Μαρξισμός και επιστημονικές έννοιες*

του Τάσου Κυπριανίδη


1. Η μαρξιστική διαλεκτική

Εάν προσπαθήσει κανείς να εκτιμήσει συγκεκριμένα τα βασικά χαρακτηριστικά της Μαρξικής Διαλεκτικής και να τα παρουσιάσει σε μια κωδικοποιημένη μορφή, τότε διαπιστώνει αμέσως ότι ενώ στο έργο του Μαρξ υφίστανται δευτερογενείς αναφορές σε βιβλιογραφική περίσσεια, το πρωτογενές σημείο αναφοράς είναι αρκετά ισχνό η μάλλον ολοκληρωτικά απόν: Ο Μαρξ δεν έγραφε ποτέ το Βιβλίο για την επονομαζόμενη Διαλεκτική Μέθοδο. Δεν υπάρχει κάποιο είδος γενικού διαλεκτικού σχήματος το όποιο θα έπαιρνε στη συνέχεια σάρκα και οστά κατά τη μελέτη μεμονωμένων ιστορικών συμβάντων, θα το διατυπώναμε μάλλον σε μια ισχυρότερη εκδοχή: Ο Μαρξ δεν ήταν δυνατό να συγγράψει μια «Μαρξιστική Διαλεκτική Λογική» η μέθοδο, ως αντίποδα, εξέλιξη η και ανάπτυξη της χεγκελιανής λογικής, μια και Ο διαχωρισμός μεθόδου από αντικείμενο ερευνάς που το εν λόγω εγχείρημα υπονοεί, είναι ζήτημα προδιαλεκτικό η μάλλον συνιστά μια προβληματική εκτός διαλεκτικής.

Η Μαρξιστική Διαλεκτική δεν μπορεί συνεπώς να κωδικοποιηθεί σε λογική μορφή ως «υλιστικός επικαθορισμός της ενότητας των αντιθέτων», που αποτελεί την εκλαϊκευμένη εκδοχή των «λεξικών» η εγχειριδίων μαρξιστικής φιλοσοφίας. Ούτε πιστεύουμε ότι μπορεί να ταξινομηθεί σε σειρά κανόνων που απορρέουν από τον παραπάνω ορισμό. Και τούτο γιατί η κατευθυντήρια αρχή της μαρξιστικής διαλεκτικής είναι, όπως εύστοχα διατυπώθηκε από τον Μάο - Τσε - Τούγκ η μελέτη της καθολικής και ταυτόχρονα πάντα συγκεκριμένης αντίφασης στα πράγματα, τις διαδικασίες και τα φαινόμενα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, η μαρξιστική διαλεκτική μπορεί να βρεθεί με έμμεση «πρακτική» μορφή στο έργο του Μαρξ και ειδικότερα στο «Κεφάλαιο». Είναι η «αόρατη χείρ» που καθοδηγεί την ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που Οδηγεί στην ανακάλυψη των νόμων κίνησης της κεφαλαιακής σχέσης, που συνεισφέρει στην επιλογή παραδειγμάτων από έναν ειδικό κοινωνικό σχηματισμό, με στόχο να καταδείξει τις τάσεις του βασικού του δομικού στοιχείου, του τρόπου παραγωγής. Άλλα η προσπάθεια να ανασυρθεί η Διαλεκτική του Μαρξ από την «πρακτική» και πεπλεγμένη μορφή υπό την οποία υφίσταται στο «Κεφάλαιο» προϋποθέτει μια συγκεκριμένη «ανάγνωση» του έργου του Μαρξ, κάτι στο όποιο η συνεισφορά των μαρξιστών φιλοσόφων μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία.

Όμως, εκτός από αυτό το υποχρεωτικό πέρασμα μέσα από τις γραμμές του «Κεφαλαίου», διαθέτουμε και μερικές σύντομες αναφορές του ίδιου του Μαρξ όσον άφορα βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει και αναλύει τα φαινόμενα και τις σχέσεις που τα διέπουν. Πρόκειται κατ' αρχήν για την εισαγωγή στα «Grundrisse» και ειδικότερα για το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Η Μέθοδος της Πολιτικής Οικονομίας» που περιέχει τα ακόλουθα βασικά σημεία:

1) Κατ' αρχήν, η επιστημονική σκέψη ανελίσσεται από τους γενικούς και αφηρημένους προσδιορισμούς στους ειδικούς και συγκεκριμένους όρους και έννοιες, που συγκροτούν το γνωστικό αντικείμενο.

2) Η διαδικασία αυτή εδράζεται ολοκληρωτικά στην ανθρώπινη νόηση. Έχει ως σημείο εκκίνησης την επαφή με τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή την εμπειρία, αλλά αναπτύσσεται στη συνέχεια ανεξάρτητα, στα πλαίσια της ανθρώπινης νόησης, και απολήγει όχι στο πραγματικό αλλά μόνο στο γνωστικό αντικείμενο. Αυτή η βασική φιλοσοφική θέση εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της διαδικασίας της γνώσης, θέση βασικά αντιμηχανιστική, που ταυτόχρονα υπερασπίζεται την ανεξάρτητη υπόσταση του πραγματικού κόσμου απέναντι στην ιδεαλιστική φιλοσοφία.

3) Το τρίτο σημείο άφορα τη διαδικασία ανάπτυξης της γνώσης. Ενώ το διαμόρφωμα της Ιστορικής εξέλιξης της γνώσης χαρακτηρίζεται από το πέρασμα από τις απλές, ιστορικά πρότερες στις σύνθετες, ιστορικά υστέρες έννοιες, η επιστημονική διεργασία απαιτεί μια αντίστροφη κατεύθυνση ανάπτυξης. Πρέπει συγκεκριμένα να διαθέτει κανείς τους σύνθετους επιστημονικούς όρους και έννοιες για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες ανάλυσης των απλών εννοιών και σχέσεων που εμφανίζονται στην ιστορική πορεία εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης. Το αντίστροφο συνιστά εγχείρημα αδιέξοδο.

4) Τέλος η «ανακάλυψη» και καθιέρωση σύνθετων εννοιών και επιστημονικών θεωριών δεν υπόκειται στις διακυμάνσεις κάποιου βολονταρισμού ενός (ιστορικού) υποκειμένου, αλλά είναι παράγωγο ιστορικών και κοινωνικών σχέσεων που συναπαντούνται και συναρθρώνονται σε συγκεκριμένες φάσας της κοινωνικής εξέλιξης.

