Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού, ο Δημήτρης Μπελαντής δημοσίευσε κείμενο με τίτλο «Επικίνδυνες σχέσεις: Ιστορική Αριστερά και εθνικισμός, διανόηση και αντιμπεριαλιστικό κίνημα», στο οποίο ασκούσε κριτική στην «ηγεμονική άποψη» που, κατ' αυτόν, εκφράζεται μέσω των σημειωμάτων της σύνταξης (κυρίως των δύο τελευταίων, των τευχών 70 και 71) καθώς και σε κείμενα μελών της Συντακτικής Επιτροπής στις Θέσεις και σε άλλα έντυπα της Αριστεράς.
Η κριτική είναι βέβαια αποδεκτή και μάλιστα απαραίτητη, όταν είναι καλοπροαίρετη. Και κακοπροαίρετη να είναι, εγώ δεν έχω πρόβλημα, δεν αποκλείεται να είναι και τότε χρήσιμη. Αρκεί να είναι όντως κριτική άξια του ονόματός της· δηλαδή να συνίσταται σε υποστήριξη συγκεκριμένων απόψεων που συνάγονται κατά λογικά παραδεκτό τρόπο από άλλα κείμενα ή γεγονότα, και όχι σε αυθαίρετη κοπτική-ραπτική επ' αυτών. Στο παρόν κείμενο θα ήθελα να αναφερθώ: α) σε ένα σημείο από το κείμενο του Δημήτρη, το οποίο έχω την εντύπωση ότι θέτει ένα τέτοιο δεοντολογικό πρόβλημα, με την έννοια ότι μεροληπτεί και δεν αποδίδει ορθώς το νόημα της θεωρητικής πηγής, την οποία επικαλείται για να στηρίξει την κριτική του. (Εκτός βέβαια κι αν αυτό απλά οφείλεται στο ότι δεν το κατανόησε ορθώς). β) Σε ένα ακόμα σημείο όπου δεν αποδίδει ορθώς αυτό, επί του οποίου θέλει να ασκήσει κριτική.
Στη συνέχεια, μολονότι ως προς τα περισσότερα από τα ζητήματα που θίγονται στις «Επικίνδυνες σχέσεις» έχω ήδη εκφράσει τις απόψεις μου, θα αναφερθώ σε κάποια ακόμα σημεία του άρθρου, ελπίζοντας να συμβάλω στην αποσαφήνιση των εκατέρωθεν συγκλίσεων και διαφωνιών.
Κατ' αρχάς, η «βιβλιογραφικής» τάξεως ένσταση.
Ο ίδιος ο αρθρογράφος ομολογεί ευθαρσώς, ήδη εξαρχής, ότι το εγχείρημά του εγγράφεται σε μια διαφορετική επιλογή στα πλαίσια της αριστερής πολιτικής. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό και είναι προς τιμήν του. Ωστόσο, δεν τον απαλλάσσει από μερικές στοιχειώδεις υποχρεώσεις που διέπουν τον πολιτικό λόγο. Σε τελευταία ανάλυση, κάθε αγόρευση περί πολιτικής, ακόμα και η πιο θεωρητική, διατηρεί μία στενή ή λιγότερο στενή σύνδεση με πρακτικές στοχοθεσίες· πάντοτε όμως υπάρχει μια, έστω δυσδιάκριτη ενίοτε, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επιτρεπτή χρήση θεωρητικών επιχειρημάτων για πρακτικούς σκοπούς, αφενός, και στην εργαλειοποίηση --έως παραμόρφωση-- της θεωρίας προκειμένου να βολεύει μια ήδη ειλημμένη απόφαση, αφετέρου.
Για να μη μιλάω αφηρημένα, παραθέτω αμέσως το απόσπασμα στο οποίο αναφέρομαι:
«[Η ριζοσπαστική Αριστερά] δεν άφηνε να διαφανεί η ειδικότητα και η αυτοτέλεια(υπογραμμίζω εγώ -Α.Γ.) του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα ανάγοντάς τον σε εξειδίκευση του αντικαπιταλιστικού και αρνούμενη έτσι την λενινιστική θέση της ιεράρχησης και ανισόμετρης ανάπτυξης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» (σ. 138).
Καλώ τον Δ.Μ. να ξαναδιαβάσει τη φράση αυτή και να ξανασκεφτεί αν όντως την εννοεί έτσι όπως παρατίθεται ανωτέρω. Ελπίζω η απάντηση να είναι ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος ή για υπερβολή εν τη ρύμη του λόγου. Εάν όμως όχι, φοβάμαι ότι η τοποθέτηση αυτή δεν συνιστά μια «διαφορετική τοποθέτηση εντός της Αριστεράς» αλλά μια τοποθέτηση εκτόςτης Αριστεράς, και αυτό την ίδια στιγμή που επικαλείται υπέρ αυτής λενινιστικούς τίτλους.
Η τελευταία αυτή επίκληση λοιπόν ισχυρίζομαι ότι είναι απολύτως αδικαίωτη: από τη λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού δεν προκύπτει η θέση που υποστηρίζεται ανωτέρω, αλλά η ακριβώς αντίθετή της. Με ξενίζει πάρα πολύ η αιτίαση περί «σύλληψης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα ως εξειδίκευσης του αντικαπιταλιστικού»: κατά τη γνώμη μου, ακριβώς αυτή η σύλληψη είναι η σωστή· εάν η ριζοσπαστική Αριστερά -ή οποιοσδήποτε άλλος- συνέλαβε κατ' αυτό τον τρόπο τον ιμπεριαλισμό, δεν «αρνήθηκε» τη λενινιστική θέση περί ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, αλλά υπήρξε από κάθε άποψη πιστή(-ός) σε αυτή [1] .
Πράγματι, αν διαβάσουμε και μόνο τον τίτλο του συναφούς έργου του Βλαντιμίρ Ίλιτς, θα δούμε ότι γι' αυτόν ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται, ακριβώς, ως στάδιο του καπιταλισμού. Για τον Μπελαντή, όμως, χαρακτηρίζεται όχι μόνο από «ειδικότητα» -καλά, αυτό ας πούμε ότι πάει κι έρχεται-, αλλά και από αυτοτέλειαέναντι του καπιταλισμού.Από πού κι ως πού; Όταν λέμε ότι ένα πράγμα είναι αυτοτελέςως προς ένα άλλο, αυτό, αν οι λέξεις διατηρούν τη σημασία τους, σημαίνει ότι πρόκειται για δύο απολύτως διακριτά πράγματα χωρίς τίποτε το κοινό. Όταν όμως το Α είναι στάδιοτου Β, τότε όχι μόνο δεν είναι διακριτό απ' αυτό, αλλά ταυτίζεταιμε αυτό, είναι η ίδια η μορφή ύπαρξής του σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Διανοήθηκε ποτέ κανείς να πει ότι η ηλικία, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος, είναι «αυτοτελής» ως προς τον ίδιο αυτόν άνθρωπο;
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αποδίδω υπερβολική σημασία σε φραστικές λεπτομέρειες. Επειδή όμως οι καιροί είναι πονηροί, και επειδή, όπως έλεγε εξάλλου και ο προαναφερθείς Λένιν, οι πολιτικοί αγώνες συχνά είναι αγώνες γύρω από τη σημασία λέξεων, καλό είναι να παίρνουμε λίγο πιο σοβαρά τις εκφράσεις μας. Ο ίδιος ο Δ.Μ. εξαγγέλλει εξαρχής ότι η διαφωνία του συνδέεται («μεσοπρόθεσμα») με μια διαφορετική επιλογή στο ζήτημα των συμμαχιών. Ε, λοιπόν, αυτή η «διολίσθηση» -μέχρι βαθμού πλήρους αντιστροφής- της σημασίας της λενινιστικής θέσης, ως δια μαγείας εξυπηρετεί θαυμάσια αυτή τη διαφορετική επιλογή: αν ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας δεν αποτελεί εξειδίκευση του αντικαπιταλιστικού, αλλά είναι αυτοτελής ως προς αυτόν, τότε αυτό προφανώς σημαίνει ότι μπορούμε να διεξάγουμε τον ένα χωρίς κατ' ανάγκη να διεξάγουμε τον άλλο. Για τους αριστερούς, όμως, ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας δεν μπορεί να διεξάγεται παρά μόνο ταυτόχροναμε τον αντικαπιταλιστικό και εξαιτίας του· αποτελούν μια και την αυτή διαδικασία. Είναι ποτέ δυνατό να αγωνιζόμαστε κατά του σταδίου, στο οποίο βρίσκεται ένα πράγμα, χωρίς ταυτόχρονα να αγωνιζόμαστε κατά του ίδιου του πράγματος -ή το αντίστροφο; Θα ήταν σα να λέγαμε ότι μπορούμε να κόψουμε τη μια όψη ενός φύλλου χαρτιού, χωρίς να κόψουμε την άλλη.
