"Πρόσφυγας αποκαλείται συνήθως ένα άτομο που αναγκάζεται να αναζητήσει καταφύγιο γιατί έδρασε με ορισμένο τρόπο ή υποστήριξε ορισμένη πολιτική γνώμη (...). Πλέον 'πρόσφυγες' είναι όσοι από μας είχαν την ατυχία να φτάσουν σε μια χώρα χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα και γι' αυτό ζήτησαν τη βοήθεια των επιτροπών προσφύγων" (Arendt 1943).
1. Πενήντα χρόνια μετά από αυτά τα λόγια, η "διαχείριση της ροής" προσφύγων και μεταναστών εξακολουθεί να αποτελεί καίριο πρόβλημα για τους υπερεθνικούς οικονομικούς χώρους που προέκυψαν από τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, υπάρχουν σήμερα στον κόσμο περίπου 50 εκατομ. άτομα που είναι "θύματα αναγκαστικής εξόδου", από τα οποία 23 εκατομ. βρίσκονται υπό την προστασία του οργανισμού. Η Διεθνής Συνδιάσκεψη Ελεύθερων Συνδικάτων εκτιμά ότι υπάρχουν 42 εκατομ. νόμιμοι μετανάστες εργαζόμενοι που μαζί με τις οικογένειές τους φτάνουν τα 100 εκατομ. Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν τα 6 εκατομ. "παράνομων" μεταναστών που διακινούν ετησίως οι σχετικές Μαφίες.
Αυτές οι μαζικές διεθνείς κινήσεις πληθυσμών θέτουν υπό αμφισβήτηση την έννοια του σύγχρονου κράτους που βασίζεται στις κατασκευές της εδαφικής κυριαρχίας (υπηκοότητα, εθνική κοινότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτογράφηση, σύνδεσμος με ένα κράτος). Τα εθνικά σύνορα έχουν μεταβληθεί σήμερα σε κύριο πολιτικό εργαλείο για τη διατήρηση των ανισοτήτων στην παγκόσμια οικονομία μέσα από το διαχωρισμό των δικαστικών αρμοδιοτήτων και τον ορισμό της πολιτικής ένταξης (Sousa Santos 1998, 144).
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Οι χώρες της αντιμετώπισαν τη μετανάστευση από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη με μια εξαιρετικά περιοριστική και κατασταλτική πολιτική: "έκλεισαν" τα σύνορα, τροποποίησαν τη νομοθεσία περί ασύλου, εισήγαγαν επιλεκτικά ποσοστά ετήσιας μετανάστευσης και γενικά επέλεξαν μια πολιτική ελέγχου και αστυνομικής καταστολής. "Τάξη και ασφάλεια" ενάντια στους μετανάστες που επιδιώκουν να εγκατασταθούν στην προνομιούχα Ευρώπη.
Ενώ καταργούνται οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, χαρακτηρισμοί όπως "παράνομοι", "χωρίς έγγραφα" (sans papiers) ή "λαθρομετανάστες" υψώνουν ένα νέο τείχος που εμποδίζει την ενσωμάτωση. Το κύριο μέσο που διαθέτουν τα μέλη της ΕΕ για τη διαχείριση της "ένταξης" είναι ο ορισμός του "πολίτη της Ένωσης" στο άρθρο 8 της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) (βλ. Estevez Araujo 1998). Το άρθρο προβλέπει ότι πολίτης της Ένωσης είναι όποιος διαθέτει την ιθαγένεια ενός από τα κράτη-μέλη. Οι υπόλοιποι δεν δικαιούνται να εισέλθουν και να ενταχθούν. Οπως σημειώνει ο Balibar (1998) η ΕΕ "ιδιοποιήθηκε την έννοια του πολίτη", χωρίς την οποία δεν μπορεί να οριστεί η ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Το ανησυχητικό είναι ότι αυτός ο ορισμός μετατρέπει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια σε "κανόνα αποκλεισμού" για όλους εκείνους που προέρχονται από τρίτες χώρες, αλλά ζουν και εργάζονται στο έδαφος της ΕΕ, συχνά εδώ και πολλές γενιές (Τούρκοι στη Γερμανία, Πακιστανοί και Ινδοί στην Αγγλία, προερχόμενοι από αφρικανικές χώρες στη Γαλλία κλπ.).
