ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ (ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ)
του Παναγιώτη Σωτήρη

Πρόλογος

Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει μια σειρά από προγραμματικές υποθέσεις για τη σημασία που εξακολουθεί να έχει για όσους αναφέρονται στον μαρξισμό η επιλογή μιας υλιστικής φιλοσοφικής τοποθέτησης. Προϋποθέτει δε τη σημασία της φιλοσοφικής παρέμβασης του Λουί Αλτουσέρ ως της κατεξοχήν απόπειρας στοχασμού της ειδικής θέσης της φιλοσοφίας μέσα στη μαρξιστική θεωρία.

1. Η αναπαραγωγή της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού

Ξεκινάμε από τη σημασία της αντίθεσης του υλισμού και του ιδεαλισμού, όπως προκύπτει μέσα από την διαλεκτική επιστήμης και ιδεολογίας σε ταξικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και τις συνέπειες που έχει για το ερώτημα μιας υλιστικής φιλοσοφικής πρακτικής.

Και επειδή οι σαφείς ορισμοί είναι αναγκαίοι σε ένα πεδίο όπως η φιλοσοφία, οφείλουμε να πούμε εξ αρχής ότι όταν αναφερόμαστε στον υλισμό, εννοούμε μια σειρά από κομβικές φιλοσοφικές θέσεις: αντικειμενικότητα του πραγματικού με την έννοια της ανεξαρτησίας του από το γνωρίζων υποκείμενο και από το ίδιο το γεγονός της γνώσης. Γνωσιμότητα του κόσμου, ως καταρχήν άρνηση οποιασδήποτε a priori τοποθέτησης για την μη γνωσιμότητά του. Σχετικότητα της γνώσης, με την έννοια ότι προϋποθέτει την τομή από την άγνοια και μέσα από τομές γίνεται πιο ακριβής και πλήρης [1] . Διακριτότητα του πραγματικού αντικειμένου από το γνωστικό αντικείμενο. Καθοριστικότητα της θεωρητικήςτομής, της συγκρότησης του γνωστικού αντικειμένου ως προϋπόθεση για την εννοιακή ανασύνθεση μιας υλικής διαδικασίας απέναντι σε σχήματα είτε άμεσης αντανάκλασης (ή θέασης) της ουσίας των πραγμάτων, αλλά και απέναντι στον προγραμματικό αυτοπεριορισμό της γνωστικής διαδικασίας στην κωδικοποίηση "φαινομένων". Ακολουθώντας τον Αλτουσέρ θεωρούμε τις εμμονές αυτές θέσειςπου επιβεβαιώνονται στην ορθότητά τους και όχι αλήθειες που μπορούν να επιρρωθούν. Ως τέτοιες μπορούν να αναπαράγονται είτε σε συγκροτημένες φιλοσοφικές τοποθετήσεις, είτε ως αυθόρμητες φιλοσοφικές αναπαραστάσεις [2] . Αντίστοιχα η άρνηση της ύπαρξης αυθύπαρκτων υλικών διαδικασιών, η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας του πραγματικού αντικειμένου από την όποια γνωρίζουσα (ατομική ή υπερβατική) συνείδηση αλλά και της δυνατότητας γνώσης του, η άρνηση της διάκρισης ανάμεσα σε πραγματικό και γνωστικό αντικείμενο, η υποτίμηση της δυνατότητας αλλά και της αναγκαιότητας επιστημολογικών τομών ορίζουν το πλέγμα των πολλαπλών παραλλλαγών των ιδεαλιστικών απόψεων στην ιστορία της φιλοσοφίας Αντίστοιχα θα πρέπει να πούμε ότι η τοποθέτησή μας προϋποθέτει την απόπειρα του Αλτουσέρ να ορίσει το ειδικό πεδίο του μηχανισμού του ιδεολογικού. Θεωρούμε δηλαδή την ιδεολογία ως ένα διακριτό πεδίο του κοινωνικού όλου, που περιλαμβάνει την φαντασιακή σχέση των φορέων των κοινωνικών σχέσεων με τις κοινωνικές σχέσεις, που έχει ως βασικό μηχανισμό και τόπο της δραστικότητάς της την συγκρότηση υποκειμένων, και που τέλος αρθρώνεται πάνω στις παραγωγικές σχέσεις εντός συνολικών διαδικασιών αναπαραγωγής τους, κάτι που σημαίνει ότι διαπερνάται από την ταξική πάλη και συγκροτούνται ανταγωνιστικά ταξικά ιδεολογικά υποσύνολα [3] .

1.1. Η στιγμή της επιστήμης

Όμως η διερεύνηση της αντίθεσης ανάμεσα σε υλισμό και ιδεαλισμό αναγκαστικά προϋποθέτει την εξέταση του ερωτήματος της επιστήμης, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει και συγκροτείται ως διακριτή κοινωνική πρακτική.

Κατά τη γνώμη μας η στιγμή της επιστήμης προκύπτει εντός του πεδίου της ιδεολογίας και των αντιφάσεών της, όχι όμως ως ιδεολογική παράσταση, αλλά ως ένα ειδικό μη γραμμικό αποτέλεσμα ρήξης. Η αυτοτέλεια της επιστήμης δεν είναι η καταστατική αυτοτέλεια μας διακριτής στιγμής του κοινωνικού όλου [4], αλλά ενός ειδικού αποτελέσματος καθόλου δεδομένου, μη προδιαγεγραμμένου και εγγενώς αστάθμητου, που τέμνεταικατά τάση από το ιδεολογικό.

Όμως οι προσδιορισμοί της δεν τελειώνουν εδώ. Το πεδίο των πρακτικών γνωστικής επανιδιοποίησης διαπερνά το σύνολο των στιγμών του κοινωνικού όλου. Από τη μια διαπλέκεται με την ιδεολογία, από την άλλη με τις παραγωγικές δυνάμεις (όπως καθορίζονται από τις παραγωγικές σχέσεις) και την πολιτική πρακτική. Σε κάθε τρόπο παραγωγής διαμορφώνονται περιθώρια γνώσης που καθορίζονται από τον τρόπο που οι παραγωγικές σχέσεις εγκαλούν τις παραγωγικές δυνάμεις και από τον ιδεολογικό συσχετισμό που διαμορφώνει η πάλη των τάξεων [5] . Η στιγμή της γνώσης, της σύνθετης και επικαθορισμένης σχέσης ανάμεσα στο αντικειμενικό πραγματικό και το αντικειμενικό στη σκέψη, δεν είναι η απόφαση της συνείδησης, αλλά μια αντικειμενική διαδικασία, κοινωνικά καθορισμένη, πρακτικής συναλλαγής με όψεις του πραγματικού κόσμου, που δεν τροφοδοτείται από τη βούληση της συνείδησης αλλά από ένα πλέγμα προβλημάτων, αναγκών, εμποδίων, όπου η γνώση είναι ένα πιθανό [6] αποτέλεσμα. Είναι ένα αθέλητοπαιδί. Η γνώση δεν είναι ποτέ -σε τελική ανάλυση- παιδί της συνείδησης των γνωριζόντων υποκειμένων αλλά μιας διαδικασίας χωρίς υποκείμενο, είναι η υλική διαδικασία μετασχηματισμού εννοιών που την παράγει και όχι η δημιουργικότητα μιας συνείδησης. Δεν υπάρχει κάποιος νοητικός προγραμματισμός: η σωστή απάντηση γίνεται αντιληπτή στο τέλος μιας υλικής διεργασίας (αντιτελεολογία της επιστημονικής πρακτικής). Άρα είναι μια διαδικασία που δρα πίσω από τις πλάτες των φορέων της.

Υποστηρίζουμε τέλος ότι η επιστήμη και η παραγωγή κατά τάση αντικειμενικών γνώσεων προϋποθέτουν και εγγράφουν στο εσωτερικό τους στοιχεία μιας υλιστικής τοποθέτησης. Ανεξάρτητα από την όποια προθετικότητα των φορέων της επιστήμης, την όποια "φιλοσοφική τους αυτοσυνείδηση" η ίδια η συγκρότηση μιας επιστήμης, το ίδιο το "κείμενό" της εγγράφει ως αντικειμενική τάση την εμμονή στην αντικειμενικότητα του πραγματικού, στην γνωσιμότητά του αλλά και στην ιστορικότητα της επιστημονικής γνώσης.

1.2 Ιδεολογία και ιδεαλισμός

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει κάτι στο μηχανισμό της ιδεολογίας που οδηγεί στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Είναι αυτό ο μηχανισμός συγκρότησης υποκειμένων και η αναγκαστική "συμφιλίωση αντιθέτων"; Θα μπορούσαμε στην έγκληση υποκειμένων σε σχήματα "ιδεολογικής" τελεολογίας που μπορούν να παραγνωρίζουν την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης και να συμφιλιώνουν αντιφάσεις να βρούμε τη μήτρα του φιλοσοφικού ιδεαλισμού;

Από την άλλη η λειτουργία της κυρίαρχης ιδεολογίας προϋποθέτει και την ύπαρξη κυριαρχούμενης ιδεολογίας. Είναι ο συσχετισμός μιας ταξικής αντίθεσης [7] . Υπάρχει επομένως το επιπλέον ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στις κυριαρχούμενες ιδεολογίες και τις όποιες εκδοχές φιλοσοφικού υλισμού.

Σε μια απόπειρα απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα θα μπορούσαμε πρώτα από όλα να πούμε ότι η δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης προκύπτει μέσα στο σύνθετο κουβάρι των αντιφάσεων του ιδεολογικού επιπέδου, ως ένα παράθυρο επιστημολογικής ευκαιρίας. Αυτό δε σημαίνει το δεδομένο χαρακτήρα της. Το άνοιγμα που συγκροτούν οι αντιφάσεις του ιδεολογικού επιπέδου (η πάλη των τάξεων) σε συνδυασμό με τις όποιες απαιτήσεις της διαλεκτικής παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί τη δυνατότητα αλλά όχι τη βεβαιότητα της επιστημονικής γνώσης. Αυτή έρχεται με ένα χαρακτήρα ρήξεων σε μια άνιση και επικαθορισμένη διαδικασία που οδηγεί μέσα από αντιφάσεις και παλινωδίες στη συγκρότηση του αντικειμένου της γνώσης.

Το επόμενο σημείο αφορά τη σχέση ανάμεσα στη μορφή υποκείμενο (και την παράλληλη μορφή Υποκείμενο [8] ) -την οποία αναπαράγει η ιδεολογική έγκληση- και το φιλοσοφικό ιδεαλισμό, για να αναδείξουμε την καθολικότητα της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού, και το πώς διαπερνάται από την ταξική πάλη. Άρα αναζητούμε τη δυνατότητα του ιδεαλισμού στα δομικά στοιχεία του ιδεολογικού: τον τρόπο που αποτελεί μια οιονεί συμφιλιωτική φαντασιακή σχέση με τις κοινωνικές αντιφάσεις, που περιλαμβάνει μια ειδική σε κάθε τρόπο παραγωγής μορφή υποκειμενικότητας.

Το κομβικό σημείο είναι ο τρόπος που το ιδεολογικό επίπεδο διαμορφώνει το ειδικό ιστορικό εγώ κάθε τρόπου παραγωγής και -προσπαθώντας να το συμφιλιώσει με τις αντιφάσεις που το περιβάλλουν- ενέχει μια κεντρικότητα του υποκειμένου (αλλά και του Υποκειμένου), που έχει ως φιλοσοφικό όριο μορφές είτε ρασιοναλιστικού ιδεαλισμού, είτε μεταφυσικής τελεολογίας, (που παράγουν ένα κέντρο με τη μορφή είτε του γνωρίζοντος υποκείμενου, είτε ενός ιδεατού μεταφυσικού Υποκειμένου, δίνοντας μια κατευθυντικότητα στην εξέλιξη της πραγματικότητας, ως να υπήρχε μια βούληση, ένα υποκείμενο που την κινεί). Άρα είναι εγγενώς ανταγωνιστικό με τον υλισμό, μια αντίληψη υλικών διαδικασιών, όπου απουσιάζει η έννοια του υποκειμένου της ιστορικής ή φυσικής εξέλιξης, αλλά και ενός προδιαγεγραμμένου από κάποιο ατομικό ή συλλογικό νου σχεδίου.

Αυτό προϋποθέτει τη σημασία της διαγραφής (ως αποτέλεσμα) της κεντρικότητας του υποκειμένου εντός του κειμένου της επιστήμης [9] . Με αυτό εννούμε ότι η συγκρότηση του εννοιολογικού πλαισίου μιας επιστήμης σημαίνει ότι μια υλική διαδικασία ανασυγκροτείται εννοιακά ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Γι' αυτό κάθε επιστημολογική τομή οξύνει τις καταστατικές αντιθέσεις του ιδεολογικού επιπέδου, δημιουργεί έναν κύκλο αντιφάσεων στο εσωτερικό των επιστημονικών τομών και γύρω από αυτές: αρχίζει ο κύκλος των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων μέσα από την εισβολή της υλικότητας διαδικασιών χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος και των διαρκών αναδράσεων του ιδεολογικού επιπέδου. Αυτό προϋποθέτει ότι υπάρχουν δομικές διαφορές ανάμεσα σε επιστημονική (διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος) και ιδεολογική οπτική γωνία.

Στην πιθανή αντίρρηση ότι ειδικά η αστική ιδεολογία -η ανάδυση της οποίας είναι παράλληλη με την ανάδυση του νεωτερικού επιστημονικού πνεύματος- τείνει να αποδέχεται την αντίληψη της φύσης ως μιας υλικής διαδικασίας χωρίς κάποιο μεταφυσικό υποκείμενο θα απαντούσαμε τα εξής: Ο τρόπος με τον οποίο η μορφή υποκείμενο επενεργεί σε διαφορετικούς ιδεολογικούς σχηματισμούς έχει σχέση με τις δομικές μορφές του άρα την ιστορία του τρόπου με τον οποίο αναδύεται η βασική εκμεταλλευτική μορφή που εγκαλεί και τις αντίστοιχες ιδεολογικές μορφές. Η καπιταλιστική δομική οικονομική μορφή (η απόσπαση υπεραξίας, το "αέναο" της συσσώρευσης και η απαίτηση επαναστικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων) όντως επάγει μια ριζική ρήξη στο κυρίαρχο κοσμοείδωλο (απέναντι στο κλειστό σύμπαν της φεουδαρχίας το ανοιχτό σύμπαν, ο ανοιχτός χώρος της καπιταλιστικής συσσώρευσης) που με τη σειρά της συνεπάγεται και την ρήξη με μορφές μεταφυσικής σκέψης, ρήξεις που επιτρέπουν και την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Από την άλλη όμως η ίδια η κεντρικότητα εντός της αστικής ιδεολογίας του νομικοπολιτικού υποκειμένουως βασικής ιδεολογικής μορφής συνεπάγεται μια σειρά από εκδοχές ιδεαλιστικών μορφών σε ό,τι αφορά την επιστημονική γνώση (όλο το φάσμα των παραλλαγών του ρασιοναλισμού και του εμπειρισμού). Άρα λοιπόν η ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν συνεπάγεται μια ανατροπή της εμφάνισης ιδεαλιστικών μορφών σε ότι αφορά την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών (την οποία με ένα τρόπο επάγει) αλλά τη μετατόπιση από μορφές οντολογικούιδεαλισμού (αποτελέσματα της θρησκευτικής ιδεολογίας που διαγράφουν ριζικά την δυνατότητα της επιστημονικής πρακτικής) σε μορφές γνωσιολογικούιδεαλισμού που προσπαθούν να επανενσωματώσουν το υλιστικό φορτίο των επιστημολογικών τομών έστω και αν ρητά τις αποδέχονται.

Άλλωστε έχουμε να κάνουμε με σύνθετες αντιφάσεις και όχι απόλυτες διαχωριστικές γραμμές. Η επιστήμη δε διαχωρίζεται ποτέ απόλυτα από την ιδεολογία, υπάρχουν ιδεολογικά ίχνη σε κάθε έκφανση του επιστημονικού λόγου, η επιστημολογική τομή είναι πάντα ανολοκλήρωτη. Προϋποθέτει την αντικειμενικότητα του εξωτερικού κόσμου την οποία δε μπορεί να αποδείξει, αλλά και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να την προϋποθέτει έστω και άρρητα. Αυτό όμως αντιτίθεται στην βασική τάση του ιδεολογικού. Με αυτή την έννοια, έστω κι αν ποτέ δεν έρχεται πλήρως στην επιφάνεια, υπάρχει μια εγγενής αντίθεση ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία που επικαθορίζεται από την συγκυριακή ιδεολογική αντίθεση. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι διαπιστώσιμο εμπειρικά το απόλυτο όριο ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία. Υπάρχουν δύο αντίρροπες πραγματικές τάσεις τις οποίες στοχαζόμαστε ως ιδεότυπους στην απολυτότητα τους για να ορίσουμε τα δομικά χαρακτηριστικά τους, χωρίς να ξεχνάμε ότι εμφανίζονται μόνο σε σύνθετες, αντιφατικές μορφές Η αυτοκριτική του Αλτουσέρ [10] βλέπει με κριτικό μάτι μια τελειωτική αντίληψη για την τομή ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, την αυταπάτη μιας επιστημονικής φιλοσοφίας που εξασφαλίζει το διαχωρισμό ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία. Άρα διορθώνει κρίσιμα στοιχεία χωρίς να εγκαταλείπει το στοιχείο της αντίθεσης ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υποστηρίζει ότι όλα είναι ιδεολογικές κατασκευές.