Επιπρόσθετα, έχουμε τις αναφορές του Ένγκελς στην εισαγωγή του δεύτερου βιβλίου του «Κεφαλαίου», όπου παραβάλλει την επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ όσον άφορα την επιστήμη του κοινωνικού με την ανακάλυψη του Οξυγόνου από τον Lavoisier και τη θεμελίωση της χημείας ως επιστήμης. Ο Ένγκελς θα διαπιστώσει εδώ ότι μια νέα επιστήμη όταν, εγκαθιδρύεται, έρχεται σε ρήξη με την προϊστορία της, επαναστατικοποιεί το πεδίο αναφοράς της συνολικά, εισάγει νέα ερωτήματα, νέους όρους και έννοιες, εκεί όπου κυριαρχούσαν ιδεολογικά σχήματα, αποκαλύπτει τα ζητήματα που θεωρούνται λυμένα ως ανοιχτά προβλήματα που πρέπει να ξανασυζητηθούν και λύνει μια σειρά από χρόνιες αντιφάσεις που ήταν ενδογενής στο προϋπάρχον πλαίσιο αναφοράς. Με άλλα λόγια, συντελείται αυτό' που ο Αλτουσέρ ονόμασε «επιστημολογική τομή», μια διαδικασία που «διανοίγει μια νέα ήπειρο» στην επιστημονική διαδικασία, μια ήπειρο που πρέπει να εξερευνηθεί.

Βέβαια, από τη στιγμή που διατυπώθηκαν αυτές οι θεμελιακές φιλοσοφικές θέσεις, μεγάλη πρόοδος συντελέσθηκε στη μαρξιστική φιλοσοφία. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στη συνεισφορά του Λένιν στη διατύπωση και συγκεκριμενοποίηση μιας υλιστικής φιλοσοφικής στρατηγικής, στη θεωρητική και πρακτική συμβολή του Μάο - Τσε - Τούγκ για τη μελέτη της αντίφασης και στη ριζική επανεκτίμηση και ανάδειξη των κομβικών ζητημάτων στη μαρξιστική φιλοσοφία από τον Λ. Αλτουσέρ. Πιστεύουμε όμως ταυτόχρονα ότι δεν στερείται χρησιμότητας ο περιορισμός της σπουδής μας στις αρχικές θεμελιακές ιδέες που διατυπώθηκαν από τον Μαρξ, για το λόγο ότι εξωτερικεύουν τον «σκληρό πυρήνα» μιας διαλεκτικοϋλιστικής φιλοσοφικής θέσης και ταυτόχρονα δεν έχουν δυστυχώς εκτιμηθεί ουσιαστικά κατά τη μελέτη της Ιστορίας και εξέλιξης των επιστημών και της φυσικής ειδικότερα, ενός πεδίου όπου μπορεί να αναδειχθούν θεμελιακής σπουδαιότητας.

Σε ότι ακολουθεί, με βάση τη γενική λογική που εκθέσαμε, θα περιορισθούμε να εξετάσουμε τη σημασία και τη σπουδαιότητα που έχουν οι θεμελιακές επιστημονικές έννοιες στην εξέλιξη της φυσικής, και θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το βαθμό στον όποιο η μαρξιστική διαλεκτική αποβαίνει χρήσιμη, ον όχι απαραίτητη, για να κατανοήσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα της επιστημονικής εξέλιξης και να μορφοποιήσουμε μια κατάλληλη στρατηγική στο πεδίο της σύγχρονης ερευνάς στη φυσική. Για το λόγο αυτό θα αναφερθούμε παραδειγματικά σε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις: Στην ανάδειξη της εννοίας της αλληλεπίδρασης σαν μιας από τις αρχές της φυσικής επιστήμης στα πλαίσια της νευτώνειας μηχανικής, και στην εγκατάλειψη της εννοίας του χωροχρόνου στην «Ορθόδοξη» ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης στην Κβαντομηχανική. Η επιλογή των δυο αυτών παραδειγμάτων ως σημείων αναφοράς υπηρετεί τους ακόλουθους στόχους:

1) Τείνει να καταδείξει με ποιο τρόπο η παραδοχή η η απόρριψη θεμελιακών εννοιών σε ένα επιστημονικό κλάδο επηρεάζει η και καθορίζει την επιστημονική εξέλιξη.

2) Αναδεικνύει τους ιστορικούς - κοινωνικούς - αντικειμενικούς και τους ιδεολογικούς - υποκειμενικούς - συγκυριακούς επικαθορισμούς και περιορισμούς στους Οποίους υπάγεται η διαδικασία ανάδυσης εξαφάνισης μιας επιστημονικής εννοίας.

3) Επισημαίνει την αναγκαιότητα για τους μαρξιστές να συμμετάσχουν στη φιλοσοφική μάχη που διεξάγεται στη σύγχρονη φυσική, όχι με στόχο να επιλύσουν τα επιστημονικά προβλήματα μέσω της φιλοσοφίας, αλλά με το σκοπό να διαμορφωθεί μια αποτελεσματική στρατηγική και να τεθούν τα καίρια ζητήματα που η επιστήμη, η φυσική συγκεκριμένα, θα πρέπει να επιλύσει στη συνέχεια με δικά της μέσα.

Η έννοια της αλληλεπίδρασης: οι ιστορικοί φραγμοί

Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος στην Ιστορία των ιδεών που συγκρότησε μια συνολική θεωρία των φυσικών φαινομένων σε απόλυτη συμφωνία με την άμεση εμπειρία. Απάντησε σε θεμελιακά ερωτήματα σχετικά με τους νόμους που υπακούουν οι φυσικές διαδικασίες στο χώρο του τότε εμπειρικά προσιτού. Βασισμένη σε ένα γεωκεντρικό - κοσμολογικό μοντέλο, η αριστοτελική θεωρία διατεινόταν μια σειρά διακριτών διπολικών σχημάτων: Διάκριση ουρανών - γης, διάκριση ηρεμίας - κίνησης, διάκριση βαρύτητας - ελαφρότητας, διάκριση φυσικών - βίαιων κινήσεων, διάκριση δυνάμει - ενεργεία καταστάσεων. Ειδικότερα το ζήτημα των κινήσεων που από φυσική σκοπιά ενδιαφέρει, τοποθετείται στο ακόλουθο πλαίσιο διάκρισης: Φυσικές είναι οι βαρυτικές κινήσεις των σωμάτων που τείνουν να καταλάβουν τη «φυσική θέση» τους, πλησιέστερα στο κέντρο της γης (και του κόσμου). Βίαιες είναι οι βλητικές κινήσεις που συντελούνται υπό τη δράση κινούντος αιτίου έξω και πέρα από τα σώματα. Αναίτιες είναι τέλος οι ουράνιες κινήσεις, μια και οφείλονται στην αέναη περιστροφή των ουρανίων σφαιρών.

Στο εποπτικό πλαίσιο ερμηνείας του Αριστοτέλη, ίνα ζήτημα εντυπωσιάζει περισσότερο και από τις απλές εμπειρικές γενικεύσεις και τις αληθοφανείς προφάνειες του σχήματος: η απουσία της έννοιας της αλληλεπίδρασης. Πράγματι, η ελεύθερη πτώση των σωμάτων κατά Αριστοτέλη δεν περιέχει καμιά υπόθεση αλληλεπίδρασης με τη γη. Τα βαριά σώματα πέφτουν λόγω της ενδογενούς ιδιότητας τους, της βαρύτητας. Το σχήμα έχει θέση μόνο για τη δράση, έννοια που γίνεται αντιληπτή ως μονοσήμαντος επικαθορισμός του παθητικού από το ενεργητικό στοιχείο στο πλέγμα των σχέσεων.

