Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ [1]
των Γιάννη Μηλιού, Γιώργου Οικονομάκη και Σπύρου Λαπατσιώρα

1. Εισαγωγή

Όπως αναφέραμε στο Κεφάλαιο 1, ο Μαρξ ανέπτυξε το θεωρητικό του σύστημα, το οποίο ο ίδιος ονόμασε Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκκινώντας από τη θεωρία του για την Ιστορία, σε ρήξη με τις ουσιοκρατικές θεμελιώσεις της Πολιτικής Οικονομίας (δηλαδή τις προσεγγίσεις που επιχειρούν να συναγάγουν τα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας από αυτό που αξιωματικά ορίζουν ως «φύση του ανθρώπου» –το εμπορεύεσθαι [Adam Smith], την αρχή της ωφέλειας [Νεοκλασική Σχολή]).

Με αυτή τη θεωρητική προϋπόθεση, προσέγγισε κατ' αρχάς την έννοια της αξίας και διατύπωσε μια νέα θεωρία της εργασιακής αξίας. Έδωσε ιδιαίτερο βάρος στο ζήτημα της συμμετρίας των «οικονομικών αγαθών» τα οποία παίρνουν τη μορφή των εμπορευμάτων. Διαμόρφωσε έτσι τη δική του έννοια της αξίας. Στη συνέχεια οικοδόμησε πάνω στην έννοια αυτή της αξίας ολόκληρο το θεωρητικό του σύστημα, ως μια λογικά συνεπή αλυσίδα εννοιών και αναλύσεων.

Εντούτοις, πάρα πολύ συχνά η Μαρξική έννοια της αξίας ταυτίζεται, ρητά ή άρρητα, από Μαρξιστές και μη οικονομολόγους, με την αντίστοιχη Ρικαρδιανή: Ρητά, όταν δηλώνεται ότι ο Μαρξ ως οικονομολόγος υπήρξε Ρικαρδιανός –και αυτή είναι η θέση που παίρνουν συνήθως οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι που μελετούν την ιστορία των οικονομικών θεωριών. Άρρητα, όταν η Μαρξική θεωρία της αξίας περιορίζεται σε θέσεις και θεμελιώσεις που εντάσσονται ή συνάγονται άμεσα από το θεωρητικό σύστημα της Κλασσικής Σχολής της Πολιτικής Οικονομίας –και αυτή είναι η άποψη που υιοθετούν συχνά πολλοί μαρξιστές οικονομολόγοι. [2]

Στο παρόν κεφάλαιο θα αναφερθούμε αρχικά στη θεωρία της αξίας του Μαρξ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διαφοροποίησή της από την Κλασική θεωρία της αξίας. Στη βάση αυτή θα μπορέσουμε στη συνέχεια να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις βασικές αναπτύξεις της Μαρξικής οικονομικής θεωρίας.

2. Η «κλασική» ανάγνωση του Μαρξ

Ο Μαρξ ξεκίνησε τη συστηματική ενασχόλησή του με την Πολιτική Οικονομία (βλ. Κεφάλαιο 1, υποσημείωση 30) όταν η Κλασική Σχολή είχε ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο, δηλαδή όταν από τη μια είχαν διατυπωθεί οι βασικές αναλύσεις της (Σμιθ, Ρικάρντο), και από την άλλη η κλασική θεωρία της αξίας είχε αμφισβητηθεί θεωρητικά (καθώς ήταν ασύμβατη με την ύπαρξη ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους της καπιταλιστικής οικονομίας), αλλά και για πολιτικούς και άλλους λόγους (καθώς αναδείκνυε την αντίθεση ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς).

Σύμφωνα με όσα μέχρι τώρα αναπτύξαμε, η Κλασική έννοια της αξίας στη Σμιθιανή εκδοχή της δαπανώμενης εργασίας και στη Ρικαρδιανή εκδοχή μπορεί να συνοψισθεί στις ακόλουθες θέσεις:

Ένα εμπόρευμα αποτελεί αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Από οικονομική άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανταλλακτική αξία, η οποία καθορίζεται ανεξάρτητα από την αξία χρήσης. Η ανταλλακτική αξία ως σχέση ανταλλαγής εμπορευμάτων εκφράζει την ενύπαρκτη στα εμπορεύματα αξία (Θέση 1).

Η αξία ενός εμπορεύματος προκύπτει (ως χαρακτηριστικό ή ιδιότητα του «αγαθού») από την εργασία και (ποσοτικά) είναι ανάλογη του χρόνου εργασίας που έχει δαπανηθεί για την παραγωγή του (Θέση 2).

Η Θέση 1 και η Θέση 2 συνάγονται αναγκαστικά από μια ανάλυση που θεωρεί ότι η αξία είναι ενδογενής στα εμπορεύματα (εξ αυτού προκύπτει η άποψη του Σμιθ και του Ρικάρντο για την ενδογενή αξία του χρήματος, [3] το οποίο εκλαμβάνεται ως ένα εμπόρευμα που απλώς διευκολύνει τις ανταλλαγές μεταξύ όλων των άλλων εμπορευμάτων). Θεωρείται δηλαδή ότι η αξία συνιστά ιδιότηταόλων των εμπορευμάτων (ποιοτικό χαρακτηριστικό τους), η οποία απορρέει από το γεγονός ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας. Επομένως, (Συνέπεια Θέσης 2), η εργασία εξασφαλίζει τη συμμετρία των εμπορευμάτων: Η κοινή τους ιδιότητα είναι ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας. («Η εργασία αποτελεί το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας κάθε εμπορεύματος (...) η εργασία από μόνη της (...) είναι απλά το τελικό και πραγματικό πρότυπο (standard) μέσω του οποίου μπορούν να εκτιμηθούν και να συγκριθούν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων σε οποιαδήποτε εποχή και τόπο. Η εργασία είναι η πραγματική τους τιμή, το χρήμα είναι μόνο η ονομαστική τους τιμή» --Smith 2000, I.v.4&7).

Από τη Θέση 1 και τη Θέση 2 απορρέουν λογικά, στο πλαίσιο του Κλασικού Συστήματοςοι ακόλουθες δύο θέσεις:

Οι σχετικές αξίες, ως η σχέση ανταλλαγής μεταξύ εμπορευμάτων προκύπτουν από τις (ενδογενείς) αξίες τους, ως ο λόγος (το πηλίκο) των αξιών τους (Θέση 3). [4]

Τα εισοδήματα του καπιταλιστή και του γαιοκτήμονα προκύπτουν από την αξία του συνόλου των εμπορευμάτων τα οποία παρήγαγε ο εργάτης στη διάρκεια μιας περιόδου. Με άλλη διατύπωση, οι ιδιοκτήτριες τάξεις ιδιοποιούνται τμήμα τής από τον εργάτη παραγόμενης αξίας(Θέση 4). [5]

Όσοι υποστηρίζουν ότι ο Μαρξ εντάσσεται στο Κλασικό θεωρητικό σύστημα θεωρούν ότι οι τέσσερις παραπάνω Κλασικές θέσεις συμπυκνώνουν και τη Μαρξική θεωρία της αξίας. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο Μαρξ «πρόσθεσε» στις πιο πάνω 4 θέσεις α) τη διευκρίνιση ότι οι θέσεις αυτές ισχύουν μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιστορικών εποχών, που προέκυψαν από τη διαδικασία της πάλης των τάξεων, β) την εκτίμηση (που άλλωστε συμμεριζόταν και οι βρετανοί σοσιαλιστές του πρώτου μισού του 19ου αιώνα) ότι τα εισοδήματα των ιδιοκτητριών τάξεων (Θέση 4) απορρέουν από μια σχέση εκμετάλλευσης που θα καταργηθεί στο σοσιαλισμό, γ) το ξεκαθάρισμα ότι (για να ισχύει η Θέση 4) η αμοιβή του εργάτη (και αυτό που ο εργάτης πουλάει στην αγορά εργασίας) δεν μπορεί να αφορά την (να είναι η) «εργασία», αλλά την ικανότητα προς εργασία ή την εργασιακή δύναμη. [6]

Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε θα ήμασταν ίσως υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε με τον Schumpeter, τον οποίο είδαμε να δηλώνει: «Ο Μαρξ πρέπει να θεωρηθεί ένας "κλασικός" οικονομολόγος και πιο ειδικά μέλος της ρικαρδιανής ομάδας» (Schumpeter 1994, 390). Την πεποίθηση αυτή συμμερίζονται όλοι σχεδόν οι νεοκλασικοί ιστορικοί των οικονομικών θεωριών. Έτσι, ο Σάμιουελσον ισχυρίστηκε ότι τον Μαρξ πρέπει να τον δούμε ως «έναν ελάσσονα μετα-ρικαρντιανό», ενώ αναλυτικότερα ο G. D. H. Cole, έγραψε για τις αναπτύξεις που περιέχονται στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου: «Σε αυτή τη θεωρία δεν υπάρχει ούτε μία ιδέα που να επινοήθηκε από τον Μαρξ, ή που να είχε θεωρήσει ο ίδιος ως δική του πρωτότυπη συμβολή στην οικονομική επιστήμη. Ο Μαρξ απλώς πήρε αυτή τη σύλληψη από τους κλασικούς οικονομολόγους (...) επαναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό αυτά που είχαν πει εκείνοι και που, πριν απ' αυτόν, άρρητα αποδέχονταν οι περισσότεροι οικονομολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτε το ειδικώς Μαρξικό στη θεωρία του Μαρξ περί αξίας. αυτό που είναι καινοφανές είναι το πώς χρησιμοποιεί τη θεωρία του, όχι η θεωρία η ίδια» (Εισαγωγή στην Everyman edition του Κεφαλαίου, Λονδίνο 1930, xxi. Αμφότερα τα αποσπάσματα από Meikle 1995, [7] 185).

Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα του σε ποιο βαθμό διαφοροποιείται ο Μαρξ από το έδαφος των τεσσάρων θέσεων της Κλασικής Σχολής που εδώ συνοψίσαμε, χρειάζεται να αναφερθούμε σε μια άλλη προσπάθεια απεγκλωβισμού από τη θεωρητική κρίση της Κλασικής Σχολής, που είχε διατυπωθεί πριν από τη Μαρξική θεώρηση: Την ταύτιση της αξίας με τη σχέση ανταλλαγής μεταξύ εμπορευμάτων.

3. Η αξία ως σχέση ανταλλαγής

Στην άποψη του Σμιθ (στην εκδοχή της «δαπανώμενης» εργασίας) και του Ρικάρντο για την αξία ως ενδογενές περιεχόμενο ή ιδιότητα των εμπορευμάτων (από την οποία προκύπτουν ή απορρέουνοι σχέσεις ανταλλαγής) αντιπαρατέθηκε το 1828 ο Samuel Bailey, ο οποίος υποστήριξε ότι η αξία δεν μπορεί να νοείται ως ιδιότητα του εμπορεύματος, αλλά ως σχέση μεταξύ εμπορευμάτων:

«Η αξία είναι η σχέση ανταλλαγής των εμπορευμάτων και, επομένως, δεν είναι τίποτε διαφορετικό από αυτή τη σχέση (...) Η αξία δεν δηλώνει τίποτε θετικό και ενδογενές, αλλά απλώς τη σχέση στην οποία τελούν το ένα προς το άλλο δύο αντικείμενα ως ανταλλάξιμα εμπορεύματα» [8] .

Ο Μπέιλυ μοιάζει να υποστηρίζει ότι η ανταλλακτική αξία δεν είναι ιδιότητα επειδή είναι σχέση, και συγκεκριμένα η σχέση της ανταλλαγής. Όμως και κατά την Κλασική Σχολή η αξία υπάρχει ως σχέση ανταλλαγής (ανταλλακτική αξία), με τη διαφορά ότι η σχέση αυτή προκύπτει ως παράγωγο της κοινής ιδιότητας των εμπορευμάτων, δηλαδή του ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας και το καθένα περιέχει διαφορετικά μεγέθη αξίας διότι δαπανήθηκαν για την παραγωγή του διαφορετικές ποσότητες εργασίας. Αυτό που στην ουσία υποστηρίζει ο Μπέιλυ είναι ότι η εμπειρικά παρατηρούμενη σχέση (η ανταλλακτική αξία) δεν θα πρέπει να ανάγεται σε μια ενύπαρκτη κατάσταση, στην εργασία και στην από αυτήν απορρέουσα αξία, ως ενδοφυή ιδιότητα των εμπορευμάτων. Δηλαδή υποστηρίξει ότι η ανταλλακτική αξία δεν αποτελεί παράγωγομιας ιδιότητας (της αξίας), αλλά μια ιδιότητα καθαυτήν, που υφίσταται απλώς ως σχέση ανταλλαγής.

Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός υιοθετείται και από τους σύγχρονους (νεοκλασικούς) οικονομολόγους. Ο Σουμπέτερ, για παράδειγμα, γράφει ότι ο Μαρξ «βρισκόταν στην ίδια πλάνη με τον Αριστοτέλη, δηλαδή πίστευε ότι η αξία, μολονότι είναι ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τις σχετικές τιμές, ωστόσο είναι κάτι διαφορετικό από τις σχετικές τιμές ή τις σχέσεις ανταλλαγής και υπάρχει ανεξάρτητα απ' αυτές. Η πρόταση ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι η ποσότητα εργασίας που αυτό ενσωματώνει δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο» [9] . Την ίδια άποψη διατύπωσε και η κεϋνσιανή Τζόαν Ρόμπινσον: «μια από τις μεγάλες φιλοσοφικές ιδέες στα οικονομικά εκφράζεται με τη λέξη "αξία" (...) όπως όλες οι μεταφυσικές ιδέες, όταν προσπαθήσεις να της προσδώσεις συγκεκριμένο περιεχόμενο, αποδεικνύεται ότι είναι απλώς μια λέξη» [10] . Ο διαπρεπής νεοκλασικός θεωρητικός Βιλφρέντο Παρέτο (1848-1923) είχε ήδη διατυπώσει το ίδιο επιχείρημα, συγκρατώντας ακόμα λιγότερο το σαρκασμό του: «Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα, λέγεται ότι "η τιμή είναι η συγκεκριμένη εκδήλωση της αξίας". Ξέραμε την ενσάρκωση του Βούδα, εδώ έχουμε την ενσάρκωση της αξίας. τι να είναι άραγε αυτή η μυστήρια οντότητα; Είναι, απ' ό,τι φαίνεται, "η ικανότητα ενός αγαθού να ανταλλάσσεται με άλλα αγαθά". Με αυτό ορίζουμε ένα άγνωστο πράγμα με ένα άλλο ακόμα πιο άγνωστο. γιατί τι αλήθεια μπορεί να είναι αυτή η "ικανότητα" Και, το κυριότερο, πώς μετριέται; Από αυτή την "ικανότητα" ή το συνώνυμό της, την "αξία", γνωρίζουμε μόνο τη "συγκεκριμένη εκδήλωση" που είναι η τιμή. οπότε, είναι πραγματικά περιττό να μπλεκόμαστε με αυτές τις μεταφυσικές οντότητες, γι' αυτό ας μείνουμε καλύτερα στις τιμές» [11] .

Όπως σωστά επισημαίνει ο Scott Meikle (1995, 115-6), μια τέτοια άποψη περί της αξίας ως (απλώς) ανταλλακτικής σχέσης«θα βασιζόταν στο επιχείρημα ότι η ανταλλακτική αξία είναι μια ιδιότητα ανάλογη με την ιδιότητα "έγγαμος", η οποία εξαρτάται από τη σχέση "έγγαμος με. ..", κατά την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να έχει κανείς την ιδιότητα παρά μόνο αν έχει τη σχέση προς κάποιον. Σε αυτό το πνεύμα, ένα προϊόν ή ένα αγαθό δεν μπορεί να είναι ανταλλακτική αξία αν δεν τελεί σε σχέση ανταλλαγής προς κάποιο άλλο, ακριβώς όπως ένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι έγγαμος ή έγγαμη αν δεν τελεί σε σχέση γάμου προς κάποιον. (...) Το πρόβλημα τώρα είναι να δούμε πώς αυτό μπορεί να αποτελεί αντίρρηση στην άποψη κατά της οποίας βάλλει. Η αναλογία με μια ιδιότητα όπως αυτή του έγγαμου, ακόμη και αν ευσταθεί, σαφώς δεν εξαντλεί το θέμα, διότι το να είσαι έγγαμος δεν είναι ποσότητα και δεν εισέρχεται σε σχέσεις ισότητας (...) Ο Αριστοτέλης εξηγεί στις Κατηγορίες ότι "όλες οι σχετικές ιδιότητες {πάντα τά πρός τί}, όταν φυσικά αποδίδονται ορθώς στα πράγματα, ορίζονται σε αντιστοιχία προς κάτι άλλο {πρός αντιστρέφοντα λέγεται}. (...) Για παράδειγμα, εάν ο δούλος οριστεί όχι ως προς έναν κύριο, αλλά ως προς έναν άνθρωπο ή ένα δίποδο ή οτιδήποτε ανάλογο, δεν έχει αποδοθεί ορθώς, διότι δεν υπάρχει αμοιβαία αντιστοιχία" (7a 22-30). Προκειμένου τα αγαθά να συνδέονται με ισότητα, όπως συμβαίνει με το "5 κρεβάτια = 1 σπίτι", πρέπει να δοθούν ως ποσότητες. όχι ποσότητες αγαθών, π.χ. 5 κρεβάτια, αλλά ποσότητες εκείνου του πράγματος, όποιο κι αν είναι, το οποίο τα 5 κρεβάτια έχουν κοινό με το 1 σπίτι, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας».

Η αντίληψη λοιπόν της αξίας ως ανταλλακτικής σχέσης (που μας θυμίζει τη Σμιθιανή εκδοχή της «αγοραζόμενης εργασίας») [12] παρακάμπτει το ζήτημα της συμμετρίας των εμπορευμάτων, δηλαδή δεν θέτει το ερώτημα τι είναι οι τιμές ή πώς (δυνάμει ποιας ιδιότητας ή μέσα από ποια σχέση) καθίστανται τα εμπορεύματα σύμμετρες ποσότητες και άρα ανταλλάξιμα. Χρησιμοποιείται από τους επικριτές της Μαρξικής έννοιας της αξίας, η οποία όμως ταυτίζεται στο μυαλό τους με την αντίστοιχη Κλασική έννοια, και ιδίως με τη Θέση 2, και τη Θέση 3, ενάντια στις οποίες (ασκώντας όμως κριτική στον Ρικάρντο και όχι στον δεκάχρονο τότε Μαρξ) είχε στραφεί και ο Μπέιλυ.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι Νεοκλασικοί οικονομολόγοι δεν παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τις αναπτύξεις των θεμελιωτών της Σχολής τους, Jevons, Walras κ.ο.κ. ότι η κατά Bentham ωφέλεια (ή χρησιμότητα) αποτελεί την ενδογενή ιδιότητα (το μέτρο) από την οποία απορρέει η ανταλλακτική αξία. Προσανατολίζονται έτσι ρητά ή άρρητα προς μία αλά Μπέιλυ αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η αξία (ενός εμπορεύματος) πρέπει να ταυτίζεται με τη σχέση ανταλλαγής (αυτού του εμπορεύματος με άλλα εμπορεύματα ή με το χρήμα) καθαυτή. Αυτό, βέβαια, ισχύει κυρίως για τους νεώτερους Νεοκλασικούς (και Κεϊνσιανούς) οικονομολόγους, ενώ από τον Pareto (και τους οικονομολόγους της γενιάς του) γινόταν, εν μέρει, ακόμα μια προσπάθεια να θεμελιωθεί η αξία ως σχέση (ανταλλακτική αξία) στην έννοια της τακτικήςχρησιμότητας (βλ. κεφ. 4.3).

Σύμφωνα με την κατά Pareto τακτική χρησιμότητα, καίτοι ο κάτοχος ενός εμπορεύματος Α δεν μπορεί επακριβώς να μετρήσει τη χρησιμότητα (ωφέλεια) που αυτό του προσφέρει, εντούτοις είναι σε θέση να συγκρίνει το (υποκειμενικό) μέγεθος αυτής της ωφέλειας με το αντίστοιχο εκ της απόκτησης ενός άλλου εμπορεύματος Β (ή με το μέγεθος του πόνου που προκύπτει σε περίπτωση μη απόκτησης αυτού του εμπορεύματος Β). Έτσι ο κάτοχος του Α θα το ανταλλάξει με το Β εάν και μόνο εάν η ανταλλαγή αυτή (η απόκτηση του Β και η απώλεια του Α) του αποφέρουν τουλάχιστον όση ωφέλεια του απέφερε η κατοχή του Α, και αντίστοιχα θα πρέπει να ισχύουν για τον αρχικό κάτοχο του Β. Εφόσον πρόκειται για υποκειμενικές ωφέλειες («αίτινες εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να συγκριθούν μεταξύ των» --Παρέτο 1921, λδ΄), με την ανταλλαγή θα μπορούσαν και οι δύο συναλλασσόμενοι να επιτύχουν ένα ψηλότερο επίπεδο ωφέλειας. Σε κάθε περίπτωση, θα αποκομίσουν τουλάχιστον όση ωφέλεια κατείχαν και πριν την ανταλλαγή. Με τα λόγια του Παρέτο: «Η ανταλλακτική αξία δεν απορρέει κατ' ευθείαν, αλλά είναι η συνέπεια της σχέσεως, την οποίαν εγκαθιστά πας συμβαλλόμενος μεταξύ της αξίας χρήσεωςεκείνου που λαμβάνει και της αξίας χρήσεωςεκείνου που δίδει. Πράγματι δεν αγοράζομεν εμπορεύματα. Αγοράζομεν αξίας χρήσεως: Ο αγοράζων καφφέ δεν ενδιαφέρεται ποσώς εάν ο καφφές ούτος είναι σπόρος ωρισμένης χημικής συνθέσεως. Εκείνο το οποίον αγοράζει είναι η ευχαρίστησις, την οποίαν θα αισθανθή πίνων τον καφφέν του. Και την ευχαρίστησιν ταύτην συγκρίνει με την ευχαρίστησιν, της οποίας πρέπει να στερηθή δίδων εις αντάλλαγμα του καφφέ οικονομικόν τι αγαθόν, το οποίον ηδύνατο να απολαύση» (Παρέτο 1921, λγ΄). «Η αξία δεν είναι παρά σχέσις» (Παρέτο 1921, με΄).

Γίνεται προφανές ότι η αξία ως σχέση, είτε στην κατά Bailey είτε στην κατά Pareto εκδοχή της, προϋποθέτει τη θεώρηση των σχέσεων ανταλλαγής ως σχέσεων αντιπραγματισμού, (ανταλλαγής εμπορεύματος με εμπόρευμα), στις οποίες το χρήμα παίζει μόνο υποβοηθητικό ρόλο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, για να μπορέσει κάποιος να αγοράσει πρέπει προηγουμένως να πωλήσει, ή ακριβέστερα αγοράζει πουλώντας(με στόχο την εξασφάλιση μεγαλύτερης υποκειμενικής ωφέλειας). Μια ανάλογη αντίληψη υιοθετούσε και η Κλασική Πολιτική Οικονομία (βλ. υποσημείωση 2 του παρόντος κεφαλαίου).

4. Η δομή της επιχειρηματολογίας του Μαρξ

Στο μεγάλο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αφιερώνει στην ανάλυση της έννοιας της αξίας το Πρώτο Μέρος, το οποίο έχει έκταση (στην ελληνική μετάφραση) 110 σελίδες. Από αυτές, οι 6,5 πρώτες (49-55) [13] αφιερώνονται για τη διατύπωση και αποσαφήνιση των Θέσεων 1-3. Οι επόμενες 5,5 σελίδες (55-60) αφιερώνονται στη διατύπωση της έννοιας αφηρημένη εργασία. Η θέση 4 δεν αναλύεται καν στο τμήμα αυτό του Κεφαλαίου, αλλά εισάγεται, στο πλαίσιο των όσων έχουν ήδη αναλυθεί, στο Δεύτερο Μέρος του έργου (159-189). Οι 98 σελίδες που ακολουθούν την ανάλυση για την αφηρημένη εργασία (61-158) αφορούν την ανταλλακτική αξία, δηλαδή την αξία ως σχέσηανταλλαγής, και στο πλαίσιο αυτό (δηλαδή όχι στο πλαίσιο των Θέσεων 1 - 3) συνάγουν το χρήμα.

Αν θέλουμε να πάρουμε τον Μαρξ στα σοβαρά πρέπει, λοιπόν, να δούμε τι περιέχουν αυτές 5,5 + 98 σελίδες πέραν των Θέσεων 1 - 3 των 6,5 πρώτων σελίδων. Με καλύτερη διατύπωση, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μετασχηματίζονται θεωρητικά οι Κλασικές έννοιεςτων Θέσεων 1 - 3 από τις 5,5 + 98 σελίδες που ακολουθούν. Διότι αν ο Μαρξ ήταν Κλασικός (Ρικαρδιανός), αν δεν ήθελε να δώσει ένα διαφορετικό νόημα στις Κλασικές Θέσεις 1 -3, δεν θα είχε κανένα λόγο να σωρεύσει τόσες σελίδες πάνω στις τόσο κρυστάλλινες διατυπώσεις των Θέσεων αυτών, στις 6,5 πρώτες σελίδες του έργου του. Κρυστάλλινες διατυπώσεις όπως οι ακόλουθες:

«Αν τώρα παραβλέψουμε την αξία χρήσης των σωμάτων των εμπορευμάτων, τους μένει μονάχα μια ιδιότητα, η ιδιότητα ότι είναι προϊόντα εργασίας (...) Επομένως η αξία του εμπορεύματος είναι το κοινό που εκφράζεται στην ανταλλακτική σχέση ή στην ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος (...) Πώς μπορούμε να μετρήσουμε το μέγεθος της αξίας του [εμπορεύματος]; Με το ποσό της εργασίας που περιέχεται σ' αυτό, της "ουσίας που δημιουργεί αξία"» (52-3). Ο Μαρξ δεν έμεινε όμως σε αυτές τις θέσεις, αλλά τις μετασχημάτισε ριζικά. Σε όλο του το έργο, ακόμα και στις αναφορές του για τον Beiley [14], ή στον χαρακτηρισμό που έδωσε σε αυτό το έργο (Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας), ρητά αναφέρεται ή υπαινίσσεται αυτή τη διαφοροποίηση από το Κλασικό σύστημα εννοιών.