Η υλιστική γραμμήεπομένως στηρίζεται στην ανεξάρτητη ύπαρξη του αντικειμένου της γνώσης, πέρα από κάθε δυνατότητα να υπάρχει γνωρίζων υποκείμενο. Σε αυτή τη σχέση το εξωτερικό αντικείμενο είναι καθοριστικό: υπάρχει πριν, θα υπάρχει μετά και αν δεν υπήρχε δεν θα υπήρχε και η γνώση του. Επιπλέον, αντικειμενική γνώση σημαίνει παραδοχή της ιστορικότητας της γνώσης. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστημονική γνώση χωρίς την παραδοχή ότι υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω, του οποίου διαφεύγουν όψεις και διαδικασίες οι οποίες απαιτούν νέες γνώσεις, και που επειδή υπάρχει μπορεί να απαιτήσει και άλλες τομές και διορθώσεις, με τους δικούς του νόμους κίνησης που δεν μπορούμε να προϋποθέσουμε, αλλά να τους δούμε ως νόμους κίνησης και αιτιακές διαδικασίες που δεν είναι προδεδομένες ούτε και προκαταβολικά γνωστές, αλλά εσωτερικές προς το αντικείμενο και πιθανότατα εξαιρετικά ανοίκειες και ανταγωνιστικές προς τις όποιες αυθόρμητες παραδοχές μας. Τα σημεία αυτά είναι ριζικά ανταγωνιστικά με τα δομικά στοιχεία του ιδεολογικού επιπέδου. Δεν εννοούμε ότι η ιδεολογία είναι ψέμα. Η ιδεολογία μετασχηματίζει τη συναλλαγή με την εξωτερική πραγματικότητα: επιβάλλει την κατασκευή αναπαραστάσεων, που δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται γύρω από το υποκείμενο, ότι τις ελέγχει, προϋποθέτει την φαντασιακή πεποίθηση ότι έχει μια προδεδομένη γνώση τους. Βάζει τα πράγματα σε τάξη, παράγει γραμμικές αιτιότητες και αρμονίες εκεί που υπάρχουν ασυμφιλίωτες αντιθέσεις. Η ιδεολογία δεν μπορεί να είναι έκκεντρη, αλλά αυτοαναφορική, "κλειστή". Η αντικειμενικότητα του εξωτερικού κόσμου εκκεντρώνει αυτό το σχήμα, περιορίζει το υποκείμενο, το άνοιγμα σε υλικές μορφές αιτιότητας και η συνακόλουθη άρνηση κάθε μεταφυσικής βεβαιότητας αποδιαρθρώνουν όψεις της ιδεολογικής λειτουργίας.

Η ιδεολογία αντιτίθεται στην επιστήμη αφού εντός του ιδεολογικού οι απαντήσεις είναι πάντα έτοιμες [11] και αναφορικές προς την ειδική εκδοχή υποκειμένου που κατασκευάζει. Αυτό ακυρώνεται από την υλιστική θέση. Η επιστημολογική τομή αποσπά ένα κομμάτι της πραγματικότητας και το αναδεικνύει ως αυθύπαρκτη υλική διαδικασία με τους δικούς της μηχανισμούς, χωρίς προδεδομένο τέλος, άρα ένα αποτέλεσμα απο-υποκειμενοποίησης. Η επιστήμη στηρίζεται στην αρχή ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις ενώ η ιδεολογία χαρακτηρίζεται από το αυτονόητο των απαντήσεων, που δε βιώνονται ως απαντήσεις αλλά ως η ίδια η πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι η ιδεολογία δε δέχεται τις τομές, οι τομές την αποδιαρθρώνουν. Γιατί το καινούργιο της επιστημονικής γνώσης δεν είναι μια πρόσθεσηγνώσης και αφαίρεση άγνοιας όπως υποστηρίζει η θετικιστική αντίληψη, αλλά μια ανατροπή, νέα ερωτήματα και απαντήσεις αλλάζουν την εικόνα για την πραγματικότητα, συγκρούονται με όψεις του κοινού νου.

Στην παρέμβαση του Αλτουσέρ αναδεικνύεται μια μη οντολογική αντίληψη για την υλική διαδικασία: η διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος, υπάρχουν εσωτερικοί μηχανισμοί κίνησης με τη δική τους αιτιότητα, έξω και πέρα από κάθε ανθρωπομορφική προθετικότητα. Μια τέτοια παραδοχή βρίσκεται σαν ίχνος θεωρητικής στρατηγικής, αυθόρμητης ή συνειδητής σε κάθε επιστημονική πρακτική και τροφοδοτεί τις επιστημολογικές τομές. Η "στιγμή" της επιστημολογικής τομής, είναι η "στιγμή" όπου ένα τμήμα του επιστητού αποσπάται από την όποια μεταφυσική εξήγηση, αποσπάται από ανθρωπομορφικές εξηγήσεις και τελικότητες. Αυτό σημαίνει μια ρήξη με ό,τι αποτελεί τη βασική δομή του ιδεολογικού.

Είναι σαφές ότι η αντίληψη που υποστηρίζουμε είναι ανταγωνιστική σε λογικές θεωρητικού σολιψισμού. Τέτοιες απόψεις ενώ ξεκινούσαν από ένα θεωρητικό κεκτημένο των κριτικών μαρξιστικών απόψεων της δεκαετίας του '60 και όψεων της ιστορικής επιστημολογίας και των αντιθετικιστικών ρευμάτων και τόνιζαν την μη ουδετερότητα της επιστημονικής πρακτικής και την βαρύτητα των ιδεολογικών προϋποθέσεων, κατέληγαν σε οριακά σχήματα: όλες οι "γνώσεις" είναι κοινωνικά κατασκευασμένες πρακτικές λόγου χωρίς σημεία επαφής με την πραγματικότητα, κοινωνικά μερικές στρατηγικές λόγου [12] που δεν αντιστοιχούν με την πραγματικότητα, κλειστά επιμέρους σύνολα λόγου [13] . Πρόκειται για μια εκδοχή σολιψισμού, ένα σύμπαν πρακτικών λόγου, που απλώς αντιμάχονται άλλες πρακτικές λόγου χωρίς σημεία αναφοράς, αιτιακές κατασκευές, με εσωτερική μόνο νομιμοποίηση.

1.3 Η ασταθής στιγμή της αντικειμενικότητας

Πως είναι όμως δυνατή η επιστημονική αντικειμενικότητα παρά το γεγονός των αποτελεσμάτων του ιδεολογικού σε όλες τις κοινωνικές πρακτικές; Το ερώτημα τίθεται ως εξής: αν όλοι είναι βουτηγμένοι μέσα στην ιδεολογία με τρόπο καθολικό, πως αναδεικνύεται η υλιστική γραμμή;

Το κομβικό είναι να μην ξεχνάμε ότι η καθολικότητα του ιδεολογικού επιπέδου δεν σημαίνει την ολοκληρωτικότητά του. Καθολικότητα σημαίνει ότι δεν υπάρχει κοινωνική πρακτική που δεν διαπερνάται από την ιδεολογία, δεν παράγει ιδεολογικά αποτελέσματα. "Σε όλα υπάρχει και ιδεολογία" δεν σημαίνει ολοκληρωτισμό της ιδεολογίας, δεν σημαίνει "όλα είναι ιδεολογία". Η καθολικότητα υπονομεύεται (και δεν γίνεται ολοκληρωτικότητα) από τρεις βασικές παραμέτρους:

Πρώτον, την ιδεολογική ταξική πάλη. Τα δομικά στοιχεία του ιδεολογικού επιπέδου εγγράφονται στην υλικότητα ιδεολογικών σχηματισμών, ένα συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε ανταγωνιστικές αναπαραστάσεις, καθώς αναπαράγονται αποτελέσματα αντίστασης στις ανταγωνιστικές σχέσεις στον καταμερισμό εργασίας. Αν δεχτούμε ότι οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις έχουν μια γείωση σε ταξικές θέσεις αυτό σημαίνει την παραδοχή ταξικών αντιπαραθέσεων που παράγουν αντιθέσεις, εντάσεις, κρίσιμα κενά, στο εσωτερικό του ιδεολογικού [14] . Αυτό είναι αντίθετο με την κριτική στον ταξικό αναγωγισμό που είναι δημοφιλής σε μεταμαρξιστικούς κύκλους, και την αποσύνδεση ιδεολογικών αναπαραστάσεων και τάξεων [15] .

Δεύτερον, η ιδεολογία υπονομεύεται από την άμεση υλικότητα της εκμετάλλευσης καθώς κανένας ιδεολογικός σχηματισμός, καμία πρακτική λόγου δεν μπορεί να αποκρύψει την άμεση βία σε σώματα, ρυθμούς και κίνηση που συνεπάγεται η εκμετάλλευση και η πολιτική ταξική εξουσία. Η υλικότητα της εκμετάλλευσης αποτελεί ένα επίπεδο βιώματος προϊδεολογικό που καμία αναπαράσταση δεν μπορεί να υπερκαλύψει, μια πραγματική αίσθηση που προκαλεί εντάσεις στο ιδεολογικό επίπεδο.

Τρίτον, η ιδεολογία τέμνεται από την άρθρωση παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων που οδηγούν σε πρακτικές γνωστικής επανιδιοποίησης του πραγματικού. Δεν μπορούν να συγκροτηθούν και να αναπαραχθούν κοινωνικές πρακτικές μόνο με καθαρές ιδεολογικές αναπαραστάσεις χωρίς μια αντίληψη του εξωτερικού κόσμου με τον οποίο έρχονται σε συναλλαγή. Η διαρκής συναλλαγή με το εξωτερικό φυσικό περιβάλλον, η ανάπτυξη παραγωγικών πρακτικών σημαίνει την -έστω και σε πρακτική μορφή- γνώση του. Αυτό υπονομεύει την ολοκληρωτικότητα του ιδεολογικού, αποτελεί ένα άνοιγμα προς την υλικότητα του κόσμου.

1.4 Η διαρκής αναπαραγωγή του ίχνους του υλισμού

Αυτές οι τρεις τομές σημαίνουν μια διαρκή έντασηστην λειτουργία του ιδεολογικού επιπέδου. Η συνάρθρωση αυτής της έντασης με την ανάπτυξη των γνωστικών πρακτικών, που φέρουν την παραδοχή της αντικειμενικής ύπαρξης της πραγματικότητας, επιτρέπουν την ανάδειξη του υλισμού σε μια αναπαραγόμενη σύγκρουση με τον αυθόρμητο ιδεαλισμό του ιδεολογικού. Αυτές οι τρεις τομές επιτρέπουν -παρόλη τη λειτουργία του ιδεολογικού επιπέδου- τη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης, αναπαράγουν την υλιστική γραμμή.

Ταυτόχρονα αναδεικνύουν την αντιστοιχία ανάμεσα σε ιδεαλισμό και λειτουργία του ιδεολογικού επιπέδου, καθώς τα δομικά στοιχεία του ιδεαλισμού -μεταφυσική της προθετικότητας του πνεύματος, κεντρικότητα της γνωρίζουσας συνείδησης ατομικής, καθολικής, θεϊκής ή άλλης, προτεραιότητα των ιδεών απέναντι στην ύλη, τελεολογία (εμμονή στο ότι όχι μόνο υπάρχει σχέδιο αλλά και κάποιο μυαλό ανθρώπινο ή θεϊκό έχει σκεφθεί από πριν)- παρουσιάζουν αναλογίες με τα δομικά χαρακτηριστικά της ιδεολογίας. Η ιδεολογία ως σχηματισμός λόγου δεν μπορεί να παραδεχτεί τις πλήρεις συνέπειες της ανεξαρτησίας του εξωτερικού κόσμου και την αιτιακή του προτεραιότητα, τον αιτιακό καθορισμό του εξωτερικού πάνω στο νοητικό.

Η αντικειμενικότητα των επιστημονικών πρακτικών βιώνεται έτσι σαν ένταση (επάλληλοι κύκλοι ιδεολογικών κρίσεων που ακολουθούν τις επιστημολογικές τομές). Με αυτή την έννοια η ιδεολογία είναι δομικά αντιυλιστική, το αποτέλεσμα της έχει το χαρακτήρα της ιδεαλιστικής ανάδρασηςστην αντικειμενικότητα της γνώσης και της εξωτερικής πραγματικότητας.

Όμως η ιδεαλιστική τάση διαρκώς υπονομεύεται από την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης, την πίεση από την υλικότητα της φυσικής πραγματικότητας, τον τρόπο που όλα διαπερνώνται από τις ιδεολογικές συγκρούσεις. Αυτό υποχρεώνει τις ιδεαλιστικές τοποθετήσεις να απαντήσουν με μια ιδιότυπη κίνηση ενσωμάτωσης - μετασχηματισμού. Είναι αυτή η αυθόρμητη, αντικειμενική τάση που αναπαράγει διαρκώς τη στιγμή του υλισμού μέσα στον ιδεαλισμό [16] .

Έτσι λοιπόν η αναπαραγωγή της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού προϋποθέτει την πάλη των τάξεων, είναι σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμά της. Η αναπαραγωγή υλιστικών τάσεων μέσα στην υλικότητα της ταξικής πάλης και μέσα στην πραγματικότητα των επιστημολογικών τομών (το αποτέλεσμα - γνώση) αντικειμενικά αποδομεί όψεις της ιδεολογικής λειτουργίας. Με αυτή την έννοια η πολιτικήσημασία της αντίθεσης ανάμεσα σε υλισμό και ιδεαλισμό αναδεικνύεται.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν έχουμε καταδείξει την άμεση σχέση ανάμεσα σε υλισμό και εκμεταλλευόμενες τάξεις. Κάτι τέτοιο ίσως να μην είναι απαραίτητο. Δεν είναι αναγκαίο να αναδείξουμε ότι ο υλισμός είναι ο άμεσος εκπρόσωπος των εκμεταλλευόμενων, ούτε να αποδείξουμε ότι οι φιλόσοφοι που πήραν στην ιστορία υλιστικές θέσεις, εκπροσωπούσαν συνειδητά τους εκμεταλλευόμενους. Αρκεί να καταδείξουμε ότι αυτή η αντίθεση είναι αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, ανεξάρτητα από την προθετικότητα των φορέων της.

1.4.1 Αναγκαίες διευκρινήσεις

Θα μπορούσε κανείς να προσάψει στην μέχρι τώρα διαπραγμάτευσή μας ότι αναφέρεται κυρίως στη δυνατότητα της επιστημονικής αντικειμενικότητας στο χώρο του κοινωνικού. Όντως η επιστημονική αντίληψη της ιστορίας, η κατάδειξη δηλαδή της ιστορικότητας και προσωρινότητας των ταξικών τρόπων παραγωγής όχι μόνο παράγει τη μεγαλύτερη δυνατή αντίσταση από τη μεριά των κυρίαρχων ιδεολογικών σχηματισμών αλλά και συγκρούεται με τον σκληρό δομικό πυρήνα της ιδεολογίας εν γένει, αποδιαρθρώνει την δραστικότητά της.

Παρόλα αυτά γνώμη μας είναι πως τα όσα έχουν ειπωθεί αφορούν και τις άλλες επιστημονικές ηπείρους εν προκειμένω και το σκληρό πυρήνα των θετικών επιστημών. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων λοιπόν καλό είναι να δοθεί έμφαση στα παρακάτω σημεία:

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι ορίζουμε τη δυνατότητα του υλισμού απλά και μόνο ως ένα μονοσήμαντο αποτέλεσμα της ύπαρξης ιδεολογικών συγκρούσεων. Αντίστοιχα καθοριστική μπορεί να είναι η συγκεκριμένη ιστορικά καθορισμένη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων που αναπτύσσεται εντός κάθε τρόπου παραγωγής. Η ιδεολογική ταξική πάλη (σε όλη τη συνθετότητά της) επικαθορίζει αυτή τη διαδικασία ακριβώς επειδή επιτρέπει την καθοριστική μη ολοκληρωτικότητα του ιδεολογικού επιπέδου.

