Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ TUGAN-BARANOWSKY
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από την έκδοση στη γερμανική γλώσσα του βιβλίου του Mikhail Iwanowitsch von Tugan-Baranowsky, Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England (Μελέτες αναφορικά με τη θεωρία και την ιστορία των εμπορικών κρίσεων στην Αγγλία). To βιβλίο αυτό, (το 7ο κεφάλαιο του Μέρους Ι του οποίου δημοσιεύουμε στο παρόν τεύχος των Θέσεων), είχε κυκλοφορήσεις για πρώτη φορά στα ρωσικά το 1894. [1] Το 1900 κυκλοφόρησε η δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου στη ρωσική γλώσσα, μετάφραση της οποίας υπήρξε η γερμανική έκδοση του 1901.

Το βιβλίο επηρέασε καθοριστικά τη μαρξιστική θεωρία της εποχής του σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις, και οι θεωρητικές διαμάχες γύρω από τις θέσεις που εισήγαγε ο συγγραφέας και τις ερμηνείες των αναλύσεων του Μαρξ που υπέδειξε, διήρκεσαν σχεδόν 4 δεκαετίες, μέχρι την πλήρη επικράτηση του σταλινισμού και την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, (εξελίξεις που ανάσχεσαν πλήρως την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας και συζήτησης). Η βασική συμβολή του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι (Τ.Μπ.) ήταν ότι συνέδεσε τη μαρξιστική θεωρία των κρίσεων με τη θεωρία της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, που διατυπώθηκε από τον Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, για να ασκήσει κριτική στην «υποκαταναλωτική» ανάγνωση του Μαρξ (τη θεώρηση των κρίσεων ως εκδήλωση της εγγενούς τάσης για υποκατανάλωση των λαϊκών τάξεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής). Με τον τρόπο αυτό, αντικείμενο θεωρητικής διερεύνησης και διαμάχης αποτέλεσε και αυτή η ίδια η Μαρξική θεωρία της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Τις θέσεις αυτές είχε μάλιστα υποστηρίξει ο Τ.Μπ. ήδη μερικά χρόνια πριν την έκδοση των Μελετών. .., με άρθρα και μπροσούρες που είχε δημοσιεύσει στα ρωσικά.

Η επίδραση που είχαν οι εργασίες αυτές και ιδίως οι Μελέτες... του Tugan-Baranowsky στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι, πέραν των έργων του Ένγκελς, κανένα άλλο βιβλίο δεν επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τον τρόπο πρόσληψης των έργων του Μαρξ κατά το τέλος του 19ου και τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με εξαίρεση μόνο το Χρηματιστικό Κεφάλαιο του Rudolf Hilferding, (τις βασικές θέσεις του οποίου για τον «μονοπωλιακό καπιταλισμό» και τον ιμπεριαλισμό υιοθέτησαν οι κύριοι εκφραστές τόσο του ρωσικού –Μπουχάριν, Λένιν, κ.λπ.- όσο και του δυτικού μαρξισμού, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο «θεωρητικό παράδειγμα» στο πλαίσιο του Μαρξισμού, βλ. Γ. Μηλιός, 2000, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Αθήνα: Κριτική, 27-195).

Τόσο στη Ρωσία όσο και στο γερμανόφωνο χώρο (Γερμανία, Αυστρία), δηλαδή στις δύο περιοχές που η μαρξιστική θεωρία γνώρισε κατά την εποχή που αναφέραμε σημαντική ανάπτυξη, οι Μελέτες... του Tugan-Baranowsky αποτέλεσαν είτε τη βάση για τη θεμελίωση κριτικών προς την υποκαταναλωτική θεωρία, είτε αντικείμενο οξείας πολεμικής αντιπαράθεσης, με στόχο την υπεράσπιση της υποκαταναλωτικής θεωρίας Οι σημαντικότεροι μαρξιστές θεωρητικοί της εποχής, όπως ο Λένιν, ο Μπουχάριν, ο Χίλφερντινγκ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Όττο Μπάουερ έλαβαν μέρος στις θεωρητικές αυτές διαμάχες.

Όμως το βιβλίο του Τ.Μπ. περιείχε επίσης στοιχεία κριτικής προς τη Μαρξική θεωρία, που για πολλές δεκαετίες πέρασαν απαρατήρητα: Σ' αυτό βρίσκουμε μια πρώτη εκδοχή του λεγόμενου θεωρήματος του Okishio, σύμφωνα με το οποίο o Μαρξικός «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» πρέπει να απορριφθεί, καθώς και μια πρώτη εκδοχή της λεγόμενης «προσέγγισης του πλεονάσματος», σύμφωνα με την οποία η Μαρξική θεωρία της αξίας είναι περιττήκαι άχρηστη, και η ανάλυση θα έπρεπε περιορίζεται στη μελέτη των υλικώνροών (εισροών και εκροών) της συνολικής παραγωγής, όπως συμβαίνει π.χ. στις σύγχρονες προσεγγίσεις που εμπνέονται από το θεωρητικό υπόδειγμα που εισήγαγε στην οικονομική θεωρία ο Piero Sraffa. Η κριτική αυτή προς τη Μαρξική θεωρία προκύπτει από μια εμπειριστική κατανόηση της Μαρξικής θεωρίας της αξίας. Επιπλέον όμως, αντανακλά εν μέρει το γεγονός ότι τα γραπτά του Μαρξ δεν είναι χωρίς αντιφάσεις, αλλά στο εσωτερικό τους μπορούμε να εντοπίσουμε, πέρα από το μαρξιστικό θεωρητικό σύστημα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, και μια «υπαναχώρηση-επιστροφή» του Μαρξ στο θεωρητικό σύστημα της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, όπως συμβαίνει π.χ. στα χωρία του 3ου τόμου του Κεφαλαίουπου αναφέρονται στο «μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές παραγωγής» ή στην «απόλυτη γαιοπρόσοδο».

Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για τα ζητήματα αυτά, καθώς και για την ιστορική μαρξιστική συζήτηση σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις (1900-1937) --συζήτηση που ουσιαστικά περιστράφηκε γύρω από τις θέσεις που εισήγαγε ο Τ.Μπ.-- θα μπορούσε να προσφύγει στο Μηλιός - Οικονομάκης - Λαπατσιώρας, 2000, Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 600-663, όπου επιχειρείται μια διεξοδικότερη παρουσίαση και ανάλυση όλων αυτών των θεμάτων. Ο σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να αναπαραγάγει την παρουσίαση αυτής της συζήτησης, αλλά, από τη μια να δώσει ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες για το μετασχηματισμό της θεωρητικής μαρξιστικής σκηνής μετά την έκδοση του βιβλίου του Τ.Μπ. Μελέτες... , και από την άλλη να επισημάνει τις ιδιαίτερες μορφές υπό τις οποίες εμφανίζεται η θεωρία της υποκατανάλωσης (που αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο κριτικής του Τ.Μπ.), καθώς μάλιστα συχνά συνδέεται με τη θεωρία της «απόλυτης εξαθλίωσης». [2]

2. Εκδοχές της υποκαταναλωτικής θεωρίας Ι:

Η μαρξιστική θεωρητική σκηνή στη Ρωσία (1870-1895)

Οι ρώσοι αριστεροί διανοούμενοι, που από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1860 (και μέχρι το 1905) κυριάρχησαν στο πνευματικό στερέωμα της Ρωσίας είναι γνωστοί ως Ναρόντνικοι («λαϊκοί», ή φίλοι του λαού), διότι είχαν ονομάσει την κίνησή τους Ναρόντναγια Βόλια (Λαϊκή Θέληση). [3] Παρότι επρόκειτο για ένα πλήθος διαφορετικών ομάδων, απόψεων και πρακτικών, που όλες αναφέρονταν στην Ναρόντναγια Βόλια, εντούτοις υπήρχαν ορισμένα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που λειτουργούσαν ενοποιητικά και προσέδιδαν στο κίνημα αυτό ένα ενιαίο χαρακτήρα: α) Ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός τους --ο σοσιαλισμός ως η μόνη δυνατή εκδοχή δημοκρατισμού-- β) η πεποίθηση ότι η κοινωνική πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες των λαϊκών τάξεων, γ) η ηθική καταδίκη του καπιταλισμού (η πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο σύστημα, που δεν προσιδίαζε στο χαρακτήρα του ρωσικού λαού), δ) η πεποίθηση ότι στη Ρωσία υφίστατο ήδη η βασική κοινωνική προϋπόθεση μιας δίκαιης λαϊκής κοινωνίας, που δεν ήταν άλλη από τη συλλογικότητα της αγροτικής κοινότητας. Συνακόλουθα, υποστήριζαν, ε) ότι η Ρωσία μπορούσε να αποφύγει το δρόμο του καπιταλισμού, αλλά να οικοδομήσει κατευθείαν μια δίκαιη-σοσιαλιστική κοινωνία (ως μια μορφή συνομοσπονδίας των αυτοδιοικούμενων λαϊκών κοινοτήτων), δηλαδή μια κοινωνία που να ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, με τη χρήση πολύ μικρότερης βίας από τη μεριά των λαϊκών τάξεων, από ό,τι στις χώρες της Δύσης όπου έχει ήδη εμπεδωθεί ο καπιταλισμός. [4]

Αρχικά οι απόψεις των Ναρόντνικων διαμορφώνονταν σε αναφορά με τις αναλύσεις του Προυντόν, του Φουριέ, του Σαιν-Σιμόν και του Herzen (μαζί με τις πανσλαβικές ιδέες για την «μοναδικότητα» του ρωσικού λαού), αλλά από τη δεκαετία του 1870 κέρδιζαν σταδιακά έδαφος και τελικά επικράτησαν οι οπαδοί των απόψεων του Μαρξ. Ήδη το 1865 είχε μεταφραστεί στα ρωσικά από τον Τκάκτσοφ ο Πρόλογος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1859). Από το 1871 μέχρι το τέλος της ζωής τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς αλληλογραφούσαν με τον Nikolai Danielson (Nikolai-on, ή N-on, 1844-1917), ο οποίος από το τη δεκαετία του 1880 αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή των Ναρόντνικων. Ο Ντάνιελσον μετέφρασε στα ρωσικά τους 3 τόμους του Κεφαλαίου (τ. Α΄ 1872, εξάντλησε σε ένα έτος την 1η έκδοση 3.000 αντιτύπων, τ. Γ΄ 1896). [5]