Μετά από τη Συμφωνία του Σένγκεν η νομοθεσία περί αλλοδαπών δημιούργησε ένα δυιστικό δικαστικό σύστημα: ένα κανονικό για τους ευρωπαίους πολίτες με συνταγματικές και λοιπές εγγυήσεις και ένα εξαιρετικό για τους "εξωκοινοτικούς" με ελάχιστες εγγυήσεις και ανατεθειμένο στην εκτελεστική εξουσία.
Το ότι η "ιδιότητα του πολίτη" στην οικοδομούμενη Ευρώπη καθορίζεται από μια "γραφειοκρατία του αποκλεισμού" (Steiner) δεν είναι κάτι καινούριο. Η υπηκοότητα στα αστικά εθνικά κράτη δημιουργήθηκε με βάση την ίδια λογική αποκλεισμού στο 19ο αιώνα. Μόνον που τώρα η "αποεδαφικοποίηση των εσωτερικών συνόρων συνοδεύεται από μια επανεδαφικοποίηση των εξωτερικών συνόρων": η αρχή της κυριαρχίας που αμφισβητείται σε εθνικό επίπεδο επιβεβαιώνεται στο υπερεθνικό (Sousa Santos 1998, 138).
Η νομοθεσία περί αλλοδαπών οδηγεί την ΕΕ στο δρόμο της βίας και του αποκλεισμού εντός και εκτός των συνόρων της. Επιβάλλει δυσμενείς διακρίσεις στους μη ευρωπαίους πολίτες που είναι εγκαταστημένοι στο έδαφός της και ασκεί "νόμιμη" και επιλεκτική βία εναντίον των "παράνομων". Δημιουργεί εξωτερικά τείχη και απελαύνει όσους δεν πληρούν τις περιοριστικές προϋποθέσεις παραμονής στο εσωτερικό της. Όλα αυτά συνιστούν παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων (Sousa Santos, 1998, 145 επ.). Τα νέα κατασταλτικά μέτρα και η ένταση των αστυνομικών ελέγχων χειροτερεύουν τις συνθήκες ζωής ατόμων που με κίνδυνο της ζωής τους επιχειρούν να εισέλθουν στον "πρώτο κόσμο" διότι δεν έχουν άλλη επιλογή.
Ας μην ξεχνάμε ότι πέντε χρόνια μαζικής μετανάστευσης προς την Ισπανία άφησαν πίσω τους πάνω από χίλιους νεκρούς στα στενά του Γιβραλτάρ και περίπου 20.000 φυλακισμένους στα ειδικά "κέντρα κράτησης". Τέτοια "κέντρα" υπάρχουν σήμερα σε κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη για τους "παράνομους" μέχρι να κριθεί η αίτηση ασύλου ή να γίνει η απέλασή τους. Η Ευρώπη αποχαιρετά έτσι τον "σύντομο" 20ο αιώνα των γενοκτονιών γεμάτη από στρατόπεδα εγκλεισμού ατόμων.
2. Το ότι η μεταναστευτική πολιτική βασίζεται στην καταστολή και το κλείσιμο των συνόρων δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη φιλελεύθερης βούλησης στις κυβερνήσεις ούτε μόνον στον εγωισμό και στην ξενοφοβία των "ευρωπαίων πολιτών" [2] . Συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα πώς σκεφτόμαστε το "εμείς" στο εθνικό κράτος και με τη μορφή "εγγραφής" των ατόμων στην κρατική έννομη τάξη.
Επ' αυτών είναι καίρια η ανάλυση της Hannah Arendt στο κεφάλαιο "Η κατάπτωση του εθνικού κράτους και το τέλος των ανθρώπινων δικαιωμάτων" στο μνημειώδες έργο της Οι ρίζες του ολοκληρωτισμού (1953). Για να κατανοήσει τα αίτια του ολοκληρωτισμού και του "ολοκαυτώματος", η φιλόσοφος αναλύει το παράδοξο που συνδέεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Τα άτομα που έπρεπε να ενσαρκώνουν κατ' εξοχήν τα "δικαιώματα του ανθρώπου" -οι πρόσφυγες, οι απάτριδες και οι μειονότητες- μετατράπηκαν σε εκφραστές της τεράστιας κρίσης των δικαιωμάτων αυτών. Η κρίση μπορεί να αναχθεί ήδη στις απαρχές των σύγχρονων πολιτικών κοινωνιών: η γαλλική Διακήρυξη του 1789 αναγνωρίζει δικαιώματα στον άνθρωπο ή θεωρεί ότι πηγάζουν από αυτόν, ο οποίος συνιστά θεμέλιο (ή προϋπόθεση) της έννοιας του πολίτη (Agamben 1996, 43). Ο μετασχηματισμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε δικαιώματα του πολίτη επήλθε όταν το ζήτημα των δικαιωμάτων συνδέθηκε με την εθνική ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών κρατών στο 19ο αιώνα.