Η ιστορία των ταξικών αγώνων, οι συγκρούσεις που συνεπάγονται και στο ιδεολογικό επίπεδο, η ανάδυση νέων -ταξικών- τρόπων παραγωγής συγκροτεί τη δυνατότητα, εγκαλεί τις συνθήκες ύπαρξης επιστημολογικών τομών ακριβώς επειδή συγκροτεί τα παράθυρα επιστημολογικής ευκαιρίας στα οποία αναφερθήκαμε. Αντίστοιχα αυτό μπορεί να σημαίνει και την αξιοποίηση από τη μεριά νέων -κυρίαρχων- τάξεων του "επιστημονικού πνεύματος" εντός της διαδικασίας σύμπηξης της ηγεμονίας τους. Η τρομαχτική ρήξη που προκαλεί η εμφάνιση της νεωτερικής φυσικής είναι το πιο οικείο παράδειγμα.

Αυτό σημαίνει ότι η ανάδραση του ιδεολογικού πάνω στο ρήγμα των επιστημολογικών τομών δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη. Αντίθετα παίρνει ένα φάσμα από μορφές από την ανοιχτή σύγκρουση -την κίνηση διαγραφής- έως πολυεπίπεδες μορφές ενσωμάτωσης. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει και μια διευκρίνιση των όρων και των χαρακτηριστικών του φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Είναι προφανές ότι δεν ταυτίζουμε τον ιδεαλισμό μόνο με το σπιριτουαλισμό ή τις όποιες ανοιχτά ανορθολογικές εκδοχές ή με τις παραλλαγές της θρησκευτικής ιδεολογίας. Αντίθετα επιλέγουμε μια έννοια ιδεαλισμού που περιλαμβάνει κάθε εκδοχή αμφισβήτησης άμεσης ή έμμεσης της ανεξάρτητης αντικειμενικής ύπαρξης του πραγματικού, της διακριτότητας και διαφοράς πραγματικού αντικειμένου και αντικειμένου της γνωστικής διαδικασίας, της δυνατότητας αλλά και ιστορικότητας της επιστημονικής γνώσης. Αυτό επιτρέπει να γίνει κατανοητό γιατί ο θετικισμός, ο εμπειρισμός, αλλά και αρκετές εκδοχές "ρεαλισμού" αποτελούν σε τελική ανάλυση ιδεαλιστικές φιλοσοφικές τοποθετήσεις παρά τον ρητά αντισπιριτουαλιστικό και επιστημονικό τόνο τους. Ταυτόχρονα επιτρέπει να δούμε και μια πραγματική ιστορία των εκδοχών ιδεαλιστικής ανάδρασης και εντός του "επιστημονικού πνεύματος" που σφραγίζει την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το αμετάκλητο της ανάγκης παραγωγής επιστημονικής γνώσης που σφραγίζει τόσο την ρήξη με προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις όσο -και κυρίως- την ειδικά καπιταλιστική τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν ανακόπτει σε καμιά περίπτωση το μηχανισμό της ιδεαλιστικής ανάδρασης. Αυτό που κάνει είναι να τροποποιεί τη μορφή και τη δραστικότητά του.

Η καταγραφή των όρων που επιτρέπουν την δυνατότητα της επιστημονικής αντικειμενικότητας άρα και του ίχνους του υλισμού δεν πρέπει να ειδωθεί ως μια γενετική - ιστορικιστική εξήγηση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελεί ο υλισμός ένα άμεσο αποτέλεσμα της ιδεολογικής ταξικής πάλης. Αντίθετα αποτελεί μια αυθόρμητη μορφή που αναπαράγεται τόσο μέσα στις επιστημονικές πρακτικές (που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς κάποια έμπρακτη εκδοχή υλισμού) όσο και μέσα σε ένα φάσμα από κοινωνικές πρακτικές [17] . Το ερώτημα επομένως δεν είναι αν μια ιδεολογία ή μια ιδεολογική συγκυρία παράγει τον υλισμό ως φιλοσοφική μορφή, αλλά ο τρόπος που χειρίζεται και επανεγγράφει ιδεολογικά την ούτως ή άλλως παρουσία των αποτελεσμάτων του.

Είναι προφανές ότι τα παραπάνω έχουν περισσότερο το χαρακτήρα των ίσως και απλουστευτικών γενικεύσεων παρά των συμπερασμάτων. Η συγκεκριμενοποίησή τους θα είχε απαιτήσεις πέρα από τα όρια της παρούσας διαπραγμάτευσης. Διατηρούν όμως την σημασίας τους ως κρίσιμοι προσδιορισμοί.

Πόσο μάλλον που γνώμη μας είναι πως το ερώτημα του υλισμού σε ότι αφορά την δυνατότητα μιας επιστήμης του κοινωνικού, η ανάγκη διαρκούς επαναχάραξης της διαχωριστικής γραμμής με τα αποτελέσματα της ιδεολογικής ανάδρασης πάνω στο σκάνδαλο της κατάδειξης της ιστορικότητας των ταξικών τρόπων παραγωγής, έχει πολλά να διδαχθεί μέσα από την τριβή με τα πολλά πρόσωπα της αναπαραγωγής του ιδεαλισμού σε άλλους χώρους.

1.5 Προλεταριακή ιδεολογία και αυθόρμητος υλισμός

Μπορούμε όμως να κάνουμε μια παρένθεση για την ιδιαιτερότητα της προλεταριακής ιδεολογίας, στα στοιχεία της που τροφοδοτούν την επιστήμη του ιστορικού υλισμού. Εκτιμούμε ότι η εργατική τάξη με τον τρόπο που εντάσσεται στον καταμερισμό εργασίας είναι η μόνη τάξη που έχει ως αντικειμενικό ορίζοντα των ταξικών συμφερόντων της τον κομμουνισμό. Αυτό προϋποθέτει την έννοια του αντικειμενικού ταξικού συμφέροντος. Ακολουθώντας τον Πουλαντζά επιμένουμε ότι οι θέσεις στον καταμερισμό εργασίας ορίζουν αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα, ορίζοντες ταξικών πρακτικών και αντίστοιχα ιδεολογικά αποτελέσματα [18] . Ο τρόπος που η ζωντανή εργασία εντάσσεται στην εκμεταλλευτική σχέση, ορίζει ως αντικειμενικό ορίζοντα της αντίστασής της τον κομμουνισμό [19] . Ο αντικειμενικός ορίζοντας δεν είναι μια λογική κατασκευή. Όριο της αντίστασης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι η καταστροφή της εκμετάλλευσης. Αν ο ορίζοντας της σε σχέση με την κατάργηση της εκμετάλλευσης είναι η κομμουνιστική κοινωνία, η κατάργηση της εξουσίας, ο ορίζοντας στις ιδεολογικές πρακτικές της εργατικής τάξης, είναι η κατάργηση της ιδεολογικής παραγνώρισης - μυστικοποίησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων.

Αυτό αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά της προλεταριακής ιδεολογίας [20] : μια άρνηση σε επίπεδο ιδεολογικής αναπαράστασης κάθε εκμετάλλευσης, αναπαραστάσεις συλλογικής οργάνωσης και ιδιοποίησης, μια αυθόρμητη τάση όχι προς την εξατομίκευση που είναι το ίχνος της αστικής ιδεολογίας, αλλά συλλογικών αναπαραστάσεων που εντείνεται από την αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, έναν αυθόρμητο υλισμό, με την έννοια της αυθόρμητης παραδοχής ότι υπάρχει και κάτι διαφορετικό από αυτό που μας λένε. Ειδικά αυτό το στοιχείο έχει μια σημασία. Όχι απλά το ένστικτο της αμφισβήτησης του κυρίαρχου λόγου, που υπάρχει σε όλες τις ηγεμονευόμενες ιδεολογικές αναπαραστάσεις, αλλά μια αυθόρμητη αντιμεταφυσική της εργατικής τάξης, η παραδοχή της προτεραιότητας της θέσης των προλεταρίων στην παραγωγή ("στη δουλειά μας τα χρωστάνε"), απόρριψη των μορφών της θρησκευτικής ιδεολογίας, μια σχέση με την υλικότητα της επιστήμης και της τεχνικής [21] , μέσα από την ειδική σχέση με αυτές μέσα στη διαδικασία παραγωγής, ένας αυθόρμητος αντικρατισμός.

Αυτές οι ιδεολογικές πρακτικές στο όριό τους αποδέχονται πιο εύκολα την επιστημολογική τομή που αποκαλύπτει τον μηχανισμό κίνησης των κοινωνικών σχηματισμών. Η επιστήμη του ιστορικού υλισμού και η υλιστική πρακτική της φιλοσοφίας την οποία επάγει, αποτελούν με μία έννοια τον αντικειμενικό ορίζοντα των προλεταριακών ιδεολογικών πρακτικών. Μόνο αυτή η επιστήμη αναδεικνύει τη δυνατότητα να πραγματωθεί ο αντικειμενικός ορίζοντας των πρακτικών της εργατικής τάξης, ο κομμουνισμός. Αν δεν υπήρχε η προλεταριακή ιδεολογία δεν θα υπήρχε η αναζήτηση μιας θεωρίας της εκμετάλλευσης. Η αναζήτηση των όρων της εκμετάλλευσης και της απόδειξης της δυνατότητας ανατροπής της προϋποθέτει μια ιδεολογική προδιάθεση αντίστασης στην εκμετάλλευση και ένταξης στις γραμμές των αγώνων εναντίον της. Αυτά τα στοιχεία παίρνουν μορφή μόνο από την τροφοδότηση από μια υλιστική αντίληψη της φιλοσοφίας και της επιστήμης, μια άρνηση της αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας, και κάθε μορφής ταξικής ιδεολογικής κυριαρχίας. Ο φιλοσοφικός υλισμός ολοκληρώνει επομένως την δυσπιστία των προλεταριακών ιδεολογικών πρακτικών απέναντι σε μορφές μυστικοποίησης και παραγνώρισης. Έτσι μπορούμε να δούμε έναν καθορισμό χωρίς μια ιστορικιστική χροιά. Η θεωρητική τομή του ιστορικού υλισμού δεν θα είχε υπάρξει χωρίς την ανάδειξη ενός φάσματος από πρακτικές, πολιτικά ερωτήματα, προεπιστημονικές απαντήσεις στη δράση της εργατικής τάξης. Χωρίς μια ηγεμόνευση από την προλεταριακή ιδεολογία και εμπλοκή με την κομμουνιστική πολιτική η επιστήμη του ιστορικού υλισμού ως επιστήμη της αντικειμενικότητας της πάλης των τάξεων και της αντικειμενικής τάσης προς την δικτατορία του προλεταριάτου, δε θα μπορούσε να συγκροτηθεί. Μια τέτοια αντίληψη για την ιδεολογία, πιο "θετική", εξηγεί γιατί μια ιδεολογία, η προλεταριακή, διευκολύνει την επιστημονική γνώση του κοινωνικού, γιατί ένας ορισμένος βαθμός ταξικής μεροληψίας (η συστράτευση με τις πρακτικές που προάγουν το αντικειμενικό προλεταριακό ταξικό συμφέρον) είναι επιστημολογική προϋπόθεση μιας επιστήμη, εν προκειμένω του ιστορικού υλισμού.

Η μεταφυσική αντίληψη θεωρεί ότι αποτέλεσμα είναι μόνο κάτι που κάποιο "ιστορικό υποκείμενο" έχει σκεφτεί από πριν. Αντίστοιχα αν έχουμε μια μορφή φιλοσοφικού υλισμού, σαν αντικειμενικό αποτέλεσμα της παρέμβασης της εργατικής τάξης στον ιδεολογικό ταξικό αγώνα αυτό δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη σαν ιστορικό υποκείμενο είχε προ - στοχαστεί αυτή την κίνηση. Γι' αυτό πρέπει να απορρίψουμε την αναζήτηση μιας γενετικής σχέσης προλεταριακής ιδεολογίας και φιλοσοφικού υλισμού. Αν θεωρήσουμε ότι υλικό της φιλοσοφίας είναι οι εντάσεις που παράγονται στο ιδεολογικό επίπεδο, τότε βλέπουμε πως με έναν μη γενετικό τρόπο η ταξική πάλη καθορίζει τη δυνατότητα εμφάνισης στο πεδίο της φιλοσοφίας μιας υλιστικής τάσης που, στο σύνθετο και επικαθορισμένο πλαίσιο της φιλοσοφικής διαπάλης, αντικειμενικά (ανεξάρτητα από την όποια αυτοσυνείδηση των φορέων -φιλοσόφων που την εκφέρουν, είτε ολοκληρωμένα, είτε ως ένταση και κειμενική μετάπτωση) εκφράζει μια παρουσία του αντικειμενικού συμφέροντος των προλεταρίων. Αυτή η σύνθετη και αντιφατική διαδικασία συγκροτεί τους όρους μιας πραγματικής συνάντησης εργατικού κινήματος και φιλοσοφικού υλισμού.

1.6 Υλισμός και ταξική πάλη

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι δεν χρειαζόμαστε μια ένα προς ένα αναλογία (κυριαρχούμενες τάξεις = υλισμός), αλλά με διαλεκτικό τρόπο να δείξουμε ότι η πάλη των τάξεων, οι αναπαραγόμενες συγκρούσεις δίνουν τη δυνατότητατου υλισμού, να αποδείξουμε όχι ότι οι εκμεταλλευόμενοι σκέφτονται υλιστικά, αλλά ότι η δυνατότητα του υλισμού παράγεται από το ότι υπάρχουν κυριαρχούμενες τάξεις. Άρα να δείξουμε τον υλισμό ως αποτέλεσματων αδιάλειπτων ταξικών αγώνων.

Η έννοια του αποτελέσματος αποτελεί βασικό στοιχείο μιας υλιστικής γραμμής, σε αντίθεση με μορφές ιστορικισμού και υποκειμενισμού (τη γραμμική αιτιακή σχέση κάποιος σκέφτεται αποφασίζει και κάνει κάτι κ.ο.κ.). Μας βγάζει από την δύσκολη θέση στην οποία μας οδηγούν τα δομικά στοιχεία του ιδεολογικού επιπέδου που δύσκολα συμβιβάζονται με μορφές δομικής αιτιότητας. Η ύπαρξη ταξικών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων είναι προϋπόθεση για να σπάει ο αυθόρμητος ιδεαλισμός του ιδεολογικού επιπέδου, επιτρέπουν η καθολικότητα του ιδεολογικού να μην γίνεται ολοκληρωτικότητα. Αυτό κάνει την υλιστική τάση να είναι αντικειμενικά σύμμαχη, στους εκμεταλλευόμενους.

Από την άλλη η ανάδειξη του υλιστικού ίχνους γίνεται και από τις επιστημολογικές τομές, τις αυθόρμητες παραδοχές της αντικειμενικότητας του εξωτερικού κόσμου. Αυτό είναι παράλληλο αλλά όχι ανεξάρτητο από την πάλη των τάξεων. Δεν ανάγουμε γραμμικά τις επιστημονικές επαναστάσεις στην ταξική πάλη. Η ταξική πάλη διαπερνά αυτή τη διαδικασία, καθώς οι ταξικοί τρόποι παραγωγής θέτουν διαφορετικές απαιτήσεις γνωστικών αποτελεσμάτων, καθώς οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ η ιδεολογική διαπάλη διαμορφώνει αντίστοιχα περιθώρια επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Άρα με ένα σύνθετο, έκκεντρο τρόπο η ταξική πάλη καθορίζει τη δυνατότητα της επιστημονικής αντικειμενικότητας. Η αντικειμενική τάση του ιδεολογικού επιπέδου είναι να επανενσωματώσει το δυναμικό που απελευθερώνει η επιστημολογική τομή, γιατί το φορτίο της τομής υπονομεύει μορφές ταξικής ιδεολογικής ηγεμονίας. Η ταξική πάλη διαπερνά όλες τις στιγμές της διαδικασίας παραγωγής του αποτελέσματος γνώση, κάνει την αντιπαράθεση υλισμού και ιδεαλισμού σε τελική ανάλυση αποτύπωση της πάλης των τάξεων, αποδίδει στην υλιστική γραμμή ένα αντιηγεμονικό πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο.

Οι κρίσιμες ρωγμές και τα κενά που δημιουργεί η πάλη των τάξεων επιτρέπουν την ανάδειξη μορφών επιστημονικής γνώσης, που με τη σειρά τους αποδυναμώνουν την ιδεαλιστική κυριαρχία. Ο διαλεκτικός συνδυασμός εντάσεων και εσωτερικών αντιφάσεων των κυρίαρχων ιδεολογιών (ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων) και ανάδειξης μορφών επιστημονικότητας (που με έναν έμμεσο και σύνθετο τρόπο είναι αποτελέσματα της πάλης των τάξεων) επιτρέπουν να έρχεται στο προσκήνιο η στιγμή του υλισμού.

Μια αναλογία θα βρίσκαμε στον τρόπο που λειτουργεί το ασυνείδητο: ενώ δεν συγκροτείται βέβαια ως διαυγής υποκειμενική συνείδηση, ούτε και είναι "απτό" ως τέτοιο, εντούτοις παράγει σαφή αποτελέσματα, γίνεται με μια σειρά από πρακτικές και αποτελέσματα αισθητό [22] . Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι μια εκδοχή της εμφάνισης των αποτελεσμάτων της εκμετάλλευσης στο ιδεολογικό επίπεδο: κρίσιμα κενά, αδυναμίες άρθρωσης, σιωπές που διαπερνούν ακόμη και την πιο ασφυκτική εκδοχή ιδεολογικής ηγεμόνευσης, ακόμη και την πιο ακραία μορφή "κλεμμένου" λόγου.