Μια παρόμοια κοσμοθεώρηση που αποδίδει σε κάθε αντικείμενο ένα σύνολο από ιδιόμορφες έμφυτες, ενδογενείς ιδιότητες κατ' ανάγκην υπερεκτιμά τις ιδιομορφίες των φαινομένων και χρησιμοποιεί ευρύτατο φάσμα απροσδιόριστων κριτηρίων για την εξήγηση τους. Δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει ένα ενοποιητικό στοιχείο των διαφορετικών και ποικιλόμορφων εξωτερικεύσεων που αντανακλούν όψεις της μοναδικότητας κάθε φαινομένου. Προσκολλάται λοιπόν στην εξωτερική φαινομενικότητα και μη διαθέτοντας ένα κεντρικό θεμελιακό ενοποιητικό μέσο με τη μορφή της επιστημονικής εννοίας αδυνατεί να προσεγγίσει τους πραγματικούς νόμους που κυβερνούν τα φαινόμενα.

Πράγματι, η αποτυχία να συγκροτηθεί μια κεντρική επιστημονική έννοια δεν έχει άπλα και μόνο ως αποτέλεσμα μια ελλιπή γνώση των φαινομένων. Εισάγει στη διαδικασία νοητικής ιδιοποίησης του πραγματικού μία στρεβλή ερμηνευτική των φαινομένων, και αδυνατώντας να προσδιορίσει το δεσπόζον στοιχείο στην αντιφατική κίνηση των πραγμάτων, άγεται προς μία μη επιστημονική, ιδεολογικοεποπτική διαδικασία κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η γνωστική διαδικασία υπακούει στους νόμους που της επιβάλλονται από την κυρίαρχη ιδεολογία και έχει ως αποτέλεσμα όχι την παραγωγή αντικειμενικής επαληθεύσιμης γνώσης, αλλά κάποιες ιδεολογικές προφάνειες εναρμονισμένες με τον κοινό νου.

Η ανάδυση της φυσικής επιστήμης με τον Γαλιλαίο σημαδεύει μια ολότελα διαφορετική στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Η φυσική δεν έχει πλέον ως στόχο μια συνολική κοσμοθεώρηση, αλλά περιορίζει το οπτικό της πεδίο σε ένα απόλυτα ορισμένο και εξειδικευμένο αντικείμενο. Η συγχώνευση θεωρίας - πειράματος, μια ιδιαίτερη, θεωρητικά φορτισμένη, πρακτική, συντελεί στο επαληθεύσιμο της γνώσης που αποκτιέται. Επιστημονικοί όροι και έννοιες, έστω και σε πρωτογενή ατελή μορφή, καθιερώνονται. Ο Γαλιλαίος βέβαια ως πρώτος σταθμός στην εξέλιξη της φυσικής, αναγκαία φέρει τα σημάδια της ιδεολογικής της προϊστορίας, αποτελεί όμως «τομή» σε σχέση με τον Αριστοτέλη. Παρέχει τα μέσα για επιστημονική ανάπτυξη και εξέλιξη: Το κριτήριο της πράξης, ως ενδογενές - αναγκαίο κριτήριο, και την αναφορά σε προσδιορισμένο αντικείμενο το όποιο πρέπει να αναλυθεί με τη βοήθεια θεμελιακών εννοιών και όρων.

Ο Νεύτωνας, ως συνέχεια του Γαλιλαίου, δεν επιφέρει ριζική ποιοτική μεταστροφή όσον άφορα τη στάση απέναντι στη φυσική πραγματικότητα, εισάγει όμως μια διαδικασία αναδόμησης εννοιών και όρων. Μια ολότελα νέα κατηγορία, η δύναμη, εμφανίζεται σε αντιπαράθεση με κάθε ανθρωπομορφική ερμηνεία, μια έννοια που δεν εγκαθιδρύεται ως έμφυτη ενδογενής ιδιότητα των αντικειμένων, αλλά ως κάτι εξωτερικό σε σχέση με αυτά, που επικαθορίζει όμως τη συμπεριφορά τους. Στη βάση της βρίσκεται η έννοια της αλληλεπίδρασης, η οποία μέσω αφαιρετικής αποσύνδεσης από τις άμεσες φαινομενικότητες και τις ατομικές ιδιότητες των αντικειμένων, αποτελεί την οριακή συνθήκη για τη συναγωγή νόμων και κανονικοτήτων γενικής ισχύος για όλα τα φαινόμενα, παρά την ιδιομορφία και ατομικότητα που τα τελευταία μπορεί να παρουσιάζουν. Η αλληλεπίδραση ως «εξωτερική» σχέση είναι η βάση της ενοποίησης γήινων και ουράνιων φαινομένων και της ερμηνείας των κινήσεων εν γένει. Άλλα η χρησιμότητα αυτής της νέας εννοίας δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτό. Συμβάλλει στην κατανόηση και τον προσδιορισμό του ιστορικά και νοητικά συγκεκριμένου πλαισίου αναφοράς προηγουμένων επιστημονικών δρων, (όπως π.χ. το βάρος κατά Γαλιλαίο), τα όρια εφαρμογής τους και τις συνθήκες προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες εξασφαλίζεται η ισχύς της προηγούμενης θεωρίας. Η νέα έννοια είναι ένα «εξωτερικό» στοιχείο που εγγράφεται στο πλέγμα των σχέσεων και καθιερώνει τα φαινόμενα και τις διαδικασίες στην εσωτερική τους συνάφεια.

Είναι φανερό ότι οι δύο προσεγγίσεις, νευτώνεια και αριστοτέλεια, διαφέρουν ουσιαστικά. επικαθορίζονται από διαφορετικές φιλοσοφικές και θεωρητικές προϋποθέσεις και καταβολές, που αποκτούν υλική υπόσταση εναλλάξ με την απουσία και στη συνέχεια εμφάνιση της εννοίας της αλληλεπίδρασης. Άλλα ποιοι είναι οι γενικοί περιορισμοί προσδιορισμοί, που επικαθορίζουν «σε τελευταία ανάλυση» τις δύο κοσμοαντιλήψεις, και έχουν ως συνέπεια την απόρριψη η υιοθέτηση αυτής της εννοίας στα πλαίσια της φυσικής επιστήμης; Ας απαντήσουμε αυτή την ερώτηση με μια φιλοσοφική θέση σύμφωνη με την τοποθέτηση του Μαρξ στο Κεφάλαιο: Υφίστανται γενικοί ιστορικοί κοινωνικοί περιορισμοί προσδιορισμοί, που είτε λειτουργούν απαγορευτικά, είτε προωθούν την εμφάνιση, ανάπτυξη και εξέλιξη επιστημονικών εννοιών· η ανάδυση μιας επιστημονικής εννοίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη μιας κοινωνικής δομής, στο εσωτερικό της οποίας η παρουσία της εννοίας τουλάχιστον δεν κρίνεται αδιανόητη, αλλά αντίθετα αυτή θεωρείται κατ' αρχήν κατανοήσιμη και εγγράφεται στα πλαίσια του αποδεκτού.

