1. Εισαγωγή
Ο λόγος του εισαγωγικού κειμένου ενός πολιτικού και θεωρητικού περιοδικού με αξιώσεις παρέμβασης στην πάλη των τάξεων, όπως οι Θέσεις, είναι εκ των πραγμάτων ένας λόγος ομογενοποιητικόςκαι άρα ταυτοχρόνως αποκρυπτικός. Σε αυτό αναγκαστικά προσομοιάζει προς τους «εθνικούς λόγους»και ιδίως προς το λόγο του εθνικού αστικού κράτους. Ομογενοποιητικός, με την έννοια ότι αναπαριστά το βασικό προσανατολισμό των μελών της Συντακτικής Επιτροπής, τη «γενική γραμμή», όπως αυτή προκύπτει όχι μόνο από τις δημοκρατικές διαδικασίες εντός της Συντακτικής Επιτροπής (ΣΕ), αλλά και από την ιστορική διαδρομή του εντύπου ως θεωρητικού και ιδεολογικού κύκλου και ενδεχομένως ως «ρεύματος»και από τη συνάρθρωση αυτής της διαδρομής με την κατανόηση μιας ορισμένης συγκυρίας της πάλης των τάξεων. Αποκρυπτικός, με την έννοια της ελαχιστοποίησης των πραγματικών διαφωνιώνκαι της «έντασης»μεταξύ των απόψεων που εκπροσωπούνται στη ΣΕ του περιοδικού και της στο έπακρο ισορροπημένης παρουσίασής τους: Είτε αυτές οι διαφωνίες αποτελούν απλώς παραλλαγές εντός της «ηγεμονικής πολιτικής γραμμής»του περιοδικού είτε μείζονες διαφωνίες και συνολική αμφισβήτηση αυτής της γραμμής. Όλα αυτά είναι υγιή, όσο διαρκεί η «ομαλότητα», η απόσταση δηλαδή των διαφωνιών από τα οριακά σημεία.
Σε αυτό το σημείωμα δεν θα αναφερθώ διόλου σε διαδικαστικά ζητήματα (από μόνα τους βεβαίως πολιτικά σημαντικά) όπως οι διαδικασίες παραγωγής και σχηματισμού της ηγεμονικής πολιτικής γραμμής του περιοδικού και τα ζητήματα δημοκρατίας, θεωρώντας ότι αυτή η αναφορά θα μετέθετε εδώ το βάρος από τις διαφωνίες της ουσίας και θα αποπροσανατόλιζε τους αναγνώστες. Ακόμη και υπό τους ιδεωδέστερους όρους δημοκρατικού σχηματισμού της «γραμμής»του περιοδικού, η αξίωση να υπάρχει Editorial του περιοδικού υποδηλώνει τη βούληση να μην εμφανίζεται μόνο μία βασική ιδεολογική και θεωρητική ενότητα του περιοδικού (σχηματικά τοποθετούμενη στο χώρο του «αντιιστορικιστικού»και «μη ανθρωπολογικού»μαρξισμού, αν και ήδη αυτή η τοποθέτηση σήμερα δεν στερείται προβλημάτων και αντιφάσεων), αλλά και να κατακτάται εκάστοτε μία βασική ενότητα πολιτικής τοποθέτησης (υλική ή διαισθητική)σε σχέση με τη συγκυρία της ταξικής πάλης. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτή η «πολιτική ενότητα»καθίσταται συν τω χρόνω σε σημαντικό βαθμό δύσκολη με δεδομένη την κοινή μας επιθυμία να μην περιορισθούμε σε μία «ακαδημαϊκού»τύπου ενασχόληση με τον ιστορικό υλισμό αλλά να επεκταθούμε και στην πολιτική κριτική των δρώντων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υποκειμένων. Ιδίως μάλιστα μετά την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία του 1999 τα δημοσιευόμενα κείμενα εκ μέρους των συντακτών των Θέσεων--τόσο στο ίδιο το περιοδικό όσο και σε άλλα έντυπα της Αριστεράς-- καθαυτά αναδεικνύουν σημαντικές διαφορές προσεγγίσεων στα ζητήματα του «έθνους», του ιμπεριαλισμού, της πολιτικής παρέμβασης των λαϊκών τάξεων, της σχέσης των αριστερών διανοουμένων με αυτήν την παρέμβαση και τα κόμματα της Αριστεράς.Διαφορές ιδίως στην κατεύθυνση της ποιοτικά διαφορετικής, συχνά, ιεράρχησης/αξιολόγησης των συγχρόνων όψεων και παραλλαγών της αστικής ιδεολογίας, αλλά και διαφορετικής αξιολόγησης των ιδεολογημάτων, τα οποία κυριαρχούν σήμερα στην ελληνική Αριστερά, επίσημη και εξωκοινοβουλευτική. Αυτές οι διαφορές αντιστοιχούν και σε μία σημαντικά διαφορετική εκτίμηση των συνθηκών της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Εν τέλει και σε διαφορετικές προτάσεις στο πολιτικό «διά ταύτα». Για να διατυπώσω με πολιτική ειλικρίνεια το λανθάνοντα υπαινιγμό: οδηγούν μεσοπρόθεσμα σε διαφορετικές επιλογές συμμαχιών εντός της Αριστεράς και πάντως σίγουρα σε διαφορετικές επιλογές ως προς το «αντίπαλο δέος», πολιτικό και ιδεολογικό. Η διαφορετικού τύπου πρακτική πολιτική στράτευση των μελών της Σ.Ε. (άλλων σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, άλλων σε αριστερές υποστηρίξεις και συνεργασίες με το Συνασπισμό, άλλων σε συνεργασίες με το ΚΚΕ, άλλων ανένταχτων κ.λπ.) συναρτάται σε κάθε περίπτωση με αυτές τις διαφωνίες αλλά δεν τις εξαντλεί: αντίθετα, η ρίζα αυτών των διαφωνιών ανάγεται σε γενικότερες ιδεολογικές συγκρούσεις στον ελληνικό σχηματισμό και γενικότερα στους αναπτυγμένους κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς, οι οποίες διαπερνούν την Αριστερά και το μαρξισμό τόσο ως «ιδεολογία μαζών», όσο και ως κριτική θεωρητική και επιστημονική τοποθέτηση (Γ. Μηλιός 1996).
Η συνθήκη αυτή είναι ενδεχομένως εξαιρετικά γόνιμη και πάντως όχι πρωτοφανής στην ιστορία των Θέσεων. Θα μπορούσε όμως να αξιοποιηθεί ικανοποιητικά μόνο εφ' όσον μετατοπισθεί το «πέπλο της αγνοίας»της δήθεν «πολιτικής ομοφωνίας» μεταξύ των μελών της Σ.Ε., και αναδειχθεί το στοιχείο του πολιτικού διαλόγου μεταξύ μας με θεωρητικές αξιώσεις. Αυτό σε άλλα πεδία --όπως αυτό του προσανατολισμού του εργατικού κινήματος σήμερα και του «αντινεοφιλελευθερισμού»-- έχει ήδη εμφανισθεί, αν και με συχνά «άκομψο» τρόπο (π.χ. με την ανάδειξη των διαφωνούντων ως a priori «σταλινικών»). Το περιεχόμενο των Editorials των δύο τουλάχιστον τελευταίων τευχών του περιοδικού (τ. 70 και 71 του 2000)όχι μόνο δεν αντανακλά την ετερογένεια και πολυμορφία των απόψεων εντός της ΣΕ αλλά και «εξαφανίζει» ουσιαστικά εκείνες τις απόψεις που α) δεν αναγνωρίζουν στη σημερινή συγκυρία το εξαιρετικά ισχυρό ειδικό βάρος του «ανορθολογισμού» και του «εθνικισμού» αλλά μάλλον εκείνο του «φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού» ως ουσιώδους ποιότητας του εκσυγχρονιστικού λόγου, και β) θεωρούν ότι υπάρχουν ακόμη δυναμικά κοινωνικής αντίστασης στον «οδοστρωτήρα του εκσυγχρονισμού», παρά το ότι το «87 % του δικομματισμού» δεναντανακλά στο ορατό μέλλον δυνατότητες αποτελεσματικής πολιτικής τους έκφρασης. Αλλά και ιεραρχούν ως σημαντικό ένα επίπεδο ενότητας της όλης «υπαρκτής» Αριστεράς. Θεωρώντας ότι η «ηγεμονική» άποψη των Editorials σε αυτά τα σημεία όχι μόνο δεν καλύπτει το σύνολο των μελών της ΣΕ, αλλά και οδηγεί σε υπεραπλουστεύσεις και παραμορφωτικές καταγραφές της ιδεολογικής συγκυρίας, θα επιχειρήσω την κατ' αρχήν κριτική σε αυτήν την άποψη και την ανάδειξη ορισμένων αντιφάσεών της.
2. Το δέος του «εθνοκομμουνισμού»
Στα Εditorials των τευχών 70 και 71 η κυρίαρχη Αριστερά εμφανίζεται υπό δύο (συμπληρωματικές μεταξύ τους) μορφές: ο διευρυνόμενος προς τα αριστερά Συνασπισμός, ο οποίος όμως δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις «εκσυγχρονιστικές και διαδικασιολογικές θέσεις του» ή από το βασικό «πολιτικό προσωπικό του 1989»-- και γι' αυτό «διεμβολίζεται από το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη» (τ. 71). Ως συνέπεια, δεν μπορεί να εκφράσει (ακόμη;) τάσεις αριστερής αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού. Και το ΚΚΕ, το οποίο «στοχεύει στη σύμπηξη την τελευταία τετραετία μετώπου εθνικο-κομμουνισμού», συμβολικά εκφραζόμενου προφανώς από το μέτωπο Παπαρήγα-Ζουράρεως-Κανέλλη. Το ΚΚΕ προσδιορίζεται ακόμη (σε αντίθεση με τον Συνασπισμό που ηγεμονεύεται από τη «σύγχρονη Αριστερά της επιχειρηματικότητας και του πολίτη») ως «πατριωτική Αριστερά της διεκδίκησης των δικαίων του Ελληνισμού», ως «παλεύον για τα "εθνικά δίκαια" στα ίδια μετερίζια με τις πιο αποκρουστικές εκδοχές της αντιδραστικής εθνικής ιδεολογίας, συμπλέοντας έτσι με ρεύματα της "λαϊκής" άκρας Δεξιάς και του "νεο-ορθόδοξου" σκοταδισμού. ..» ή ακόμη αναφέρεται ότι «θα μπορούσε να αντέξει κάποιος και την υποστήριξη προς το ΚΚΕ που υιοθέτησαν ορισμένοι σύντροφοί μας αν δεν ήταν τόσο αποκρουστικό το εθνικο-κομμουνιστικό πρόσωπο των συμμαχιών του με το νεορθόδοξο και φασιστικό-θρησκόληπτο τόξο, αν οι υποστηρίζοντες είχαν συνείδηση για το αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται στο εσωτερικό του(υπογρ. Δ.Μπ.)» (τ. 71, σ. 8). Ομοίως στο Editorial του τ. 70, αφού αναφέρεται η σχέση του αριστερού «αντιιμπεριαλισμού» στη μεταπολίτευση με τον αγώνα κατά της «υποτέλειας» και της «εξάρτησης από τους ηγεμόνες του "ελεύθερου κόσμου"», τονίζεται στη σημερινή συγκυρία «ο δεξιός "αντιμπεριαλισμός", ο αντιαμερικανισμός των βαλκανικών πολέμων και η "απορριπτική" στάση στην ελληνοτουρκική προσέγγιση ως βασικές συνιστώσες της νέας δεξιάς ταυτότητας όπως αυτή διατυπώνεται εδώ και κάποιο διάστημα, Αλλά βρήκε την κορύφωσή της στην τρέχουσα συγκυρία, είτε με την επίσκεψη Κλίντον, είτε με την ευρωπαϊκή σύνοδο του Ελσίνκι», περαιτέρω δε υποστηρίζεται «η όλο και προβληματικότερη καθυστέρηση του ΚΚΕ, το οποίο αλιεύει ολοένα περισσότερο στα θολά νερά του εθνικισμού και του ακροδεξιού πατριωτισμού» (τ. 70). Οι περιγραφόμενες πρακτικές αντιπροσωπεύουν, κατά το κείμενο, την ακραία εθνικιστική και «ανορθολογική» εκδοχή της αστικής ιδεολογίας, η οποία φαίνεται να διογκώνεται και να περιθωριοποιεί κάθε αριστερή κριτική της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό αναμετρώνται δύο πόλοι: ο παραδοσιακός και ακροδεξιός εθνικισμός (σε μέτωπο μεταξύ τους) και ο πόλος της ενσωμάτωσης του εθνικού συμφέροντος στον εκσυγχρονιστικό λόγο της κυβέρνησης. Τρίτη πολιτική δεν φαίνεται να υπάρχει στην πολιτική σκηνή με αποτέλεσμα οι αμφισβητήσεις του ενός πόλου να εμπλέκονται μοιραία με τις πολιτικές εκπροσωπήσεις του άλλου.