Στην εκκοσμικευμένη και χειραφετημένη κοινωνία που δημιουργείται μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα άτομα βρίσκονται γυμνά απέναντι σε έναν νέο Λεβιάθαν χωρίς τη στήριξη παραδοσιακών δυνάμεων, όπως η εκκλησιαστική και πνευματική εξουσία. Οι Διακηρύξεις δικαιωμάτων αποβλέπουν στο να προστατέψουν τους ανθρώπους "που δεν συνδέονται πλέον με το χώρο στον οποίο γεννήθηκαν ούτε μπορεί να είναι βέβαιοι για την ισότητά τους απέναντι στο Θεό επειδή είναι χριστιανοί" (Arendt 1987, 422).
Σ' ολόκληρο τον 19ο αιώνα επικρατεί η ιδέα ότι τα δικαιώματα προστατεύουν το άτομο από το κράτος και από τις κοινωνικές αυθαιρεσίες. Οι υποστηρικτές τους θεωρούσαν ότι τα δικαιώματα είναι αναλλοίωτα (δεν θεμελιώνονται σε νόμους ή σε άλλα δικαιώματα) και ισχύουν ανεξάρτητα από το εάν τα κατοχυρώνει ορισμένη πολιτική αρχή. Ο άνθρωπος "χωρίς κατηγορήματα" αποτελεί πηγή και σκοπό τους, είναι ο μόνος κυρίαρχος σε ζητήματα νομοθέτησης.
Το παράδοξο βρίσκεται στο ότι σε ζητήματα διακυβέρνησης κυρίαρχος δεν είναι ο άνθρωπος αλλά ο λαός. Η Διακήρυξη του 1789 αρχίζει με τη φράση "οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι σε δικαιώματα", αλλά αυτή η "φυσική ζωή" διαλύεται πάραυτα, διότι ο άνθρωπος παίρνει τη μορφή του πολίτη ενός εθνικού κράτους, δηλ. του πεδίου κυριαρχίας στο οποίο εξασφαλίζονται τα δικαιώματα (Agamben 1996, 43). Αυτό λέει το άρθρο 2: "Σκοπός κάθε πολιτικής ένωσης είναι η διατήρηση των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου". Αυτός ο μετασχηματισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε δικαιώματα του πολίτη συνδέεται, όπως είπαμε, με τη σημασία που αποκτά το εθνικό ζήτημα στην ιστορία των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα. Οι γάλλοι επαναστάτες θεωρούσαν ότι μόνον ένας λαός-έθνος μπορεί να χειραφετηθεί πραγματικά και να εγγυηθεί τα δικαιώματα του ανθρώπου χάρη στην κυριαρχία του.
Στο "Παλιό Καθεστώς" η γέννηση διαχωριζόταν σαφώς από το ζήτημα της κυριαρχίας. Από τη γέννηση προέκυπτε ένας υπήκοος. Η "γυμνή, φυσική ζωή", γράφει ο Agamben, "ήταν πολιτικά αδιάφορη και ανήκε, ως ανθρώπινη ύπαρξη, στο Θεό" [3] . Στο εθνικό κράτος ο υπήκoος μετατρέπεται σε πολίτη μέσα από τις Διακηρύξεις δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει την εγγραφή της γέννησης (της "φυσικής ζωής") στη νομικοπολιτική τάξη του κράτους. Γέννηση και κυριαρχία συνδέονται αξεδιάλυτα και συνιστούν το νέο θεμέλιο νομιμοποίησης του κράτους. Η κυριαρχία θεμελιώνεται στο Έθνος (άρθρο 3). Ωστόσο με τη μετάβαση από τον υπήκοο στον πολίτη, την κυριαρχία δεν αποκτά ο ελεύθερος και ανεξάρτητος άνθρωπος, αλλά το υποκείμενο που "γεννιέται" σε ορισμένο εθνικό έδαφος. "Η γέννηση μετατρέπεται άμεσα σε έθνος, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους δύο όρους" (Agamben 1996, 43).