Η έννοια της αλληλεπίδρασης ειδικότερα, προϋποθέτει ανταλλαγή μεταξύ ομοίων, ίσων μερών, μια σχέση ισοδυναμίας, πράγματα που δεν ενσωματώνουν a priori ένα ενεργητικό ή παθητικό, ή ένα Ιεραρχικά προσδιορισμένο ρόλο στη δομή των σχέσεων που τα καθιερώνουν. Ο Αριστοτέλης όχι μόνο στερείται ενός παρόμοιου νοητικού συστήματος, αλλά πολύ περισσότερο επιβάλλει στα φαινόμενα μία αυστηρή Ιεραρχικά δομημένη τάξη. Τούτο απορρέει από την κοινωνική δομή της αρχαιότητας, όπου για λόγους που δεν θα αναπτύξουμε λεπτομερειακά, ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, η ασυμβατότητα χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, αναπαράγεται στο «είδωλο» της φυσικής πραγματικότητας που σχηματίζει η γνωστική διαδικασία. Από την άλλη, η ανάδυση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στο τέλος του φεουδαλισμού και της απολυταρχίας, αποτέλεσμα της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής και διάχυσης της εργασίας στον κοινωνικό σχηματισμό, ανοίγει μια νέα εποχή όπου η παλιά ιεραρχική τάξη ακυρώνεται και ο νέος κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, ο καπιταλιστικός, εγκαθιδρύεται. Αυτή η νέα κοινωνική τάξη καθιστά εφικτή την κατανόηση των φαινομένων ως αδιαίρετων παγκόσμιων και των νόμων ως γενικών κανονικοτήτων.

Η κατάσταση αυτή εικονογραφείται από τον Μαρξ στο πρώτο βιβλίο του Κεφαλαίου, σε σχέση με την αριστοτέλεια θεωρία της αξίας, που πηγάζει από τη φαινομενολογία της ανταλλαγής αντικειμένων στην καθημερινή ζωή: Ο Μαρξ διαπιστώνει συγκεκριμένα: «Ο Αριστοτέλης λέει: "Ανταλλαγή δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς ισότητα και η ισότητα χωρίς συμμετρία. Είναι εντούτοις αδύνατο τόσο ανόμοια πράγματα να είναι συμμετρικά". Ο Αριστοτέλης λοιπόν μας λέει τι έφραξε το δρόμο για την παραπέρα ανάλυση του. Ηταν η απουσία κάθε εννοίας της αξίας» (τόμος Ι σελ. 71, έκδ. Μόρφωση). Όταν ο Μαρξ αναφέρεται στην έννοια της αξίας, εννοεί βέβαια την ιδιότητα της αφηρημένης εργασίας να παράγει αξία στα προϊόντα της. Η αξία δεν συνδέεται με μια ειδική μορφή εργασίας.

Η συγκεκριμένη εργασία παράγει αξίες χρήσης, η αφηρημένη παράγει αξίες, και οι τελευταίες βρίσκονται στη βάση της ανταλλαγής. Η ιεραρχική τάξη της δουλοκτητικής κοινωνίας, που εξοβελίζει τη χειρωνακτική εργασία στον «μη ανθρώπινο» χώρο βρίσκεται στη ρίζα της αποτυχίας του Αριστοτέλη να εντοπίσει τα θεμέλια της διαδικασίας ανταλλαγής, με τη μορφή της αφηρημένης εργασίας και συνακόλουθα της αξίας των εμπορευμάτων. Ισχυριζόμαστε σ' αυτό το σημείο, ότι η ίδια ιδεολογική ιεραρχική τάξη επιβάλλεται και στη συμπεριφορά των φυσικών φαινομένων. Πράγματι, η απουσία της εννοίας (και της θεωρίας) της αξίας, που θα αναγνώριζε το ρόλο της αφηρημένης εργασίας στη δημιουργία των όρων ισοδυναμίας και των προϋποθέσεων ανταλλαγής, έχει τις ίδιες αιτίες με την αποτυχία του Αριστοτέλη να συλλάβει τη φυσική πραγματικότητα μέσω αλληλεπιδράσεων ισοδύναμων αντικειμένων υποταγμένων σε καθολικούς νόμους. Ο Μαρξ θα μας πει: «Η ιδιοφυΐα του Αριστοτέλη δείχνεται μόνο από το γεγονός, ότι ανακάλυψε στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων μια σχέση ισότητας. Οι ιδιόμορφες συνθήκες της κοινωνίας στην οποία έζησε... μόνο, τον εμπόδισαν να ανακαλύψει τι "αληθινά" ήταν στο θεμέλιο αυτής της ισότητας» (ο.π. σελ. 72). Και θα προσθέταμε, ότι η ιδιοφυΐα του Νεύτωνα συνίστατο στην ικανότητα να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία να διανοηθεί το πριν αδιανόητο, ευκαιρία που του προσφέρθηκε όταν υπερπηδήθηκαν οι παλιοί ιστορικοί φραγμοί, από τη διαμόρφωση της νέας κοινωνικής τάξης. Δεν πρόκειται για επίτευγμα ελάσσονος σημασίας, διότι η κοινωνική υπέρβαση των παλιών φραγμών δεν συνεπάγεται αυτόματα μια ανοικτή «βασιλική οδό» προς την επιστήμη. Η τροχιά που πρέπει να ακολουθηθεί είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας όχι προσδιορισμένης, μη ντετερμινιστικής, και κανένα μηχανιστικό μοντέλο δεν θα είναι ποτέ ικανό να αναπαράγει την πολυπλοκότητα, ιδιομορφία και συνθετότητα μιας επιστημονικής ανακάλυψης.

Γι αυτό ίσως δεν είναι ανώφελο σ' αυτό το σημείο να τονίσει κανείς και ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα σχετικά με το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην ιστορία. Στην εισαγωγή του 1ου βιβλίου του «Κεφαλαίου» ο Μαρξ διαπιστώνει ότι «τα άτομα είναι αντικείμενα εξέτασης μόνο στο βαθμό που είναι προσωποποιήσεις οικονομικών κατηγοριών, φορείς ειδικών ταξικών σχέσεων. Η οπτική μου, λιγότερο από κάθε άλλη, μπορεί να καταστήσει το άτομο σαν υπεύθυνο για σχέσεις των οποίων παραμένει το δημιούργημα κοινωνικά, όσο και αν εγερθεί υποκειμενικά υπεράνω τους» (δ.π. σελ. 16). Τα άτομα είναι λοιπόν υποκείμενα στην ιστορία και όχι Υποκείμενα της Ιστορίας. Η όπως το διατύπωσε ο Αλτουσέρ «Η Ιστορία είναι διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος σκοπό με κινητήρια δύναμη την ταξική πάλη».

Η έννοια του χωροχρόνου στην Κβαντομηχανική: Οι ιδεολογικοί περιορισμοί

θα προχωρήσουμε τώρα στη σκιαγράφηση ενός δεύτερου παραδείγματος που υπογραμμίζει τη σημασία της μαρξιστικής διαλεκτικής όχι μόνο στην εκτίμηση της εμφάνισης επιστημονικών εννοιών στην ιστορία της γνωστικής διαδικασίας, αλλά και σε σχέση με τις συνέπειες που μπορεί να έχει η αποδοχή η απόρριψη εννοιών κατά τη διαμόρφωση ερευνητικών στρατηγικών στη σύγχρονη επιστήμη. Στην ουσία εκείνο που σύντομα θα πραγματευθούμε είναι τα προβλήματα που σχετίζονται με τη θεμελίωση ενός σύγχρονου επιστημονικού πεδίου, της Κβαντοθεωρίας, που ενώ απολαμβάνει ευρείας επιβεβαίωσης όσον άφορα τις στατιστικές προβλέψεις της, παραμένει εντούτοις διαμφισβητούμενη στις βασικές της κατηγορίες.