5. Η «αφηρημένη εργασία»

Το ότι ο «πλούτος», δηλαδή κάθε τι χρήσιμο, είναι προϊόν εργασίας δεν αποτελεί ίδιον μόνο του καπιταλιστικού, αλλά κάθε τρόπου παραγωγής. Κάθε τρόπος παραγωγής προϋποθέτει τον εργαζόμενο-παραγωγό και την ιδιαίτερη σχέση του με τα μέσα παραγωγής, από την οποία μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία ο τρόπος αυτός παραγωγής είναι κυρίαρχος. Όμως, όπως τονίζει ο Μαρξ στην πρώτη κιόλας σελίδα του Κεφαλαίου, μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής «ο πλούτος των κοινωνιών (...) εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός από εμπορεύματα", και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδης μορφή του» (49). [15] Είναι προφανές επομένως ότι ο πλούτος δεν αποτελεί εμπόρευμα επειδή είναι προϊόν εργασίας, αλλά επειδή η εργασία αυτή είναι εργασία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και υπόκειται επομένως σε μια μία προσίδια στον τρόπο αυτό παραγωγής κανονοκοποίηση-ομογενοποίηση. Με άλλη διατύπωση η αξία αποτελεί εκδήλωση των δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι εκδήλωση της εργασίας γενικά. [16]

Γίνεται προφανές, επομένως, ότι ο Μαρξ συνέλαβε την αξία ως μία ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση: Αξία είναι η «ιδιότητα» που αποκτούν τα προϊόντα της εργασίας στον καπιταλισμό, μια «ιδιότητα» η οποία αποκτά υλική υπόσταση, πραγματοποιείται, στην αγορά, μέσω της ανταλλαξιμότητας του οποιουδήποτε προϊόντος εργασίας με κάθε άλλο προϊόν εργασίας, δηλαδή μέσω του χαρακτήρα τους ως εμπορευμάτων τα οποία φέρουν μια συγκεκριμένη (χρηματική) τιμή στην αγορά. Από το πρώτο κείμενο της περιόδου που εξετάζουμε, τα Grundrisse(1857) [17] , μέχρι το Κεφάλαιο (1867) [18] , ο Μαρξ επέμεινε ότι η αξία αποτελεί έκφραση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Έτσι, όπου στο έργο του εισάγει την έννοια της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής (όπως π.χ. στο 1ο τμήμα του 1ου τόμου του Κεφαλαίου) για να περιγράψει με βάση αυτήν την αξία, στην πραγματικότητα διαμορφώνει μια προκαταρκτική νοητική κατασκευή (η οποία ως ένα βαθμό αντιστοιχεί στην επιφανειακή «ορατή πραγματικότητα» της καπιταλιστικής οικονομίας [19] ) , που θα τον βοηθήσει να προσεγγίσει και να οικοδομήσει κατόπιν την έννοια της καπιταλιστικής παραγωγής. Σε καμιά περίπτωση δεν περιγράφει μια (προκαπιταλιστική) κοινωνία απλής εμπορευματικής παραγωγής, όπως πίστεψαν πολλοί μαρξιστές (βλ. αναλυτικά Δημούλης - Μηλιός 1999, 45 επ.): «Αν ερευνήσουμε παραπέρα για να βρούμε: κάτω από ποιες συνθήκες όλα τα προϊόντα ή έστω μόνο η πλειονότητά τους παίρνουν τη μορφή του εμπορεύματος, θα βρίσκαμε ότι αυτό γίνεται μόνο πάνω στη βάση ενός ολότελα ειδικού τρόπου παραγωγής, του κεφαλαιοκρατικού» (179-180).

Η αξία δεν αποτελεί επομένως μια «ουσία» που ο ατομικός εργαζόμενος «εμφυσά» πάντα, δηλαδή υπό οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες, στα προϊόντα της εργασίας του. Αποτελεί την έκφραση μιας ιστορικά ιδιαίτερης κοινωνικήςσχέσης. Επιπλέον, στον καπιταλισμό δεν αποτελούν εμπόρευμα μόνο τα προϊόντα της εργασίας, αλλά επίσης και η εργασιακή δύναμη των εργαζομένων, οι οποίοι απώλεσαν κατά την ιστορική εξέλιξη όλα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, (παράλληλα με την απελευθέρωσή τους από κάθε άμεση προσωπική εξάρτηση) και υποχρεώνονται να πωλούν την εργασιακή τους δύναμης στους καπιταλιστές (κατόχους των μέσων παραγωγής), ως μοναδική πλέον δυνατότητα για να αποκτήσουν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης. Ο Μαρξ όμως επιλέγει να μη μιλήσει για το ζήτημα αυτό παρά μόνο στο 2ο Μέρος, (4ο κεφάλαιο) του 1ου τόμου του Κεφαλαίου.

Ο Μαρξ προσεγγίζει το ζήτημα αυτό μέσα από το ερώτημα περί της συμμετρίας. Αν στους μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής απουσιάζει η «οικονομία της αγοράς» και τα προϊόντα της εργασίαςδεν τίθενται σε σχέσεις ισοδυναμίας-για-την-ανταλλαγή, τότε δεν έχει νόημα να ισχυριζόμαστε ότι στον καπιταλισμό αυτά γίνονται οικονομικώς σύμμετρα επειδή είναι προϊόντα εργασίας. Με άλλη διατύπωση, εκεί που ο κλασική Πολιτική Οικονομία πίστεψε ότι έδωσε μια τελειωτική απάντηση (ποιοτικώς διαφορετικά αντικείμενα --αξίες χρήσης-- καθίστανται οικονομικώς σύμμετρα --ανταλλάξιμα-- διότι είναι όλα προϊόντα εργασίας), ο Μαρξ βλέπει απλώς ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς και γιατί τα ποιοτικώς διαφορετικά είδη εργασίας καθίστανται ισοδύναμα;

«Ας υποθέσουμε ότι μία ουγκιά χρυσού, ένας τόνος σιδήρου, 25 λίβρες σιταριού και είκοσι γιάρδες μεταξιού είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους (...) Αλλά η εύρεση χρυσού, η εξόρυξη σιδήρου, η καλλιέργεια σιταριού και η ύφανση μεταξιού είναι ποιοτικά διαφορετικά είδη εργασίας. Αυτό που αντικειμενικά εμφανίζεται ως διαφορετικότητα των αξιών χρήσης, εμφανίζεται, κατ' επέκταση, ως διαφορετικότητα των δραστηριοτήτων οι οποίες παράγουν αυτές τις αξίες χρήσης» (Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, MEGA 1980, 109).

Για να απαντηθεί το αίνιγμα της ισοδυναμίας των διαφορετικών ειδών εργασίας, πρέπει να γίνει κατανοητός ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στον καπιταλισμό: Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας που προκύπτει από αυτήν στηρίζεται στη άμεση (θεσμική) ανεξαρτησία κάθε ιδιαίτερου παραγωγού (καπιταλιστή) από όλους τους άλλους. Ωστόσο, όλες αυτές οι ατομικές διαδικασίες παραγωγής συσχετίζονται έμμεσα μεταξύ τους μέσω του μηχανισμού της αγοράς, καθώς ο καθένας παράγει όχι για τον εαυτό του ούτε για την «κοινότητα» αλλά για την ανταλλαγή στην αγορά, για την υπόλοιπη κοινωνία που, όμως, «συναντιέται οικονομικά» μαζί του μόνοστην αγορά. Η διαδικασία αυτή επιβάλλει την κοινωνική (καπιταλιστική) ομογενοποίηση κάθε ατομικής παραγωγικής διαδικασίας, μέσω ακριβώς της γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής και του ανταγωνισμού μεταξύ των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών (καπιταλιστών).

Ο Μαρξ ορίζει αυτή τη διαδικασία κοινωνικής ομογενοποίησης των ατομικών εργασιακών και παραγωγικών διαδικασιών με την εισαγωγή της έννοιας αφηρημένη εργασία: Η εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι διφυής: από τη μια μεριά είναι συγκεκριμένη εργασία (εργασία που παράγει μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, όπως και σε κάθε άλλο τρόπο παραγωγής) και από την άλλη είναι ταυτόχρονα αφηρημένη εργασία (ή εργασία εν γένει), εργασία όμοια από κοινωνική άποψη. Από εδώ πηγάζει η γενική ισοδυναμία και ανταλλαξιμότητα των προϊόντων της εργασίας, δηλαδή το ότι αυτά καθίστανται (παράγονται ως) εμπορεύματα: «H εργασία που εμπεριέχεται στην ανταλλακτική αξία είναι η αφηρημένα γενική κοινωνική εργασία, η οποία προκύπτει από την ολόπλευρη απαλλοτρίωση των ατομικών εργασιών» (MEGA 1980, 134). Αυτό σημαίνει ότι «κάθε εμπόρευμα είναι το εμπόρευμα, το οποίο εμφανίζεται έτσι αναγκαστικά ως άμεση υλική συμπύκνωση του εν γένει χρόνου εργασίας, μέσω της απαλλοτρίωσης της ιδιαίτερης αξίας χρήσης του» (MEGA 1980, 122). Η δαπάνη αφηρημένης εργασίας (εν γένει εργασίας), ή ο εν γένει χρόνος εργασίας, ρυθμίζει επομένως και το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων.

Στο Κεφάλαιο (1867) η ανάλυση για την αφηρημένη εργασία καταλαμβάνει μόλις 5,5 σελίδες (55-60), εν μέρει διότι ο Μαρξ είχε δώσει έμφαση στο ζήτημα αυτό στην Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859). Εντούτοις, σπεύδει να δηλώσει ότι είναι υπερήφανος για τη διατύπωση της έννοιας αυτής (που στην πορεία έκθεσης της θεωρίας του στο Κεφάλαιο αποτελεί την πρώτη του ουσιώδη διαφοροποίηση από το Ρικαρδιανό σύστημα), μια δήλωση παρόμοια της οποίας είναι ζήτημα αν βρίσκουμε άλλες δύο φορές σε ολόκληρο το έργο του:

«Αυτή τη διφυή φύση της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα την απόδειξα πρώτος εγώ κριτικά» (55).

Η αφηρημένη εργασία δεν «προκύπτει» από τη συγκεκριμένη: Αποτελεί την ιστορικά ιδιαίτερη ιδιότητα κάθεεργασίας στον καπιταλισμό. Έτσι δεν είναι η εκμηχάνιση της παραγωγής και η απο-ειδίκευση του εργαζομένου που μετατρέπουν τη χρήσιμη εργασία σε αφηρημένη, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι μαρξιστές. Ο ισχυρισμός αυτός προκύπτει από μια σύγχυση κατηγοριών (από την ανεπίτρεπτη γεφύρωση του εννοιολογικού χάσματος μεταξύ συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας), διότι η συγκεκριμένη-φυσική εργασία ως διακριτή έννοια, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναχθεί στην αφηρημένη εργασία ή να αποτελέσει το περιεχόμενο της ανταλλακτικής αξίας: Η αφηρημένη εργασία αποτελεί ίδιον της κάθε (συγκεκριμένης) εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή έκφραση της ιδιαίτερης κοινωνικότητας που χαρακτηρίζει μόνο τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για μια απλή ή μια σύνθετη και με υψηλή εξειδίκευση (συγκεκριμένη) εργασία. [20]

Το πρόβλημα της κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στο οποίο παραπέμπει η έννοια της αφηρημένης εργασίας είναι επίσης διαφορετικό από το πρόβλημα της «ποσοτικής αντιστοίχησης» εργασιών διαφορετικής έντασης, ειδίκευσης και παραγωγικότητας. Για να μπορέσει να αντιστοιχηθεί (ποσοτικά) μια ώρα εργασίας ενός μηχανικού σε n ώρες εργασίας ανειδίκευτου εργάτη θα πρέπει να αποτελούν ήδη και τα δύο είδη εργασιών «ποιοτικώς όμοια» (δηλαδή αφηρημένη) εργασία. Αυτό είναι κάτι που ο εμπειρισμός (ακόμα και στις μαρξιστικές εκδοχές του, βλ. π.χ. Howard/King 1985) δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί Συμπερασματικά: Τα προϊόντα της εργασίας είναι εμπορεύματα, άρα αξίες και ανταλλακτικές αξίες, όχι απλώς διότι είναι προϊόντα εργασίας, αλλά διότι είναι προϊόντα αφηρημένης εργασίας, δηλαδή «καπιταλιστικής εργασίας» (εργασίας που εκτελείται υπό καπιταλιστικές συνθήκες, εργασίας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Η αφηρημένη εργασία παράγει την αξία κάθε εμπορεύματος, η οποία αποτελεί το κοινό μέτρο (εξασφαλίζει τη σχέση συμμετρίας) τους, εφόσον ως αξία στερείται οποιουδήποτε άλλου κατηγορήματος, πέραν του μεγέθους. [21]

Στο σημείο αυτό χρειάζεται όμως να επισημάνουμε δύο ζητήματα:

α) Η αφηρημένη εργασία (και συνεπώς ο εν γένει χρόνος εργασίας) δεν αποτελεί μια άμεση (εμπειρικά διαπιστώσιμη) ιδιότητα της εργασίας, αλλά μια «αφαίρεση», δηλαδή μία έννοια που επιτρέπει την κατανόηση της διαδικασίας κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: «Ο εν γένει χρόνος εργασίας είναι καθ' αυτόν μια αφαίρεση, που σαν τέτοια δεν υφίσταται για τα εμπορεύματα» (MEGA 1980, 122-23). Αυτό που εμπειρικά υφίσταται είναι μόνο τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που πωλούνται και αγοράζονται (και συνεπώς ανταλλάσσονται μεταξύ τους με τη διαμεσολάβηση του χρήματος) στην αγορά.