Με βάση αυτή την πλασματική κατασκευή, τα δικαιώματα του ανθρώπου εξαλείφονται μέσα στα δικαιώματα του πολίτη. "Ο άνθρωπος ως απόλυτα χειραφετημένο και απομονωμένο ον που φέρει την αξιοπρέπεια μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, χωρίς αναφορά σε καμιά περιβάλλουσα και ευρύτερη τάξη, εμφανίστηκε στο προσκήνιο μόνον για να εξαφανιστεί και πάλι ως μέλος ενός λαού" (Arendt 1987, 423).
Συνέπεια της λατρείας των εθνών στην Ευρώπη ήταν ότι τη θέση του ανθρώπου πήρε ο λαός. Η εθνολατρεία απέβλεπε σε μια καλύτερη ζωή, σε μια νέα ελευθερία (Mosse, 1997, 103). Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η ιδέα του λαού (έθνους) είχε στις αστικές επαναστάσεις την έννοια της έκφρασης ενός κοινού συμφέροντος απέναντι στα ιδιωτικά συμφέροντα. Δήλωνε το γενικό συμφέρον και το κοινό καλό απέναντι στα προνόμια. Η εθνικότητα, η γλώσσα ή η κουλτούρα αποτελούσαν μεν ενδείξεις της κοινής ένταξης, αλλά δεν ήταν καθοριστικά για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη (Silveira 1996).
Ας θυμήσουμε ότι στην επαναστατική Γαλλία οι προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιθαγένειας ήταν ιδιαίτερα εύκαμπτες: αρκούσε η εγκατάσταση για ορισμένο διάστημα στη χώρα ή η ύπαρξη οικογενειακών δεσμών με έναν γάλλο πολίτη [4] . Η αλληλεξάρτηση του "εθνικού λαού" και της ιδιότητας του πολίτη άρχισε να εντείνεται στο βαθμό που η πολιτική αστάθεια της ηπειρωτικής Ευρώπης των εθνών στο 19ο αιώνα οδήγησε στην αναζήτηση "ριζών" σε ένα εθνικό παρελθόν. Τα πράγματα άλλαξαν πλήρως μετά το 1880 όταν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία το τι αισθάνονταν οι άνθρωποι σε σχέση με την εθνικότητα (Hobsbawm 1991). Το ερώτημα "τι είναι το έθνος;", "ποιος είναι Γερμανός, Γάλλος, Ιταλός;" κατέστη κεντρικό πολιτικό ζήτημα και αποτέλεσε αντικείμενο διαρκών ανακαθορισμών. Ο ρομαντισμός και ο ιστορικισμός ανέλαβαν να δώσουν στο λαό το αίσθημα της "ένταξης σε μια κοινότητα". Και σ' αυτό το πλαίσιο αρχίζει να διαπλάθεται η ρατσιστική ιδεολογία (Mosse 1997).
3. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η τραγωδία των προσφύγων φέρνει στο φως την απωθημένη διαφορά ανάμεσα στη γέννηση και στο έθνος που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα εθνικά κράτη [5] . Εκείνη την περίοδο, τα θεωρούμενα ως αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου αποδεικνύονται ανεφάρμοστα στην πράξη για όσους δεν είναι υπήκοοι ενός κράτους ή δεν απολαμβάνουν την προστασία του. Οι πρόσφυγες, οι απάτριδες και οι μειονότητες αναγκάστηκαν να ζήσουν, όπως γράφει η Arendt, "είτε κάτω από το εξαιρετικό καθεστώς των Συνθηκών για τις μειονότητες είτε στην πλήρη παρανομία" (1987, 426).