Το πράγμα γίνεται σοβαρότερο καθόσον, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο καθένας, στην Ελλάδα (και οπουδήποτε αλλού) είναι μάλλον σπάνιο να υπάρχουν αντικαπιταλιστές που να μη δηλώνουν ταυτόχρονα αντιιμπεριαλιστές· αντιθέτως, αφθονούν εκείνοι που πρόθυμα εξαπολύουν μύδρους κατά του ιμπεριαλισμού, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένοι να πούνε κουβέντα για τον καπιταλισμό. Μεταξύ αυτών και ο γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης. Αν λοιπόν συνδυάσουμε την (παρ)ερμηνεία της λενινιστικής θέσης, στην οποία προβαίνει ο Δ.Μ., με την «τακτική συμμαχιών» που προτείνει, ένα πιθανό συμπέρασμα θα ήταν το εξής: ότι η Αριστερά μπορεί, και οφείλει, να συμμαχεί με αυτούς τους δεύτερους προκειμένου να καταπολεμά «αυτοτελώς» τον ιμπεριαλισμό και μετά, αν της μείνει χρόνος, συνεχίζει λίγο παραπέρα και χτυπάει επιπλέον και τον καπιταλισμό.
Μήπως αποδίδω αυθαίρετα προθέσεις; Πρώτος εγώ ελπίζω να είναι έτσι. Στο κείμενο πάντως του Μπελαντή φοβάμαι ότι δεν βρίσκω κανένα στοιχείο που να αποκλείει αυτή την ερμηνεία. Τον βλέπω π.χ. να αναφέρεται δύο φορές στη συμμαχία του ΚΚΕ με εξέχοντες εκπροσώπους της εθνικιστικής διανόησης (ο θεός να την κάνει διανόηση δηλαδή) και να μη βρίσκει ούτε μισή επικριτική κουβέντα να πει γι' αυτήν.
Τέλος, αν δεν είναι περιττή η διευκρίνιση, προσθέτω ότι τα προηγούμενα δεν είχαν το νόημα της πάση θυσία υπεράσπισης της «πίστης στη λενινιστική ορθοδοξία»· εάν ο Λένιν είπε κάτι στην εποχή του, εννοείται ότι εμείς σήμερα έχουμε το δικαίωμα, εάν το κρίνουμε σκόπιμο, να πούμε το αντίθετο. Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να λέμε το αντίθετο και να το εμφανίζουμε ως πίστη στη λενινιστική ορθοδοξία.
Αυτή δεν είναι η μόνη παρασπονδία του άρθρου έναντι του καθήκοντος ακριβολογίας. Στη σελ. 160, σκιαγραφεί με μελανά χρώματα το πορτραίτο της («μεταμορφισμένης») κεντροαριστερής διανόησης, η οποία τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτει και προβάλλει τις φιλελεύθερες αξίες του διαφωτισμού και του ορθού λόγου· στη συνέχεια, το άρθρο υπαινίσσεται ότι οι αξίες αυτές ασκούν μια ορισμένη «έλξη» και επί της Σ.Ε. των Θέσεων.
Προκειμένου να τεκμηριώσει την επίδραση της «φιλελεύθερης "αντιεθνικιστικής" έγκλησης» [2] επί της «ριζοσπαστικής αριστερής διανόησης», ο Δ.Μ. αναφέρεται συχνά στη «μονομερή εστίαση των Θέσεωνστα φαινόμενα του ανορθολογισμού/ εθνικισμού» [3] . Η διαπίστωση όμως περί ενοποίησης του αντιεθνικιστικού λόγου με τον διαφωτιστικό είναι εύστοχη μεν όσον αφορά την κεντροαριστερή διανόηση, αστοχότατη δε και αστήρικτη όσον αφορά τις Θέσεις. Οι επικρίσεις κατά του ανορθολογισμού των μαζών, τις οποίες αποδίδει ο Δ.Μ. στα μέλη της Σ.Ε. του περιοδικού, και στις οποίες σε μεγάλο βαθμό βασίζει τη θέση του ότι οι τελευταίοι έλκονται από τη γοητεία της κεντροαριστεράς, υπάρχουν μόνο στη φαντασία του. Ως εκ τούτου, θα πρότεινα, πριν ασκήσουμε κριτική, όπως έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση, να κοιτάμε λίγο προσεκτικότερα τα κείμενα.
Πράγματι, επειδή η «μονομερής εστίαση» και η επιμονή των «Επικίνδυνων σχέσεων ...»στο ζήτημα του ανορθολογισμού μού έβαλε την περιέργεια, ανέτρεξα στα συγκεκριμένα δύο σημειώματα της σύνταξης τα οποία ρητά αναφέρει το άρθρο (τ. 70 και 71) και διαπίστωσα ότι:
-στο editorial του τ. 71, ο όρος ανορθολογισμόςκαι τα παράγωγά του δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά.
-Σε εκείνο του τ. 70, ο όρος εμφανίζεται δύο φορές· και τις δύο φορέςείναι τρόπον τινά «εντός εισαγωγικών», χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ενός λόγου που παρωδεί την ταξινόμηση της κυρίαρχης ιδεολογίας --και δη αυτήν ακριβώς την οποία, ορθώς, επικρίνει ο Δ.Μ.Οι αναφορές αυτές έχουν επί λέξει ως εξής:
α) «Οι επαναστάσεις δεν ήταν παρά στιγμιαίες εκρήξεις ανορθολογισμούτης κοινωνίας ή μερών της, που –ευτυχώς-- διορθώθηκαν στη συνέχεια με την επαναφορά του status quo».
β) «Ο Παράδεισος της σύγχρονης Ελλάδας έχει διάφορες απειλές [...] Απειλές είναι και μπορεί να είναι πολλές: η χαλάρωση της πολιτικής της λιτότητας, η υπόκλιση μπροστά στο πολιτικό κόστος, η θωπεία του κοινωνικού ανορθολογισμούκαι των αλόγιστων συντεχνιακών διεκδικήσεων ...».
Στις αναφορές αυτές δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να διαπιστώσει την παραμικρή συγγένεια με την προβληματική τής καθεστωτικής διανόησης --εκτός και αν δεν καταλάβει το σαρκασμό και τις πάρει κατά γράμμα. Θα παρατηρούσα μάλιστα ότι είναι αυτές που κάνουν, αντίθετα, την παρέμβαση του Δ.Μ.να φαίνεται αθεράπευτα μονομερής. Διότι αναδεικνύουν, κατά τρόπο πολύ πληρέστερο απ' ό,τι αυτός, πόσο η καταδίκη του «ανορθολογισμού των μαζών» εκ μέρους της κυρίαρχης ιδεολογίας συνδέεται λογικά και αναγκαία με τον εθνικισμό της και δεν είναι «αυτοτελής» ως προς αυτόν. Ούτε βέβαια, κατά μείζονα λόγο, αποτελεί ένδειξη αντιεθνικισμού -με ή χωρίς εισαγωγικά.