Οι περισσότεροι συγγραφείς που αναφέρονται στην περίοδο που εξετάζουμε διαχωρίζουν τους Ναρόντνικους από τους Μαρξιστές και, επηρεασμένοι από τη σοβιετική ιστοριογραφία, θεωρούν ότι εισηγητής του Μαρξισμού στη Ρωσία ήταν ο Πλεχάνοφ, όταν το 1883 ίδρυσε την «Ομάδα για την Απελευθέρωση της Εργασίας» (βλ. χαρακτηριστικά την ανάλυση του μη Μαρξιστή Isaiah Berlin, 1978, Russian Thinkers, London: Penguin, 210 επ.). [6] Στην πραγματικότητα οι Ναρόντνικοι υπό τον Τκάκτσοφ, τον Ντάνιελσον, τον Βορόντσοφ κ.ά. επιχειρηματολογούσαν αντλώντας επιχειρήματα αποκλειστικά από το έργο του Μαρξ. Σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής κατέφευγαν συχνά στον ένοπλο βολονταρισμό. Άλλωστε, οι θεωρητικοί και πολιτικοί τους αντίπαλοι στο πλαίσιο της Αριστεράς, όπως ο Λένιν, τους αντιμετώπιζαν ως φορείς «εσφαλμένων ερμηνειών» της μαρξιστικής θεωρίας. Χαρακτηριστικά έγραφε ο Λένιν για τον Ντάνιελσον: «Ο "πραγματικός" μαρξισμός είναι να μάθει κανείς το "Κεφάλαιο" απ' έξω και να παραθέτει αποσπάσματα εκεί που πρέπει και εκεί που δεν πρέπει ... a la κ. Νικολάι-ον» («Άκριτη κριτική», Λένιν, Άπαντα, 1952, [Λ.Α.] τ. 3, 633). Και σε άλλο σημείο: «Ίσως η πιο σημαντική διαφορά, η διαφορά που επισύρει τη μεγαλύτερη προσοχή να είναι η τάση των Ναρόντνικων οικονομολόγων να συγκαλύψουν το ρομαντισμό τους με τη δήλωση ότι "συμφωνούν" με τη νεότατη θεωρία (ενν. το μαρξισμό, Γ. Μ.) και με όσο το δυνατό πιο συχνές παραπομπές σ' αυτήν» («Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού», Λ.Α., τ. 2, 242). Τη σωστή διάσταση του ζητήματος δίνει ο Ντ. Ριαζάνοφ: «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρακολουθούσαν πολύ προσεκτικά το ρώσικο επαναστατικό κίνημα. Είχαν μάθει κι οι δυο τα ρωσικά. Ο Μαρξ (...) σαν κριτικός της αστικής πολιτικής οικονομίας είχε μεγαλύτερο κύρος από οποιαδήποτε άλλη χώρα, κι απ' αυτήν ακόμα τη Γερμανία (...) Ο ίδιος ο Μαρξ, και μαζί μ' αυτόν ο Ένγκελς, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1870, εκτιμούσαν το κίνημα της "Λαϊκής Θέλησης" (...) Η "Λαϊκή Θέληση" με τη σειρά της εκτιμούσε τον Μαρξ σαν έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους του σοσιαλισμού και το διαδήλωνε δημόσια, απευθύνοντας ειδικά σ' αυτόν μια έκκληση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον» (Ντ. Ριαζάνοφ, χχε, Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο για αρχαρίους, Εκδόσεις Γράμματα, 163).

Οι μαρξιστές Ναρόντνικοι δεν έβγαιναν έξω από το πάγιο θεωρητικό πλαίσιο της «Λαϊκής Θέλησης» που πιο πάνω σκιαγραφήσαμε. Επιχειρούσαν εντούτοις να θεμελιώσουν τις θεωρητικές θέσεις τους με βάση τις έννοιες και τις αναλύσεις του Κεφαλαίου του Μαρξ. Θεωρούσαν έτσι ότι η μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1860, δηλαδή η κατάργηση της δουλοπαροικίας, είχε δημιουργήσει τις κατ' αρχήν προϋποθέσεις για μια «λαϊκή», μη καπιταλιστική εξέλιξη της Ρωσίας με κύρια κινητήρια δύναμη την αγροτική κοινότητα, στην οποία «θέλησαν να δουν σπέρματα κομμουνισμού» («Τι είναι οι "φίλοι του λαού". ..», Λ. Α. τ. 1, 281). Η όλη θεωρητική σύλληψη ολοκληρωνόταν με την αντίληψη ότι η περιορισμένη εσωτερική αγορά(λόγω ακριβώς της φτώχειας των λαϊκών μαζών στη Ρωσία, αλλά και της τάσης, όπως πίστευαν, του καπιταλισμού να συρρικνώνει την εσωτερική αγορά μέσα από τη συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των μαζών) δυσχέραινε εξαιρετικά, ή και καθιστούσε αδύνατη την ανάπτυξη του ­ καπιταλισμού στη Ρωσία. [7]

Επρόκειτο επομένως για μια χρήση της θεωρίας της υποκατανάλωσης, σύμφωνα με την οποία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η προσφορά θα υπερβαίνει αναγκαστικά και πάντοτετη ζήτηση εμπορευμάτων, εκτός και αν προκύψει εξωγενώς μια επιπλέον ζήτηση εμπορευμάτων από φορείς («τρίτα πρόσωπα») που δεν εντάσσονται στους καπιταλιστές και τους μισθωτούς εργάτες (δηλαδή από φορείς που δεν ανήκουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής).

Ο πρώτος ρώσος Μαρξιστής που επεχείρησε με μια αυτοτελή μονογραφία να θεμελιώσει την άποψη ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία θα προσκρούει πάντα στην περιορισμένη ζήτηση για καπιταλιστικώς παραγόμενα εμπορεύματα ήταν ο Β. Βορόντσοφ, η συγγραφική δραστηριότητα του οποίου αρχίζει από το 1882, με το Οι τύχες του καπιταλισμού στη Ρωσία, συνεχίζεται με το Πλεόνασμα εμπορευμάτων στον εφοδιασμό της αγοράς (1883) και καταλήγει στη Σύνοψη θεωρητικής κοινωνικής οικονομικής. (Βλ. αναλυτικά R. Luxemburg, Die Akkumulation des Kapitals, Frankfurt/M. 1966, 203-221, ή Rosa Luxembourg, 1975, Συσσώρευσητου Κεφαλαίου, τ. Β΄, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1975, [R.L. 1975], 151-226).

Ο Βορόντσοφ μετασχηματίζει την πάγια θέση των Ναρόντνικων ότι θα είναι αδύνατη η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία στην άποψη ότι ο καπιταλισμός δεν θα αγκαλιάσει ποτέ «ολόκληρη την παραγωγή της Ρωσίας» και επισημαίνει ότι οι κρίσεις πηγάζουν από το γεγονός ότι σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η ικανοποίηση των αναγκών αλλά η παραγωγή υπεραξίας [8] .

Καταλήγει έτσι τελικά σε μια αντίληψη, που παρά τη μαρξιστική επιχειρηματολογία με βάση την οποία προσπαθεί να τη θεμελιώσει, συγκλίνει με τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Μάλθους και του φον Κίρχμαν: Οι κρίσεις προκύπτουν διότι οι καπιταλιστές αδυνατούν να καταναλώσουν το σύνολο της υπεραξίας που καρπώνονται: «Εάν αυτό που εισέρχεται στα έξοδα παραγωγής με τη μορφή μισθού καταναλώνεται από το εργαζόμενο μέρος του πληθυσμού, τότε οι ίδιοι οι καπιταλιστές θα πρέπει να καταστρέψουν την υπεραξία, με την εξαίρεση του μέρους της που προορίζεται για τη διεύρυνση της παραγωγής την οποία απαιτεί η αγορά. Εάν οι καπιταλιστές είναι σε θέση να το κάνουν και πράγματι το κάνουν, δεν μπορεί να υπάρξει πλεόνασμα εμπορευμάτων. Διαφορετικά θα προκύψει υπερπαραγωγή, βιομηχανική κρίση, απολύσεις εργατών και άλλα δεινά» (σε R.L. 1975, 158).

Από αυτή τη γενική τοποθέτηση ο Β. φθάνει τελικά στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση των καπιταλιστών δεν μπορεί να ξεπεράσει κάποια όρια: «Όσο όμως και να φάνε, να πιούνε και να χορέψουν δεν θα κατορθώσουν να ξοδέψουν όλη την υπεραξία» (σε R.L. 1975,154). «Η Αχίλλεια πτέρνα της καπιταλιστικής οργάνωσης της βιομηχανίας είναι λοιπόν η ανικανότητα των καπιταλιστών να καταναλώσουν το σύνολο του εισοδήματός τους (...) Το άμεσο αίτιο των φαινομένων που αναφέρθηκαν (υπερπαραγωγή, ανεργία, κ.λπ.) δεν είναι η μικρή συμμετοχή των εργαζόμενων τάξεων στο εθνικό εισόδημα, αλλά το γεγονός ότι η καπιταλιστική τάξη δεν μπορεί να καταναλώσει όλα τα προϊόντα που περιέρχονται σ' αυτήν κάθε χρόνο» (σε R.L. 1975, 159). [9] Έτσι, για τους καπιταλιστές μένει ως μόνη διέξοδος το εξωτερικό εμπόριο: «Εφόσον δεν υπάρχει κανείς μέσα στη χώρα που να μπορεί να τους απαλλάξει από αυτό το πλεόνασμα, θα πρέπει να το εξάγουν στο εξωτερικό: να γιατί οι εξωτερικές αγορές είναι απαραίτητες για τις χώρες που εισέρχονται σε μια διαδικασία κεφαλαιοποίησης» (σε R.L. 1975, 155).