Από αυτές τις διατυπώσεις μπορούμε, μάλλον όχι αυθαίρετα, να συναγάγουμε ορισμένα συμπεράσματα για τις εκτιμήσεις της ΣΕ (ή της πλειοψηφίας της ορθότερα):
· Η ΣΕ θεωρεί ως κύριο κριτήριο για την κατάταξη και διάκριση των πολιτικών δυνάμεων και ειδικότερα των αριστερών σχηματισμών τη στάση τους απέναντι στο «έθνος» και στα «εθνικά θέματα». Εκτιμά δηλαδή ότι η πολιτική σκηνή διχοτομείται ανάμεσα στους «νέους εθνικόφρονες» (αριστερούς ή δεξιούς) παραδοσιακού τύπου και στους «εκσυγχρονιστές», οι οποίοι αν και κινούνται εντός του «εθνικού λόγου», αποφεύγουν τις ακραίες συνέπειές του, συμφιλιώνοντάς τον με τις «ευρωπαϊκές» και εκσυγχρονιστικές επιλογές του κεφαλαίου. Στο ενεργητικό τους έτσι εγγράφεται μία αναγκαστικά πιο φιλειρηνική και "αντιεθνικιστική" πολιτική.
· Η ΣΕ ελαχιστοποιεί τις διαφορές ανάμεσα στις εκδοχές του «εθνικόφρονος τόξου» κατά τρόπο εντυπωσιακό ομογενοποιώντας τον παραδοσιακό αστικό εθνικισμό (τύπου Εβερτ ή τύπου «παλαιό ΠΑΣΟΚ», «δεν παραχωρούμε, δεν διεκδικούμε τίποτε») με τον ακροδεξιό επιθετικό/επεκτατικό εθνικισμό τύπου Χριστόδουλου ή παρεκκλησιαστικών οργανώσεων ή του τύπου των χουντικών και νεοφασιστικών οργανώσεων αλά «Χρυσή Αυγή» και τους δύο τελευταίους με τον «εθνικισμό του ΚΚΕ».
Τα προς τρίτον ίσα, αν θυμόμαστε καλά, είναι και μεταξύ τους ίσα. Επίσης, αν θυμόμαστε καλά, το «αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται» αναφέρεται σαφώς στο φασισμό και νεοφασισμό και η εδώ χρήση του όρου παραπέμπει ρητά στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Αν ισχύει η παραπάνω εξίσωση, τότε όποιος πέφτει στην «παγίδα» του εθνικισμού, καταλήγει στη σημερινή συγκυρία σύμμαχος του φασισμού. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αν οι παραδοσιακές εθνικιστικές δυνάμεις αδυνατούν να εκφρασθούν αυτοτελώς στην πολιτική σκηνή (λόγω π.χ. φιλοαμερικανικών ή ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Νέας Δημοκρατίας), τότε ο κλήρος πέφτει στο ΚΚΕ να «εκκολάψει το αυγό του φιδιού στο εσωτερικό του», όπως ακριβώς το ΚΚΕ πίστευε παλαιότερα ότι θα καθοδηγήσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ερήμην επαναστατικής αστικής τάξης. Αν όμως το ΚΚΕ εξελίσσεται προς ένα προ-φασιστικό ή φιλοφασιστικό ξενόφοβο κόμμα τύπου Χάιντερ (ας θυμηθούμε άλλωστε και την «ενδεικτική» στάση του ΚΚΕ απέναντι στον Χάιντερ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), αυτό μας θέτει πολιτικά καθήκοντα. Αν η ΣΕ έχει δίκιο ως προς τα παραπάνω, τότε η πολεμική απέναντι στο ΚΚΕ δεν έχει το χαρακτήρα μιας ενδοαριστερής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης (π.χ. ο ΣΥΝ θεωρεί το ΚΚΕ κόμμα κυρίως του «δογματικού κομμουνισμού», τα Μ-Λ φορέα του «χρουστσωφικού ρεβιζιονισμού», το ΝΑΡ και άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις ορίζουν το ΚΚΕ ως φορέα του «αγωνιστικού ρεφορμισμού» κ.λπ.), αλλά το χαρακτήρα της αντιεθνικιστικής και σε τελική ανάλυση αντιακροδεξιάς δράσης και πολεμικής. Όμως, αν ο «παππούς Δημητρώφ» είχε δίκιο, τα ακροδεξιά/φασίζοντα φαινόμενα απομονώνονται με μετωπική δράση και πλατειές συμμαχίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως απομονώνονται, και κάθε σύγκλιση και ενότητα μαζί τους είναι είτε απαράδεκτη από θέση αρχής είτε και μοιραία (όπως οι κοινές απεργίες ΚΚΓ και εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία του 1930).
* Οι εκτιμήσεις της ΣΕ για την αριστερά στην Ελλάδα αποσυνδέουν σχεδόν απολύτως τις «εθνικές» τοποθετήσεις και ιδεολογίες των αριστερών σχηματισμών από την έκβαση της ταξικής πάλης και την ανάπτυξη των ταξικών συγκρούσεων στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η συμβολή ή μη των ΚΚΕ και ΣΥΝ αλλά και της «άλλης Αριστεράς» στην ανάσχεση ή και στην προώθηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα, η σχέση τους με τις μαζικές πρακτικές και τις κοινωνικές αντιστάσεις δεν εξετάζεται ή απλώς συμποσούται στα όρια της εκλογικής εκπροσώπησης των κοινωνικών δυνάμεων. Η πολιτική τους έτσι περιορίζεται στα αποτελέσματα του τρόπου, με τον οποίο αυτά ορίζουν το πεδίο της ταξικής πάλης: αν όμως ο ΣΥΝ λ.χ. τοποθετείται υπέρ της «ανάπτυξης» με «κοινωνική ευαισθησία» εντός της ΟΝΕ, αυτό είναι βεβαίως καθοριστικό για την αδυναμία άρθρωσης αντικαπιταλιστικών πρακτικών από αυτόν αλλά δεν αποσβένει ευθύγραμμα τις αντιφάσεις του --πώς θα εξηγούσαμε χωρίς αυτές τις αντιφάσεις ταξικών πρακτικών την ύπαρξη σε ορισμένους χώρους αγωνιστικών πρακτικών από συνδικαλιστές του; Αν πάλι το ΚΚΕ εκκινεί στην πρακτική του αποκλειστικά από το σχήμα της «εξάρτησης» και του «υποτελούς έθνους» αυτό θέτει σαφή όρια τόσο στη δυνατότητα της διεθνούς δράσης όσο και στη δυνατότητα αναγκαίων ρήξεων με μικροαστικά και «μικρά αστικά» στρώματα, δεν αναιρεί όμως στο ΚΚΕ τη δυνατότητα να είναι σήμερα ο κύριος φορέας του «αγωνιστικού ρεφορμισμού» (π.χ. μαθητικό κίνημα '99, αγροτικά '96-'99, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.), ούτε τη δυνατότητα να μετέχει με πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιιμπεριαλιστική σύγκρουση. Αν οι ιδεολογίες έχουν υλική υπόσταση μέσα στην πάλη των τάξεων, αυτό διόλου δε σημαίνει ότι η πρακτική είναι αδιαμεσολάβητη εφαρμογή και μάλιστα στατική αυτών των ιδεολογιών, όπως θα ήθελε μία αναγωγιστική αντίληψη. Αντίθετα, σημαίνει ότι αυτές οι «ιδεολογίες» μετασχηματίζονται και τροποποιούνται κατά τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης, αποκτούν διαφορετικές συνδηλώσεις σε διαφορετικές φάσεις της και είναι δεκτικές επίσης στις μεταβολές του εθνικού και διεθνούς συσχετισμού δύναμης. Με αυτήν την έννοια ο «εθνοκεντρικός αγωνιστικός ρεφορμισμός» του ΚΚΕ (αλλά και του ΔΗΚΚΙ) είχε διαφορετικά αποτελέσματα και περιεχόμενο στη δεκαετία του 1980 (όταν υποστήριζε την ανδρεϊκή «αλλαγή» κριτικά, και στη σκιά του ανατολικού συνασπισμού), διαφορετικό περιεχόμενο στις αρχές του 1990 (όταν έγινε όχημα του πιο ωμού αστικού κυβερνητισμού, με αποτέλεσμα τις κρίσεις και διασπάσεις του) και σημαντικά άλλο σήμερα (όταν αυτό το κόμμα δεν «παίζει» σε έναν μεταρρυθμιστικό συνασπισμό εξουσίας αλλά αντιπολιτεύεται από θέσεις αμυντισμού των εργατικών και μικροαστικών μερίδων που επιδιώκει να εκφράσει τη διαδικασία του «εκσυγχρονισμού» και της αναδιάρθρωσης). Οι απόψεις που εμφανίζουν το ΚΚΕ ως περίπου «ακροδεξιό» κόμμα συγχέουν όλων των ειδών τις κριτικές στο ΚΚΕ, οι οποίες κατά καιρούς έχουν εκφρασθεί εντός της «άλλης Αριστεράς» --π.χ. σταλινισμός, εθνικός ρεφορμισμός, «σοσιαλιμπεριαλισμός» κ.ά.-- και με την επίκριση του «ακραίου εθνικισμού», δεν λαμβάνουν όμως υπ' όψη τους μία βασική παράμετρο: ότι τα κόμματα της «Ακροδεξιάς» παρά τα θρυλούμενα περί «κοινωνικής τους ρητορικής» ποτέ δεν είχαν πρακτικές συστηματικής άμυνας και αντίστασης των εργαζομένων στις επιθετικές στρατηγικές του κεφαλαίου (Πουλαντζάς1975, Τρότσκυ χ.χ.ε.). Αντιθέτως, μετέθεταν πάντοτε ως προς τη λαϊκή τους βάση τον «εχθρό» στους «ξένους», ιδίως μάλιστα σήμερα στους αλλοδαπούς εργαζόμενους και άνεργους. Η δε συγκυριακή δράση τους μέσα στα συνδικάτα πάντοτε είχε ως συνέχεια έναν κορπορατισμό διαλυτικό των οργανώσεων του εργατικού κινήματος. Η ιστορική σχέση του ΚΚΕ με τις ιστορικές δομές του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα (για την οποία π.χ. του ασκούν κριτική κάποιες ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις) δείχνει το άστοχο των συσχετισμών αυτών. Δεν εξηγείται όμως αυτή η ραγδαία μέσα σε λίγα χρόνια αλλαγή εκτιμήσεων της ΣΕ όσον αφορά το ΚΚΕ: από κόμμα της σε κρίση τριτοδιεθνιστικής στρατηγικής, το ΚΚΕ μεταλλάσσεται στις εκτιμήσεις της ΣΕ σε κόμμα της «εθνικής αντίδρασης». Τι άλλαξε; Εμείς ή η πραγματικότητα;
* Η ΣΕ χρησιμοποιεί τέλος μία ορολογία («εθνοκομμουνισμός») προσομοιάζουσα σε αυτήν του αστικού τύπου και ιδίως των μεγάλων αστικών συγκροτημάτων («φαιοκόκκινο μέτωπο»). Αυτή η ορολογία έχει μία «δεξιά» και μία «αριστερή» χρήση.
