Η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε μια ύφεση, που ενδέχεται να είναι σοβαρή. Αυτό, γενικά, οφείλεται στο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του '90 δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την καθοδική τάση που τη μάστίζε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η υπερ-δυναμικότητα και η υπερπαραγωγή του διεθνούς βιομηχανικού τομέα, που ευθυνόταν για τη μειωμένη κερδοφορία και, κατά συνέπεια, για τη μακροχρόνια στασιμότητα, δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα, με αποτέλεσμα τα θεμέλια μιας ταχύρυθμης συσσώρευσης κεφαλαίου να παραμένουν αποδυναμωμένα. Στο ευρύτερο πλαίσιο μιας συνεχιζόμενης επιβραδυνόμενης μεγέθυνσης, στην κλίμακα του συστήματος συνολικά, καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, η οικονομία των ΗΠΑ κατέγραψε όντως μια ισχυρή επέκταση, και χρησίμευσε ως ο κύριος κινητήρας της διεθνούς οικονομικής μεγέθυνσης. Ωστόσο, και οι δύο κύριες κινητήριες δυνάμεις της μεγέθυνσης των ΗΠΑ εξαντλήθηκαν, και τίποτα ορατό δεν φαίνεται να τις αντικαθιστά.
Στα τέλη του 1993, η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε σε μια τροχιά που φαινομενικά αποτελούσε τομή σε σχέση με τη μακροχρόνια στασιμότητα. Η τομή αυτή είχε τις ρίζες της σε μια σημαντική, αν και όχι πλήρη, αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους του βιομηχανικού κλάδου, η οποία προσέφερε την αρχική βάση μιας εντυπωσιακής επιτάχυνσης της συσσώρευσης κεφαλαίου, και κατά συνέπεια, της αύξησης της παραγωγικότητας, που πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν στην οικονομία ως σύνολο και διάρκεσαν μέχρι το τέλος της χιλιετίας. Ωστόσο, η αναζωογόνηση της κερδοφορίας αναστράφηκε κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας, καθώς το ποσοστό κέρδους του βιομηχανικού τομέα σημείωσε μια απότομη πτώση, παρασύροντας το ποσοστό κέρδους των μη χρηματιστικών εταιρειών, και ακυρώνοντας ένα μεγάλο μέρος της πραγματικής βάσης της μεγέθυνσης.
Εν τω μεταξύ, ενώ το ποσοστό κέρδους του βιομηχανικού τομέα σημείωνε στασιμότητα και πτώση μεταξύ 1995 και 2000, η χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ απογειωνόταν στη μεγαλύτερη κούρσα της ιστορίας της, αντικαθιστώντας την αναζωογόνηση της βιομηχανίας στο ρόλο της ως κύριου κινητήρα μεγέθυνσης της οικονομίας. Αυτό το πέτυχε με τη δυνατότητα που προσέφερε στις επιχειρήσεις να αποκτήσουν μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση στη χρηματοδότηση, είτε μέσω της πώλησης των σε μέγιστο βαθμό υπερτιμημένων μετοχών τους, είτε με τη χρησιμοποίηση του στο μέγιστο βαθμό υπερτιμημένου στα χαρτιά ενεργητικού τους, ως πρόσθετου στοιχείου για την εξασφάλιση δανείων. Βασιζόμενες στο πρακτικά χωρίς κόστος κεφάλαιό τους, οι επιχειρήσεις όντως διατήρησαν και επιτάχυναν την επενδυτική έκρηξη κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, και επέτυχαν ουσιαστικά, αν και συχνά λιγότερο διογκωμένα από ό,τι υποστηρίζεται, οφέλη στη μεγέθυνση της παραγωγικότητας. Η οικονομία συνέχισε να μεγεθύνεται γρήγορα. Ωστόσο, οι αυξανόμενες επενδύσεις των επιχειρήσεων οδήγησαν σε μείωση των αποδόσεων – παρά το γεγονός ότι αυτό συνοδευόταν τόσο από μια εντονότερη μεγέθυνση της παραγωγικότητας, όσο και από μια εντονότερη μεγέθυνση της καταναλωτικής ζήτησης. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων αποδείχτηκε υπερεπένδυση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ενταθεί ακόμα περισσότερο η ήδη υπάρχουσα υπερ-δυναμικότητα της βιομηχανίας σε διεθνή κλίμακα. Η φούσκα του χρηματιστηρίου, και το ανοδικό οικονομικό κύμα που τη στήριζε, αφού ανέβηκε στη στρατόσφαιρα, σε πλήρη αντίθεση προς τα υφιστάμενα κέρδη, ήταν υποχρεωμένα να προσγειωθούν ανώμαλα, και αυτό βεβαίως συνέβη.
Όταν η φούσκα τελικά έσκασε το 2000, η οικονομία είχε μείνει χωρίς καμιά από τις κινητήριες δυνάμεις που θα μπορούσαν να της προσδώσουν κάποια ώθηση: χωρίς τα αυξημένα βιομηχανικά κέρδη, αλλά και χωρίς το φαινόμενο πλουτισμού μέσω των αυξημένων τιμών των μετοχών. Η οικονομία καταβλήθηκε, κυρίως από το «ανάστροφο φαινόμενο πλουτισμού» της χρεοκοπίας του χρηματιστηρίου. Καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έβλεπαν ένα μεγάλο μέρος του πλούτου που είχαν επενδύσει σε τίτλους να εξανεμίζεται, και η αξία των μετοχών τους μειωνόταν συνεχώς, ήταν λιγότερο πρόθυμοι να δανειστούν και επομένως λιγότερο ικανοί και λιγότερο διατεθειμένοι να επενδύσουν και να καταναλώσουν. Ο λόγος δανεισμού των επιχειρήσεων προς το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα και οι ρυθμοί της αποταμίευσης άρχισαν να αυξάνονται αισθητά.
Ωστόσο, το κυρίαρχο πρόβλημα ήταν η τεράστια απειλή της υπερβάλλουσας δυναμικότητας. Το πρόβλημα αυτό αποκαλύφθηκε τώρα σ' όλο του το μέγεθος, καθώς έφθινε η καταναλωτική ζήτηση και η επενδυτική ζήτηση που μέχρι τότε υποστηρίζονταν από το φαινόμενο πλουτισμού της φούσκας των τιμών των μετοχών. Οι επιχειρήσεις αφέθηκαν να κατέχουν ένα τεράστιο όγκο εργοστασίων, εξοπλισμού και λογισμικού που είχαν πρόσφατα αγοράσει, να είναι όμως ανίκανες να πωλήσουν τα προϊόντα αυτών των εργοστασίων σε τιμές τέτοιες που να καλύπτουν τα κόστη τους.
Η βιομηχανική κερδοφορία, που είχε ήδη σημειώσει μια σημαντική πτώση μεταξύ των ετών 1997 και 2000, τώρα πραγματοποιούσε μια κανονική βουτιά. Απέναντι σε μια τέτοια υπερ-δυναμικότητα, οι επενδύσεις ήταν φυσικό να καταρρεύσουν, πυροδοτώντας την κλασική καθοδική σπείρα που χαρακτήριζε την καπιταλιστική ανάπτυξη πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι λοιπόν, οι φθίνουσες παραγγελίες μέσων παραγωγής οδηγούν σε άνοδο της ανεργίας, υψηλό αριθμό πτωχεύσεων και αθετήσεων πληρωμών δανείων, τα οποία με τη σειρά τους καταλήγουν στη μείωση τόσο της καταναλωτικής, όσο και της επενδυτικής ζήτησης, κοκ.
Καθώς βυθιζόταν η οικονομία των ΗΠΑ, συμπαρέσυρε μαζί της την παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια οικονομία είχε αρχίσει να κινείται έντονα καθοδικά το 1997-1998, υπό την επήρεια της κρίσης που εμφανίστηκε στην Ανατολική Ασία. Ωστόσο, είχε προσωρινά αποφύγει την ύφεση, ή τα χειρότερα, χάρη στην τεράστια αύξηση της ζήτησης, και επομένως των εισαγωγών, από τις ΗΠΑ, που συνόδευαν την τελευταία και περισσότερο φρενήρη φάση της φούσκας της χρηματιστηριακής αγοράς. Ωστόσο σήμερα η παγκόσμια οικονομία, χωρίς την επέκταση της οδηγούμενης από τη φούσκα ζήτησης των ΗΠΑ, έχει λίγα μέσα στη διάθεσή της προκειμένου να συνεχίσει να μένει στην επιφάνεια. Μια αλληλο-ενισχυόμενη διεθνής καθοδική κίνηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ένα εξασθενίζον παγκόσμιο σύστημα
Η σοβαρότητα της βύθισης στην ύφεση, που είναι ήδη έκδηλη, θα προκαλέσει μικρότερη έκπληξη αν λάβουμε υπ' όψη μας τους σημαντικούς περιορισμούς της ανάπτυξης στη δεκαετία του 1990, που μέχρι τώρα σε σημαντικό βαθμό αγνοήθηκαν.