Ο Β. υιοθετεί λοιπόν μια εκδοχή της υποκαταναλωτικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι κρίσεις ανάγονται στην αδυναμία των καπιταλιστών να αναλώσουν την συνολική υπεραξίακαι εισάγει τη θεώρηση του εξωτερικού εμπορίου ως των «τρίτων προσώπων» που θα δώσουν προσωρινή λύση στο πρόβλημα. [10]

Οι υπόλοιποι Μαρξιστές θεωρητικοί του ρεύματος των Ναρόντνικων και πρώτος ο Ντάνιελσον, που σε ολοκληρωμένη μορφή παρουσιάζει τις θέσεις του το 1891 με το Περίγραμμα της Κοινωνικής Οικονομίας μας μετά τη Μεταρρύθμιση, συνέκλιναν με τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης του Βορόντσοφ (αδυναμία απορρόφησης του παραγόμενου προϊόντος λόγω της εγγενούς τάσης του καπιταλισμού να αυξάνει την παραγωγή πέρα από τις καταναλωτικές δυνατότητες της κοινωνίας, η εξωτερική αγορά και τα «τρίτα πρόσωπα» λειτουργούν ως «από μηχανής θεός», εντούτοις υπάρχει αδυναμία του ρώσικου καπιταλισμού να κάνει χρήση αυτής της διεξόδου λόγω της χαμηλής ανάπτυξής του). Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, ο Ντάνιελσον διαφοροποιείται από τον Βορόντσοφ ως προς την αναζήτηση των αιτίων της υποκατανάλωσης, τα οποία εντοπίζει στη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών τάξεων (και όχι στην αδυναμία των καπιταλιστών να αναλώσουν την υπεραξία). Εντάσσεται δηλαδή η ανάλυση του Ντάνιελσον σε εκείνη την εκδοχή της υποκαταναλωτικής θεωρίας που εγκαινίασε ο Σισμοντί [11] .

Κατά τον Ντάνιελσον, η καπιταλιστική ανάπτυξη συρρικνώνει τον αριθμό των εργαζομένων (πρώην αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών, μικροβιοτεχνών, αγροτών, αλλά ακόμα και εργατών --με τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας που οδηγεί στο να κινεί ένας όλο και μικρότερος αριθμός εργατών ένα όλο και μεγαλύτερο όγκο μέσων παραγωγής), και συνακόλουθα και τον αριθμό των λαϊκών καταναλωτών, καθώς περιθωριοποιεί όλους όσους σπρώχνονται στο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, στερώντας την κοινωνία από την καταναλωτική τους δύναμη. Οι κρίσεις προκύπτουν επομένως ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της εσωτερικής αγοράς και της λαϊκής κατανάλωσης. Εφόσον η διέξοδος της εξωτερικής αγοράς δεν υπάρχει για τη Ρωσία (λόγω χαμηλής ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της έναντι αυτών των αναπτυγμένων δυτικών χωρών), η μόνη λύση που μένει είναι η μη ενθάρρυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία. Και στους (άμεσους) πολιτικούς στόχους, λοιπόν, ο Ντάνιελσον προσεγγίζει τις θέσεις του Σισμοντί. [12]

Στο διάλογό του με τον Ένγκελς, ο Ντάνιελσον διευκρίνιζε το 1891: «Ήθελα να σας παρουσιάσω τη ρωσική εκδοχή της "δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς για τις βιομηχανικές τάξεις", να δείξω πώς εξελίσσεται "η διαδικασία καταστροφής της αγροτικής βιοτεχνίας και διαχωρισμού της μανουφακτούρας από τη γεωργία", και να αποδείξω ότι "μόνο η καταστροφή της οικοτεχνίας μπορεί να προσδώσει στην εσωτερική αγορά μιας χώρας τη διεύρυνση και τη σταθερή βάση, την οποία απαιτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής". [13] Ήθελα να προσελκύσω την προσοχή σας στην ιδιαιτερότητα της κατάστασής μας: Μπαίνουμε στην παγκόσμια αγορά σε μια εποχή, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η τεχνική πρόοδος που προκύπτει από αυτόν έχουν πάρει το πάνω χέρι (...) Σαν αποτέλεσμα, από τη μια έχουμε μια αγροτιά που φτωχαίνει όλο και περισσότερο και από την άλλη μια όλο και συγκεντροποιούμενη και τεχνικά προοδεύουσα βιομηχανία, η οποία όμως εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις διακυμάνσεις της εσωτερικής αγοράς -- δηλαδή από το βαθμό διαχωρισμού βιομηχανίας και γεωργίας» (παρατίθεται στο R. Rosdolsky, 1968, Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen „Kapital", Frankfurt/M.: EVA, 542-43). Σε ένα επόμενο γράμμα του στον Ένγκελς, στις 24.03.1892, ο Ντάνιελσον σχολιάζει το ακόλουθο απόσπασμα από το 2ο τόμο του Κεφαλαίου: «Οι εργάτες ως αγοραστές εμπορευμάτων είναι σημαντικοί για την αγορά. Όμως ως πωλητές του εμπορεύματός τους --της εργασιακής δύναμης-- η καπιταλιστική κοινωνία έχει την τάση να τους περιορίζει στο ελάχιστο της τιμής». Γράφει ο Ντάνιελσον: «"Απελευθερώνουμε" από το έδαφος περίπου 20-25% της αγροτιάς μα αυτοί οι αγρότες περιπλανώνται τώρα στην ύπαιθρο, αναζητώντας εργασία (...) Τι να κάνουν; Να πάνε στα εργοστάσια; Ξέρουμε, όμως, ότι ο αριθμός των εργατών που απασχολούνται στη σημερινή βιομηχανία συνεχώς μειώνεται» (όπ. π.). Έτσι, κατά τον Ντάνιελσον, ο καπιταλισμός, όσο αναπτύσσεται, θα έχει το χαρακτήρα μιας κοινωνικής μάστιγας. [14]

Εκείνο που κυρίως επιδίωκε ο Ντάνιελσον με την ανάλυσή του περί συρρίκνωσης της λαϊκής κατανάλωσης ήταν να συνδέσει τη θεωρία των κρίσεων («υποκατανάλωση») με τη «θεωρία της εξαθλίωσης», δηλαδή της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων στον καπιταλισμό. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούσε μια εκδοχή «απόλυτης εξαθλίωσης» (επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης.

Η όλη ανάλυση του Ντάνιελσον μοιάζει να αγνοεί ή να υποτιμά τη διεύρυνση της παραγωγικής κατανάλωσης που συνδέεται με τη συσσώρευση και τη διεύρυνση της παραγωγής μέσων παραγωγής, ως μηχανισμού διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς. Εντούτοις, ακόμα και αν η συσσώρευση κεφαλαίου ληφθεί υπόψη, το πρόβλημα παραμένει: Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί αυτή η διεύρυνση να είναι τόσο γρήγορη ώστε να απορροφά την αύξηση της παραγωγής, με δεδομένα από τη μια τη συμπίεση των μισθών και από την άλλη τη σχετική μείωση του εργαζόμενου πληθυσμού (ανά μονάδα συσσωρευμένου κεφαλαίου).

Όμως η μαρξιστικής αφετηρίας υποκαταναλωτική θεωρία χρησιμοποιήθηκε κατά την εποχή που εξετάζουμε, από τον Πιοτρ Στρούβε, ακόμα και για την κριτική των απόψεων των Ναρόντνικων. Ο Στρούβε, με βασικό έργο του τις Κριτικές παρατηρήσεις στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας (1894), ήταν κατά την περίοδο αυτή μέλος της ομάδας των «νόμιμων Μαρξιστών», οι οποίοι ασκούσαν κριτική στον Ν-ον και τους άλλους Ναρόντνικους, υπερασπιζόμενοι τη θέση ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ήταν αναπόφευκτη ή έστω δυνατή.

Ο Στρούβε υποστήριζε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (κτπ) διευρύνει και δεν συρρικνώνει την εσωτερική αγορά, καθώς εντάσσει σ' αυτήν όλους τους πληθυσμούς (ή τις διαδικασίες κατανάλωσης) που προηγούμενα δραστηριοποιούνταν εκτός εγχρήματων σχέσεων, στο πλαίσιο της «φυσικής οικονομίας». Στη συνέχεια όμως αποδεχόταν τη βασική υποκαταναλωτική θέση, ότι όποια κι αν ήταν η διεύρυνση της αγοράς, αυτή δεν θα επαρκούσε για να απορροφήσει την αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής εάν η κοινωνία αποτελείτο μόνο από εργάτες και καπιταλιστές Θεωρούσε, λοιπόν, ορθά των συμπεράσματα των Ν-ον και Βορόντσοφ περί «τρίτων προσώπων», καθώς και περί εγγενούς τάσης υποκατανάλωσης στον κτπ, εφόσον η ανάλυση αναφέρεται στο «καθαρό» μοντέλο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στις πραγματικές καπιταλιστικές κοινωνίες υπάρχει όμως πάντα (και θα συνεχίσει να υπάρχει) ένα πλήθος «τρίτων προσώπων», τα οποία εξασφαλίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη απορροφώντας το πλεονάζον τμήμα της καπιταλιστικής παραγωγής. Πρόκειται επομένως για μια ανάπτυξη που βασίζεται στην εσωτερική αγορά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφυγής στη διεθνή αγορά. Μάλιστα, υποστηρίζει ο Στρούβε, σε χώρες χαμηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης και μεγάλου πληθυσμού, όπως η Ρωσία, οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ακόμα μεγαλύτερες, διότι τα «τρίτα πρόσωπα» είναι περισσότερα τόσο σχετικώς (ως % στον πληθυσμό, λόγω χαμηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης) όσο και απολύτως (μεγάλος πληθυσμός). [15]

3. Εκδοχές της υποκαταναλωτικής θεωρίας ΙΙ:

Η μαρξιστική θεωρητική σκηνή στο γερμανόφωνο χώρο (1895-1902)

Στον γερμανόφωνο χώρο (Γερμανία – Αυστρία) η θεωρία της υποκατανάλωσης δεν χρησιμοποιήθηκε για τη διερεύνηση του ζητήματος της καπιταλιστικής ανάπτυξης (όπως στη Ρωσία), αλλά κυρίως για την ερμηνεία των οικονομικών κρίσεων. Μετά το θάνατο των Μαρξ και Ένγκελς, παγιώθηκε μεταξύ των «ορθόδοξων» Μαρξιστών της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας υπό τον Κ. Κautsky, τον Bebel κ.ά. η άποψη ότι οι οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού αποτελούν κρίσεις υποκατανάλωσης: Η καθαρώς περιγραφική θέση, ότι κατά τη συγκυρία της κρίσης η παραγωγή δεν μπορεί να απορροφηθεί από τη δυνάμενη να πληρώσει ζήτηση, [16] αναδιατυπώθηκε στον ισχυρισμό ότι στον καπιταλισμό η παραγωγή θα ξεπερνάει αναγκαστικάτην καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνίας. [17]

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η υποκατανάλωση (της εργατικής τάξης) είναι όχι μόνο η αιτία των κρίσεων, αλλά και το ουσιώδες περιεχόμενό τους. Η κρίση αποτυπώνει την εγγενή (άρα και μονίμως δρώσα) υστέρηση του πραγματικού μισθού (της καταναλωτικής δυνατότητας της εργατικής τάξης) ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας(και του όγκου των καπιταλιστικώς παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων). Είναι αποτέλεσμα της συνεχούς μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης και της συμπίεσης της μερίδας των μισθών στο καθαρό προϊόν.