Η «δεξιά» επιστρατεύεται από τον αστικό τύπο για την αντιμετώπιση/αποτροπή ιδίως αντιΝΑΤΟϊκών και αντιιμπεριαλιστικών κινητοποιήσεων κατά της κυβέρνησης. Στα δημοσιεύματα αυτά η «εθνικιστική» ηγεμονία στις κινητοποιήσεις θεωρείται πάντοτε δεδομένη υπό την έννοια ότι αυτές οι κινητοποιήσεις μάς εκθέτουν στους συμμάχους μας, οδηγούν σε «εθνική απομόνωση» και περιπέτειες, ωθούν στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό και πόλεμο, οι φορείς τους μας θέλουν «Αλβανία» κ.λπ. (πρβλ. π.χ. τις απόψεις του Ι.Κ. Πρετεντέρη στο Βήμα, με ένα άλλο ήθος του Γ. Γιαννουλόπουλου στην Ελευθεροτυπίακ.λπ.). Η «αριστερή» εκδοχή αυτής της σύνθεσης είναι προφανώς και η μόνη σοβαρή προς συζήτηση εντός της Αριστεράς. Πρόκειται για το λόγο εκείνης της αριστερής διανόησης, η οποία σε συνθήκες διεθνοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» διακρίνει ένα (τον) μείζονα κίνδυνο στις «τάσεις εθνικής αναδίπλωσης» και αμυντικής ενδοστροφής των κρατών-εθνών. Η τάση αυτή συσχετίζει φαινόμενα συναφή αλλά όχι ταυτόσημα όπως ο εθνικιστικός κομμουνισμός του Ζουγκάνοφ, ο «σοσιαλιστικός» εθνικισμός του Μιλόσεβιτς, ο αντιδραστικός εθνικισμός ορισμένων χωρών του Τρίτου Κόσμου προσπαθώντας να τα αναγάγει σε έναν κοινό παρονομαστή «ορμητικής αναβίωσης του εθνικισμού» και όσμωσής του με τα υπολείμματα του ΚΚ (π.χ. αντιλήψεις που διαπερνούν τις παρεμβάσεις των «Ιών της Κυριακής», χωρίς να υποτιμάται η θετική δράση τους σε σημαντικά ζητήματα). Η τάση αυτή, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρή στην ελληνική ιδεολογική σκηνή, ορθά μεν επισημαίνει όψεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πλευρά του εθνικού κράτους και των εθνικιστικών ιδεολογιών, παρουσιάζει όμως ορισμένα σημαντικά προβλήματα: α) Υποτιμά και αγνοεί τους μετασχηματισμούς του σύγχρονου ιμπεριαλισμού (ουσιαστικά υποστηρίζεται: κάθε αστικό κράτος φέρει την κλασσική εθνική και εθνικιστική ιδεολογία) και την οργανική ένταξη στην πολιτική του λεγόμενου «διεθνισμού των δικαιωμάτων», αντιθέτως μάλιστα υπεραμύνεται αφηρημένα κάθε αιτήματος όχι απλώς προστασίας δικαιωμάτων αλλά και κρατικού αποχωρισμού. β) Αποδέχεται το δήθεν «δημοκρατικό κεκτημένο» των ιμπεριαλιστικών κέντρων ως πολιτισμό των φιλελεύθερων και δικαιοκρατικών κρατών, αγνοώντας τις όψεις ιδεολογικής αποδοχής του καπιταλισμού, που αυτό ενέχει, με μία έννοια αποδέχεται στις συνέπειές του και το σχήμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» (Χάντινγκτον 1993). γ) Αποδέχεται εν τέλει μία διεθνή ρυθμιστική αρχή η οποία με όρους νομιμότητας θα επιτελούσε την προστασία των δικαιωμάτων αλλά και την ιστορική κάμψη της εθνικής κυριαρχίας, την οποία αυτό το «δικαίωμα επέμβασης» συνεπάγεται. Δέχεται έτσι την προτεραιότητα του φιλελεύθερου ηθικού οικουμενισμού (νεοκαντιανού τύπου) αλλά και την ουδετερότητα του λόγου «περί δικαιωμάτων» (Δημούλης,1999).
Η χρήση του «εθνοκομμουνισμού» (όρου σημαντικά όμοιου με τον μεταπολεμικό «ολοκληρωτισμό των άκρων» των φιλελεύθερων θεωρητικών (όπως η Χ. Άρεντ) αλλά και με τον «εθνομπολσεβικισμό» της Βαϊμάρης --Πουλαντζάς 1977) ως μίας μαχητικής φρασεολογίας κατά του «αριστερού εθνικισμού» από τη ΣΕ υποδηλώνει ενδεχομένως μία προσέγγιση σε αυτές τις απόψεις και αντιλήψεις όχι από την οπτική μιας τακτικής συμμαχίας (π.χ. σε ζητήματα προστασίας δικαιωμάτων των μειονοτητων αυτή θα ήταν αυτονόητη), αλλά από την προοπτική μιας στρατηγικής σύγκλισης. Στην περίπτωση αυτήν όμως εγείρονται σοβαρές αντιρρήσεις, αν δεχθούμε ότι ο μαρξισμός σήμερα μπορεί να αξιώνει μία διαφορετική θέση από την αριστερή παραλλαγή του οικουμενικού φιλελευθερισμού.
3. Ο «εθνοκεντρισμός» της ελληνικής Αριστεράς
Θα διατυπώσω με σαφήνεια την αντίρρησή μου στην θέση του «εθνοκομμουνισμού». Η κυρίαρχη κομμουνιστική Αριστερά, το ΚΚΕ, δεν είναι ούτε «εθνοκομμουνιστική» ούτε «ακροδεξιά», ούτε πρωτευόντως εθνικιστική. Δυστυχώς ή ευτυχώς η Παπαρήγα δεν είναι ακριβώς ο Παπαρηγόπουλος (ατυχής φράση του Α. Γαβριηλίδη σε Εποχή της 9-4-2000) --αν ήταν θα είχαμε εύκολο έργο μπροστά μας. Η Αριστερά αυτή δεν έχει μετασχηματισθεί σε έναν αριστερό «λεπενισμό» αλλά προεκτείνει και εφαρμόζει στις συνθήκες του παρόντος, (συνθήκες με ποιοτικά νέα χαρακτηριστικά) τον ιστορικά «εθνοκεντρικό» της χαρακτήρα.Με πολύ διαφορετικό τρόπο, το ίδιο κάνει και ο Συνασπισμός.
Η ελληνική κομμουνιστική Αριστερά αμφιταλαντεύθηκε επί δεκαετίες --όπως και η διεθνής άλλωστε-- ανάμεσα σε μία πιο «εθνοκεντρική» και σε μία πιο «διεθνιστική» τοποθέτηση. (Δημούλης-Γιαννούλη 1995, Λεβί 1992). Σε γενικές γραμμές ήδη από την ήττα του τροτσκιστικού ρεύματος (1927-1930) και το αργότερο από την 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ (1934) ηγεμόνευσε ο «εθνοκεντρικός» προσανατολισμός συνδεόμενος με την προβληματική της «εξάρτησης» και της «εθνικής ανεξαρτησίας». Αυτό δεν συνέβη επειδή ο ελληνικός κομμουνισμός ειδικά «αλώθηκε» από εθνικιστικές αντιλήψεις αλλά εξαιτίας γενικότερων ιδεολογικών ανακατατάξεων στο κομμουνιστικό κίνημα. Η στροφή αυτή είναι συνέπεια της διεθνούς ήττας της επανάστασης και της θεωρητικοποίησης του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα» (Κλαουντίν1980). Συγχρόνως όμως ενσωματώνει (με πιο ώριμη μορφή αυτήν του εθνικού «λαϊκομετωπισμού» και της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού) την ηγεμόνευση του ΚΚ από τον οικονομισμόκαι τις αντιλήψεις της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων έναντι των παραγωγικών σχέσεων, του τεχνικισμού και της ουδετερότητας της «καπιταλιστικής ανάπτυξης». Στο πλαίσιο αυτό η εθνοκεντρική συγκρότηση είναι ταυτοχρόνως η υπεράσπιση του «έθνους του σοσιαλισμού», της ΕΣΣΔ, και των «εθνικών παραγωγικών δυνάμεων», η εξέλιξη των οποίων «παρεμποδίζεται» από τις καπιταλιστικές σχέσεις. Η θέση αυτή συναντιέται με τον πυρήνα του (αστικού) εθνικισμού, καθώς αντικαθιστά την ταξική διαίρεση της κοινωνίας με την ενσωμάτωση όλου του «έθνους» στο λαϊκό κίνημα και την αντιπαράθεση στον μικρό πυρήνα της «ολιγαρχίας», τις «200 οικογένειες». Από εδώ (1935), μέχρι τις πλατειές «εθνικές ενότητες» κατά των μονοπωλίων με τους «αντιμονοπωλιακούς» αστούς ή τα «δημοκρατικά μονοπώλια» πράγματι η απόσταση δεν υπήρξε μεγάλη (Πουλαντζάς1970). Την ίδια στιγμή αυτή η οικειοποίηση του «έθνους» από την Αριστερά σημαίνει και την οικειοποίηση του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού εργασίας αλλά και της καπιταλιστικής «μήτρας» της κρατικής συγκρότησης όσον αφορά τη σχέση κρατικών μηχανισμών και μαζών («πολιτική αλλοτρίωση», αντιπροσώπευση κ.λπ.). Σε αυτό το σημείο έχουν μία αξία οι απόψεις που έχουν εστιάσει στη σύνδεση μεταξύ της αφομοίωσης του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας από το εργατικό κίνημα και της «αριστερής τεχνοκρατίας» (για την εκπαίδευση Μηλιός 1982) και μιας «ρηχής» κριτικής στον καπιταλισμό ως σύστημα άνισης διανομής και υπέρμετρης κερδοσκοπίας των κεφαλαιοκρατών (Πρέβε1998 με αναφορές στο έργο του Sombart) κ.ά.
Η όψη αυτή της χρήσης του «έθνους» από την Αριστερά --όψη που οδηγεί στην εθνική ενότητα και στην ταύτιση πραγματική ή φαντασιακή με το «εθνικό αστικό κράτος»-- συχνά οδήγησε στην ταύτιση της Αριστεράς με τον σοσιαλσωβινισμό και στην αδιάκριτη υπεράσπιση των «εθνικών διεκδικήσεων» κατά τρόπο όμοιο προς την Β΄ Διεθνή. Ας θυμηθούμε εδώ τις αποικιακές πολιτικές περιπέτειες του γαλλικού ΚΚ μετά το 1945 αλλά και την κρατική διαχείριση «εθνικών διεκδικήσεων» από κράτη όπως η ΕΣΣΔ αλλά και η Λαϊκή Κίνα ή το Βιετνάμ. Επίσης, λειτούργησε σε κάθε περίπτωση, όπου πρυτάνευσε η γραμμή του «εθνικού μετώπου», στην ανάσχεση της επαναστατικής διαδικασίας (π.χ. Ισπανία 1936-39, Ελλάδα 1943-1945 κ.ά. - Χατζής 1982). Νομίζουμε πάντως ότι ιστορικά υπήρξε και μία ποιοτικά άλλη «ταξική» χρήσητου «έθνους» από τις λαϊκές τάξεις. Αυτή η δεύτερη χρήση δεν μπορεί να χρεωθεί ευθύγραμμα και εύκολα στην αστική ηγεμονία, αντίθετα γεννήθηκε σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της αστικής ηγεμονίας: στις περιπτώσεις των πολιτικών κρίσεων που γέννησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στις περιπτώσεις των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων του 20ου αιώνα.