Το καταστατικό στοιχείο από το οποίο προκύπτουν οι αντιφάσεις είναι η ποτέ ολοκληρωτική απώθηση της πρωταρχικότητας της ταξικής πάλης, ότι δηλαδή λειτουργεί ακόμη κι όταν δεν είναι άμεσα ορατή. Αυτό που παράγει αποτελέσματα δεν είναι ο ένας πόλος της αντίθεσης, η αυτοσυνείδηση ή η βούληση του κεφαλαίου (ή του προλεταριάτου) αλλά μια εγγενώς αντιθετική διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Υπάρχει δυνατότητα να αναπαράγεται το αποτέλεσμα του υλισμού ως αποτέλεσμα της ύπαρξης αντιστάσεων στην εκμετάλλευση, χωρίς να αναχθούμε σε κάποιον υποκειμενικό προσχεδιασμό του, ή μια προαπαίτηση της άμεσης παρουσίας των κυριαρχούμενων στο φιλοσοφικό προσκήνιο.

1.7 Ανακεφαλαιώνοντας

Η ανασύνθεση της υπόθεσης έχει ως εξής: ορίσαμε τον ιδεαλισμό ως αυθόρμητη τάση της ανάδρασης του ιδεολογικού επιπέδου στην πάλη των τάξεων και τις επιστημολογικές τομές, σε μια ειδική διαπλοκή με τις ηγεμονικές λειτουργίες των κυρίαρχων ταξικών ιδεολογιών. Η ιδεολογική λειτουργία είναι μια αντιφατική διαδικασία που διαπερνάται από την πάλη των τάξεων, αποτυπώνει έναν ανοιχτό συσχετισμό δύναμης και γι' αυτό μιλάμε για καθολικότητα αλλά όχι για "ολοκληρωτικότητά" της. Αναδείξαμε τη σημασία που έχουν τα κρίσιμα διάκενα, οι δυσαρθρίες και οι ρωγμές που παράγει η πάλη των τάξεων, η υλικότητα της εκμετάλλευσης, η πρακτική και επιστημονική διαπλοκή με το εξωτερικό φυσικό περιβάλλον. Έτσι αναδεικνύεται έστω και σε υποτελείς μορφές η δυνατότητα του υλισμού, της αυθόρμητης ή και θεωρητικοποιημένης παραδοχής της αντικειμενικότητας του εξωτερικού κόσμου και των κοινωνικών πρακτικών. Η εμφάνιση του υλισμού είναι ένα αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Με αυτή τη μη αναγωγιστική σχέση αντικειμενικά η υλιστική γραμμή αποτελεί σύμμαχο πρακτικών αμφισβήτησης της ταξικής κυριαρχίας. Ενισχυτικά προσθέσαμε παρατηρήσεις για τα ειδικά χαρακτηριστικά της προλεταριακής ιδεολογίας, όψεις του αυθόρμητου υλισμού της.

Η αντίθεση υλισμού και ιδεαλισμού δεν αποτελεί μόνο το υλικό της φιλοσοφικής παρέμβασης: είναι η ειδική μορφή που παίρνουν οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις εντός των θεωρητικών πρακτικών, αλλά και συνολικά των πρακτικών που σχετίζονται με το αποτέλεσμα γνώση ή με τη μορφή - ορθολογικότητα. Το ερώτημα των φιλοσοφικών, επιστημολογικών, αξιολογικών συζητήσεων μπορεί σε τελική ανάλυση να αναχθεί στο ερώτημα για την αντικειμενικότητα, την υλικότητα του φυσικού κόσμου αλλά και των κοινωνικών πρακτικών. Μια προσεκτική μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας δείχνει τη διαρκή επανεμφάνιση της αντίθεσης αυτής και τη διαρκή ένταση που παράγει η παρουσία του υλισμού μέσα στον ιδεαλισμό. Αυτό προϋποθέτει ένα ερμηνευτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο για να διακρίνουμε στην ιστορία της φιλοσοφίας τη "γραμμή του υλισμού".

Η "αιωνιότητα" της φιλοσοφίας είναι η διάρκεια των ταξικών κοινωνιών, των ιδεολογικών αντιφάσεων, η επάλληλη ανάγκη επιστημολογικών τομών. Είναι η διαρκής ανάδειξη με ειδικούς όρους της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Η φιλοσοφία προσπαθεί σε ιστορικά διαμορφωμένους όρους, να πολώσει την αντίφαση ανάμεσα σε υλισμό και ιδεαλισμό. Η ανάγκη είναι διαρκής, η παρέμβαση κάθε φορά ιστορική. Η ανιστορικότητα της φιλοσοφικής παραγωγής αποτελεί την αντανάκλαση του ιδεαλισμού στην φιλοσοφία.

Η φιλοσοφική πρακτική ενέχει τον κίνδυνο να πολώνεται προς τον ιδεαλισμό. Καθώς παρεμβαίνει στις αντιφάσεις της επιστημονικής παραγωγής, πολώνεται προς τη "διανοητική εργασία" και αναλαμβάνει την ιδεολογική εκμετάλλευση της επιστήμης, είναι εύκολο η αυθόρμητη φιλοσοφία των φιλοσόφων, να πολώνεται προς τον ιδεαλισμό, να μετασχηματίζει τα ιδεολογικά εμπόδια στην επιστημονική αντικειμενικότητα σε φιλοσοφικούς και μεθοδολογικούς κανόνες. Γι' αυτό η μετατόπιση στο εσωτερικό της μορφής - φιλοσοφία για τον μαρξισμό, εμπεριέχει τον κίνδυνο του ιδεαλισμού.

Άρα απαιτείται μια υλιστική ανασύνθεση της έννοιας του υλισμού: η διάκριση ανάμεσα σε φιλοσοφική κατηγορία και επιστημονική έννοια της ύλης, η αντίθεση σε κάθε υλιστική οντολογία, η έννοια της διαδικασίας χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος, ο αντιμεταφυσικός, αντιτελεολογικός, χαρακτήρας της υλιστικής γραμμής, μπορούν να βοηθήσουν.

Η εμμονή στην αντίθεση υλισμού - ιδεαλισμού ως καταστατική αντίθεση της φιλοσοφικής διαπάλης, όχι μόνο είναι η προϋπόθεση για να καταδειχθεί η διαπλοκή φιλοσοφικής διαπάλης και ταξικής σύγκρουσης, αλλά και δίνει τη δυνατότητα για μια ιστορία της φιλοσοφίας. Διατηρώντας την εμμονή ότι υπάρχει μια ειδικά φιλοσοφική εκδοχή λόγου, κατορθώνει να υπερβεί τα ερωτήματα που στοιχειώνουν τη συζήτηση για την ιστοριογραφία της φιλοσοφίας [23] : υπάρχει στην ιστορία ένα εξελικτικό σχήμα προς τις σωστές απαντήσεις, ή όσο περνούν οι αιώνες αναδεικνύονται τα σωστά ερωτήματα άρα η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η ιστορία της διάλυσης προβλημάτων που τη βασάνισαν (νήμα προσφιλές και στον κλασικό διαφωτισμό αλλά και στην αναλυτική φιλοσοφία), με ένα εξελικτικό σχήμα καταλήγει σε αυτές (σχήμα που ρητά διατυπώνει ο Χέγκελ, αλλά αναπαράγει η αναλυτική φιλοσοφία, μια που η τελική νίκη απέναντι στην μεταφυσική και ψευδοπροβλήματα είναι ο ίδιος ο εαυτός της).

Ο ορισμός του Αλτουσέρ βρίσκεται στον αντίποδα των ορισμών της φιλοσοφίας που τη θεωρούν συμβατικό όνομα με διαφορετική χρήση κατά τους αιώνες που κάλυπτε μια σειρά από λογοτεχνικά είδη που σήμερα απλώς και μόνο περιγράφουμε. Επιμένει αντίθετα ότι υπάρχει ένα ειδικόπεδίο προβλημάτων, ερωτημάτων, πρακτικών λόγου που αντιστοιχούν στη φιλοσοφία, οι όροι δηλαδή και οι μορφές με τις οποίες αναπαράγεται η αντίθεση υλισμού και ιδεαλισμού.

2 Φιλοσοφική οντολογία;

Το ερώτημα όμως του υλισμού μας φέρνει αντιμέτωπους και με το ζήτημα μιας υλιστικής οντολογίας, όπως θα προβληθεί στην ιστορία του μαρξισμού ως το περιεχόμενο μιας μαρξιστικής φιλοσοφίας. Στα πλαίσια τέτοιων απόψεων διαμορφώνεται μια οντολογική ιεραρχία, μια προνομιμοποίηση μιας αντίληψης υλικότητας (και κύρια της φυσικής υλικότητας) που προβάλλεται ως κανονιστική.

2.1. Ο ιδεαλισμός της οντολογίας

Κατά τη γνώμη μας, κάθε καθολική οντολογία αντιστρέφει την προτεραιότητα των συγκεκριμένων επιστημονικών γνώσεων, τον αναγκαστικά μερικό, κατά τάση χαρακτήρα τους. Μπορεί έτσι να λειτουργήσει σαν μήτρα ιδεαλιστικών κατευθύνσεων και να μην επιτρέψει να αναδεικνύονται συγκεκριμένες ειδικές υλικές διαδικασίες. Τα παραδείγματα είναι αρκετά: η νατουραλιστική αντίληψη της πάλης των τάξεων στη Β' Διεθνή δεν επέτρεπε να θεωρητικοποιείται ως μια ειδική υλική διαδικασία η ιδεολογία. Μηχανιστικά πρότυπα φυσικής αιτιότητας δύσκολα εσνωμάτωναν όψεις της νεώτερης φυσικής. Μια "υλιστική" βιολογίζουσα αντίληψη και πολεμική ενάντια στον θρησκευτικό ιδεαλισμό της "ψυχής" αρνήθηκε -και μέσα στους κόλπους του ιστορικού υλισμού- την υλικότητα του ασυνείδητου και την επιστημονικότητα της ψυχανάλυσης. Η αδυναμία μιας υλιστικής φιλοσοφίας να αποδεχθεί εκδοχές υλικότητας που νέες τομές αναδεικνύουν, οδηγεί σε μορφές παρεμπόδισης της επιστημονικής πρακτικής, δημιουργεί τους όρους ιδεαλιστικές απόψεις να καταλάβουν με την ευπλασία και την προσαρμοστικότητά τους χώρο και να ηγεμονεύσουν. Ένας στρεβλός υλισμός δημιουργεί πεδία παρέμβασης σε εκδοχές ιδεαλισμού. Για παράδειγμα στη συζήτηση για τη νέα φυσική, είναι χαρακτηριστικό το πως ιδεαλιστικές απόψεις έσπευσαν να καλύψουν κρίσιμο θεωρητικό χώρο [24] .

Προσπάθειες από τη μεριά μαρξιστών να υπερασπιστούν την επιστημονικότητα του ιστορικού υλισμού μέσα από τη συγκρότηση μιας καθολικής οντολογίας της φυσικής ύλης οφείλουν να ειδωθούν και ως μορφή υποχώρησης απέναντι στην αστική ιδεολογία. Αντί να αναδείξουν αυτοτελώς την υλικότητα και επιστημονικότητα του αντικειμένου τους, απέναντι στη μυστικοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων που είναι το χαρακτηριστικό της κυρίαρχης ιδεολογίας, επέλεξαν να τοποθετηθούν στο έδαφος μιας μορφής επιστημονικότητας ως ένα βαθμό ενσωματώσιμης στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας (η αστική ιδεολογία μπορεί να αποδεχτεί την υλικότητα της φύσης, όχι όμως των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων). Ένας καθολικός οντολογικός νατουραλισμός αποτέλεσε το υπόβαθρο για μια υποκατάσταση της πάλης των τάξεων από την ατέρμονη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως εγγύηση της προόδου προς το σοσιαλισμό, γόνιμο έδαφος για έναν πολιτικό εξελικτισμό, και καθιστούσε αδύναμο το διαλεκτικό υλισμό απέναντι σε επιθέσεις που στηρίζονταν σε νεώτερα επιστημονικά επιτεύγματα. Η ιδεολογία της προόδου και της εξέλιξης, η εμμονή σε μια τεχνικιστική αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης, η ιδέα της παραγωγής, όχι σαν πάλης των τάξεων, αλλά ως αγώνα για την κυριαρχία και την αξιοποίηση της φύσης, αποτελούν βασικούς τόπους της αστικής ιδεολογίας [25] .

Άρα στην περίπτωση των καθολικών οντολογιών έχουμε μια διπλή διαλεκτική κίνηση: ιδεαλιστική παρέκκλιση, ηγεμόνευση από την αστική ιδεολογία. Η ιδεαλιστική παρέκκλιση, σαν αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα σε επιστήμη και φιλοσοφία, υποτίμηση της ικανότητας του ιστορικού υλισμού να παρέχει ο ίδιος τα πρωτόκολλα της επιστημονικότητάς του και προσπάθεια αναζήτησης "οντολογικών" θεμελιώσεων, συνεπάγεται υποχώρηση σε θέσεις μολυσμένες από την αστική ιδεολογία.

Οι τοποθετήσεις του Αλτουσέρ (διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος, εσωτερικότητα των μηχανισμών κίνησης στο εσωτερικό κάθε υλικής διαδικασίας, ειδικότητα κάθε αντικειμένου και κάθε αντίφασης) αποτελούν αρνητικούς προσδιορισμούς για το πώς μια φιλοσοφική παρέμβαση υλιστικού προσανατολισμού μπορεί να συγκροτήσει μια φιλοσοφική αντίληψη της υλικότητας. Όχι θετικούς προσδιορισμούς για το αν είναι "ύλη", αλλά αρνήσεις ιδεαλιστικών αναδράσεων. Η υλιστική παρέμβαση δεν συγκροτεί ορισμούς της ύλης, αλλά επιτείνει τη διαχωριστική γραμμή με μορφές ιδεαλισμού στα αποτελέσματα των επιστημολογικών τομών. Η συγκρότηση της ύλης ως θεωρητικού αντικειμένου αποτελεί υπόθεση των επιστημών, όχι της φιλοσοφίας. Δεν χρειαζόμαστε μια "σωστή" οντολογία, αλλά να αποδιαρθρώσουμε μορφές οντολογίας που, ανεξάρτητα από το όποιο υλιστικό ή ιδεαλιστικό πρόσημό τους, φέρουν το χνάρι του ιδεαλισμού.

2.2. Διαλεκτική της φύσης;

Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που στην ιστορία του μαρξισμού ορίστηκε ως διαλεκτική της φύσης [26] . Ως ερώτημα σε αρκετές περιπτώσεις αποτέλεσε μορφή φιλοσοφικής και ιδεολογικής υποχώρησης. Απέναντι σε μια συντονισμένη ιδεολογική αντεπίθεση στο σκάνδαλο μιας υλιστικής αντίληψης του κοινωνικού, επιλέγεται μια μετατόπιση σε ένα στοιχείο ενσωματώσιμο στην αστική ιδεολογία: την υλικότητα της φύσης. Αυτή η υπαγωγή της ιστορίας στη φύση έχει συγκεκριμένες συνέπειες: την παραγωγή μιας αντίστροφης μεταφυσικής, τη συγκρότηση αναγωγικών γενικεύσεων που επάγουν αντιφάσεις στο επίπεδο της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Αντιστρέφει τη σχέση ανάμεσα σε επιστήμη και φιλοσοφία, η φιλοσοφία ανάγεται σε μια υπερεπιστήμη. Κάθε προσπάθεια να αναχθεί η φιλοσοφία σε μηχανισμό που παρέχει γνώσεις για τις επιστήμες, φέρει το ίχνος της ιδεαλιστικής εκμετάλλευσης των επιστημών.

Το ζήτημα αναδεικνύει το ερώτημα του τι σημαίνει υλιστική τοποθέτηση. Ο μαρξιστικός υλισμός υπερβαίνει τον αντισπιριτουαλισμό, που αποτέλεσε βασικό όπλο της αστικής τάξης στον αγώνα της απέναντι στη φεουδαρχία, την εκκλησία, το απολυταρχικό κράτος. Ο υλισμός δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην υπεράσπιση του επιστημονικού πνεύματος. Η τάση για την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και συνεπάγεται μια αντίληψη ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας. Ο μαρξιστικός υλισμός φέρνει μια ευρύτερη αντίληψη για τον ιδεαλισμό από τον σπιριτουαλισμό και την θρησκευτική μεταφυσική: η ανάδειξη της πολεμικής σε κάθε τελεολογία, η ανάδειξη του ουμανισμού σε μορφή της αστικής ιδεολογίας, η προνομιμοποίηση της αντίθεσης σε κάθε μηχανιστική αντίληψη του κοινωνικού, επιτρέπουν ο υλισμός να είναι πιο μάχιμος φιλοσοφικά, πέρα από εξισώσεις του τύπου (διαλεκτικός υλισμός = νατουραλισμός + διαλεκτικές τριάδες), να εντοπίζει τις ιδεολογικές μετατοπίσεις, να χαράζει τις διαχωριστικές γραμμές με μορφές ιδεολογικής εκμετάλλευσης.

