ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ [1]
του Γιάννη Μηλιού

Εισαγωγή

Η θέση που θα υποστηρίξω με το παρόν κείμενο είναι η ακόλουθη: Η στροφή ενός μεγάλου τμήματος των ιδιωτικών καταθέσεων προς το ΧΑΑ δεν έχει μόνο οικονομικές αλλά και ευρύτερες ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η ταχύτατη και πρωτοφανής μαζικοποίηση των προσδοκιών εξασφάλισης υψηλών εισοδημάτων μέσω του χρηματιστηρίου τροποποιεί το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της ηγεμονίας των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών μερίδων στην ελληνική κοινωνία.

Πιο συγκεκριμένα, διευρύνεται ο αριθμός των κοινωνικών στρωμάτων και μερίδων που λειτουργούν ως «τάξεις-στήριγμα» των κυρίαρχων τάξεων, με την έννοια ότι βιώνουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους ως ταυτόσημα με εκείνα των κυρίαρχων τάξεων. Επιπλέον, η βιωμένη αυτή ταύτιση συμφερόντων αποκτά για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση ένα αμιγώς οικονομικό περιεχόμενο.

Παράλληλα, όμως, η σύμπτωση αυτή των βιωμένων ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων των τάξεων-στήριγμα με εκείνα των κυρίαρχων τάξεων αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, ενός κοινωνικούχάσματος ανάμεσα στο ευρύτερο μπλοκ εξουσίας από τη μια πλευρά (τις κυρίαρχες τάξεις και τις τάξεις στήριγμα) και τις λαϊκές τάξεις (χαμηλά εισοδήματα μισθωτής εργασίας και αυτοαπασχόλησης) από την άλλη.

1. Το χρηματικό κεφάλαιο ως «αυτόματο παραγωγής κέρδους»

«Το χρήμα δημιουργεί χρήμα», έγραφε το 1776 για το χρηματικό κεφάλαιο ο Adam Smith, και συμπλήρωνε: «Όταν έχετε λίγα, είναι μάλλον εύκολο να αποκτήσετε περισσότερα. Η μεγάλη δυσκολία είναι να αποκτήσετε αυτά τα λίγα» (Ο Πλούτος των Εθνών, I.ix.11). Ο Καρλ Μαρξ, αποκρυπτογραφώντας επιστημονικά τις σχέσεις που διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, (τις οποίες μόνο με διαισθητικό-περιγραφικό τρόπο προσέγγιζαν οι Κλασικοί Οικονομολόγοι), ανέλυσε τη «φετιχιστική μορφή» που αποκτά το χρήμα όταν, καταρχήν, λειτουργεί ως τοκοφόρο (δανειακό) κεφάλαιο: «Στο τοκοφόρο κεφάλαιο ολοκληρώνεται η αντίληψη του κεφαλαίου-φετίχ, η αντίληψη που αποδίδει στο συσσωρευμένο προϊόν της εργασίας, το παγιωμένο επιπλέον με τη μορφή του χρήματος, τη δύναμη να παράγει, χάρη σε μια έμφυτη μυστική ιδιότητα, σαν καθαρό αυτόματο, υπεραξία σε γεωμετρική πρόοδο, έτσι που αυτό το συσσωρευμένο προϊόν εργασίας (...) έχει από καιρό προεξοφλήσει για πάντα όλο τον πλούτο του κόσμου σαν να του αναλογεί και να του ανήκει δικαιωματικά» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 3ος, Αθήνα 1978. Οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Τη «φετιχιστική» αυτή λειτουργία αναπτύσσει στο έπακρο το χρηματικό κεφάλαιο όταν επενδύεται έξω και πέρα από τις συνήθεις δραστηριότητες του μεταποιητικού τομέα ή των υπηρεσιών, στην αγορά, πώληση, επαναγορά και επαναπώληση γης, πολύτιμων μετάλλων, χρηματιστηριακών τίτλων και κρατικών χρεογράφων, στην αγορά και πώληση συναλλάγματος, κ.ο.κ., με δυο λόγια σ' αυτό που συνήθως ονομάζεται κερδοσκοπία. «Η αυτοτελής κίνηση της αξίας αυτών των τίτλων ιδιοκτησίας ενισχύει την επίφαση ότι αποτελούν πραγματικό κεφάλαιο (...) Γίνονται δηλαδή εμπορεύματα, που η τιμή τους έχει δική της ιδιόμορφη κίνηση και δικό της ιδιόμορφο τρόπο καθορισμού» (Μαρξ, ό.π. σ. 590).