Αυτό φέρνει στην επιφάνεια ένα άλλο κενό στην επιχειρηματολογία του άρθρου, το οποίο --όπως και το προηγούμενο-- ανάγεται στον κατά βάση απολογητικόχαρακτήρα του. Στο τέλος της σ. 159 ο Μπελαντής υποστηρίζει --ορθά-- ότι, μετά το '74, υπήρξαν «δύο διαφορετικές αριστερές εκδοχές της "εξάρτησης" και της "εθνικής ανεξαρτησίας"«, εκ των οποίων η δεύτερη --αυτή του ΚΚΕ Εσωτερικού-- ενέτασσε το εθνικό και, ταυτόχρονα, το εργατικό/λαϊκό συμφέρον στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση του κεφαλαίου. Αμέσως μετά, δε, παρατηρεί ότι «και οι δύο εκδοχές υπήρξαν "εθνοκεντρικές" στο βαθμό που ενέταξαν τα ταξικά συμφέροντα της εργασίας σε ένα ευρύτατο εθνικό συνασπισμό». Πολύ σωστά! Εκεί όμως που αναμένει κανείς από τον αρθρογράφο να προχωρήσει και να αποδεχθεί την αυτονόητη συνέπεια αυτής της θέσης, ότι δηλαδή τα ταξικά συμφέροντα της εργασίας μπορούν να προωθηθούν μόνο μέσω της ρήξης τόσο με την πρώτη, όσο και με τη δεύτερη --και με οποιανδήποτε άλλη-- εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας, τον βλέπουμε να σταματά εκεί και να μην αξιοποιεί καθόλου το επιχείρημά του σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτό δείχνει ότι το επιχείρημα αυτό το επιστρατεύει μόνο ως μια «ελαφρυντική περίσταση» υπέρ των «λαϊκών μαζών» ή «του ΚΚΕ», χωρίς από κει και πέρα να είναι διατεθειμένος να το χρησιμοποιήσει για να σκεφθεί κατά θετικό τρόπο. Την πολύ σημαντική διαπίστωση ότι οι ευρωπαϊστικές/εκσυγχρονιστικές απόψεις είναι εξίσου --αν όχι και περισσότερο--εθνικιστικέςμε τις μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, την εισάγει στο κείμενό του μόνο και μόνο για να της αναθέσει μια λειτουργία ανάλογη με τη γνωστή φράση του ανεκδότου: «ναι, αλλά κι εσείς καταπιέζετε τους μαύρους!». Έτσι, είναι σε θέση να συμψηφίσει τις «κατηγορίες» και να υπονοήσει: μπορεί η πολιτική του ΚΚΕ να είναι «κάπως εθνικιστική», αλλά αυτή του Συνασπισμού είναι ακόμα περισσότερο, άρα το ΚΚΕ είναι «αθώο». Το πρόβλημα όμως της αριστερής πολιτικής δεν είναι να καταδικάσουμε ή να αθωώσουμε, αλλά να δούμε πώς μπορούμε να επιτύχουμε ώστε να μην καταπιέζονται οι μαύροι· με άλλα λόγια, να σκεφτούμε τι συνάδει καλύτερα με την πρακτική μας και την προωθεί.
Η λειτουργία «συμψηφισμού» την οποία αποδίδει στον παραπάνω ισχυρισμό ο Δ.Μ. φαίνεται ξεκάθαρα στην εξής φράση του: «οι διαπιστώσεις αυτές [...] δεν δικαιώνουν αυτόματα μια μηδενιστική στάση απέναντι στον σύνθετο και αντιφατικό ιστορικό "εθνοκεντρισμό" της ελληνικής Αριστεράς». Οι επικρίσεις όμως κατά μιας «απόλυτης απορριπτικής στάσης» δια της επίκλησης της «πολυπλοκότητας των φαινομένων» θυμίζουν αγνωστικιστική υπεκφυγή: «δε βαριέσαι, μην τα ψάχνεις, και οι μεν και οι δε εθνικιστές είναι, άρα μεταξύ δύο εθνικιστών επιλέγουμε εκείνον που, στο κάτω- κάτω, έχει και δεσμούς με το λαϊκό κίνημα». Ωστόσο αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα· η επίκληση της «αντιφατικότητας» δεν αρκεί για να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι αυτός ο εθνοκεντρισμός μπορεί να είναι ενίοτε καλός. Ο εθνοκεντρισμός της Αριστεράς και των λαϊκών μαζών, όπως κάθε ιδεολογικό μόρφωμα, είναι αλήθεια ότι στην ιστορική πραγματικότητα εμφανίζεται πάντοτε υπό μορφές σύνθετες και αναμειγνύεται με άλλα ιδεολογικά ρεύματα. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η δική μας στάση απέναντί του υπαγορεύεται, και πρέπει να υπαγορεύεται, από μία εξαιρετικά απλή αρχή: οι εθνοκεντρικές εκδηλώσεις των μαζών είναι κακές καθόσον είναι εθνοκεντρικές. Καλές μπορεί να είναι μόνο στο βαθμό που γίνονται λιγότερο εθνοκεντρικές.
Την ισχύ εξάλλου της αρχής αυτής επιβεβαιώνει, χωρίς να το θέλει βέβαια, ο ίδιος ο Δ.Μ. Πράγματι, φραστικά διατυπώνει τη θέση του με όρους «επιείκειας» προς τον εθνοκεντρισμό και μάλιστα, στα «καυτά ερωτήματα» που θέτει προς τον «αφηρημένο διεθνισμό» επαναλαμβάνει τη γνωστή πατριωτική κινδυνολογία: «τι θα γίνει αν η Τουρκία μάς επιτεθεί;» [4] . Απ' ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω, μερικά πράγματα επ' αυτού λέει ο Δημήτρης Δημούλης στο παρόν τεύχος των Θέσεων. Εγώ δεν θα μείνω στην κινδυνολογία αυτή, αλλά θέλω απλώς να επισημάνω την εξής κραυγαλέα αντίφαση: λίγες μόλις σειρές παρακάτω, το άρθρο επισημαίνει ότι, αν υιοθετήσουμε την μηδενιστική στάση της Σ.Ε. των Θέσεων, θα πρέπει «να ξεχάσουμε τις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ [...] για την ελληνοτουρκική φιλία».
Όταν λοιπόν ο Μπελαντής αναζητά κάποια πιο συγκεκριμένα άλλοθι για τον εθνοκεντρισμό τού ΚΚΕ στην υπαρκτή πραγματικότητα και όχι σε υποθετικά διλήμματα, επικαλείται ακριβώς ένα περιστατικό το οποίο δεν αποτελεί εκδήλωση, αλλά υποχώρηση-σχετικοποίηση του εθνοκεντρισμού.
Έτσι όμως προκύπτει μια αντίφαση στο εσωτερικό της «υπερασπιστικής γραμμής». Διότι φυσικά άλλο είναι να λέμε ότι το ΚΚΕ είναι εθνοκεντρικό και αυτό δεν είναι και τόσο αρνητικό, και άλλο --ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο-- να λέμε ότι ναι μεν είναι εθνοκεντρικό, αλλά δεν πειράζει διότι αυτό δεν το έχει προς το παρόν εμποδίσει να είναι ενίοτε και διεθνιστικό. Μια τέτοια επιχειρηματολογία μπορεί ίσως να είναι παραδεκτή και αποτελεσματική όταν επιδιώκουμε να απαλλάξουμε έναν κατηγορούμενο στο δικαστήριο· δεν μας βοηθά όμως καθόλου όταν το ζητούμενο είναι να δούμε πώς μπορούμε να έχουμε κάποια κοινή δράση, και ποια, με ένα πολιτικό κόμμα.