Μια από τις συνέπειες των γεωπολιτικών μετασχηματισμών που επέφερε αυτός ο πόλεμος ήταν η θέσπιση μηχανισμών μαζικής αφαίρεσης της υπηκοότητας και αποπολιτογράφησης. Το 1915 η Γαλλία αποπολιτογραφεί με νόμο τους πολίτες "εχθρικής" καταγωγής. Το ίδιο κάνει το 1922 το Βέλγιο για πολίτες που διέπραξαν "αντεθνικές" πράξεις. Ο ιταλικός φασισμός στερεί το 1926 την υπηκοότητα από "ανάξιους" πολίτες. Και το 1933 η Γερμανία οδηγεί αυτή τη λογική στα άκρα της διακρίνοντας τους υπηκόους της σε δύο κατηγορίες με τους νόμους της Νυρεμβέργης [6] . Λίγο μετά τη θέσπιση αυτών των νόμων, η Ευρώπη γεμίζει από στρατόπεδα συγκέντρωσης, ορισμένα από τα οποία θα μετατραπούν σε στρατόπεδα εξολόθρευσης. Η διάκριση ανάμεσα στην "πολιτική ζωή" και στη "γυμνή ζωή", που είχε χάσει τη σημασία της, επανέρχεται στην πολιτική ζωή της Ευρώπης. Σ' αυτή ανάγεται η "ευγονική" των ναζί και γενικότερα ο ρατσισμός που, μέσα από το φασισμό, κατορθώνει να εφαρμόσει τις θεωρίες του σε μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι φασιστικές κινήσεις ήταν να ιδιοποιηθούν την ιδέα του έθνους [7] .
4. Η βαρβαρότητα των δεκαετιών του '30 και του '40 είχε ως αποτέλεσμα το μεταπολεμικό χωρισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα δικαιώματα του πολίτη. Θεωρήθηκε αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα των ανθρώπινων δικαιωμάτων για να προστατευθούν άτομα όπως οι πρόσφυγες ή οι μεταναστεύοντες για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Αυτή είναι μια από τις αρμοδιότητες που ασκεί από το 1951 η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες: να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφύγων και να παρασχεθεί ανθρωπιστική και κοινωνική βοήθεια. Πενήντα χρόνια αργότερα δεν μπορεί να πούμε ότι η κατάσταση των προσφύγων βελτιώθηκε ουσιαστικά. Αρκεί να αναφέρουμε την τελευταία έκθεση του Human Rights Watch για τις συνθήκες ζωής των προσφύγων στις ΗΠΑ. Καταγγέλλεται ότι η Υπηρεσία Μετανάστευσης δεν ακολουθεί την πολιτική του ΟΗΕ, κλείνοντας σε κοινές φυλακές ανθρώπους που ζητούν άσυλο. Οι μισοί από τους 16.000 μετανάστες αυτής της κατηγορίας βρίσκονται διασπαρμένοι σε 1.000 φυλακές. Η ίδια έκθεση καταγγέλλει πως όσοι φυλακίζονται για παράβαση των μεταναστευτικών νόμων υφίστανται σωματικές τιμωρίες και κλείνονται στην απομόνωση με απάνθρωπες συνθήκες.
Στις χώρες της ΕΕ οι μετανάστες "χωρίς χαρτιά" εγκλείονται σε "κέντρα κράτησης" εν αναμονή της απέλασής τους [8] . Αυτά τα "κέντρα" ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν οργανώσει οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στην περίοδο της αποικιοκρατίας [9] . Τα σημερινά "κέντρα" έχουν ποικίλες μορφές: μπορεί να είναι οργανωμένα "κέντρα κράτησης" για μετανάστες, η κατάσταση των οποίων ρυθμίζεται από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου που μετατρέπεται σε προσωρινή φυλακή για την απέλαση χιλιάδων προσφύγων ή μια "ζώνη κράτησης" σε κάποιο αεροδρόμιο, στην οποία εγκλείονται εκείνοι στους οποίους δεν επιτρέπεται η είσοδος στη χώρα.
Σ' αυτά τα στρατόπεδα εκδηλώνεται η "κρυμμένη μήτρα -ο νόμος- του πολιτικού πεδίου στο οποίο ζούμε" (Agamben 1995). Αποτελούν την πιο εμφανή έκφραση μιας ολοκληρωτικής κυριαρχίας. Οι έγκλειστοι των "στρατοπέδων" βρίσκονται στο πεδίο κυριαρχίας ενός κράτους, το οποίο τους στερεί τα δικαιώματά τους, τους αποκλείει από την εφαρμογή των γενικών κανόνων και τους περιορίζει στη "γυμνή ζωή". Εκεί αποκτά υλική έκφραση το ρήγμα που υπάρχει στη σύγχρονη φιλελεύθερη-αστική σκέψη ανάμεσα στη γέννηση ενός προσώπου και στα δικαιώματα που του αντιστοιχούν σε ένα ορισμένο εθνικό-κρατικό έδαφος ανάλογα με το εάν είναι πολίτης ή αλλοδαπός.