Η ιδιόμορφη κίνηση των μετοχών, που αυτονομείται από την κίνηση του παραγωγικού κεφαλαίου, τίτλο ιδιοκτησίας του οποίου αποτελεί, καθώς η αυξομείωση των τιμών τους υπόκειται σε κανόνες που έχουν σε μεγάλο βαθμό ανεξαρτητοποιηθεί από τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων, έχει οδηγήσει στην άποψη ότι μεταξύ του χρηματιστικού κεφαλαίου από τη μια και του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες από την άλλη υφίσταται μια αντίφαση ή και μια διχοτομία. Μάλιστα, η «κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου», που θεωρείται ότι εμπεδώνεται κατ' αυτό τον τρόπο, εκλαμβάνεται ως η αιτία για την ύφεση, την ανεργία και την (άδικη) διανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων.

Θα ήταν εντούτοις λάθος να πιστέψουμε είτεότι οι μερίδες του κεφαλαίου που απασχολούνται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες (οι «κερδοσκόποι») χωρίζονται με σινικά τείχη από τις άλλες, τις «παραγωγικές» μερίδες του κεφαλαίου, είτεότι οι σημερινές όψεις κρίσης της οικονομίας (η ανεργία, η υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού, η μειωμένη κερδοφορία κάποιων επιχειρήσεων ή τομέων της οικονομίας) προκαλείται από την υπέρμετρη αύξηση της κερδοσκοπίας.

2. Καπιταλιστές και «κερδοσκόποι»

Η επανεμφάνιση της μεγάλης σημασίας των χρηματιστικών αγορών από τις αρχές της δεκαετίας του '70 συνδέεται κατ' αρχάς με τη διεθνοποίηση και την αύξηση του μεγέθους των τραπεζών των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Αυτές ανέπτυξαν νέες μη-εθνικές αγορές χρήματος, πολλαπλασίασαν τις σχέσεις μεταξύ εθνικών χρηματιστικών αγορών, ανακύκλωσαν τα πετροδολάρια, διαφοροποίησαν τους τρόπους δανεισμού με τη χρήση χρηματιστικών καινοτομιών, έμαθαν να παρακάμπτουν τους εθνικούς φραγμούς στην κυκλοφορία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, τα «νέα χρηματιστικά προϊόντα» και η απελευθέρωση-απορύθμιση του τραπεζικού συστήματος προσέφεραν νέες δυνατότητες τοποθέτησης χρημάτων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις. Πολλές από αυτές τις καινοτομίες είχαν, βέβαια, κάνει την εμφάνισή τους, υπό παραπλήσια μορφή, κατά τη δεκαετία του 1920, αλλά αποσύρθηκαν από το προσκήνιο μετά την κρίση του 1929 και την μετέπειτα επικράτηση της «κεϋνσιανής επανάστασης», μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960. Στη σημερινή φάση, την «έκρηξη» των χρηματιστικών αγορών τροφοδοτούν επίσης οι τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά και η ώθηση που δόθηκε στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου από την κατάρρευση των οικονομιών της ΚΟΜΕΚΟΝ.

Στο νέο αυτό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τα όρια μεταξύ «κερδοσκοπίας» και «νέων χρηματιστικών προϊόντων» καθίστανται δυσδιάκριτα. Εκείνο πάντως που έχει σημασία να κατανοήσουμε είναι ότι η κερδοσκοπία δεν «πηγάζει» από το νέο θεσμικό-πολιτικό πλαίσιο της οικονομίας, αλλά ότι το «δημιουργεί», αποτελώντας όμως η ίδια μια εγγενή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από την πρώτη ήδη περίοδο της γέννησής του. Μάλιστα, η κερδοσκοπία δεν έχει ως φορέα της κάποια ιδιόρρυθμη, «μη-παραγωγική», μερίδα του κεφαλαίου, το χρηματιστικό κεφάλαιο, (το οποίο επί πλέον «καταδυναστεύει» το βιομηχανικό-παραγωγικό κεφάλαιο), αλλά πηγάζει από τους «νόμους κίνησης» του κεφαλαίου γενικά.

Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, δηλαδή, καμία διχοτομία ανάμεσα στις δύο αυτές κεφαλαιακές μερίδες. Η υπερτροφία της πίστης, της χρηματιστικής σφαίρας και της κερδοσκοπίας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όπως άλλωστε έδειξε ο Μαρξ στο Τμήμα V του 3ου τόμου του Κεφαλαίου: Μια αύξηση των (βιομηχανικών) κερδών, συνεπεία π.χ. της συμπίεσης των μισθιακών εισοδημάτων ή της τιμής των πρώτων υλών, η οποία λαμβάνει χώρα σε μια συγκυρία χαμηλών ρυθμών κεφαλαιακής συσσώρευσης, τροφοδοτεί τη χρηματιστική σφαίρα και την κερδοσκοπία, η οποία έχει έτσι ως φορείς κυρίως αυτούς τους «παραγωγούς (βιομηχανικού) κέρδους»: «Αν ο βιομήχανος δεν μπορεί να διευρύνει άμεσα το προτσές παραγωγής του, τότε ένα μέρος του χρηματικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και μετατρέπεται σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο (...) Αν η νέα συσσώρευση σκοντάψει σε δυσκολίες στη χρησιμοποίησή της, σε έλλειψη σφαιρών τοποθέτησης, αν υπάρχει δηλαδή υπερπλήρωση των κλάδων παραγωγής και υπερπροσφορά κεφαλαίου για δανεισμό, τότε η πληθώρα αυτή του δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου δείχνει μόνο τα όρια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η κερδοσκοπία με τις πιστώσεις που ακολουθεί αποδείχνει ότι δεν υπάρχει θετικό όριο στη χρησιμοποίηση αυτού του πλεονάζοντος κεφαλαίου» (Μαρξ, όπ. π., σ. 636, 637-38).

Το ζητούμενο για το κεφάλαιο είναι πάντοτε η μεγιστοποίηση του κέρδους, ανεξάρτητα από τη σφαίρα οικονομικής δραστηριότητας ή το βαθμό που η σφαίρα αυτής της δραστηριότητας συμβάλλει στην αύξηση της κατανάλωσης ή στην επέκταση της απασχόλησης των εργαζομένων. Όταν ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, όπως εκφράζεται στις τιμές του προϊόντος και στους δείκτες αποδοτικότητας, δεν επιτρέπει τη διάθεση ενός αυξημένου όγκου παραγωγής, τότε ένα τμήμα των κερδών αλλά και του δανείσιμου κεφαλαίου δεν κεφαλαιοποιείται στις σφαίρες αυτές, αλλά κατευθύνεται στις χρηματιστηριακές και στις άλλες αγορές κινητών αξιών.

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε και μια σχετική παρατήρηση που έκανε ο Paul Mattick πριν 30 χρόνια, όταν το ζήτημα της κερδοσκοπίας δεν ετίθετο με τους σημερινούς όρους, ακριβώς γιατί η καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημά της: «Αυτή η διάκριση ανάμεσα στη "βιομηχανία" και τη "χρηματιστική σφαίρα", ανάμεσα στο "παραγωγικό" και το "παρασιτικό" κεφάλαιο είναι τόσο παλιά όσο ο καπιταλισμός και οδήγησε στην ιδέα μιας ψευδο-σύγκρουσης εναντίον της "δουλείας του τόκου" και των ανεύθυνων κερδοσκόπων (...) Η κερδοσκοπία μπορεί να επιδεινώσει τις κρίσεις, επιτρέποντας τη φανταστική (πλαστή) αύξηση της αξίας του κεφαλαίου, το οποίο κατόπιν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις κέρδους που συνδέονται μαζί του» (Ρ. Mattick: Marx and Keynes, Boston 1969, σ. 23-24).

Μέσω των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στο χρηματοπιστωτικό χώρο, εισρέει στο χρηματιστήριο όχι μόνο μέρος των κερδών της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, αλλά και μέρος των αποταμιεύσεων άλλων, μη κεφαλαιοκρατικών τάξεων και στρωμάτων.

