ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΞΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ[1]
των Γιάννη Μηλιού και Γιώργου Οικονομάκη

Εισαγωγή

Ο Μαρξ ανέπτυξε την οικονομική του θεωρία, την οποία ο ίδιος ονόμασε Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, κυρίως κατά την περίοδο 1857-1867. Πρόκειται για ένα αυστηρά ορισμένο θεωρητικό σύστημα, το οποίο δομείται στο έδαφος της μαρξικής θεωρίας της αξίαςκαι της υπεραξίας, ως μια λογικά συνεπής αλυσίδα εννοιών και αναλύσεων. Η μαρξική οικονομική θεωρία αναδύθηκε από τις ιστορικο-κοινωνιολογικές αναλύσεις του Μαρξ της προηγούμενης περιόδου και διαπλέκεται με μια ιδιαίτερη μεθοδολογική προσέγγιση.

Τα ώριμα έργα οικονομικής θεωρίας του Μαρξ, στα οποία κατά κύριο λόγο αποτυπώνεται η θεωρία του είναι τα ακόλουθα:

1) Τα Χειρόγραφα 1857-58, που για πρώτη φορά εκδόθηκαν το 1939-41 (με εξαίρεση ένα σύντομο κριτικό κείμενο, το οποίο παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1976, σχετικά με το βιβλίο του Bastiat Harmonies Ιconomiques, Paris 1851) ως Grundrisse der Kritik der Politischen Φkonomie (Μαρξ 1989, MEGA 1976).

2) H Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1859 (MEGA 1980).

3) Το Χειρόγραφο 1861-63, το οποίο αποτελείται από δυόμισι χιλιάδες τυπωμένες σελίδες, και που ένα μόνο τμήμα τους κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τμηματικά την περίοδο 1905-10 υπό τον τίτλο Θεωρίες για την Υπεραξία. Η έκδοση του συνολικού Χειρογράφου 1861-63 ολοκληρώθηκε το 1982 (MEGA 1976-α, 1977, 1978, 1979, 1980, 1982, Μαρξ 1981, 1982, 1985).

4) Τα Χειρόγραφα 1863-67, στα οποία ανήκουν όλες οι «πρόχειρες» γραφές και των τριών τόμων του Κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου και του 6ου κεφαλαίου του πρώτου τόμου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 υπό τον τίτλο Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (MEGA 1988, 1992, Marx 1969, Μαρξ 1983). Η έκδοση των Χειρογράφων 1863-67δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

5) Ο πρώτος τόμος του Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, που εκδόθηκε το 1867. Στη δεύτερη έκδοση του έργου (1872-73), ο Μαρξ επεξεργάστηκε και πάλι και τροποποίησε το πρώτο τμήμα του έργου, που φέρει τον τίτλο «Εμπόρευμα και χρήμα». Περιορισμένες αλλαγές περιεχομένου έκανε επίσης στο κείμενο της γαλλικής μετάφρασης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (Παρίσι 1872-75). Ο Ένγκελς επιμελήθηκε τα χειρόγραφα του δεύτερου και τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (που ανήκουν στα Χειρόγραφα 1863-67), οι οποίοι εκδόθηκαν το 1884 και 1895 αντίστοιχα. (Βλ. MEGA 1983, Μαρξ 1978, 1978-α, 1979, 1991). Το σύνολο των οικονομικών έργων του Μαρξ (χειρόγραφα και ήδη εκδοθέντα βιβλία) εκδίδεται, από το 1976, στην πρωτότυπη γλώσσα κάθε έργου, από την MEGA (Marx-Engels-Gesamtausgabe). Την έκδοση αυτή, την οποία μέχρι το 1989 διηύθυνε το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, διευθύνει σήμερα το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας με έδρα το Άμστερνταμ (βλ. και Hecker 1998).

Το θεωρητικό υπόβαθρο: Η μαρξική θεωρία της Ιστορίας

Η οικονομική θεωρία του Μαρξ οικοδομήθηκε στο εσωτερικό της θεωρίας της Ιστορίας, την οποία είχαν από κοινού αναπτύξει οι Μαρξ και Ένγκελς, από τα μέσα της δεκαετίας του 1840.

Αρχίζοντας από τις Θέσεις για τον Feuerbach (1845), ο Μαρξ απέρριψε ολόκληρη την παράδοση του θεωρητικού-φιλοσοφικού ανθρωπισμού (την «ουσιοκρατική» φιλοσοφική παράδοση που οικοδομείται πάνω στην αντίληψη ότι η «ανθρώπινη φύση» καθορίζει τη μορφή και τον τρόπο μετεξέλιξης της κοινωνίας). Έγραφε: «Ο Feuerbach διαλύει τη θρησκευτική ουσία σε ανθρώπινη ουσία. Αλλά η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της, είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (6η θέση για τον Feuerbach, σε Μαρξ/Ένγκελς χ.χ.έ.: 47). Στη βάση αυτή, οι Μαρξ και Ένγκελς διαμόρφωσαν την έννοια της πάλης των τάξεων, ως της κινητήριας δύναμης της κοινωνικής εξέλιξης: «Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων» (Μαρξ/Ένγκελς 1965: 29).

O Μαρξ συνέλαβε την ενότητα και συνοχή της κοινωνίας με όρους κοινωνικής-ταξικής εξουσίας: Η εξουσία δεν αποτελεί πλέον το «δικαίωμα του κυριάρχου» ή την «εξουσία του κράτους» απέναντι στους (ίσους και ελεύθερους) πολίτες, αλλά μια συγκεκριμένη μορφή ταξικής κυριαρχίας μιας τάξης (ή ενός συνασπισμού τάξεων), της άρχουσας τάξης, πάνω στις υπόλοιπες, τις κυριαρχούμενες τάξεις της κοινωνίας. Η εξουσία αυτή, που παγιώνεται με βάση τις κυρίαρχες κοινωνικές δομές, διασφαλίζεται μέσα από τον ταξικό ανταγωνισμό, την πάλη των τάξεων.

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, ο Μαρξ συνέλαβε την οικονομία ως τη βάση της συνολικής ταξικής κοινωνίας, καθώς οι σχέσεις ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής αποτελούν το θεμέλιο της ταξικής ένταξης. Ο καπιταλισμός γίνεται συνακόλουθα αντιληπτός ως το κοινωνικό σύστημα που οικοδομείται στη βάση του απόλυτου χωρισμού των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής, τα οποία μονοπωλούνται πλέον από την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών. Ο εργαζόμενος γίνεται έτσι προλετάριος, στερούμενος κάθε μορφής δικαιώματος πάνω μέσα παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται μία μόνο προοπτική επιβίωσης: τη μετατροπή του σε μισθωτό, την ανταλλαγή της εργασιακής του δύναμης με το ισοδύναμο των καταναλωτικών αγαθών που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της, δηλαδή με το μισθό που του προσφέρει ο καπιταλιστής. Με την αγορά (του δικαιώματος) της χρήσης της εργασιακής δύναμης των προλεταρίων (στην αγορά εργασίας), ο καπιταλιστής ιδιοποιείται τη συνολική αξία που παράγεται με τη χρήση αυτής της εργασιακής δύναμης. Η νεοδημιουργούμενη αυτή αξία υπερβαίνει την (προ)καταβληθείσα από τον καπιταλιστή αξία της (χρήσης της) εργασιακής δύναμης: «Το κεφάλαιο δεν είναι μια προσωπική δύναμη μα μια κοινωνική δύναμη (...) [είναι η] ιδιοκτησία που εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία και που μπορεί να αυξάνει μόνο με τον όρο ότι θα παράγει καινούργια μισθωτή εργασία, για να την εκμεταλλεύεται κι αυτήν» (Μαρξ/Ένγκελς 1965: 45). Εντούτοις, μέχρι το 1857, η ανάλυση αυτή του Μαρξ συναγόταν από τη ρικαρδιανή θεωρία της αξίας, καθώς δεν είχε ακόμα αναπτύξει τη δική του έννοια και θεωρία της αξίας.

