είναι το καλύτερο όπλο για να πνίξουν την προλεταριακή προσπάθεια για ελευθερία...» Α. Κολοντάι, «Κομμουνισμός...» σελ. 32.
10. «Η αντίληψη της ανισότητας των φύλων ακόμη και στο επίπεδο της ψυχοφυσιολογίας, υποχρεώνει την εφαρμογή σταθερά διαφορετικών μέτρων για την ίδια πράξη, ανάλογα με το φύλο που την εκτελεί... Συνηθίσαμε να υπολογίζουμε τη γυναίκα όχι σαν προσωπικότητα... αλλά σαν εξάρτημα του άντρα» Κολοντάι, «ΟΙ σχέσεις...» σελ. 17 και 19.
11. Αναφέρεται στο «Η σοσιαλιστική επανάσταση και Ο αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας» έκδ. θεωρία, 1982, σελ. 63.
12. Βλ. «Η σοσιαλιστική...» όπ. π. και Anja Meulenbelt, «Φεμινισμός και σοσιαλισμός», Νέα Σύνορα 1983.
13. «Η Ιστορία δεν εγνώρισε ποτέ τέτοια πολλαπλότητα μορφών ένωσης: Τον αδιάλυτο γάμο με τη σταθερή οικογένεια και πλάι σ' αυτήν, την ελεύθερη πρόσκαιρη Ένωση, τη μυστική μοιχεία στο γάμο και τη συμβίωση της νέας με τον εραστή της· τον «άγριο» γάμο, το γάμο με δύο και το γάμο με τρεις και ακόμη την περίπλοκη μορφή του γάμου με τέσσερεις, χωρίς να μιλήσουμε για τις πολλαπλές ποικιλίες της πορνείας... Το καθήκον είναι ακριβώς να συλλάβουμε, μέσα στο χάος των σημερινών αντιφατικών σεξουαλικών προσταγμάτων, τα περιγράμματα των αρχών που ανταποκρίνονται στο πνεύμα της ανερχόμενης επαναστατικής τάξης... Η σεξουαλική κρίση είναι άλυτη χωρίς θεμελιώδη μεταρρύθμιση της ανθρώπινης ψυχολογίας, χωρίς την αύξηση του «ερωτικού δυναμικού». Αυτή όμως η ψυχική μεταρρύθμιση εξαρτάται Ολοκληρωτικά, άπο τη βασική αναδιοργάνωση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μας πάνω σε κομμουνιστικές βάσεις» Α. Κολοντάι, «Οι σχέσεις...» σελ. 1213.
14. Βλ. Σαρλ Μπετελέμ, «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ» εκδ. Ράππα.
15. Ο Τροτσκι έγραψε το 1937: «Η γνήσια χειραφέτηση της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς μια συνολική ανάπτυξη της οικονομίας και της κουλτούρας, χωρίς την καταστροφή της μικροαστικής οικονομικής οικογενειακής μονάδας, χωρίς την κοινωνικοποίηση της παρασκευής των μέσων διατροφής και της εκπαίδευσης... Σε πλήρη αντίφαση με το αλφάβητο του κομμουνισμού, η άρχουσα κάστα αποκατάστησε τον πιο αντιδραστικό και σκοταδιστικό πυρήνα του ταξικού καθεστώτος, τη μικροαστική οικογένεια... Το πιο ισχυρό ελατήριο της σημερινής λατρείας για το θεσμό της οικογένειας είναι δίχως αμφιβολία η ανάγκη που νιώθει η γραφειοκρατία να δημιουργήσει μια σταθερή ιεραρχία στις κοινωνικές σχέσεις και μια νεολαία πειθαρχημένη» Αναφέρεται στο «Η σοσιαλιστική επανάσταση...» σελ. 64 65.
16. Το 1935 η Ομάδα των σουρρεαλιστών γύρω από τον Α. Μπρετόν εκδίδει μια μπροσούρα όπου αναφέρεται: «Ας περιοριστούμε στην καταγραφή της ταχύτατης παλίνδρομης πορείας που αποφασίζει πως, μετά την πατρίδα είναι η σειρά της οικογένειας να αναδυθεί άθικτη μέσα από την ψυχορραγούσα ρωσική Επανάσταση... Σ' αυτό το καθεστώς, σ' αυτόν τον ηγέτη, είμασε υποχρεωμένοι να γνωστοποιήσουμε επίσημα τη δυσπιστία μας». Αναφέρεται στο M. Nadeau, «Η ιστορία του σουρρεαλισμού» έκδ. Πλέθρον 1978.
17. Ο Ράιχ υποστηρίζει ότι «η σεξουαλική καταπίεση και η σεξουαλική μιζέρια είναι απαραίτητα στοιχεία για την καπιταλιστική οικονομική τάξη» («Η πάλη των τάξεων και η ψυχανάλυση», έκδ. Ελεύθερος Τύπος, σελ. 31) και θεωρεί την οικογένεια σαν ένα από τους βασικούς μηχανισμούς για την παρεμπόδιση της σεξουαλικότητας.