Ποια φιλοσοφική, επιστημονική και πολιτική σημασία έχει μια θεώρηση του "ανθρώπου" ως σκεπτόμενης ύλης -ή κοινωνικά οργανωμένης ύλης-, ως ανώτερη μορφή του υλικού πεδίου; Αντίστοιχα τι σημαίνει να αποδείξουμε ότι οι ίδιοι νόμοι κίνησης της ύλης λειτουργούν και στο φυσικό και στο κοινωνικό επίπεδο [27] ; Δεν υποτιμούμε τη σημασία που έχουν πολεμικές στη θρησκευτική ιδεολογία και κάθε μεταφυσική, ή η παραδοχή της φυσικότητας (βιολογικότητας) της ανθρώπινης ύπαρξης, της βιολογικής έδρασης των νοητικών λειτουργιών. Αλλά δεν αρκεί. Η βασική μορφή της αστικής ιδεολογίας δεν είναι μια θρησκευτική ή ανορθολογική μεταφυσική. Ο σκληρός πυρήνας της είναι ο ανθρωπισμός (η ανθρώπινη ουσία) και ο οικονομισμός (μια αντίληψη της παραγωγικής διαδικασίας χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις, μια φετιχιστική αντίληψη των ανταλλακτικών σχέσεων). Η υλιστική αντιστροφή δεν είναι η απόδειξη της βιολογικής έδρασης των νοητικών λειτουργιών, αλλά η ανάδειξη των κοινωνικών σχηματισμών ως υλικής διαδικασίας, όπου οι "νόμοι κίνησης" δεν είναι αυτοί της βιολογίας, ή της φυσικής, αλλά η πάλη των τάξεων και οι παραγωγικές σχέσεις.

Μια τοποθέτηση για τη συνέχεια ανάμεσα σε άνθρωπο, φύση και ύλη δεν αποτελεί επαρκή απάντηση στις μορφές που παίρνει η κυρίαρχη ιδεολογία. Η ιδεολογική απάντηση στην αστική ηγεμονία προϋποθέτει άλλα στοιχεία: ανάδειξη του ταξικού ανταγωνισμού, ιστορικότητα και αντιφατικότητα των τρόπων παραγωγής, πολεμική απέναντι σε σχήματα είτε εξέλιξης είτε "παγώματος" του ιστορικού χρόνου, απέναντι στον οικονομισμό, απόδειξη ότι δεν υπάρχει ο μύθος του ανθρώπου αλλά ιστορικά ασυνεχείς τρόποι παραγωγής και τα αποτελέσματά τους στο ιδεολογικό επίπεδο.

Αυτό αναδεικνύεται στην αντίληψη για τη διαλεκτική: διατυπώθηκε η μαρξιστική διαλεκτική ως μεταγραφή του εγελιανού σχήματος, με την άρνηση της άρνησης. Ένα σχήμα εκφραστικής ολότητας και άρνησης της άρνησης, απομακρύνεται από τις ανάγκες αντιμεταφυσικής και αντιτελεολογίας που απαιτεί μια υλιστική αντίληψη της διαλεκτικής και μετατοπίζεται σε ένα σχήμα ουσίας -Υποκειμένου και εξελικτικής προόδου με μεσσιανικά στοιχεία. Ειδικά το δεύτερο στοιχείο δείχνει πως μια ανάγκη να προβληθεί η σημασία της αντίθεσης και της εξέλιξης, που έβρισκε μια σύμμαχη δύναμη στο ρηξικέλευθο κομμάτι της αστικής σκέψης (το εγελιανό σχήμα), είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της φιλοσοφικής παρέμβασης σε μορφές ανταγωνιστικές προς το υλιστικό φορτίο του ιστορικού υλισμού.

Οι τάσεις που προσπαθούν να αποδείξουν τη συνέχεια ανάμεσα σε φυσικό και ιστορικό κόσμο, που αποδίδουν σε κάποια τάση της ύλης (ή της "ανώτερης σκεπτόμενης" μορφής της) τη δυνατότητα του κομμουνισμού, αποτελούν μορφές μεταφυσικής τελεολογικής σκέψης, μορφές ενός ακραίου ιστορικισμού. Η εμμονή στην απόδειξη μιας κοινής τάσης της ύλης σημαίνει -σε τελική ανάλυση- αναζήτηση εγγυήσεων ότι υπάρχει ένα "σχέδιο" του κόσμου.

Στη συγκυρία της συγκρότησης των πρώτων πολιτικών μορφών του εργατικού κινήματος όντως είχε μια ιδεολογική βαρύτητα να αξιοποιηθούν τα στοιχεία των επιστημονικών ανακαλύψεων (κίνηση, μετασχηματισμός, εξέλιξη), καθώς αναδεικνυόταν η πρόκληση το εργατικό κίνημα να πολώσει τις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της αστικής ιδεολογίας (τον νατουραλιστικό υλισμό, τον αντικληρικαλισμό), και να αναδειχτεί σε ηγετική δύναμη της "προόδου".

Όμως αυτή η προσπάθεια δημιούργησε προβλήματα. Παρακάμπτει την ειδικότητα της διαλεκτικής, την ειδικότητα κάθε υλικής διαδικασίας και κάθε γνωστικού αντικειμένου, σε ένα καθολικό σχήμα όπου η φιλοσοφία είναι η μόνη επιστήμη, η φιλοσοφική κατηγορία της ύλης ταυτίζεται με την επιστημονική έννοια, και δημιουργούνται οι όροι για ιστορικιστικές και μεταφυσικές αποκλίσεις. Όση σημασία κι αν έχει η ιδεολογική επανιδιοποίηση από το εργατικό κίνημα στοιχείων εξωτερικών προς τον ιστορικό υλισμό, είναι ανάγκη να εντοπίζεται το όριο όπου η αξιοποίηση μετασχηματίζεται σε μετατόπιση στο έδαφος του αντιπάλου. Η μάχη πρέπει να γίνεται στο πιο δύσβατο έδαφος, εκείνο που αφίσταται από τις μορφές του κοινού νου: να αναδεικνύονται φιλοσοφικά στοιχεία από το οπλοστάσιο του ιστορικού υλισμού: η υλικότητα των κοινωνικών διαδικασιών, χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος, ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, η υπεράσπιση όχι μιας γραμμικής αντίληψης προόδου, αλλά της δυνατότητας της επαναστατικής ρήξης. Έτσι μπορεί να αξιοποιηθεί το ιδεολογικό δυναμικό που αναδεικνύουν οι επιστημολογικές τομές έξω από το πεδίο της ιστορίας: το κρίσιμο ίχνος υλισμού που συνεπάγεται κάθε επιστημολογική τομή.

Όντως αποτελεί ένα ζητούμενο η συμμαχία ανάμεσα σε εργατικό κίνημα και υλιστική επιστημονική αντίληψη. Όχι με όρους αναγωγής, υποταγής και δανεικών απαντήσεων, αλλά ως υπεράσπιση της επιστημονικότητας και της αντικειμενικότητας του ιστορικού υλισμού, αξιοποίηση κάθε επιστημολογικής τομής, του τρόπου που αποδιαρθρώνει στοιχεία της αυθόρμητης μεταφυσικής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Από κει και πέρα υπάρχει διαλεκτική της φύσης; Ο Μπαλιμπάρ αναφέρεται σε αυτήν ως ερώτημα για τους όρους με τους οποίους παράγεται ως κοινωνική διαδικασία η γνώση του φυσικού κόσμου, και απορρίπτει κάθε αντίληψη καθολικής οντολογίας [28] . Μπορούμε να θέσουμε και μερικούς άλλους όρους. Μια διαφορετική αντίληψη για τη διαλεκτική της φύσης σημαίνει εμμονή στη συγκρότηση μέσα από επιστημολογικές τομές του αντικειμένου της γνώσης στη βάση ενός εξωτερικού και διακριτού προς αυτό πραγματικού αντικειμένου, την ανασύνθεση σε εννοιολογικό επίπεδο των αιτιακών μηχανισμών κάθε υλικής διαδικασίας. Σημαίνει ακόμη την ιδεολογική και επιστημολογική πάλη ενάντια σε κάθε αναγωγισμό που παρακάμπτει το αίτημα της ανάδειξης του ειδικού κάθε φορά μηχανισμού παραγωγής φαινομένων, άρα την ειδικότητατης διαλεκτικής. Προϋποθέτει την παραδοχή ότι η επιστημονική παραγωγή δεν λαμβάνει χώρα εν κενώ, αλλά στο πλαίσιο ταξικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που αφήνουν το χνάρι τους. Η επιστημονική πρακτική δεν είναι ουδέτερη και απαιτείται αντίσταση σε απόπειρες ιδεολογικής εκμετάλλευσης. Το ίδιον της υλικής διαδικασίας είναι ότι ορίζεται ως διαδικασία που λαμβάνει χώρα έξω από γνωρίζον υποκείμενο, έξω από την επιστήμη, και αποτελεί μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος. Μόνος μηχανισμός εξέλιξής της είναι οι εσωτερικοί προς αυτήν μηχανισμοί παραγωγής φαινομένων. Έτσι μπορούμε να θεμελιώσουμε τη σημασία της πάλης ενάντια στον αναγωγισμό και την έμφαση στον αντιτελεολογικό, αντιεμπειριστικό, αντιιδεαλιστικό χαρακτήρα που πρέπει να καθοδηγεί την επιστημονική πρακτική.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει μια οντολογία αλλά φιλοσοφικές διαχωριστικές γραμμές απέναντι σε όλες τις μορφές του ιδεαλισμού. Η έννοια της υλικής διαδικασίας και του υλικού -πραγματικού αντικειμένου οφείλει να επεκτείνεται σε κάθε διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος: η γλώσσα, η ιδεολογία, το ασυνείδητο αποτελούν πραγματικά υλικά αντικείμενα, σχετικά αυτόνομες (επικαθορισμένες) υλικές διαδικασίες, και όχι γιατί λαμβάνουν χώρα στο βιολογικό συλλογικό κεφάλι.

Ανασύνθεση του ερωτήματος πίσω από τη "διαλεκτική της φύσης" σημαίνει εμμονή όχι στη γενικότητα της αντίφασης αλλά στην ειδικότητά της, την ειδικότητα κάθε αιτιακού μηχανισμού που είναι εσωτερικός προς κάθε επιστημονική διαδικασία. Μόνο έτσι μπορούν να αναζητηθούν (από την επιστήμη και όχι τη φιλοσοφία) μορφές επικαθορισμού και σχέσης ανάμεσα σε υλικές διαδικασίες και επίπεδα, η δυνατότητα ή όχι εφαρμογής αιτιακών προτύπων. Αλλά και να αναδειχτεί ο ανοιχτός χαρακτήρας της διαδικασίας παραγωγής γνώσεων. Σημαίνει όμως και αντίθεση σε σχήματα είτε μεταφυσικής τελεολογίας, είτε εμπειριστικού μπλοκαρίσματος του μηχανισμού παραγωγής γνώσης (που εκδηλώνεται είτε σαν αδυναμία διάκρισης υλικών επιπέδων και αντικειμένων, είτε ως άρνηση της επιστημονικότητας συγκεκριμένων κλάδων) υπεράσπιση μιας ριζικά αντιεμπειριστικής κατεύθυνσης όπου το κομβικό δεν είναι η εφαρμογή αλλά η επιστημολογική τομή, ότι δηλαδή η παραγωγή της γνώσης δεν είναι προσθήκη "δεδομένων" αλλά ρήξη με προφάνειες.

Πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό επίπεδο ως υλικές διαδικασίες. Το φυσικό επίπεδο θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς, επικαθορισμούς στο κοινωνικό, σε καμία περίπτωση όμως το κοινωνικό δεν αποτελεί μια έκφραση του φυσικού. Οι πρωτεύοντες αιτιολογικοί προσδιορισμοί (και της πραγματικής διαδικασίας, αλλά και της εννοιολογικής ανασύνθεσής της) δεν είναι οι φυσικοί ή οι βιολογικοί. Το κοινωνικό, η πάλη των τάξεων, αντιμετωπίζεται όχι ως έκφραση γενικών νόμων κίνησης αλλά ως ειδική υλική διαδικασία (σύνθετη και επικαθορισμένη) με τις ειδικές αντιφάσεις της και το δικό της μηχανισμό κίνησης (την πάλη των τάξεων), που τόσο συνολικά, όσο και στις επιμέρους διαδικασίες που περικλείει αναδεικνύεται ως αυτοτελής υλική διαδικασία. Η αναφορά στη φυσική πραγματικότητα οφείλει να έχει όχι το χαρακτήρα της ουσιώδους μορφής, αλλά της προσεκτικής αναλογίας. Δεν είναι σκοπός μας να αποδείξουμε ότι δεν χρειάζεται καμιά αναφορά στις φυσικές διαδικασίες για να αποδειχτεί η υλικότητα της ιστορίας. Όμως, μια συστηματική προσπάθεια απόδειξης της συνέχειας ανάμεσα σε φυσική και κοινωνική "ύλη" έχει αποτελέσματα παραγνώρισης της επιστημονικής δυναμικής του ιστορικού υλισμού. Η ανάδειξη έστω και με αντιφατικούς όρους (πραγματική και διαρκώς αναπαραγόμενη διαπάλη ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, υλισμό και ιδεαλισμό) της υλικότητας του φυσικού πεδίου, το χτύπημα που έδωσε σε ένα φάσμα από παραδοσιακές μορφές μεταφυσικής, το γεγονός ότι η αστική ιδεολογία αναγκάστηκε να ενσωματώσει τέτοιες αποφάνσεις για την φυσική πραγματικότητα, μπορεί να αξιοποιηθεί για την προβολή μιας υλιστικής αντίληψης, μπορεί να αναδείξει την πολιτική σημασία των μεταφυσικών αντιλήψεων, και σαν αναλογία πρέπει να αξιοποιηθεί. Αρκεί να μην ψάχνουμε για επιστημονικές απαντήσεις που η φυσική πραγματικότητα δεν μας δίνει, να μην ξεχνάμε ότι οι μορφές μεταφυσικής και τελολογίας που παράγει η ιδεολογική αντίδραση στην τομή του ιστορικού υλισμού είναι αρκετά πιο σύνθετες, άρρητες και περίπλοκες.

Μικρή σημασία έχει να αποδείξουμε αφηρημένα την κίνηση και την αλλαγή στη φύση -πέρα από το επιστημονικά αμφίβολο τέτοιων τάσεων-, ως εγγύηση για τη δυνατότητα του κομμουνισμού. Αντίθετα έχει σημασία να αποδείξουμε το λάθος, την ιδεολογική λειτουργία των σχημάτων που αξιοποιούν όψεις της επιστήμης (το βιολογισμό, το νατουραλιστικό φιλελευθερισμό, τον ανορθολογισμό, το μυστικισμό). Δεν είναι τόσο σημαντικό να αποδείξουμε ότι η κοινωνία ως φύση κινείται και αλλάζει, αλλά να αναδείξουμε ότι είναι ένας σχηματισμός που κινείται από την πάλη των τάξεων. Ακόμη και με όρους μαζικής πολιτικής ιδεολογίας, στόχος μας είναι να δείχνουμε ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε συνειδητό δημιούργημα, ούτε φυσικό αποτέλεσμα, ούτε μηχανή, αλλά διαρκής αντίθεση που εξαρτάται από την έκβαση του συσχετισμού στους πόλους της. Σε αυτή τη βάση το "σχέδιο" είναι ακριβώς η προσπάθεια να ενταθούν αντικειμενικές τάσεις που ήδη επενεργούν.

Τα παραπάνω όμως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εννοούν ότι μια το ερώτημα ενός μαρξιστικού υλισμού αφορά μόνο την υποστήριξη της δυνατότητας της επιστήμης του ιστορικού υλισμού. Αν σε τελική ανάλυση η φιλοσοφία ως χώρος είναι ένα ιδιότυπο "εργαστήριο της ηγεμονίας" τότε για τους μαρξιστές είναι πραγματική πρόκληση και κομμάτι της διαλεκτικής της εργατικής αντιηγεμονίας η υπεράσπιση της γραμμής του υλισμού σε κάθε γνωστικό πεδίο [29] . Αυτό όμως προϋποθέτει κατά τη γνώμη μας εκείνους ακριβώς τους κρίσιμους διαχωρισμούς που συχνά "υλιστικές" οντολογίες παραβλέπουν.