Αξία, αφηρημένη εργασία και χρήμα

Σύμφωνα με το βασικό πόρισμα της ρικαρδιανής θεωρίας της αξίας, τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους σε σχετικές ποσότητες που αντανακλούν τις σχετικές ποσότητες εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή τους. Συνακόλουθα, η αξία κάθε εμπορεύματος αντιστοιχεί στην ποσότητα εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους (βλ. Ρικάρντο σε Ρικάρντο/Μαρξ 1989: 99-146).

Ο Μαρξ επαναστατικοποίησε τη ρικαρδιανή θεωρία της αξίας σε δύο κατευθύνσεις:

Ι) Στο αναλυτικό επίπεδο, ο Μαρξ συνέλαβε την αξία ως μία ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση: Αξία είναι η «ιδιότητα» που αποκτούν τα προϊόντα της εργασίας στον καπιταλισμό, μια «ιδιότητα» η οποία αποκτά υλική υπόσταση, πραγματοποιείται, στην αγορά, μέσω της ανταλλαξιμότητας του οποιουδήποτε προϊόντος εργασίας με κάθε άλλο προϊόν εργασίας, δηλαδή μέσω του χαρακτήρα τους ως εμπορευμάτων τα οποία φέρουν μια συγκεκριμένη (χρηματική) τιμή στην αγορά. Από το πρώτο κείμενο της περιόδου που εξετάζουμε, τα Grundrisse (1867) [2] , μέχρι το Κεφάλαιο (1867) [3] , ο Μαρξ επέμεινε ότι η αξία αποτελεί έκφραση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Έτσι, όπου στο έργο του εισάγει την έννοια της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής (όπως π.χ. στο 1ο τμήμα του 1ου τόμου του Κεφαλαίου) για να περιγράψει με βάση αυτήν την αξία, στην πραγματικότητα διαμορφώνει μια προκαταρκτική νοητική κατασκευή που θα τον βοηθήσει να προσεγγίσει και να οικοδομήσει κατόπιν την έννοια της καπιταλιστικής παραγωγής. Σε καμιά περίπτωση δεν περιγράφει μια (προκαπιταλιστική) κοινωνία απλής εμπορευματικής παραγωγής, όπως πίστεψαν πολλοί μαρξιστές (βλ. αναλυτικά Δημούλης - Μηλιός 1999: 45 επ.): «Αν ερευνήσουμε παραπέρα για να βρούμε: κάτω από ποιες συνθήκες όλα τα προϊόντα ή έστω μόνο η πλειονότητά τους παίρνουν τη μορφή του εμπορεύματος, θα βρίσκαμε ότι αυτό γίνεται μόνο πάνω στη βάση ενός ολότελα ειδικού τρόπου παραγωγής, του κεφαλαιοκρατικού» (Μαρξ 1978, 179-180). Η αξία δεν αποτελεί επομένως μια «ουσία» που ο ατομικός εργαζόμενος «εμφυσά» πάντα, δηλαδή υπό οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες, στα προϊόντα της εργασίας του. Αποτελεί την έκφραση μιας ιστορικά ιδιαίτερης κοινωνικήςσχέσης. Επιπλέον, στον καπιταλισμό δεν αποτελούν εμπόρευμα μόνο τα προϊόντα της εργασίας, αλλά επίσης και η εργασιακή δύναμη των εργαζομένων, οι οποίοι απώλεσαν κατά την ιστορική εξέλιξη όλα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, (παράλληλα με την απελευθέρωσή τους από κάθε άμεση προσωπική εξάρτηση) και υποχρεώνονται να πωλούν την εργασιακή τους δύναμης στους καπιταλιστές (κατόχους των μέσων παραγωγής), ως μοναδική πλέον δυνατότητα για να αποκτήσουν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης.

Με βάση την ανάλυσή του για τον ιστορικά ιδιαίτερο, κοινωνικό, χαρακτήρα της εργασίας που παράγει αξία, ο Μαρξ είναι τώρα σε θέση να διατυπώσει και να επιλύσει το πρόβλημα του κοινού μέτρου (της συμμετρίας, της ισοδυναμίας) των εμπορευμάτων: Εκεί που ο κλασική Πολιτική Οικονομία πίστεψε ότι έδωσε μια τελειωτική απάντηση (ποιοτικώς διαφορετικά αντικείμενα --αξίες χρήσης-- καθίστανται οικονομικώς σύμμετρα --ανταλλάξιμα-- διότι είναι όλα προϊόντα εργασίας), ο Μαρξ βλέπει απλώς ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς και γιατί τα ποιοτικώς διαφορετικά είδη εργασίας καθίστανται ισοδύναμα; «Αυτό που αντικειμενικά εμφανίζεται ως διαφορετικότητα των αξιών χρήσης, εμφανίζεται, κατ' επέκταση, ως διαφορετικότητα των δραστηριοτήτων οι οποίες παράγουν αυτές τις αξίες χρήσης» (MEGA 1980: 109). Για να απαντηθεί το αίνιγμα της ισοδυναμίας των διαφορετικών ειδών εργασίας, πρέπει να γίνει κατανοητός ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στον καπιταλισμό: Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας που προκύπτει από αυτήν στηρίζεται στη άμεση (θεσμική) ανεξαρτησία κάθε ιδιαίτερου παραγωγού (καπιταλιστή) από όλους τους άλλους. Ωστόσο, όλες αυτές οι ατομικές διαδικασίες παραγωγής συσχετίζονται έμμεσα μεταξύ τους μέσω του μηχανισμού της αγοράς, καθώς ο καθένας παράγει όχι για τον εαυτό του αλλά για «τους άλλους», για την υπόλοιπη κοινωνία, που «συναντιέται» μαζί του στην αγορά. Η διαδικασία αυτή επιβάλλει την κοινωνική (καπιταλιστική) ομογενοποίηση κάθε ατομικής παραγωγικής διαδικασίας, μέσω ακριβώς της γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής και του ανταγωνισμού μεταξύ των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών (καπιταλιστών). Ο Μαρξ διερευνά αυτή τη διαδικασία κοινωνικής ομογενοποίησης των ατομικών εργασιακών και παραγωγικών διαδικασιών με την εισαγωγή της έννοιας αφηρημένη εργασία: Η εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι από τη μια μεριά συγκεκριμένη εργασία (εργασία που παράγει μια συγκεκριμένη αξία χρήσης) και από την άλλη αφηρημένη εργασία (ή εργασία εν γένει), εργασία όμοια από κοινωνική άποψη. Από εδώ πηγάζει η γενική ισοδυναμία και ανταλλαξιμότητάς των προϊόντων της εργασίας, δηλαδή το ότι αυτά καθίστανται (παράγονται ως) εμπορεύματα: «H εργασία που εμπεριέχεται στην ανταλλακτική αξία είναι η αφηρημένα γενική κοινωνική εργασία, η οποία προκύπτει από την ολόπλευρη απαλλοτρίωση των ατομικών εργασιών» (MEGA 1980: 134). Αυτό σημαίνει ότι «κάθε εμπόρευμα είναι το εμπόρευμα, το οποίο εμφανίζεται έτσι αναγκαστικά ως άμεση υλική συμπύκνωση του εν γένει χρόνου εργασίας, μέσω της απαλλοτρίωσης της ιδιαίτερης αξίας χρήσης του» (MEGA 1980: 122). Η δαπάνη αφηρημένης εργασίας (εν γένει εργασίας), ή ο εν γένει χρόνος εργασίας, ρυθμίζει επομένως και το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται όμως να επισημάνουμε δύο ζητήματα:

α) Η αφηρημένη εργασία (και συνεπώς ο εν γένει χρόνος εργασίας) δεν αποτελεί μια άμεση (εμπειρικά διαπιστώσιμη) ιδιότητα της εργασίας, αλλά μια «αφαίρεση», δηλαδή μία έννοια που επιτρέπει την κατανόηση της διαδικασίας κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: «Ο εν γένει χρόνος εργασίας είναι καθ' αυτόν μια αφαίρεση, που σαν τέτοια δεν υφίσταται για τα εμπορεύματα» (MEGA 1980: 122-23). Αυτό που εμπειρικά υφίσταται είναι μόνο τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που πωλούνται και αγοράζονται (και συνεπώς ανταλλάσσονται μεταξύ τους με τη διαμεσολάβηση του χρήματος) στην αγορά.

β) Η αφηρημένη εργασία, ως η έννοια που αποδίδει τον ειδικά κοινωνικό (καπιταλιστικό) χαρακτήρα της εργασιακής διαδικασίας, δεν αφορά τη μεμονωμένη διαδικασία παραγωγής, αλλά την κοινωνική αλληλοσυσχέτιση όλων των, θεσμικά ανεξάρτητων μεταξύ τους, επιμέρους καπιταλιστικών διαδικασιών παραγωγής, η οποία εκδηλώνεται στην αγορά: «Ο κοινωνικός χρόνος εργασίας υπάρχει, ούτως ειπείν, μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση σε αυτά τα εμπορεύματα και εκδηλώνεται κατά πρώτον στη διαδικασία ανταλλαγής τους (...) Η εν γένει κοινωνική εργασία δεν είναι επομένως έτοιμη προϋπόθεση, αλλά δημιουργούμενο αποτέλεσμα» (MEGA 1980: 122-23).

ΙΙ) Με βάση τις θεωρητικές θέσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω, ο Μαρξ εισήγαγε στο μεθοδολογικό επίπεδο τη θεωρία του των μορφών εμφάνισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Οι μορφές εμφάνισης διακρίνονται από τις εσωτερικές, κρυμμένες, αιτιακές κανονικότητες, (ή νόμους) οι οποίες ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις (χωρίς εντούτοις να είναι άμεσα ορατές, στο επίπεδο των εμπειρικά παρατηρήσιμων φαινομένων). Όπως εξηγούσε ο Μαρξ ήδη από το πρώτο έργο της περιόδου που εξετάζουμε, τα Grundrisse, ο σκοπός της επιστήμης είναι να ξεκινά από τις εμπειρικά ορατές μορφές εμφάνισης, να προβαίνει σε θεωρητικές αφαιρέσεις και κατόπιν να επιστρέφει και πάλι από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, για να συγκροτήσει με τον τρόπο αυτό τη θεωρητική έννοια του συγκεκριμένου, δηλαδή να αποκαλύψει τις εσωτερικές αιτιότητες που διέπουν τα άμεσα παρατηρήσιμα φαινόμενα.

Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση συνιστά τομή με τον εμπειρισμό της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, καθώς θεμελιώνεται στη θέση ότι η εμπειρική παρατήρηση δεν επαρκεί για την κατανόηση της αιτιότητας που διέπει τις οικονομικές διαδικασίες (βλ. και Μηλιός 1997: 52-76). Με τα λόγια του Μαρξ: «η μορφή εμφάνισης κάνει αόρατη την πραγματική σχέση και την παρουσιάζει ακριβώς με αντίθετη όψη (...) ακριβώς όπως η φαινομενική κίνηση των ουρανίων σωμάτων γίνεται κατανοητή μόνο σε εκείνον που γνωρίζει την πραγματική, μη αντιληπτή όμως με τις αισθήσεις κίνησή τους» (Μαρξ 1978: 557, 331).

Το συμπέρασμα που συνάγεται από τις παραπάνω θέσεις είναι ότι η αξία των εμπορευμάτων δεν εμφανίζεται ποτέ καθαυτή, ως μία άμεσα αντιληπτή (εμπειρικά παρατηρήσιμη) και συνεπώς μετρήσιμη οντότητα. Εκφράζεται μόνο μέσω των (στρεβλών) μορφών εμφάνισής της, δηλαδή των τιμών των εμπορευμάτων. Αυτές οι μορφές εμφάνισης της αξίας δεν αναφέρονται σε κάθε εμπόρευμα ξεχωριστά, δηλαδή δεν πρόκειται για μεμονωμένες, για αρχικά ανεξάρτητες μεταξύ τους εκφράσεις της αξίας κάθε εμπορεύματος, αλλά αποτυπώνουν τη σχέση ανταλλαγής του εμπορεύματος με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Αποτελούν υλική έκφραση της κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (όπως αυτή περιγράφεται με την έννοια αφηρημένη εργασία) .

Ο Μαρξ έκανε σαφές ότι η αξία κάθε εμπορεύματος μπορεί να οριστεί μόνο στην ανταλλακτική του σχέση προς ένα άλλο εμπόρευμα, και επιπλέον ότι αυτό ισχύει ως συνέπεια της γενικής ανταλλαξιμότητας των εμπορευμάτων, την οποία αρχικά προσεγγίζει με την εισαγωγή της έννοιας της ολικής ή ανεπτυγμένης αξιακής μορφής: «Η αξία ενός εμπορεύματος, π.χ. του λινού υφάσματος, παριστάνεται σε όλα τα άλλα στοιχεία του κόσμου των εμπορευμάτων. Κάθε άλλο σώμα εμπορεύματος γίνεται καθρέφτης της αξίαςτου λινού υφάσματος. Έτσι αυτή η αξία εμφανίζεται η ίδια τώρα πια αληθώς ως πήγμα αδιάφορης ανθρώπινης εργασίας» (Μαρξ 1991: 194).