Η Κβαντική θεωρία επήγασε από την ανάγκη να κατανοηθούν τα φαινόμενα σε μικροσκοπική ατομική κλίμακα. Αφετηρία είχε την προσπάθεια να επεκταθούν οι ιδέες και μέθοδοι της κλασικής φυσικής στον ατομικό και ύπατομικό χώρο. Αυτή η προσπάθεια ήρθε εξ υπαρχής αντιμέτωπη με σοβαρές αντιφάσεις, μια και η εμπειρία ανέδειξε μορφές μη κατανοήσιμες στα πλαίσια των ερμηνευτικών διαμορφωμάτων της κλασικής θεωρίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη δυαδικότητα κύματος - σωματίου που παρουσιάζουν όλες οι οντότητες του μικρόκοσμου και την απροσδόκητη σταθερότητα των ηλεκτρονικών τροχιών στο άτομο (τροχιές του Bohr), κατά την πρώτη φάση ανάπτυξης της θεωρίας· η και τις σχέσεις απροσδιοριστίας του Heisenberg και την αρχή συμπληρωματικότητας του Bohr στη συνέχεια. Προβλήματα θεμελιακά, συνδεδεμένα με την κατανόηση της νέας θεωρίας. Στη συνέχεια δεν πρόκειται βέβαια να παρουσιάσουμε μια γενική πραγματεία επί της κβαντοθεωρίας και των ζητημάτων που αναδύονται στο πλαίσιο της, αλλά θα περιορισθούμε αντίθετα σε μια εξέταση και κριτική των βασικών φιλοσοφικών καταβολών που μορφοποίησαν τον πυρήνα μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής ερμηνείας από την ονομαζόμενη Σχολή της Κοπεγχάγης. Η φιλοσοφία της Σχολής της Κοπεγχάγης που είχε τεράστια επιρροή στη διδασκαλία και την ερευνά, συγκροτείται γύρω από μια βασική παραδοχή, ένα γενικό απαγορευτικό θεώρημα, που εξασφαλίζει την «αυτοσυνέπεια» και συνολική ισχύ του θεωρητικού φιλοσοφικού σχήματος. Είναι ένα παραδοξολόγημα που μπορεί να διατυπωθεί ως έξης: Η θεωρία είναι αφομοιώσιμη εάν αποφύγει κανείς να κατανοήσει τα μικροφαινόμενα μέσω αιτιοκρατικών χωροχρονικών περιγραφών. Η έννοια του χωροχρόνου και της αιτιότητας είναι δάνειο των μακροσκοπικής κλίμακας φαινομένων, και αυτόχρημα ασυμβίβαστη με τη συμπεριφορά των μικροσυστημάτων. Το κβαντικό επίπεδο δεν έχει συγκεκριμένη δομή για να αντιστοιχηθεί με μια τέτοια απόδοση: μόνο δυναμικότητες υφίστανται και διαδίδονται, και τα προσδιορισμένα πειραματικά αποτελέσματα που καταγράφονται οφείλονται στη συνειδητή παρέμβαση του παρατηρητή.

Συμπερασματικά λοιπόν θα πρέπει να αποδεχθεί κανείς ότι η φύση των πραγμάτων είναι στη βάση της αναιτιοκρατική. Η απροσδιοριστία αυτή πρέπει να εκληφθεί ως ύποστασιακό χαρακτηριστικό των πραγμάτων, συγκροτεί το Οντολογικό τους υπόβαθρο. Οι σταθερές συγκεκριμένες δομές αποτελούν παρατηρησιακές εκφάνσεις, ως αποτέλεσμα της συνειδητής παρέμβασης του παρατηρητή που εξαναγκάζει τις δυναμικότητες να προσγειωθούν στο έδαφος της «πραγματικότητας», μέσα από διαδικασίες αναγωγής, που παίρνουν μάλιστα και τη μορφή φυσικής διατύπωσης με την «αναγωγή της κυματοσυνάρτησης», του θεμελιακού κβαντικού μεγέθους. Όλες οι όψεις και προεκτάσεις αυτής της αντίληψης επιτάσσουν την εγκατάλειψη της επιστημονικής εννοίας του χωροχρόνου.

Άλλα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ, ο χωρόχρονος δεν είναι άπλα και μόνο ένας βολικός τρόπος απόδοσης των φαινομένων. Είναι, από τις απαρχές της φυσικής επιστήμης, η θεμελιακή επιστημονική έννοια, πράγμα που μάλλον επιβεβαιώνεται παρά αμφισβητείται από την τεράστια διαδικασία μετασχηματισμών στην οποία η έννοια αυτή υποβλήθηκε κατά την εξέλιξη της φυσικής. Ο χωρόχρονος ανεδύθη ως αποσυσχετισμένη, διακριτή και απόλυτη δομή στην κλασσική φυσική και κατέληξε στο δυναμικό πλαίσιο της Γενικής Σχετικότητας ως συμπλεκτική και σύνθετη ενότητα χώρου, χρόνου, ύλης και κίνησης. Οι αλλαγές και οι μετασχηματισμοί του πάντοτε ενίσχυαν και συγκροτούσαν τη χρήση του ως μέσου η θεμελιακού εργαλείου ανάλυσης και κατανόησης των πολύπλοκων φυσικών διαδικασιών κατά τρόπο διασφαλισμένα επιστημονικό.

Αυτή η τάση αντιστρέφεται με την εγκαθίδρυση της Κβαντομηχανικής ως νέου φυσικού επιστημονικού πεδίου. Ο Bohr και ο Heisenberg αποκηρύσσουν αυτή την επιστημονική έννοια ως μακροσκοπική αυταπάτη, χωρίς να συνοδεύουν αυτή τη θέση με επιστημονική κριτική η και φυσική επιχειρηματολογία. Αντίθετα, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, και ισχυρίζονται ότι οι επιστημονικές έννοιες δεν είναι απαραίτητες μια και διαθέτει κανείς το μαθηματικό φορμαλισμό, που αποδίδει τη συμπεριφορά των φαινομένων και συνεπάγεται ακριβείς πειραματικές προβλέψεις. Το ερμηνευτικό διαμόρφωμα, περιορίζεται σε απλό έλεγχο της αυτοσυνέπειας και του αδιαμφισβήτητου του μαθηματικού σχήματος, που όταν κατορθώσει κανείς να το θέσει υπό κατοχή και έλεγχο, αντικαθιστά την επιστημονική έννοια στη λειτουργία της ως καθοδηγητικής αρχής στη γνωστική διαδικασία. Αυτό ακριβώς θα ισχυρισθεί ο Heisenberg όταν θα πει: «"Όποτε αυτή η ασαφής και μη συστηματική χρήση της γλώσσας οδηγεί σε δυσκολίες, ο φυσικός πρέπει να αποτραβηχθεί στο μαθηματικό σχήμα και την αναμφισβήτηση αντιστοίχηση του με τα πειραματικά δεδομένα».