Από το βασικό αυτό πόρισμα της θεωρίας που εξετάζουμε (ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών της εργατικής τάξης υπολείπεται αναγκαστικά,στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έναντι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, άρα και του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου καιτου ρυθμού αύξησης του όγκου των καπιταλιστικώς παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων), απορρέει ότι ο «καθαρός» καπιταλισμός(δηλαδή μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής) δεν είναι δυνατόννα υπάρξει και να αναπαράγεται σε διευρυνόμενη κλίμακα. Θα βρίσκεται, αντίθετα, σε μια μόνιμη κρίση υποκατανάλωσης – υπερπαραγωγής. Η θέση αυτή υποδεικνύει ότι ακόμα και αν ο πραγματικός μισθός αυξάνει, εντούτοις το ονομαστικό ωρομίσθιο και η μερίδα των μισθών μειώνονται σε τέτοιο βαθμό(λόγω ταχύτερης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με τους πραγματικούς μισθούς), ώστε «δεν είναι δυνατόν να αντισταθμιστεί η εκλείπουσα ιδιωτική από μια αυξανόμενη αναπαραγωγική κατανάλωση» (Ν. Μοσκόβσκα, 1988, Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις, Αθήνα: Κριτική, 45). Για να μπορεί ο καπιταλισμός να ξεπερνά την κρίση και να διευρύνει την καπιταλιστική παραγωγή, έχει λοιπόν ανάγκη από μια «εξωτερική» (ως προς την καπιταλιστική οικονομία) αγορά, (τα «μη καπιταλιστικώς παράγοντα επαγγέλματα και έθνη» κατά Κάουτσκυ, τα «τρίτα πρόσωπα» των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στις αποικίες κατά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τους οπαδούς της, τη «μη παραγωγική νέα μεσαία τάξη» κατά Μοσκόβσκα, κ.λπ. [18]

4. Οι βασικές θέσεις του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι σχετικά με τις κρίσεις

Η κριτική του Τουγκάν Μπαρανόφσκι (Τ.Μπ.) στην κυρίαρχη τόσο στη Ρωσία όσο και στο γερμανόφωνο χώρο υποκαταναλωτική θεωρία μπορεί να συνοψισθεί σε δύο βασικές θέσεις:

α) Οι Μαρξιστές, αλλά ως ένα βαθμό και ο ίδιος ο Μαρξ, αγνόησαν τις συνέπειες που προκύπτουν για τη θεωρία των κρίσεων από τα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου του Κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα αναπαραγωγικά σχήματα είναι δυνατήη διευρυνόμενη αναπαραγωγή μιας «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς την ανάγκη ύπαρξης «τρίτων» καταναλωτών, πέραν των φορέων της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή των εργατών και των καπιταλιστών.

β) Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της μερίδας των κερδών (συνεπεία της αύξησης του όγκου των καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι οι πραγματικοί μισθοί των εργατών) δεν συνεπάγεται ότι η παραγωγή ξεπερνάει την καταναλωτική δυνατότητα της αγοράς, γιατί με την καπιταλιστική ανάπτυξη η παραγωγή (και αντίστοιχα η αγορά) αναδιαρθρώνεται, δηλαδή αυξάνει συνεχώς ο τομέας παραγωγής μέσων παραγωγής και αντίστοιχα η αγορά μέσων παραγωγής, σε βάρος του τομέα παραγωγής καταναλωτικών εμπορευμάτων και της αντίστοιχης αγοράς καταναλωτικών (μισθιακών) εμπορευμάτων. [19] Η παραγόμενη υπεραξία αναλώνεται κατά κύριο λόγο παραγωγικά, με τη ραγδαία διευρυνόμενη αγορά μέσων παραγωγής.

Με την πρώτη θέση ο Τ.Μπ. έθετε στους Μαρξιστές ένα σημαντικό θέμα συμβατότητας των αναλύσεών τους με τις αναλύσεις του Κεφαλαίου. Με τη δεύτερη θέση επιδίωκε να απαντήσει ταυτόχρονα τόσο στις υποκαταναλωτικές θέσεις τύπου Βορόντσοφ (αδυναμία των καπιταλιστών να «αναλώσουν» την υπεραξία), όσο και στις υποκαταναλωτικές θέσεις τύπου Ντάνιελσον (αδυναμία απορρόφησης της υπεραξίας λόγω συρρίκνωσης του καταναλωτικού επιπέδου των εργατών).

Αυτό που έχει εδώ σημασία να παρατηρήσουμε είναι ότι στην προσπάθειά του αυτή για ταυτόχρονη κριτική των δύο εκδοχών της υποκαταναλωτικής θεωρίας δεν εγκαταλείπει την (αλλά αντίθετα στηρίζεται στην) θέση της «απόλυτης εξαθλίωσης» (απόλυτη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης). Γράφει: «μπορεί να υποχωρεί το συνολικό μέγεθος της κοινωνικής κατανάλωσης και συγχρόνως η συνολική κοινωνική ζήτηση για εμπορεύματα να αυξάνει» (Tugan-Baranowsky, 1969, Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, Aalen: Scientia Verlag, 25). Η θέση αυτή θα αποδειχθεί σημαντική πηγή αντιφάσεων στην ανάλυσή του, καθώς η προσέγγιση της «απόλυτης εξαθλίωσης» εντάσσεται αποκλειστικά στο εσωτερικό της θεωρίας της υποκατανάλωσης.

Μόνη προϋπόθεση, σύμφωνα με τον Τ.Μπ., για την απρόσκοπτη διεύρυνση της παραγωγής είναι να διατηρούνται οι «ορθές» αναλογίες στην παραγωγή των δύο βασικών τομέων (παραγωγής μέσων παραγωγής και παραγωγής καταναλωτικών μέσων), οι οποίες περιγράφονται και από τα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου του Κεφαλαίου. Η δυσαναλογία, λοιπόν, ανάμεσα στην παραγωγή των δύο τομέων αποτελεί την αιτία των κρίσεων. [20]

Ο Τ.Μπ., γράφοντας σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε πλήρως η υποκαταναλωτική προσέγγιση, δέχεται κατ' αρχήν, όπως επισημάνθηκε, ότι --σύμφωνα με τα αναπαραγωγικά σχήματα-- η συσσώρευση θα μπορούσε να διευρύνεται ακόμα και αν συρρικνώνεται η λαϊκή κατανάλωση. Πάντως, σύμφωνα με την ανάλυσή του, εφόσον η αιτία των κρίσεων είναι η δυσαναλογία ανάμεσα στο παραγόμενο προϊόν των δύο τομέων της οικονομίας, άρα αυτή εντοπίζεται στη σφαίρα της παραγωγής και όχι της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, η ουσιώδης πλευρά, το ουσιώδες χαρακτηριστικότων κρίσεων είναι η υπερπαραγωγή και όχι η υποκατανάλωση: Πρόκειται για μια συγκυριακή υπερπαραγωγή, δηλαδή για παραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων σε ποσότητες και τιμές υπό τις οποίες δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί το παραχθέν προϊόν και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η διαδικασία συσσώρευσης του (μη ατομικά αναλισκόμενου τμήματος του) κέρδους. Η παραγωγική διαδικασία ανακόπτεται έτσι προσωρινά, τα εμπορεύματα μένουν απούλητα, ή διατίθενται σε «καταστροφικές» τιμές για τους καπιταλιστές (βιομηχάνους και εμπόρους).

Για να θεμελιώσει την άποψη περί ανεξαρτησίας ανάμεσα στη συσσώρευση και την ατομική κατανάλωση, ο Τ.Μπ. ξεκινάει από την ακόλουθη σκέψη: Ας φανταστούμε μια σχεδιασμένη οικονομία, δηλαδή μια κοινωνία χωρίς κρίσεις. Κατόπιν ας αναρωτηθούμε, πώς θα αύξανε η παραγωγή. Στο ερώτημα αυτό απαντάει ως εξής: Θα παράγονταν τόσα μέσα παραγωγής και τόσα καταναλωτικά όσα θα αντιστοιχούσαν στη σχεδιασμένη ατομική και επενδυτική ζήτηση, και αυτή η σχεδιασμένη ζήτηση δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται στα σχήματα του Μαρξ: «Τι θα παρήγαγαν οι εργάτες (...) εάν η παραγωγή ήταν οργανωμένη αναλογικά; Προφανώς, τα αγαθά που καταναλώνουν οι ίδιοι και μέσα παραγωγής. Σε τι θα χρησίμευαν αυτά τα μέσα παραγωγής; Στη διεύρυνση της παραγωγής του επόμενου χρόνου. Της παραγωγής ποιων προϊόντων; Και πάλι, μέσων παραγωγής και καταναλωτικών αγαθών για τους εργάτες - και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον (...) Σαν αποτέλεσμα της αφηρημένης μας ανάλυσης της διαδικασίας αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει πλεονάζον κοινωνικό προϊόν στην περίπτωση αναλογικής κατανομής του κοινωνικού κεφαλαίου» (όπ.π., 191, 34). Αντίθετα, σε μια καπιταλιστική οικονομία, «μπορεί η αύξηση του εισοδήματος των καπιταλιστών να συνοδεύεται από μια συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος. Από τη σκοπιά της καπιταλιστικής επιχείρησης ο μισθός --δηλαδή το εισόδημα της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού-- δεν αποτελεί εισόδημα, αλλά μία κεφαλαιακή δαπάνη. Εξ αυτού του λόγου είναι δυνατή στην καπιταλιστική οικονομία η μείωση του εθνικού εισοδήματος ταυτόχρονα με την αύξηση του εισοδήματος των καπιταλιστών και του εθνικού πλούτου – χωρίς κάποιου είδους διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης» (όπ. π., 167).