3. Ιστορικός και Διαλεκτικός Υλισμός,

η ανισότητα (αλλά και αναγκαιότητα) μιας σχέσης

Αν με τις μέχρι τώρα παρατηρήσεις προσπαθήσαμε να δείξουμε το αντικειμενικό πολιτικό φορτίο που φέρει μια υλιστική φιλοσοφική τοποθέτηση, εντούτοις παραμένει το ερώτημα γιατί είναι αναγκαία και αναντικατάστατη μια ειδικά φιλοσοφική παρέμβαση εντός των θεωρητικών πρακτικών του εργατικού κινήματος.

Αυτό προϋποθέτει ότι η επιστήμη του ιστορικού υλισμού δεν είναι μια γραμμική προβολή της προλεταριακής ιδεολογίας. Και με αυτό δεν αναφερόμαστε μόνο στο σχολιασμένο και από τον Αλτουσέρ γεγονός ότι οι πραγματικά διαπιστώσιμες μορφές της αυθόρμητης προλεταριακής ιδεολογίας φέρουν στοιχεία και από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Αναφερόμαστε και στη σύγκρουση με την ίδια την δομική μορφή της προλεταριακής ιδεολογίας (ας πούμε μεταφορικά στην καθαρή μορφή της) ως ιδεολογίας. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει και το γιατί θα μπορούσε να μην είχε υπάρξει ο ιστορικός υλισμός, παρά την ύπαρξη και ανάπτυξη του προλεταριακού κινήματος, αλλά και γιατί αποτελεί κάτι το διακριτό μέσα στην ίδια τη συνθετότητα του καθορισμού και της εξάρτησής του από την προλεταριακή ιδεολογία. Ταυτόχρονα μπορεί να εξηγήσει τόσο την έννοια της συγχώνευσης αλλά και την ασυμμετρία της, τον αναγκαστικά άνισο χαρακτήρα της (αλλά και γιατί και οι περίφημες απόψεις περί εισαγωγής της θεωρίας στην τάξη δεν αποτελούν απλούς στόχους για αναθέματα αλλά λανθασμένες μέσα στην βιαστική σχηματικότητά τους προσπάθειες για απάντηση σε ένα πραγματικό ερώτημα). Η εσωτερικότητα της επιστήμης του ιστορικού υλισμού προς το προλεταριακό κίνημα δεν ακυρώνει τόσο τη διακριτότητά της, τον μη οικείο χαρακτήρα της.

Ότι ο ιστορικός υλισμός είναι μια επιστήμη με όρους, βλέψεις και εσωτερικά προς το θεωρητικό σώμα πρωτόκολλα αντικειμενικότητας αποτελεί σε αυτά τα πλαίσια μια μήτρα πολλαπλών αντιθέσεων. Η εξέλιξη του συσχετισμού σε αυτές τις αντιθέσεις αποτελεί το δείκτη της ίδιας της επιστημονικότητάς του. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην περίπτωση του ιστορικού υλισμού η ανάδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ιδιαίτερα έντονη, στο όριο της διαγραφής. Κι αυτό γιατί ο ιστορικός υλισμός επικεντρώνει το αποδιαρθρωτικό αποτέλεσμά του στον κρίσιμο πυρήνα κάθε ταξικής ιδεολογίας: την παραγνώριση της ιστορικότητας της εκμετάλλευσης.

3.2 Σχισματική επιστήμη και αναγκαστική ανισότητα

Αυτό έχει και μια άλλη συνέπεια: τον αναγκαστικά ανολοκλήρωτο χαρακτήρα που παίρνει ως επιστήμη με την έννοια της διαρκούς εγγραφής και στο σώμα της επιστήμης αποτελεσμάτων της κυρίαρχης ιδεολογίας, όλο το φάσμα των κρίσιμων εντάσεων που διαπερνούν και τα κείμενα του ίδιου του Μαρξ. Αυτό προσπαθεί να αποδώσει και ο Αλτουσέρ με την έννοια της σχισματικής / συγκρουσιακής επιστήμης [30] που τη διαβάζουμε με μια διπλή έννοια: πρώτον τη σύγκρουση με τους κρίσιμους τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας και σε πρώτο βαθμό (και όχι μόνο στο δεύτερο βαθμό των μεταθεωρητικών αποτελεσμάτων) αλλά και με την κομβική έννοια της εσωτερίκευσης της αντίθεσης (εσωτερίκευση που καταγράφεται ούτως ή άλλως στο κείμενοκάθε επιστήμης αλλά εδώ παίρνει την πιο οριακή μορφή).

Η έννοια της συγχώνευσης ανάμεσα σε μαρξιστική θεωρία και εργατικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει το πεδίο μέσα από το οποίο μπορεί να αναδυθεί και μια πραγματική ιστορίααυτών των αντιθέσεων, μια ιστορία άνιση και με πολλές υποχωρήσεις [31] . Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει και τις τοποθετήσεις του ύστερου Αλτουσέρ, όπου η συγχώνευση από πραγματικότητα αναδεικνύεται σε κρίσιμο ζητούμενο και διακύβευμα ενίοτε και σε καθοριστική απουσία.

Η έννοια της συγχώνευσης παραπέμπει ταυτόχρονα σε δύο καθοριστικά στοιχεία, στους δύο αντίπαλους πόλους μιας καθοριστικής ταλάντευσης: Ο ένας πόλος είναι η διακριτότητα η ριζική και πραγματική διαφορά ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, η ανοικειότητα της θεωρίας του ιστορικού υλισμού απέναντι στο ίδιο το προλεταριακό κίνημα του οποίου το αντικειμενικό συμφέρον υπηρετεί. Είναι ο πόλος που δηλώνει δύο κρίσιμες θέσεις: πρώτον ότι ο ιστορικός υλισμός δεν προκύπτει αναγκαστικά μέσα από την προλεταριακή ιδεολογία, δεύτερον ότι η τομή του ιστορικού υλισμού θα μπορούσε και να μην είχε λάβει χώρα Ο άλλος πόλος η πολλαπλή εξάρτηση. Από τη μια, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η επιστημολογική τομή (επειδή ακριβώς αποτέμνεται από τον σκληρό αναπαλλοτρίωτο πυρήνα της αστικής ιδεολογίας) δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο υπό την ηγεμόνευση από ένα ανταγωνιστικό προς την αστική ιδεολογία υποσύνολο, δεν μπορεί να λάβει χώρα με την απλή επέκταση ενός κεκτημένου ιδεολογικής ανοχής στην επιστημονική αντικειμενικότητα. Με μία έννοια επομένως η κομμουνιστική πολιτική στράτευση αποτελεί επιστημολογική προϋπόθεση της επιστήμης του ιστορικού υλισμού. Από την άλλη, η έννοια της συγχώνευσης ενέχει ένα δυναμικό μετασχηματισμό των πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών του προλεταριακού κινήματος.

Η διαδικασία κατάργησης της εκμετάλλευσης ως πολιτικού προγράμματος (που συμπυκνώνει ένα αντικειμενικό ταξικό συμφέρον) έχει την ιδιαιτερότητα ότι δε μπορεί να λάβει χώρα στο επίπεδο της ιδεολογίας και μόνο (όπως μπορεί να γίνει για παράδειγμα με τη διαδικασία μετάβασης από έναν εκμεταλλευτικό τρόπο σε έναν άλλο). Με αυτό δεν εννοούμε ένα απλουστευτικό σχήμα συνειδητής δράσης απέναντι στην αυθόρμητη τάση των πραγμάτων. Εννοούμε ότι η κατάργηση του συνόλου των καθοριστικών ιχνών που αφήνει η κυρίαρχη ιδεολογία και η καταστροφή όλων των μητρών που μπορούν να αναπαράγουν ταξικές σχέσεις απαιτεί μια μη ιδεολογική,δηλαδή επιστημονική τροφοδοσία της πολιτικής πρακτικής γιατί μόνο η επιστήμη μπορεί να εντοπίσει αυτά τα ίχνη και αυτές τις μήτρες ως αυτό που είναι: τόποι της ταξικής εξουσίας.

Ταυτόχρονα η συγχώνευση ενέχει το ζητούμενο που αναφέραμε πιο πάνω: μια μετασχηματισμένη εκδοχή της προλεταριακής ιδεολογίας. Το σημείο αυτό έχει και μια ιδιαίτερη σημασία για την ίδια τη διαδικασία της επιστήμης: Αν η ηγεμόνευση από μια προλεταριακή ιδεολογική τοποθέτηση είναι μια προϋπόθεση της ανάπτυξης του ιστορικού υλισμού, η μορφή και τα προβλήματα, οι αντιφάσεις που αναπτύσσονται εντός της προλεταριακής ιδεολογίας (και ο βαθμός στον οποίο αυτή μπορεί να αντιπαλεύει τα αποτελέσματα της αστικής ηγεμονίας) καθορίζουν το πλαίσιο της πίεσης που μπορεί να ασκηθεί και πάνω στην επιστήμη.

Η ανισότητα της σχέσης ανάμεσα σε επιστήμη του ιστορικού υλισμού και προλεταριακή ιδεολογία, τόσο στο επίπεδο της δομικής αντίθεσης ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, όσο και στο επίπεδο των αντιφάσεων της προλεταριακής ιδεολογίας και του βαθμού στον οποίο όντως η επιστήμη αναπτύσσεται στο εσωτερικό του προλεταριακού κινήματος μπορεί να πάρει ποικίλους βαθμούς και μορφές. Οριακά αυτή η ανισότητα μπορεί να πάρει τη μορφή του οριστικού διαχωρισμού, της εξωτερικής προς το κίνημα παρουσίας ή ανάπτυξης της θεωρίας. Και αυτή μπορούμε να πούμε ότι σήμερα είναι και μια από τις μορφές της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Πριν όμως δούμε αυτό το οριακό ενδεχόμενο θα πρέπει να σταθούμε στο ερώτημα για αυτή την ανισότητα, τις συνέπειες για τη θεωρία και τις συνέπειες για την μαρξιστική φιλοσοφία.

Εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο σε ένα παράλληλο ερώτημα: ποια είναι η προσίδια πειραματική διαδικασία εντός του ιστορικού υλισμού. Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η προσίδια πειραματική διαδικασία είναι η προλεταριακή πολιτική πρακτική. Αυτό όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι οριακά οδηγεί σε μια μορφή αναστολής της επιβεβαίωσης της επιστημονικότητας του μαρξισμού μέχρι την έλευση του κομμουνισμού. Εμείς δεν θα ασχοληθούμε σε αυτό το σημείο με το ερώτημα για το τι σημαίνει πειραματική συναλλαγή και την ευρύτητα που αυτό μπορεί να έχει [32] . Ας δεχτούμε όμως ότι όντως η πειραματική συναλλαγή του ιστορικού υλισμού είναι η προλεταριακή πολιτική πρακτική με την έννοια της στιγμής της ηγεμόνευσης της διαδικασίας παραγωγής γνώσεων από την ίδια την υλικότητα του αντικειμένου (πιο σωστά ως η στιγμή στην οποία κρίνεται το αν αυτή θα υπάρξει και θα έχουμε επιστήμη ή όχι).

Θα πούμε επομένως ότι αποτελεί μια ιδιότυπη εσωτερική αντίφαση του ιστορικού υλισμού ότι αυτή η ίδια η πειραματική συναλλαγή του τον εκθέτει και στις πιέσεις της ιδεολογικής ανάδρασης ώστε να διακυβεύει την ίδια την επιστημονικότητά του. Είναι η ίδια η διαδικασία της συγχώνευσης με μια άνιση και αντιφατική διαδικασία όπως είναι η πάλη των τάξεων και ο ποτέ μη προδιαγεγραμμένος συσχετισμός της που, αν από τη μια είναι το αναγκαίο στοιχείο για να μπορέσει να υπάρξει αυτή η επιστημολογική τομή, από την άλλη είναι και το πεδίο στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν και όλες οι αντίρροπες τάσεις σε αυτή την επιστημονικότητα.

Θα υποστηρίξουμε λοιπόν ότι η καθοριστική ανισότητα είναι αυτή που αναπτύσσεται εντός της συγχώνευσής του με το εργατικό κίνημα και που είναι αυτή που επάγει αντιφάσεις και στο ενδεχόμενο του διαχωρισμού, της ακύρωσης, της συγχώνευσης. Κι όταν αναφερόμαστε στην ανισότητα εντός της συγχώνευσης αναφερόμαστε πρώτον σε δύο παραδοχές: πρώτον ότι ούτως ή άλλως η επιστημονική εργασία εντός του μαρξισμού περιλαμβάνει κάποιου τύπου ηγεμόνευση από όψεις της προλεταριακής ιδεολογίας. Δεύτερον, τις παραμέτρους που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία εντός της άνισης σχέσης ανάμεσα σε εργατικό κίνημα και ιστορικό υλισμό. Αυτό περιλαμβάνει μια σειρά από αντιφάσεις που αφορούν την εξέλιξη της πάλης των τάξεων και τον τρόπο με τον οποίο εγγράφει ιδεολογικά αποτελέσματα (μετατοπίσεις του δείκτη κυριαρχίας) στην προλεταριακή ιδεολογία, πιο σωστά τον ειδικό συσχετισμό ανάμεσα σε προλεταριακή και αστική ιδεολογία, συσχετισμό επικαθορισμένο με τη σειρά του μια που ο ένας πόλος (η προλεταριακή ιδεολογία) καθορίζεται και από το βαθμό μετασχηματισμού του από την επιστήμη του ιστορικού υλισμού. Τονίζουμε περισσότερο τα ιδεολογικά αποτελέσματα, σε επίπεδο πραγματικού ιδεολογικού συσχετισμού, παρά τα πολιτικά αποτελέσματα ή τα μαζικά αποτελέσματα και τον εμπειρικά διαπιστώσιμο ταξικό συσχετισμό δύναμης, κι αυτό είναι συνειδητό. Θεωρούμε σε μεγάλο βαθμό τα ιδεολογικά αποτελέσματα (και την ειδική τους συμπύκνωση σε επίπεδο θεωρίας) αποτελεσματικότερο δείκτη μετατοπίσεων που μπορεί να εξηγήσει και την ιδιοτυπία ότι περίοδοι ανάπτυξης του εργατικού κινήματος λαμβάνουν χώρα σε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο επιδράσεων από την αστική ιδεολογία, κάτι που μπορεί τελικά να αποτελέσει και μήτρα και πολιτικών μετατοπίσεων και αποκλίσεων. Αυτή η διαδικασία είναι σύνθετη και έχει περισσότερο το χαρακτήρα της κωδικοποίησης προηγούμενων υποχωρήσεων που παίρνουν τη μορφή μετατοπίσεων σε πιο εύκολο έδαφος (το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η αποδοχή της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων και η λογιστική παράσταση της υπεραξίας). Είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο εντοπίζουμε μια αντίφαση εντός της εξέλιξης του εργατικού κινήματος: η πολιτική ανάπτυξη και δραστικότητα να συναρθρώνεται με την ιδεολογική υποχώρηση.

Γνώμη μας είναι πως ιστορικά αυτή η αντίφαση άλλοτε επιλυόταν με τη μορφή μιας διπλής τομής, τόσο πολιτικής όσο και επιστημονικής και τότε είχαμε πραγματικές επαναστατικές ρήξεις ή έστω προόδους (ιστορικά αυτό αποτέλεσε η λενινιστική τομή, η τομή του Μάο πάνω στην έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, και σε μικρότερο και ανολοκλήρωτο βαθμό ένα μέρος από την πολιτική και θεωρητική παραγωγή της κομμουνιστικής ετεροδοξίας των κινημάτων του '68). Άλλοτε δεν επιλυόταν και η θεωρητική μετατόπιση γινόταν πολιτική και ιδεολογική μετάλλαξη: η περίπτωση των δύο ιστορικών προδοσιών στο εργατικό κίνημα: της Β' Διεθνούς αλλά από ένα σημείο και μετά και της Γ'.

Παρότι το αναλυτικό μας σχήμα προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από εκδοχές ιστορικισμού και δεν ταυτίζει τη δυνατότητα της επιστημονικής αντικειμενικότητας του ιστορικού υλισμού με την ενσωμάτωσή του στο εργατικό κίνημα ή την εξέλιξη του, εντούτοις η κρίση του εργατικού κινήματος η πολιτική, ιδεολογική και θεωρητική υποχώρηση των πολιτικών μορφών του σημαίνει την ακύρωση όρων ηγεμόνευσης του υλικού, του αντικειμένου, πάνω στην ερευνητική διαδικασία, -πέραν του ότι η ιδεολογική υποχώρηση σημαίνει ότι αυτό που ηγεμονεύει στην επιστημονική εργασία δεν είναι η άρνηση της αστικής ιδεολογίας αλλά η μεταλλλαγή της υπό μαρξιστικό μανδύα και κατά συνέπεια η αναίρεση της κομβικής επιστημολογικής προϋπόθεσης στην οποία αναφερθήκαμε.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση του εργατικού κινήματος αποτελεί και την αναίρεση της δυνατότητας της επιστήμης. Αφενός γιατί η ίδια η ταξική πάλη συνεχίζει να εγγράφει αποτελέσματα, συνεχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της και αυτό μπορεί και να αποτυπωθεί και θεωρητικά. Απλά το στοιχείο της απομόνωσης που θα χαρακτήριζε αυτή την επιστημονική πρακτική σημαίνει και την πολύ μεγαλύτερη έκθεση σε επιδράσεις της αστικής ιδεολογίας. Επιπλέον, όμως, διαπερνάται από τον κίνδυνο της μη δοκιμασίας σε μαζικές πρακτικές.