β) Η αφηρημένη εργασία, ως η έννοια που αποδίδει τον ειδικά κοινωνικό (καπιταλιστικό) χαρακτήρα της εργασιακής διαδικασίας, δεν αφορά τη μεμονωμένη διαδικασία παραγωγής, αλλά την κοινωνική αλληλοσυσχέτιση όλων των, θεσμικά ανεξάρτητων μεταξύ τους, επιμέρους καπιταλιστικών διαδικασιών παραγωγής, η οποία εκδηλώνεται στην αγορά: «Ο κοινωνικός χρόνος εργασίας υπάρχει, ούτως ειπείν, μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση σε αυτά τα εμπορεύματα και εκδηλώνεται κατά πρώτον στη διαδικασία ανταλλαγής τους (...) Η εν γένει κοινωνική εργασία δεν είναι επομένως έτοιμη προϋπόθεση, αλλά δημιουργούμενο αποτέλεσμα» (MEGA 1980, 123).

Τα δύο αυτά ζητήματα ερμηνεύουν γιατί όλο το βάρος της ανάλυσης πρέπει να δοθεί στην ανταλλακτική αξία, δηλαδή στην εκδήλωσητης αξίας ως ανταλλακτική σχέση(στη «μορφή εμφάνισης» της αξίας), και αυτό κάνει ο Μαρξ: Δεν κλείνει την ανάλυσή του για την αξία με την έννοια της αφηρημένης εργασίας, αλλά αντίθετα αφιερώνει τη συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της ανάλυσης αυτής (98 από τις 110 σελίδες, ήτοι σσ. 61-158) στην ανταλλακτική αξία, ή την αξία ως ανταλλακτική σχέση μεταξύ εμπορευμάτων.

Η σχέση ανταλλαγής αποτελεί τη μοναδική εμπειρικώς απτή ύπαρξη(μορφή εμφάνισης) της αξίας. Στο Κεφάλαιοο Μαρξ εισάγει τους αναγνώστες στα ζητήματα αυτά με την ακόλουθη φράση:

«Η αξιακή αντικειμενικότητα [Wertgegenstδndlichkeit] των εμπορευμάτων διαφέρει κατά τούτο από τη χήρα Κουίκλυ ότι δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Το αντίθετο ακριβώς απ' ό,τι γίνεται με τη χονδροειδή αισθητή αντικειμενικότητα [Gegenstδndlichkeit] των σωμάτων των εμπορευμάτων, δεν μπαίνει ούτε ένα άτομο φυσική ύλη στην αξιακή αντικειμενικότητά τους. Γι' αυτό όσο κι αν πιάσεις, όσο κι αν στριφογυρίσεις ένα ξεχωριστό εμπόρευμα, μένει άπιαστο σαν πράγμα αξίας [Wertding] (...) Η αξιακή αντικειμενικότητά τους είναι καθαρά κοινωνική (...) μπορεί να εκδηλώνεται μονάχα στην κοινωνική σχέση του ενός εμπορεύματος με ένα άλλο εμπόρευμα. Και πραγματικά, ξεκινήσαμε από την ανταλλακτική αξία ή από την ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων για να βρούμε τα ίχνη της αξίας που κρύβεται μέσα τους. Τώρα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη μορφή αυτή εμφάνισης της αξίας» (61-2, οι υπογρ. δικές μας).

6. Παρέκβαση: «Ουσία» και μορφή εμφάνισης

Με βάση τις θεωρητικές θέσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω, ο Μαρξ εισήγαγε στο μεθοδολογικό επίπεδοτη θεωρία του των μορφών εμφάνισηςτων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Οι μορφές εμφάνισης διακρίνονται από την «ουσία», δηλαδή τις εσωτερικές, κρυμμένες, αιτιακέςκανονικότητες, (ή νόμους) οι οποίες ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις (χωρίς εντούτοις να είναι άμεσα ορατές, στο επίπεδο των εμπειρικά παρατηρήσιμων φαινομένων). Όπως εξηγούσε ο Μαρξ ήδη από το πρώτο έργο της περιόδου που εξετάζουμε, τα Grundrisse, ο σκοπός της επιστήμης είναι να ξεκινά από τις εμπειρικά ορατές μορφές εμφάνισης, να προβαίνει σε θεωρητικές αφαιρέσεις και κατόπιν να επιστρέφει και πάλι από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, για να συγκροτήσει με τον τρόπο αυτό τη θεωρητική έννοια του συγκεκριμένου, δηλαδή να αποκαλύψει τις εσωτερικές αιτιότητες που διέπουν τα άμεσα παρατηρήσιμα φαινόμενα.

Ο Μαρξ αποκαλεί διαλεκτική μέθοδοτον τρόπο συγκρότησης εννοιών με βάση τις οποίες μπορεί κανείς να οικειοποιηθεί νοητικά την πραγματικότητα, δηλαδή να αποκαλύψει την εσωτερική αιτιακή αλληλοσυσχέτιση και «κανονικότητα» των φαινομένων.

Η αφαίρεση προϋποθέτει την εκκίνηση από το συγκεκριμένοκαι έτσι αποφεύγει τον ιδεαλισμό της αυθαίρετης --δηλαδή προκύπτουσας από μια κυρίαρχη θεωρητικήιδεολογία-- κατηγορίας. Παράλληλα η αφαίρεση, ως πρώτο βήμα της διαλεκτικής μεθόδου, υπερβαίνει την αναπαραγωγή της μορφής εμφάνισης του συγκεκριμένου (που συνιστά μια πρακτικήκυρίαρχη ιδεολογία της «καθημερινότητας») και το συνυφασμένο μαζί της εμπειρισμό --που θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι διάφανη, δηλαδή εμπειρικά παρατηρήσιμη και ορθολογικά ερμηνεύσιμη, χωρίς ανάγκη συγκρότησης των εννοιών (Heinrich 1999, κεφ. 5).

Ό Μαρξ αντιλαμβάνεται ότι οι αφαιρέσεις από μόνες τους δεν συγκροτούν τις έννοιεςτων εμπειρικά αντιληπτών αντικειμένων της πραγματικότητας. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία νοητικής-επιστημονικής ιδιοποίησης της πραγματικότητας χρειάζεται ένα δεύτερο βήμα. Η «επιστροφή» από τις αφαιρέσεις στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

Προκύπτει έτσι μια θεωρητική διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται η επιστημονική έννοια του συγκεκριμένου. Η έννοια αυτή αποδίδει τις αιτιακές σχέσεις που ρυθμίζουν την πραγματικότητα, χωρίς ποτέ να εμφανίζονται καθαυτές στο χώρο της πραγματικότητας και των φαινομένων, διότι δεν ανήκουν στο χώρο των εμπειρικά απτών οντοτήτων και φαινομένων. Η μετάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου διαφοροποιείται έτσι ριζικά από τη μέθοδο του ορθολογισμού (αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Hegel την αφαίρεση), διότι δεν αποτελεί αυτόνομη διαδικασία, αλλά τη δεύτερη φάση μιας διαδικασίας εννοιακής αποκωδικοποίησης του συγκεκριμένου (μετά την οικοδόμηση της αφαίρεσης, επιστροφή στο συγκεκριμένο μέσω αυτής).

Αναφερόμενος στο παράδειγμα του πληθυσμού [22] ο Μαρξ καταλήγει: «Στην πρώτη πορεία η ολοκληρωμένη παράσταση εξαϋλώθηκε σε αφηρημένο προσδιορισμό. Στη δεύτερη, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου με τη σκέψη. Γι' αυτό ο Χέγκελ έπεσε στην αυταπάτη να θεωρεί το πραγματικό σαν αποτέλεσμα της σκέψης που συνοψίζει μέσα της τον εαυτό της, εμβαθύνει στον εαυτό της και κινεί η ίδια τον εαυτό της. Ενώ η μέθοδος της ανόδου από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν είναι παρά ο τρόπος που η σκέψη οικειοποιείται το συγκεκριμένο, το αναπαράγει σαν πνευματικά συγκεκριμένο» (Mαρξ 1989-α, 66-67).

Μέσα από αυτή τη θεωρητική μέθοδο παράγονται αφηρημένες κατηγορίες που συνιστούν εννοιακούς προσδιορισμούς της συγκεκριμένης (παρούσας ή ιστορικής) πραγματικότητας. Έτσι, για παράδειγμα, η Μαρξική έννοια του κεφαλαίου «δεν είναι αυθαίρετη, αλλά συμπυκνώνει την differentia specifica [ειδοποιό διαφορά] του κεφαλαίου σε αντιδιαστολή απ' όλες τις άλλες μορφές του πλούτου --μ' άλλα λόγια, τους άλλους τρόπους ανάπτυξης της (κοινωνικής) παραγωγής» (Mαρξ 1990, 340).

Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση συνιστά τομή με τον εμπειρισμό της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, καθώς θεμελιώνεται στη θέση ότι η εμπειρική παρατήρηση δεν επαρκεί για την κατανόηση της αιτιότητας που διέπει τις οικονομικές διαδικασίες (βλ. και Μηλιός 1997, 52-76) ή ότι η «ουσία» δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα εκδηλωθεί άμεσα στο επίπεδο της εμπειρίας. [23] Με τα λόγια του Μαρξ: «η μορφή εμφάνισης κάνει αόρατη την πραγματική σχέση και την παρουσιάζει ακριβώς με αντίθετη όψη (...) ακριβώς όπως η φαινομενική κίνηση των ουρανίων σωμάτων γίνεται κατανοητή μόνο σε εκείνον που γνωρίζει την πραγματική, μη αντιληπτή όμως με τις αισθήσεις κίνησή τους» (557, 331).

Το συμπέρασμα που συνάγεται από τις παραπάνω θέσεις είναι ότι η αξία των εμπορευμάτων δεν εμφανίζεται ποτέ καθαυτή, ως μία άμεσα αντιληπτή (εμπειρικά παρατηρήσιμη) και συνεπώς μετρήσιμη οντότητα. Εκφράζεται μόνο μέσω των (στρεβλών) μορφών εμφάνισής της, δηλαδή των τιμών των εμπορευμάτων. Αυτές οι μορφές εμφάνισης της αξίας δεν αναφέρονται, όπως είπαμε, σε κάθε εμπόρευμα ξεχωριστά, δηλαδή δεν πρόκειται για μεμονωμένες, για αρχικά ανεξάρτητες μεταξύ τους εκφράσεις της αξίας κάθε εμπορεύματος, αλλά αποτυπώνουν τη σχέση ανταλλαγής του εμπορεύματος με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Αποτελούν υλική έκφραση της κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (όπως αυτή περιγράφεται με την έννοια αφηρημένη εργασία).

Για να μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει τη μορφή εμφάνισης της αξίας ως χρήμα, ο Μαρξ ξεκινάει από το σχήμα της απλής σχέσης αντιπραγματισμού, στην οποία μια ποσότητα εμπορεύματος ανταλλάσσεται με μια διαφορετική ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος. Οι Κλασικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν, όπως είπαμε, ότι όλες οι συναλλακτικές πράξεις στην αγορά μπορούν να αναχθούν σε απλές σχέσεις αντιπραγματισμού, τις οποίες απλώς διευκολύνει το χρήμα. [24]

7. Η αξιακή μορφή και το χρήμα

7.1 «Η απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας»

Η μορφή αυτή αντιστοιχεί στην απλή περίπτωση αντιπραγματισμού:

χ Εμπόρευμα Α = ψ Εμπόρευμα Β ή 20 πήχες πανί (λινό ύφασμα) = 1 σακάκι,

για την οποία ο Μαρξ μας λέει ότι «σ' αυτήν κρύβεται το μυστικό κάθε μορφής αξίας, γι' αυτό η ανάλυσή της παρουσιάζει την κύρια δυσκολία» (64). Είναι δυσνόητη επειδή είναι απλή, όμως αν αποκρυπτογραφηθεί θα αποκαλυφθεί το μυστικό ακόμα και της πιο αναπτυγμένης, της χρηματικής μορφής.