Βέβαια την αντίφαση αυτή το άρθρο προσπαθεί να την παρακάμψει μέσω του περίφημου πλάσματος περί «επαναστατικού λαϊκού έθνους», μέσω της διάκρισης καλού και κακού εθνοκεντρισμού. Υποστηρίζει, λοιπόν, (και) ο Δ.Μ. ότι «ιστορικά υπήρξε και μια ποιοτικά άλλη «ταξική» χρήσητου έθνους από τις λαϊκές τάξεις». Ποια ήταν αυτή; Ψάχνω εναγωνίως στο κείμενό του και δεν μπορώ να βρω σε τι συνίσταται αυτή η ποιοτικάδιαφορετική χρήση. Το μόνο που βρίσκω είναι λογικοί ακροβατισμοί αμφίβολης πειθούς [5] . Σε πολλές χώρες, οι λαϊκές τάξεις όντως αναφέρθηκαν στο έθνος υπό συνθήκες επαναστατικές. Η διαφορά όμως που είχε η αναφορά τους αυτή προς την παραδοσιακό εθνικισμό ήταν απολύτως ποσοτική: ήταν διαφορά του λιγότερου προς το περισσότερο. Στο βαθμό που η αναφορά αυτή κέρδιζε σε επαναστατικότητα, έχανε σε «εθνικότητα» -και το αντίστροφο. Η ίδια η έκφραση «ταξική χρήση του έθνους» στα αυτιά μου ηχεί κάπως σαν «τετράγωνη χρήση του κύκλου».
Η αντιφατικότητα αυτή αντανακλάται στις εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Δ.Μ. όταν αναφέρεται και στο δεύτερο παράδειγμα αυτής της «ποιοτικά διαφορετικής χρήσης» που επικαλείται. Λέει, συγκεκριμένα: «[το διάστημα 1940-45], σε συνθήκες ενός πολέμου αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού ταυτόχρονα, το πραγματικό κίνημα μίλησε με τη γλώσσα του "έθνους" και όχι με αυτήν ενός αφηρημένου διεθνισμού (π.χ. "ντεφαιτισμού"). Του «έθνους», αλλά όχι της «εθνικής ενότητας» «(σ. 147· η υπογράμμιση δική μου).
Αυτή η τελευταία πρόταση αποτελεί εμφανώς ένα σόφισμα που δεν στέκει με καμιά λογική και που ομολογώ ότι πρώτη φορά ακούω. Πώς είναι δυνατό να μιλάει κανείς για το έθνος και να μη μιλάει ταυτόχρονα για την εθνική ενότητα; Το έθνος από τη φύση του δεν μπορεί παρά να νοείται ως ενιαίο. Όταν κάποιος υπερασπίζεται το έθνος, αλλά το νοεί ως διχασμένο, τότε εγώ δύο πράματα μπορώ να σκεφτώ: είτε ότι δεν ξέρει ελληνικά, είτε ότι χρησιμοποιεί μεν τη λέξη «έθνος» αλλά στο μυαλό του έχει άλλο πράγμα.
Ποιο πράγμα; Ας προσπαθήσουμε να το συναγάγουμε μέσα από όσα λέει το ίδιο το άρθρο. Ο Μπελαντής επικαλείται «έναν ορισμένο "εθνικό λόγο", ο οποίος δεν ήταν εθνικά διαχωριστικός ("εμείς" – "οι αλλοεθνείς"), αλλά αναφερόταν στη δυνατότητα διατήρησης ενός συλλογικού "εμείς", στη διατήρηση δηλαδή για τις λαϊκές τάξεις των κατακτήσεων του 1789». Μιλάει λοιπόν για μια έννοια, η οποία επιτρέπει στις μάζες να συγκροτήσουν μια συλλογική ταυτότητα και να διεκδικήσουν τη διατήρηση των κατακτήσεών τους· η ταυτότητα αυτή είναι, όπως κάθε ταυτότητα, διαχωριστική (προφανώς δεν νοείται «εμείς» χωρίς «αυτοί»), αλλά ο διαχωρισμός αυτός δεν γίνεται σε εθνική βάση. Τότε όμως γιατί να ονομάσουμε αυτό τον λόγο «εθνικό»; Στην πραγματικότητα, η συλλογική ταυτότητα για την οποία μιλάει εδώ ο Μπελαντής είναι η εργατική τάξη· ανεξαιρέτως όλα τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ανήκουν στην τάξη και όχι στο έθνος.
Το ότι το επαναστατικό κίνημα της δεκαετίας του '40 «μίλησε τη γλώσσα του έθνους» είναι αλήθεια. Άλλο τόσο αλήθεια όμως είναι ότι, και αυτοί που κατέστειλαν και συνέτριψαν το κίνημα, την ίδια γλώσσα μίλησαν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, πρέπει να σκεφτούμε ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι ποια γλώσσα χρησιμοποιεί κανείς, αλλά τι λέειμε αυτή τη γλώσσα. Η βασική ιδέα που πρότεινα στο κείμενό μου του τ. 71, (για την οποία μάλιστα ο Μπελαντής με «ευχαριστεί»), ήταν ότι η εθνική διατύπωση ήταν, και είναι, ένα στοιχείο το οποίο επιβλήθηκε στο λαϊκό κίνημα από μια αιτιότητα εξωτερικήως προς αυτό, για λόγους ιστορικούς, και ότι δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο που καλείται να εκφράσει, παρά βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με αυτό· άρα, όσο πιο πολύ --και πιο γρήγορα-- απομακρυνθούμε απ' αυτή τη γλώσσα, τόσο το καλύτερο για την πρακτική μας.
Για να μείνω στο παράδειγμα που χρησιμοποιείται στις «Επικίνδυνες σχέσεις... »: αν στην κατοχή είχαμε μια «ιδιόμορφη ιδιοποίηση της "εθνικής ιστορίας" από το λαϊκό συνασπισμό», το κρίσιμο, και χρήσιμο, στοιχείο στην εξέλιξη αυτή δεν εντοπίζεται στην «εθνική ιστορία» καθαυτή, αλλά στο επίθετο ιδιόμορφη. Το ΕΑΜ δεν «ιδιοποιήθηκε» τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο --ούτε καν τον Αδαμάντιο Κοραή ή τον «γιακωβινισμό της αστικής επανάστασης»· ιδιοποιήθηκε ακριβώς εκείνα τα ιστορικά προηγούμενα που μπορούσαν να συνδεθούν συνειρμικά με την ιδέα της ένοπλης εξέγερσης των λαϊκών μαζών. (Η σύνδεση μάλιστα αυτή εν μέρει ήταν δυνατή μόνο χάρη στην «εθνική μυθοποίηση» της ιστορίας [6] · ωστόσο η πρακτική λειτουργικότητα των ιδεολογιών όπως ξέρουμε δεν είναι ευθέως ανάλογη με την αλήθεια τους).
Η ιδιομορφίαλοιπόν αυτής της ιδιοποίησης σημαίνει ότι τα ευνοϊκά για το επαναστατικό κίνημα αποτελέσματα δεν πρέπει να αποδοθούν στην ίδια την εθνική ιδεολογία, αλλά στο γεγονός ότι την ιδιοποιήθηκε --και της έδωσε μια νέα ερμηνεία-- ο λαϊκός συνασπισμός. «Η ερμηνεία αποκαλύπτει την πολυπλοκότητά της αν σκεφτούμε ότι μια νέα δύναμη δεν μπορεί να εμφανιστεί και να ιδιοποιηθεί ένα αντικείμενο παρά μόνο αν φορέσει, στην αρχή της, τη μάσκα των προηγούμενων δυνάμεων που το κατείχαν ήδη. [...] Μια δύναμη δεν θα επιβίωνε, αν αρχικά δεν δανειζόταν το πρόσωπο των προηγούμενων δυνάμεων, κατά των οποίων μάχεται» [7] .
Συνολικά μιλώντας, πρέπει να πω ότι στο κείμενο του συντρόφου Μπελαντή βρίσκω αρκετές εξαιρετικά οξυδερκείς και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις· το πρόβλημα όμως είναι ότι από αυτές συνάγει κατά κανόνα το λάθος συμπέρασμα --ή, ενίοτε, δεν συνάγει κανένα απολύτως συμπέρασμα.