Είναι απαραίτητο νομίζουμε εδώ να υπογραμμίσουμε την πραγματική φύση του προβλήματος: Δεν είναι σε καμιά περίπτωση θεμιτό να κριτικάρει κανείς τις προσπάθειες να αντικατασταθεί ο χωρόχρονος ως κεντρική επιστημονική έννοια, στις επιστημονικές διαδικασίες, εάν αυτές οι προσπάθειες υποστηρίζονται με κριτήρια που παράγει η επιστημονική διαδικασία ενδογενώς. Πράγματι, αυτός είναι ο τρόπος με τον όποιο η επιστήμη αναπτύσσεται, επανεντάσσοντας μετασχηματισμένες παλιότερες απόψεις σε νέα ευρύτερα πλαίσια. Ούτε θα πρέπει να υποτιμά κανείς πολύ περισσότερο να απορρίπτει τη σπουδαιότητα του μαθηματικού εργαλείου στην προσπάθεια προσέγγισης και κατανόησης της πραγματικότητας· πράγματι, χωρίς τα μαθηματικά θα βρισκόταν κανείς ακόμη στο στάδιο της ασαφούς, ποιοτικής και εποπτικής θεώρησης των φαινομένων, δηλαδή σε προεπιστημονικό στάδιο. Εκείνο όμως που σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποσοβήσει κανείς είναι η εγκατάλειψη επιστημονικών εννοιών σε συνδυασμό με μια «αυτάρκεια» μέσα στο φορμαλισμό. Διότι αν οι έννοιες δεν αναπτύσσονται αλλά απλά εγκαταλείπονται, προκύπτει κενό που δεν συνεπάγεται άπλα και μόνο έλλειψη γνώσης. Το κενό η έλλειψη της εννοίας (ανα)πληρώνεται, αμέσως, από μια την κυρίαρχη ιδεολογία. Με αυτό εννοούμε την αυθόρμητη ιδεολογία των επιστημόνων, την «αυθόρμητη φιλοσοφία» όπως την ονόμασε ο Αλτουσέρ, που είναι ένα αντιφατικό μίγμα από τον κυρίαρχο τεχνοκρατικό ορθολογισμό και τον κυριαρχούμενο ανορθολογισμό και τη μεταφυσική. Αυτό που ισχυριζόμαστε είναι ότι δεν «αποτραβιέται κανείς στο μαθηματικό σχήμα» άπλα και μόνο, αλλά στην ουσία αντικαθιστά τα επιστημονικά κριτήρια με τις προφάνειες του κοινού νου και τα ερμηνευτικά σχήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε μερικές όψεις αυτής της αυθόρμητης φιλοσοφίας στην Κβαντομηχανική, που έρχονται σε ανοιχτή αντίθεση η και ρήξη με καθιερωμένα δεδομένα και συμπεράσματα άλλων επιστημονικών θεωριών, η είναι σημεία εσωτερικής αντίφασης:

1) Επισημαίνουμε κατ' αρχήν την ταυτόχρονη «αναγωγή της κυματοσυνάρτησης» σε όλα τα συστήματα αναφοράς κατά τη μέτρηση, που ισοδυναμεί με το «αντικειμενικό» πέρασμα από το «δυνάμει» στο «πραγματικό». Είναι γνωστό βέβαια ότι η έννοια του καθολικού - ταυτόχρονου αντιβαίνει στη θεωρία της Σχετικότητας, που καθιερώνει την εξάρτηση του ταυτόχρονου (η μη) από το σύστημα αναφοράς.

2) Δεύτερο, ο χρόνος και ο χώρος ως μεταβλητές ερμηνεύονται στις εξισώσεις της Κβαντομηχανικής ως άπλα μαθηματικά εργαλεία, στα όποια δεν μπορεί να αποδοθεί φυσικό νόημα ανάλογο της μακροσκοπικής περιγραφής: την ίδια στιγμή, αυτές οι ίδιες εξισώσεις αναφέρονται σε φυσικές διαδικασίες που γίνονται αντιληπτές σε χωροχρονικό πλαίσιο.

3) Οι σχέσεις απροσδιοριστίας συζυγών μεγεθών (θέση - ορμή, χρόνος - ενέργεια) εξηγούνται σε ορισμένες περιπτώσεις ως θεμελιακή ιδιότητα των μικροκοσμικών οντοτήτων, σε άλλες πάλι ως συνέπεια του τρόπου παρατήρησης η του τρόπου υποβολής ερωτημάτων για τα φαινόμενα. Πέρα απ' αυτό, υποτίθεται ότι η ενεργός παρέμβαση του παρατηρητή εξασφαλίζει τη συρρίκνωση των πιθανοτήτων (του «δυνάμει») σε προσδιορισμένες μορφές. Η συνείδηση δημιουργός πραγματικότητας η και δημιουργός απροσδιοριστίας;

4) Η σχέση συμπληρωματικότητας του Bohr, σύμφωνα με την οποία, όταν πρόκειται για μικροσκοπικά φαινόμενα αποκλείονται, αμοιβαία και απόλυτα, οι καθιερωμένες περιγραφές στον μακρόκοσμο, απαγορεύει ρητά τη συνεπή χρήση κλασικών {δεών στην κβαντική φυσική και την ίδια στιγμή διαιωνίζει την αμφισβητήσιμη αναπαράσταση των μικροφαινομένων με τη μορφή δυαδικών, εν μέρει αντίστοιχη μένων κλασικών ιδεών (κύμα η σωμάτιο κλπ.).

5) Οι παραδοχές της Σχολής της Κοπεγχάγης που αποδίδουν πραγματική υπόσταση μόνο στις νεφελώδεις δυναμικότητες που διαδίδονται στον κβαντικό χώρο (;) προήγαγαν μεταφυσικές ιδέες που υποθέτουν, για το ηλεκτρόνιο, κάποιου τύπου «ελεύθερη βούληση» και εισάγουν μοντέλα με παράλληλη ύπαρξη πολλών κόσμων, φυσικά μη εξακριβώσιμων, παραδοχές που μπορούν όμως να συμβιβάσουν τα παράδοξα της κβαντικής θεωρίας της μέτρησης.

6) Τέλος, η Κβαντική θεωρία αξιωματικά τίθεται ως η ύστατη θεωρία των μικροφαινομένων, πράγμα που συνιστά επιστημολογική διαπίστωση ισοδύναμη με την κατάκτηση της απόλυτης αλήθειας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σκληροπυρηνικός λενινιστής για να αντιδράσει σε μια τέτοια διατύπωση που προφανώς δεν διδάχθηκε τίποτε από την Ιστορία της φυσικής.