Η σχέση αυτή της γενικής ανταλλαξιμότητας των εμπορευμάτων εκφράζεται (πραγματοποιείται) μέσω του χρήματος, που λειτουργεί ως το γενικό ισοδύναμο στη διαδικασία ανταλλαγής, στο οποίο όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους. Έχοντας αποκτήσει την αποκλειστική λειτουργία της έκφρασης και μέτρησης των τιμών (των στρεβλών μορφών εμφάνισης των αξιών), το χρήμα δεν έχει το ίδιο τιμή (ακόμα και αν πρόκειται για ένα εμπόρευμα, που έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία για να παίξει το ρόλο του χρήματος: χρυσός). Με τα λόγια του Μαρξ: «Το χρήμα αντιθέτως δεν έχει τιμή. Το χρήμα για να συμμετείχε σ' αυτήν την ενιαία σχετική αξιακή μορφή των άλλων εμπορευμάτων, θα έπρεπε να τεθεί σε αναφορά προς τον ίδιο τον εαυτό του ως το ίδιο το δικό του ισοδύναμο» (Μαρξ 1991: 97). Αποτελεί την «μορφή εμφάνισης [της] αξίας ή υλικότητα αφηρημένης και ως εκ τούτου όμοιας ανθρώπινης εργασίας» (Μαρξ 1991: 91).

Σε αντιδιαστολή με τη ρικαρδιανή, η μαρξική θεωρία της αξίας αποτελεί χρηματική θεωρία (βλ. αναλυτικά Heinrich 1991). Στο μαρξικό σύστημα, η αξία ενός εμπορεύματος δεν εκφράζεται αφ' εαυτής, αλλά μέσω των στρεβλών μορφών εμφάνισής της (των τιμών). Επιπλέον, δεν μπορεί να προσδιοριστεί μεμονωμένα, αλλά αποκλειστικά σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα, στη διαδικασία ανταλλαγής. Αυτή η ανταλλακτική αξιακή σχέση υλοποιείται από το χρήμα. Στο μαρξικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη «υλική συμπύκνωση» της (αφηρημένης) εργασίας, κανένα άλλο μέτρο (ή μορφή εμφάνισης) της αξίας: «Η αξία, που εμφανίζεται σαν αφαίρεση, είναι δυνατή σαν τέτοια αφαίρεση μόνο από τη στιγμή που έχει τοποθετηθεί το χρήμα. Αυτή η χρηματική κυκλοφορία οδηγεί από την άλλη μεριά στο κεφάλαιο, ώστε μπορεί να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά μόνο στη βάση του κεφαλαίου. Όπως και γενικά, μόνο πάνω στη δική του βάση μπορεί η κυκλοφορία να καταλάβει όλα τα συνθετικά στοιχεία της παραγωγής» (Μαρξ 1990: 596).

Το χρήμα λειτουργεί ως το μέτρο των αξιών (στη μορφή εμφάνισής τους), ως μέσο κυκλοφορίας, ως μέσο αποθησαυρισμού, και ως χρηματικό κεφάλαιο --το οποίο αποτελεί και την πλέον σημαντική λειτουργία του στον καπιταλισμό. Ο Μαρξ εισάγει στοιχεία της ανάλυσής του για το χρήμα ως κεφάλαιο, με τον υπότιτλο «μέσο πληρωμής», στο 3ο τμήμα του 3ου κεφαλαίου του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, (δηλαδή πριν ορίσει την έννοια του κεφαλαίου και του τόκου), και τη συνεχίζει στο 4ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου (όπως και στο 5ο τμήμα του τρίτου τόμου). Ο τρόπος αυτός παρουσίασης του χρήματος (και της αξίας) πριν από την εισαγωγή της έννοιας του κεφαλαίου έχει αποτελέσει αφορμή πολλών θεωρητικών συγχύσεων (βλ. αναλυτικά Δημούλης - Μηλιός 1999).

Αναλύοντας τη λειτουργία του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας, ο Μαρξ υπογράμμισε το γεγονός ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων αποτελεί μια δισυπόστατη διαδικασία, μιας πώλησης που ακολουθείται από μία αγορά, σύμφωνα με τον τύπο Ε-Χ-Ε (όπου το Ε συμβολίζει το εμπόρευμα και το Χ το χρήμα). Αυτή η διάσπαση της διαδικασίας ανταλλαγής σε δύο επιμέρους διαδικασίες στοιχειοθετεί την κατ' αρχήν προϋπόθεση των οικονομικών κρίσεων, που οι κλασικοί οικονομολόγοι, (ακολουθώντας το νόμο του Say), δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν διότι εξάλειφαν το χρήμα από την ανάλυσή τους και προσέγγιζαν την ανταλλαγή κατά το πρότυπο μιας πράξης αντιπραγματισμού (ανταλλαγής είδους με είδος).

Η μαρξική θεωρία της αξίας αναφέρεται ταυτόχρονα στην έννοια της αφηρημένης εργασίας (ως του αιτιακού προσδιορισμού ή της «ουσίας» της αξίας) και του χρήματος (ως της αναγκαίας μορφής εμφάνισής της). Η αξία είναι συνακόλουθα έκφραση μιας ιστορικά ιδιαίτερης κοινωνικής-οικονομικής σχέσης και συμπυκνώνει την ειδική κοινωνική ομογενοποίηση της εργασίας στον καπιταλισμό, η οποία φανερώνεται στη γενική ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων στην αγορά: «Το αποφασιστικά σημαντικό ήταν να αποκαλυφθεί η εσωτερική αναγκαία συνάρτηση μεταξύ μορφής της αξίας, ουσίας της αξίας και μεγέθους της αξίας, δηλαδή, ιδεατά εκφρασμένο, να αποδειχθεί, ότι η μορφή της αξίας εκπηγάζει από την έννοια της αξίας» (Μαρξ 1991: 73. Βλ. και Rubin 1972: ιδίως 107-23 και Rubin 1991: ιδίως 485-532).

Από ποσοτική σκοπιά, η αξία ενός εμπορεύματος θα ήταν η ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας (δηλαδή της αφηρημένης εργασίας με τα κοινωνικώς μέσα χαρακτηριστικά παραγωγικότητας και έντασης), η οποία δαπανάται για την παραγωγή του. Εντούτοις, η αναγκαστικά στρεβλή μορφή εμφάνισης όλων των εσωτερικών-αιτιακών προσδιορισμών των οικονομικών σχέσεων έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό σχετικών τιμών (λόγων ανταλλαγής ποσοτήτων εκφρασμένων σε τιμές) μεταξύ των εμπορευμάτων οι οποίες διαφέρουν από αυτό που θα ήταν οι μεταξύ τους σχετικές αξίες (οι λόγοι ανταλλαγής σε αξίες). Ο Μαρξ, αφού ξεκαθάρισε ότι «η δυνατότητα ποσοτικής μη σύμπτωσης μεταξύ τιμής και αξιακού μεγέθους ή της απόκλισης της τιμής από το αξιακό μέγεθος είναι λοιπόν δεδομένη στην ίδια την τιμιακή μορφή» (Μαρξ 1991: 103), υπέθεσε εντούτοις, στον πρώτο και το δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις αξίες τους. Στο τμήμα αυτό της ανάλυσής του τον απασχολούσε κυρίως η μελέτη των αιτιακών προσδιορισμών της καπιταλιστικής οικονομίας, και ειδικότερα των αποτελεσμάτων που έχει η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (που «στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή» --Μαρξ 1983: 126) στην παραγωγή και τη διανομή του προϊόντος. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου εγκατέλειψε αυτή την υπόθεση, καθώς εστίασε την ανάλυσή του στις μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Εδώ εισήγαγε την έννοια των τιμών παραγωγής, ως των μορφών της αξίας που εξασφαλίζουν την εξίσωση του ποσοστού κέρδους όλων των ατομικών κεφαλαίων, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους, μέσω του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας (βλ. στα επόμενα).