Στην περίπτωση των πολιτικών κρίσεων της περιόδου 1940-1945που γέννησε στην Ευρώπη η ναζιστική κατοχή και η αποδιάρθρωση του παλαιού αστικού κράτους, εκεί όπου αναπτύχθηκε η τάση προς τη δυαδική εξουσία και την επαναστατική κρίση (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία) σε συνθήκες ενός πολέμου αντιφασιστικού και ιμπεριαλιστικού ταυτόχρονα., το πραγματικό κίνημα μίλησε με τη γλώσσα του «έθνους» και όχι με αυτήν ενός αφηρημένου διεθνισμού (π.χ. «ντεφαιτισμού»). Του «έθνους» αλλά όχι της «εθνικής ενότητας» ή της «εθνικής αντίστασης». Η πλήρης αδυναμία ηγεμονικής διεύθυνσης από τις αστικές δυνάμεις (οργανική κρίση ηγεμονίας, κρίση πολιτικής εκπροσώπησης) οδήγησε σε μία πλήρη αποσύνδεση της έννοιας του «έθνους» από την αστική πολιτική κυριαρχία, σε μία ιδιόμορφη οικειοποίηση της «εθνικής ιστορίας» από το λαϊκό συνασπισμό, η οποία όντως αποκατέστησε μία σχέση με το γιακωβινισμό της αστικής επανάστασης (και με αυτήν την έννοια η σχέση του Βελουχιώτη με τους «κλέφτες και αρματο(ω)λούς» και όχι απλώς ως lapsus calami και αναδρομική τύψη για τη διάρρηξη της εθνικής ενότητας --βλ. κριτική Α. Γαβριηλίδησε Θέσεις τ. 71 σε άρθρο των Μπελαντή-Κουνέλη στην Εποχήτης 28-2-99). Στις πρωτότυπες ιστορικές συνθήκες της ξένης κατοχής και του αντιφασιστικού πολέμου και ταυτόχρονα της ανάδυσης μιας επαναστατικής κρίσης που αναφερόταν στο «έθνος» η ίδια η εθνική ιδεολογική αναφορά δεν μπορούσε αυτόματα να θεωρηθεί αντιδραστική και αντεπαναστατική. Υπόκειτο σε ένα ανοιχτό στρατηγικό πεδίο. Μπορούσε είτε να συναρθρωθεί, όπως έγινε στη γιουγκοσλαβική περίπτωση, σε μία στρατηγική αυτοτελούς ταξικά συγκρότησης του λαϊκού συνασπισμού εξουσίας και κατάληψης της «εθνικής» κρατικής εξουσίας ενσωματώνοντας την αντιιμπεριαλιστική πάλη, την «εθνική απελευθέρωση» και τη σοσιαλιστική επαναστατική «στιγμή», είτε να συναρθρωθεί σε έναν λόγο «εθνικού μετώπου», συμμαχιών με την «προοδευτική» αστική τάξη και ανάσχεσης της επανάστασης (ως προς την έννοια της συνάρθρωσης βλ. σε Λακλάου1983, σε σχέση με τον ελληνικό σχηματισμό Μαυρής και Βερναρδάκης 1991). Η πορεία των πραγμάτων κινήθηκε στη δεύτερη κατεύθυνση, γι' αυτό όμως δεν αποφάσισε η ίδια η «εθνική» αυτοαναφορά των λαϊκών τάξεων αλλά η βαθύτερη στρατηγική αφομοίωση, μέσα και από τη σχέση με το «διεθνές κέντρο» των εξελικτικιστικών και οπορτουνιστικών λογικών του ύστερου τριτοδιεθνισμού (Ελεφάντης 1976).
Η επαναστατική πάλη για την «ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό» σε χώρες με μεταποικιακό καθεστώς, όπου οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις για ιστορικούς λόγους κατείχαν ένα βαρύνοντα ρόλο εντός του συνασπισμού εξουσίας και επικαθόριζαν ως τμήμα του «εθνικού κεφαλαίου» τις εσωτερικές σχέσεις κυριαρχίας, επίσης βιώθηκε ως «εθνική αντιιμπεριαλιστική» και ταυτόχρονα «σοσιαλιστική επανάσταση» από τις λαϊκές τάξεις αυτών των χωρών.Τα ταξικά σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά αυτών των επαναστάσεων (της Κίνας, της Κούβας, του Βιετνάμ, της Αλγερίας κ.λπ.) μπορούν εκ των υστέρων να αμφισβητηθούν και έχουν εν μέρει αμφισβητηθεί (π.χ. ρόλος κρατικών αστικών τάξεων, κυριαρχία «γραφειοκρατίας» ως μοχλού εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης κ.λπ.), αυτό όμως δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαγραφή των επαναστατικών εμπειριών όσων διεκδίκησαν την ηγεμονία στο πεδίο του «έθνους» --και σε αυτό υπήρξαν ούτως ή άλλως πλήρως και απολύτως «γκραμσιανές» και «μαοϊκές» και πολύ λίγο τροτσκίζουσες» (για τη σχέση «έθνους» και «ηγεμονίας» στον Γκράμσι βλ. και σε W.F.Haug 2000). Άλλωστε αυτές οι αποτυχίες έθεσαν πολύ περισσότερο από την προβληματική σχέση του μαρξισμού και του αστικού εθνικισμού την ακόμη πιο προβληματική σχέση των «μαρξισμών» με τις επιταγές του αστικού τεχνοκρατικού ορθολογισμού και της ίδιας της (αντιφατικής) νεωτερικότητας (ενδεικτικά σε Loewy-Sayre2000).
4. Ο μεταπολιτευτικός αριστερός «εθνοκεντρισμός» (1974-1989)
Η μετεμφυλιακή και μεταπολιτευτική Αριστερά, ευρύτερα ο ανασυγκροτημένος μετά τη δεκαετία του 1960 πολιτικός συνασπισμός των λαϊκών τάξεων διαπεράσθηκε έντονα και βαθιά από το «σύνδρομο της ήττας», όχι μόνο της ήττας του 1949 αλλά και των διαδοχικών ηττών της δεκαετίας του 1960 και του 1973-1974, της εμπέδωσης του αστικού εκσυγχρονισμού με ορόσημα το 1975 και το 1981. Πράγματι, ορθά έχει υποστηριχθεί από το προσωπικό των Θέσεωνήδη από την πρώτη περίοδο έκδοσης του περιοδικού ότι αυτή η ήττα των λαϊκών τάξεων (ήττα σε σχέση με δυνατότητες επαναστατικών εγχειρημάτων, κατάκτησης της εξουσίας) οδήγησε σε μία ιδεολογική μετάθεση του «τόπου» της ταξικής πάλης: πλέον δεν διεκδικείται η «εθνική» κρατική εξουσία αλλά η «ενότητα του έθνους» στις συνθήκες της αστικής δημοκρατικής κυριαρχίας. Στις συνθήκες ύπαρξης του λαϊκού συνασπισμού κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η πολιτική πρόταση της Αριστεράς υπήρξε σε όλες της τις παραλλαγές η αναζήτηση μιας «εθνικής κεϊνσιανής/αναδιανεμητικής» αστικής διαχείρισης στην προοπτική της εθνικής αυτοδύναμης ανάπτυξης και του ξετυλίγματος των εθνικών παραγωγικών («μας») δυνάμεων. Η εθνική αυτή έγκληση είχε και το νόημα της «επανάκαμψης»/εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων σε ένα πλέγμα κρατικής εξουσίας ανοιχτό επιτέλους στους αριστερούς πολίτες και στις λαϊκές τάξεις., της συγκρότησης της αριστερής διανόησης ως «ηγεμονικής εθνικής διανόησης», της ομαλής και δημοκρατικής υπερίσχυσης στο πεδίο της «κοινωνίας των πολιτών» ως το μόνο πραγματικά ταξικό πολιτικό πεδίο (Αντερσον 1985) του αριστερού μπλοκ επί της Δεξιάς, καθιστώντας σήμερα εφικτή την αναδιανομή και στο απώτερο μέλλον έναν αβέβαιο σοσιαλισμό. Οι ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης ενέγραψαν δύο διαφορετικές αριστερές εκδοχές της «εξάρτησης» και της «εθνικής ανεξαρτησίας»:α) Αυτήν της σύγκρουσης με το πλέγμα ΝΑΤΟ/ΕΟΚ και της εθνικής αποδέσμευσης --για το ΚΚΕ αυτή η στρατηγική δεν εντασσόταν ακριβώς στην «εθνική απομόνωση» αλλά στην τάση ουδετεροποίησης της Ελλάδας μεταξύ των δύο συνασπισμών και δημιουργίας προοπτικά δεσμών με τον δεύτερο, για την άκρα Αριστερά δεν εντασσόταν σε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, και β) αυτήν της ένταξης του εθνικού (αστικού) και ταυτοχρόνως του εργατικού/λαϊκού συμφέροντος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση του κεφαλαίου ως τάση που θα μετατόπιζε προς τα αριστερά τον χαρακτήρα της «ολοκλήρωσης» (ΚΚΕ Εσωτερικού, βλ. πρόγραμμα π.χ. του 1ου (9ου) συνεδρίου του-1976).
Και οι δύο εκδοχές υπήρξαν «εθνοκεντρικές» στον βαθμό που ενέταξαν τα ταξικά συμφέροντα της εργασίας σε έναν ευρύτατο εθνικό συνασπισμό (είτε αποκλειστικά «ελληνικό» είτε και «ευρωπαϊκό»), όπου ο «λαός» της εργασίας έτεινε να ταυτισθεί με τον «λαό του ελληνικού έθνους», όμοια με την ανδρεϊκή εθνική έγκληση. Επίσης, και οι δύο εκδοχές ταύτισαν συχνά την αντιμπεριαλιστική πάλη και διεκδίκηση --σε μία χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού με ιμπεριαλιστικές όψεις-- με όλα αδιακρίτως τα εθνικά δίκαια έναντι του «εθνικού μας ανταγωνιστή» (από το δικαίωμα στην εδαφική ακεραιότητα έως το δικαίωμα στην καταπίεση π.χ. των εθνικών μειονοτήτων), και με την αντιμετώπιση συχνά της ταξικής πάλης ως αντανάκλασης της σύγκρουσης μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών εθνών», του «έθνους μας» ως μονίμως «ριγμένου» από την ιμπεριαλιστική διαιτησία κ.λπ. Αυτές οι διαπιστώσεις όμως, στην κατανόηση και κατάκτηση των οποίων οι Θέσειςσυνέβαλαν σημαντικά, δεν δικαιώνουν αυτόματα μία μηδενιστική στάση απέναντι στον σύνθετο και αντιφατικό ιστορικό «εθνοκεντρισμό» της ελληνικής Αριστεράς. Αφ' ενός μεν δεν διακρίνουν διόλου το στοιχείο της μνήμης μιας περιόδου, όπου το «άλλο έθνος» διεκδικήθηκε στην προοπτική μιας επαναστατικής εξουσίας, (και εδώ η αξιόλογη υπόμνηση του έθνους ως ενοποιητικής ταυτότητας που απωθεί την σύγκρουση/ρήξη δεν αντιβαίνει καθόλου στην υπόμνηση και επαναβίωση ενός «επαναστατικού λαϊκού έθνους»όπου το ζήτημα της αμφισβήτησης της αστικής ηγεμονίας και οικοδόμησης μιας προλεταριακής ηγεμονίας δεν «προετοιμάζει» την επανάσταση αλλά εκδηλώνεται μέσα από αυτήν --σε αυτό η πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του Α. Γαβριηλίδη βλέπει μόνο την αρνητική διάσταση της «μετάθεσης»στη βιασύνη του να «ξεμπερδέψει με το έθνος», όμως το «έθνος». ως «ιστορική νεύρωση», δεν θεραπεύεται μόνο διά του εξορκισμού του συμπτώματος). Αφ' ετέρου δε δεν απαντούν στο ζήτημα του περιεχομένου μιας αριστερής διεθνιστικής στρατηγικής αντί της υπαρκτής «εθνοκεντρικής» ή απαντούν στο όνομα ενός «αφηρημένου ντεφαιτισμού». Συγκεκριμένα: α) Υπάρχει μία ιστορική εδαφικοποίηση της ιδεολογίας και των όρων ύπαρξης των λαϊκών τάξεων; επιθυμούν οι λαϊκές τάξεις να ζουν κάτω από ορισμένους «εδαφικούς», πολιτιστικούς και πολιτικούς όρους ή αυτό είναι απλώς μία επιβεβλημένη αστική φενάκη; β) Τι συμβαίνει σε μία ιστορική συγκυρία όπου η σημαντική τροποποίηση των πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών δύναμης μεταξύ δύο ανταγωνιστριών αστικών τάξεων μπορεί να τροποποιήσει ακόμη και αυτό το εδαφικό status; Αυτή η συνθήκη είναι απολύτως αδιάφορη για τους επαναστάτες; και η πολιτική του διεθνισμού και της φιλίας των λαών μπορεί να παρακάμπτει τέτοια ενδεχόμενα, όταν τίθενται; γ) Η επαναστατική διαδικασία, αν και μη περιοριζόμενη σε «μία μόνη χώρα», είναι μία «εθνική» διαδικασία εδαφικά και πολιτιστικά; ή ακολουθεί απλώς έναν «ενιαίο» αλγεβρικό τύπο, όπως αυτοί τους οποίους επεξεργάσθηκαν επί δεκαετίες τα σταλινικά και τριτοδιεθνιστικά επιτελεία; εδώ, οι νέες διεθνιστικές αλλά και «εθνικές» επαναστατικές εμπειρίες (π.χ. Ζαπατίστας) θα έπρεπε να μας προβληματίσουν. δ) Τέλος, παρά το ότι μέσα από την προβληματική της «εξάρτησης» ο αριστερός εθνοκεντρισμός υπήρξε η μήτρα γένεσης του παραδοσιακού αριστερού εθνικισμού της μεταπολίτευσης και αλληλοτροφοδοτήθηκε με αυτόν, θα ήταν άδικο και υπεραπλουστευτικό να ταυτίσουμε π.χ. τον ανδρεϊκό μεταπολιτευτικό εθνικισμό με τον αριστερό εθνοκεντρισμό: Θα έπρεπε τότε να ξεχάσουμε τις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ αλλά και χώρων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για την ελληνοτουρκική φιλία καθώς επίσης και την «πλην Λακεδαμονίων»(έκφραση της Μ. Δαμανάκη) στάση του ΚΚΕ αλλά και της «Αριστεράς της ανανεωτικής Αριστεράς» στη «μακεδονική κρίση» του 1991-1992.