Όπως ανέφερα, το κείμενο παραδέχεται ότι και οι προβαλλόμενες ως κοσμοπολιτικές και οικουμενιστικές απόψεις των «διαφωτιστών» διανοουμένων είναι στη βάση τους εξίσου εθνικιστικές --άρα εξίσου επικίνδυνες για την Αριστερά-- με τον «εθνικισμό/λαϊκισμό» που οι ίδιοι αυτοί διανοούμενοι αποδίδουν υποτιμητικά στις μάζες. Αφού όμως είναι έτσι, παραμένει ανεξήγητο γιατί ο Δ. Μ. ξεχνάει αυτή την εκτίμηση σε όλο το υπόλοιπο άρθρο του και μάλιστα αναγνωρίζει, αυτοκριτικά, ότι μέχρι τώρα δεν επέκρινε αρκετά τον «αντιεθνικισμό της διανόησης» (σ. 159).
Η εκτίμηση ότι η διανόηση γίνεται «λιγότερο εθνι(κιστι)κή» θεωρώ ότι νοητικά βασίζεται η ίδια σε μια διαφωτιστική αντίληψη της ιδεολογίας: ως «εθνικισμός» νοείται ένα σύνολο ιδεών, τις οποίες κάθε άνθρωπος αποδέχεται ή απορρίπτει στη βάση μιας οιονεί αισθητικής προτίμησης και με την ελευθερία της βούλησής του. Ως μόνο δε κριτήριο για το αν τις αποδέχεται ή όχι εκλαμβάνεται το τι λέει ο ίδιος περί αυτού [8] . Να είσαι εθνικιστής σημαίνει να είσαι --και να μιλάς-- «υπέρ του έθνους (σου)», όπως περίπου είναι κανείς «υπέρ» του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού. Έτσι, ο Μπελαντής είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει ότι, από ένα σημείο και πέρα, ο «εθνικισμός» είναι κακό πράγμα, π.χ. όταν οδηγεί σε καταπίεση μειονοτήτων· μέχρι όμως το σημείο αυτό είναι αναπόφευκτος και θεμιτός. Στο κάτω-κάτω, βρε αδερφέ, όλοι γεννιόμαστε κάπου και «επιθυμούμε να ζούμε υπό ορισμένους εδαφικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς όρους».
Η τοποθέτηση αυτή του προβλήματος είναι άστοχη και άσχετη με τις εννοιολογήσεις της Αριστεράς. Η Αριστερά οφείλει να αντιτάσσεται στον εθνικισμό όχι ποσοτικά, αλλά ποιοτικά (δηλαδή όχι στην υπερβολή, αλλά στην ίδια την ουσία του) και η αντίθεση αυτή δεν αφορά τις «ιδέες», αλλά τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων. Εθνικισμός δεν είναι η «αγάπη του τόπου μας», αλλά είναι η ειδική ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να πείθει τις υπόλοιπες ότι το συμφέρον της είναι και δικό τους.Οι άνθρωποι πάντοτε είχαν συλλογικές ταυτότητες και πάντοτε έτρεφαν θετικά αισθήματα για τον τόπο και την καταγωγή τους. Μόνο όμως τα τελευταία διακόσια χρόνια έχουν αρχίσει να πείθονται ότι, προκειμένου να το κάνουν αυτό, οφείλουν να αγαπούν ένα κράτος--να χαίρονται όταν το κράτος αυτό επεκτείνει τα σύνορά του, βελτιώνει το ισοζύγιο πληρωμών ή κατακτά μετάλλια στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Κατά τα ανωτέρω, συμμερίζομαι απολύτως την ανάλυση του Δ.Μ. για τις μετατοπίσεις στο εσωτερικό της κυρίαρχης ιδεολογίας και τη συνακόλουθη συντηρητικοποίηση των διανοουμένων [9] . Η διαφορά όμως είναι ότι, για μένα, η «σοβαρή έλλειψη» που παρουσιάζει η ανάλυση αυτή ανάγεται στο ότι δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη όχι τον αντιεθνικισμό, αλλά τον εθνικισμότης εκσυγχρονιστικής διανόησης. Πράγματι, αν το πολιτικό και ιδεολογικό προσωπικό της αστικής τάξης τονίζει σήμερα περισσότερο τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας» και τον «κίνδυνο αποκοπής από τις διεθνείς εξελίξεις», αυτό δεν το κάνει επειδή ξαφνικά «αφελληνίστηκε», απομακρύνθηκε απ' τις παραδόσεις και έπαψε να ενδιαφέρεται για το «καλό του τόπου»· αντιθέτως, το κάνει επειδή αυτό του επιτρέπει να εμφανίζει ως «καλό του τόπου», δηλαδή ως συμφέρον όλων, το ιδιοτελές συμφέρον της αστικής τάξης (την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου) και, έτσι, να συγκροτεί τις υποτελείς τάξεις σε ενιαίο έθνος.
Κλείνοντας αυτή την παρέμβαση, θα επιχειρήσω να γενικεύσω την τελευταία παρατήρηση και να την εντάξω σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο.
Θα ξεκινήσω από ένα, συναφές προς τα προεκτεθέντα, συγκεκριμένο απόσπασμα. Αναφερόμενος στην κεντροαριστερή αποκήρυξη του εθνικισμού ως ανορθολογισμού, ο Δ.Μ. προσάπτει στην καθεστωτική διανόηση ότι δεν βλέπει πως «ο ίδιος ο αστικός εθνικισμός είναι προϊόν του "ορθού λόγου" και όχι στοιχείο του ancien regime».
Είναι πραγματικά κρίμα που η πλέον εύστοχη και ενδιαφέρουσα παρατήρηση του κειμένου καταχωνιάζεται σε μια παρενθετική φράση και αναφέρεται ως κάποια ασήμαντη λεπτομέρεια. Εγώ συμφωνώ απόλυτα με τη διαπίστωση αυτή· αυτός που δεν συμφωνεί αρκετά είναι ο ίδιος ο Μπελαντής. Διότι αν την έπαιρνε στα σοβαρά και αντλούσε απ' αυτήν τις λογικές της συνέπειες, η θέση που υποστηρίζει δεν θα ήταν αυτή που είναι.
Η συγκρότηση των νεότερων αστικών κρατών, όπως είναι γνωστό, συνίστατο στην «εδαφικοποίηση μιας ιστορίας και στην ιστορικοποίηση ενός εδάφους και ενός πληθυσμού» [10], αφενός, και αφετέρου στη νομική κατοχύρωση ορισμένων δικαιωμάτων σε αυτόν ειδικά τον πληθυσμό. Τόσο η μία, όσο και η άλλη διαδικασία είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό και δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά η μια απ' την άλλη. Συνιστούν τη διπλή κίνηση της ειδικά καπιταλιστικής εξατομίκευσης/ ομογενοποίησης, τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και, ταυτόχρονα, υπαγωγής της σε μια συλλογικότητα. Ιδεολογικά, και οι δύο διαδικασίες συνδέθηκαν στενά --αλλά όχι αποκλειστικά-- με το ρεύμα του διαφωτισμού και, γενικότερα, με την προβολή της αξίας του ορθού λόγου και της χρησιμότητάς του για την οργάνωση των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων.
Παρά τις πανταχόθεν μεγαλόστομες διακηρύξεις για την έλευση μιας νέας εποχής (αναλόγως με την περίπτωση: της εποχής του μεταμοντερνισμού, της παγκοσμιοποίησης, του τέλους των εθνών, του τέλους της εργασίας, της ιστορίας ή και όλων αυτών μαζί), κατά την ταπεινή μου γνώμη οι δύο ανωτέρω βασικές ορίζουσες δεν έχουν πάψει να θέτουν προς το παρόν –και για το προβλέψιμο μέλλον-- το αποκλειστικό πλαίσιο οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες [11] . Εκτιμώ επίσης ότι η ίδια η εμφάνιση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, ως κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου, συνδέεται με τη μαχητική αμφισβήτηση του πλαισίου αυτού στο σύνολό τουκαι την προσπάθεια αντικατάστασής του από ένα άλλο, «ποιοτικά διαφορετικό» όπως θα έλεγε και ο Μπελαντής.
Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στην πράξη, οι αριστεροί συχνά δεν εμφάνισαν την παρέμβασή τους ως ριζική ανατροπή, αλλά ως «συμπλήρωση» ή «ολοκλήρωση» της μιας ή της άλλης εκ των δύο πτυχών της ανωτέρω διαδικασίας, την οποία υποτίθεται ότι άφησε ημιτελή η αστική τάξη. Πάντοτε όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο μια νέα δύναμη, τείνει αναπόφευκτα να περιγράφει τον εαυτό της με όρους δανεισμένους από το λεξιλόγιο της παλιάς που κυριαρχούσε, διότι ακριβώς δεν έχει διαμορφώσει ένα πλήρως δικό της λεξιλόγιο· αυτό μπορεί να το κάνει μόνο αφού επικρατήσει. Ωστόσο αυτό που συνιστά την ιδιαίτερη φύση, δηλαδή τη δύναμη, του νέου υποκειμένου είναι η διαφοράτου από το παλαιό και όχι η ομοιότητάτου προς αυτό [12] .
Επέτρεψα στον εαυτό μου αυτή τη σύντομη, ελαφρώς σχολαστική, παρέκβαση μόνο και μόνο επειδή στο κείμενο του Δ.Μ. (όπως και σε κείμενα άλλων, κατά διαφορετικούς τρόπους) διέγνωσα την εξής υπόγεια ένταση: φραστικά, ο αρθρογράφος εγγράφει σαφώς την παρέμβασή του στην οπτική της διαφοράς· ωστόσο, από ουσιαστική άποψη, τα επιχειρήματα που επιστρατεύει κάνουν επικίνδυνες παραχωρήσεις στη λογική της ομοιότητας.
Η αναφορά του Δ.Μ. στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί ακόμα ένα δείγμα αυτής της έντασης. Εκεί ο αρθρογράφος, παρά την αγωνία του να ασκήσει πάση θυσία πολεμική στους κοσμοπολίτες-δικαιοκράτες διανοούμενους (ή ίσως εξαιτίας αυτής), αποδέχεται αναντίρρητα το νοητικό σχήμα μέσα απ' το οποίο παρουσιάζουν εκείνοι την ιμπεριαλιστική εισβολή και απλώς το αντιστρέφει, επιλέγοντας τον αντίθετο πόλο απ' ό,τι αυτοί. Ωστόσο, αν οι πολέμαρχοι του ΝΑΤΟ και οι απολογητές τους εμφάνισαν τη δραστηριότητά τους ως «πόλεμο υπέρ των δικαιωμάτων και κατά της εθνικής κυριαρχίας», εδώ, όπως και αλλού, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η αστική ιδεολογία δεν περνάει μέσα από τον ένα μόνο όρο του διλήμματος, αλλά από το ίδιο το δίλημμα στο σύνολό του. Η εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους δεν ήταν ένας πόλεμος κατά του «έθνους» και του «εθνικού συμφέροντος» ως αφηρημένων εννοιών, αλλά ήταν πόλεμος κατά του εθνικού συμφέροντος της Σερβίας--και υπέρ του εθνικού συμφέροντος των χωρών που εισέβαλαν (μεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα, όπως ίσως θυμάστε). Αντίστοιχα, δεν ήταν αγώνας «υπέρ των δικαιωμάτων» έτσι γενικά· ήταν υπέρ των δικαιωμάτων των Αλβανών(στην εθνική αυτοδιάθεση), αλλά ταυτόχρονα ήταν εις βάροςτων δικαιωμάτων των Σέρβων, των Τούρκων, των Τσιγγάνων του Κοσσυφοπεδίου.
Συνολικά, λοιπόν, στο κείμενό του ο Μπελαντής φαίνεται να θεωρεί ότι μόνο η μία πτυχή της προεκτεθείσας διαδικασίας συγκρότησης των καπιταλιστικών κρατών, δηλαδή το αστικό δίκαιο, είναι στο σύνολό της επιβλαβής για το εργατικό κίνημα, ενώ όποτε αναφέρεται στην άλλη, δηλαδή στην εθνική συνιστώσα, προβαίνει σε λεπτεπίλεπτες διακρίσεις προκειμένου να διασώσει όσα περισσότερα μπορεί απ' αυτήν. Κατακεραυνώνοντας τον «διεθνισμό των δικαιωμάτων», για παράδειγμα, λέει ότι «τα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, η ανοχή. .. εγγράφονται σήμερα ευθύγραμμα σχεδόν στις στρατηγικές κυριαρχίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, αποτελούν για την ακρίβεια εργαλεία αστικής κυριαρχίας» (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Προκειμένου όμως για τον εθνικό πυλώνα, ανασύρει επιλεκτικά μια εκδοχή κριτικής προς την εργαλειακή αντίληψη της ιδεολογίας (την οποία εργαλειακή αντίληψη υιοθετεί ασμένως --έστω και με την προσθήκη ενός «σχεδόν»-- όταν μιλά για τα δικαιώματα), και διακηρύσσει ότι αυτός «δεν αποτελεί αστική φενάκη».
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, στο πλαίσιο της Αριστεράς, μια επιχειρηματολογία τελείως ανάλογη με αυτήν που ενεργοποιεί ο Δ.Μ. υπέρ του έθνους μπορεί κάλλιστα να αναπτυχθεί --και όντως αναπτύσσεται-- όσον αφορά τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου: και αυτά υποστηρίζεται, με σημαντικά επιχειρήματα, ότι «δεν αποτελούν αστική φενάκη» αλλά είναι ιστορικές κατακτήσεις ευρύτερης σημασίας, ότι συντελούν στη διαφύλαξη των συμφερόντων των υποτελών τάξεων και ότι η αστική τάξη είναι που τα έχει εγκαταλείψει διότι η προσήλωσή της σε αυτά ήταν μόνο φραστική και επιφανειακή, ενώ εμείς θα πρέπει να τα εγκολπωθούμε, να γίνουμε οι γνήσιοι φορείς τους και να τα αξιοποιήσουμε κατά την πορεία προς το σοσιαλισμό [13] . Δεν ξέρω αν ο Μπελαντής θα είχε την τάση να καταγράψει «ευθύγραμμα» την άποψη αυτή μεταξύ των εργαλείων αστικής κυριαρχίας· αυτό που ξέρω όμως είναι ότι η δική του επιχειρηματολογία αναπαράγει πιστά το παραπάνω σχήμα, αντικαθιστώντας απλώς τη λέξη «δικαιώματα» με τη λέξη «έθνος».
Καθόσον με αφορά, από την αφετηριακή θέση που εξέθεσα ανωτέρω συνάγω ότι τόσο η δικαιοκρατική, όσο και η εθνική συγκρότηση των κρατών είναι «εργαλεία αστικής κυριαρχίας» --ορθότερα, είναι φαινόμενα που συνδέονται, άλλοτε ευθύγραμμα και άλλοτε τεθλασμένα, με την επικράτηση του καπιταλισμού. Αυτό καταρχήν ισχύει εξίσου για το ένα όσο και για το άλλο, και ισχύει εξίσου «σήμερα» όσο και οποιαδήποτε άλλη περίοδο του καπιταλισμού. Δουλειά της Αριστεράς είναι να τα αμφισβητεί συνολικά και τα δύο, και όχι να υιοθετεί το ένα ως «αντικειμενικά προοδευτικό» για να το στρέψει κατά του άλλου. Η πρακτική των αριστερών δεν μπορεί παρά να είναι μια διαδικασία μετασχηματισμού των κυρίαρχων (καπιταλιστικών) κοινωνικών σχέσεων και όχι συνέχεια ή προέκτασή τους.