Κεφάλαιο, υπεραξία, συσσώρευση

Ο Μαρξ διατύπωσε και ανέπτυξε τη θεωρία του κεφαλαίου με βάση την έννοια της αξίας. Το κεφάλαιο είναι αξία την οποία, αν και δημιούργησε η εργατική τάξη, έχουν οικειοποιηθεί οι καπιταλιστές. Επειδή ακριβώς αποτελεί αξία, το κεφάλαιο εμφανίζεται ως χρήμα και εμπορεύματα. Είναι, ωστόσο, συγκεκριμένα εμπορεύματα, εκείνα τα οποία λειτουργούν ως κεφάλαιο: τα μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) απ' τη μια πλευρά, και η εργασιακή δύναμη (μεταβλητό κεφάλαιο) απ' την άλλη.

Για να αποτελέσει η εργασιακή δύναμη εμπόρευμα, πρέπει να έχει συντελεστεί μια μακρά ιστορική διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού και επαναστάσεων, απ' την οποία αναδύεται ο ελεύθερος εργάτης. Ελεύθερος «με διπλή έννοια, από τη μια με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργασιακή του δύναμη σαν εμπόρευμά του, και από την άλλη με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα που χρειάζονται για να πραγματοποιήσει την εργασιακή του δύναμη» (Μαρξ 1978: 181-2). Η διαμόρφωση της σχέσης κεφάλαιο - μισθωτή εργασία είναι έτσι μια ιστορικά ειδική μορφή ταξικής εξουσίας η οποία είναι αναπόσπαστη από το θεσμικό, νομικό και ιδεολογικό οικοδόμημα του «ελεύθερου ατόμου» και της ισότητας. Ο Μαρξ περιγράφει τις εσωτερικές αλληλεξαρτήσεις που διέπουν αυτήν την ιστορική κοινωνική τάξη πραγμάτων ως καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (κι όχι η «οικονομία» γενικά) συγκροτείται έτσι ως το κατ' εξοχήν αντικείμενο μελέτης της μαρξικής θεωρίας.

Η αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης δεν παραβιάζει την ανταλλαγή ισοδυνάμων, επί της οποίας βασίζεται κάθε αγορά: «Ο κάτοχος της εργασιακής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιόνται στην αγορά και σχετίζονται μεταξύ τους σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων που διακρίνονται ο ένας από τον άλλο μόνο κατά το ότι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πουλητής, επομένως και οι δυο νομικώς ισότιμα πρόσωπα» (Μαρξ 1978: 180). Ο εργάτης αμείβεται από τον καπιταλιστή με ένα χρηματικό (ονομαστικό) μισθό, ο οποίος αντιστοιχεί σ' ένα πραγματικό μισθό, δηλαδή ένα σύνολο εμπορευμάτων τα οποία είναι απαραίτητα για τη συντήρηση και αναπαραγωγή της εργασιακής του δύναμης. Ο ονομαστικός μισθός είναι η τιμή (ή η αξία) του συνόλου των εμπορευμάτων που συνιστούν τον πραγματικό μισθό (ή αλλιώς είναι η τιμή [ή η αξία] του πραγματικού μισθού). Για τον Μαρξ, το μέγεθος του μισθού καθορίζεται ιστορικά. Εντούτοις, αφενός ο πραγματικός μισθός δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από τα φυσικώς αναγκαία μέσα συντήρησης, ούτε και αφετέρου να αυξηθεί ο ονομαστικός μισθός έως ένα τέτοιο επίπεδο που να επιτρέπει στον εργάτη ν' αλλάξει την κοινωνική του θέση (να αγοράζει, πέραν των μέσων κατανάλωσης και μέσα παραγωγής). Η φθορά της ικανότητας των εργαζομένων για εργασία εξασφαλίζει το να μη παραβιάζεται το κατώτατο όριο (βλ. και Μαρξ 1978, κεφ. 13)· ο εργατικός υπερπληθυσμός (ο εφεδρικός στρατός της εργασίας, όπως ο Μαρξ τον αποκάλεσε) και η περιοδικά αυξανόμενη ανεργία, που οφείλεται στις οικονομικές διακυμάνσεις και κρίσεις (βλ. πιο κάτω) και ο ταξικός συσχετισμός δύναμης διασφαλίζει τη μη υπέρβαση του ανώτατου ορίου.

Η αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης που αγοράζει ο καπιταλιστής συνίσταται στο ό,τι αυτή παράγει (καθώς καταναλώνεται παραγωγικά, στην εργασιακή διαδικασία) εμπορεύματα που περιέχουν περισσότερη αξία απ' όση είναι η δική της αξία. Αν συμβολίσουμε με (μ) την αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης (το μεταβλητό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται από τον καπιταλιστή), τότε η νέα (καθαρή) αξία που παρήχθη απ' αυτήν θα είναι (μ+υ), όπου υ είναι η υπεραξία, το τμήμα της παραγόμενης αξία το οποίο ιδιοποιείται ο καπιταλιστής. Η διαδικασία της εργασίας είναι κατά συνέπεια ταυτόχρονα μια διαδικασία αξιοποίησης (παραγωγής αξίας) και υπεραξίωσης (παραγωγής υπεραξίας). Η εργάσιμη μέρα διαιρείται σε αναγκαίο χρόνο εργασίας (κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργάτης παράγει μια αξία ίση μ' εκείνην της εργασιακής του δύναμης) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας (στη διάρκεια του οποίου παράγεται η υπεραξία). Εάν (σ) είναι η (προϋπάρχουσα) αξία των μέσων παραγωγής τα οποία φθάρηκαν στη διαδικασία παραγωγής (ή η αξία των μέσων παραγωγής για την αντικατάσταση των φθαρέντων μέσων παραγωγής), τότε η αξία του (ακαθάριστου) προϊόντος θα είναι (σ+μ+υ).

Η παραγωγή της υπεραξίας είναι μια διαδικασία εκμετάλλευσης των εργατών από τους καπιταλιστές. Ο Μαρξ ορίζει ως ποσοστό εκμετάλλευσης (ή ποσοστό υπεραξίας) το πηλίκο υ/μ. Ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι να αυξήσει την υπεραξία και το ποσοστό της εκμετάλλευσης. Αυτό είναι μια ροπή εγγενής στην κεφαλαιακή σχέση, η οποία διαμορφώνει τη θέληση και τις αποφάσεις του «φορέα» της, του ατομικού καπιταλιστή, που λειτουργεί ως «κεφάλαιο προσωποποιημένο, προικισμένο με θέληση και συνείδηση» (Μαρξ 1978: 165). Οι αυξήσεις της υπεραξίας οι οποίες προκύπτουν από την παράταση της εργάσιμης ημέρας ή την εντατικοποίηση της εργασίας ονομάζονται απ' τον Μαρξ παραγωγή απόλυτης υπεραξίας. Ωστόσο, αυξήσεις του υ/μ απορρέουν επίσης από αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας, οι οποίες συμπιέζουν την αξία της μονάδας των εμπορευμάτων και επομένως μειώνουν τους ονομαστικούς μισθούς, εφόσον οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν αμετάβλητοι (ή ακόμα και αυξάνουν με ρυθμούς βραδύτερους του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας). Αυτή η διαδικασία ορίζεται ως παραγωγή σχετικής υπεραξίας.