Αποτελεί μία ειρωνεία της ιστορίας αλλά φαίνεται ότι ο «εθνοκεντρισμός» της ιστορικής Αριστεράς (παρά την αποδοχή εκ μέρους του της ανύπαρκτης «συνέχειας του έθνους» και των αστικών ιδεολογικών προταγμάτων που απορρέουν από αυτήν) δεν παρέκαμψε τα μονιμότερα αποτελέσματα της δομής του «αστικού έθνους» επί των λαϊκών τάξεων ως «αναγκαίους» όρους της ιδεολογίας τους και απάντησε --λαθεμένα-- σε ερωτήματα τα οποία ο «αφηρημένος διεθνισμός» δεν μπορεί ούτε να θέσει ούτε να επιλύσει.
5. «Εθνοκεντρισμός», «εθνικισμός» και διεθνισμός στις συνθήκες της «παρακμής των εθνών»
Παραλλάσσοντας τη Σχολή της Φραγκφούρτης μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα αποτελεσματικά για τον εθνικισμό και το διεθνισμό αν δε μιλήσουμε για το σύγχρονο ιμπεριαλισμό και την αντίθεση σε αυτόν.
Μετά το 1989 ο «παλιός» ιμπεριαλισμός χωρίς να έχει αλλάξει τα δομικά του γνωρίσματα, τις βασικές αιτιακές σχέσεις του, παρουσιάζει ωστόσο νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά (ακριβώς επειδή ο ιμπεριαλισμός εκφράζει μία ιδιαίτερη πολιτική, στρατιωτική και πολιτιστική ποιότητα κυριαρχίας και δεν είναι απλώς το εποικοδόμημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού - βλ. και σε Οικονομάκη, 2000, Deppe 1995, με αναφορά στις σύγχρονες θεωρίες για την ηγεμονία στις διεθνείς σχέσεις.). Ο πολιτικοστρατιωτικός «μονοπολισμός» μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, η ένταση των ολοκληρώσεων στους πόλους της «Τριάδας» και του ενδοαστικού ανταγωνισμού, η επίταση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (π.χ. συγχωνεύσεις πολυεθνικών εταιρειών κ.λπ.) αλλά και ορισμένων όψεων διεθνοποίησης (π.χ. αύξηση κινητικότητας του χρηματιστηριακού κεφαλαίου) οδηγούν σε ένα «σύστημα» όπου η όξυνση του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού συμβαδίζει με την επιταγή για πιο απόλυτη και ολοκληρωτική «κοινή» κυριαρχία των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών στις ζώνες πολιτικοιοικονομικής αστάθειας και ασταθούς επιβολής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων (π.χ. Βαλκάνια, Ανατ. Ευρώπη Καύκασος κ.λπ.), απέναντι σε ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (π.χ. Ρωσία, Κίνα) αλλά και με την επιταγή για πιο αποτελεσματική ιδεολογική επιβολή επί των λαϊκών τάξεων μέσα στις χώρες του ιμπεριαλιστικού κέντρου με την προπαγάνδα ενός σταθεροποιητικού ρόλου του ιμπεριαλισμού για την «ειρήνη και τα δικαιώματα» και σε αντίθεση με τον «αντιδραστικό εθνικισμό».
Έτσι, παγιώνεται η ιδεολογική παράσταση του «ένόπλου ανθρωπισμού» με ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη μεταλλαγή των αντιλήψεων της Αριστεράς για τον ιμπεριαλισμό και τον «οικουμενικό πολιτισμό του κεφαλαίου» όσο και στην παραδοσιακή θεώρηση της «λαϊκής» και της «εθνικής κυριαρχίας» και διαμορφώνει νέου τύπου συναινέσεις τόσο στο πεδίο της αριστερής διανόησης (όπου ηγεμονεύει πλήρως πλέον ο οικουμενικός φιλελευθερισμός και τα «ηθικά» του προτάγματα) όσο και στο πεδίο της ιδεολογίας των λαϊκών τάξεων (όπου η μαζική ιδεολογίας της «τάξης» και της αντικαπιταλιστικής/αντιιμπεριαλιστικής της τοποθέτησης αντικαθίσταται γενικότερα από τον πολιτισμό της δικαιοκρατίας και των φιλελεύθερων αξιών ή αντιδιασταλτικά από την «εθνική αναδίπλωση», το ρατσισμό και τον εθνικό αντιοικουμενισμό, «Αριστερή Συσπείρωση» τ. 3/1999).
Σε αυτό το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο υποστηρίζεται από τους βασικούς φιλελεύθερους ιδεολόγους (αριστερούς στην πλειοψηφία τους και διόλου τυχαία) η θέση της «παρακμής των εθνών/κρατών» και του αναγκαίου «δικαιώματος στην ανθρωπιστική επέμβαση» σε βάρος των «αυταρχικών» εθνών-κρατών, τα οποία έτσι «εκπίπτουν» από την αξίωσή τους για κυριαρχία. (Habermas 1999, Held 1998, Teson 1988, Glennon 1999, Kaldor 1998 κ.ά). Η θέση αυτή της ανάπτυξης της δικαιοκρατίας και της δημοκρατίας σε διεθνή κλίμακα με την επέμβαση διεθνών ρυθμιστικών αρχών και ελλείψει αυτών με την επέμβαση διεθνών εγγυητικών παραγόντων ισχύος των «ανεπτυγμένων εθνών») οριζόμενη ως «κοσμοπολιτική δημοκρατία»δεν αποτελεί όμως απλώς μία στρατηγική οργάνωσης της κοινωνικής συναίνεσης στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Αντιστοιχεί και σε στρατηγικές «ελεγχόμενης αστάθειας» εκ μέρους των βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών στην κοινή τους προσπάθεια για έλεγχο των «γκρίζων ζωνών», κατάκτηση και αναδιανομή αυτών των «γκρίζων ζωνών» μεταξύ τους. Στη διαδικασία αυτή η ενθάρρυνση/ υποκίνηση μειονοτικών αποσχιστικών τάσεων των «αλύτρωτων εθνικισμών» (η οποία αξιοποιεί πραγματικές εσωτερικές αντιθέσεις, δεν τις κατασκευάζει) εγγράφεται ως ουσιώδες στοιχείο αυτής της στρατηγικής «ελεγχόμενης αστάθειας» (βλ. και Σωτήρη σε Θέσεις68/99), ως βάση όμως αυτής της ανατροπής του εδαφικού status προβάλλεται όχι αυτή καθαυτή η «αυτοδιάθεση» αλλά η αδυναμία συνύπαρξης πλέον των καταπιεζουσών και των καταπιεζομένων εθνοτήτων. Νομίζουμε ότι η μονομερής εστίαση των Θέσεωνστα φαινόμενα του ανορθολογισμού/εθνικισμού (όμοια ΦωτόπουλοςΕλευθεροτυπία6-2-00), έχει οδηγήσει στην υποτίμηση ή και έμμεση άρνηση της ύπαρξης αυτών των μετασχηματισμών. Έτσι, η παρέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο συχνά νοείται ως μία αυστηρά διαiτητική/σταθεροποιητική διαδικασία του τύπου «Μεγάλες Δυνάμεις στη ναυμαχία του Ναυαρίνου».
Αυτές οι νέες πραγματικότητες εγκαθιστούν στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες μία καινούρια πόλωση εντός του ιστορικά διαμορφωμένου (αστικού) εθνικισμού, της επίσημης ιδεολογικής συγκρότησης και πολιτικής πρακτικής του αστικού κράτους-έθνους ως εδαφικοποίησης μιας ιστορίας και ιστορικοποίησης ενός «εδάφους» και «ενός πληθυσμού» (Πουλαντζάς 1984). Ένα τμήμα του αστικού πολιτικού προσωπικού –σαφώς μειοψηφικό και φθίνον- υπερασπίζεται την «εδαφικοποιημένη κυριαρχία» και στρέφεται κατά των διεθνών επεμβάσεων, επικαλείται τις σηματοδοτήσεις του διεθνούς δικαίου, όπως διατυπώθηκαν από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας και μετά (όψεις του γερμανικού συντηρητισμού και του ρεπουμπλικανικού απομονωτισμού κινήθηκαν σε αυτήν την κατεύθυνση κατά τη γιουγκοσλαβική κρίση του 1999). Το προσωπικό αυτό συνδέεται με τον παραδοσιακό εθνικισμό ως ιδεολογία ευρύτερων μαζών και κυρίως μικροαστικών παραδοσιακών μερίδων αλλά και με την «εθνική» αντίδραση και έκφραση λαϊκών μερίδων και στρωμάτων κατά της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της έντασης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά η πλειοψηφική μερίδα του αστικού πολιτικού προσωπικού --με τη «νέα σοσιαλδημοκρατία» να φιγουράρει σε πρωταγωνιστικό ρόλο-- βιάζεται να πλειοδοτήσει υπέρ της «περιορισμένης κυριαρχίας» των γκρίζων ζωνών κυριαρχίας και της γενίκευσης του «διεθνισμού των δικαιωμάτων». Εδώ, η «αντιεθνικιστική» ιστορική θέση της δυτικής Αριστεράς κατά του εθνικισμού του κεφαλαίου της και υπέρ των κυριαρχούμενων από τον ιμπεριαλισμό χωρών, ενδεχομένως ελλείψει ελκτικών και ελπιδοφόρων αντικειμένων της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, μετατρέπεται στο αντίθετό της: σε υποστήριξη του «εκπολιτιστικού» ρόλου του εθνικού τους κεφαλαίου στο χώρο των «γκρίζων ζωνών κυριαρχίας» και σε αντίπαλο δέος του «εθνικισμού των κατώτερων ιμπεριαλιστικών κρίκων», όπως εκφράζεται σήμερα μέσα από καισαρικές-αυταρχικές μορφές. Πρόκειται για τον κερματισμό και την αποδυνάμωση στις ιμπεριαλιστικές και γενικότερα ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του παραδοσιακού αστικού εθνικισμού (ο οποίος συνδέει την εθνική ενότητα και το εθνικό συμφέρον με τη γεωπολιτική σταθερότητα, την μη ανατροπή του εδαφικού status, το σεβασμό της κυριαρχίας, την μη εύνοια σε αποσχιστικές τάσεις κ.λπ., την μη επέμβαση στις «εσωτερικές υποθέσεις») και την ανάδυση ενός νέου εθνικισμού με «αναθεωρητικές» τάσεις. Αυτός ο «νέος εθνικισμός» νομιμοποιείται ως εγγυητής της «κοσμοπολιτικής δημοκρατίας», αρνείται τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας ως «εδαφικότητας» και ως «μονοπωλίου βίας» και τη θεμελιώνει στην εφαρμογή των οικουμενικών αρχών και αξιών (Barkin 1998). Χωρίς σε καμία περίπτωση να αποδέχεται αμφισβητήσεις της γεωπολιτικής σταθερότητας και της «κυριαρχίας» των ανεπτυγμένων σχηματισμών (βλ. π.χ. τη στάση απέναντι σε αυτονομιστικά κινήματα των μητροπόλεων) προωθεί την ελεγχόμενη ανακατάταξη του διεθνούς χάρτη και πάντως οπωσδήποτε την επέμβαση σε βάρος της κυριαρχίας στις χώρες της «αστάθειας», την «εγγύηση των δικαιωμάτων» και τη διεθνή αστυνόμευση και σωφρονισμό των «εθνικιστικών» και πάντως διεθνώς μη λειτουργικών πρακτικών. Στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου» (Σακελλαρόπουλος, 1998, Βεργόπουλος 2000)αντιστοιχείται η «παγκοσμιοποίηση των δικαιωμάτων» δηλαδή των ευνοϊκότερων δυνατών όρων για την επιβολή και λειτουργία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.