Στην Ελλάδα, η απελευθέρωση των χρηματιστικών λειτουργιών και η «φιλελευθεροποίηση» του τραπεζικού συστήματος ήρθε μετά από μια μακρά περίοδο περιορισμών (συναλλαγματικών και άλλων) και συνδυάστηκε με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές «εκκαθάρισης» των λιγότερο παραγωγικών κεφαλαίων μέσω της «σκληρής δραχμής» και των υψηλών επιτοκίων. Στο περιβάλλον αυτό, οι αποδόσεις των έντοκων τίτλων και στη συνέχεια του ΧΑΑ διατηρήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια σε ψηλότερα επίπεδα από αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης.

Καθώς το χρηματιστήριο αποτελεί ένα αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα, η προσδοκία υψηλών αποδόσεων παρέσυρε όλο και περισσότερες αποταμιεύσεις στο ΧΑΑ, και αυτή η προσέλκυση ρευστότητας συντήρησε, με διακυμάνσεις, μέχρι τον Οκτώβριο 1999, την άνοδο των τιμών των μετοχών. Στη ροή αυτή από τις τράπεζες στο ΧΑΑ εντάχθηκε και ένας σημαντικός όγκος των καταθέσεων που διατηρούσαν παραδοσιακά σε ξένες τράπεζες πολλοί Έλληνες πολίτες, και οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να επαναπατρίζονται μετά την κατάργηση των συναλλαγματικών περιορισμών, τη δημιουργία των νέων χρηματιστικών προϊόντων και τη σταθεροποίηση των ψηλών αποδόσεων των εγχώριων τίτλων. Παρά την αναστροφή του ανοδικού κλίματος από τον Οκτώβριο 1999, οι προσδοκίεςγια νέο κύμα ανόδου των τιμών διατηρούνται, γεγονός που στη μια του όψη συντηρεί τις τιμές σε σχετικά υψηλά επίπεδα, και στην άλλη του όψη συντηρεί το φαινόμενο των λεγόμενων «εγκλωβισμένων», δηλαδή των «επενδυτών» που προσδοκούν την ανάκαμψη των τιμών των μετοχών τις οποίες αγόρασαν ακριβά, στη φάση της μεγάλης ανόδου, για να μπορέσουν να τις πωλήσουν.

Οι διαδικασίες αυτές δεν αφορούν όμως όλους τους Έλληνες πολίτες. Παράλληλα, οι επιπτώσεις τους δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά ευρύτερα κοινωνικές, δηλαδή περιλαμβάνουν σημαντικότατες πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Στα ζητήματα αυτά, που σε τελευταία ανάλυση αφορούν τους μετασχηματισμούς των μορφών άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας, θα αναφερθούμε στις ενότητες που ακολουθούν.

3. Το χρηματιστήριο αφορά κυρίως την «ανώτερη εισοδηματική τάξη»

Η εικόνα που διαμορφώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη συμμετοχή διαφόρων εισοδηματικών και κοινωνικών ομάδων στο ΧΑΑ είναι αρκετά συγκεχυμένη. Σε κάθε περίπτωση πάντως ένα είναι βέβαιο. Ότι η στροφή στο χρηματιστήριο όχι μόνο δεν αφορά το σύνολο των νοικοκυριών της χώρας, αλλά ούτε και ανατρέπει την πόλωση ανάμεσα στα ψηλά και τα χαμηλά εισοδήματα. Αντίθετα την επιτείνει.

Η στατιστική των «κωδικών», δηλαδή η θεώρηση ότι οι περισσότεροι «επενδυτές» συναλλάσσονται χρησιμοποιώντας έναν μόνο κωδικό εντολέα-πελάτη κάποιας χρηματιστηριακής εταιρίας, ομιλούν για περισσότερα από ένα εκατομμύριο νοικοκυριά που έχουν τοποθετήσει χρήματα σε μετοχές (το 1/3 του συνόλου των ελληνικών νοικοκυριών) και για 300-400 χιλιάδες «εγκλωβισμένους».