Άλλα δεν θα όπρεπε να υποπέσει κανείς στη λανθασμένη εκτίμηση ότι η Κβαντική θεωρία αποτελείται απλά και μόνο από τις παραδοχές της Σχολής της Κοπεγχάγης. Διότι πρόκειται επιπρόσθετα για μια από τις πλέον επιβεβαιωμένες θεωρίες, με φορμαλισμό που αναπαράγει και προβλέπει όψεις της πραγματικότητας του μικρόκοσμου. Εάν η κατάσταση όμως διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο, τότε δεν θα άπρεπε να εγκαταλείψει κανείς το χώρο, να παραιτηθεί προτού δώσει τη μάχη, να αφήσει το κενό ακάλυπτο και προσιτό στην αυθόρμητη ιδεολογία των επιστημόνων. Αυτό θα συνέτεινε στην απαξίωση της επιστημονικής δραστηριότητας, από τρόπο ιδιοποίησης του πραγματικού σε χώρο εικασιών και «εποπτείας», εφοδιασμένο άπλα με έναν υπολογιστικό μηχανισμό. Αυτό έγινε εξ' αρχής αντιληπτό από εκείνους τους θεμελιωτές της θεωρίας που διαχώρισαν τη θέση τους από την ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης, όπως ο De Brogue και ο Schrödinger· αλλά και από τον Α. Einstein, που έδωσε τη μάχη αυτή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο De Broglie επρότεινε τα πρώτα αιτιακά χωροχρονικά μοντέλα για τα κβαντικά φαινόμενα, αλλά εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια κάτω από την ασφυκτική πολεμική που του έγινε στα τέλη της δεκαετίας του '20. Ο Einstein προσπάθησε με νοητικά πειράματα να υπογραμμίσει τις ανεπάρκειες και τα εννοιολογικά κενά της θεωρίας, μια προσπάθεια που κορυφώθηκε με την πρόταση πειράματος, το 1935, με στόχο την αμφισβήτηση των αρχών απροσδιοριστίας (πείραμα Einstein - Podolsky - Rosen), του οποίου η πραγμάτωση στις μέρες μας αναβίωσε τη συζήτηση για τα θεμέλια της Κβαντοθεωρία.

'Αλλά το σημείο μη επιστροφής στη διαμάχη αυτή για αιτιακή ερμηνεία των φαινομένων, επιτεύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 με τη διατύπωση συγκεκριμένων αιτιακών χωροχρονικών μοντέλων των Bohm και Vigier, όπου αποδείχθηκε, με κριτήρια ενδογενή στην επιστημονική διαδικασία, ότι η απόδοση των κβαντικών φαινομένων είναι εφικτή σε χωροχρονικά πλαίσια και με ταυτόχρονη διατήρηση της αιτιοκρατίας. Αυτή η πρώτη προσπάθεια και η εξέλιξη που ακολουθεί, είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τους ακόλουθους λόγους:

1) Απέδειξαν ότι η εκτίμηση και κατανόηση κβαντικών πειραματικών δεδομένων είναι δυνατή χωρίς να εγκαταλειφθούν ο χωρόχρονος και η αιτιότητα, αποκαλύπτοντας έτσι όχι μόνο φιλοσοφικά αλλά με εσωεπιστημονικές διεργασίες, τον ανορθολογικό χαρακτήρα και την αυθαιρεσία της «ορθόδοξης» ερμηνείας.

2) Υπερπήδησαν έμπρακτα τους φραγμούς της μέχρι τότε «τελικής θεωρίας» και αποκάλυψαν τον πραγματικό χαρακτήρα της «ύστατης γνώσης» για το μικρόκοσμο: σαν μύθο όπως τόσοι άλλοι που προηγήθηκαν στην ιστορία της φυσικής.

3) Διάνοιξαν τη δυνατότητα για εποικοδομητική επιστημονική κριτική της εννοίας του χωροχρόνου και της συμβολής της στην εξέλιξη των θεωριών, και για κάποιο πιθανό μετασχηματισμό της μέσω επιστημονικών διεργασιών και όχι με την ανοιχτή ιδεολογική παρέμβαση (μέσα σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες).

Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιατί πραγματικά αναδείχθηκε μέσα από ουσιαστικό και θεμελιακό προβληματισμό πάνω στις βάσεις της θεωρίας, ένα εγχείρημα που ανέλαβαν κύρια οι οπαδοί της νέας, αιτιακής χωροχρονικής εκδοχής της θεωρίας. Πράγματι, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φυσικών ήταν απασχολημένη με την εξάσκηση της «κανονικής επιστήμης», η μειοψηφούσα αυτή ομάδα φυσικών ξεκίνησε μια γόνιμη συζήτηση πάνω στα θεμέλια της θεωρίας, που πήγασε με τη σειρά της από τη νέα αιτιακή εκδοχή και όχι άπλα από φιλοσοφικές θέσεις γενικών περιεχομένων, θα αναφερθούμε παραδειγματικά σε δύο βασικά επιτεύγματα της νέας αυτής εκδοχής, που επιγραμματικά Ονομάζεται θεωρία Λανθανουσών Παραμέτρων: πρόκειται για την παραγωγή ενός νέου μαθηματικού και εννοιολογικού εργαλείου, του κβαντικού δυναμικού, και την εξήγηση της κβαντικής απροσδιοριστίας μέσα από την παραδοχή ενός νέου υποκβαντικού επιπέδου. Το κβαντικό δυναμικό διαφορίζεται από όλα τα μέχρι τώρα γνωστά φυσικά δυναμικά, λόγω του ότι συνεπάγεται συσχετισμούς μεταξύ σωματίων που δεν εξασθενούν γενικά με αύξουσα απόσταση. Εικονογραφεί την εμφάνιση νέων συλλογικών καταστάσεων στο κβαντικό επίπεδο που παρόμοιες δεν απαντώνται σε άλλες φυσικές διαδικασίες. Το υποκβαντικό επίπεδο, από την άλλη, αναδύεται ως χώρος με ενδογενή στοχαστικότητα, χαοτικές κινήσεις, συμβιβαστές με τη θεωρία της Σχετικότητας, απύθμενο απόθεμα μίγματος σωματίων και αντισωματίων, του οποίου διεγερμένες καταστάσεις είναι οι υλικές μορφές που μέχρι τώρα εξετάζουμε. Πρόκειται για την επάνοδο του αιθέρα, στη σχετικιστική χαοτική μορφή του όμως και όχι στη στατική απόλυτη χροιά που του προσέδιδε η κλασική φυσική.

Αυτές οι νέες διατυπώσεις της θεωρίας των Λανθανουσών Παραμέτρων θέτουν νέα προβλήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν στα πλαίσια της φυσικής με ικανοποιητικό τρόπο, μια και η διαφυγή στα μαθηματικά τεχνάσματα του φορμαλισμού, ως ερμηνευτικά σχήματα, αποκλείεται εκ των προτέρων. Τα νέα αυτά προβλήματα δημιουργούν με τη σειρά τους τη βάση για μια νέα συζήτηση πάνω στα θεμέλια της θεωρίας: Τα μικροφαινόμενα είναι ουσιαστικά τοπικά, δηλαδή μη συσχετισμένα, επιδεχόμενα μεμονωμένη περιγραφή, η μη τοπικά, δηλαδή συσχετισμένα, συλλογικές μη διαχωρίσιμες καταστάσεις; Εάν υπάρχει μη τοπικότητα στο μικρόκοσμο, ποια σχέση έχει με τη (σχετικιστική) αιτιότητα και τη μακροσκοπικά παρατηρούμενη τοπικότητα της κλασικής φυσικής; Πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν απάντηση στα πλαίσια της φυσικής και πηγάζουν από τη νέα αιτιακή θεμελίωση της Κβαντοθεωρίας, που συνοπτικά θα αποδίδαμε τα προτερήματα της με τα ακόλουθα σημεία:

1) θέτει προβλήματα στη θέση όπου η πλειοψηφία των φυσικών πίστευε ότι κατέχει «λύσεις», και προσπαθεί να τα λύσει στο τραπέζι του εργαστηρίου και όχι με τη βοήθεια του δίδυμου ιδεολογικού σχήματος θετικισμού ανορθολογισμού.