Η σχέση αυτή δεν αποτελεί μια ισότητα με την μαθηματική έννοια ή μια συνήθη ισοδυναμία, αλλά χαρακτηρίζεται από μια «πολικότητα», από το γεγονός δηλαδή ότι κάθε «πόλος» της ισότητας (το πανί ή αντίστοιχα το σακάκι) κατέχει μια ποιοτικά διαφορετική θέση και λειτουργία από τον άλλο, έτσι ώστε, από μαθηματική άποψη, να μην ισχύει η αντιμεταθετική ιδιότητα (αν α=β => β=α). Το πανί κατέχει τη σχετική αξιακή μορφή, το σακάκι τη μορφή του ισοδυνάμου, που σημαίνει ότι «παίζουν δύο διαφορετικούς ρόλους», δηλαδή ενώ «ανήκουν το ένα στο άλλο και καθορίζουν το ένα το άλλο, ταυτόχρονα είναι δύο αλληλοαποκλειόμεναή αντίθετα άκρα» (62-3).

Η «πόλωση» αυτή και η «διαφορά» είναι απόρροια του ότι η αξία του εμπορεύματος (ως περιεχόμενο ή ουσία απορρέουσα από την καπιταλιστικώς δαπανηθείσα εργασία) εκδηλώνεται (υπάρχει εμπειρικά) μόνοστην ανταλλακτική σχέσητων εμπορευμάτων, στην ανταλλακτική αξία. Στην απλή μορφή της ανταλλακτικής σχέσης, το «ισοδύναμο» (σακάκι) αποτελεί τον «μετρητή αξίας» του «σχετικού» (του υφάσματος). Δηλαδή η απλή μορφή της αξίας μας λέει ότι 20 πήχες πανί είναι αξίας ενός σακακιού. «Η αξία του εμπορεύματος πανί εκφράζεται με το σώμα του εμπορεύματος σακάκι» (66). Αυτό συμβαίνει διότι «η αξία του λινού υφάσματος δύναται να εκφραστεί μόνο σε άλλο εμπόρευμα, δηλαδή μόνο σχετικά» (Μαρξ 1991, 177). «Το ίδιο εμπόρευμα δεν μπορεί λοιπόν να εμφανιστεί στην ίδια αξιακή έκφραση στις δύο μορφές ταυτοχρόνως. Αυτές οι μορφές αποκλείουν μάλιστα η μία την άλλη πολικά» (Μαρξ 1991, 177).

Έτσι το εμπόρευμα Α (σχετική μορφή) «μετατρέπει την αξία χρήσης Β σε υλικό που εκφράζει τη δική του αξία» (67). Γίνεται δηλαδή το Β, ή το σακάκι (ισοδύναμη μορφή) το μέσο μέτρησης της αξίας (το «χρήμα») του Α, του υφάσματος. Το ισοδύναμο (εμπόρευμα Β ή σακάκι), καίτοι επίσης χρήσιμο πράγμα, κατά την ανταλλαγή λειτουργεί ως «μορφή εμφάνισης της αξίας» (Μαρξ 1991, 56), που σημαίνει ότι η περιεχόμενη σε αυτό συγκεκριμένη εργασία (ραπτική σακακιών) λειτουργεί (προς το παρόν μόνο για το ύφασμα) ως εκδήλωση της εργασίας εν γένει, της αφηρημένης εργασίας. Η αξία εκδηλώνεται μόνο μέσω των μορφών αυτών εμφάνισής της: «Εντός της αξιακής σχέσης και της σ' αυτήν ενεχόμενης αξιακής έκφρασης δεν ισχύει το αφηρημένα γενικόν (η αξία, Γ.Μ.) ως ιδιότητα του συγκεκριμένου, αισθητηριακά πραγματικού, (της ανταλλακτικής αξίας, Γ.Μ.), αλλά, αντιστρόφως, το αισθητηριακά πραγματικό ως απλή μορφή εμφάνισης ή ορισμένη μορφή πραγμάτωσης του αφηρημένα γενικού (...) Μόνο το αισθητηριακά συγκεκριμένο ισχύει ως μορφή εμφάνισης του αφηρημένα γενικού» (Μαρξ 1991, 185).

Η μορφή του ισοδυνάμου, ως αισθητηριακά απτή εκδήλωση της αξίας χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Η αξία χρήσης της αποτελεί τη μορφή εμφάνισης της αξίας, β) η συγκεκριμένη εργασία (ραπτική) καθίσταται μορφή εμφάνισης της αφηρημένης εργασίας, γ) η ατομική εργασία εκδηλώνεται ως άμεσα κοινωνική εργασία Ένα επιπλέον σημαντικό ζήτημα αφορά την αξία του σακακιού ή του εμπορεύματος Β (μορφή ισοδυνάμου). Στο βαθμό που το σακάκι διατηρεί αυτή τη θέση του ισοδυνάμου, η αξία του δεν εκδηλώνεται δηλαδή «δεν υπάρχει» στο κόσμο της απτής πραγματικότητας, των μορφών εμφάνισης: «Μόλις όμως το εμπόρευμα σακάκι πάρει τη θέση του ισοδυνάμου στην έκφραση της αξίας, το μέγεθος της αξίας του δεν παίρνει κανενός είδους έκφραση σαν μέγεθος αξίας. Πιο σωστά φιγουράρει στην εξίσωση της αξίας μόνο σαν ορισμένη ποσότητα ενός πράγματος» (70). Όπως η αξία του εμπορεύματος Α, δηλαδή του υφάσματος (σχετική μορφή) «δεν αντανακλάται στο δικό του σώμα (...) αποκαλύπτεται, λαμβάνει αισθητηριακά απτή έκφραση μέσω της αξιακής σχέσης του προς το σακάκι» (Μαρξ 1991, 55), κατ' αναλογία και το σακάκι δεν μπορεί να λάβει κανενός είδους αισθητηριακά απτή έκφραση «δεν μπορεί να εκφράσει την αξία του στο δικό του σώμα ή στην δική του αξία χρήσης (...) Δεν μπορεί να αναφερθεί στην σ' αυτό το ίδιο (...) εμπεριεχόμενη συγκεκριμένη εργασία ως απλή μορφή πραγμάτωσης αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας» (Μαρξ 1991, 58). Αν αυτό μπορούσε να συμβεί για το σακάκι, τότε το ίδιο θα συνέβαινε για το ύφασμα ή για οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα και η αξία θα αποτελούσε αυθύπαρκτη εκδήλωση (μορφή εμφάνισης) της εργασίας (το περιεχόμενο και η μορφή της αξίας θα ταυτίζονταν), συνεπώς το Μαρξικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόσημο με το Ρικαρδιανό σύστημα ανάλυσης. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.

Το σχήμα που ακολουθεί αναπαριστά την απλή αξιακή μορφή (βλ. και Altvater κ.ά., 1999)

χ Εμπόρευμα Α = ψ Εμπόρευμα β ή Μία μονάδα εμπορεύματος Α είναι αξίας ψ/χ μονάδων του β

7.2 Ολική ή ανεπτυγμένη, γενική και χρηματική μορφή της αξίας

Από την ανάλυση της απλής αξιακής μορφής, ο Μαρξ μπορεί πλέον πολύ εύκολα να αποκρυπτογραφήσει τη χρηματική μορφή. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί δύο ενδιάμεσα νοητικά σχήματα, την ολική ή ανεπτυγμένη και τη γενική μορφή της αξιακής έκφρασης.

Η πρώτη αναφέρεται σε μια ατέρμονη σειρά πράξεων αντιπραγματισμού του είδους:

ω Εμπόρευμα Α = υ Εμπόρευμα Β = χ Εμπόρευμα Γ = ψ Εμπόρευμα Δ = κ.λπ

Η μορφή αυτή χαρακτηρίζεται από δύο «ελλείψεις», α) ότι ως σύνολο είναι ατέρμων και συνεπώς απροσδιόριστη, καθώς αποδίδει μια αυθαίρετη επιλογή της σειράς των εμπορευμάτων, όπου ένα εμπόρευμα μπορεί να ειδωθεί είτε ως μια σχετική αξιακή μορφή με πλήθος ισοδυνάμων, είτε ως ένα εκ του πλήθους των ισοδυνάμων ενός άλλου εμπορεύματος που κατέχει τη σχετική θέση στην αξιακή έκφραση και β) ότι μπορεί να ειδωθεί ως σύμφυρμα μιας ατέρμονης αλληλουχίας απλών αξιακών μορφών: «Πρώτον, η σχετική έκφραση της αξίας του εμπορεύματος δεν είναι ολοκληρωμένη, διότι ποτέ δεν τελειώνει η σειρά των εκφράσεων της αξίας του (...) Δεύτερο αποτελεί ένα παρδαλό μωσαϊκό από σκόρπιες και διαφορετικές εκφράσεις αξίας» (78).

Η δεύτερη μορφή στη σειρά αυτή ανάπτυξης είναι η γενική μορφή της αξίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός και μόνο ισοδυνάμου (π.χ. του λινού υφάσματος) στο οποίο εκφράζουν την αξία τους όλα τα άλλα εμπορεύματα, τα οποία έτσι βρίσκονται πάντα στη σχετικήαξιακή θέση. Το ύφασμα αποτελεί πλέον την γενική σχετική αξιακή μορφή (Μαρξ 1991, 64). Κάθε άλλο εμπόρευμα αποκλείεται τώρα από τη θέση του ισοδυνάμου, την οποία κατέχει μόνο το γενικό ισοδύναμο, το ύφασμα. Εφόσον τώρα για όλα τα εμπορεύματα πλην του υφάσματος εκδηλώνεται μία «κοινή μορφή εμφάνισης της αξίας, (...) η σ' αυτό [το ύφασμα] υλοποιηθείσα ιδιαίτερη εργασία ισχύει τώρα (...) ως γενική μορφή πραγμάτωσης της ανθρώπινης εργασίας, ως γενική εργασία» (Μαρξ 1991, 65), άρα ως μορφή εμφάνισης της αφηρημένης εργασίας. Μέσω της έκφρασης της αξίας κάθε εμπορεύματος σε ποσότητες υφάσματος, «διαφέρουν λοιπόν όλα τα εμπορεύματα ως ανταλλακτικές αξίεςαπό τις ίδιες τις αξίες χρήσης των και ταυτοχρόνως αναφέρονται το ένα στο άλλο ως αξιακάμεγέθη, θέτουν εαυτόν ποιοτικώς ομοειδή και συγκρίνονται μεταξύ των ποσοτικώς» (Μαρξ 1991, 64).

Τα εμπορεύματα δεν είναι τώρα άμεσα ανταλλάξιμα μεταξύ τους, αλλά μόνο μέσω του γενικού ισοδυνάμου (του υφάσματος). Η κοινωνική τους «ουσία» (ότι όλα αποτελούν προϊόν καπιταλιστικώς δαπανηθείσας εργασίας) δεν εκφράζεται άμεσα, αλλά διαμεσολαβείταιαπό το γενικό ισοδύναμο: «Δεν κατέχουν λοιπόν τα εμπορεύματα τη μορφή άμεσης αμοιβαίας ανταλλαξιμότητας, ή η κοινωνικά έγκυρη μορφή τους είναι μια [μορφή] διαμεσολαβημένη. Αντιστρόφως: Δια της αναφοράς όλων των άλλων εμπορευμάτων στο λινό ύφασμα ως τη μορφή εμφάνισης της αξίας, η φυσική μορφή του λινού υφάσματος γίνεται η μορφή άμεσης ανταλλαξιμότητας αυτών των εμπορευμάτων με όλα τα εμπορεύματα, ως εκ τούτου άμεσαη γενική κοινωνικήμορφή τους» (Μαρξ 1991, 68). «Όλα τα είδη ιδιωτικών εργασιών λαμβάνουν τον κοινωνικόχαρακτήρα τους μόνον αντιθετικά, εξομοιούμενα όλα με ένα αποκλειστικό είδος ιδιωτικής εργασίας, εδώ: της λινοφαντικής. Δι' αυτού η τελευταία γίνεται άμεση και γενική μορφή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας» (Μαρξ 1991, 71).