Εντούτοις, σύμφωνα με τα αναπαραγωγικά σχήματα που αναπτύσσει ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, οι αξίες (ή, αντίστοιχα, οι τιμές) των καταναλωτικών εμπορευμάτων που υπεισέρχονται στην προσωπική κατανάλωση των καπιταλιστών και των εργατών(ήδη απασχολούμενων και νεο-απασχολούμενων με τη διεύρυνση της παραγωγής) του τομέα Ι της οικονομίας (ο οποίος παράγει μέσα παραγωγής), πρέπει να ισούνται με τις αξίες (τιμές) των (στη διάρκεια της περιόδου παραγωγής), (α) φθειρόμενων και, (β) συσσωρευόμενωνμέσων παραγωγής του τομέα ΙΙ (ο οποίος παράγει μέσα κατανάλωσης). Με την υπόθεση μιας σταθερής τεχνικής παραγωγής, η συσσώρευση κεφαλαίου σημαίνει λοιπόν αύξηση και του όγκου των παραγόμενων και καταναλούμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων, επομένως αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων που καταναλώνει το σύνολο των εργατών (αύξηση συνολικού ονομαστικού μισθού). [21]

Όμως, ακόμα και αν εγκαταλείψουμε την υπόθεση της αμετάβλητης τεχνικής (υποκατάσταση εργασίας από συστήματα μηχανών), θα πρέπει να απορρίψουμε τη θέση του Τ.Μπ. περί συρρικνούμενης λαϊκής κατανάλωσης και μειούμενου εθνικού εισοδήματος, άρα και περί συρρίκνωσης του τομέα ΙΙ, (ο οποίος παράγει καταναλωτικά αγαθά), έτσι ώστε όλη η οικονομική ανάπτυξη να πηγάζει από τη διεύρυνση μόνο του τομέα Ι (παραγωγή και ανταλλαγή μεταξύ τους κεφαλαιουχικών εμπορευμάτων). Διότι, πολύ απλά, η υπόθεση ενός τομέα ΙΙ που παρακμάζει και συρρικνώνεται και ενός τομέα Ι που αναπτύσσεται αλματωδώς δεν είναι συμβατή με την ύπαρξη ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους για το σύνολο της οικονομίας. Γίνεται φανερό ότι η σύνδεση της θεωρίας της διευρυνόμενης αναπαραγωγής με τη θεωρία της «απόλυτης» εξαθλίωσης είναι ανέφικτη.

Στην άποψη αυτή περί διευρυμένης αναπαραγωγής ανεξάρτητα από την κατανάλωση των εργατών, αλλά και από την ατομική κατανάλωση ολόκληρης της κοινωνίας άσκησε κριτική ο Λένιν ήδη το 1893, όταν υιοθετώντας τις βασικές θέσεις της προσέγγισης που εδώ εξετάζουμε, (βλ. παρακάτω), σημείωνε: «Φυσικά, δεν μπορεί να μιλάει κανείς για "ανεξαρτησία" της συσσώρευσης από την παραγωγή ειδών κατανάλωσης και μόνο για το λόγο ότι για τη διεύρυνση της παραγωγής χρειάζεται νέο μεταβλητό κεφάλαιο και συνεπώς και είδη κατανάλωσης. Όπως φαίνεται, ο συγγραφέας ήθελε με την έκφραση αυτή να υπογραμμίσει απλώς την ιδιομορφία εκείνη του σχήματος, που συνίσταται στο ότι η αναπαραγωγή Ισ --του σταθερού κεφαλαίου στην υποδιαίρεση Ι-- γίνεται χωρίς ανταλλαγές με την υποδιαίρεση ΙΙ, δηλαδή κάθε χρόνο στην κοινωνία μια ορισμένη μερίδα, λόγου χάρη κάρβουνου, παράγεται για την παραγωγή πάλι κάρβουνου» (Β.Ι. Λένιν, 1952. Άπαντα, τ. 1, 77).

Μια παρόμοια κριτική στον Τ.Μπ. διετύπωσε αργότερα και ο Κάουτσκυ, (επισημαίνοντας ότι δεν ανταποκρίνεται στα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ η θέση πως η συσσώρευση κεφαλαίου μπορεί να συντελείται ακόμα και αν μειώνεται ο όγκος των εμπορευμάτων που καταναλώνει η εργατική τάξη), αλλά και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, [22] στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την υποκαταλωτική θεωρία.

Ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις της, τα ζητήματα που έθεσε η παρέμβαση του ο Τ.Μπ. αναφορικά με τη σχέση της μαρξιστικής θεωρίας της αναπαραγωγής με τη θεωρία των κρίσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, και παρέμειναν στην πρώτη γραμμή της συζήτησης μεταξύ των Μαρξιστών για περισσότερο από τρεις δεκαετίες.

5. Θεωρητικά αποτελέσματα της παρέμβασης του Τουγκάν-Μπαρανόφκι

Η παρέμβαση του Τ.Μπ. μετασχημάτισε τη θεωρητική σκηνή τόσο στη Ρωσία όσο και στο γερμανόφωνο χώρο. Η θεωρούμενη ως «μαρξιστική ορθοδοξία» της ρωσικής και της γερμανόφωνης Σοσιαλδημοκρατίας, (δηλαδή οι θεωρητικοί ηγέτες τόσο των Ρώσων όσο και των Γερμανών και Αυστριακών Σοσιαλδημοκρατών), υιοθέτησε την κριτική στην υποκαταναλωτική θεωρία με βάση τα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου, σύμφωνα με τη γραμμή σκέψης που εισήγαγε ο Τ.Μπ. (Luxemburg, 1966, όπ. π., 383). Εξαίρεση στην κατεύθυνση αυτή αποτέλεσαν στη μεν Ρωσία ο Πλεχάνοφ (Rosdolsky, 1968, Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen „Kapital", όπ. π., 558), στο δε γερμανόφωνο χώρο οι Κάουτσκυ, Thalhaimer και Ρόζα Λούξεμπουργκ, που επέμειναν στην υποστήριξη της υποκαταναλωτικής θεωρίας.

Σχετικό με τη σημασία και τη διάρκεια της συζήτησης γύρω από τα ζητήματα που εξετάζουμε είναι το ακόλουθο απόσπασμα του Henryk Grossmann, από άρθρο του που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1932: «Έχει δίκιο ο Hilferding [23] όταν γράφει για τις, μέχρι την έκδοση του βιβλίου του Τουγκάν Μπαρανόφσκι, το 1901, "αναλύσεις του 2ου τόμου που πέρασαν απαρατήρητες" (Finanzkapital, Βιέννη 1910, 303) και συμπληρώνει: "Η προσφορά του Τουγκάν Μπαρανόφσκι έγκειται στο ότι στις γνωστές του Μελέτες... επισήμανε τη σημασία αυτών των αναλύσεων για το ζήτημα των κρίσεων. Αξιοπαρατήρητο είναι μόνο το ότι υπήρχε η ανάγκη μιας τέτοιας επισήμανσης" (όπ. π., 304). Με τη μεταστροφή που προέκυψε με την έκδοση του βιβλίου του Τουγκάν, φθάσαμε στο αντίθετο άκρο» (Η. Grossmann, «Die Wert-Preis Transformation bei Marx und das Krisenproblem», στο Grossmann, 1971, Aufsätze zur Krisentheorie, Frankfurt/M.: Verlag Neue Kritik, 1971, 62. Για το ίδιο ζήτημα βλ. Luxemburg 1966, όπ.π., 412).

Από τη μαρξιστική συζήτηση στη Ρωσία, που από θεωρητική άποψη παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, περισσότερο γνωστά είναι τα έργα του Λένιν, ο οποίος στήριξε τη βασική επιχειρηματολογία του για τη δυνατότητα ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα στα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου του Κεφαλαίου. Το πρώτο δοκίμιο των Απάντων του, 1893, με τίτλο «Απ' αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών», (που αποτελεί πρόπλασμα τμήματος του Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, 1899), αποτέλεσε σχόλιο σε μία διάλεξη του Γ. Μπ. Κράσιν, η οποία, (υπό τον τίτλο «Το πρόβλημα των αγορών»), αναπαρήγαγε τις βασικές θέσεις των αναλύσεων του Τ.Μπ. (Β.Ι. Λένιν, 1952. Άπαντα, τ. 1, 67-119). Η R. Luxemburg αναφέρει ότι στη συζήτηση σχετικά με τα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ (και τις συνέπειές τους για τη θεωρία των κρίσεων) έλαβαν μέρος οι καθηγητές Καμπούκοφ, Μανουήλοφ, Μπουλγκάκοφ, Ισάγιεφ και Σκβορτσόφ (R. Luxemburg, Die Akkumulation des Kapitals, όπ.π., 207).

Ο Λένιν εστίασε την ανάλυσή του στη θεμελίωση της θέσης του Μαρξ ότι «ανεξάρτητη μεταβλητή» της καπιταλιστικής οικονομίας αποτελεί η διευρυμένη αναπαραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων, ενώ η (παραγωγική και καταναλωτική) ζήτηση (το «εύρος της αγοράς») συνιστά απλώς την «εξαρτημένη μεταβλητή». [24]

­Το συμπέρασμα αυτό συνοψίζεται στη θέση ότι το λεγόμενο «ζήτημα των αγορών» δεν τίθεται εξωτερικάως προς το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά αποτελεί όψη, μορφή εμφάνισης, της καθαυτό καπιταλιστικής ανάπτυξης (η αγορά δεν αποτελεί εξωτερικό περιορισμό της ανάπτυξης δηλαδή της διαδικασίας διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά αποτέλεσμα, ή, καλύτερα, αποτύπωση της ανάπτυξης). Για να διατυπώσουμε το ίδιο ζήτημα με τα λόγια του Λένιν: «Δεν υπάρχει καθόλου ζήτημα εσωτερικής αγοράς, σαν ξεχωριστό αυτοτελές ζήτημα που να τίθεται ανεξάρτητα από το ζήτημα του βαθμού ανάπτυξης του καπιταλισμού (...) Ο βαθμός ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς είναι ο βαθμός ανάπτυξης του καπιταλισμού σε μια χώρα» (Λ.Α. όπ.π., τ. 3, 53-54).