2) Υπονομεύει την ανορθολογική, αντιεπιστημονική η και μεταφυσική «επιστήμη» των φιλοσοφικών παραδοχών της Σχολής της Κοπεγχάγης και προσπαθεί να βρει φυσικές ερμηνείες για τα «παράδοξα» του κβαντικού χώρου.

3) Διατηρεί την επιστημονική έννοια του χωροχρόνου όχι από συντηρητική σκοπιά αλλά με την πεποίθηση ότι η εξέλιξη της φυσικής δεν επιτυγχάνεται απλά με την απόρριψη εννοιών (όποτε παρουσιάζονται δυσκολίες), αλλά μόνο με την υπαγωγή τους, μέσα από μετασχηματισμούς, σε μια νέα δομή όπου οι αρχικές δυσκολίες και αντιφάσεις ξεπερνιούνται.

Αυτοί είναι συνοπτικά οι λόγοι για τους οποίους πιστεύουμε ότι η στάση των φυσικών που μετέχουν στη μάχη για την Κβαντική θεωρία είναι πολύ εποικοδομητική και, ανεξάρτητα από τα προσωπικά φιλοσοφικά τους πιστεύω, σε τελευταία ανάλυση υλιστική. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επιτεύχθηκε κατανόηση πολλών απαγορευμένων περιοχών της μικροφυσικής. Επίσης επιβεβαιώνεται και από την προσπάθεια που γίνεται από ορισμένες τάσεις στο χώρο των Λανθανουσών Παραμέτρων για μετασχηματισμό της χωροχρονικής δομής, προσπάθειες που δείχνουν το μη αρχειακό και δημιουργικό του χώρου. Διατεινόμαστε ότι όλα αυτά τα επιτεύγματα έγιναν δυνατά χάρη στην καλά προσανατολισμένη παρέμβαση φυσικών που αρνήθηκαν το «καταφύγιο» του μαθηματικού φορμαλισμού, που δεν δέχθηκαν να εργάζονται χωρίς έννοιες, και δεν εκτόπισαν το φυσικό προβληματισμό σαν κάτι ξεπερασμένο, ανάρμοστο στη σύγχρονη φυσική. Ηταν ένας συγκεκριμένος πρακτικός τρόπος να αντιπαρατεθεί κανείς συγκροτημένα στις ακόλουθες απόψεις του Heisenberg: «Σχεδόν κάθε διαδικασία στις φυσικές επιστήμες επιτυγχάνεται με μια παραίτηση, σχεδόν για κάθε νέα ενόραση θυσιάσθηκαν σημαντικές παλιότερες προβληματικές και έννοιες. Η τελευταία ρίζα των φαινομένων είναι λοιπόν όχι η ύλη, αλλά Ο μαθηματικός νόμος, η συμμετρία, η μαθηματική μορφή».

Αυτό ακούγεται σαν νεωτερισμός, αλλά δεν είναι καθόλου νέο. Ο Αριστοτέλης δεν επιχειρηματολογούσε πολύ διαφορετικά στις πραγματείες του περί της εξίσωσης εμπορευμάτων στην ανταλλαγή: «Μια παρόμοια εξίσωση μπορεί μόνο να είναι κάτι ξένο προς την πραγματική φύση τους, συνεπώς μόνο μια σύμβαση για πρακτικούς λόγους». Έπρεπε να περιμένουμε πάνω από δυο χιλιετηρίδες για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση από τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Επιπλέον όμως ο Αριστοτέλης είχε ιστορικούς φραγμούς που τον εμπόδιζαν να αναγνωρίσει τα βασικά χαρακτηριστικά της ανταλλαγής. Αυτοί οι φραγμοί είναι σήμερα «απόντες». Από φιλοσοφική και πρακτική σκοπιά δεν θα ήταν ιδιαίτερα σοφό να αδρανήσει κανείς απέναντι σε μια αντίστοιχη Οπισθοδρόμηση, μια και σαν μαρξιστές διαθέτουμε τα βασικά εργαλεία για την ανάλυση της θεωρητικής συγκυρίας. 'Απλά πρέπει να δώσει κανείς τη μάχη στη φυσική από υλιστικές θέσεις. Και το όφελος θα είναι διπλό. Από τη μια θα παρέμβει στη διαδικασία κίνησης της αντίφασης στη φυσική επιστήμη και από την άλλη αυτή η παρέμβαση θα εμπλουτίζει και θα συνεισφέρει στη εξέλιξη της μαρξιστικής διαλεκτικής. Εάν η φιλοσοφία είναι «σε τελευταία ανάλυση πάλη των τάξεων στη θεωρία» (Αλτουσέρ) τότε οι επιστημονικές έννοιες είναι όπλα σ' αυτή τη μάχη, απαραίτητα εργαλεία για τη νίκη του υλισμού στη θεωρητική - φιλοσοφική μάχη και για την πρόοδο και ανάπτυξη της ίδιας της φυσικής επιστήμης.


* Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε στο Παλέρμο το Ινστιτούτο Γκράμσι και το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, με θέμα «Μαρξισμός και Επιστήμες».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

L. Althusser - Ε. Balibar Lire le Capital, Paris 1965.

Λ. Αλτουσέρ Για τον Μαρξ, Αθήνα 1978.

Λ. Αλτουσέρ Απάντηση στον Τζ. Λιούις, Αθήνα 1977.

L. Althusser Philosophie et philosophie spontane des Savants, Paris 1974.

Λ. Αλτουσέρ Στοιχεία Αυτοκριτικής, Αθήνα 1983.

Λ. Αλτουσέρ θέσεις. Αθήνα 1977.

Ε. Μπαλιμπάρ Μαρξισμός, ρασιοναλισμός, {ρασιοναλισμός, Ο Πολίτης τ. 8,1977.

D. Bohm Causality and Chance, London 1958.

D. Bohm Wholeness and the Implicate Order, London 1980.

K. Marx - Grundrisse d. Kritit d. Pol. Ökonomie, Das Kapital, MEW 23, 24, 25.

D. Lecourt Pour une critique de Γ Epistemologie, Paris 1972.

D. Lecourt Une crise et sen enjeu, Paris 1973.

D. Lecourt L' ordre et les jeux, Paris 1974.

Mao - Tse - Tung On Contradiction

F. Seleri Die Debatte um die Quantentheorie, Braunschweig 1983.