Εντούτοις, η μόνη πρόσφατη πανελλαδική δημοσκόπηση που γνωρίζω, η οποία διεξήχθη από την MRB σύμφωνα με τους κανόνες που θεωρείται ότι εξασφαλίζουν την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, έδειξε ότι το ποσοστό όσων έχουν τοποθετήσεις σε μετοχές στο σύνολο του ενήλικου πληθυσμού είναι μόνο 8,2%, το οποίο αυξάνει σε 13,4% για τις ηλικίες 25-34 ετών [2] . Τα ποσοστά αυτά αυξάνουν σε 11,9% και 19,3% αντίστοιχα αν συνοπολογίσουμε και τις τοποθετήσεις σε Αμοιβαία Κεφάλαια. Αν συμπεριλάβουμε κάθε μορφή κινητού τίτλου, τα ποσοστά αυτά αυξάνουν σε 14,7% για το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού και 21,7% για τις ηλικίες 25-34 ετών.

Παράλληλα, 25,5% του συνολικού ενήλικου πληθυσμού δεν κάνουν κανενός είδους «επένδυση», δηλαδή δεν έχουν ούτε αποταμιευτικό τραπεζικό λογαριασμό.

Η ίδια έρευνα έδειξε ότι η «ανώτερη οικονομική τάξη» (που αποτελεί το 25% του δείγματος) έχει τοποθετήσεις σε μετοχές σε ποσοστό 18% και σε όλων των ειδών κινητές αξίες σε ποσοστό 32% του συνόλου. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη «μέση οικονομική τάξη» (που αποτελεί το 44% του δείγματος) είναι: Το 7% του συνόλου της «τάξης» αυτής είναι κάτοχοι μετοχών και το 13,2% είναι κάτοχοι κάθε είδους κινητής αξίας. Τέλος, για την «κατώτερη οικονομική τάξη (στην οποία εντάσσεται το 31% του δείγματος) οι κάτοχοι μετοχών είναι 1,9% και οι κάτοχοι κάθε είδους κινητών αξιών 5,8% του συνόλου. Το 35% της κατηγορίας αυτής δεν έχει κανενός είδους αποταμιεύσεις.

Φαίνεται λοιπόν πως όσοι θεωρούν ότι στο ΧΑΑ «παίζουν σχεδόν όλοι οι Έλληνες» έχουν ένα περιορισμένο οπτικό πεδίο, που τους εγκλωβίζει στο εσωτερικό συγκεκριμένων κοινωνικών (και ηλικιακών) κατηγοριών. Στην πραγματικότητα, το χρηματιστήριο αναπαράγει και διευρύνει την εισοδηματική και κοινωνική πόλωση της ελληνικής κοινωνίας, καθώς δίνει πρόσθετες εισοδηματικές ευκαιρίες κυρίως στην «ανώτερη οικονομική τάξη» και δευτερευόντως στη «μέση οικονομική τάξη» [3] . Έχει όμως και ευρύτερες επιπτώσεις στην οργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας στη χώρα μας.

4. Χρηματιστήριο και καπιταλιστική ηγεμονία

Με τον όρο ηγεμονία εννοούμε την ικανότητα των κυρίαρχων τάξεων να εμπεδώνουν και να αναπαράγουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα ως συμφέροντα καθολικά, του κοινωνικού συνόλου, της χώρας, ως «εθνικά» συμφέροντα. Με την έννοια αυτή, η καπιταλιστική εξουσία δεν διασφαλίζεται μόνο με την κατασταλτική βία ενάντια σε όλες τις πρακτικές που αμφισβητούν την καθεστηκυία (δηλαδή την καπιταλιστική) τάξη πραγμάτων (βία η οποία, σε τελευταία ανάλυση, ασκείται επί των υποτελών τάξεων), αλλά και με τη συναίνεση, με τις βιωμένες από τις κυριαρχούμενες τάξεις ιδεολογίες και πρακτικές του «κοινού συμφέροντος».