Σε κάποιες συγκυρίες, και ιδίως σε συγκυρίες εξαιρετικά αρνητικών συσχετισμών δύναμης, δεν αποκλείεται βέβαια να είναι πιο πρόσφορο να εμφανίσουμε τη δράση μας ως «γνησιότερη πραγμάτωση» παρά ως ανατροπή κάποιων αστικών αξιών που να εμφανίζεται δύσκολο να τις αμφισβητήσουμε ως τέτοιες. Αυτό όμως γίνεται για τις ανάγκες ενός ιδεολογικού αγώνα ή για την εξασφάλιση συμμαχιών, δηλαδή αφορά την πολιτική τακτικήκαι δεν μπορεί να αναγορεύεται σε μονιμότερο στοιχείο της μαρξιστικής θεωρίας και στρατηγικής. Είναι κάτι που ανάγεται στη φύση του υλικού, το οποίο θέλει να μετασχηματίσει αυτή η δραστηριότητα, και όχι στη δική της φύση και τους σκοπούς της· αφορά την «πρώτη ύλη» και όχι τα «μέσα παραγωγής» αυτής της εργασίας μετασχηματισμού [14] .
Και, μια που μιλήσαμε για τακτική, ας πω κλείνοντας δυο λόγια για το ζήτημα που στάθηκε η αφορμή αυτής της συζήτησης. Συμμερίζομαι απολύτως την αγωνία του Δ.Μ. να «συναντήσουμε τις αγωνιστικές πρακτικές των μαζών» και δεν τις ενέταξα ποτέ στο «άγος του εθνικισμού». Από την άλλη, τόσο στις Θέσεις όσο και αλλού άσκησα οξεία κριτική στις επιλογές τού ΚΚΕ. Σε όσα υπέπεσαν στην αντίληψή μου έκτοτε (περιλαμβανομένου και του κειμένου του Δ.Μ.) δεν βρήκα τίποτε που να με οδηγεί να αναιρέσω την κριτική αυτή. Δενχαρακτήρισα πάντως το ΚΚΕ «φασιστικό κόμμα» (ούτε νομίζω και κανένας άλλος από τη Σ.Ε., πέραν ίσως των αναγκών μιας ρητορικής υπερβολής) και μάλιστα δηλώνω υπευθύνως ότι δεν είμαι ούτε καν a priori αρνητικός απέναντι στο ενδεχόμενο συνεργασίας της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με το κόμμα αυτό, στο βαθμό που κάτι τέτοιο θα προωθούσε την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων.
Ακριβώς αυτό το τελευταίο, όμως, δείχνει ότι το θέμα δεν είναι μόνο να αποφασίσουμε αν θα πάμε ή δεν θα πάμε με το ΚΚΕ, αλλά κυρίως να δούμε τι θα πάμε να κάνουμε μαζί του. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε τέτοια συνεργασία είναι να καταγράψουμε με τον πιο απερίφραστο τρόπο την αντίθεση και την κριτική μας στις εθνικιστικές πτυχές της πολιτικής του. Όχι στη βάση τού ότι είναι «καθυστερημένες» και αντίθετες προς τον Ορθό Λόγο, αλλά επειδή αποτελούν εμπόδιο στην αυτόνομη πολιτική συγκρότηση και παρέμβαση των εργαζόμενων τάξεων. Διότι αν, ήδη τώρα που δεν δείχνει το ίδιο διατεθειμένο για παρόμοιες συμμαχίες, αρχίζουμε να κάνουμε εκπτώσεις και να εξωραΐζουμε ή να υποβαθμίζουμε τα πατριωτικά του αλληθωρίσματα, η προοπτική δεν μου φαίνεται καθόλου ελκυστική. Πιθανότερο μου φαίνεται να βρεθούμε υποχρεωμένοι, τη νύχτα των επόμενων εκλογών, να εξηγούμε γιατί ο λαός «μας», όπως λέει η Παπαρήγα και τα Παπαρηγόπουλά της, δεν μας τίμησε με κάτι παραπάνω από το 5%. Και η μόνη εξήγηση που θα μας είναι διαθέσιμη, θα είναι ότι ο λαός, παρά τις αγωνιστικές πρακτικές στις οποίες συμμετείχε ενθουσιωδώς το προηγούμενο διάστημα, «δεν κατάλαβε την ορθότητα της πολιτικής μας (τους)». Θα πρόκειται τότε για πολύ ισχνό κέρδος, αν σκεφτούμε ότι την κίνηση αυτή καλούμαστε να την κάνουμε για να πάψουμε επιτέλους να περιφρονούμε τις μάζες. Αν μη τι άλλο, εγώ υπό ίσες συνθήκες προτιμώ να περιφρονώ τις μάζες διαφυλάσσοντας την ιδεολογική μου καθαρότητα, παρά να τις περιφρονώ ευρισκόμενος σε ιδεολογική σύγχυση.
Εξίσου πλεοναστική μού φαίνεται η επιμονή του να μιλάει για «αστικό εθνικισμό» (υπονοώντας ίσως ότι υπάρχει και κάποιος «προλεταριακός» εθνικισμός;). Επ' αυτού θα επανέλθω παρακάτω.
[2] Σελ. 162· τα εισαγωγικά στο πρωτότυπο.
[3] Σελ. 153· η υπογράμμιση δική μου.
[4] Σελ. 150-51, ερώτημα β). Βέβαια, επειδή θέλει να αποφύγει τη χυδαιότητα της συμβατικής εθνικιστικής έγκλησης, το ερώτημα αυτό το διατυπώνει κατά τρόπο πιο «κομψό» και αφηρημένο («Τι συμβαίνει σε μια ιστορική συγκυρία όπου η σημαντική τροποποίηση των πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών δύναμης μεταξύ δύο ανταγωνιστριών αστικών τάξεων μπορεί να τροποποιήσει ακόμη και αυτό το εδαφικό status; Αυτή η συνθήκη είναι απολύτως αδιάφορη για τους επαναστάτες;»). Ακριβώς αυτή η γενικότητα, όμως, έχει από την άλλη μεριά ως αποτέλεσμα το ερώτημα να χωράει έτσι αρκετές ακόμη περιπτώσεις, μάλλον ανεπιθύμητες για τον αρθρογράφο. Π.χ.: το 1921-22 εμφανίστηκε όντως μια «σημαντική τροποποίηση των πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών δύναμης» μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία τροποποίησε το εδαφικό status. Τότε λοιπόν, οι Έλληνες επαναστάτες, προς τιμήν τους, όχι μόνο δεν έμειναν «αδιάφοροι», αλλά ενεργά αντιτάχθηκαν στην τυχοδιωκτική εισβολή του ελληνικού ιμπεριαλισμού στη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν σημαντική απήχηση στους φαντάρους του εκστρατευτικού σώματος και στις λαϊκές μάζες γενικότερα.
Επίσης, το 1941 πάλι εμφανίστηκε σημαντική τροποποίηση των στρατιωτικών συσχετισμών δύναμης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η οποία οδήγησε σε μεταβολή τού εδαφικού status· μετά τη μεταβολή αυτή, η απήχηση του ΚΚΕ δεκαπλασιάστηκε σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο κατά την οποία οι «εδαφικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί όροι» υπό τους οποίους «επιθυμούν να ζουν οι μάζες» παρέμεναν άθικτοι. Να λοιπόν που μια τέτοια ιστορική συγκυρία μπορεί πράγματι να είναι πολύ ευνοϊκή για τους επαναστάτες.