Στη διάρκεια του επιχειρηματικού κύκλου της δεκαετίας του 1990, η οικονομική επίδοση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών συνολικά ήταν, σύμφωνα με όλους τους κοινά αποδεκτούς δείκτες – μεγέθυνση του ΑΕΠ, κατά κεφαλή εισόδημα, παραγωγικότητα της εργασίας και πραγματικοί μισθοί, όπως επίσης και ύψος της
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Φθίνουσα οικονομική δυναμικότητα
(μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή)
60-69
69-79
79-90
90-00
Α.Εγχ.Π.
ΗΠα
4,6
3,3
2,9
3,2
Ιαπωνία
10,2
5,2
4,6
1,3
Γερμανία
4,4
3,6
2,15
1,9
Ευρωζώνη 12
5,3
3,7
2,4
2
G7
5,1
3,6
3
3,1
Α.Εγχ.Π.
κατά κεφαλή
ΗΠα
3,3
2,5
1,9
2,35
Ιαπωνία
9
3,4
4
1,1
Γερμανία
3,5
2,8
1,9
4,3
G-7
3,8 (60-73)
2,1 (73-79)
1,9
1,8
Παραγωγικότητα εργασίας της συνολικής οικονομίας (Α.Εγχ.Π/απασχ.)
ΗΠα
2,5
1,3
1,15
1,8
Ιαπωνία
8,6
4,4
3
0,9
Γερμανία
4,3
3
1,5
1,7
Ευρωζώνη 11
5,2
3,2
1,9
1,6
G7
4,8 (60-73)
2,8 (73-79)
2,55
Πραγματικές αμοιβές στο σύνολο της οικονομίας (ανά απασχολούμενο)
ΗΠα
9,7
2,7
0,7
1,3
Ιαπωνία
7,3
5
1,6
0,5
Γερμανία
5,1
4,3
1,1
0,95
Ευρωζώνη 11
5,6
4
0,8
0,6
ΗΠα
4,8
6,21
7,1
5,25
Ιαπωνία
1,4
1,7
2,5
3,5
Γερμανία
0,8
2,05
5,77
8,2
ΕΕ 15
2,3
4,6
9,1
9,9
G7
3,1 (60-73)
4,9 (73-79)
6,8
6,6
Απόθεμα κεφαλαίου εκτός κατοικιών (ιδιωτική επιχειρηματική οικονομία)
ΗΠΑ (καθαρό)
3,9
3,8
3
2,9
Ιαπωνία (ακαθάρ.)
11,3
9,5
6,9
5,0 (95-98)
Γερμανία (ακαθάρ.)
6,6
4,5
3
G7 (ακαθάριστες)
4,8
4,6
3,9
ανεργίας – κατώτεροι αυτών της δεκαετίας του 1980, οι οποίοι ήταν επίσης κατώτεροι αυτών της δεκαετίας του 1970, οι οποίοι, με τη σειρά τους, βεβαίως, απείχαν πολύ από τους δείκτες των δεκαετιών του 1960 και 1950 (βλ. πίνακα 1). Με άλλα λόγια, όσο ευρύτερα εφαρμόζονταν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα απελευθέρωσης των αγορών, τόσο λιγότερο ικανή εμφανιζόταν η οικονομία του καπιταλιστικού πυρήνα να διανείμει τα αγαθά, ιδίως στους εργαζόμενους. Για τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο συνολικά, η αύξηση των μισθών στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας είναι η μικρότερη της μεταπολεμικής περιόδου, η ανεργία κυμαίνεται σε επίπεδα κοντά στο μέγιστο της μεταπολεμικής περιόδου (εξαιρουμένων των ΗΠΑ), και το κράτος πρόνοιας περιστέλλεται, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς. Και αυτό συνέβη παρά την τεράστια ώθηση που γνώρισε η παγκόσμια οικονομία από την οικονομική άνθηση των ΗΠΑ.
Οι μύθοι της οικονομικής άνθησης των ΗΠΑ: Η Νέα Οικονομία ως ιδεολογία της χρηματιστηριακής φούσκας
Βεβαίως, η τυπική εικόνα της οικονομικής επέκτασης κατά τη δεκαετία του 1990 είναι διαφορετική. Η εικόνα αυτή αγνοεί το σύστημα ως σύνολο, μια παγκόσμια οικονομία που συνέχιζε να πλήττεται από τη στασιμότητα, και εστιάζει στο υποτιθέμενο μοναδικό δαιμόνιο και τη μοναδική επίδοση της οικονομίας των ΗΠΑ. Αν οι άλλοι ακολουθούσαν απλά αυτό το μοντέλο, τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας θα εξαφανίζονταν. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, η οποία διατυπώνεται ευλαβικά στην Οικονομική Αναφορά του Προέδρου για το 2001(εξεδόθη στις αρχές του 2001!), που συνέταξε το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων [Council of Economic Advisers], όπως επίσης και στους λόγους του Alan Greenspan, η οικονομία των ΗΠΑ βασιζόταν στους ειδικούς χρηματοπιστωτικούς και επιχειρηματικούς της θεσμούς -- ιδίως στις πολύ αναπτυγμένες εταιρίες υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου, τις χρηματιστηριακές αγορές, και τις επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία – προκειμένου να πραγματοποιήσει την κοσμοϊστορική της επανάσταση στην τεχνολογία της πληροφορίας, έτσι ώστε να επιτύχει την οριστική ρήξη με τη μακροχρόνια καθοδική πορεία.
Σύμφωνα λοιπόν με την κυρίαρχη ερμηνεία, η μακροχρόνια στασιμότητα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 υπήρξε το αποτέλεσμα μιας αιφνίδιας (ανεξήγητης και ατεκμηρίωτης) εξάντλησης της καινοτομίας, η οποία ήταν δήθεν υπεύθυνη για τη μακροχρόνια επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παραγωγικότητας. Όμως, με την εξ ίσου αιφνίδια διαθεσιμότητα των τεχνικών της Νέας Οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι παραγωγοί που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν το απαραίτητο «άυλο κεφάλαιο» – με τη μορφή της εφευρετικότητας, της δεξιότητας, της οργάνωσης κ.ο.κ. – παρουσιάζονταν ως κάτοχοι κάποιων χωρίς προηγούμενο δυνητικών κερδών. Το γεγονός αυτό παρακίνησε τις εταιρείες υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου να χρηματοδοτήσουν νεόκοπα επιχειρηματικά σχέδια υψηλού κινδύνου, και να δρέψουν γενναία οφέλη πουλώντας τις μετοχές τους σ' αυτές τις επιχειρήσεις σε πληθωριστικές τιμές σε δημόσιες εγγραφές με βάση τις αρχικές τιμές προσφοράς (Αρχικές Δημόσιες Εγγραφές: initial public offerings -IPO). Οι επενδυτές θεωρούνταν πρόθυμοι να πληρώσουν αστρονομικές τιμές για τις μετοχές αυτών των εταιρειών, όπως και για εκείνες άλλων εταιρειών στον κλάδο της τεχνολογίας της πληροφορίας, λόγω των τεράστιων κερδών τα οποία αναμενόταν ότι θα πραγματοποιούσαν αυτές οι εταιρείες. Οι τράπεζες ήταν εσκεμμένα πρόθυμες να τους προσφέρουν δάνεια, για τον ίδιο λόγο.
Κατ' αυτό τον τρόπο, η επαγγελία της Νέας Οικονομίας αύξησε το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους, επιτρέποντας μια επενδυτική έκρηξη. Το γεγονός αυτό κατέστησε εφικτά περαιτέρω άλματα της τεχνολογίας προς τα μπρος, επιτρέποντας μια ακόμα υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας. Η τελευταία αυτή ανύψωνε ακόμα περισσότερο τα δυνητικά κέρδη, οδηγώντας σε αυτό που ο Πρόεδρος της ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας, ο Greenspan, χαρακτήρισε ως «ενάρετο κύκλο» της ανάπτυξης με επίκεντρο το χρηματιστήριο. Σ' αυτή τη διήγηση, η εντυπωσιακή απόδοση της Αρχικής Δημόσιας Προσφοράς της Netscape, τον Αύγουστο του 1995, ανήγγελλε το τεράστιο δυναμικό της Νέας Οικονομίας και μ' αυτόν τον τρόπο σηματοδοτούσε τις αλληλοϋποτηριζόμενες κούρσες της χρηματιστηριακής ανόδου και της οικονομικής άνθησης, οι οποίες παρήγαγαν αυτό που το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων επιμένει να αποκαλεί, παρά τα συντριπτικά περί του αντιθέτου στοιχεία, «εξαιρετική επίδοση» της περιόδου 1995-2000.