Στην ελληνική πραγματικότητα αυτή η πόλωση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πλέον εκδοχές της «κυριαρχίας» και του «εθνικού συμφέροντος» διαπλέκεται με την παλαιά προβληματική της «εξάρτησης» και των «μικρών εθνών» αλλά και με τον ανοιχτό ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Ο παραδοσιακός εθνικισμός (του Ναξάκη, του Παπαθεμελή ή τομέων της Ν.Δ.) δεν υπερασπίζεται μόνο τις αρχές της «εδαφικής κυριαρχίας» και της «μη επέμβασης» αλλά και μία αντίληψη για τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό που επιμένει στη στρατιωτική και γεωπολιτική μορφή διεξαγωγής του υπό την έννοια της αξιοποίησης των «εχθρών του εχθρού μας», στο κράτημα των «εθνικών θεμάτων» ανοιχτών έως ότου «αποκτήσουμε καλύτερο πολιτικοστρατιωτικό συσχετισμό» κ.λπ.Από την άλλη πλευρά ο παραδοσιακός εθνικισμός αν και καταγγέλλει τις Μεγάλες Δυνάμεις και εντάσσεται στο σχήμα της «συνωμοσίας κατά των μικρών εθνών» δεν ταυτίζεται με το φασισμό και την ακροδεξιά. Η κύρια όψη του αποτελεί συνέχεια της ανδρεϊκής/καραμανλικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας «δε διεκδικούμε, δεν παραχωρούμε, υπονομεύουμε τον αντίπαλο και προπαρασκευαζόμαστε συνεχώς για πιθανή αναμέτρηση». Η ακροδεξιά όψη του με την έννοια του «αλυτρωτισμού» και της «Κόκκινης Μηλιάς»(Στόχος, Εκκλησία κ.λπ.) είναι μεν υπαρκτή, πλην όμως έχει σαφώς περιθωριακά πολιτικά χαρακτηριστικά. Και βεβαίως είναι γνωστό ότι οι «αγωνιστές Κυπατζήδες» των τελευταίων 20 ετών υπήρξαν συχνότερα «σοσιαλδημοκράτες» παρά φασίστες. Από την άλλη πλευρά η ισχύς των «συστημικών» και «δημοκρατικών» όψεων του παραδοσιακού αστικού εθνικισμού φαίνεται από το γεγονός ότι οι εκφραστές του (Παπαθεμελής, «προεδρικό» ΠΑΣΟΚ, εν μέρει ΝΔ, ΔΗΚΚΙ), κάθε άλλο παρά πλειοδότησαν στις αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις κατά του Κλίντον («αποδυναμώνουν τη θέση της χώρας») αλλά και υπήρξαν μάλλον θετικοί στην εξέλιξη του Ελσίνκι. Γεγονός που δείχνει την ισχυρή ηγεμόνευση στο όνομα της γεωοικονομίας και της «δυναμικής ανάπτυξης της χώρας μας» του «νέου εθνικισμού» των «εκσυγχρονιστών» επί των παραδοσιακών εθνικιστών της παλαιάς εποχής και τον δευτερεύοντα και περιοριζόμενο ιδεολογικό τους ρόλο. Όσο για τα ενδιάμεσα φαινόμενα μεταξύ του «αριστερού εθνοκεντρισμού» και του παραδοσιακού εθνικισμού (π.χ. Ζουράρις, Κανέλη κ.λπ.) αυτά, παρά την υπερβολική διόγκωσή τους, μάλλον δείχνουν την οριακή δυνατότητα της «εθνοκεντρικής» Αριστεράς να ενσωματώνει στη βάση της «αγωνιστικότητάς της» παραδοσιακούς εθνικιστές διανοουμένους, παρά αποδεικνύουν την in toto «αντιδραστικοποίηση» της Αριστεράς.
Αντιθέτως, οι φορείς του κοσμοπολιτισμού και του «νέου εθνικισμού» στην Ελλάδα (ηγεμονικά αστικά στρώματα, διανοούμενοι της Αριστεράς και του «νέου Κέντρου») τοποθετούνται υπέρ της εγκατάλειψης μιας «στενά γεωπολιτικής» υπεράσπισης του «εθνικού συμφέροντος». Νοούν πλέον το «εθνικό συμφέρον» με δείκτη την επιτυχία ενσωμάτωσης στην ΕΕ/ΟΝΕ και την πρόοδο της «οικονομικής ανάπτυξης της χώρας». Επιλέγουν το πεδίο οικονομικού ανταγωνισμού ως προνομιακό για την αντιμετώπιση της τουρκικής αστικής τάξης, με την οποία επιδιώκουν ελεγχόμενους διακανονισμούς για την εκμετάλλευση των Βαλκανίων και αποδέχονται τον τροποποιημένο πολιτικοστρατιωτικό συσχετισμό δύναμης στην περιοχή (υπέρ της Τουρκίας), επιδιώκοντας την υπερκέρασή του στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού. Ενισχύουν την επιχειρηματολογία της «προστασίας της διαφοράς» και της «πολυπολιτισμικότητας» και τις πρακτικές π.χ. στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς που αντιτίθενται στην «εθνοκεντρικότητα», και προσδοκούν στην ανάπτυξη μιας «ευρωπαϊκής/διαφωτιστικής πολιτισμικής ταυτότητας». Αυτές οι τοποθετήσεις δεν παύουν να κινούνται εντός του «αστικού έθνους»(του ελληνικού ή του υπό διαμόρφωση ευρύτερου «ευρωπαϊκού»). Είναι «αποκλειστικές» στο βαθμό που αντιπαραθέτουν τον «πολιτισμό της Δύσης» στον «εθνικιστικό πολιτισμό των καθυστερημένων εθνών» και ενοποιούν τις τάξεις σε μία «φαντασιακή ηθική και πολιτιστική κοινότητα αξιών». Είναι «ολοκληρωτικές» καθώς επιθυμούν την επιβολή των «δυτικών αξιών» σε πλανητική κλίμακα εν είδει «πολιτιστικής εθνοκάθαρσης». Είναι «εθνοκεντρικές» κατά μία έννοια, καθώς αντιπαραθέτουν στους καταπιεστικούς εθνικισμούς (π.χ. ρωσικός, σερβικός κ.λπ.) τους «αλυτρωτικούς εθνικισμούς» των καταπιεζόμενων» (κοσοβάρικος, τσετσένικος κ.λπ.), ταυτιζόμενες έτσι με μία άλλη, επίσης «ολοποιητική» (όπως φαίνεται στο σημερινό Κόσοβο) εκδοχή του εθνικού λόγου. Και τέλος εκφράζουν μία βαθύτατη δυσπιστία σε κάθε μαζική και συλλογική κινητοποίηση του «λαού» (για τη σχέση Αριστεράς και «λαού» βλ. και Μπελαντής, 1996), νοώντας ως φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» ένα πλέγμα από τα ΜΜΕ, τις συσσωματώσεις των διανοουμένων και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, κατά κύριο λόγο (Γκίντενς 1999Α, 1999Β, Beck 1997).
Απέναντι σε αυτήν την διάσπαση και διαφοροποίηση του παραδοσιακού εθνικισμού η Αριστερά διασπάσθηκε και αυτή σε μία πιο «εθνοκεντρική» και μία πιο «φιλελεύθερη/κοσμοπολίτικη» εκδοχή. Μία πραγματικά διεθνιστική και ταυτοχρόνως αντιιμπεριαλιστική εκδοχή δεν έχει προκύψει με μαζικούς όρους μέχρι σήμερα. Θεωρούμε ότι οι παρεμβάσεις της «εθνοκεντρικής» Αριστεράς στη συγκυρία της κρίσης Οτζαλάν και του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία (ΚΚΕ, ΔΗΚΚΙ, τμήμα του ΣΥΝ) είχαν όψεις θετικής και όψεις αρνητικής πολιτικής και ιδεολογικής πρακτικής.Θετικής στο βαθμό που συνάντησαν τον υπαρκτό αντιιμπεριαλισμό των μαζών και δεν τον ενέταξαν εύκολα στο «άγος του εθνικισμού» --όπως μερίδες της αριστερής διανόησης. Έναν αντιιμπεριαλισμό που συνέδεε αντιφατικά ιδεολογικά στοιχεία: την εμπειρία της επίθεσης του κεφαλαίου στα κοινωνικά μέτωπα του παρόντος, την εμπειρία του «ηττημένου αγώνα του παρελθόντος κατά του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού» (Γαβριηλίδης, 2000), την εμπειρία της κοινής ιστορικής πορείας με το γιουγκοσλαβικό λαό λόγω του 1941-44, αλλά και όψεις του παραδοσιακού εθνικισμού των «μικρών λαών», όψεις εχθρότητας προς θύματα εθνικής καταπίεσης, όψεις του «κοινού ελληνορθόδοξου πεπρωμένου» κ.ά. Η άποψη ότι ο παραδοσιακός εθνικισμός με σαφήνεια ηγεμόνευσε σε αυτό το πλέγμα απόψεων και πρακτικών είναι βαθιά λαθεμένη, όπως και άλλο τόσο λαθεμένη η θέση ότι η Αριστερά δεν έπρεπε να χάσει την «αγνότητά της» συναγελαζόμενη στις πορείες αυτές με τους «εθνικιστές». Η στάση αυτή δείχνει ελιτισμό και φόβο απέναντι στις μαζικές πρακτικές και μία αναζήτηση της «καθαρότητας» προκειμένου να αποφευχθεί η πάλη για την ηγεμονία εντός των μαζικών πρακτικών. Αλλά και μία λανθάνουσα «συμπάθεια» προς τον «αντιεθνικισμό» των πολιτικών και ιδεολογικών εκφραστών του κεφαλαίου. Επιπλέον, στα θετικά της κυρίαρχης Αριστεράς πρέπει να προσμετρηθεί το ότι «άκουσε» έναν ορισμένο «εθνικό λόγο», ο οποίος δεν ήταν εθνικά διαχωριστικός («εμείς» - «οι αλλοεθνείς»), αλλά αναφερόταν στη δυνατότητα διατήρησης ενός συλλογικού «εμείς», στη διατήρηση δηλαδή για τις λαϊκές τάξεις των κατακτήσεων του 1789 και του δημοκρατικού σχηματισμού της πολιτικής βούλησης σε εθνική κλίμακα, τη στιγμή που η αστική τάξη μεταθέτοντας τις «δικαιοδοσίες» και την «απόφαση» εκτός εθνικών συνόρων διαθέτει πάντοτε τους «τόπους» συνάντησης και εθνικής και διεθνούς λήψης των δικών της αποφάσεων -οι «κάτω» στερούνται αυτά τα ελάχιστα δημοκρατικά πεδία, οι «επάνω» δεν στερούνται τίποτε(Καβουλάκος, 1999 και 2000). Αλλά και το ότι αμφισβήτησε τα εχέγγυα νομιμοποίησης στην προστασία των «δικαιωμάτων» και της «δημοκρατίας» στις ιμπεριαλιστικές χώρες, μία μάλλον τιμητική εξαίρεση στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς (όπως εν μέρει και στην περίπτωση των Ιταλών κομμουνιστών). Το ότι δεν αμφισβήτησε τον ίδιο το λόγο των «δικαιωμάτων» σε βάθος αναφέρεται σε μία «δεξιότητα» που θα την υπερέβαινε ιστορικά (βλ. και Θέσεις68/1999, Δελτίο Θυέλλης, 1999).