[5] Αναφέρομαι ιδίως σε όσα εκθέτει στις σελίδες 147-8 προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη του «ποιοτικά διαφορετικού» εθνικισμού. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η επιχειρηματολογία αυτή έχει χαρακτήρα καθαρά αμυντικό· ενδιαφέρεται πρωτίστως να υπονομεύσει και να σχετικοποιήσει την «απόλυτη» θεώρηση της εθνικής ιδεολογίας (την οποία εγγράφει στο παθητικό τού «αφηρημένου διεθνισμού»). Γι' αυτό και η διατύπωσή της είναι πάντα αρνητική· από ρητορική άποψη, ακολουθεί το λεγόμενο «σχήμα λιτότητας» (π.χ.: «η δεύτερη χρήση δεν μπορείνα χρεωθεί ευθύγραμμα και εύκολα στην αστική ηγεμονία. ..» «η εθνική ιδεολογική αναφορά δενμπορούσεαυτόματα να θεωρηθεί αντιδραστική και αντεπαναστατική. ..»). Όποτε όμως ο Δ.Μ. επιχειρεί να εκφραστεί εν μέρει και καταφατικά, τα λόγια του δεν δικαιώνουν την επιεική στάση που προτείνει έναντι του εθνικισμού. Π.χ.: «αυτό όμως δεν μπορεί[ξανά αυτό το "δεν μπορεί"! -Α.Γ.] να οδηγήσει στη διαγραφή των επαναστατικών εμπειριών όσων διεκδίκησαν την ηγεμονία στο πεδίο του έθνους». Μα ναι, ακριβώς: οι επαναστάτες της Κίνας, της Κούβας, του Βιετνάμ αγωνίστηκαν για την ηγεμονίαστο εσωτερικό του έθνους-κράτους τους (για τι άλλο θα μπορούσαν να αγωνιστούν δηλαδή;) και, για να την κατακτήσουν, ήρθαν σε ένοπλη σύγκρουση με ομοεθνείς τους· δεν αγωνίστηκαν πάντως για την ηγεμονία του έθνους τουςεπί άλλων εθνών. Εκεί είναι όλη η διαφορά. Αν τον αγώνα τους αυτό θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε «εθνοκεντρικό», τότε νομίζω ότι παίζουμε με τις λέξεις.
[6] Υπαινίσσομαι εδώ τη σύνδεση με τους αρματολούς, για τον πρόσθετο λόγο ότι ο Μπελαντής βλέπω ότι επιμένει σε αυτήν υπερασπιζόμενος και την αναφορά τού Βασίλη Κουνέλη στην Εποχήτής 28/2/00 (κατά την οποία ο Οτζαλάν πρέπει να μας κάνει «να θυμηθούμε ότι διαθέτουμε μεγαλύτερη παράδοση αρματωλών και κλεφτών παρά οργανωμένου κράτους»). Η αντιδιαστολή είναι ανιστόρητη, τουλάχιστον όσο αφορά το πρώτο σκέλος: οι αρματολοί ως γνωστόν ήταν έμμισθοι στρατιωτικοί διοικητές επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, άρα εντάσσονταν απολύτως σε μια «παράδοση οργανωμένου κράτους».
[7] Gilles Deleuze, Nietzsche et la philosophie, Quadrige/P.U.F., Paris 1999 [α΄ έκδ. 1962], σ. 5.
[8] Σε πείσμα του κλασικού υλιστικού κανόνα ότι «δεν κρίνουμε κάποιον με βάση την ιδέα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του». Η φράση αυτή είναι ως γνωστόν του Μαρξ –παρόλο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και του Φρόιντ.
[9] Προς απόδειξη, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω σε παλαιότερο κείμενό μου («Είναι ο Σημίτης αντιεθνικιστής;», Εποχή, 4.4.99), όπου περιέχονται παραπλήσιες διαπιστώσεις.
[10] Όπως ορθά αναφέρει και ο Δ.Μ. παραπέμποντας στον Πουλαντζά (σ. 153).
[11] Αντιθέτως ο Μπελαντής φαίνεται να αποδέχεται τουλάχιστον μία εξ αυτών: τη θεωρία ότι ζούμε την εποχή της «παρακμής των εθνών» --αν κρίνω από το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την έκφραση στον τίτλο της 5ης ενότητας του άρθρου του. Βέβαια τη χρησιμοποιεί σε εισαγωγικά, αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος αν αυτό υποδηλώνει μια επιφύλαξη, διότι τους μισούς τουλάχιστον από τους θεωρητικούς όρους που χρησιμοποιεί στο άρθρο του τους βάζει επίσης σε εισαγωγικά, για αδιευκρίνιστους λόγους.
Καθόσον με αφορά, δεν μπορώ να αντιληφθώ σε τι συνίσταται αυτή η παρακμή και δεν βλέπω κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ αυτής, πέρα από τις φλυαρίες εκσυγχρονιστών διανοουμένων, δημοσιογράφων και χρηματιστών - και όσων παρασύρονται απ' αυτούς. Δική μου εκτίμηση είναι ότι ζούμε την εποχή της αποθέωσης των εθνών. Δεν υπάρχει καμία περίοδος στην έως τώρα ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η αξία του έθνους να ετύγχανε τόσο παγκόσμιας αποδοχής και διάδοσης. Η «παγκοσμιοποίηση των δικαιωμάτων» πάει χέρι χέρι με την «παγκοσμιοποίηση του έθνους».
[12] Ακριβώς μετά το απόσπασμα του Ντελέζ που παρέθεσα προηγουμένως (σημ. 7), υπάρχει υποσημείωση η οποία παραπέμπει στις παρ. 8, 9 και 10 της Τρίτης Πραγματείας από τη Γενεαλογία της Ηθικής. Στις παραγράφους αυτές, ο Νίτσε κορυφώνει την πολεμική του κατά των «ασκητικών ιδανικών» και, στο τέλος της παρ. 10, καταλήγει: «το ασκητικό ιδανικό χρησίμευσε για πολύ καιρό στον φιλόσοφο σαν μια μορφή εμφάνισής του, σαν μια προϋπόθεση της ύπαρξής του --έπρεπε να εκπροσωπείένα τέτοιο ιδανικό, για να μπορεί να είναι φιλόσοφος· [...] είναι κυρίως το αποτέλεσμα των δυσχερών συνθηκών κάτω από τις οποίες εμφανίστηκε και επιβίωσε γενικά η φιλοσοφία» (ελλ. μετ. Εκδοτική Θεσσαλονίκης χ.χρ., σ. 191-2). Κατά εντελώς ανάλογο τρόπο, ο εθνικισμός και/ή ο νομικισμός χρησίμευσαν για πολύ καιρό --και εξακολουθούν να χρησιμεύουν-- στο εργατικό κίνημα σαν μορφές εμφάνισής του. Ειδικά ως προς τον δεύτερο, η διαπίστωση αυτή περιέχεται σχεδόν αυτούσια και στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο των Ένγκελς-Κάουτσκι «Juristensozialismus» (=Σοσιαλισμός των νομικών), στην Neue Zeit , έτος 5ο (1887), φύλλο β', σ. 49-51 σε Marx-Engels- Werke, τ. 21, Dietz Verlag, Berlin 1973.
Το πρόβλημα είναι ότι, πλέον, για την Αριστερά είναι πολύ ορατός ο κίνδυνος αυτή η μάσκα να επιβληθεί στο εξής ως το πραγματικό της πρόσωπο. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
[13] Αυτή, χονδρικά, είναι μεταξύ άλλων η θέση του Κώστα Σταμάτη (βλ. π.χ. Δίκαιο και δικαιοσύνη στην εποχή των ορίων, Πόλις, Αθήνα 2000, σ. 117 και passim), που εκπροσωπεί και την πιο αριστερή παραλλαγή αυτής της προβληματικής. Τουλάχιστον όμως εκείνος δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι «υπήρξε και μια ποιοτικά άλλη, ταξική εκδοχή των δικαιωμάτων».
[14] Μια ένδειξη γι' αυτό αποτελεί το γεγονός oτι παρόμοιες θεωρίες (ότι αυτή ή η άλλη πτυχή της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας «δεν είναι για πέταμα», «έχει θετικές όψεις», «δεν πρέπει να τη χαρίσουμε στον αστισμό») εμφανίζονται σε περιόδους αδυναμίας και υποχώρησης, άρα μειωμένης αυτοπεποίθησης, της Αριστεράς. Αντίθετα, σε περιόδους όπου αναπτύσσονται αντικαπιταλιστικά κινήματα, η Αριστερά εγκαταλείπει στον αντίστοιχο βαθμό την αμυντική της στάση και καθίσταται ικανότερη να καθορίζει αυτή επιθετικά την ημερήσια διάταξη· τότε λοιπόν είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο να βρεθούν διανοούμενοι που να έχουν διάθεση για περιπτωσιολογίες περί του αν π.χ. ο «εθνοκεντρισμός» είναι μικρότερο κακό από τον «παραδοσιακό εθνικισμό» ή το αντίστροφο.