Το χρήμα, λειτουργώντας ως κεφάλαιο, ενοποιεί την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής και τη διαδικασία κυκλοφορίας, σε αντιστοιχία με το παρακάτω σχήμα:

Χ--Ε (= Mπ+Εδ) [®Π®Ε΄]--Χ΄

Ο καπιταλιστής εμφανίζεται στην αγορά ως ιδιοκτήτης του χρήματος (Χ) αγοράζοντας εμπορεύματα (Ε), τα οποία αποτελούνται από μέσα παραγωγής (Μπ) και εργασιακή δύναμη (Εδ). Στη διαδικασία παραγωγής (Π) καταναλώνει παραγωγικά τα Ε, για να δημιουργήσει μια εκροή εμπορευμάτων (Ε΄), της οποίας η αξία ξεπερνάει αυτή του Ε. Τελικά πουλά αυτήν την εκροή για να εισπράξει ένα ποσό χρήματος (Χ΄) υψηλότερο σε σχέση με το (Χ). Έτσι «η χρηματική κυκλοφορία οδηγεί (...) στο κεφάλαιο» (Μαρξ 1990: 596). Το χρήμα εμφανίζεται να κατέχει «την απόκρυφη ιδιότητα να γεννάει αξία» (Μαρξ 1978: 167). Αυτή είναι ιδίως η περίπτωση του δανειακού (ή τοκοφόρου) κεφαλαίου, το οποίο ο τραπεζίτης ή ο καπιταλιστής του χρήματος δανείζει στον καπιταλιστή της βιομηχανίας. Η υπεραξία που δημιουργήθηκε στη διαδικασία παραγωγής διαιρείται τότε σε βιομηχανικό κέρδος και τόκο, και ο τελευταίος φαίνεται να προκύπτει αυτόματα από το ίδιο το δανειακό κεφάλαιο.

Η υπεραξία (υ=Χ΄-Χ) που αποκτάται από τον καπιταλιστή μετασχηματίζεται μερικώς σε μέσα ιδιωτικής κατανάλωσης για τον ίδιο και μερικώς σε επιπρόσθετο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή επιπρόσθετα μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη) για την επέκταση της παραγωγής. Η τελευταία διαδικασία (δηλαδή ο μετασχηματισμός της υπεραξίας σε κεφάλαιο) ορίζεται ως συσσώρευση. Μέσω της συσσώρευσης, η καπιταλιστική οικονομία αναπαράγεται σε διευρυμένη κλίμακα. (Στην ειδική περίπτωση της μη συσσώρευσης, δηλαδή όταν όλη η υπεραξία πηγαίνει στην ιδιωτική κατανάλωση του καπιταλιστή, έχουμε απλή αναπαραγωγή) .

Στο δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ διατυπώνει τις συνθήκες της απρόσκοπτης αναπαραγωγής μιας καθαρής καπιταλιστικής οικονομίας που περιλαμβάνει δύο τομείς, ο ένας απ' τους οποίους παράγει μέσα παραγωγής για το σύνολο της οικονομίας, και ο άλλος μέσα κατανάλωσης για όλους τους εργάτες και τους καπιταλιστές.

Ας θεωρήσουμε ότι σ111είναι η εκροή (το ακαθάριστο προϊόν) του τομέα 1, που παράγει μέσα παραγωγής. Στην περίπτωση της απρόσκοπτης αναπαραγωγής, αυτή η εκροή πρέπει να είναι ίση με τη ζήτηση και των δύο τομέων για μέσα παραγωγής (για αντικατάσταση των φθαρέντων και συσσώρευση), δηλαδή σ1111+Δσ12+Δσ2. Θεωρώντας ότι δεν υφίστανται πιστωτικές σχέσεις, ούτε μεταφορές αξιών από τομέα σε τομέα και επομένως υ1=Δσ1+Δμ1+πκ1(όπου το άθροισμα Δσ1+Δμ1αναφέρεται στη συσσώρευση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου και πκ1είναι η προσωπική κατανάλωση των καπιταλιστών του τομέα 1), συμπεραίνουμε τελικά πως η δαπάνη του τομέα 1 για μέσα κατανάλωσης πρέπει να είναι ίσης αξίας με την δαπάνη του τομέα 2 για μέσα παραγωγής:

μ1+Δμ1+πκ1= σ2+Δσ2 (1)

Στην ίδια ακριβώς σχέση θα καταλήγαμε αν ξεκινούσαμε από τον τομέα 2 (που παράγει μέσα κατανάλωσης) και εξισώναμε την εκροή του με τη ζήτηση και των δύο τομέων για μέσα κατανάλωσης.

Η θεωρία της απρόσκοπτης αναπαραγωγής και τα αντίστοιχα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ, αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των μαρξιστών κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μέχρι περίπου το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σημείο εκκίνησης της διαμάχης αυτής στη Δύση αποτέλεσε η γερμανική μετάφραση του βιβλίου του Tugan-Baranowsky Μελέτες στη Θεωρία και Ιστορία των Εμπορικών Κρίσεων στην Αγγλία (Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, Ιένα 1901, επανέκδοση Aalen 1969), στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη μαρξική θεωρία των συνθηκών απρόσκοπτης αναπαραγωγής της (καθαρής) καπιταλιστικής για να ασκήσει κριτική σε εκείνες τις μαρξιστικές αναλύσεις, που αντιλαμβάνονταν τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού ως κρίσεις υποκατανάλωσης (βλ. πιο κάτω) και θεωρούσαν ότι όποτε η διάθεση (πραγματοποίηση) της καπιταλιστικής παραγωγής καθίσταται δυνατή, αυτό συμβαίνει μόνο χάρη στην ύπαρξη «τρίτων προσώπων», πέραν των καπιταλιστών και των εργατών. (Βλ. και Μηλιός 1997: 135-208). Για να υπερασπιστεί τη θεωρία της υποκατανάλωσης, η Rosa Luxemburg (1966) αμφισβήτησε με πολεμικό τρόπο την ισχύ των αναπαραγωγικών σχημάτων και των συνθηκών απρόσκοπτης αναπαραγωγής του Μαρξ, θεωρώντας ότι η δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης (η τεχνολογική εξέλιξη και οι σχέσεις διανομής που συνδέονται με τη διαδικασία συσσώρευσης) δεν καθιστά ποτέ δυνατή την ισχύ της (1). Στις απόψεις αυτές της Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική, μεταξύ άλλων, ο Μπουχάριν (δες Μπουχάριν 1983, 1992). Μια ανάλογη διαμάχη γύρω από τα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ διεξαγόταν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ των ρώσων μαρξιστών, αυτή τη φορά με επίδικο αντικείμενο τη δυνατότητα ή μη ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία (δες Μηλιός 1977: 209-53). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αναπαραγωγικά σχήματα χρησιμοποιήθηκαν από την Joan Robinson (1966), στην προσπάθειά της να ανακαλύψει «το κεϋνσιανό στοιχείο στον Μαρξ» (Joan Robinson 1966: vii).