Με αυτή την έννοια η νομοθεσία και η μεταχείριση των "παράνομων" μεταναστών διαμορφώνουν μια πραγματική κατάσταση ανάγκηςγια δύο τουλάχιστον λόγους: διότι δεν βρίσκονται πλήρως υπό δικαστικό έλεγχο [10] και διότι επιτρέπουν τη φυλάκιση ανθρώπων που δεν έχουν διαπράξει κανένα απολύτως έγκλημα. Αυτή η κατάσταση ανάγκης έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον είναι προσωποποιημένη: δεν αφορά όλους τους κατοίκους, αλλά μόνον ειδικές ομάδες ατόμων. Δεύτερον είναι λανθάνουσα: Αφενός διότι η συνταγματική διαμόρφωση των λεγόμενων δημοκρατικών κρατών δικαίου παραμένει άθικτη, ενώ υπάρχει ένας ισχυρότατος περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αφετέρου διότι η διατήρηση αυτών των περιοριστικών κανόνων για αόριστο χρόνο τους μετατρέπει σε κανόνες συνήθους δικαίου ενσωματώνοντάς τους στην έννομη τάξη (Capella 1996, Silveira 1997, 235 επ.).
Αυτά δείχνουν ότι ο μηχανισμός δικαστικού ελέγχου που θεσπίζεται συνταγματικά στις εν λόγω χώρες είναι απόλυτα ανεπαρκής για να αποτρέψει την υπονόμευση θεμελιωδών αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου, δηλαδή την εκ των έσω αναίρεση προβλεπόμενων διαδικασιών χωρίς ρητή κατάργησή τους. Αυτές οι αρχές και διαδικασίες αποδεικνύονται "εύκαμπτες" και προσαρμόσιμες στις εκάστοτε ανάγκες του συστήματος [11] .
Οι νόμοι περί μεταναστών συνδέονται με την αρχή της "απλής νομιμότητας". Σύμφωνα με αυτή, ο νομοθέτης εξουσιοδοτεί τη διοίκηση να ασκήσει αρμοδιότητες καταναγκασμού, στις οποίες ο ίδιος ο νομοθέτης θέτει ελάχιστους περιορισμούς. Έτσι παρέχονται ευρύτατα περιθώρια δράσης στη διοίκηση. Και αυτή η "διακριτική ευχέρεια" μετατρέπεται εύκολα σε αυθαιρεσία, δεδομένου και του ότι η άσκησή της βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό εκτός δικαστικού ελέγχου [12] .
Η δικονομική διαμόρφωση των απελάσεων στη νομοθεσία περί αλλοδαπών αποβλέπει στο να δυσχεράνει την υπεράσπιση δικαιωμάτων των κρατουμένων, στο να μην μπορέσουν οι δικηγόροι, οι οικογένειες και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις να αποτρέψουν την απέλαση. Ο μετανάστης "χωρίς χαρτιά" στερείται των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας απέλασης. Η χρήση όρων όπως "παράνομοι", "χωρίς χαρτιά", "λαθρομετανάστες" δηλώνει την πρόθεση των κυβερνήσεων και ενός μέρους της κοινής γνώμης να νομιμοποιήσουν πολιτικά μια νομικά επιτρεπτή και θεσμοποιημένη διαδικασία απαγωγής και κατακράτησης προσώπων. Η νομοθεσία περί αλλοδαπών δημιούργησε αυταρχικά κράτη δικαίου. Οι νόμοι και η δημόσια διοίκηση συνιστούν κύρια μέσα άσκησης μιας διάχυτης, επιλεκτικής και συχνά παράνομης βίας εναντίον συγκεκριμένων ομάδων προσώπων (Silveira 1997, 243 επ.).