Εντούτοις, η ανάλυση του Λένιν, καθώς έχει ως αντικείμενό της την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία και όχι τη θεωρία της διευρυνόμενης αναπαραγωγής και των κρίσεων, αντιμετωπίζει το ζήτημα της αυξανόμενης λαϊκής κατανάλωσης υποθέτοντας ότι υφίσταται μια δεξαμενή «τρίτων προσώπων» (προερχόμενων από τη μη καπιταλιστική γεωργία και οικοτεχνία), τα οποία ενσωματώνονται σταδιακά στην καπιταλιστική αναπαραγωγή, καθώς μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες μέσα από τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Οι πρόσθετοι αυτοί εργάτες (και όχι ο «εφεδρικός στρατός» των ανέργων, που σε μια «κλειστή» καπιταλιστική κοινωνία θα τροφοδοτούσε με εργαζομένους τη διευρυνόμενη συσσώρευση, κατά την ανοδική φάση του κύκλου) διευρύνουν το μεταβλητό κεφάλαιο της οικονομίας. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό διατηρεί και ο Λένιν τη θεωρία της απόλυτης εξαθλίωσης: Το βιοτικό επίπεδο των αγροτών και οικοτεχνών επιδεινώνεται με τη μετατροπή τους σε μισθωτούς εργάτες. [25]

Αντίθετα, στο ζήτημα της «καθαρής» καπιταλιστικής κοινωνίας και των συνθηκών αναπαραγωγής της τοποθετείται ο Σ. Μπουλγκάκοφ (Σ.Μ.), το έργο του οποίου Σχετικά με τις αγορές της καπιταλιστικής παραγωγής - Θεωρητικό δοκίμιο, κυκλοφόρησε το 1897. Ο Σ.Μ. απομακρύνεται από τη θεωρία της «απόλυτης εξαθλίωσης» και υιοθετεί τη θέση της σχετικής μείωσης της ατομικής κατανάλωσης σε σχέση με την παραγωγική και της «σχετικής εξαθλίωσης». Υποστηρίζει:

«Κάτω από ορισμένες συνθήκες ο καπιταλισμός μπορεί να αρκεστεί στην εσωτερική αγορά του. Στον κτπ δεν υπάρχει καμιά εγγενής αναγκαιότητα, σύμφωνα με την οποία μόνο η εξωτερική αγορά μπορεί να απορροφήσει το πλεόνασμα της καπιταλιστικής παραγωγής (...) Η πλειοψηφία των οικονομολόγων πριν τον Μαρξ έλυσε το πρόβλημα δηλώνοντας ότι χρειάζεται κάποιο είδος "τρίτων προσώπων" για να επέμβουν σαν από μηχανής θεοί και να λύσουν το γόρδιο δεσμό, δηλαδή να καταναλώσουν την υπεραξία. Το ρόλο αυτό παίζουν άλλοτε οι γαιοκτήμονες που ζουν μέσα στη χλιδή (όπως π.χ. για τον Μάλθους), άλλοτε καπιταλιστές που αρέσκονται στην πολυτέλεια, άλλοτε πάλι ο μιλιταρισμός, κ.λπ. (...) Σε διαφορετική περίπτωση η υπεραξία ακινητοποιείται στην αγορά και προκαλεί την υπερπαραγωγή και τις κρίσεις (...) Εάν όμως αυτό το "πλατύ κοινό" έχει σαν ουσιαστική λειτουργία την κατανάλωση της υπεραξίας, από πού αντλεί την αγοραστική του δύναμη; (...) Η καπιταλιστική παραγωγή δεν γνωρίζει άλλη κατανάλωση παρά μόνο εκείνη που δύναται να πληρώσει, αλλά καταναλωτές που δύνανται να πληρώσουν είναι μόνο εκείνοι που σχετίζονται με το μισθό ή την υπεραξία, και η αγοραστική τους δύναμη ανταποκρίνεται αυστηρά στο μέγεθος αυτών των εισοδημάτων. Αλλά η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής έχει τη θεμελιώδη τάση να μειώνει σχετικάτόσο το μεταβλητό κεφάλαιο όσο και το καταναλωτικό απόθεμα των καπιταλιστών, παρά την απόλυτη αύξηση της αξίας (...) Εφόσον οι ομαλές συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής προϋποθέτουν ότι το καταναλωτικό απόθεμα των καπιταλιστών αποτελεί ένα μόνο μέρος της υπεραξίας, και μάλιστα το μικρότερο, και το μεγαλύτερο μέρος προορίζεται για τη διεύρυνση της παραγωγής, είναι φανερό ότι οι δυσκολίες που φαντάστηκε αυτή η σχολή (οι Ναρόντνικοι) δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα». (Παρατίθεται σε Rosa Luxemburg, 1975, H συσσώρευση του κεφαλαίου, τ. Β΄, 185, 183-4, 192, 191).

Ο Μπουλγκάκοφ προσέγγισε και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα της συζήτησης σχετικά με τα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ, συγκεκριμένα το ερώτημα «από πού προέρχεται το χρήμα» το οποίο είναι απαραίτητο για τη διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής. Καθώς το θεωρητικό σύστημα του Μαρξ αποκλείει κάθε αντίληψη αντιπραγματισμού, τίθεται το ερώτημα πώς οι καπιταλιστές και των δύο τομέων θα είναι σε θέση να αγοράσουν, στο τέλος κάθε περιόδου παραγωγής, τα στοιχεία τόσο του σταθερού (σ + Δσ) όσο και του μεταβλητού (μ + Δμ) κεφαλαίου για τη διεύρυνση της παραγωγής τους, (ή αντιστρόφως σε ποιον μπορούν να πωλήσουν το δικό τους αυξημένο ως προς την προηγούμενη περίοδο προϊόν). Στο μοντέλο μιας κλειστής οικονομίας κατά Μαρξ, όλα τα υπάρχοντα χρηματικά αποθέματα θα έχουν εξαντληθεί με τη διεύρυνση της παραγωγής από περίοδο σε περίοδο. Παραμένοντας στο διτομεακό μοντέλο του Μαρξ (χωρίς την ύπαρξη ενός τρίτου τομέα «παραγωγής χρυσού»), θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το πιστωτικό σύστημα αποτελεί μια «εσωτερική κανονικότητα» του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς επιτελεί τη λειτουργία του πολλαπλασιασμού των χρηματικών μέσων ανάλογα με τη δυναμική της συσσώρευσης, και επιτρέπει να λαμβάνουν χώρα αγορές ανεξάρτητα από προηγούμενες πωλήσεις: «Η πίστη (...) εμφανίζεται σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της ανάπτυξης της ανταλλακτικής οικονομίας, που σε διαφορετική περίπτωση θα προσέκρουε γρήγορα στα όρια που θέτει η έλλειψη μεταλλικού χρήματος» (Μπουλγκάκοφ σε Luxemburg, 1975, όπ. π. 231).

Μετά την πολιτική και ιδεολογική παρακμή των Ναρόντνικων, που ακολούθησε την επανάσταση του 1905 και τη διάλυση των αγροτικών κοινοτήτων, στο χώρο ρωσικού Μαρξισμού κυριάρχησαν πλέον οι προσεγγίσεις που εκκινούσαν από τη θεωρία της υπερπαραγωγής και τα Μαρξικά αναπαραγωγικά σχήματα.

Η συζήτηση και η αντιπαράθεση σχετικά με τις κρίσεις και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου αναζωπυρώθηκε, αρχικά στο γερμανόφωνο χώρο, με την έκδοση του βιβλίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ Die Akkumulation des Kapitals[Η συσσώρευση του κεφαλαίου] (1913), με το οποίο διατυπώνεται η θεωρία της υποκατανάλωσης σε κριτική αντιπαράθεση με τα αναπαραγωγικά σχήματα που εισήγαγε ο Μαρξ στο 2ο τόμο του Κεφαλαίου. Σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ, η υστέρηση της αμοιβής των εργατών ως προς τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και τον όγκο των παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων καθιστά αδύνατη τη διευρυμένη αναπαραγωγή μιας «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας: H δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης (η τεχνολογική εξέλιξη και οι σχέσεις διανομής που συνδέονται με τη διαδικασία συσσώρευσης) απαγορεύουν τη διαμόρφωση συνθηκών ανάλογων με αυτές που προκύπτουν από την ανάλυση του Μαρξ στο 2ο τόμο, καθιστώντας έτσι τα περίφημα αναπαραγωγικά σχήματα μαθηματικές διατυπώσεις χωρίς περιεχόμενο.

Το βιβλίο της Λούξεμπουργκ προκάλεσε τις κριτικές πολλών Σοσιαλδημοκρατών θεωρητικών, όπως του Μπάουερ, του Πάνοκεκ και του Χίλφερντινγκ. Το 1914 ο Μπουχάριν συνέγραψε μια πολεμική εναντίον της Λούξεμπουργκ, την αναθεωρημένη εκδοχή της οποίας δημοσίευσε εντούτοις μόλις το 1925, με τίτλο Der Imperialismus und die Akkumulation des Kapitals[Ο ιμπεριαλισμός και η συσσώρευση του κεφαλαίου]. Πιθανός στόχος της πολεμικής Μπουχάριν ήταν το 1925 ο August Thalheimer, παρά οι οπαδοί της Λούξεμπουργκ. (βλ. Wladislaw Hedeler, 2000, «Nikolai Bucharins Studie über die Akkumulation des Kapitals –1914/1925», αδημ. χειρόγραφο, Βερολίνο). Ανεξάρτητα από τους όποιους πολιτικούς στόχους, η ανάλυση του Μπουχάριν (τμήματα της οποίας έχουν δημοσιευθεί στις Θέσεις τ. 3/1983 & 41/1992), εκκινώντας και αυτή από τη λογική των αναπαραγωγικών σχημάτων του Μαρξ, αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική μελέτη για τον ιμπεριαλισμό και τις κρίσεις, που ασκεί κριτική προς τη θεωρία της απόλυτης εξαθλίωσης, τον καταστροφισμό, τις τελεολογικές απόψεις για την ιστορία και τον οικονομισμό, δηλαδή προς τα (αστικά) ιδεολογικά υποσύνολα που λίγα χρόνια αργότερα κυριάρχησαν στο εσωτερικό του λεγόμενου «σοβιετικού Μαρξισμού». (Βλ. αναλυτικά Μηλιός – Οικονομάκης – Λαπατσιώρας, 2000, Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 634-49).

6. Συμπεράσματα

Η προβληματική που εισήγαγε ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, η οποία χρησιμοποιεί τα αναπαραγωγικά σχήματα που διατύπωσε ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου για την κριτική της υποκαταναλωτικής θεωρίας, συνέβαλε (παρά τις αντιφάσεις ορισμένων αναπτύξεων) στη διαμόρφωση μιας νέας μαρξιστικής ερμηνείας των οικονομικών κρίσεων, στοιχεία της οποίας είναι θέσεις όπως οι ακόλουθες:

· Η μαρξιστική κριτική του «νόμου του Σαι» δεν συνίσταται, όπως πίστευαν οι οπαδοί της υποκαταναλωτικής θεωρίας, στο ότι στον «καθαρό» καπιταλισμό πρέπει αναγκαστικά η προσφορά να υπερβαίνει μονίμως τη ζήτηση, αλλά ότι δεν είναι απαραίτητο να υφίσταται ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Οι κρίσεις αποτελούν εκδήλωση της τάσης προς την ανισορροπία. Μόνιμες κρίσεις, εντούτοις, δεν υπάρχουν.