Τιμές παραγωγής

Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι στρεβλές μορφές εμφάνισης των οικονομικών σχέσεων δεν παραπέμπουν απλώς σε μια λάθος εντύπωση στη συνείδηση, αλλά αναφέρονται σε μια πραγματικότητα, η οποία είναι το αποτέλεσμα της ταξικής κυριαρχίας, και η οποία, βεβαίως, εμποδίζει την κατανόηση των αιτιακών σχέσεων πίσω απ' αυτήν. Σ' αυτό το πλαίσιο, η εργασιακή δύναμη εμφανίζεται να είναι ενσωματωμένη στο κεφάλαιο, ως μεταβλητό κεφάλαιο. Έτσι τα προϊόντα της εργασίας εμφανίζονται να είναι προϊόντα του κεφαλαίου, και μάλιστα του συνολικού (σταθερού και μεταβλητού). Το αποτέλεσμα είναι ο σχηματισμός τέτοιων τιμών των εμπορευμάτων ώστε το κέρδος που προκύπτει εξ όλων των ατομικών κεφαλαίων να τείνει προς το μέσο κέρδος, δηλαδή να αντιστοιχεί στο εκάστοτε κόστος πολλαπλασιασμένο με το μέσο ποσοστό κέρδους της οικονομίας (βλ. σχέση 4, πιο κάτω). Εφόσον διαφορετικά ατομικά κεφάλαια έχουν γενικά διαφορετικές αναλογίες σταθερού (C) και μεταβλητού (μ) κεφαλαίου, οι σχετικές τιμές των εμπορευμάτων που παράγουν είναι διαφορετικές απ' εκείνες που θα ήταν οι αντίστοιχες σχετικές αξίες τους. Στη βάση αυτής της προσέγγισης, ο Μαρξ έλυσε το πρόβλημα που ταλαιπώρησε τον Ρικάρντο και τη σχολή του.

Για κάθε ατομικό κεφάλαιο, η τιμή κόστους σε όρους αξίας (k) είναι η δαπάνη σε σταθερό (σ) και μεταβλητό (μ) κεφάλαιο, ήτοι η ποσότητα k=σ+μ. Υποθέτοντας ένα σταθερό ποσοστό εκμετάλλευσης υ/μ, η αξία ενός εμπορεύματος θα είναι:

w = σ+μ(1+υ/μ) (2)

και για μια δεδομένη τιμή κόστους (σ+μ=σταθερό) θα αυξάνεται με το μ (άρα με μειούμενο σ/μ).

Αντιστρόφως, για ένα δεδομένο ποσοστό κέρδους, r, και υποθέτοντας, για μαθηματική απλότητα, ότι όλο το σταθερό κεφάλαιο φθείρεται στη διάρκεια κάθε περιόδου παραγωγής (δηλαδή C΄=σ΄), η τιμή παραγωγής του εμπορεύματος είναι:

P = (σ΄+μ΄)(1+r) = k΄(1+r) (3)

όπου σ΄+μ΄ είναι η τιμή κόστους (k΄) σε όρους τιμής. Είναι φανερό ότι το Ρ παραμένει αμετάβλητο για μια δεδομένη τιμή κόστους (σ΄+μ΄=σταθερό), ανεξάρτητα των αλλαγών στο ποσοστό σ΄/μ΄.

Ο Μαρξ υπολόγισε τις τιμές παραγωγής ξεκινώντας από τις αξίες, και λανθασμένα χρησιμοποίησε τις τιμές κόστους σε όρους αξίας (k αντί k΄) για να φθάσει στις τιμές παραγωγής (Ρ). Ο Ladislaus von Bortkiewicz (1907) διατύπωσε πρώτος τη μαθηματικώς ορθή λύση του προβλήματος του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής (βλ. Σταμάτης 1991).

Εντούτοις, το ουσιαστικό πρόβλημα με την ανάλυση του Μαρξ περί «μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής» δεν αφορά τα μαθηματικά λάθη του, αλλά τη ρητή θέση που περιέχεται στο τμήμα αυτό του έργου του, ότι οι αξίες και οι τιμές παραγωγής μπορούν να θεωρηθούν ως σύμμετρα μεγέθη, σε αντιστοιχία με τη ρικαρδιανή έννοια της αξίας, που δεν διαφοροποιείται από την «κανονική» τιμή. Ο Μαρξ υπολογίζει τις αξίες καθαυτές, θέτει το άθροισμα των υπεραξιών στον αριθμητή και των αξιών στον παρονομαστή για να υπολογίσει το μέσο ποσοστό κέρδους, και στη συνέχεια πολλαπλασιάζει το ποσοστό αυτό κέρδους με ένα άθροισμα αξιών (σταθερό κεφάλαιο συν μεταβλητό κεφάλαιο) για να βρει ένα μέσο κέρδος το οποίο θεωρεί συνιστώσα της τιμής παραγωγής. Οι αξίες θεωρούνται έτσι ομογενή με τις τιμές μεγέθη, τα οποία μάλιστα έχουν μια αντίστοιχη με τις τιμές εμπειρικά απτή υπόσταση.

Η όλη επιχειρηματολογία του Μαρξ για το «μετασχηματισμό» των αξιών σε τιμές παραγωγής αποτελεί επομένως μια εμπειριστική υποχώρηση από το δικό του θεωρητικό σύστημα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας προς την κλασική (δηλαδή ρικαρδιανή) Πολιτική Οικονομία. Η συγκεκριμένη ανάλυση του Μαρξ «μετασχηματίζει» τις τιμές παραγωγής από μια αναγκαστικά στρεβλή μορφή εμφάνισης της αξίας σε μια κατηγορία ή συνιστώσα της αξίας, [4] δηλαδή σε μια «μορφή» αξίας, η οποία είναι από ποιοτική άποψη πλήρως συμβατή με την αξία --και ως εκ τούτου μπορεί να προστεθεί ή να πολλαπλασιαστεί με αυτήν, επειδή εκλαμβάνεται ως ποιοτικώς όμοια (ισοδύναμη) με αυτήν.

Με άλλα λόγια, ο Μαρξ υποθέτει α) ότι υφίσταται μια μονάδα μέτρησης των αξιών (π.χ. μια ώρα εργασίας) η οποία, β) είναι σύμμετρη με τη μονάδα μέτρησης των τιμών (δραχμές ή οτιδήποτε άλλο). Το (α) σημαίνει ότι μπορούμε να υπολογίζουμε στην πράξη τις αξίες ανεξάρτητα (κάνοντας αφαίρεση) από το χρήμα, το (β) --που αποτελεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου ζητήματος-- σημαίνει ότι η «αφηρημένη-κοινωνική (ή εν γένει) εργασία» ανήκει στον κόσμο των εμπειρικά παρατηρήσιμων και μετρήσιμων αντικειμένων, ακριβώς όπως το χρήμα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Michael Heinrich (1991: 224-25): «Η απόπειρα ενός ποσοτικού μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής συνιστά το πιθανώς σημαντικότερο παράδειγμα, όπου το θεωρητικό πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας επιδρά πάνω στην επιστημονική περιοχή που πρόσφατα είχε διανοίξει ο Μαρξ (...) Σε αυτό το πεδίο [της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, Γ.Μ. - Γ.Οι.] επιχείρησε ο Μαρξ να συναγάγει αξίες και τιμές παραγωγής: επιχείρησε να βρει μια απλή μέθοδο μετατροπής από το ένα ποσοτικό σύστημα στο άλλο, και με τον τρόπο αυτό άφησε εντελώς απ' έξω το χρήμα. Επομένως, η πραγματική συνισφορά της νεορικαρδιανής κριτικής στη θεωρία της αξίας συνίσταται στο ότι κατάφερε να δείξει ότι μια προ-χρηματική θεωρία της αξίας είναι περιττή για τον προσδιορισμό μη-χρηματικών τιμών παραγωγής (...) Στο πλαίσιο της χρηματικής θεωρίας της αξίας του Μαρξ δεν υφίσταται επομένως κατά κανένα τρόπο το ζήτημα της ποσοτικής μετατροπής των αξιών σε τιμές παραγωγής».