5. Αυτά μας αναγκάζουν να επανεξετάσουμε πολλά πράγματα. Από τη μια πλευρά η εμπειρία των προσφύγων και μεταναστών στα σύγχρονα εθνικά κράτη μας δείχνει τα όρια των εννοιών που χρησιμοποιούνται για τα υποκείμενα της πολιτικής: άνθρωπος και πολίτης, κυρίαρχος λαός, "έθνος" κλπ. Από την άλλη πλευρά είναι σαφές ότι οι αρχές εγγραφής των ατόμων στα εθνικά κράτη δεν πρέπει να συνεχίσουν να καθορίζονται από το ζεύγος δίκαιο του εδάφους και δίκαιο του αίματος. Το εδαφικό θεμέλιο της ιδιότητας του πολίτη δημιουργεί, με κοινωνιολογικούς όρους, πολίτες δεύτερης, τρίτης, ακόμη και τέταρτης κατηγορίας. Η νομική στέρηση δικαιωμάτων αυτών των προσώπων, καταδεικνύει, όπως γράφει ο Sousa Santos, "τις διακρίσεις που δημιουργεί η σύγχρονη πολιτική της ιθαγένειας" (1998, 147). Οι έννοιες του πολίτη και της ένταξης πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά έτσι ώστε το διαβατήριο και το χρήμα να πάψουν να είναι νομικό φετίχ από το οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια χιλιάδων ατόμων. Προκειμένου να πάψει να αποκλείει, η ιδιότητα του πολίτη πρέπει να αποεθνικοποιηθεί, να αποεδαφικοποιηθεί και να απομυθοποιηθεί, να γίνει "λιγότερο ιερή και περισσότερο δημοκρατική" (Sousa Santos). Πρέπει δηλαδή να θεμελιωθεί σε κριτήρια σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των "διαφορών" και της ισότητας δικαιωμάτων.
Ένα πρώτο βήμα σ' αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αποτελέσει η -έστω και άτυπη- αναγνώριση εκ μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των "παράνομων" μεταναστών που εργάζονται τακτικά σε ορισμένη περιοχή ως "εγκατεστημένων πολιτών". Μια νέα σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη σ' αυτή την κατεύθυνση πρέπει ωστόσο να συνδυαστεί και "με μια νέα θεωρία της εμπιστοσύνης σε καθολική προοπτική, η οποία θα αντικαταστήσει το σημερινό παράδειγμα της εμπιστοσύνης που επικεντρώνεται στο κράτος και οχυρώνεται με τα εθνικά σύνορα" (Sousa Santos 1998, 148). Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες.
Βιβλιογραφία
Agamben, G. 1995: Homosacer. I: Il potere sovrano e la nuda vita.Torino:
Einaudi
Agamben, G. 1996: "Politica del exilio", in: Archipielago, τ. 26
Ararcon, M. 1989: Larevolucion francesa en sus textos.Madrid: Tecnos
Arendt, H. 1943: "We refugees", in: TheMenorah Journal[παραπέμπεται
από την ισπανική μτφ. "Nosotros, los refugiados", Archipielago, n. 30]
Arendt, H. 1987: Losorigenes del totalitarismo (II. Imperialismo). Madrid:
Alianza
Balibar, E. 1998: "Cittadinanza, nazionalita, sovranita", in: Criticamarxista,
n. 2-3
Capella, J. R. 1996: Grandesesperanzas.Madrid: Trotta
Estevez Araujo, J. A. 1998: "Disolucion de la soberania y fragmentacion de la
ciudadania en el proceso de integracion europea", in: RevistaInternacional de Filosofia Politica, n. 11
Ferrajoli, L. 1989: "La legalita violenta", in: Democraziae diritto, n. 3
Hobsbawm, E. J. 1991: Nacionesy nacionalismo desde 1870.Barcelona:
Critica
Mosse, G. 1997: Lacultura europea del siglo XIX.Barcelona: Ariel
Silveira, H. 1996: "La exclusion del otro extranjero y la democracia de las diferencias",
in: Enel limite de los derechos.Barcelona: EUB
Silveira, H. 1997: Lamicrofisica de la emergencia en el "caso italiano" (Los
limitesde la concepcion procedimental de la democracia). Barcelona: Publicacions Universitat de Barcelona [microficha n. 3058]
Sousa Santos, B. de 1998: Laglobalizacion del derecho.Bogota: Universidad
Nacional de Colombia-Ilsa
[2] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αυξάνεται η ξενοφοβία σε παραδοσιακά δημοκρατικές χώρες. Μια έρευνα του 1997 στη Γαλλία δείχνει ότι 18% του πληθυσμού δηλώνει ανοιχτά την εχθρική στάση προς τους ξένους, 38% "πλησιάζει το ρατσισμό" και 40% πιστεύει ότι υπάρχουν πολλοί άραβες και μαύροι στη Γαλλία. Έρευνα της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ δείχνει ότι οι δεδηλωμένα ρατσιστές ανέρχονται στη Γαλλία σε 38%, στη Γερμανία σε 23%, στη Μ. Βρετανία σε 22%, στην Ιταλία σε 21% και στην Ισπανία σε 13%.