Η μορφή του γενικού ισοδυνάμου οδηγεί άμεσα στη χρηματική μορφή, όταν ένα «εμπόρευμα» αποκτήσει τελεσίδικα στην αγορά το ρόλο του γενικού ισοδυνάμου. Τότε το «εμπόρευμα» αυτό (π.χ. ο χρυσός) γίνεται χρήμα, και η μορφή του γενικού ισοδυνάμου αποτελεί χρηματική μορφή. Εντούτοις δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξ διακρίνει τη μορφή του γενικού ισοδυνάμου από τη χρηματική μορφή, όπως θα δούμε στα επόμενα, όταν αναφερθούμε εκτενέστερα στη Μαρξική θεωρία του χρήματος. Με άλλα λόγια, θα δούμε ότι σκόπιμα επέλεξε ως αρχικό παράδειγμα ένα τυχαίο εμπόρευμα (το λινό ύφασμα) και όχι τον χρυσό (που αποτελεί το ιστορικό «σώμα» του χρήματος) όταν εισήγαγε την έννοια του γενικού ισοδυνάμου, διότι η Μαρξική θεωρία, αντίθετα από την Κλασική, αντιλαμβάνεται ότι το χρήμα στον καπιταλισμό δεν περιορίζεται στις ιδιότητες ενός εμπορεύματος.

Η σχέση λοιπόν της γενικής ανταλλαξιμότητας των εμπορευμάτων εκφράζεται (πραγματοποιείται) μόνο διαμεσολαβημένα, δηλαδή μέσω του χρήματος, που λειτουργεί ως το γενικό ισοδύναμο στη διαδικασία ανταλλαγής, και στο οποίο όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους. Η Μαρξική θεώρηση δεν αναπαράγει λοιπόν το μοντέλο του αντιπραγματισμού (της ανταλλαγής εμπορεύματος με εμπόρευμα), καθότι θεωρεί ότι η ανταλλαγή αναγκαστικά διαμεσολαβείται από το χρήμα. Πρόκειται για μια χρηματική θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας (μια χρηματική θεωρία της αξίας), καθώς το χρήμα ερμηνεύεται ως αναγκαίο-ενδογενές στοιχείο των οικονομικών σχέσεων.

Έχοντας αποκτήσει την αποκλειστική λειτουργία της έκφρασης και μέτρησης των τιμών (των στρεβλών μορφών εμφάνισης των αξιών), το χρήμα δεν έχει το ίδιο τιμή (ακόμα και αν πρόκειται για ένα εμπόρευμα, που έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία για να παίξει το ρόλο του χρήματος: χρυσός). Με τα λόγια του Μαρξ: «Το χρήμα αντιθέτως δενέχει τιμή. Το χρήμα για να συμμετείχε σ' αυτήν την ενιαία σχετική αξιακή μορφή των άλλων εμπορευμάτων, θα έπρεπε να τεθεί σε αναφορά προς τον ίδιο τον εαυτό του ως το ίδιο το δικό του ισοδύναμο» (Μαρξ 1991, 97). Αποτελεί την «μορφή εμφάνισης [της] αξίας ή υλικότητα αφηρημένης και ως εκ τούτου όμοιαςανθρώπινης εργασίας» (Μαρξ 1991, 91).

8. Συμπεράσματα

Ας συνοψίσουμε: Σε αντιδιαστολή με τη Ρικαρδιανή θεωρία της αξίας, αλλά και τη Νεοκλασική θεωρία, η Μαρξική θεωρία της αξίας αποτελεί χρηματική θεωρία. Στο Μαρξικό σύστημα, η αξία ενός εμπορεύματος δεν εκφράζεται αφ' εαυτής, αλλά μέσω των στρεβλών μορφών εμφάνισής της (των τιμών). Επιπλέον, δεν μπορεί να προσδιοριστεί μεμονωμένα, αλλά αποκλειστικά σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα, στη διαδικασία ανταλλαγής. Αυτή η ανταλλακτική αξιακή σχέση υλοποιείται από το χρήμα. Στο Μαρξικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη «υλική συμπύκνωση» της (αφηρημένης) εργασίας, κανένα άλλο μέτρο (ή μορφή εμφάνισης) της αξίας: «Η αξία, που εμφανίζεται σαν αφαίρεση, είναι δυνατή σαν τέτοια αφαίρεση μόνο από τη στιγμή που έχει τοποθετηθεί το χρήμα» (Grundrisse Β΄, Μαρξ 1990, 596). Ως το ουσιώδες χαρακτηριστικό της «οικονομίας της αγοράς» (του καπιταλισμού) θεωρείται επομένως όχι απλώς η ανταλλαγή εμπορευμάτων (όπως υποστήριζαν οι προηγούμενες θεωρίες), αλλά και η χρηματική κυκλοφορία και το χρήμα. [25]

Η Μαρξική θεωρία της αξίας αναφέρεται ταυτόχρονα στην έννοια της αφηρημένης εργασίας (ως του αιτιακού προσδιορισμού ή της «ουσίας» της αξίας) και του χρήματος (ως της αναγκαίας μορφής εμφάνισής της). Η αξία περιγράφεται ως ουσία, μέγεθος και μορφή: είναι έκφραση μιας ιστορικά ιδιαίτερης κοινωνικής-οικονομικής σχέσης και συμπυκνώνει την ειδική κοινωνική ομογενοποίηση της εργασίας στον καπιταλισμό, η οποία φανερώνεται στη γενική, διαμεσολαβούμενη δια του χρήματος, ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων στην αγορά: «Το αποφασιστικά σημαντικό ήταν να αποκαλυφθεί η εσωτερική αναγκαία συνάρτηση μεταξύ μορφής της αξίας, ουσίας της αξίας και μεγέθους της αξίας, δηλαδή, ιδεατά εκφρασμένο, να αποδειχθεί, ότι η μορφή της αξίας εκπηγάζει από την έννοια της αξίας» (Μαρξ 1991, 73. Βλ. και Rubin 1972, ιδίως 107-23 και Rubin 1991, ιδίως 485-532).

Από ποσοτική σκοπιά, η αξία ενός εμπορεύματος θα ήταν η ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας (δηλαδή της αφηρημένηςεργασίας με τα κοινωνικώς μέσα χαρακτηριστικά παραγωγικότητας και έντασης), η οποία δαπανάται για την παραγωγή του. Εντούτοις, η δαπάνη κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά (να μετρηθεί), και η αξία «μετράται» μόνο στο επίπεδο των στρεβλών μορφών εμφάνισης, ως χρηματική τιμή (μετράται δηλαδή σε χρηματικές μονάδες). Ο Μαρξ υπέθεσε εντούτοις, απλουστευτικά, στον πρώτο και το δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις αξίες τους, δηλαδή ότι μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος (αφηρημένης) εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους. Στο τμήμα αυτό της ανάλυσής του τον απασχολούσε κυρίως η μελέτη των αιτιακών προσδιορισμών της καπιταλιστικής οικονομίας, και ειδικότερα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ως κινητήριας της παραγωγής και της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και των αποτελεσμάτων που έχει η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (που «στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή» --Αποτελέσματα. .., Μαρξ 1983, 126) στην παραγωγή και τη διανομή του προϊόντος. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου εγκατέλειψε αυτή την υπόθεση, καθώς εστίασε την ανάλυσή του στις μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Εδώ εισήγαγε την έννοια των τιμών παραγωγής, ως των μορφών εμφάνισης της αξίας που εξασφαλίζουν την εξίσωση του ποσοστού κέρδους όλων των ατομικών κεφαλαίων, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους, μέσω του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ η τιμή παραγωγής αποτελεί αυτό που δεν μπορούσε να αποκληθεί «κέντρο βάρους» (ή σε κλασικό λεξιλόγιο «φυσική τιμή» [26] ) γύρω από το οποίο ταλαντεύονται οι αγοραίες τιμές. Αντίθετα οι Κλασικοί οικονομολόγοι ταύτιζαν τις «φυσικές τιμές» με τις αξίες των εμπορευμάτων, δηλαδή θεωρούσαν ότι τιμές και αξίες αποτελούν σύμμετρα μεγέθη (Βλ. Smith 2000, I.vi.15).

Το σημαντικότερο είναι πάντως ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η εμπορευματική ανταλλαγή προϋποθέτειτις (θετικές) τιμές των εμπορευμάτων που συμμετέχουν σ' αυτήν. Με άλλα λόγια, οι τιμές δενπροσδιορίζονται μετά την κατάστρωση ενός μη-χρηματικού συστήματος ισορροπίας αντιπραγματισμού μεταξύ «τομέων παραγωγής», όπως συμβαίνει π.χ. με τα Σραφφαϊανά «γραμμικά συστήματα παραγωγής» (βλ. στα επόμενα). Για τον Μαρξ οι σχέσεις αντιπραγματισμού αποκλείονται, καθώς οι ανταλλαγές προϋποθέτουν πάντα τη διαμεσολάβηση του χρήματος, δηλαδή προκύπτουν από διαδοχικές επιμέρους εγχρήματες συναλλαγές (ανταλλαγή κάθε εμπορεύματος με χρήμα), το οποίο σημαίνει ότι τα εμπορεύματα είναι εξ ορισμού προϊόντα που φέρουν μία συγκεκριμένη τιμή. Οι τιμές προσδιορίζονται κατά τη διαδικασία εμπορευματικήςπαραγωγής, δηλαδή στο πλαίσιο μιας ιστορικά ιδιαίτερης διαδικασίας (καπιταλιστικής) παραγωγής-για-την-ανταλλαγή, μια διαδικασία που ενοποιεί την άμεση παραγωγή (με τη στενή έννοια) με την κυκλοφορία. Με την έννοια αυτή, όπως σημειώνει ο Rubin (1978, 123), «η ανταλλαγή είναι η μορφή της συνολικής διαδικασίας παραγωγής, ή η μορφή της κοινωνικής εργασίας».

Η κατανόηση της αξιακής θεωρίας του Μαρξ απαιτεί, λοιπόν, να εστιάσουμε την προσοχή μας στην ανάλυση της αξιακής και χρηματικής μορφής, και όχι στα χωρία εκείνα του Μαρξικού έργου στα οποία, για λόγους ευκολίας, ο ίδιος ο Μαρξ υιοθετεί μια ανάλογη της Ρικαρδιανής, απλουστευτική προσέγγιση της αξίας [27] (που καθιστά εύληπτη την ποσοτική διάσταση των αναπτύξεών του). Θα διαπιστώσουμε έτσι, στα κεφάλαια που ακολουθούν, (α) ότι η Μαρξική θεωρία της αξίας αποτελεί το έδαφος για την ανασκευή της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος (και όχι για την απλή αντιστροφή του βέλους αιτιότητας ποσότητας κυκλοφορούντος χρήματος – τιμών), και (β) ότι επιτρέπει την κατανόηση των σύγχρονων μορφών (πιστωτικού) χρήματος, αντίθετα με την Κλασική αντίληψη του χρήματος ως (παραγόμενου) εμπορεύματος, αντίληψη την οποία μόνο «προπαιδευτικά» υιοθετεί ο Μαρξ στο 1ο Μέρος του 1ου τόμου του Κεφαλαίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Κατάταξη σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο)

Α. Ελληνική

Δημούλης, Δ. (1998), «Ο Γκράμσι του Αλτουσέρ: προσεγγίσεις και αποστάσεις»,

Θέσεις τ. 64, 91 επ.

Δημούλης Δ., Μηλιός Γ. (1999), «Θεωρία της αξίας, ιδεολογία και "φετιχισμός"», Θέσεις, τ. 67:

21-74.

Μαρξ, Κ. (1978-α), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος πρώτος.

Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1978-β), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος τρίτος.

Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1979), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος δεύτερος.

Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1983), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. [VI ανέκδοτο

κεφάλαιο]. Αθήνα: Α/συνέχεια.

Μαρξ, Κ. (1985), Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1989), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Α΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης

Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ. (1990), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Β΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης

Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ. (1991), Εμπόρευμα και χρήμα. Το πρώτο βιβλίο από την πρώτη έκδοση

(1867) του «Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» με το παράρτημα Ι.1: Η αξιακή μορφή.Μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια Γιώργος Σταμάτης. Αθήνα: Κριτική.

Μαρξ, Κ. (1992), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Γ΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης

Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ., (1993), Μαργκινάλιαστο «Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph

Wagner, Αθήνα: Κριτική.

Μηλιός, Γ. (1997), Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση. Αθήνα: Ελληνικά

Γράμματα.

Μηλιός, Γ. & Γ. Οικονομάκης (1999), «Σημειώσεις για τη Μαρξική Οικονομική

Θεωρία», Θέσειςτ. 68 (Ιούλιος - Σεπτέμβριος), 121-150.

Παρέτο, Β. (1921), «Εισαγωγή εις το Κεφάλαιοντου Κ Μαρξ», σε:

Παύλου Λαφάργκ, Κ Μαρξ: Το Κεφάλαιον. Περίληψις, εν Αθήναις: εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης».

Ricardo, D. (1992), Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Αθήνα:

Γκοβόστης.

Ρικάρντο Ν., Κ. Μαρξ (1994), Αξία και υπεραξία, Αθήνα: Κριτική.

Rubin I. I. (1991), Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα: Κριτική.