Οι κρίσεις είναι συγκυριακές αναστολές των συνθηκών απρόσκοπτης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αποτελούν «στιγμιαίες» εκφάνσεις των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού και όχι μονίμως δρώσες «αιτιακές σχέσεις», που διέπουν εγγενώς την κεφαλαιακή σχέση (: μόνιμη υστέρηση της καταναλωτικής δύναμης ως προς την παραγωγή).Το επίκεντρο των κρίσεων είναι η παραγωγή και όχι η κυκλοφορία. Απορρίπτεται η έννοια της ζήτησης ως κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής.Η ανισορροπία προσφοράς - ζήτησης δεν είναι η αιτία ή το ουσιώδες περιεχόμενο της κρίσης, αλλά η επιφανειακή έκφανσή της, η μορφή εμφάνισής της.Το ουσιώδες περιεχόμενο της κρίσης είναι η υπερπαραγωγή κεφαλαίου και η μαζί της διαπλεκόμενη πτώση του ποσοστού κέρδους.

7. Σύντομες βιογραφικές σημειώσεις

Ο Τουγκάν-Μπαρανόφκι γεννήθηκε το 1866 στην Ουκρανία. Σπούδασε φυσικές επιστήμες, δίκαιο και οικονομικά και στη δεκαετία του 1890 εκλέχθηκε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στην Αγία Πετρούπολη. Την περίοδο αυτή υπήρξε ο διασημότερος επικριτής των Ναρόντνικων, του κυρίαρχου ρεύματος του ρωσικού Μαρξισμού της εποχής. Ανήκε στην ομάδα των λεγόμενων «Νόμιμων Μαρξιστών», αλλά από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα απομακρύνθηκε σταδιακά από το Μαρξισμό και αφιερώθηκε στο συνεταιριστικό κίνημα. Διατήρησε έντονη την ουκρανική εθνική συνείδηση και το 1917 κατέφυγε στο Κίεβο, όπου ανέλαβε υπουργός οικονομικών στην «προσωρινή Ουκρανική κυβέρνηση». Πέθανε τον Ιανουάριο του 1919.

Σημαντικά έργα του, πέρα από τις Μελέτες... , υπήρξαν το Theoretische Grundlagen des Marxismus (Θεωρητικές Βάσεις του Μαρξισμού), Duncker & Humblot, Leipzig 1905 και το Ο σύγχρονος σοσιαλισμός στην ιστορική του εξέλιξη (1906), στα ρωσικά.


[1] Η πρώτη αυτή έκδοση έφερε τον τίτλο: Tugan-Baranowsky, M., 1894, Promyshlennye Krizisy v Sovremennoi Anglii, ikh Prichiny i Vliianie na Narodnuiu Zhizn . I.N. Skorokhodova, St. Petersburg. [ Βιομηχανικές κρίσεις στη σύγχρονη Αγγλία, οι αιτίες τους και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνία , βλ. επίσης Howard and King, 1989, Α History of Marxian Economics , Vol. 1, 181].

[2] Πέρα από τους Μαρξιστές, για το έργο του Tugan-Baranowsky ενδιαφέρθηκαν και ορισμένοι μη Μαρξιστές συγγραφείς. Καίτοι το έργο του δεν μεταφράστηκε στα αγγλικά (μια αναθεωρημένη από τον ίδιο γαλλική έκδοση του Μελέτες... κυκλοφόρησε το 1913, υπό τον τίτλο Les Crises Industrielles en Angleterre - M. Giard & E. Briere, Paris), δεν είναι σπάνιες οι αναφορές σε πλευρές των αναλύσεών του στην αγγλική βιβλιογραφία. Έτσι ο Κέινς σχολιάζει επαινετικά τη θέση του Τ.Μπ. ότι κατά τις κρίσεις παρουσιάζεται ένα λιμνάζον απόθεμα χρηματικού κεφαλαίου που δεν μπορεί να τροφοδοτήσει τη συσσώρευση, και επικρίνει την άποψή του ότι με την ανάκαμψη από την κρίση θα απορροφηθεί τελικά αυτό το λιμνάζον χρηματικό κεφάλαιο (Keynes, J.M., 1930, A Treatise on Money, Vol. II, The Applied Theory of Money . London: Macmillan, 100 επ.).

[3] Για τα ζητήματα που ακολουθούν βλ. επίσης Γ. Μηλιός, 1997, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά γράμματα, 209-253. Επίσης, σε μια πιο αναπτυγμένη εκδοχή, J. Milios, 1999, "Preindustrial Capitalist Forms: Lenin's Contribution to a Marxist Theory of Economic Development", Rethinking Marxism, Vol. 11, No 4, Winter.

[4] Η κυρίαρχη θέση του ρεύματος αυτού στο εσωτερικό της ρωσικής διανόησης φαίνεται και από το γεγονός ότι οι Ναρόντνικοι υπερίσχυαν στις υπηρεσίες στατιστικής που συστήθηκαν στα κυβερνεία και τους νομούς της αυτοκρατορίας μετά τη μεταρρύθμιση του 1861 και «διενεργούσαν στατιστικές έρευνες (απογραφές κατά νοικοκυριό των αγροτικών και βιοτεχνικών νοικοκυριών, μελέτη των αγροτικών προϋπολογισμών κτλ.) και δημοσίευαν πολυάριθμες μελέτες και στατιστικές συλλογές (...) που περιείχαν υλικό πλούσιο σε στοιχεία» (Λένιν Άπαντα , 1952, τ. 1, 527, σημείωση των επιμελητών της έκδοσης).

[5] Στους τόμους 33-39 των απάντων των Marx-Engels (M.E.W.) δημοσιεύονται αρκετές δεκάδες επιστολές των Μαρξ και Ένγκελς, (αλλά και της κόρης του Μαρξ Εleanor και του γαμπρού του Lafarque) προς τον Ντάνιελσον.

[6] Ο Πλεχάνοφ, (1856 - 1918), ήταν από το 1877 μέλος των οργανώσεων των Ναρόντνικων. Δημιούργησε την οργάνωση «Απελευθέρωση της εργασίας» το 1883, έχοντας πριν από μικρό χρονικό διάστημα αποχωρήσει από την οργάνωση των Ναρόντνικων «Τσιόρνι περεντέλ».

[7] Τις θέσεις τους αυτές οι Ναρόντνικοι έθεσαν επανειλημμένα στην κρίση των Μαρξ και Ένγκελς. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα κριτικής προς τους Ναρόντνικους γράφτηκε από τον Ένγκελς ήδη το 1875 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Der Volksstaat, Nr. 45, 21.4.1875 ( Marx Engels Werke τ. 18, 562-567). Για το ζήτημα αυτό βλ. Μηλιός, Γ., 1992, «O Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (1893-1900): Μια επίκαιρη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση», Θέσειςτ. 38, ιδίως 122-24: «Παράρτημα: Οι Μαρξ-Ένγκελς και οι Ναρόντνικοι».

[8] Όταν ο Μαρξ εξετάζει τη δυνατότητατης κρίσης που εμπερικλείεται ήδη στη μορφή του εμπορεύματος και την αντίφαση ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και την αξία χρήσης που αντιπροσωπεύει, παρατηρεί: «η εξέλιξη αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα απαιτεί έναν ολόκληρο περίγυρο συνθηκών, οι οποίες από τη σκοπιά της απλής εμπορευματικής παραγωγής δεν υπάρχουν καν ακόμη» (Καρλ Μαρξ, 1991, Εμπόρευμα και χρήμα , Αθήνα: Κριτική, 117 118). Ο Βορόντσοφ επαναφέρει αυτή την ανάλυση συμπεραίνοντας ότι «όσο δεν υπάρχει κέρδος, δεν υπάρχει ούτε πλεόνασμα εμπορευμάτων» (παρατίθεται στο R.L. 1975, 157).

[9] Η ανάλυση του Β. είναι εντούτοις αντιφατική, καθώς σε άλλο σημείο των αναπτύξεών του υποστηρίζει: «Το καπιταλιστικό καθεστώς θα εξασφάλιζε την επιβίωσή του για πολύ καιρό, εάν οι καπιταλιστές κρατούσαν για τον εαυτό τους από κάθε αύξηση του εθνικού εισοδήματος μόνο το μέρος που χρειάζεται για την ικανοποίηση όλων των επιθυμιών και των καπρίτσιων τους, αφήνοντας το υπόλοιπο στην εργατική τάξη (...) Η απλούστερη λύση του προβλήματος θα ήταν μια διαφορετική κατανομή του εθνικού εισοδήματος» (R.L. 1975, 160).

[10] Η Ρωσία δεν θα μπορούσε, όμως, να κάνει χρήση αυτής της διεξόδου, διότι, σύμφωνα με τον Β., δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις άλλες καπιταλιστικές χώρες στη διεθνή αγορά. Ο ρωσικός καπιταλισμός δεν μπορούσε επομένως να ξεπεράσει το «πρόβλημα των αγορών», με αποτέλεσμα τη χαμηλή ανάπτυξή του από τη μια, και τη διατήρηση της δυνατότητας αντικατάστασής

του από την κοινοτική «λαϊκή οικονομία» από την άλλη.

[11] Και οι δύο εκδοχές της υποκαταναλωτικής θεωρίας (κατά Μάλθους και κατά Σισμοντί) διατυπώθηκαν αρχικά ως κριτικές στον λεγόμενο «νόμο του Σαι», σύμφωνα με τον οποίο η αγορά τείνει πάντοτε προς την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης, καθώς η τελευταία (η ζήτηση, άρα και το επίπεδο της κατανάλωσης) καθορίζεται από την πρώτη (την προσφορά, το ύψος της παραγωγής). Σε αυτές (ιδίως στη Μαλθουσιανή εκδοχή) βασίζεται, άλλωστε, και ο Κέινς για να διαμορφώσει τη δική του κριτική προς τον «νόμο του Σαι». Βλ. αναλυτικά: Μηλιός - Οικονομάκης - Λαπατσιώρας, 2000, Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση , Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 333 επ.