Η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων σφυρηλατείται σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα: Απορρέει από τη «λογική» των οικονομικών σχέσεων, που εκδηλώνονται ως σχέσεις ίσων και ελεύθερων κατόχων εμπορευμάτων, από τη δομή του δικαίου, που αποτυπώνει σχέσεις μεταξύ τους ίσων και ελεύθερων πολιτών, από την «αταξική» λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους, από τις ιδεολογίες της κοινής μοίρας του έθνους και της μεγαλειώδους ιστορίας του, κ.ο.κ. Αυτό που πρέπει πάντως να συγκρατήσουμε για τις ανάγκες του θέματος που εξετάζουμε, είναι ότι η ηγεμονία οργανώνεται (α) με βάση την αναπαράσταση ενός κατά βάση μη στενά οικονομικού («μη επιχειρηματικού») κοινού (εθνικού) συμφέροντος, και (β) ότι έχει ως βάση της τις πρακτικές των τάξεων-στήριγμα της εξουσίας, δηλαδή εκείνων των υποτελών τάξεων που οι πρακτικές τους κατατείνουν στο να ταυτίζουν στρατηγικά τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, και μόνο μέσω αυτών με το εθνικό συμφέρον.

Σχετικά με το (α): Από όσα ήδη σημειώσαμε, γίνεται προφανές ότι το «κοινό (εθνικό) συμφέρον», ως έκφραση της καπιταλιστικής ηγεμονίας, έχει μόνο δευτερευόντως μια οικονομική διάσταση. Αξίζει εντούτοις να προσέξουμε ότι ακόμα και η οικονομική διάσταση του κοινού συμφέροντος έχει ένα ευρύτερο, «κοινωνικό», χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η καπιταλιστική ανάπτυξη, δηλαδή η αύξηση της κερδοφορίας και των ρυθμών συσσώρευσης του συνολικού κεφαλαίου (επομένως η διευρυνόμενη και εντεινόμενη εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο) δεν παρουσιάζεται στη στενή «επιχειρηματική» της διάσταση (ως η επιδιωκόμενη, π.χ. αύξηση των κερδών και των επενδύσεων της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, της ΙΝΤΡΑΚΟΜ, των επιχειρήσεων του Ομίλου Βαρδινογιάννη, του ΟΤΕ, κ.λπ.), αλλά εμφανίζεται (και βιώνεται από τις υποτελείς τάξεις στο πλαίσιο των σχέσεων καπιταλιστικής ηγεμονίας) ως η επιδίωξη της «κοινωνικής ευημερίας», που απορρέει από την «οικονομική πρόοδο της χώρας».

Σχετικά με το (β): Στο πλαίσιο των σχέσεων ηγεμονίας καθοριστικό ρόλο παίζουν οι δύο μερίδες της μικροαστικής τάξεις, οι οποίες ταυτίζουν στρατηγικά τα ιδιωτικά-ταξικά συμφέροντά τους με εκείνα της κυρίαρχης τάξης, και έτσι λειτουργούν ως τάξεις-στήριγμα της καπιταλιστικής εξουσίας. Η πρώτη μικροαστική μερίδα χαρακτηρίζεται από την κατοχή παραγωγικής ιδιοκτησίας, καίτοι βεβαία μικρής κλίμακας, που κατά κανόνα τίθεται σε παραγωγική λειτουργία από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη της (αυτοαπασχόληση και οικογενειακή επιχείρηση της πόλης και της υπαίθρου). Στρατηγικά ταυτίζει τα ιδιαίτερα συμφέροντά της με το στόχο της «οικονομικής ανάπτυξης και προόδου της χώρας» και της ανάπτυξης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Η δεύτερη μερίδα της μικροαστικής τάξης αποτελείται από τους φορείς που επανδρώνουν θέσεις και λειτουργίες ανώτερης και μεσαίας διοικητικής και κρατικής ιεραρχίας (επιστήμονες, «επόπτες», ανώτερα και μεσαία στελέχη των επιχειρήσεων και του Δημοσίου), δηλαδή η ύπαρξή της ταυτίζεται στρατηγικά με τη δομή και την ιεραρχίατης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων: των επιχειρήσεων και του καπιταλιστικού κράτους. Η δεύτερη αυτή μικροαστική μερίδα, καθώς επανδρώνει τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους συμπεριλαμβανομένου και του μηχανισμού ενημέρωσης, βρίσκεται στο οπτικό πεδίο ολόκληρης της κοινωνίας, και οι πρακτικές της θεωρούνται ότι αντιστοιχούν σε εκείνες του συνόλου ή έστω της πλειοψηφίας (του «μέσου πολίτη»).