Smith, A. (2000), Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών. Βιβλία Ι &

ΙΙ, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Heinrich, M. (1995), «Ο Χέγκελ, τα "Grundrisse" και το "Κεφάλαιο". Συγκρότηση,

αντικείμενο και μέθοδος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», Θέσειςτ. 51:

71-91.

Β. Ξενόγλωσση

Altvater, E., R. Hecher, M. Heinrich, P. Schaper-Rinkel (1999), Kapital.doc. Das Kapital (Bd. I) von

Marx in Schaubildern mit Kommentaren, Muenster: Westfaelisches Damfboot.

Bailey, S. (1825), A Critical Dissertation on the Nature, Measures, and Causes of

Value, London.

Gramsci, A. (1977), Quadernidel carcere, Torino: Einaudi.

Heinrich, M. (1991), Die Wissenschaft vom Wert, Berlin: VSA.

Heinrich, M. (1996), «Geschichtsphilosophie bei Marx», Beitrδgezur Marx-Engels-

Forschung. Neue Folge1996, 62 επ.

Heinrich, M. (1999), Die Wissenschaft vom Wert, Ueberbearbeitete und erweiterte

Neuauflage, Berlin: Westfaelisches Dampfboot.

Howard, M.C. & J. E. King (1985),The Political Economy of Marx, New York: New

York Univ. Press.

Marx, K. (1969), Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses. Das Kapital. I.

Buch. Der Produktionsprozess des Kapitals. VI. Kapitel, Frankfurt/M.: Verlag

Neue Kritik.

Marx, K. (1974), Grundrisse der Kritik der Politischen Φkonomie. Berlin: Dietz

Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe [MEGA], (1980). II, «Das Kapital» und Vorarbeiten. 2,

Manuskripte und Schriften 1858/1861. Berlin: Dietz Verlag.

Marx-Engels-Werke, (MEW), διάφοροι τόμοι, (1969-1977), Berlin: Dietz Verlag.

Meikle S. (1995), Aristotle's Economic Thought, Oxford: Clarendon Press. (Ελλ.

μτφρ. Η οικονομική σκέψη του Αριστοτέλη(2000), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Pareto, V. (1971), Manual of Political Economy, London: A. Schwier & A. Page.

Ricardo, D. (1810), On the High Price of Bullion, http:/socserv2.socsci.mcmaster.ca/

~econ/ugcm/3113/index.html

Robinson, J. (1964), Economic Philosophy, London: Penguin.

Robinson J. (1966), An Essay on Marxian Economics, London: Macmillan.

Roll, E. (1989), A History of Economic Thought, London: faber & faber.

Rosdolsky, R. (1969), Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen ‘Kapital',

Frankfurt/M.: EVA.

Rosdolsky, R. (1977), The Making of Marx's Capital, trans. P. Burgess, London.

Rubin, I. I. (1972), Essays on Marx's Theory of Value. Detroit: Black and Red.

Samuelson, P., (1970), Economics, New York.

Schumpeter, J. (1952), Capitalism, Socialism and Democracy, London.

Schumpeter, J. (1954), Economic Doctrine and Method, trans. R. Aris, London.

Schumpeter, J. A. (1994), History of Economic Analysis, London: Routledge.


[1] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση του 11ου Κεφαλαίου του υπό έκδοση βιβλίου των συγγραφέων: Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).

[2] Υπάρχουν εντούτοις και Μαρξιστές που ρητά δηλώνουν ότι ο Μαρξ διατήρησε τη ρικαρδιανή οικονομική θεωρία και απλώς την συνέδεσε με τη διαλεκτική φιλοσοφία του Χέγκελ. Ο διαπρεπής ιταλός Μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι έγραφε χαρακτηριστικά: «Με μια ορισμένη έννοια μου φαίνεται ότι μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία της πράξης [εννοεί τον Μαρξισμό] ισούται με Χέγκελ + Δαβίδ Ρικάρντο (...). Να συνδεθεί ο Ρικάρντο με τον Χέγκελ και με τον Ροβεσπιέρο» (Gramsci 1977, 1247/8. Παρατίθεται στο Δημούλης 1998, 101).

[3] «Ο χρυσός και ο άργυρος, όπως τα άλλα εμπορεύματα, έχουν μια εσωτερική αξία, η οποία δεν είναι αυθαίρετη, αλλά εξαρτάται από τη σπανιότητα τους, την ποσότητα εργασίας που έχει δαπανηθεί κατά την παραγωγή τους, και την αξία του κεφαλαίου που απασχολείται στα ορυχεία τα οποία τα παράγουν» (Ricardo, On the High Price of Bullion, 2). «Ως χρηματική τιμή των αγαθών αντιλαμβάνομαι πάντα την ποσότητα του καθαρού χρυσού ή αργύρου έναντι της οποίας πωλούνται, ανεξάρτητα από την ονομαστική αξία του νομίσματος» (Smith 2000, I.v.42). Στην αντίληψη αυτή θεμελιώνεται και η Κλασική άποψη για την «ουδετερότητα του χρήματος» ως μέσου που απλώς διευκολύνει την ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα: «Το χρήμα από χρυσό και άργυρο που κυκλοφορεί σε κάθε χώρα θα μπορούσε κυριολεκτικά να συγκριθεί με ένα αμαξιτό δρόμο, ο οποίος ενώ επιτρέπει την κυκλοφορία και μεταφορά στην αγορά της χλόης και των σιτηρών της υπαίθρου, δεν παράγει ούτε μια φούχτα χλόης ή σιτηρών» (Smith 2000, II.ii.86). Ως το ουσιώδες χαρακτηριστικό της «οικονομίας της αγοράς» θεωρείται επομένως η ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα (στο πρότυπου της μη εγχρήματης ανταλλαγής, του αντιπραγματισμού) και όχι η χρηματική κυκλοφορία. Βλ. και παρακάτω.

[4] «Η αξία του εμπορεύματος ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, με το οποίο θα ανταλλαγεί αυτό το εμπόρευμα, εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα της εργασίας η οποία είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται για αυτήν την εργασία» (Ρικάρντο, σε Ρικάρντο/Μαρξ 1989, 99).

[5] «Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει είτε μέσω της καλλιέργειάς της, είτε μέσω της συλλογής των καρπών της. Η πρόσοδός του αποτελεί την πρώτη παρακράτησηαπό το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη (...) Το κέρδος αποτελεί μια δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη» (Smith 2000, I.viii.6 & 7, οι υπογρ. δικές μας).

[6] Αυτό προκύπτει άλλωστε από την Κλασική θέσηότι η αξία του μισθού («της εργασίας») ισούται με την αξία των αναγκαίων μέσων διαβίωσης του εργάτη. Το μέγεθος αυτό είναι επομένως κάτι εντελώς διαφορετικό από την ποσότητα εργασίας που δαπάνησε ο εργάτης και δεν ρυθμίζεται ούτε από την ένταση ούτε από την παραγωγικότητα της εργασίας του.

[7] Το βιβλίο του S. Meikle (1995), Aristotle's Economic Thought, πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός του 2000 στα ελληνικά, σε μετάφραση Άκη Γαβριηλίδη, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Εδώ χρησιμοποιούμε αυτή τη μετάφραση, με παραπομπή, όμως, στην αντίστοιχη σελίδα της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης, εφόσον μέχρι την ολοκλήρωση της συγγραφής του παρόντος βιβλίου δεν ήταν δυνατή η ακριβής αναφορά στην ελληνική έκδοση.

[8] S. Bailey (1825), 4-5. Η άποψη αυτή συχνά θεωρείται ως μετα-μαρξική σύλληψη, άρα ως κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να έχει υπόψη του ο Μαρξ. Στην πραγματικότητα ο Μαρξ εξετάζει αυτή την άποψη στις Θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3ο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985, 143-194.

[9] J. Schumpeter (1952), 23, σημ. 2.

[10] J. Robinson (1964), 29.

[11] V. Pareto (1971), 177.

[12] Να μην ξεχνάμε ότι ο Σμιθ σπανίως όριζε, στην εκδοχή αυτή της «αγοραζόμενης εργασίας», την αξία ενός εμπορεύματος ως απλώς «την ποσότητα εργασίας» που αυτό μπορεί να αγοράσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις συμπλήρωνε τη διατύπωση αυτή με τη φράση «ή την ποσότητα προϊόντων εργασίας». Π.χ. (Smith 2000, I.v.3): «Ο πλούτος, όπως λέει ο κ. Hobbes, είναι εξουσία. (...) Η εξουσία που του αποφέρει άμεσα και ευθέως αυτή η κατοχή είναι η εξουσία του αγοράζειν: ο συγκεκριμένος έλεγχος που μπορεί να αποκτήσει εφ' όλης της εργασίας ή όλου του προϊόντος της εργασίαςπου βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην αγορά. Η περιουσία του είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάλογα με την έκταση αυτής της εξουσίας, ή με την ποσότητα είτε της εργασίας των άλλων ανθρώπων, είτε (που είναι τελικά το ίδιο πράγμα) του προϊόντος της εργασίας των άλλων ανθρώπων, το οποίο η εξουσία αυτή του επιτρέπει να αγοράσει ή να ελέγξει. Η ανταλλάξιμη αξία κάθε πράγματος πρέπει πάντα να είναι ακριβώς ίση με την έκταση αυτής της εξουσίας που αποφέρει στον ιδιοκτήτη της» (οι υπογρ. δικές μας).

[13] Στο παρόν κεφάλαιο, οι αναφορές με απλή ένδειξη σελίδας αναφέρονται στο Μαρξ 1978-α (Το Κεφάλαιο, Τόμος 1ος) .

[14] «Ότι όμως, παρά τη δική του στενοκεφαλιά, [ο S. Bailey] έθιξε τρωτά σημεία της θεωρίας του Ρικάρντο, το αποδείχνει η νευρικότητα με την οποία του επιτέθηκε η σχολή του Ρικάρντο» (77).

[15] «Η ειδική οικονομική μορφή, με την οποία αντλείται απλήρωτη εργασία από τους άμεσους παραγωγούς καθορίζει τη σχέση κυριαρχίας και υποδούλωσης, όπως αναφύεται άμεσα από την ίδια την παραγωγή και που με τη σειρά της αντεπιδράει καθοριστικά πάνω της (...) Στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς (...) βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης» (Το Κεφάλαιο, τόμος 3ος , 1978-β, 972). Επίσης, σχετικά το ότι ο πλούτος αποτελεί σε όλα τα κοινωνικά καθεστώτα προϊόν εργασίας, ο Μαρξ σημειώνει: «Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο, ότι ο μεσαίωνας δεν μπορούσε να ζει από τον καθολικισμό και ο αρχαίος κόσμος από την πολιτική. Απεναντίας ο τρόπος που κέρδιζαν τα μέσα για τη ζωή τους εξηγεί γιατί τον κύριο ρόλο τον έπαιζε στην αρχαιότητα η πολιτική και στο μεσαίωνα ο καθολικισμός.» (Μαρξ 1978-α, 96).

[16] «Στην αρχαία ινδική κοινότητα η εργασία είναι κοινωνικά καταμερισμένη, χωρίς τα προϊόντα να γίνονται εμπορεύματα» (Μαρξ 1991, 44).

[17] «Η έννοια της αξίας ανήκει ολότελα στην πιο σύγχρονη οικονομία, διότι είναι η πιο αφηρημένη έκφραση του ίδιου του κεφαλαίου και της παραγωγής που βασίζεται σ' αυτό. Στην έννοια της αξίας προδίνεται το μυστικό του κεφαλαίου» (Μαρξ 1990, 596. Βλ. και στα επόμενα).

[18] «Η αξιακή μορφή του προϊόντος εργασίαςείναι η πλέον αφηρημένη, αλλά και η πλέον γενική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία δι' αυτών των ιδιοτήτων της χαρακτηρίζεται ως ένα ιδιαίτερο είδος κοινωνικού τρόπου παραγωγής κι έτσι χαρακτηρίζεται και ιστορικά» (Μαρξ 1991, 73).

[19] «Εδώ δεν έχουμε πάντως να κάνουμε με την ιστορική μετάβαση της κυκλοφορίας στο κεφάλαιο. Η απλή κυκλοφορία είναι πολύ περισσότερο μια αφηρημένη σφαίρα της αστικής συνολικής διαδικασίας παραγωγής, η οποία προκύπτει μέσω των ιδιαίτερών της προσδιορισμών ως ροπή, ως απλή μορφή εμφάνισης μιας πίσω από αυτήν ευρισκόμενης, εξίσου από αυτήν προκύπτουσας και αυτήν παράγουσας βαθύτερης διαδικασίας –το βιομηχανικό κεφάλαιο» (MEGA 1980 II.2, 68-9).

[20] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Rosdolsky, ο οποίος στο έργο του Για την ιστορία της γένεσης του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, το οποίο επηρέασε σημαντικά τις μαρξιστικές αναλύσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστηρίζει ότι η έκπτωση από τη «τέχνη» του προκαπιταλιστικού μάστορα οδηγεί τη συγκεκριμένη εργασία στο να αποτελέσει «αφηρημένη εργασία». Γράφει: «Ο Μαρξ αποδέχθηκε τη θέση του Ρικάρντο, την οποία επιβεβαιώνουν και οι διαδικασίες της αγοράς, ότι λαμβάνει χώρα μια αναγωγή της εξειδικευμένης εργασίας σε ανειδίκευτη» (Rosdolsky 1969, 609. Βλ. επίσης την αγγλική μετάφραση, Rosdolsky 1977, 510 επ.).