18. Α. Κολοντάι, «Κομμουνισμός...» ofV· 23.
19. Βλ. και Γ. Μηλιού. «Εκπαίδευση και εξουσία, κριτική της καπιταλιστικής εκπαίδευσης» έκδ. Αγώνας, 1981, σελ. 79 83.
20. Βλ. Κ. Μαρξ, Φ. "Ένγκελς, «Η Γερμανική Ιδεολογία» όπ. π. σελ. 255.
21. Ο Μαρξ στο πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» περιγράφει π.χ. τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής των λαϊκών τάξεων τον 19ο αιώνα, με την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των πόλεων και την κατεδάφιση των φτωχών συνοικιών. Στη συνέχεια παραθέτει μια υγειονομική έκθεση του 1866 όπου αναφέρεται ότι στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου υπήρχε «τέτοια άρνηση κάθε αισθήματος αιδούς, τέτοιο βρωμερό ανακάτωμα σωμάτων και σωματικών λειτουργιών, τέτοια αποκάλυψη σεξουαλικής γύμνιας, που όλα αυτά είναι χτηνώδη και όχι ανθρώπινα», τόμος Α', σελ. 681.
22. Σχετικά με τον εκπαιδευτικό μηχανισμό βλ. Γ. Μηλιού, οπ. π.
23. Ο Αλτουσέρ συνοψίζει ως έξης τις θέσεις του για τους Ι.Μ.Κ.: «1) Όλοι οι Ι.Μ.Κ. τείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή των σχέσεων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. 2) Καθένας τους επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό με ιδιαίτερο τρόπο... 3) Η συγχορδία αυτή υπακούει στο ρυθμό μιας και μόνης παρτιτούρας, που ταράζεται κάθε τόσο από αντιφάσεις: την παρτιτούρα της ιδεολογίας της σημερινής κυρίαρχης τάξης... 4) Μέσα σε τούτη τη συναυλία ένας Ι.Μ.Κ. παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. έστω ον δεν ακούει κανείς τη μουσική του: είναι τόσο αθόρυβος! Πρόκειται για το σχολείο... Αυτό ζευγαρώνεται με την οικογένεια, όπως ζευγαρωνότανε άλλοτε με την οικογένεια η εκκλησία» στο Λ. Αλτουσέρ «θέσεις», έκδ. θεμέλιο σελ. 9293 και 95.
24. όπ. π. σελ. 106 και 109.
25. Βλ. και L. Althusser, «Note sur les Appareils ideologiques d' Etat» (Δεκέμβριος 1976). ανέκδοτο στα γαλλικά. μεταφράστηκε στη Γερμανία από τον Ρ. Schöttler υπό τον τίτλο «Anmerkung über die ideologischen Staatsapparate», VSA.
26. Στην καθημερινή ειδησεογραφία ο πιστός είναι μια αφηρημένη κατηγορία: «ένας πιστός», «πλήθη πιστών». Αντίθετα ο πατέρας είναι κατά κανόνα συγκεκριμένος: «πατέρας δύο τέκνων».
27. Μ. Φουκώ, «Ιστορία της σεξουαλικότητας», έκδ. Ράππα 1982. Για μια κριτική του θεωρητικού συστήματος του Φουκώ βλ. Dominique Lecourt, «Pour une Critique de 1' Epistemologie (Bachelard, Canguillem, Foucault)» Maspero 1972 και Ντομινίκ Λεκούρ, «Έτεροδοξία Επανάσταση;», έκδ. Αγώνας.
28. «...θεσμική παρότρυνση να μιλάς για το σεξ, και να μιλάς όλο και περισσότερο γι' αυτό· εμμονή των φορέων της εξουσίας ν' ακούνε να μιλάς γι' αυτό και να κάνουν και την ίδια να μιλάει με απερίφραστη διατύπωση και με τις απεριόριστα συσσωρευόμενες λεπτομέρειες» Φουκώ όπ. π. σελ. 28.
29. Α. Κολοντάι, «Οι σχέσεις...» σελ. 15, 16.
30. Από το άρθρο του S. Giudicelli, σ' αυτό το τεύχος, των θέσεων.
31. Βλ. και Λ. Αλτουσέρ, «Φρόυντ και Λακάν» στο «θέσεις», έκδ. θεμέλιο, όπως και το άρθρο του S. Giudicelli για την έννοια της αλλοτρίωσης.
32. S. Freud, «Neue Folge der Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse» Fischer 1969 σελ. 66. Το απόσπασμα αυτό ανεπιτυχώς μεταφρασμένο, όπως και όλο το βιβλίο, στο «Νέα σειρά παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση» έκδ. Επίκουρος, σελ. 78.
33. Σ. Φρόυντ, «Σεξουαλική ψυχολογία», Βιβλιοθήκη για όλους, σελ. 56.
34. Βλ. S. Freud, «Neue Folge...» σελ. 5455. Κακά μεταφρασμένο στο «Νέα σειρά...» σελ. 64.
35. Σ. Φρόυντ, «Νέα σειρά..
36. "Οπ.π. σελ. 161.