[3] Για τη διάκριση φυσικής ζωής (ζειν) και πολιτικής ζωής (βίος) βλ. Agamben 1996, 42.
[4] Για το άρθρο 4 του γαλλικού Συντάγματος του 1793, βλ. Ararcon 1989, 30.
[5] Μέσα σε λίγα χρόνια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα στην οποία είχαν γεννηθεί και ζούσαν 1.500.000 Λευκορώσσοι, 1.000.000 Ελληνες 700.000 Αρμένιοι, 500.000 Βούλγαροι και εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ρουμάνοι, Ούγγροι και Τούρκοι.
[6] Όσον αφορά τα δικαιώματα του ανθρώπου, ο Agamben (1996) επισημαίνει πως όταν παύουν να είναι δικαιώματα του πολίτη, τότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε κάτι ιερό με την έννοια που είχε ο όρος στο αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο: το ιερό άτομο μπορούσε να θυσιαστεί.
[7] Σύμφωνα π.χ. με την Ιταλική Χάρτα της Εργασίας του 1927 "το Έθνος αποτελεί οργανισμό που έχει σκοπούς, ζωή και μέσα δράσης ανώτερους απ' ό,τι έχουν χωριστά ή ομαδικά τα άτομα που το αποτελούν. Είναι μια ηθική, πολιτική και οικονομική μονάδα που ολοκληρώνεται στο φασιστικό κράτος".
[8] Ο βίαιος θάνατος της νιγηριανής πρόσφυγα Semira Adamu που βρισκόταν στα χέρια της βελιγικής αστυνομίας αποκάλυψε ότι στο Βέλγιο εκκρεμούν 15.000 περιπτώσεις απέλασης. Στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ υπάρχουν συγκρίσιμοι αριθμοί. Συνήθως η απέλαση εκτελείται καταναγκαστικά όταν το άτομο συλληφθεί για δεύτερη φορά από την αστυνομία και υπάρχει μέσο μεταφοράς (συνήθως αεροπλάνο) για να οδηγηθεί στη χώρα προέλευσης.
[9] Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι τα "στρατόπεδα συγκέντρωσης" δημιουργήθηκαν ή από τους Ισπανούς κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Κουβανών ή από τους Άγγλους κατά τη γενοκτονία των boers στην Αφρική.
[10] Σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο ο δικαστής δίνει την άδεια εγκλεισμού του μετανάστη στο κέντρο κράτησης (άρθρα 26 παρ. 2 του οργανικού νόμου 7/1985 και 108 του βασιλικού διατάγματος 155/1996). Η διαδικασία απέλασης βρίσκεται αντίθετα υπό την έλεγχο της διοίκησης και της αστυνομίας.
[11] Ας σκεφτούμε το παράδειγμα της "τεχνικής του μαξιλαριού" που κατοχύρωσε ο βελγικός νόμος του 1996 περί απέλασης προκειμένου να αποτρέψει τις κραυγές των υπό απέλαση μεταναστών. Αυτή η μέθοδος ευθύνεται για το θάνατο της Semira Adamu.
[12] Αντιθέτως οι νομοθετικές τεχνικές της "αυστηρής νομιμότητας" ανταποκρίνονται στο μοντέλο του δημοκρατικού κράτος δικαίου και συνίστανται στην κατά το δυνατό αυστηρή και περιοριστική νομοθετική ρύθμιση της θεσμικής βίας (βλ. και Ferrajoli, 1989, 154).