[21] «Όλες οι εργασίες εκφράζονται σαν ίδια ανθρώπινη εργασία και επομένως σαν ισάξιες» (74). Αντίθετα οι Κλασική Πολιτική Οικονομία ουδέποτε αντιλήφθηκε την έννοια της αφηρημένης εργασίας. Ικανοποιούνταν, όπως φαίνεται, από την εμπειριστική διαπίστωση ότι για να υπάρχει ανταλλαγή υπάρχει συμμετρία και από την πεποίθηση ότι η εργασία (καίτοι κατά περίπτωση διαφορετικής χρήσιμης «ποιότητας») δημιουργεί αυτή τη συμμετρία. Όπως παρατηρεί ο Meikle: «Ο Ρικάρντο, λόγου χάρη, στην αρχή του κεφαλαίου 1, ενότητα 1 των Αρχών, δείχνει σαν να πρόκειται να αναγνωρίσει το πρόβλημα της ασυμμετρίας των εργασιών: "Όταν όμως λέω ότι η εργασία είναι το θεμέλιο κάθε αξίας και ότι η σχετική ποσότητα εργασίας καθορίζει σχεδόν αποκλειστικά τη σχετική αξία των εμπορευμάτων, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι παραμελώ τις διάφορες ποιότητες εργασίας και τη δυσκολία τού να συγκρίνουμε μιας ώρας ή μιας ημέρας εργασία σε μία απασχόληση με την ίδια διάρκεια εργασίας σε μία άλλη". Ο Ρικάρντο φαίνεται έτοιμος να θίξει θέματα ποιότητας, πρόθεσης και σκοπού, τα οποία θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν να εξετάσει το πρόβλημα της συμμετρίας. Αλλά στην επόμενη πρόταση αλλάζει κατεύθυνση: "Η εκτίμηση η οποία επιφυλάσσεται στις διάφορες ποιότητες εργασίας, σύντομα προσαρμόζεται στην αγορά με επαρκή ακρίβεια για πρακτικούς σκοπούς και, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από τη συγκριτική δεξιότητα του εργαζόμενου και την ένταση της εργασίας που κατέβαλε". Τα ζητήματα της ποιότητας, του σκοπού και της συμμετρίας, αν υποθέσουμε ότι τα είχε προ οφθαλμών αρχικά, πράγμα που είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολο, τα αποδιώχνει στη δεύτερη πρότασή του για να εξετάσει την αγοραία εκτίμηση για τις ποιότητες, όχι τις ποιότητες τις ίδιες. Εν πάση περιπτώσει, οι ποιότητες που έχει κατά νου δεν είναι εκείνες δια των οποίων οι δραστηριότητες ταυτοποιούνται και διαφοροποιούνται, αλλά μόνο η δεξιότητα και η ένταση της εργασίας, οι οποίες έχουν περισσότερο ποσοτική φύση και, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, χαρακτηρίζουν οποιαδήποτε εκτέλεση οποιασδήποτε δραστηριότητας» (Meikle 1995, 188). Για το ίδιο ζήτημα ο Σμιθ έγραφε: «Δεν είναι όμως εύκολο να ορίσουμε κάποιο ακριβές μέτρο είτε της δυσκολίας είτε της ευστροφίας. Στην πραγματικότητα, κατά την ανταλλαγή διαφορετικών προϊόντων που προέρχονται από διαφορετικά είδη εργασίας, συνήθως γίνεται και για τα δύο μια αξιολόγηση. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή γίνεται όχι μέσω κάποιου ακριβούς μέτρου, αλλά μέσω της διαπραγμάτευσης και της συνδιαλλαγής της αγοράς, σύμφωνα με εκείνο το είδος χονδρικής ισότητας που παρ' όλον ότι δεν είναι ακριβές, είναι αρκετό για τη διεκπεραίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων». (Smith 2000, I.v.4).

[22] «Ο πληθυσμός είναι μια αφαίρεση, αν παραλείψω, για παράδειγμα, τις τάξεις που τον αποτελούν. Αυτές οι τάξεις είναι πάλι λόγος κενός αν δεν γνωρίζω τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται. Π.χ. μισθωτή εργασία, κεφάλαιο κ.λπ. (...). Αν λοιπόν άρχιζα με τον πληθυσμό, αυτό θα ήταν μια χαοτική παράσταση του όλου, και ο ακριβέστερος προσδιορισμός θα με οδηγούσε αναλυτικά (...) σε ολοένα πιο ισχνές αφαιρέσεις, μέχρι να φτάσω στους απλούστατους προσδιορισμούς. Από κει θάπρεπε τώρα να ξαναρχίσω το ταξίδι αντίστροφα, ώσπου να φτάσω επιτέλους πάλι στον πληθυσμό, αυτή τη φορά όμως όχι σαν χαοτική παράσταση του όλου, αλλά σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων. Ο πρώτος δρόμος είναι αυτός που η πολιτική οικονομία ακολούθησε ιστορικά στη γένεσή της (...). Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συνόψιση πολλών προσδιορισμών, άρα ενότητα του πολλαπλού. Γι' αυτό στη σκέψη εμφανίζεται σαν διαδικασία συνόψισης, σαν αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία. Παρόλο που αποτελεί την πραγματική αφετηρία, άρα και την αφετηρία της αντίληψης και της παράστασης» (Mαρξ 1989-α, 66-67).

[23] Αυτό σημαίνει ότι ενώ στο εμπειριστικό (εμπνεόμενο από τον Hume) Κλασικό σύστημα οι «κανονικές τιμές» είναι οι αξίες, στο Μαρξικό σύστημα οι «κανονικές τιμές» δεν μπορεί να είναι οι αξίες. Πραγματικά, όπως θα δούμε στα επόμενα, στο Μαρξικό σύστημα οι «κανονικές τιμές» είναι οι τιμές παραγωγής.

[24] «Όταν όμως άρχισε να λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά ο καταμερισμός της εργασίας, αυτή η δυνατότητα ανταλλαγής αντιμετώπιζε στην πράξη σημαντικά εμπόδια και δυσχέρειες. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος κατέχει μεγαλύτερη ποσότητα από ένα εμπόρευμα απ' αυτή που έχει ο ίδιος ανάγκη, ενώ ένας άλλος κατέχει μια μικρότερη ποσότητα. Κατά συνέπεια, ο πρώτος θα ήταν ευτυχής να απαλλαγεί και ο δεύτερος να αγοράσει ένα μέρος αυτού του πλεονάσματος. Αν όμως ο δεύτερος δεν συνέβαινε να κατέχει τίποτα από αυτά που έχει ανάγκη ο πρώτος, δεν θα γινόταν μεταξύ τους καμιά ανταλλαγή. (...) Προκειμένου να αποφύγει τη δυσχέρεια τέτοιων καταστάσεων, κάθε φρόνιμος άνθρωπος σε κάθε περίοδο της κοινωνίας μετά τη καθιέρωση του καταμερισμού της εργασίας, θα πρέπει να προσπάθησε να διευθύνει τις υποθέσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαθέτει πάντα, πέραν του ιδιαίτερου προϊόντος της δραστηριότητάς του, μια ορισμένη ποσότητα κάποιου άλλου εμπορεύματος το οποίο θα θεωρούσε ότι λίγοι άνθρωποι θα αρνούνταν ως αντάλλαγμα του προϊόντος της δικής τους δραστηριότητας (...) Φαίνεται ωστόσο, ότι σε όλες τις χώρες, κάποιες ακαταμάχητες αιτίες οδήγησαν τους ανθρώπους στο να προτιμήσουν για το σκοπό αυτό, πέρα από κάθε άλλο εμπόρευμα τα μέταλλα. Τα μέταλλα όχι μόνο μπορούν να διατηρηθούν με τις μικρότερες απώλειες από οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, αφού πολύ δύσκολα μπορούμε να συναντήσουμε κάτι λιγότερο αλλοιώσιμο απ' αυτά, αλλά μπορούν επίσης να υποδιαιρεθούν σε οποιοδήποτε αριθμό κομματιών, όπως επίσης τα κομμάτια αυτά μπορούν να επανενωθούν με τη σύντηξη. Η ιδιότητα αυτή, (...) τα καθιστά κατάλληλα για να αποτελέσουν τα όργανα του εμπορίου και της κυκλοφορίας» (Smith 2000, I.iv.2&4).

[25] Αντίθετα με τη Μαρξική, μια μη χρηματική θεωρία της εργασιακής αξίας (αλά Ricardo), μπορεί να συμφιλιωθεί με τη νεοκλασική εκδοχή της τακτικής χρησιμότητας, όπως έδειξε ο Pareto σε μια κριτική προς αυτό του θεωρούσε ως Μαρξική θεωρία της αξίας, καθώς και αυτός νόμιζε ότι «ο Κ. Μαρξ ακολουθεί απλώς την θεωρίαν του Ρικάρντο» (Παρέτο 1921, κη΄). Έγραφε: «Αν υποθέσωμεν ότι ο καταναλωτής του ύδατος είναι υποδηματοποιός πληρώνων υποδήματα εις τους φορείς ύδατος, εκείνον το οποίον μας αποκαλύπτει το γεγονός της ανταλλαγής είναι η εκτίμησις της ισότητος, την οποίαν κάμνει ο υποδηματοποιός μεταξύ του κόπου του δαπανωμένου δια την κατασκευήν ενός ζεύγους υποδημάτων και του πόνου, τον οποίον δοκιμάζει στερούμενος ύδατος, το οποίον θα είχεν ως αντάλλαγμα. Και εκ μιας άλλης παρομοίας εκτιμήσεως ισότητος, την οποίαν κάμνουν οι φορείς ύδατος μεταξύ του κόπου, τον οποίον θα τοις έδιδεν η μεταφορά μιας νέας ποσότητος ύδατος και του πόνου, τον οποίον θα εδοκίμαζον στερούμενοι των υποδημάτων (...) Δια να πλησιάσωμεν εις την θεωρίαν του Κ. Μαρξ, ας παραδεχθώμεν, ότι οι κόποι ούτοι είναι ανάλογοι προς την απλήν εργασίαν δια την κατασκευήν των υποδημάτων ως και προς εκείνην της μεταφοράς του ύδατος. Τούτο όμως δεν αρκεί. Δέον να υποθέσωμεν εξ άλλου ότι ουδεμία περίπτωσις (...) εμποδίζει τους υποδηματοποιούς και τους φορείς του ύδατος ν' αλλάξουν επάγγελμα εις τρόπον ώστε να τοις είναι αδιάφορον, εάν θα προμηθευθούν το εμπόρευμα αμέσως ή δι' ανταλλαγής (...) Ούτω, αφού αμφότεροι οι κόποι υπολογίζονται υπό της απλής εργασίας, η οποία ενταύθα είναι σχετική, έπεται εκ τούτου ότι αι ποσότητες της απλής εργασίας αι περιεχόμεναι εις τα υποδήματα και το ύδωρ είναι ίσαι. Έχομεν δηλαδή προ ημών το θεώρημα του Κ. Μαρξ» (Παρέτο 1921, λδ΄, λε΄).

[26] «Η φυσική τιμή, επομένως, είναι κάτι σαν την κεντρική τιμή, προς την οποία έλκονται συνεχώς οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. Διάφορες περιστάσεις είναι δυνατόν να τις κρατήσουν μετέωρες πολύ πάνω από τη φυσική τιμή, και μερικές φορές να τις εξαναγκάσουν να κινηθούν κατά τι κάτω από αυτήν. Όποια όμως και αν είναι τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη σταθεροποίησή τους σ' αυτό το κέντρο ηρεμίας και συνέχειας, δεν παύουν να τείνουν συνεχώς προς αυτό» (Smith 2000, I.vii.15).

[27] Αναφέρεται δηλαδή στην αξία του εμπορεύματος σαν να ήταν ένα αφ εαυτό εμπειρικώς μετρήσιμο μέγεθος, π.χ. «ν ώρες εργασίας μέσης έντασης», «παραλείποντας» ότι η αξιοποιός εργασία είναι η αφηρημένη εργασία, (που αποτελεί εννοιακό προσδιορισμό της καπιταλιστικώς δαπανώμενης εργασίας και δεν εντάσσεται στα εμπειρικώς απτά μεγέθη), αλλά και ότι η αξία μπορεί να εκδηλωθεί μόνο ως μορφή, δηλαδή δια του γενικού ισοδυνάμου --ακριβέστερα δια του χρήματος-- μετρούμενη επομένως όχι σε ώρες εργασίας αλλά σε μονάδες του γενικού ισοδυνάμου --ακριβέστερα σε χρηματικές μονάδες.