Βέβαια, από τα παραπάνω δεν θα πρέπει να αντιληφθούμε ούτε ότι η καπιταλιστική ηγεμονία είναι ες αεί εξασφαλισμένη, ούτε ότι δεν αναπτύσσονται αντιφάσεις και κρίσεις στη συνοχή του συνασπισμού εξουσίας (στις σχέσεις στήριξης των κυρίαρχων τάξεων από τη μικροαστική τάξη). Γνωρίζουμε ότι η πρόσφατη ιστορία όλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών χαρακτηρίστηκε από την επαναλαμβανόμενη ανάδυση τέτοιων αντιφάσεων και κρίσεων. Αιτία τους αποτελούν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί που διαπερνούν από άκρο σε άκρο τις καπιταλιστικές κοινωνίες, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις διαφορετικές κεφαλαιοκρατικές μερίδες ή ανάμεσα στους γιγαντιαίους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά κυρίως η τάση που αναδύεται από τις αυθόρμητες πρακτικέςτου άλλου «μισού του (κοινωνικού) ουρανού», (της εργατικής τάξης και των άμεσων συμμάχων της, των φορέων που επανδρώνουν τις ιεραρχικά και εισοδηματικά χαμηλές θέσεις του συστήματος απασχόλησης), για μια διαφορετική από την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Η εμπέδωση της κεφαλαιοκρατικής ηγεμονίας είναι μια δυναμική διαδικασία, η άλλη όψη της οποίας είναι η τάση αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας.

Σε αυτό το παιχνίδι των μεταβαλλόμενων ταξικών συσχετισμών δύναμης, το χρηματιστήριο αναδύεται ως ένα σημαντικό νέο «όπλο» των κυρίαρχων τάξεων για τη στερέωση της ηγεμονίας τους, μέσα από τον «εκσυγχρονισμό» των δεσμών τους με τις τάξεις-στήριγμα, τις δύο βασικές μερίδες της μικροαστικής τάξης. Πρόκειται για μια κοινωνική συνοχή, για μια ταξική συμμαχία, που για πρώτη φορά κατά τις τελευταίες δεκαετίες σφυρηλατείται σε «άμεσα επιχειρηματική» βάση: Ανεξαρτήτως πολιτικών αντιλήψεων, [4] πολιτιστικών συμπεριφορών ή ιδεολογικών κ.λπ. ιδιαιτεροτήτων, ένα σημαντικό (καίτοι, προς το παρόν, μειοψηφικό) τμήμα κυρίως της εισοδηματικά και ιεραρχικά ανώτερης μικροαστικής τάξης προσδένει τις εισοδηματικές του προσδοκίες στην «χρηματιστηριακή τύχη» των (κατά κανόνα μεγάλων) καπιταλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που είναι εισηγμένες στο ΧΑΑ.

Η νέα αυτή βάση οργάνωσης της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων, ως κοινωνική δυναμική, σφυρηλατεί μια άμεση, αδιαμεσολάβητη και γι' αυτό στρατηγικά συνεκτική ενότητα των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων με τις κυρίαρχες τάξεις, με δεδομένο, βέβαια, ότι οι προσδοκίες αποκόμισης ψηλών εισοδημάτων από το χρηματιστήριο θα συνεχίζονται.

Εντούτοις, ακριβώς επειδή αυτή η νέα μορφή οργάνωσης της κοινωνικής στήριξης και της καπιταλιστικής ηγεμονίας είναι άμεση, δηλαδή έχει το χαρακτήρα της σύμπτωσης των ιδιωτικών συμφερόντων των «εχόντων και κατεχόντων», χωρίς αυτή η σύμπτωση να διαμεσολαβείται αξιόπιστααπό τις ιδεολογίες της «γενικής-κοινωνικής ευημερίας» και του «εθνικού συμφέροντος», απομονώνει τους φορείς της (σε τελευταία ανάλυση το συνασπισμό εξουσίας) από τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών στρωμάτων και από τη φτωχή μικροαστική τάξη, ίσως ακόμα και από τις μερίδες της εύπορης μικροαστικής τάξης που για ιδεολογικούς λόγους, ή λόγω του ρίσκου των «επενδύσεων» στο χρηματιστήριο, παραμένουν εκτός ΧΑΑ. Στο χρηματιστήριο γίνεται δια γυμνού οφθαλμού η κύρια λειτουργία που αποκτά το χρήμα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, να αποτελεί αυτοσκοπό, να αποτελεί δηλαδή «μέσο» κυρίως για τον αυτοπολλαπλασιασμό του.