Η αρνητική διάσταση της «εθνοκεντρικής» Αριστεράς αναφέρεται στην αδυναμία επαρκούς πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασής της στην αντιιμπεριαλιστική πάλη έτσι ώστε να ενισχυθούν οι αντικαπιταλιστικές της διαστάσεις και να έχει νικηφόρα αποτελέσματα.Στο σημείο αυτό κατεγράφη η ανυπαρξία μιας μαζικής αντιιμπεριαλιστικής και ταυτοχρόνως διεθνιστικής ριζοσπαστκής Αριστεράς. Η Αριστερά έχασε τη δυνατότητα να δώσει σαφές ταξικό περιεχόμενο στην αντιιμπεριαλιστική αντίσταση, να αντιπαρατεθεί στον «οικουμενισμό» του κεφαλαίου και όχι των «μεγάλων δυνάμεων» και μόνο, να αποστασιοποιηθεί με σαφήνεια από τα «ελληνορθόδοξα τόξα», να βαθύνει τις όψεις πολιτικής κρίσης που διαφάνηκαν με την κρίση Οτζαλάν και την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειρισθεί την κρίση με αποτελεσματικότητα. Σε κάθε περίπτωση όμως η διαπλοκή της με τις «υπαρκτές μάζες» υπήρξε προτιμότερη από τις παραινέσεις τομέων της διανόησης να καταγγείλει τις μάζες ως «αυτόχρημα εθνικιστικές» και να επιλέξει «καλύτερες μάζες». Η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπόρεσε και εδώ να παίξει έναν διακριτό ρόλο ταλαντευόμενη ανάμεσα σε εξτρεμιστικές εκδοχές του «εθνοκεντρισμού» (ΜΛ –χώρος) και σε έναν αφηρημένο διεθνισμό που είτε εξίσωνε τον Μιλόσεβιτς με τον ιμπεριαλισμό, είτε δεν άφηνε να διαφανεί η ειδικότητα και αυτοτέλεια του αντιιμπεριαλιστκού αγώνα ανάγοντάς την σε εξειδίκευση του αντικαπιταλιστικού και αρνούμενη έτσι την λενινιστική θέση της ιεράρχησης και ανισόμετρης ανάπτυξης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
Οι συγχύσεις πάντως αυτές της «εθνοκεντρικής» Αριστεράς και η όσμωσή της με τον παραδοσιακό εθνικισμό αντιστοιχούν σε μία γενικότερη συνθήκη: η ιδεολογική εκστρατεία υπέρ της «παγκοσμιοποίησης» αντισυσπειρώνει ευρύτερες πληττόμενες από τις αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου λαϊκές μάζες σε έναν «αρνητικό εθνικισμό». Η σύγκρουση με αυτόν δεν επιλύεται με «αντιεθνικιστικά» ευχολόγια αλλά με αριστερή προγραμματική παρέμβαση.
Τα κενά προφανώς της «εθνοκεντρικής» Αριστεράς δεν μπόρεσε να καλύψει ο λόγος εκείνης της Αριστεράς, η οποία βιάσθηκε να αυτοπροσδιορισθεί ως υπέρμαχος των «δικαιωμάτων» και του «δικαιώματος επέμβασης», τοποθετήθηκε δηλαδή υπέρ του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. Το τμήμα αυτό της αριστερής διανόησης εν μέρει τοποθετήθηκε με σαφήνεια, όπως συνέβη στην περίπτωση των διανοουμένων γύρω από το «νέο ΠΑΣΟΚ» (Ν. Μουζέλης, Δ. Χαραλάμπης, Κ. Τσουκαλάς κ.ά.) ή των στελεχών της «Δεξιάς» του Συνασπισμού (Ν. Μπίστης, Μ. Δαμανάκη κ.λπ.). Ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό αριστερών διανοουμένων, από τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως τον χώρο της Αριστεράς του ΣΥΝ και της κινηματικής Αριστεράς στην ουσία «αυτολογοκρίθηκε», λόγω του ιδιαίτερα μειοψηφικού χαρακτήρα των μαχητικών «φιλοεπεμβατικών» απόψεων στην ελληνική κοινωνία --όμως το ιδιαίτερο μένος πολλών αριστερών διανοουμένων κατά του «μαζικού εθνικισμού» και του «ρεύματος απομόνωσης της χώρας μας» από τους δυτικούς προβληματισμούς και τις «ευρωπαϊκές ευαισθησίες» ή πάλι κατά του «ογκούμενου εθνικισμού» που υποθηκεύει την «καθαρή»αντικαπιταλιστική στάση δηλώνει μία σχέση με τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, αν και βέβαια χωρίς τη συνέπεια της «επέμβασης». Σε αυτό το τμήμα της διανόησης αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας.
6. Παρέκβαση στη «στροφή των διανοουμένων»: ο «ευπρεπής» λαϊκισμός του «αντιεθνικισμού»
Πριν από τρία χρόνια περίπου είχα προσπαθήσει να αναδείξω και να τονίσω όψεις ενός ορισμένου «φιλελεύθερου» μετασχηματισμού («μεταμορφισμού») των αριστερών διανοουμένων στην Ελλάδα, μιας πόλωσής τους προς τα ιδεολογήματα της «κεντροαριστεράς» και του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» (Μπελαντής, 1997). Είχα υποστηρίξει την άποψη ότι αυτός ο μετασχηματισμός ιδίως των διανοουμένων που προήλθαν από τις τάξεις της Ανανεωτικής Αριστεράς έχει όψεις «ρήξης» με το κεϊνσιανό-ευρωκομμουνιστικό τους παρελθόν (που αντιστοιχούν στην αλλαγή συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου στην Ελλάδα και διεθνώς από το 1985 και εξής) και όψεις συνέχειας που αναφέρονται στον «θεσμοκεντρισμό», την «αναπτυξιολαγνεία» και το φόβο απέναντι στην κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων -στάσεις που πάντοτε διακατείχαν τους μεταπολιτευτικούς αριστερούς διανοούμενους.
Μου είχε επισημανθεί τότε εύστοχα ότι αυτό το κείμενο παρουσίαζε μία σοβαρή έλλειψη: δεν λάμβανε επαρκώς τον «αντιεθνικισμό» της διανόησης ως παράγοντα επιτάχυνσης αυτού του μετασχηματισμού. Αντιθέτως, έδινε μεγάλη έκταση στη χρήση του «λαϊκισμού» από τους κεντροαριστερούς εκσυγχρονιστές και στην κριτική τους στις πολιτικές του λαϊκισμού/πελατειασμού του κράτους και στη μαζική κινητοποίηση ως παρακολούθημά τους. Πλέον μου είναι σαφές ότι ο λόγος αυτής της «απουσίας» αναφέρεται σε μία ασυνείδητη αμφιθυμία, στην επιλογή μου δηλαδή να μην ταυτίσωτον «αντιλαϊκιστικό» λόγο της αριστερής διανόησης με τον «αντιεθνικιστικό»της, υποθέτοντας ότι υπάρχουν πολλές και σημαντικές χρήσεις αυτού του λόγου που πρέπει να υποστηριχθούν από μία μαχόμενη Αριστερά. Παρά το ότι αυτή η επιλογή μου σε σημαντικό βαθμό εξακολουθεί να ισχύει, νομίζω ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ανέδειξε ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να αποσιωπηθούν. Ανέδειξε δηλαδή ιδεολογικές στάσεις, οι οποίες «ενοποιούν» πλέον κατά εκπληκτικό τρόπο όψεις της καθεστωτικής και όψεις της κριτικής/ριζοσπαστικής διανόησης σε ένα «ομογενοποιητικό» και ανιεράρχητο «αντιεθνικισμό». Οι στάσεις αυτές εν μέρει μόνο σχετίζονται με την πραγματική έκταση του φαινομένου του «εθνικισμού», το οποίο προνομοποιούν και διευρύνουν σε εξαιρετικά μεγάλη κλίμακα. Ενοποιώντας τα φαινόμενα του «αριστερού εθνοκεντρισμού», του παραδοσιακού αστικού εθνικισμού και του νεοφασισμού σε ένα «μείγμα», η διανόηση ορίζεται ως φορέας των αξιών του διαφωτισμού και του «ορθού λόγου». Αδυνατώντας να τοποθετηθεί στις ταξικές και ευρύτερα ιστορικές αντιφάσεις αυτού του «ορθού λόγου» (Loewy-Sayreόπ.π., πολύ παλαιότερα Αντόρνο-Χορκχάιμερ1992 κ.ά.) --μη βλέποντας άλλωστε ότι και ο ίδιος ο αστικός εθνικισμός είναι προιόν του «ορθού λόγου» και όχι στοιχείο του ancien rιgime-- η αριστερή διανόηση προνομοποιεί όψεις του «ορθού λόγου», όπως «τα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την ανοχή», οι οποίες --ανεξάρτητα από την αξία τους ως κατακτήσεων-- εγγράφονται σήμερα ευθύγραμμα σχεδόν στις στρατηγικές κυριαρχίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, αποτελούν για την ακρίβεια εργαλεία αστικής κυριαρχίας. Στο όνομα αυτών των όψεων η Βαλκανική μετατρέπεται σε στρατόπεδο του ΝΑΤΟ, χωρίς αυτό να αίρει τον πόλεμο των εθνικισμών, ο Δούναβης έχει καταστραφεί οικολογικά, τα «συντεχνιακά δικαιώματα» των εργαζομένων περικόπτονται.
Αν είναι αλήθεια σε κάποιο βαθμό ότι η υπόκλιση στο «έθνος» οδηγεί στην ουρά των συμφερόντων της αστικής τάξης (αν και διαφορετικές χρήσεις του «έθνους» οδηγούν σε διαφορετικές σχέσεις με την αστική στρατηγική, δεν είναι ίδια η σύγκρουση με το ΝΑΤΟ με την αποδοχή της αστικής νομιμότητας τύπου ΣΥΝ), άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι ένας ορισμένος «διαφωτιστικός» και «ορθολογικός αντιεθνικισμός» της σύμπασας σχεδόν αριστερής διανόησης σε οικουμενική κλίμακα σχετίζεται: α) με την αναβάθμισή της ως μερίδας/στηρίγματος του νέου μπλοκ κυριαρχίας του «φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού» και των στρατηγικών του ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο της «κοινωνίας των πολιτών», β) με τη νέου τύπου νομιμοποίηση της «κυριαρχίας» όχι με καρλσμιττιανούς αλλά με νεοκαντιανούς όρους (βάσει των «αξιών»), γ) με τα οικουμενικά πλέον πολιτιστικά χαρακτηριστικά που τείνει να αποκτήσει ως κατηγορία (Πρέβε 1998 όπ.π.), δ) με την όλο και μεγαλύτερη απόστασή της από τους υλικούς και ιδεολογικούς όρους των λαϊκών τάξεων. Όσο για τον «ανορθολογισμό», αυτός όντως διογκώνεται ως ιδεολογική στάση, δεν παύει όμως να είναι το «αρνητικό είδωλο» της «υπαρκτής ορθολογικότητας»,η κάλυψη του «κενού» της.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, ο «αντιεθνικιστικός» λόγος αποτελεί επίσης ένα «σύμπτωμα» εν πολλοίς (ευχαριστώ τον Α. Γαβριηλίδη για το δάνειο του σχήματος και την ίδια την αξία του). Αποτυπώνει και μεταθέτει όπως και ο «λαϊκισμός» έναν βαθύτερο φόβο και μία αποστροφή απέναντι στη μαζική κινητοποίηση, όπως π.χ. εκδηλώθηκε κατά την υπόθεση Οτζαλάν και κατά την επίσκεψη Κλίντον. Μία προσπάθεια να αναδειχθούν τα «μη ώριμα», «πρωτόγονα», «καθυστερημένα» και «εθνικιστικά καθοδηγούμενα» αισθητήρια αυτών των λαϊκών κινητοποιήσεων. Και μία εξεύρεση του κόμματος, το οποίο λόγω της πραγματικής του καθυστέρησης προσομοιάζει στον ιδεολογικό εκφραστή αυτής της μαζικής καθυστέρησης: το ΚΚΕ και αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί. Όπως ακριβώς και η υπόθεση Οτζαλάν υπήρξε μία χρυσή ευκαιρία για το αστικό πολιτικό προσωπικό για τη μετάβαση σε νέες προσεγγίσεις της εθνικής στρατηγικής με το «ξήλωμα» των «παλαιών εθνικιστών» από τον κρατικό μηχανισμό, έτσι και μεγάλο μέρος της αριστερής διανόησης αξιοποιεί την πολιτικοϊδεολογική καθυστέρηση του ΚΚΕ για να εκκαθαρίσει τη σχέση του με στοιχεία των μαζικών κινητοποιήσεων που δεν του είναι διόλου αρεστά: την αναγωγή στη συλλογική ταυτότητα «λαός» (για την σχέση της Αριστεράς με τον «λαό» Μέικσινς-Γουντ 1999, Μπελαντής 1996), τις δημοκρατικές/αυτοπροσδιοριστικές όψεις σήμερα του «έθνους» (G.Labica στην παρέμβασή του στο Συνέδριο για τον Ν. Πουλαντζά του 10/1999 στην Αθήνα, Σταμάτης 2000, Μπελαντής 2000),τη μνήμη του εμφυλίου και της ελληνογιουγκοσλαβικής κοινότητας, τη σύγκρουση με «κυριαρχικές/εργαλειακές» όψεις του ορθολογισμού και όχι βεβαίως με τον ορθολογισμό ή το διαφωτισμό ως όλο, το αίτημα μιας αμεσοδημοκρατικής διεκδίκησης (ας θυμηθούμε το λόγο περί «πεζοδρομίου» κατά την επίσκεψη Κλίντον κ.λπ.).