Στην πραγματικότητα, η οικονομική επίδοση στο υψηλότερο σημείο της άνθησης, από το 1995 μέχρι το 2000, παρ' όλον ότι ήταν καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη πενταετή περίοδο μετά την απαρχή της μακροχρόνιας στασιμότητας το 1973, ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από εξαιρετική. Υπό οποιαδήποτε ιστορική ή συγκριτική οπτική γωνία και αν το δούμε, παρ' ότι η άνθηση αυτή μόνιμα αναφερόταν στα επιχειρηματικά ΜΜΕ, όπως και στα κυρίαρχα media ως η «μεγαλύτερη που υπήρξε ποτέ», δεν άξιζε όσα γράφτηκαν γι' αυτήν. Για ακόμα μια φορά, με όρους των συνήθων δεικτών, η οικονομική επίδοση των ΗΠΑ στα πέντε χρόνια μεταξύ 1995 και 2000 δεν έφθασε καν το ύψος της επίδοσης των εικοσιπέντε ετών μεταξύ 1948 και 1973... και η μεγέθυνση της παραγωγικότητας, που υποτίθεται ότι βρίσκεται στην καρδιά της οικονομικής προέλασης των ΗΠΑ, ήταν κατά 15% χαμηλότερη (βλ. πίνακα 2).
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Η οικονομία των ΗΠΑ: Σύγκριση των περιόδων 1948-1973 και 1995-2000
(μέση ετήσια ποσοστιαία αύξηση, πλην του ποσοστού ανεργίας)
1948-1973 1995-2000
Α.Εγχ.Π. 4,0 4,1
Καθαρό απόθεμα κεφαλαίου (μη
αγροτικός επιχειρηματικός τομέας) 3,5 3,8
Παραγωγικότητα εργασίας (μη
αγροτικός επιχειρηματικός τομέας) 2,9 2,5
Πραγματικό ωρομίσθιο (μη
αγροτικός επιχειρηματικός τομέας) 2,8 2,0
Πληθωρισμός/ Δ. Τιμών Καταναλωτή 2,4 2,4
Ποσοστό ανεργίας (μέσο) 4,2 4,7
Παρ' όλα αυτά, αν η οικονομική άνθηση των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1990 ήταν συντηρήσιμη, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τη δυνατότητα να τραβήξει την παγκόσμια οικονομία μακριά από τη μακροχρόνια στασιμότητά της. Ωστόσο, η οικονομική έκρηξη των ΗΠΑ, όπως πραγματικά υπήρξε, εξαρτιόταν μάλλον από την άνοδο της χρηματιστηριακής αγοράς, παρά το αντίστροφο. Οι επιχειρήσεις που αναλάμβαναν το υψηλό ρίσκο επένδυσης στην καινοτομία προσέφεραν πράγματι μαζική χρηματοδότηση στις εταιρίες υψηλού κινδύνου, αν και όχι μέχρι τη στιγμή που η φούσκα των τιμών των μετοχών πλησίαζε στο υψηλότερο σημείο της, οπότε μπορούσαν να επωφεληθούν από τις παράλογα διογκωμένες αποδόσεις των Αρχικών Δημόσιων Εγγραφών, ΙPO). Ευρύτερα, οι επενδυτές μετοχών βοήθησαν πράγματι ορισμένες από αυτές τις εταιρείες, όπως και κάποιες άλλες, αγοράζοντας τα μερίδιά τους. Όμως αυτό το έκαναν όχι επειδή οι εταιρείες αυτές διένειμαν υψηλά κέρδη, αλλά μάλλον επειδή οι τιμές των μετοχών τους ίπταντο στη στρατόσφαιρα, οδηγημένες από την κερδοσκοπία. Οι επιχειρήσεις, με τη σειρά τους, χρηματοδότησαν μια τεράστια επενδυτική έκρηξη, και μ' αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να αυξήσουν τη μεγέθυνση της παραγωγικότητας, όμως αυτό το έκαναν μόνον επειδή οι διογκωμένες τιμές των μετοχών τους καθιστούσαν τόσο εύκολη την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, και όχι επειδή η Νέα Οικονομία είχε αυξήσει τις δυνατότητες κερδοφορίας τους. Και πάλι, η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των τιμών των μετοχών και των κερδών διαμόρφωνε άμεσα τη φούσκα και οδηγούσε την οικονομική έκρηξη. Αποτελούσε όμως επίσης και τη μοιραία της αδυναμία και τελικά την έφερε σ' ένα τερματισμό που τον συνόδευαν ουρλιαχτά.
Η ολισθαίνουσα βάση της ανάπτυξης κατά τη δεκαετία του 1990:
Από την αναζωογόνηση της βιομηχανίας στη φούσκα των τιμών των μετοχών
Η πραγματική ιστορία εκτυλίσσεται λίγο ως πολύ στην αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτή της επίσημης ιστορίας. Ενώ υπάρχουν λιγοστές ενδείξεις σχετικά με τη μείωση των καινοτομιών στη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, υπάρχουν αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία κατά την περίοδο αυτή υπήρξε μια συνεχής και έντονη μείωση της κερδοφορίας, ιδίως του αμερικανικού και του διεθνούς βιομηχανικού τομέα. Η μείωση της κερδοφορίας αυτής της τελευταίας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη μακροπρόθεσμη επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία βαρύνεται με σημαντικό μέρος της ευθύνης για τη μακροπρόθεσμη, σε επίπεδο όλου του συστήματος, επιβράδυνση της μεγέθυνσης των καινοτομιών και της παραγωγικότητας.
Με δυο λόγια, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές εκείνης του 1970, η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού, τον οποίο οδηγούσε ιδίως η αυξανόμενη είσοδος παραγωγών με μικρότερα κόστη από την Ιαπωνία, αλλά και από τη Δ. Ευρώπη, οδήγησαν σε μια πλεονάζουσα δυναμικότητα και σε μειούμενα ποσοστά κέρδους, στο επίπεδο του συστήματος συνολικά. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η υπερ-δυναμικότητα και η υπερπαραγωγή πραγματικά επιδεινώθηκαν. Από τη μια πλευρά, επιχειρήσεις απ' όλη την παγκόσμια οικονομία έτειναν στο να προσπαθούν να απαντούν στα προβλήματα κερδοφορίας και ανταγωνισμού μάλλον με την αύξηση των επενδύσεων στον τομέα δραστηριοποίησής τους, και όχι με τη στροφή τους σε νέες κατευθύνσεις, αναπαράγοντας μ' αυτό τον τρόπο το αρχικό πρόβλημα. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις από τις νέο-αναπτυσσόμενες οικονομίες της Α. Ασίας, και σε κάποιο βαθμό τη Βραζιλία, το Μεξικό και αλλού, διαπίστωσαν ότι θα μπορούσαν να εισέλθουν σε κάποιες σφα'ιρε παραγωγής πραγματοποιώντας κέρδη, παρά την υπερ-δυναμικότητα, και αυτό επιδείνωσε την κατάσταση. Η βαθύτερη κρίση απεφεύχθη μόνο χάρη στις κεϋνσιανού χαρακτήρα ελλειμματικές δαπάνες σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ και άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες επεδίωξαν να καταπολεμήσουν τη διεθνή υπερ-δυναμικότητα και υπερπαραγωγή που αποτελούσαν κληρονομιά της κεϋνσιανής εποχής, με την εισαγωγή υψηλών επιτοκίων και μιας σκληρής λιτότητας που στόχευαν στο να ταρακουνήσουν το μεγάλο «παθητικό» των δαπανηρών, χαμηλού κέρδους μέσων παραγωγής που συγκρατούσαν το ποσοστό κέρδους σε χαμηλό ύψος. Ωστόσο, το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου και η πραγματική απειλή της ύφεσης στις αναπτυγμένες χώρες. Έτσι λοιπόν, ο Κεϋνσιανισμός θα έπρεπε να επανεισαχθεί εκδικητικά, με τη μορφή των μαζικών στρατιωτικών δαπανών του Ρήγκαν και των φορολογικών περικοπών για τους εύπορους. Ο συνδυασμός σφιχτής χρηματοδότησης και υψηλών κρατικών ελλειμμάτων που εισήχθη στις ΗΠΑ σταθεροποίησε πραγματικά τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, όμως ταυτόχρονα επιβράδυνε το ταρακούνημα που συνέχιζε να απαιτείται για την αποκατάσταση της κερδοφορίας και – το κυριότερο – οδήγησε σε άνοδο των πραγματικών επιτοκίων. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες ήταν σαφώς απρόθυμες να συντηρήσουν το είδος της σκληρής ύφεσης που κατά το παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την καταστροφή των υπεράριθμων και υψηλού κόστους μέσων παραγωγής και εργασίας, και προσέφεραν το έδαφος μιας νέας ανάκαμψης. Ωστόσο, το αντίτιμο της οικονομικής σταθερότητας ήταν το ύψος-ρεκόρ του κόστους δανεισμού, το οποίο, σε συνδυασμό με τα μειωμένα ποσοστά κέρδους τροχοπεδούσε την καπιταλιστική συσσώρευση. Κατ' αυτό τον τρόπο, η στασιμότητα διαιωνίστηκε και στη δεκαετία του 1990.