Με την έννοια αυτή, ως τάση, οξύνεται η πόλωση ανάμεσα στο συνασπισμό εξουσίας (την καπιταλιστική τάξη και τις τάξεις-στήριγμά της) από τη μια μεριά, και την εργατική τάξη και τα φτωχά μικροαστικά στρώματα από την άλλη, καθώς γίνονται φανερά τα ταξικά θεμέλια αυτής της πόλωσης: Ο συνασπισμός των κατόχων χρήματος, που διαχωρίζεται από τους κατόχους, σχεδόν αποκλειστικά, της εργασιακής τους δύναμης.

Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι η τάση πόλωσης που περιγράψαμε θα κυριαρχήσει, επιτρέποντας να διαμορφωθούν νέες μορφές ταξικής αντιπαράθεσης, πιο άμεσης και λιγότερο διαμεσολαβούμενης από τις αστικές ιδεολογίες της ανάπτυξης, της προόδου, κ.ο.κ. Διότι πάντοτε, η ανάδυση της μιας ή της άλλης τάσης του κοινωνικού ανταγωνισμού εξαρτάται και από τη διάταξη του συνόλου των συγκεκριμένων πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, αλλά και από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συνοχή, στη δεδομένη συγκυρία, άλλων αστικών ιδεολογικών υποσυνόλων, όπως για παράδειγμα του εθνικισμού και των κάθε λογής ρατσιστικών ιδεολογιών του «περιούσιου ελληνικού λαού» (ιδεολογιών που κάνουν θραύση τόσο στο εσωτερικό της Δεξιάς όσο και σε ορισμένα «αριστερά» κόμματα), ή των παραδοσιακών «προοδευτικών» εκδοχών της «οικονομικής προόδου».


[1] Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση του συγγραφέα στην Ημερίδα που διοργάνωσε στις 19 Ιανουαρίου 2000 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το Σωματείο φίλων του Ιδρύματος «Σακη Καράγιωργα», με θέμα «Χρηματιστήριο και Δημοκρατία».

[2] Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, η οποία αφορούσε δείγμα 2.000 ενηλίκων, δημοσιεύονται στην εφημερίδα Ημερησία, 18-19/12/99, σσ. 3-4.

[3] Πάντως ακόμα και για την «ανώτερη οικονομική τάξη» (στην οποία εντάσσεται το εισοδηματικά ανώτερο 25% του δείγματος) το ποσοστό όσων έχουν τοποθετήσεις στο χρηματιστήριο δεν ξεπερνάει το 1/3 του συνόλου. Μπορούμε βεβαίως να υποθέσουμε ότι όσο ψηλότερη κατηγορία εισοδήματος επιλέγουμε, π.χ. το από εισοδηματική άποψη ανώτερο 10%, τόσο θα αυξάνει το ποσοστό όσων κατέχουν χρηματιστηριακούς τίτλους. Από την άλλη, σε έρευνες όπως αυτή που παρουσιάσαμε, τα ποσοστά πολιτών υψηλού εισοδήματος που δεν «επενδύουν» στο χρηματιστήριο θεωρούνται ως «εφεδρεία» για μελλοντικές τοποθετήσεις στο ΧΑΑ.

[4] Σύμφωνα με την έρευνα της MRB που προαναφέραμε, ο Συνασπισμός και το ΠΑΣΟΚ είναι τα κόμματα με το ψηλότερο ποσοστό ψηφοφόρων τους να «επενδύουν» στο ΧΑΑ. (21% των ψηφοφόρων του ΣΥΝ, 11% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, 7% της ΝΔ, 4,5% του ΚΚΕ και 3,2% των ψηφοφόρων του ΔΗΚΚΙ δήλωσαν ότι είναι κάτοχοι χρηματιστηριακών τίτλων).