[12] Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά τον Ντάνιελσον, το 1934, ο Μαχάτμα Γκάντι υποστήριζε: «Οι μηχανές άρχισαν να οδηγούν την Ευρώπη στην αποσύνθεση. Η κατάρρευση χτυπάει τις πόρτες της Αγγλίας. Οι μηχανές είναι το σημαντικότερο σύμβολο του σύγχρονου πολιτισμού. Αντιπροσωπεύουν το κακό (...) Δεν υποστηρίζω την επιστροφή στις πρωτόγονες μεθόδους αλέσματος και αποφλοίωσης των καρπών από θέση αρχής (...) [αλλά μόνο διότι] δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δώσει κανείς απασχόληση στα εκατομμύρια των χωρικών που ζουν στην ανεργία» (A. K. Gasgupta, 1996, Ghandi's Economic Thought, London: Routledge, 69, 71).

[13] Όλα τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα στο παράθεμα του Ντάνιελσον είναι από τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

[14] Για την απάντηση του Ένγκελς, ο οποίος τονίζει ότι, έστω μέσα από φοβερές καταστροφές, η συσσώρευση κεφαλαίου τελικώς θα επιτευχθεί και η εσωτερική αγορά επομένως θα διευρυνθεί, βλ. MEW τ. 38, 469, τ. 39, 38. Για την επιχειρηματολογία του Μαρξ, ο οποίος στις επιστολές του προς τη Βέρα Ζάσουλιτς, (που ανήκε επίσης στους Μαρξιστές Ναρόντνικους), ανάπτυξε τη θέση ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη αποτελεί ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πάλης των τάξεωνβλ. Γ. Μηλιός, 2000, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη , Αθήνα: Κριτική, 199 επ.

[15] Οι κατηγορίες «τρίτων προσώπων» που κατονομάζει ο Στρούβε είναι οι αυτοαπασχολούμενοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι «μη παραγωγικοί» ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.λπ., αναπαράγοντας κατ' ουσίαν το μοντέλο του Μάλθους, σύμφωνα με το οποίο οι γαιοκτήμονες και άλλες μη παραγωγικές κατηγορίες του πληθυσμού λειτουργούν ως καταναλωτές της πλεονάζουσας παραγωγής.

[16] «Η επέκταση των αγορών δεν μπορεί να παρακολουθήσει την επέκταση της παραγωγής. Η σύγκρουση καθίσταται αναπόφευκτη, και καθώς δεν μπορεί να βρει λύση, όσο υφίσταται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, επανέρχεται περιοδικά» (F. Engels, 1978, Anti-Dühring , σε MEW τ. 20, 257).

[17] Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα του Κάουτσκυ, από άρθρο του σχετικά με τις κρίσεις στην Neue Zeit, Nr. 3. (29) του 1902: «Οι καπιταλιστές και οι εργάτες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης απ' αυτούς, συνιστούν μια αγορά, η οποία πράγματι συνεχώς αυξάνει, με την αύξηση του πλούτου των πρώτων και του αριθμού των δεύτερων. Όμως αυτή η αύξηση (του μεγέθους της αγοράς, Γ.Μ.) δεν είναι τόσο ταχεία όσο η συσσώρευση του κεφαλαίου και η παραγωγικότητα της εργασίας και (γι' αυτό, Γ.Μ.) η αγορά αυτή δεν επαρκεί από μόνη της για (να απορροφήσει, Γ.Μ.) τα καταναλωτικά μέσα που φτιάχνει η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία. Αυτή (η βιομηχανία, Γ.Μ.) πρέπει να αναζητήσει μια επιπρόσθετη αγορά έξω από την περιοχή της, στα μη καπιταλιστικώς παράγοντα επαγγέλματα και έθνη. Την αγορά αυτή την βρίσκουν πράγματι, και την διευρύνουν επίσης όλο και περισσότερο, αλλά επίσης όχι αρκετά γρήγορα. Διότι αυτή η επιπρόσθετη αγορά δεν διαθέτει καθόλου την ελαστικότητα και τη δυνατότητα επέκτασης της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Από τη στιγμή που η καπιταλιστική παραγωγή γίνεται αναπτυγμένη μεγάλη βιομηχανία, όπως αυτό συνέβη στην περίπτωση της Αγγλίας ήδη στο δέκατο ένατο αιώνα, έχει τη δυνατότητα για τέτοια αλματώδη επέκταση, η οποία ξεπερνάει εντός ολίγου κάθε διεύρυνση της αγορά Γι' αυτό, κάθε περίοδος άνθισης, η οποία έπεται μιας σημαντικής διεύρυνσης της αγοράς, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων σε βραχυβιότητα, και η κρίση γίνεται το αναγκαίο της τέλος (της οικονομικής άνθισης, Γ.Μ.). Αυτή είναι εν συντομία, κατά τη γνώμη μας, η θεωρία των κρίσεων που γενικά αποδέχονται οι "ορθόδοξοι" μαρξιστές, και η οποία διατυπώθηκε από τον Μαρξ». (Παρατίθεται στο Luxemburg 1966, όπ.π. 413-414). Σε άλλο σχετικό άρθρο της ίδιας περιόδου ο Κάουτσκυ εξηγεί ότι «η θεωρία μας (...) βλέπει την αιτία των κρίσεων στην υποκατανάλωση» ( Neue Zeit 1902, Nr. 5 (31) 140. Παρατίθεται στο Luxemburg 1966, όπ.π., 413).

[18] Ο Henryk Grossmann αναφέρει ότι την άποψη για την «εξωτερική αγορά» ή τα «τρίτα πρόσωπα» (σε σχέση προς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής), ως ερμηνεία για τη δυνατότητα του καπιταλισμού να ανακάμπτει από τις κρίσεις εισήγαγε στην γερμανόφωνη μαρξιστική συζήτηση ο Cunow, ο οποίος έγραφε το 1898 ότι η Αγγλία χωρίς τη συνεχή διεύρυνση των εξωτερικών αγορών «θα βρισκόταν εδώ και καιρό σε μια σύγκρουση ανάμεσα στην ικανότητα κατανάλωσης της εσωτερικής και εξωτερικής αγοράς της και στη γιγαντιαία αύξηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης» (Cunow, «Die Zusammenbruchstheorie», in Die Neue Zeit, XVIII, 1898, παρατίθεται στο Η. Grossmann, 1971, Aufsätze zur Krisentheorie, Frankfurt/M.: Neue Kritik, 162).

[19] «Όσο περισσότερο προοδεύει η τεχνική, τόσο περισσότερο τα καταναλωτικά αγαθά εκτοπίζονται από τα μέσα παραγωγής. Η ανθρώπινη κατανάλωση παίζει ένα διαρκώς μικρότερο ρόλο σε σχέση με την παραγωγική κατανάλωση των μέσων παραγωγής» (Tugan-Baranowsky, 1969, Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, Aalen: Scientia Verlag, 58).

[20] «Η διαδεδομένη αντίληψη, την οποία ως ένα βαθμό συμμεριζόταν και ο Μαρξ, ότι η αθλιότητα των εργατών, οι οποίοι αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, καθιστά αδύνατη την πραγματοποίηση των προϊόντων της διαρκώς διευρυνόμενης καπιταλιστικής παραγωγής, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης πρέπει να θεωρηθεί λάθος. Είδαμε ότι η καπιταλιστική παραγωγή δημιουργεί μόνη της για τον εαυτό της μια αγορά, η κατανάλωση είναι απλώς μία εκ των ροπών της καπιταλιστικής παραγωγής. Αν η κοινωνική παραγωγή ήταν οργανωμένη σχεδιασμένα, εάν οι διευθυντές της παραγωγής είχαν μια ολοκληρωμένη γνώση της ζήτησης και την εξουσία να μεταφέρουν ελεύθερα την εργασία και το κεφάλαιο από τον ένα κλάδο παραγωγής στον άλλο, τότε δεν θα μπορούσε η προσφορά των εμπορευμάτων να ξεπεράσει τη ζήτηση, όσο χαμηλή και αν ήταν η κοινωνική κατανάλωση» (Tugan-Baranowsky, 1969, Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, Aalen, 33).

[21] «Με την αύξηση του συνολικού κεφαλαίου αυξάνει πράγματι επίσης το μεταβλητό τμήμα του, ή η εργασιακή δύναμη που έχει ενσωματωθεί σ' αυτό, αλλά σε συνεχώς μειούμενη αναλογία» (Karl Marx, 1973, Das Kapital , MEW 23, Berlin: Dietz, 658. Ελλ. μεταφρ., Το Κεφάλαιο , τ. 1ος, 652) .

[22] «Η συσσώρευση στον τομέα ΙΙ είναι πλήρως εξαρτημένη και κυριαρχούμενη από τη συσσώρευση στον Ι (...) Η συσσώρευση μπορεί να λάβει χώρα μόνο ταυτόχρονα και στους δύο τομείς, και μάλιστα υπό τη συνθήκη ότι ο τομέας των μέσων διαβίωσης διευρύνει κάθε φορά το σταθερό του κεφάλαιο ακριβώς τόσο, όσο διευρύνουν οι καπιταλιστές του τομέα μέσων παραγωγής το μεταβλητό τους κεφάλαιο και τα προσωπικά τους αποθέματα κατανάλωσης» (Luxemburg 1966, όπ.π., 84).

[23] Ο Χίλφερντινγκ υπήρξε ο επιφανέστερος θεωρητικός του γερμανόφωνου χώρου που υιοθέτησε την οπτική των αναπαραγωγικών σχημάτων του 2ου τόμου για την κριτική της υποκαταναλωτικής θεωρίας των κρίσεων, στο 4ο Τμήμα και ιδίως στο 16ο κεφάλαιο του μεγάλου έργου του ( Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο ).

[24] «Το μέγεθος της συσσώρευσης είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή, το μέγεθος του μισθού η εξαρτημένη, όχι ανντίστροφα» (K. Μαρξ, 1978, Το Κεφάλαιο , τ. Α΄, 642).

[25] «Η πτώση της ευημερίας του πατριαρχικού αγρότη (...), συμβιβάζεται απόλυτα με την αύξηση των χρηματικών μέσων που διαθέτει, γιατί όσο περισσότερο καταστρέφεται ένας τέτοιος αγρότης, τόσο περισσότερο είναι αναγκασμένος να καταφεύγει στην πώληση της εργατικής του δύναμης, τόσο μεγαλύτερο μέρος από τα μέσα (έστω και τα πιο πενιχρά), που χρειάζονται για την ύπαρξή του, είναι υποχρεωμένος να τα προμηθεύεται από την αγορά» (Λένιν, 1952, Άπαντα ,. τ. 3, 24).