Η ανάκαμψη της βιομηχανίας των ΗΠΑ, 1985-1995
Απέναντι σ' αυτό το περιβάλλον των ακόμα περισσότερο μειωμένων αποδόσεων, και της επιβραδυμένης μεγέθυνσης, στο διάστημα μεταξύ 1986 και 1995, ο βιομηχανικός τομέας των ΗΠΑ, και κατά συνέπεια, η ιδιωτική οικονομία συνολικά, πέτυχε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας και τελικά της οικονομικής ζωτικότητας. Η ανάκαμψη αυτή πραγματοποιήθηκε χάρη στο ότι η βιομηχανία των ΗΠΑ ακολούθησε το παράδειγμα των ηγετικών ανταγωνιστών της στη Γερμανία και την Ιαπωνία, προκειμένου να επιτύχει μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών. Όμως, οι βιομηχανίες των ΗΠΑ δεν αύξησαν τόσο πολύ το ποσοστό κέρδους τους μέσω της εντονότερης εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών ή ακόμα του περισσότερο αυξημένου ρυθμού επενδύσεων – τουλάχιστον μέχρι την τελική έκβαση της διαδικασίας – όσο μέσω των κλασικών καπιταλιστικών μηχανισμών της μείωσης και ανακατανομής του προσωπικού. Στη διάρκεια των παρατεταμένων κυκλικών καθοδικών κινήσεων κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1980 και το πρώτο τρίτο της δεκαετίας του 1990, οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ απαλλάχτηκαν από ένα τεράστιο αριθμό μέσων παραγωγής υψηλού κόστους και χαμηλού κέρδους, ιδίως όμως απαλλάχτηκαν από μεγάλο όγκο εργασίας, εγκαινιάζοντας μια αναζωογόνηση της μεγέθυνσης της παραγωγικότητας της βιομηχανίας. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις επωφελήθηκαν ταυτόχρονα από τη συγκράτηση των πραγματικών μισθών ουσιαστικά σε σταθερό ύψος στη διάρκεια της δεκαετίας μετά το 1985, αλλά και την περιστολή των φόρων επί της διακυβέρνησης Ρήγκαν, που τους επέτρεψε να μειώσουν δραστικά το μερίδιο των φόρων στα κέρδη. Κατά την περίοδο αυτή, ήταν επίσης σε θέση να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από την υποτίμηση του δολαρίου κατά 40-60% σε σχέση με το μάρκο και το γεν. Τέλος, από την αρχή της θητείας της, η διακυβέρνηση Κλίντον επεδίωξε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό, και η μείωση της μεγέθυνσης της συνολικής ζήτησης στην οποία οδήγησε αυτή η ισοσκέλιση πιθανότατα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη μείωση τόσο του πληθωρισμού, όσο και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα, ενώ επίσης άσκησε περαιτέρω πιέσεις στους μισθούς. Στα τέλη του 1993, οι βιομηχανίες των ΗΠΑ είχαν αυξήσει το εν δυνάμει ποσοστό κέρδους τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαινιάσουν μια ισχυρή επενδυτική έκρηξη, προσφέροντας το αρχικό ερέθισμα για τη μακροχρόνια ανάπτυξη.
Σ' ένα ιδανικό κόσμο αμοιβαία συμπληρωματικών ειδικευμένων παραγωγών, η αναζωογόνηση της οικονομίας των ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει καταλήξει στην προώθηση της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα εποχή ανάπτυξης. Όμως, πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σ' ένα πραγματικό κόσμο αποτελούμενο από ανταγωνιστικές πλεονάζουσες παραγωγές, όχι μόνο μετέδωσε ένα μικρό δυναμισμό στην παγκόσμια οικονομία, αλλά σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε εις βάρος των οικονομιών των ηγετικών ανταγωνιστών της και των εμπορικών της εταίρων, ιδίως της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Αυτό συνέβη επειδή μέχρι ακριβώς τα τέλη του 1993, οι βιομηχανίες των ΗΠΑ, απέναντι σ' ένα περιβάλλον διεθνούς υπερ-δυναμικότητας και υπερπαραγωγής, εξασφάλιζαν τα οφέλη της κερδοφορίας τους κυρίως μέσω της πτώσης του δολαρίου και ουσιαστικά των σταθερών πραγματικών μισθών, όπως επίσης και της μειωμένης φορολογίας των επιχειρήσεων, με το πλεονέκτημα μιας μικρής αύξησης των επενδύσεων. Επομένως, αύξαναν τις αποδόσεις τους κτυπώντας τις αγορές των ανταγωνιστών τους, όμως στη διαδικασία αυτή προέκυπτε μικρή μόνο αύξηση της ζήτησης, είτε της επενδυτικής, είτε της καταναλωτικής, για τα προϊόντα των ανταγωνιστών τους. Όταν η Κυβέρνηση των ΗΠΑ προχώρησε το 1993 στην ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, η προερχόμενη από τις ΗΠΑ μεγέθυνση της ζήτησης στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς γνώριζε ένα ακόμα αρνητικό σοκ.
Η άλλη όψη του νομίσματος: από το 1985, οι βιομηχανικοί κλάδοι της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών της Δ. Ευρώπης αντιμετώπιζαν μια κατάσταση εντεινόμενης σύνθλιψης. Το ανερχόμενο νόμισμά τους, όπως και η σχετικά ταχύρυθμη μεγέθυνση των μισθών, οδηγούσαν σε μια φθίνουσα ανταγωνιστικότητα, και επομένως σε μια αυξημένη καθοδική κίνηση του ήδη μειωμένου ποσοστού κέρδους και της συσσώρευσης κεφαλαίου. Εν τω μεταξύ, η φθίνουσα μεγέθυνση της επενδυτικής, της καταναλωτικής, και της ζήτησης του κρατικού τομέα οδηγούσε σε στασιμότητα τη αγοραστική δύναμη για τα προϊόντα τους, στην εγχώρια αγορά, αλλά και στο εξωτερικό, ιδίως στις ΗΠΑ. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι οικονομίες αυτές δεν μπορούσαν να αποφύγουν ούτε τα εντεινόμενα προβλήματα κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, ούτε τη σοβαρή κρίση κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, καθώς εισέρχονταν στη σοβαρότερη ύφεση της μεταπολεμικής εποχής.
Από το 1995, το γεν είχε σημειώσει μια μεγάλη άνοδο, με τόσο καταστρεπτικές συνέπειες ώστε η Αμερικανική Κυβέρνηση, ήδη τραυματισμένη από την κρίση του μεξικάνικου πέσο και το συνδεόμενο μ' αυτή «φαινόμενο τεκίλα» αισθάνθηκε υποχρεωμένη να σπεύσει προς βοήθεια μιας παγιδευμένης σε κρίση ιαπωνικής βιομηχανίας. Και το έκανε, σε μεγάλο βαθμό κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η ιαπωνική και η Γερμανική Κυβέρνηση είχαν σπεύσει προς βοήθεια της παγιδευμένης σε κρίση αμερικανικής οικονομίας το 1985, σχεδιάζοντας, σε συνεργασία με τις άλλες δυνάμεις του G3, μια νέα αύξηση του νομίσματός της. Η άνοδος του δολαρίου που ακολούθησε, όπως και των νομισμάτων της Α. Ασίας που ήταν συνδεδεμένα μ' αυτό, και η παράλληλη πτώση του γεν και του μάρκου, εγκαινίασαν μια παροδική απομάκρυνση από το πρότυπο της διεθνούς ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας.
Καθώς το δολάριο άρχισε να ανεβαίνει στα τέλη του 1995, το βάρος της συνεχιζόμενης διεθνούς βιομηχανικής υπερ-δυναμικότητας και υπερπαραγωγής μετατοπίστηκε εκ νέου στις ΗΠΑ. Μ' αυτό τον τρόπο, το υπερτιμημένο νόμισμα ανέκοψε την ευρεία ανοδική πορεία της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας των ΗΠΑ, που βρισκόταν πίσω από την αναζωογόνηση της κερδοφορίας. Το 1996 και το 1997, η βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ κατόρθωσε να διατηρηθεί, καθώς το συνολικό προϊόν αυξήθηκε, η βελτίωση της παραγωγικότητας επιταχύνθηκε, και το κόστος παραγωγής μειώθηκε εντυπωσιακά. Παρ' όλα αυτά, η βιομηχανία των ΗΠΑ έχασε ένα μέρος της ζωτικότητάς της, καθώς συμπιεζόταν μεταξύ της έντονης καθοδικής πίεσης πάνω στις τιμές, που ήταν αποτέλεσμα του κορεσμού της διεθνούς βιομηχανικής προσφοράς και της αύξησης του δικού της σχετικού κόστους, που ήταν αποτέλεσμα της ανατίμησης του νομίσματός της. Μάλιστα, αν οι αμερικανοί βιομήχανοι δεν είχαν κατορθώσει να μειώσουν τους πραγματικούς μισθούς όλα αυτά τα χρόνια, η βιομηχανική κερδοφορία θα είχε αρχίσει να μειώνεται ακριβώς τότε. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολύ σύντομα θα σημειωνόταν μια σοβαρή κάμψη.