Το πρόβλημα βεβαίως της καθεστωτικής διανόησης δεν μας αφορά. Μας αφορά όμως η «έλξη» που ασκείται και σε μας ως τμήμα της ριζοσπαστικής αριστερής διανόησης από «εγκλήσεις» που ενοποιούν σήμερα τη διανόηση ως κοινωνική κατηγορία. Αν αισθανόμαστε ασφαλείς απέναντι στις χρήσεις της «λαϊκιστικής» έγκλησης στα εσωτερικά μέτωπα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον «αντιεθνικισμό». Παρά το ότι η χρήση του «αντιεθνικισμού» από τις Θέσειςλειτούργησε επί πολλά χρόνια ανοίγοντας ορίζοντες στην ελληνική μαρξιστική σκέψη, δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι η έλξη της φιλελεύθερης «αντιεθνικιστικής» έγκλησης στη σημερινή συγκυρία της ιδεολογικής ταξικής πάλης δεν μπορεί να είναι τελείως άσχετη από αντιφάσεις των «χρήσεων» που πραγματοποιήσαμε. Αυτό όμως δεν μπορεί να καλυφθεί στο πλαίσιο αυτή της παρέμβασης.
7. Επιμύθιο: Υπάρχει μία «υπαρκτή» Αριστερά και (δυστυχώς;) τη χρειαζόμαστε
Ήδη η συνεχής αναφορά στην «υπαρκτή Αριστερά», στον «υπαρκτό λαό», στον «υπαρκτό μαρξισμό» δείχνει μία ισχυρή ανησυχία (ένα «άγχος») και τη μη ικανοποίηση για την πραγματικότητα μέσα στην οποία υπάρχουμε και δρούμε ως αριστεροί/ές. Από αυτό όμως ως την ακύρωση της σχέσης μας με την πραγματικότητα, η απόσταση είναι μεγάλη. Μία μηδενιστική στάση απέναντι στις μαζικές πρακτικές των λαϊκών τάξεων αλλά και απέναντι στα αριστερά κόμματα που αντικειμενικά εκπροσωπούν (στρεβλά, αναποτελεσματικά, συχνά κατά τρόπο «βλαπτικό») τις κοινωνικές αντιστάσεις, όπως αυτή που κατά τη γνώμη μου απορρέει από τα Εditorials των τευχών 70 και 71, θέτει το ζήτημα αν υπάρχει οποιαδήποτεδυνατότητα αντίστασης για το μαζικό κίνημα. Ή αν πρέπει εν τέλει να δεχθούμε τη «συντριπτική κατίσχυση του εκσυγχρονισμού-οδοστρωτήρα». Προφανώς, τα εκλογικά αποτελέσματα δεν εμπνέουν καμία αισιοδοξία, ούτε επίσης οι διαδοχικές ήττες των κοινωνικών κινημάτων τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αποκάλυψη του αντιδραστικού χαρακτήρα ορισμένων κομμάτων, όπως το ΚΚΕ ή το ΔΗΚΚΙ, μας βοηθά στη χάραξη της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Πλην όμως θα πρόκειται για μία στρατηγική χωρίς πεδία παρέμβασης και τελικά χωρίς αποδέκτες. Αν το ΚΚΕ πρέπει να συντριβεί ως «προ-φασιστικό» κόμμα και ο ΣΥΝ να διασπασθεί για να απελευθερωθούν οι αριστερές δυνάμεις του, αν η «άλλη Αριστερά» δεν είναι καν άξια αναφοράς στην αντίληψή μας, τότε η Αριστερά στην Ελλάδα έχει μάλλον εκπνεύσει και τότε ή θα πρέπει να πάμε σε άλλη χώρα ή θα πρέπει να ασχοληθούμε αποκλειστικώς με τον «ακαδημαϊκό μαρξισμό» ή θα πρέπει εκ των πραγμάτων να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες μιας στήριξης του ΠΑΣΟΚ «που να εντοπίζει την κοινωνική λαίλαπα που έρχεται στη νέα τετραετία, και να την αντιπαραβάλει ως λύση που προασπίζεται ένα μίνιμουμ κοινωνικών κατακτήσεων» (Editorial τ. 71). Διότι ακόμη και μία στρατηγική «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου» ή «αριστερής ενότητας», ακόμη και αν υποβάθμιζε το ζήτημα της επαναστατικής στρατηγικής, θα χρειαζόταν κάποια υπαρκτή Αριστερά για να την υλοποιήσει και να αγωνισθεί για αυτήν. Αν η μόνη Αριστερά στην Ελλάδα είναι με όρους διάσπασης η «Αριστερά του ΣΥΝ» --η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αντιμετωπίζει με τόσο μηδενιστικό τρόπο τα άλλα αριστερά μορφώματα και σχηματισμούς-- τότε μάλλον έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο διαρκούς νύχτας. Αν πάλι, το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ, η «άλλη Αριστερά» αποτελούν πεδία ύπαρξης και παρέμβασης των λαϊκών τάξεων σε μία περίοδο ανυπαρξίας αριστερού/λαϊκού ιστορικού συνασπισμού, αν οι στρατηγικές τους είναι αδιέξοδες, αν πρέπει να οικοδομηθούν εκ νέου αμυντικές και επιθετικές αντικαπιταλιστικές στρατηγικές, πρέπει να «αποδεχθούμε» στοιχειωδώς την υπαρκτή Αριστερά αλλά και να αναζητήσουμε τα υπαρκτά χειραφετητικά στοιχεία σε πρακτικές των μαζών --των ίδιων μαζών που ψηφίζουν 87 % δικομματισμό-- που κάπως, κάποτε εξακολουθούν να αντιστέκονται και να κινητοποιούνται. Ακριβώς, επειδή, χωρίς αμφιβολία, όλοι μας στις Θέσεις, εξακολουθούμε να εμπνεόμαστε από την αντικαπιταλιστική στάση και το όραμα του σοσιαλισμού, η απόσταση, ιδεολογική και ψυχολογική, από τις μάζες, είναι κακός σύμβουλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άντερσον, Π. (1985): Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Μαρξιστική Συσπείρωση, Αθήνα.
Αντόρνο, Τ. - Μ. Χορκχάιμερ (1992): Διαλεκτική του διαφωτισμού, Ύψιλον, Αθήνα.
Αριστερή Συσπείρωση(1999): τ. 3 (περιοδικό της Αριστερής Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης), αναλύσεις για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία.
Barkin, S. (1998): «The Evolution of the Constitution of Sovereignty and the Emergence of Human Rights Norms», in Milennium –Journal of International StudiesVol. 27/1998, σσ. 29 επ.
Βεργόπουλος, Κ. (2000): Παγκοσμιοποίηση-η μεγάλη Χίμαιρα, Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Beck, U. (1997): Τι είναι παγκοσμιοποίηση, Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Γαβριηλίδης, Α. (2000): «Η συνέχιση του εμφυλίου με άλλα μέσα», μέρος Β' Θέσεις71.
Γκίντενς, Α. (1999Α): «Ο τρίτος δρόμος», Πόλις, Αθήνα.
Γκίντενς, Α. (1999Β): Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, Πόλις, Αθήνα.
Deppe, Fr. (1995): Η νέα διεθνής τάξη, Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Δημούλης, Δ. (1999): «Η ελευθερία του θανάτου», Θέσεις68.
Δημούλης, Δ. - Χρ.Γιαννούλη (1995): Η διαλεκτική του πολέμου, Κριτική, Αθήνα.
Θέσεις(2000): τ. 70, 71, Edirorials
Ελεφάντης, Α. (1976): Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Θεμέλιο, Αθήνα.
Glennon, Μ. (1999): «The New Interventionism» in Foreign Affairs, Μάιος-Ιούνιος, σ. 1 επ.
Καβουλάκος, Κ. (1999): «Η ιδεολογία του "ανθρωπιστικού πολέμου"», σε Νέα Εστία, Ιούνιος.
Καβουλάκος, Κ. (2000): «Η Αριστερά στο όριο ανθρωπισμού και ρεαλισμού», σε Νέα Εστία, Ιανουάριος.
ΚΚΕ (Εσωτερικού) (1976): Πρόγραμμα του 1ου/9ου Συνεδρίου.
Κλαουντίν, Φ. (1980): Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Γράμματα, 2 τόμοι, Αθήνα.
Λακλάου, Ε. (1983): Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική Θεωρία, Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα.
Λεβί, Μ. (1993): Το εθνικό ζήτημα, Στάχυ, Αθήνα.
Loewy, Μ. - R.Sayre (2000): Εξέγερση και μελαγχολία - Ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεωτερικότητας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα.
Μαυρής, Γ. - Χρ. Βερναρδάκης (1991): Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα - οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, Εξάντας, Αθήνα.
Μέικσινς-Γουντ, Ε. (1999): Για την αποκατάσταση του ιστορικού υλισμού-η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό, Στάχυ, Αθήνα.
Μηλιός, Γ. (1980): Εκπαίδευση και εξουσία, Αγώνας, Αθήνα.
Μηλιός, Γ. (1996): Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα.
Μπελαντής, Δ. (1996): «Από τις "μειοψηφίες" σε μία νέα λαϊκή πλειοψηφία», Θέσεις 57.
Μπελαντής, Δ. (1997): «Η στροφή των διανοουμένων-για τη διακριτική γοητεία του εκσυγχρονισμού στους αριστερούς διανοούμενους», Θέσεις59.
Μπελαντής, Δ. (2000): «Νομιμοποίηση της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», Ουτοπία, τ. 38.
Οικονομάκης, Γ. (2000): «Ερμηνείες του καπιταλιστικού συστήματος και πολιτική στρατηγική», Θέσεις70.
Πουλαντζάς, Ν. (1975): Φασισμός και Δικτατορία, Ολκός, Αθήνα.
Πουλαντζάς, Ν. (1977): Ζητήματα του κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα.
Πουλαντζάς, Ν. (1979): «Για το ζήτημα των συμμαχιών», Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωσητ.7.
Πουλαντζάς, Ν. (1984): Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα.
Πρέβε, Κ. (1999): Καιροί αναζήτησης, Στάχυ, Αθήνα.
Σακελλαρόπουλος, Σ. (1998): «Διάλογος για το σύγχρονο κράτος», Θέσεις65.
Σταμάτης (2000): «Για την Παγκοσμιοποίηση», Ουτοπία, τ. 37.
Σωτήρης, Π. (1999): «Για τη γιουγκοσλαβική τραγωδία και την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Κόσοβο», Θέσεις68.
Τρότσκυ, Λ. (χ.χρ.έ.): Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Teson, F (1988): Humantitarian Intervention-an Inquiry into Law and Morality, Τransnational Publishers.
Χατζής, Θ. (1982): Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. 4, Δωρικός, Αθήνα.
Habermas, J. (1999): «Humanity and Bestiality», in ConstellationsNo 6.
Χάντινγκτον, Σ. (1993): Η σύγκρουση των πολιτισμών, Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Haug, W.F. (2000): «Mαθαίνοντας από τον Γκράμσι για ένα "νέο διεθνισμό"», Ουτοπία37.
Held, D. - M. Koehler - D. Archibugi [eds.] (1998): Reimagining Political Community, Cambridge Univerisity Press, (ιδίως τις μελέτες των D. Held «Democracy and Globalisation» -σ. 11 επ., M. Kaldor «Reconeptualising Organised Violence» -σ. 89 επ.).