Εδώ θα πρέπει να σταθούμε μια στιγμή. Η αντίληψή μας για την επιστήμη όπως αφίσταται από μια αντίληψη αφελούς εμπειρισμού, ακόμη περισσότερο αφίσταται και από μια νεοπραγματιστική λογική όπου η εγκυρότητα της θεωρίας είναι η αποδοχή της από την κοινότητα που την αφορά [33] . Κάθε άλλο, επιμένουμε σε αυτό που ορίσαμε πιο πάνω ως την αναγκαστική ανοικειότητα του ιστορικού υλισμού για την εργατική τάξη.

Η έννοια της μη δοκιμασίας έχει μια διπλή σημασία: πρώτον τη σημασία εκείνου του ανοιχτού τμήματος του ιστορικού υλισμού που αφορά την επιστημονική έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου ως αντικειμενικής τάσης, που όμως οι μορφές και οι όροι της μετάβασης σε αυτή απαιτούν μια πραγματική διαδικασία ιστορικού και ειδικού κοινωνικού πειραματισμού, άρα την τροφοδοσία από την ίδια την πρακτική δημιουργικότητα που παράγουν οι μορφές της εργατικής αντιεξουσίας. Το δεύτερο είναι ακριβώς η μη έκθεση σε όλο εκείνο το φάσμα από απαιτήσεις, ερωτήματα, αλλά και ιδεολογικές πιέσεις που παράγει η δυναμική του εργατικού κινήματος έστω και σε αντιφατική μορφή. Ακυρώνονται δηλαδή όροι ηγεμόνευσης των θεωρητικών πρακτικών από την ταξική οπτική της εργατικής τάξης, με τον τρόπο που έχει οριστεί ως επιστημολογική προϋπόθεση του ιστορικού υλισμού.

Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δούμε και τη μορφή της ανισότητας εντός της μη συγχώνευσης που είναι και το ίδιον των καιρών μας. Μια ανισότητα που δεν είναι απλά η εκδοχή μαρξιστές ερευνητές χωρίς κίνημα, αλλά και η αντίστροφη χειρότερη και συχνότερης μορφής: η θεωρητική και ιδεολογική υποχώρηση να παγιώνεται ακόμη κι όταν οι ρυθμοί της ταξικής πάλης ανεβαίνουν.

Η επιστημονική αντικειμενικότητα και το ίχνος του υλισμού που αναγκαστικά τη διαπερνά αφορά το ίδιο το αποτέλεσμα, την ίδια τη διαδικασία, είναι σε τελική ανάλυση η κατάληξη ενός ορισμένου συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε τάσεις. Σαν τέτοια δεν έχει καμιά σχέση με την προθετικότητα των φορέων αυτής της διαδικασίας και αυτής της πρακτικής, ούτε και προϋπόθέτει κάποιου τύπου ειδική αυτοσυνείδηση: αυτό που μετρά είναι αυτό που αντικειμενικά αποτυπώνεται στην ίδια τη διαδικασία, στο ίδιο το θεωρητικό αντικείμενο.

Έχουμε μια διαρκή διακύβευση που διαπερνά την επιστήμη του ιστορικού υλισμού. Να το πούμε λίγο πιο απλουστευτικά και σχηματικά: γνώμη μας είναι πως το όριο κάθε ταξικής ιδεολογίας είναι η ιδεολογική θεώρηση της ιστορίας, αφού πρωταρχικά μια ταξική ιδεολογία συγκροτείται μέσα από μια διαδικασία συγκρούσεων όπου ορισμένες αναπαραστάσεις αναδεικνύουν μια ειδική δραστικότητα στην παραγωγή του αποτελέσματος παραγνώρισητης ιστορικότητας της εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει και μια ειδική βαρύτητα, μη εύκολα διαγράψιμη, τέτοιων ιδεολογικών αναπαραστάσεων. Θα τολμούσαμε να πούμε, ότι μια που όλη η γνωστή ιστορία είναι ιστορία ταξικών τρόπων παραγωγής, αυτό σημαίνει και μια ειδική βαρύτητα αυτής της παραγνώρισης και στο επίπεδο της ιδεολογίας εν γένει. Ο απεγκλωβισμός από αυτή τη βαρύτητα που σηματοδοτεί η συγκρότηση της ιστορίας ως επιστημονικού αντικειμένου δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά μετέωρος, ποτέ ολοκληρωτικός, πάντα αντιφατικός και κατά συνέπεια διαρκώς διακυβευόμενος. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της επιστήμης του ιστορικού υλισμού, η ανάδυση μιας επιστήμης που συναντά στην πραγματικότητα ένα τεράστιο φάσμα από κοινούς τόπους -η ενσωμάτωση των οποίων στο θεωρητικό σώμα της σημαίνει και τη δυνατότητα της ιδεολογικής μόλυνσης. Αν μας επιτραπεί η μεταφορά: η επιστήμη του ιστορικού υλισμού είναι η λιγότερο αυτονόητη από όλες τις επιστήμες, άρα και η πιο εκτεθειμένη στην ιδεαλιστική ανάδραση. Με αυτή την έννοια σχεδόν ποτέ δεν αναπτύσσεται σαν "κανονική επιστήμη" κατά Κουν. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια σχισματική επιστήμη που διαρκώς κινδυνεύει να μετατοπιστεί στην αναίρεσή της με το παράδοξο να μπορεί μέσα από το ίδιο το σώμα των εννοιών της να ερμηνεύσει αυτή την απόκλιση, αλλά και αυτή η απόκλιση να εγγραφεί σε αυτό.

3.3. Αναγκαστική ανισότητα και η αναπαραγόμενη αναγκαιότητα μιας υλιστικής παρέμβασης

Με αυτή την έννοια το ναρκοθετημένο έδαφος της μαρξιστικής φιλοσοφικής παρέμβασης είναι ακριβώς η διαρκής διακύβευση που συνεπάγεται η πάλη των τάξεων εντός της θεωρίας της πάλης των τάξεων, ο κίνδυνος της μεταλλαγής, η πιθανότητα και η πραγματικότητα της απόκλισης, η ριζική ανισότητα που τη διαπερνά, μέσα από την πίεση του ίδιου του υλικού της αντικειμένου. Θα λέγαμε ότι η εξέλιξη της αλτουσερικής παρέμβασης στηρίζεται σε μια ολοένα μεγαλύτερη παραδοχή αυτής της διακύβευσης ή πιο σωστά της αδυναμίας να υπάρξουν εγγυήσεις απέναντι στην πιθανότητα της απόκλισης. Γι' αυτό το λόγο και εγκαταλείπεται η λύση της δυνατότητας μιας φιλοσοφικής υπερεπιστήμης.

Αυτό όμως δεν μειώνει τη σημασία της μαρξιστικής φιλοσοφικής πρακτικής. Κάθε άλλο. Άλλωστε θα πρέπει να πούμε ότι η παρέμβαση του Αλτουσέρ δεν είναι μόνο μια θεωρία του αναγκαστικού χαρακτήρα της φιλοσοφίας (του πώς προκύπτει ως αποτέλεσμα μέσα από τη συνάρθρωση επιστήμης ιδεολογίας και πάλης των τάξεων) αλλά και του αναγκαίου μιας μαρξιστικής φιλοσοφικής πρακτικής. Η μαρξιστική πρακτική της φιλοσοφίας μετασχηματισμένη η ίδια από την επαφή με τον ιστορικό υλισμό, την τοποθέτησή της στο ιδεολογικό εποικοδόμημα, αλλά και την ανάδειξη του πραγματικού διακυβεύματος μέσα στη σύγκρουση υλισμού και ιδεαλισμού, και κατά συνέπεια ηγεμονευόμενη από μια επιστήμη, αναλαμβάνει να κινηθεί μέσα σε αυτήν την άνιση επικαθορισμένη και σύνθετη κίνηση της διαρκούς διακύβευσης, με τη μορφή μιας παρέμβασης που πάνω από όλα έχει τη μορφή του διαχωρισμού, δηλαδή της αναζήτησης του ίχνους του ιδεαλισμού και της χάραξης της διαχωριστικής γραμμής με αυτό, με όλη τη σημασία που έχει αυτή η "ανυπόστατη" γραμμή, προσπαθώντας όχι να παράγει γνώσεις αλλά να διαμορφώσει εκείνο το συσχετισμό δύναμης που να επιτρέπει την παραγωγή γνώσεων, όντας συνεχώς εκτεθειμένη και αυτή στον ίδιο κίνδυνο: της μετατόπισης.

Είναι έτσι και η φιλοσοφική παρέμβαση ριζικά άνιση και μετέωρη και η ίδια. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι για τον Αλτουσέρ η άρνηση του ιστορικισμού από ένα σημείο και μετά παίρνει μια ιδιότυπα τραγική μορφή: η απόκλιση είναι πολύ πιο πιθανή από την απάντηση σε αυτή, το λάθος πιο πιθανό από το σωστό, οι δύο δρόμοι που ανοίγονται όχι για να εγγυηθούν αλλά για να παρέμβουν -να μπουν στη σύγκρουση και αυτοί- δηλαδή είτε η μαζική πολιτική είτε η φιλοσοφική παρέμβαση, είναι επίσης άνισοι και διακυβευόμενοι.

Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί με τέτοιους τόνους εντούτοις θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αποτυπώνουν την πραγματικότητα μιας διακύβευσης χωρίς εγγυήσεις. Προσοχή όμως στο τι θα πει αυτή η διακύβευση χωρίς εγγυήσεις: η έννοια των μη εγγυήσεων δεν θα πρέπει να πάρει στο μυαλό του αναγνώστη τη μορφή ενός χαοτικού ρευστού, ή ενός πολιτικοθεωρητικού αυτισμού των συμμετεχόντων στην ταξική πάλη. Αν προσπαθούσαμε να δούμε αυτή τη διακύβευση θα μπορούσαμε πολύ περισσότερο να την ορίσουμε ως μια μη ιστορικιστική έννοια της σύγκρουσης. Με αυτό εννοούμε μια πραγματική σύγκρουση, σύνθετη και αντιφατική, όπου οι δύο αντίπαλοι διεισδύουν διαρκώς και εγγράφουν αποτελέσματα ο ένας στον άλλο, όπου δεν μπορεί κανένας με ένα βουλησιαρχικό τρόπο να προαπεικονίσει όλες τις εκδοχές των αποτελεσμάτων, όπου δεν μπορεί να προσχεδιάσει και να προβλέψει όλη την έκβαση παρά μόνο να δει έναν ορίζοντα ενδεχομένων, όπου σε αρκετές περιπτώσεις είναι ασαφές το στοιχείο της νίκης και ήττας, όπου κανείς δεν έχει μια πλήρη και ολοκληρωτική επίγνωση της θέσης και της κατάστασής του και όπου θα πρέπει να βρει μια στρατηγική κίνησης μέσα σε αυτή την αναγκαστική απροσδιοριστία, για να διαβλέψει ευκαιρίες, να δημιουργήσει όρους να κρίνει και να επανακρίνει τα αποτελέσματά του, αυτή την αναγκαστική απροσδιοριστία που είναι το ίχνος της αέναης δραστικότητας της πάλης των τάξεων. Με αυτήν την έννοια η φιλοσοφική παρέμβαση όπως και η πολιτική πρακτική είναι μια στρατηγική κίνησης μέσα σε αυτό το πεδίο, πρέπεινα είναι μια θεωρία της σύγκρουσης. Και αυτό παραμένει ένα ζητούμενο.

Και γνώμη μας είναι πως αν υπάρχει κάτι που κάνει σημαντική την θεωρητική κληρονομιά του Μάο είναι ακριβώς αυτή η σε πρακτική μορφή θεωρία της σύγκρουσης και της κίνησης μέσα σε μη τελεολογικές, σύνθετες και επικαθορισμένες αντιφάσεις. Όχι απλά μια οξεία αίσθηση της ειδικότητας και συνθετότητας της υλικής αντίθεσης που είναι αρμός του θεωρητικού πλαισίου του ιστορικού υλισμού, αλλά και μια εξίσου οξεία αίσθηση του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να κινούμαστε να παρεμβαίνουμε μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις, τόσο στην πολιτική πρακτική όσο και στη φιλοσοφία. Τέσσερα είναι αυτά τα στοιχεία μιας θεωρίας της σύγκρουσης και της χάραξης της διαχωριστικής γραμμής που είναι αναγκαία και για έναν αναπροσδιορισμό της παρέμβασης της φιλοσοφίας:

Πρώτον, η παραδοχή της απόκλισης, η αναγνώριση ότι αυτή όχι απλά μπορεί να συμβεί, αλλά ότι έχει ήδη γίνει. Η διαρκής επερώτηση κάθε κοινού και αυτονόητου τόπου ως ιδεολογικά φορτισμένου Δεύτερον, η όξυνση των αντιθέσεων στην έσχατη μορφή ως ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να δούμε τα ενδεχόμενά τους και αναδειχτεί η πραγματική τάση τους. Αντίστοιχα η διαρκής προσπάθεια πολιτικού και θεωρητικού στοχασμού στο όριο, στην πιο οξυμένη μορφή.

Τρίτον, η αυτοκριτική με την έννοια του διαρκούς επανελέγχου, της διόρθωσης του ξαναγυρίσματος αλλά και της αναγνώρισης της πιθανότητας και της πραγματικότητας της απόκλισης.

Τέταρτον η αναγνώριση ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε απόλυτα και με ομαλό τρόπο την πιθανότητα των αποκλίσεων, άρα η αναγνώριση της ανάγκης των τομών, των επαναστάσεων μέσα στις επαναστάσεις. Η διαρκής συγκρότηση όρων για την όξυνση των αντιθέσεων και την απελευθέρωση του δυναμικού τους Άλλωστε όλες οι θεωρητικές τομές στην ιστορία του εργατικού κινήματος, από τη συγκρότηση της θεωρίας του ιστορικού υλισμού έως τις απαντήσεις στις κρίσιμες αποκλίσεις, είχαν και επίγνωση της σημασίας των φιλοσοφικών ρήξεων, της αναζήτησης του απροσδιόριστου ίχνους του υλισμού, ακόμη κι αν αυτές οι ενασχολήσεις ακούγονταν παράταιρες μέσα στην πολιτική πρακτική (από την έμπρακτη φιλοσοφική ρήξη που αποτυπώνεται μέσα στο Κεφάλαιο, στην φιλοσοφική πολεμική του Λένιν, στις παρεμβάσεις του Μάο). Καθόλου τυχαία κατά τη γνώμη μας: η φιλοσοφική παρέμβαση μπορεί να αποτελέσει τη στιγμή του ριζικού (όσο και αναγκαστικά μετέωρου) διαχωρισμού, που όμως απαιτεί τη διαρκή επίπονη, δύσκολη, αλλά και βίαιη επανεπιβεβαίωσή του. Σίγουρα η μαρξιστική φιλοσοφία θα είχε εκείνη την ιδιότυπη καθυστέρηση που αναφέρει ο Αλτουσέρ -με την έννοια ότι απαιτεί το ξεδίπλωμα των ιδεολογικών αποτελεσμάτων που έχει μια επιστημολογική τομή, αλλά και με την έννοια ότι απαιτεί το ριζικό μετασχηματισμό της ώστε να αποδυθεί την υπό ιδεαλιστική δεσπόζουσα μορφή της Φιλοσοφίας-. Αυτό δεν ακυρώνει τη σημασία του εγχειρήματος, αλλά αντίθετα αναδεικνύει την αναγκαιότητά του.

Με άλλα λόγια μια προσπάθεια ανασύνθεσης όρων ξανά για μια νέα αντικαπιταλιστική πολιτική δεν απαιτεί μόνο το επίπεδο της επιστημονικής παραγωγής ή της πολιτικής πρακτικής. Απαιτεί να συναρθρωθεί με μια προσπάθεια να ξαναπερπατήσουμε και να ξαναφτιάξουμε το δύσβατο μονοπάτι του υλισμού. Απαιτεί να ξαναδοκιμάσουμε τον ριζικό διαχωρισμό που συνεπάγεται ακόμη κι αν φαντάζει περιττή πολυτέλεια. Αντίθετα είναι η μόνη δυνατότητα επάλληλων "κινημάτων διόρθωσης" που όσο κι αν δεν μας εξασφαλίσουν τη δυνατότητα να μην κάνουμε λάθη [34] εντούτοις θα εξασφαλίσουν δύο σημαντικότατα στοιχεία: πρώτον ότι δεν θα επαναλάβουμε όλατα προηγούμενα. Δεύτερον ότι θα τα κάνουμε σε καλύτερο έδαφος...