Εν τω μεταξύ, το 1995, υπό τους όρους της Συμφωνίας Reverse Plaza [που ανέτρεπε την προηγούμενη ρύθμιση της διεθνούς ισοτιμίας του δολαρίου σε χαμηλά επίπεδα, το 1985: Συμφωνία Plaza, ΣτΜ], με την οποία οι χώρες του G3 είχαν συμφωνήσει στη μεγάλη ανατροπή των ισοτιμιών δολαρίου / γεν / μάρκου, η Αμερικανική, η Γερμανική, και ιδίως η Ιαπωνική Κυβέρνηση επέτρεψαν μια τεράστια ροή κεφαλαίων στη χρηματαγορά των ΗΠΑ, προκειμένου να προκαλέσουν μια άνοδο του δολαρίου, κυρίως μέσω της εξαγοράς εντόκων τίτλων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της Α. Ασίας, όπως και κερδοσκόποι των κεφαλαίων hedge fund απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά επιτόκια μειώθηκαν απότομα, και ταυτόχρονα το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών συμπίεζε προς τα κάτω τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (ώστε να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κρίσης του μεξικανικού πέσο). Η τεράστια ανακούφιση των χρηματιστηριακών αγορών που σημειώθηκε το 1995, όπως και η άνοδος του ίδιου του δολαρίου, πυροδότησε τη μεγάλη χρηματιστηριακή άνοδο. Μέχρι τότε – μεταξύ 1980 και 1995 – οι τιμές των μετοχών των ΗΠΑ είχαν αυξηθεί σημαντικά, όχι όμως περισσότερο απ' ό,τι τα κέρδη των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, μέχρι εκείνο το σημείο, η άνοδος του χρηματιστηρίου δικαιολογείτο πλήρως από την υποκείμενη αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. Όμως, από το σημείο εκείνο και μετά, οι τιμές των μετοχών άφησαν πολύ πίσω τα κέρδη των επιχειρήσεων, ιδίως όταν το ποσοστό κέρδους του βιομηχανικού τομέα έπαψε να αυξάνεται και στράφηκε καθοδικά, οπότε η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή φούσκα της ιστορίας των ΗΠΑ εξεράγη.
Αν οι διεθνείς χρηματιστικές μεταβολές του 1995 πυροδότησαν την άνοδο του χρηματιστηρίου, ο Alan Greenspan και οι ίδιες οι επιχειρήσεις τη διαιώνισαν. Στα τέλη του 1996, ο Greenspan ανησυχούσε δήθεν σχετικά με την «παράλογη διόγκωση» των τιμών των μετοχών, ωστόσο σαφώς ανησυχούσε ακόμα περισσότερο σχετικά με το πιθανό παραπάτημα της οικονομίας των ΗΠΑ, ιδίως όταν το δολάριο βάδιζε ανοδικά και η οικονομική μεγέθυνση φαινόταν διστακτική. Έτσι λοιπόν, ο Greenspan δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ελέγξει την τεράστια αύξηση ρευστότητας που προέκυπτε ως αποτέλεσμα της ροής ξένου συναλλάγματος και της μείωσης των επιτοκίων που ο ίδιος είχε θέσει σε ισχύ. Στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσουμε την κατά ένα τέταρτο της μονάδας αύξηση στις αρχές του 1997, ο Greenspan δεν μπόρεσε να αυξήσει τα επιτόκια στο διάστημα μεταξύ αρχών του 1995 και μέσων του 1999. Το χαλαρό χρηματοδοτικό καθεστώς του Greenspan είχε ως συνέπεια την περαιτέρω προώθηση του χρηματιστηρίου, και όχι τυχαία, την ενίσχυση του «φαινόμενου πλουτισμού» -- δηλ. την απόκτηση από μέρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ενός αυξημένου πλούτου εκφρασμένου σε χρεόγραφα, που τους επέτρεπε να δανείζονται με ευκολότερους όρους, και σ' αυτή τη βάση να επιταχύνουν τις επενδύσεις και την κατανάλωσή τους, στηρίζοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν πολύ σύντομα το καθεστώς φτηνού χρήματος που τους προσέφερε ο Alan Greenspan. Μεταξύ 1995 και 2000, αύξησαν το δανεισμό τους ως ποσοστό του επιχειρηματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, σε ύψη-ρεκόρ, όχι τόσο για τη χρηματοδότηση δαπανών σε νέες εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς, όσο για την κάλυψη του κόστους της εκ νέου αγοράς των μετοχών τους. Μ' αυτό τον τρόπο, απέφυγαν την επίπονη διαδικασία της διαμόρφωσης μιας υψηλής αξίας μετόχων μέσω της πραγματικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών με ένα δεδομένο κέρδος, και οδήγησαν την τιμή των μετοχών τους σε υψηλά επίπεδα, επ' ωφελεία των μετόχων τους, όπως και των υψηλόβαθμών στελεχών τους, που αμείβονταν αδρά με μετοχές υπό τη μορφή δώρου. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν, για το διάστημα 1995 - 2000, οι μεγαλύτεροι καθαροί αγοραστές της χρηματιστηριακής αγοράς.
Μ΄ αυτό τον τρόπο, η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ του 1990 ήταν σε θέση να συνεχιστεί και να επιταχυνθεί στα χρόνια που ακολούθησαν το 1995, παρ' ότι η καθοδική πίεση των βιομηχανικών κερδών ήρθε να της στερήσει το αρχικό της θεμέλιο. Αυτό συνέβη επειδή οι μετοχές των επιχειρήσεων ήταν σε θέση να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία παρά τη στασιμότητα και την κάμψη της κερδοφορίας. Καθώς η χρηματιστηριακή αξία των περιουσιακών τους στοιχείων διογκωνόταν πέραν κάθε πιθανής υποκείμενης οικονομικής αξίας, οι επιχειρήσεις ανακάλυψαν ότι διέθεταν τεράστιες εναλλακτικές πηγές φτηνής χρηματοδότησης, πέραν αυτής δια μέσου των κερδών. Μπορούσαν να εκδίδουν υπερ-τιμημένες μετοχές, μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε ατελείωτες πηγές πίστωσης κάνοντας χρήση της πληθωριστικής αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων. Ήταν λοιπόν σε θέση να διατηρήσουν, ακόμα και να αυξήσουν το ρυθμό μεγέθυνσης των δαπανών τους σε νέες εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς, παρά τη μειούμενη σχετική συμβολή των κερδών. Και δεν συγκρατούνταν, όπως θα έκαναν σε διαφορετικές συνθήκες, από κάποιο πρόβλημα που θα επαλήθευε τις κολοσσιαίες επενδύσεις τους στην αγορά. Αυτό γιατί, τόσο τα εύπορα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις ήταν σε θέση να εκμεταλλεύονται την αυξανόμενη τρέχουσα αξία των μετοχών τους προκειμένου να αυξήσουν τις αγορές τους. Χάρη λοιπόν στο φαινόμενο του πλουτισμού, η ανάπτυξη συνεχίστηκε, και μάλιστα επιταχύνθηκε.
Τα όρια του φαινομένου του πλουτισμού
Παρ' όλα αυτά, η ανάπτυξη σε μια τέτοια βάση είχε ένα συγκεκριμένο όριο. Το χρηματιστήριο βάδιζε στην κόψη ενός γκρεμού, όμως, όπως ο παροιμιώδης χαρακτήρας των κινούμενων σχεδίων, όσο αρνιόταν να κοιτάξει κάτω, ή αρνιόταν να ασχοληθεί με τη γενική τάση της κερδοφορίας, μπορούσε να συνεχίζει να πορεύεται μπροστά. Από τη στιγμή που οι τιμές των μετοχών άρχισαν να μειώνονται, κάτι που θα γινόταν αναπόφευκτα, υπό την πίεση της στάσιμης και μειούμενης κερδοφορίας, το φαινόμενο πλουτισμού θα αναστρεφόταν και η οικονομία θα βυθιζόταν.
Τα προβλήματα κερδοφορίας δεν περιορίστηκαν στις ΗΠΑ. Μεταξύ των ετών 1985 και 1995 οι βιομηχανίες της Ανατολικής Ασίας είχαν επιτύχει μια εκπληκτική μεγέθυνση όσον αφορά τις εξαγωγές τους. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχτηκε στις μειούμενες ισοτιμίες που είχαν κλειδωθεί σε σχέση με το ευρισκόμενο σε πτωτική πορεία δολάριο και μ' αυτό τον τρόπο προσέφεραν στις ανατολικο-ασιατικές βιομηχανίες υψηλά οφέλη ανταγωνιστικότητας και μεριδίου αγοράς σε σχέση με τους Ιάπωνες ανταγωνιστές τους. Ωστόσο, στις αρχές του 1995, το ίδιο το ανερχόμενο δολάριο, που περιέκοπτε την κερδοφορία της βιομηχανίας των ΗΠΑ και συνέβαλλε στην ανοδική ώθηση των αμερικανικών μετοχών, ώθησε τα νομίσματα των χωρών της Α. Ασίας σε ουράνια ύψη. Μ' αυτό τον τρόπο, οι οικονομίες της Α. Ασίας άρχισαν να γνωρίζουν την ίδια διπλή τάση της μειούμενης βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, που οδηγούσε σε μια καθοδική πορεία της βιομηχανικής κερδοφορίας, και μιας εισροής ξένων κεφαλαίων, που οδηγούσε σε μια ανοδική πορεία των τιμών των χρεογράφων, όπως και στις ΗΠΑ. Η αλυσιδωτή αντίδραση δεν σταμάτησε εδώ. Μεταξύ 1985 και 1995, ως απάντηση στην υψηλή τιμή του γεν, οι Ιάπωνες παραγωγοί αναπροσανατόλισαν την παραγωγή στην Α. Ασία, αυξάνοντας τις εξαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών στην περιοχή, ενώ μετέθεταν εκεί βιομηχανίες χαμηλού κόστους και απόδοσης. Όταν το γεν μειώθηκε από το 1995, ως επακόλουθο της συμφωνίας Reverse Plaza, οι Ιάπωνες παραγωγοί ήταν σε θέση να ανακτήσουν το εγχώριο μερίδιο της αγοράς από τους Ανατολικο-ασιάτες ανταγωνιστές τους και να τους εξοβελίσουν από τις τρίτες αγορές. Ωστόσο, η κρίση της Ανατολικο-ασιατικής βιομηχανίας που προέκυψε δεν ήταν δυνατόν να μην λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ εις βάρος της Ιαπωνικής οικονομίας, εφ' όσον στέρησε από τις ιαπωνικές επιχειρήσεις και τράπεζες αυτό που μόλις πρόσφατα είχε αποτελέσει τις καλύτερες αγορές τους. Από το 1998, η Ιαπωνία επέστρεψε στην ύφεση.
Ούτε η Αμερικανική οικονομία αποδείχτηκε άτρωτη. Ως επακόλουθο του σκασίματος της φούσκας των τιμών των μετοχών, των τιμών της γης και των αντίστοιχων τιμών του κατασκευαστικού τομέα, και της συνακόλουθης διαφυγής του χρήματος από την περιοχή, ξέσπασε η κρίση της Α. Ασίας σ' όλη της την ένταση το 1997-1998 και πολύ σύντομα οξύνθηκε από την επιστροφή της Ιαπωνίας στην αρνητική ανάπτυξη. Οι παραγωγοί των ΗΠΑ έχασαν τα μερίδια τους στην αγορά της Α. Ασίας και της Ιαπωνίας και επλήγησαν από τα χαμηλού κόστους αγαθά της Α. Ασίας στις υπερπόντιες και τις εγχώριες αγορές. Το 1998 και 1999, οι εξαγωγές των ΗΠΑ ουσιαστικά έπαψαν να αυξάνονται, ενώ οι εισαγωγές συνέχισαν να μεγεθύνονται με τους προηγούμενους ρυθμούς τους. Μ' ένα παράλληλο τρόπο, το βιομηχανικό κέρδος των αμερικανικών επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 20% στο διάστημα μεταξύ 1997 και 2000 και η μείωση αυτή ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την αντίστοιχη μείωση του κέρδους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων κατά 9% για την ίδια αυτή περίοδο.
Εν τω μεταξύ, από τα μέσα του 1998, οι μετοχές των επιχειρήσεων, σαν συνέπεια της πτωτικής πορείας των κερδών, άρχισαν να μειώνονται δραστικά. Ως επακόλουθο της αθέτησης των υποχρεώσεων της Ρωσίας και της κρίσης της Βραζιλίας, οι ΗΠΑ βυθίζονταν, το φθινόπωρο του 1998, στη σοβαρότερη χρηματοπιστωτική κρίση της μεταπολεμικής εποχής. Αν όμως εισέρχονταν σε ύφεση οι ΗΠΑ, ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης παγκόσμιας οικονομίας, εξαρτημένο σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική αγορά, θα οδηγιόταν ενδεχομένως σε κρίση.
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1998, ο Alan Greenspan και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα επεξεργάστηκαν το περίφημο σχέδιο διάσωσης του hedge fund (αμοιβαίου κεφαλαίου υψηλού κινδύνου) LTMC και μείωσαν τα επιτόκια σε τρεις περιπτώσεις. Αυτό το έκαναν, κατά πρώτον, με σκοπό να σταματήσουν την πτώση του χρηματιστηρίου και να αντιμετωπίσουν μια κρίση που απειλούσε να ανατρέψει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, ο στόχος του Greenspan δεν ήταν μόνο βραχυπρόθεσμος, να αποτρέψει την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς. Στόχος του ήταν να διαβεβαιώσει τους επενδυτές του χρηματιστηρίου ότι ήθελε οι τιμές των μετοχών να αυξάνονται... έτσι ώστε το «φαινόμενο πλουτισμού» της συνεχιζόμενης ανόδου του χρηματιστηρίου να εξακολουθήσει να διασφαλίζει τον τζίρο της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό που επιχειρούσε ο Greenspan θα ήταν χρήσιμο να το αποκαλέσουμε «Κεϋνσιανισμό του χρηματιστηρίου». Ενώ σύμφωνα με τον παραδοσιακό Κεϋνσιανισμό η ζήτηση «επιδοτείτο» από τα προκαλούμενα από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δημόσια ελλείμματα, σύμφωνα με την εκδοχή του Greenspan η ζήτηση θα αυξανόταν από την ανάληψη από μέρους των επιχειρήσεων και των πλούσιων νοικοκυριών αυξανόμενων ιδιωτικών ελλειμμάτων, ανάληψη την οποία θα ενθάρρυνε ο αυξημένος χάρτινος πλούτος που αντιπροσώπευε η αυξημένη αξία των μετοχών τους. Δεδομένου ότι από το 1997-8, η εκστρατεία για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού είχε μειώσει τις δαπάνες που δημιουργούσαν έλλειμμα στο μηδέν, η προσφυγή στον παραδοσιακό Κεϋνσιανισμό ακυρώθηκε. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να τονώσει το χρηματιστήριο, προκειμένου να τροφοδοτήσει την επενδυτική και την καταναλωτική ζήτηση και να εξουδετερώσει, μ' αυτό τον τρόπο, την επιδεινούμενη κάμψη της ανταγωνιστικότητας, των εξαγωγών, και της κερδοφορίας του βιομηχανικού κλάδου.
Χάρη στις υλικές διαβεβαιώσεις προς τις χρηματιστηριακές αγορές, όπως επίσης και τους ύμνους του προς τη Νέα Οικονομία, ο Alan Greenspan πέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό τους στόχους του, με αποτελέσματα που άφησαν εποχή. Μεταξύ του τέλους του 1998 και του 2000 το χρηματιστήριο εκτοξεύτηκε και με τη σειρά της η οικονομική άνθηση των ΗΠΑ εισήλθαν στη πιο πυρετώδη τους φάση, που χαρακτηρίζονται από ταχεία οικονομική μεγέθυνση, συσσώρευση κεφαλαίου και αύξηση της παραγωγικότητας. Καθώς οι τιμές των μετοχών έφταναν τα υψηλότερα επίπεδά τους, οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων της οικονομίας αποκτούσαν πρόσβαση σε κεφάλαια με πρακτικά μηδενικό κόστος – τόσο μέσω ενός μαζικού δανεισμού στη βάση της μαζικά αυξημένης φερεγγυότητάς τους όσο και μέσω της έκδοσης μετοχών σε αστρονομικές τιμές. Ήταν επομένως σε θέση να επιταχύνουν ακόμα περισσότερο την ήδη εξελισσόμενη επενδυτική έκρηξη. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την υψηλή τεχνολογία, τα media, και τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών (ΤΜΤ), οι οποίες είδαν τις μετοχές τους να ίπτανται στη στρατόσφαιρα, αφήνοντας κατά πολύ πίσω τις τιμές των μετοχών της Παλαιάς Οικονομίας.
Αφού είχε σώσει την παγκόσμια οικονομία από την κρίση της του 1997-1998, η διογκωμένη σε τεράστιο βαθμό αμερικανική ζήτηση που προέκυψε από την επιτάχυνση της επενδυτικής επέκτασης, σε συνδυασμό με το ακόμα ανερχόμενο δολάριο, πυροδότησαν μια νέα διεθνή οικονομική ανάκαμψη, το 1999-2000. Ο αντίκτυπος της μεγέθυνσης των εισαγωγών των ΗΠΑ, όπως και η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα που προέκυπτε από την άνοδο του νομίσματός τους, ήταν ίσως περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού ορατά στην Α. Ασία, όπου η άνευ προηγουμένου ζήτηση υλικών υψηλής τεχνολογίας, και μόνο αυτή, πρακτικά οδήγησε τις Νέες Βιομηχανικές Χώρες (NICs), όπως επίσης, και σε κάποιο βαθμό στην Ιαπωνία, από τη βαθιά ύφεση στη γρήγορη μεγέθυνση. Ωστόσο, [η αμερικανική ζήτηση] ήταν επίσης απαραίτητη και στη Δ. Ευρώπη, όπου η ζήτηση αυτοκινήτων, μηχανών, εργαλείων και άλλων προϊόντων από μέρους των ΗΠΑ επέτρεψε τη γρήγορη ανάκαμψη τόσο της Γερμανικής όσο και της Ιταλικής οικονομίας, ενώ το χαμηλής ισοτιμίας νόμισμα διευκόλυνε την πρόσβαση των παραγωγών του χώρου του ευρώ στις τρίτες αγορές.