[1] Ουσιαστικά εδώ μεταγράφουμε τις αντίστοιχες θέσεις του Λένιν (Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, σε Άπαντατ. 18, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1988 ειδικά σσ. 103-104)

[2] Για μια από τις πιο πλήρεις τοποθετήσεις του Αλτουσέρ πάνω σε αυτά τα ερωτήματα βλ. L. Althusser, Spontaneous Philosophy and the Philosophy of the Scientists and other essays, London and New York, Verso, 1991

[3] Και θα πρέπει να πούμε ότι τώρα πια έχουμε στη διάθεσή μας την τοποθέτηση του Αλτουσέρ για την Ιδεολογία στην πλήρη μορφή της. Βλ. σχετικά L. Althusser, Sur la Reproduction, Paris, P.U.F., [1970] 1996

[4] Αυτό είναι διαφορετικό από την αρχική εμμονή του Αλτουσέρ να αποδέχεται μέσα από την έννοια της θεωρητικής πρακτικής τη δυνατότητα μιας τέταρτης στιγμήςτου κοινωνικού όλου (παραγωγή, πολιτική, ιδεολογία, θεωρία). Η πιο πλήρης διατύπωση αυτής της κατεύθυνσης βλ. L. Althusser Pour Marx, Paris, La Decouverte, [1965] 1996, Για ένα παράλληλο με το δικό μας νήμα βλ. A. Μπαλτάς, Επιστημολογικά - Για την ιστορία μιας επιστήμης, Αθήνα, Πολίτης, 1990 σσ. 33-34

[5] Για μια παρουσίαση των όρων ιστορικού προσδιορισμού της επιστημονικής γνώσης βλ. G. Carchendi, Problems in Class Analysis; Production, knowledge and the function of capital, London, Routledge and Kegan Paul, 1983

[6] Και θα πρέπει να επιμείνουμε στο ότι όλη η τοποθέτηση του Αλτουσέρ διαπνέεται από την εμμονή στο ότι η τομή μπορεί και να μην γίνει, είναι επομένως η αντίληψή του για την ιστορικότητα της γνώσης μια εγγενώς μη τελεολογική άποψη.

[7] Είναι η εμμονή του Αλτουσέρ ότι δεν υπάρχουν τάξεις έξω από την πάλη των τάξεων. (Βλ. L. Althusser, Reponse a J. Lewis, Paris, Maspero.,1973)

[8] Προς αποφυγή συγχίσεων στο σημείο αυτό στεκόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ο Αλτουσέρ στο σχήμα του περί Ιδεολογίας αναλύει την ιδιότυπη διπλήέγκληση / αναγνώριση των ατόμων φορέων των ιδεολογικών πρακτικών, στην οποία η έγκλησή τους ως υποκείμενα προϋποθέτει κάποιου τύπου αναγνώρισή τους, μια κεντρικότητα κάποιου Υποκειμένου (του Θεού του Έθνους κλπ ανάλογα με τον ιδεολογικό σχηματισμό)

[9] Η ιδιαιτερότητα του επιστημονικού λόγου, ως λόγου χωρίς κεντρικότητα του υποκειμένου είναι από τα βασικά συμπεράσματα του M. Pecheux (Language Semantics and Ideology, Stating the obvious, London, MacMillan, 1982).

[10] Και με αυτό εννοούμε όλο το φάσμα των τοποθετήσεων του μετά το 1967.

[11] Για μια παρουσίαση του ταυτολογικού χαρακτήρα των ιδεολογικών αποφάνσεων βλ. Μπαλτάς οπ.π. σελ. 33

[12] Για μια παρουσίαση των ερωτημάτων και των προβληματικών αυτού του φάσματος των κατασκευαστικών απόψεων βλ. M. Nanda, "Restoring the real: rethinking social constructivist theories of science", Socialist Register1997. Για μια από τις βασικές "μεταμαρξιστικές" τοποθετήσεις που απορρίπτουν υπό την γενική καταγγελία του "ουσιολογισμού" την υλιστική τοποθέτηση βλ. E. Laklau and Ch. Mouffe, Hegemony and Socialist Strategy. Towards a RadicalDemocratic Politics, London, Verso, 1985. Για μια συνολικότερη συζήτηση ερωτημάτων που αφορούν το ερώτημα της κατασκευήςβλ. Π. Πούλος (επιμ.), Περί Κατασκευής, Τοπικά β', Αθήνα, Ε.Μ.Ε.Α. / Νήσος

[13] H εμμονή ότι τους λόγους τους σημαίνουν μόνο άλλοι λόγοι, είναι βασική θέση μιας ιδεαλιστικής τοποθέτησης. Τέτοιες απόψεις ξεκινούν από την παραδοχή ότι όλα συμβαίνουν στη γλώσσα, ότι οι πρακτικές λόγου σημασιοδοτούνται μόνο δι' εαυτών, κάθε λόγος αντιστοιχεί σε λόγο και όχι σε πραγματικότητα και ανάλογα με την οπτική γωνία είναι ή δεν είναι μεταφράσιμος σε κάποιον άλλο. Υποστηρίζουν ότι αν η γλώσσα δομεί τη συνείδηση, ότι η σκέψη είναι γλώσσα και κατά συνέπεια δεν υπάρχει και σκέψη δίχως γλώσσα. Άρα όλα είναι γλώσσα, ότι η κατασκευή της ταυτότητας, οι κοινωνικές πρακτικές καθορίζονται από πρακτικές λόγου και αντίστοιχες συναρθρώσεις σημαινόντων. Ο κύκλος αυτού του μηχανισμού είναι αρκετά κλειστός και μικρή σημασία δίνεται στις όποιες αφετηρίες, αφετηρίες που ούτως ή άλλως είναι άλλοι λόγοι, άλλα σημαίνοντα και ούτω καθεξής. Κατά τη γνώμη μας έχουμε να κάνουμε με έναν αντίστροφο ιδεαλισμό της γλώσσας. Παρότι αυτές οι απόψεις είναι συνήθως ρητά αντιμεταφυσικές, εντούτοις αποδίδουν στην γλώσσα και τους μηχανισμούς παραγωγής συνείδησης την ίδια αυτάρκη αυτοτέλεια που απέδιδε η κλασσική μεταφυσική στη συνείδηση ή το πνεύμα. Απέναντι σε αυτό χρειάζεται μια άλλη θεωρητική στρατηγική που να προσπαθεί: πρώτον, να διαχωρίζει τη γλώσσα ως αφηρημένο σύστημα από τους συγκεκριμένους κάθε φορά σχηματισμούς λόγου. Δεύτερον να προσπαθεί να γειώσει τους σχηματισμούς λόγου σε ευρύτερους ιδεολογικούς σχηματισμούς και τις εντάσεις στο εσωτερικό τους που παράγει η πάλη των τάξεων. Τρίτον, να μην ξεχνάει ότι η ιδεολογία δεν είναι απλά και μόνο πρακτικές λόγου, απλά και μόνο σημασιολογικές φορτίσεις. Αυτή είναι μία μόνο από τις εκδοχές. Ταυτόχρονα είναι και πρακτικές και αναπαραστάσεις και θυμικές φορτίσεις και ένα σύνολο "βιωμάτων" αντιφατικό, συχνά κατά τη γνώμη μας και μη γλωσσικό. Τέταρτον, να μην ξεχνάει σε αυτά τα πλαίσια ότι η ιδεολογία έπεται αιτιακά των σχέσεων παραγωγής, της πραγματικότητας των ταξικών εξουσιών. Αυτό εκτός των άλλων θα απαιτούσε και μια ουσιαστική διερεύνηση του προβλήματος της γλώσσαςεντός του μαρξισμού. Αυτό σημαίνει να δούμε τόσο τις κρίσιμες αφετηρίες σε τοποθετήσεις όπως του Βολοσίνωφ (V. N. Volosinov, Marxism and the philosophy of language, New York and London, 1973) ή του Βυγκότσκι (Σκέψη και γλώσσα, Αθήνα, Γνώση, 1988), όσο και σε νεώτερες όπως του Pecheux (Language Semantics and Ideology, stating the obvious, London, Macmillan, 1982)

[14] Οφείλουμε βέβαια να έχουμε πάντα υπόψιν μας την συνθετότητατων ταξικών αντιθέσεων πέρα απόαπλουστευτικά δίπολα, τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνονται τρόποι παραγωγής και ταξικές αντιθέσεις, την συνύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, την ανάδυση νέων κυρίαρχων τάξεων κ.ο.κ. εν κατακλείδι όλη την πολυπλοκότητα κάθε πραγματικής ιστορικής συγκυρίας.

[15] Η αφετηριακή τοποθέτηση για τη σχετική συζήτηση ενάντια στον αναγωγισμό ήταν οι επεξεργασίες του Λακλάου σύμφωνα με τις οποίες οι τάξεις δεν αντιστοιχούν σε ταξικές ιδεολογίες, αλλά απλώς διεκδικούν μέρος από τις ιδεολογικές εγκλήσεις. Βλ. σχετικά E. Laklau, Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία, Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέματα, 1983

[16] Ακριβώς με τον τρόπο που η διαπάλη των φιλοσοφικών θέσεων παίρνει τη μορφή της κατάληψης - περικύκλωσης κρίσιμων θέσεων. Βλ. σχετικά Λ. Αλτουσέρ, Στοιχεία Αυτοκριτικής, Αθήνα, Πολύτυπο, 1983

[17] Η πολιτική πρακτική είναι μία από αυτές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας ή της σκέψης γενικότερα η ενασχόληση με το ερώτημα της πολιτικής πρακτικής όχι ως απολογητική αλλά ως πραγματική ενασχόληση με το ερώτημα των κοινωνικών συγκρούσεων αποτέλεσε κατεξοχήν τόπομορφών υλισμού. Από τα Πολιτικάτου Αριστοτέλη ως τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι τα παραδείγματα είναι αρκετά.

[18] Η πιο ολοκληρωμένη κατάθεση του Πουλαντζά για τις τάξεις και τον καταμερισμό εργασίας είναι η εισαγωγή στο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα, Θεμέλιο, 1981. Παρόλα αυτά οι πιο γόνιμες παρατηρήσεις του για την έννοια του αντικειμενικού ταξικού συμφέροντος είναι στον πρώτο τόμο του Πολιτική Εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1975.

[19] Η ίδια η εκμεταλλευτική σχέση ως σύγκρουση έχει ως όριο την κατάργηση της εκμετάλλευσης και την συλλογική επανιδιοποίηση των μέσων παραγωγής. Αυτό είναι διαφορετικό από τον ταξικό ορίζοντα για παράδειγμα των δουλοπάροικων στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής που όριο έχει περισσότερο την απλή εμπορευματική παραγωγή.

[20] Για μια καταγραφή στοιχείων που αφορούν τις αυθόρμητες εκφράσεις των προλεταριακών πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών το έργο του E. P. Thompson -ανεξάρτητα από τις πολιτικές ή φιλοσοφικές προεκτάσεις που προσπαθεί να συνάγει- είναι περισσότερο από πολύτιμο. Βλ ανάμεσα στα άλλα E. P. Thompson, The Making of the Englih Working Class, London, Penguin, [1963] 1991

[21] Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος ακόμη και των τεχνικών ανακαλύψεων έχουν την προέλευση τους σε επινοήσεις ειδικευμένων εργατών και τεχνιτών, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι η εμφάνιση της εργατικής τάξης στο προσκήνιο έφερε μαζί της και ευρύτερες πρακτικές συλλογικής επανιδιοποίησης ενός κεκτημένου γνώσης, των επιστημονικών ανακαλύψεων της εποχής. Για μια καταγραφή τέτοιων στοιχείων βλ. Η. Braverman, Labor and Monopoly Capital,Monthly Review Press, New York, 1974

[22] Για μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της μη άμεσης, μη γραμμικής λειτουργίας του ασυνειδήτου βλ Slavo Zizec, The Sublime Object of Ideology, London, Verso, 1989

[23] Για τις νεώτερες συζητήσεις, αλλά και απορίες, γύρω από την ιστοριογραφία της φιλοσοφίας ως σε τελική ανάλυση επερώτηση της ιδιαιτερότητάς της ως θεωρητικής πρακτικής, βλ. J. Ree, M. Ayers, A. Westoby, Philosophy and its Past, Sussex, Harvester Press, 1978. Επίσης R. Rorty, I.B. Schneewind and Q. Skinner (eds.), Philosophy in History, Cambridge, Cambridge University Press, 1984

[24] Για μια από τις χαρακτηριστική απόπειρα ιδεαλιστικής εκμετάλλευσης της κβαντικής φυσικής βλ. W. Heisenberg, Φυσική και Φιλοσοφία, Αθήνα, Κάλβος, 1978. Για μια παρουσίαση της πολλαπλής σημασίας της διαμάχης γύρω από τις φιλοσοφικές συνέπειες της κβαντικής φυσικής βλ. F. Selleri, Η διαμάχη για την κβαντική φυσική, Αθήνα, Gutenberg, 1978. Βλ. επίσης Τ. Κυπριανίδης "Ορθολογισμός, Ανορθολογισμός και Αιτιότητα στη Φυσική", Θέσειςτ. 6, σσ. 103-124

[25] Ας μην ξεχνάμε ότι και η αστική ιδεολογία έκανε χρήση φυσικών οντολογιών (ας θυμηθούμε την φυσικοποίηση της κλασικής οικονομίας, ή τις μορφές κοινωνικού δαρβινισμού).

[26] Που ξεκινά από το ομώνυμο βιβλίο (πιο σωστά σημειώσεις και αποσπάσματα) του Ένγκελς, αλλά κυρίως θα κωδικοποιηθείως στοιχείο της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Για μια υπεράσπιση της έννοιας της διαλεκτικής της φύσης από το εσωτερικό του μαρξισμού του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος βλ. J. Hoffman, "Υπάρχει διαλεκτική της φύσης;", σε Ευτ. Μπιτσάκης (επιμ.), Διαλεκτική, προβλήματα και διερευνήσεις, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, χ.χ.

[27] Για μια σειρά αντίστοιχα ερωτήματα βλ. H. Rose et S. Rose, "L' heritage problematique: Marx Engels et les sciences de la nature", in H. Rose, S. Rose et al, L' Ideologie de/dans la science, Paris, Seuil, 1977

[28] E. Balibar "Και πάλι για την αντίθεση", σε Μπιτσάκης (επιμ.) οπ.π.

[29] Κάτι που κατά τη γνώμη μας σημαίνει και την προσοχή η κριτική μας στον επιστημονισμό (ως μορφή επιστημονικής ιδεολογίας) να μην παίρνει τη μορφή ενός ιδιότυπου αριστερού αγνωστικισμού προσφιλούς σε τάσεις του πολιτικού και θεωρητικού αριστερισμού.

[30] L. Althusser, "Sur Marx et Freud" [1976] in Ecrits sur la psychanalyse. Freud et Lacan, Paris, STOCK/IMEC, 1993

[31] Για πρόσφατες διερευνήσεις των αντιφάσεων που συνεπάγεται αυτή η πάντα ασταθής συγχώνευση βλ. Α. Μπαλτάς και Γ. Φουρτούνης, Ο Λουί Αλτουσέρ και το τέλος του κλασικού μαρξισμού: η επισφαλής αθανασία μιας μηδενικής φιλοσοφίας, Αθήνα, Πολίτης, 1994, καθώς και Γ. Φουρτούνης, "Μεταξύ προτάγματος και θεωρίας: Ο L. Althusser και οι μορφικοί όροι ενός επαρκούς μαρξισμού, Δευκαλίωντ. 16/1, 1998, σσ. 41-64

[32] Αυτό που μπορούμε να πούμε ότι η έννοια της πειραματικής συναλλαγής θα πρέπει να διαχωριστεί από μια θετικιστική αντίληψη της πειραματικής επανάληψης ή πιο πρόσφατα της "προσομείωσης". Άλλωστε σε μια σειρά από επιστήμες (την ιστορική βιολογία, την ιστορική γεωλογία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και την μετεωρολογία) η έννοια του πειράματος με την τυπική έννοια δεν συγκροτείται.

[33] Για μια παρουσίαση των ιστορικών πραγματιστικών απαντήσεων βλ. την ανθολογία κειμένων: A. Rorty (ed.), Rragmatic Philosophy: An Anthology, New York, Anchor, 1966. Για την βασική διατύπωση του σύγχρονου νεοπραγματισμού βλ. R. Rorty, Philosophy and the mirror of nature, Oxford, Basil Blackwell, 1980

[34] Ο ίδιος ο Αλτουσέρ τόνισε πολύ χαρακτηριστικά τη σημασία που έχει η πολιτικήαποτίμηση των λαθών ως κρίσιμος δείκτης αποτελεσματικότητας εντός του κομμουνιστικού κινήματος (βλ. Althusser, "Histoire terminee, histoire interminable", in L. Althusser, La Solitude de Machiavel, Paris P.U.F., 1998 σσ. 240-241