Υπήρχε, παρ' όλα αυτά, μια πολύ σημαντική παγίδα. Οι επιχειρήσεις μπορούσαν να επιταχύνουν τη συσσώρευση κεφαλαίου τους κατά τα τελευταία λίγα χρόνια της χιλιετίας μέσω της εύκολης πρόσβασής τους στη χρηματοδότηση, χάρη στην εκτόξευση των τιμών των χρεογράφων. Όμως ακόμα και σ' αυτές τις συνθήκες, όπως επανειλημμένα υπογραμμίστηκε, η κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων σημείωνε σημαντική πτώση, παρασύροντας μαζί της την κερδοφορία των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Το εντυπωσιακό είναι ότι η κερδοφορία του μη-χρηματοπιστωτικού, μη-βιομηχανικού τομέα (η οικονομία των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, εκτός των βιομηχανικών) κατόρθωσε τουλάχιστον να συντηρηθεί αυτά τα χρόνια, παρ' όλο ότι τα κόστη τού μη χρηματοπιστωτικού, μη βιομηχανικού κλάδου αυξήθηκαν ταχύτερα απ' ό,τι αυτά των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Είναι επομένως προφανές ότι αυτό που παρέσυρε προς τα κάτω το ποσοστό κέρδους των βιομηχανικών επιχειρήσεων, και επομένως και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ήταν η ισχυρή καθοδική πίεση από τις τιμές που προέκυπταν από την περαιτέρω αύξηση της βιομηχανικής υπερ-δυναμικότητας. Η πτώση της κερδοφορίας, για κάποιο διάστημα, αντισταθμίστηκε εν μέρει από τα μεγάλα οφέλη σε παραγωγικότητα που εξασφάλισαν οι παραγωγοί μέσω της αυξημένης μεγέθυνσης των επενδύσεων. Επίσης, εξισορροπήθηκε εν μέρει από την παράλληλη μεγέθυνση της κατανάλωσης από μέρους του 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών των ΗΠΑ. Οι τελευταίοι αυτοί οικειοποιήθηκαν το 90% της αύξησης του πλούτου που αντιπροσώπευσε η έκρηξη του χρηματιστηρίου και από μόνοι τους ευθύνονται για τη χωρίς ιστορικό προηγούμενο μείωση των ρυθμών ατομικής αποταμίευσης των ΗΠΑ, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Το γεγονός όμως ότι ακόμα και με δεδομένη την επιτάχυνση της παραγωγικότητας και τη μεγέθυνση της κατανάλωσης, όπως επίσης και την παράλληλη συντήρηση των πολύ υψηλών επιπέδων απασχόλησης της δυναμικότητας, η κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων και επομένως και αυτή των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σημείωνε σημαντική πτώση, υποδηλώνει ότι η πλεονάζουσα δυναμικότητα ήταν ήδη μάλλον σε υψηλά επίπεδα, όταν η οικονομική έκρηξη έφθανε στο ζενίθ της. Αναπόφευκτα θα λάμβανε σαρωτικές διαστάσεις τη στιγμή που η φούσκα θα έσκαγε, όταν οι βιομήχανοι παραγωγοί θα βρίσκονταν να έχουν στην κατοχή τους μια τεράστια μεγέθυνση των εργοστασιακών εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και του λογισμικού, την οποία είχε καταστήσει δυνατή η κούρσα των τιμών των μετοχών, χωρίς όμως τη ζήτηση για τα προϊόντα όλων αυτών, ζήτηση που μέχρι τότε είχε προσφέρει το φαινόμενο πλουτισμού των ίδιων των ανερχόμενων μετοχών.
Από το τέλος της φούσκας στο τέλος της οικονομικής έκρηξης
Το χρηματιστήριο άρχισε να πέφτει από την άνοιξη και μετά, και οριστικότερα από το καλοκαίρι του 2000, όταν δεν ήταν δυνατόν να αγνοείται πλέον το γεγονός ότι δεν πραγματοποιούνταν κέρδη που θα μπορούσαν να στηρίξουν τις αστρονομικές τιμές των μετοχών. Αρχικά κατέρρευσε μια πλειάδα επιχειρήσεων ηλεκτρονικού εμπορίου που δεν είχαν παρουσιάσει ποτέ κέρδη, καθώς πολύ απλά δεν είχαν πλέον χρηματοδότηση. Σύντομα όμως το κραχ απλώθηκε σ' όλα σχεδόν τα ηγετικά αστέρια του τομέα τηλεπικοινωνιών (ΤΜΤ), περιλαμβανομένων και κάποιων προσφιλών της αγοράς, όπως οι κατασκευαστές εξοπλισμού Cisco, Lucent και Nortel, και οι κατασκευαστές εξαρτημάτων JDS Uniphase και Sycamore. Ίσως το ένα τρίτο της συνολικής αξίας των χρεογράφων που υπήρχαν στα τέλη του χειμώνα του 2000 έχει γίνει μέχρι τώρα καπνός...
Ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών των μετοχών, το φαινόμενου πλουτισμού αναστράφηκε απότομα. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά προσπαθούσαν να αναδιαρθρώσουν το χαρτοφυλάκιό τους, καθώς ανακάλυπταν ότι η αξία των τίτλων τους μειωνόταν δραστικά, κάτι που όμως τους φαινόταν όλο και δυσκολότερο, αλλά και λιγότερο ελκυστικό, ιδίως αφ' ότου οι αυξανόμενες απειλές χρεοκοπίας και ανεργίας τούς οδηγούσαν στην αναζήτηση της επανόρθωσης των υπερ-βαρυμένων τους ισολογισμών. Ένας προς έναν, όπως ήταν φυσικό, περιέκοψαν τις δαπάνες σε κεφαλαιουχικά και καταναλωτικά αγαθά. Καθώς όμως συνεχιζόταν η μείωση της μεγέθυνσης των επενδύσεων, η μεγέθυνση της παραγωγικότητας ήταν επόμενο να καμφθεί επίσης, ασκώντας μια περαιτέρω καθοδική πίεση στην κερδοφορία.
Πάνω απ' όλα, η οικονομία βρέθηκε να έχει στην κατοχή της μεγάλες μάζες εργοστασιακών εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και λογισμικού, οι οποίες δεν μπορούν με κανένα τρόπο να πραγματοποιηθούν, δεδομένου ιδίως του ότι η μεγέθυνση της κατανάλωσης μειώθηκε κατακόρυφα. Την υπερ-δυναμικότητα που προέκυψε τη διαδέχτηκε, ήδη από το πρώτο ήμισυ του 2001, μια μείωση των απόλυτων κερδών του βιομηχανικού τομέα κατά 33% κάτω από το μέγιστο του 1977 και μια μείωση του ποσοστού κέρδους του μη χρηματοπιστωτικού τομέα κατά 17,5% κάτω από το μέγιστο του 1977, σε επίπεδα πρωτοφανή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Καθοδικές σπείρες και αυτο-ενισχυόμενες υφέσεις
Υπό το βάρος του αντίστροφου φαινόμενου πλουτισμού και απέναντι σε μια πλεονάζουσα δυναμικότητα-μαμούθ, η μεγέθυνση του προϊόντος και των επενδύσεων μειώθηκαν δραστικότερα απ' ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεγέθυνση του Α.Εγχ.Π. μειώθηκε από το 5,2% τη χρονιά που τελείωνε στα μέσα του 2000, στο 0,8% (σε ετήσια βάση) το πρώτο ήμισυ του 2001 και η μεγέθυνση των επενδύσεων, εξαιρουμένων αυτών σε κατοικίες, μειώθηκε από 11% σε μείον 7,4% για το ίδιο διάστημα. Η απασχόληση στη βιομηχανία και το προϊόν άρχισαν να μειώνονται άμεσα και δραστικά. Όμως, μόνο από τα μέσα του 2001 άρχισε η οικονομία των ΗΠΑ ως σύνολο να καταγράφει την έντονη συρρίκνωση των αγορών της που ακολούθησε αυτές τις μειώσεις της μεγέθυνσης και της συσσώρευσης κεφαλαίου, και να λαμβάνει τα τυπικά μέτρα αυτοσυντήρησης. Από το σημείο αυτό και μετά οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ άρχισαν να κλαδεύουν μεγάλους κλώνους της παραγωγικής τους δυναμικότητας, και ιδίως του εργατικού τους δυναμικού, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα και τους ισολογισμούς τους, ασκώντας μια τεράστια πίεση στους ανταγωνιστές τους να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ήδη μια καθοδική σπείρα, όπου τη μειούμενη επένδυση και κατανάλωση ακολουθούν οι αυξανόμενες χρεοκοπίες και η αδυναμία αποπληρωμής δανείων, προκαλώντας μια περαιτέρω έντονη πτώση της ζήτησης, ανοίγοντας το δρόμο για βαθύτερη ύφεση.
Ακόμα, οι υφεσιακές πιέσεις που απελευθέρωσε το τέλος της φούσκας και το τεράστιο κατάλοιπο πλεονάζουσας δυναμικότητας που άφησε πίσω της, δεν εξαντλούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αμερικανική, αλλά και η παγκόσμια οικονομία. Θυμίζουμε ότι η τελευταία και πιο πυρετώδης φάση της ανόδου του χρηματιστηρίου επιτέλεσε το αναγκαίο έργο της διάσωσης όχι μόνο της αμερικανικής, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας από τη διεθνή οικονομική κρίση του 1997-1998 που ενέσκηψε στην Α. Ασία. Ωστόσο, με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών και των επενδύσεων, ιδίως στην υψηλή τεχνολογία, το έργο τώρα παιζόταν αντίστροφα. Το 1999-2000, η έκρηξη των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, που οδηγήθηκε από τη φούσκα, απομάκρυνε τις οικονομίες της Α. Ασίας από τη βαθιά τους κρίση, και υπήρξε επίσης, σε μεγάλο βαθμό, η αιτία που οδήγησε τη νέα ανοδική κυκλική κίνηση της Δ. Ευρώπης. Η Ιαπωνία επίσης, βγήκε από την ύφεσή της, κυρίως, αν όχι μόνο γι' αυτό, εκμεταλλευόμενη τις επεκτεινόμενες αγορές της Α. Ασίας και των ΗΠΑ. Καθώς όμως βάθαινε η επιβράδυνση των ΗΠΑ, ο υπόλοιπος κόσμος έχανε την κινητήρια δύναμή του. Έτσι λοιπόν, υπό το βάρος της κατακόρυφης πτώσης των εισαγωγών των ΗΠΑ, οι οικονομίες της Α. Ασίας, της Ιαπωνίας, και ίσως της Δ. Ευρώπης σημείωσαν μια ταχύτερη πτώση απ' αυτή των ΗΠΑ. Και με αυτό το δεδομένο, η μεγέθυνση των εξαγωγών των ΗΠΑ κατέρρευσε ακόμα ταχύτερα. Έχουμε λοιπόν ήδη μια αμοιβαίως ενισχυόμενη υφεσιακή διαδικασία.
Απέναντι σ' αυτό το περιβάλλον, οι τεράστιες «ανισορροπίες», κληρονομιά της φούσκας, διαγράφονται σαν σκοτεινά σύννεφα. 1) Οι τιμές των μετοχών έχουν προφανώς σημειώσει μια τεράστια πτώση, εφ' όσον όμως τα κέρδη έχουν μειωθεί σχεδόν το ίδιο, οι αναλογίες τιμών-αποδόσεων παραμένουν πληθωρισμένες. Επομένως, η κάμψη του χρηματιστηρίου ενδέχεται να έχει συνέχεια, με περαιτέρω υφεσιακές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. 2) Μέχρι σήμερα, οι υπερπόντιοι επενδυτές ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν το αμερικανικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που κάθε χρόνο έφτανε σε νέα ύψη-ρεκόρ, κάνοντας άμεσες επενδύσεις στις ΗΠΑ, αγοράζοντας μετοχές των αμερικανικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτώντας το χρέος των επιχειρήσεων. Καθώς όμως η αμερικανική οικονομία εισέρχεται σε ύφεση και το χρηματιστήριο μαραζώνει, ενδέχεται να αξιολογήσουν τους αμερικανικούς τίτλους ως λιγότερο ελκυστικούς. Σε μια τέτοια περίπτωση, το δολάριο θα γνωρίσει μια καθοδική πίεση και τα επιτόκια θα εκτιναχθούν προς τα επάνω, επιτείνοντας την καθοδική πορεία. 3) Η άνοδος-ρεκόρ του δανεισμού τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών κατείχε μια κεντρική θέση στην οικονομική έκρηξη. Ωστόσο, καθώς η πτώχευση και η ανεργία προβάλλουν με ευρύτερες διαστάσεις, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές ίσως αισθανθούν υποχρεωμένοι να μειώσουν τα χρέη τους, προκειμένου να είναι λιγότερο ευάλωτοι. Αν αυτό συμβεί σε μεγάλη κλίμακα, ένα ακόμα στήριγμα της ζήτησης θα αχρηστευτεί.
Μπορούν οι επεκτατικές πολιτικές να αναχαιτίσουν την παλίρροια;
Δεν είναι βέβαια εύκολο να προβλέψουμε τις επιπτώσεις της θεαματικής σειράς μειώσεων των επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, και οι οποίες μείωσαν τόσο πολύ το κόστος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Ακόμα, δύσκολα μπορούμε να δούμε πώς η ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση μπορεί να έχει ως άμεση συνέπεια μια επιτάχυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με δεδομένο το ισχυρό αντικίνητρο για επενδύσεις που αποτελεί η κυριαρχία μιας μαζικής υπερ-δυναμικότητας, ιδίως στη βιομηχανία. Η πτώση των επιτοκίων θα μειώσει το βάρος των τοκοχρεωλυσίων των επιχειρήσεων, μειώνοντας τις πτωχεύσεις και ενισχύοντας τη σταθερότητα. Ωστόσο οι επιχειρήσεις, έχοντας στη διάθεσή τους έναν υπερβολικό, και πρόσφατα αγορασμένο, όγκο εργοστασιακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού, θα είναι απρόθυμες να επενδύσουν, και επομένως να δανειστούν, άσχετα από το πόσο πολύ μειώνονται τα επιτόκια. Στην πραγματικότητα, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, με την ορολογία του Κέυνς, «σπρώχνει ένα κορδόνι».
Ο Alan Greenspan και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, όπως το 1998 και το 1999, ελπίζουν προφανώς ότι το φθηνότερο κόστος δανεισμού μπορεί να προκαλέσει μια νέα ανοδική πορεία των τιμών των μετοχών, και ότι η αύξηση του φαινόμενου πλουτισμού που θα προκύψει, ιδίως στις καταναλωτικές δαπάνες, μπορεί να σώσει την κατάσταση. Όμως, είτε κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει βραχυπρόθεσμα, είτε όχι, φαίνεται ότι διακινδυνεύει μια νέα μικρή φούσκα, και τη χρεοκοπία που αυτή συνεπάγεται, με πολύ προβλέψιμες συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Ίσως η μεγαλύτερη ελπίδα από τα μειούμενα επιτόκια να έγκειται στην ενίσχυση του δανεισμού των νοικοκυριών έναντι υποθήκης και στις αυξημένες καταναλωτικές δαπάνες που αναμένεται να προκύψουν. Ωστόσο ο κίνδυνος είναι ότι, από τη στιγμή που θα δοθεί και πάλι το έναυσμα της μεγέθυνσης, τα επιτόκια θα αυξηθούν περισσότερο από αναλογικά, αφήνοντας τα νοικοκυριά περισσότερο εκτεθειμένα από ποτέ.
Θεωρητικά, η πρόκληση μεγάλων Κεϋνσιανών ελλειμμάτων θα ήταν περισσότερο ελπιδοφόρα, ιδίως εάν πραγματοποιείτο μέσω αυξημένων κρατικών δαπανών. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο εάν οι δαπάνες αυτές, στο προβλέψιμο μέλλον θα είναι τόσο σημαντικές ώστε να έχουν κάποιο αντίκτυπο. Και αυτό, πάνω απ' όλα, διότι μέχρι τώρα ο μεγάλος όγκος των «κινήτρων» φαίνεται ότι έχει τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων για τους πλούσιους. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να αναμένουμε ότι οι εύποροι που ευεργετούνται θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις απαλλαγές σε επενδύσεις, υπ' αυτές τις συνθήκες, όταν οι αποδόσεις είναι τόσο χαμηλές, και όχι στη διόγκωση των τραπεζικών τους λογαριασμών.
Οι χρηματοδοτούμενες από τον κρατικό δανεισμό κρατικές δαπάνες θα προσέφεραν μια μεγαλύτερη ώθηση, όμως το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν υπερβολικά μικρές. Οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν κάποια αύξηση και θα υπάρξουν επίσης σημαντικές δαπάνες σε σχέση με την 11η Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, το συνολικό πακέτο που προβλέπεται μέχρι σήμερα δεν υπερβαίνει το 1,5% του Α.Εγχ.Π. Οι αυξήσεις του κρατικού δανεισμού, εφ' όσον το έλλειμμα δεν είναι πολύ μεγαλύτερο, είναι πιθανό να εξουδετερωθούν από τουλάχιστον ισοδύναμες μειώσεις του ιδιωτικού δανεισμού, καθώς οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται κυρίως για την ενίσχυση των ισολογισμών τους.