«Φετιχισμός»

Οι τιμές παραγωγής συγκαλύπτουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης εφόσον «η υπεραξία εμφανίζεται ότι ξεπήδησε από το συνολικό κεφάλαιο» (Μαρξ 1978-α: 211) και όχι απ' την εργασία. Ο μισθός τότε εμφανίζεται ως η «τιμή της εργασίας» (Μαρξ 1978: 557) και όχι της εργασιακής δύναμης· το κεφάλαιο εμφανίζεται ως ένα αυτοαξιοποιούμενο μέσο.

Ο Μαρξ ονομάζει «φετιχισμό» τα αποτελέσματα απόκρυψης τα οποία είναι εγγενή στις μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων, σ' όλες τις περιπτώσεις που οι τελευταίες εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.

Μέσω του «φετιχισμού», οι κοινωνικές σχέσεις (κεφάλαιο, αξία) εμφανίζονται ως υλικά αντικείμενα (μέσα παραγωγής, χρυσός). Ο Μαρξ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο «φετιχιστικό» χαρακτήρα των μορφών εισοδήματος (πρόσοδος φαινομενικά προκύπτουσα από τη «γη», κέρδος από τα «μέσα παραγωγής») και του τοκοφόρου κεφαλαίου, όπου «ολοκληρώνεται η αντίληψη του κεφαλαίου-φετίχ» (Μαρξ 1978-α: 502) καθώς το χρήμα εμφανίζεται να δημιουργεί χρήμα.

Εντούτοις, η εισαγωγή της έννοιας του «φετιχισμού του εμπορεύματος» πριν απ' αυτήν του κεφαλαίου, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, προκάλεσε συγχύσεις και διχογνωμίες σχετικά με τη φιλοσοφική σημασία του «φετιχισμού» στη μαρξική θεωρία. Ορισμένοι μαρξιστές, όπως ο Lukacs, θεώρησαν το «φετιχισμό του εμπορεύματος» ως την ολοκληρωμένη μαρξιστική «θεωρία της αλλοτρίωσης», άλλοι, όπως ο Αλτουσέρ στα ύστερα κείμενά του, απέρριψαν την έννοια του «φετιχισμού», ως μια κατηγορία που συνυφαίνεται με (και συνάγεται από) την αστική νομική ιδεολογία, ενώ άλλοι, όπως ο Πασουκάνις και ο Gramsci, διεύρυναν το περιεχόμενο της έννοιας «φετιχισμός» για να συμπεριλάβουν σ' αυτήν τα αποτελέσματα απόκρυψης των ταξικών σχέσεων που πηγάζουν από το δίκαιο και το καπιταλιστικό κράτος (βλ. αναλυτικά Δημούλης - Μηλιός 1999).

Τεχνολογική καινοτομία και πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Η τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει είχε γίνει μέρος της πίστης των οικονομολόγων από την εποχή της κλασικής σχολής της Πολιτικής Οικονομίας. Ο Ρικάρντο επιχείρησε να την ερμηνεύσει ως αποτέλεσμα του «νόμου των φθινουσών αποδόσεων». Η λειτουργία του «νόμου» αυτού, επιφέροντας αφενός την αύξηση των (πραγματικών και χρηματικών) προσόδων που πλήρωναν οι φάρμερς (καπιταλιστές ενοικιαστές γης) στους γαιοκτήμονες (βλ. πιο κάτω), και αφετέρου την αύξηση των ονομαστικών (χρηματικών) μισθών, λόγω της ανόδου των τιμών στα μισθιακά εμπορεύματα, θα οδηγούσε σε μια αντίστοιχη πτώση των (πραγματικών και χρηματικών) κερδών.

Ο Μαρξ με το νόμο του της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, δείχνει ότι η τεχνολογική καινοτομία, που εισάγεται στην παραγωγή από τον ατομικό κεφαλαιοκράτη στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, και έχει ως στόχο της την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (άρα και του ποσοστού υπεραξίας), θα μπορούσε να είναι η αιτία για ένα τέτοιο φαινόμενο. Βασίζει την ανάλυσή του στις έννοιες τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου (η οποία υποδηλώνει την ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά μονάδα ζωντανής εργασίας σε υλικούς όρους) και αξιακή (ή οργανική) σύνθεση του κεφαλαίου (ο λόγος του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο, σε όρους αξίας). Η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει με τη συσσώρευση και την τεχνολογική καινοτομία. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι, αν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, μια πτώση στο ποσοστό κέρδους μπορεί να προκύψει εάν η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας, που αυτή επιφέρει.

Θεωρώντας ότι το ποσοστό του κέρδους είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή (R) μπορούμε να γράψουμε:

υ υ/μ

R = --------- = ------------- (4)

C+μ (C/μ)+1

όπου το C συμβολίζει το σταθερό κεφάλαιο, το υ/μ το ποσοστό εκμετάλλευσης (ποσοστό της υπεραξίας) και το (C/μ) την αξιακή (οργανική) σύνθεση του κεφαλαίου.

Μπορεί να δειχτεί ότι το (C/μ) είναι θετική συνάρτηση του (Τ/π), όπου Τ είναι η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου και π η παραγωγικότητα της εργασίας (ή το αντίστροφο της αξίας μιας μονάδας προϊόντος). Έτσι, εάν το Τ αυξάνει γρηγορότερα από το π, η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει. Σ' όλες τις περιπτώσεις που αυτή η αύξηση είναι ταχύτερη από την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης (υ/μ), η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους υπερέχει των αντίρροπων προς αυτήν τάσεων (βλ. και Σταμάτης 1993).

Ακολουθώντας τη λογική της ανάλυσης του Μαρξ μπορεί να διατυπωθεί η θέση ότι σ' όλες τις περιπτώσεις όπου η τεχνολογική καινοτομία δεν προκαλεί υψηλότερες αυξήσεις στην τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου έναντι των αυξήσεων στην παραγωγικότητα της εργασίας, θα παρουσιαστεί μια ανοδική τάση στο ποσοστό κέρδους. Η ανοδική τάση στο ποσοστό κέρδους επικρατεί επίσης όταν το ποσοστό εκμετάλλευσης αυξάνει ταχύτερα απ' την αξιακή (οργανική) σύνθεση του κεφαλαίου, ή όταν η οργανική σύνθεση μειώνεται βραδύτερα απ' το ποσοστό εκμετάλλευσης. Ο ίδιος ο Μαρξ γράφει: «Το ποσοστό του κέρδους θα μπορούσε ακόμα και ν' ανέβει, αν με την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας συνδεόταν μια σημαντική μείωση της αξίας των στοιχείων του σταθερού και ιδίως του πάγιου κεφαλαίου» (Μαρξ 1978-α: 290). Ήταν ο Ένγκελς ο οποίος πρόσθεσε σ' αυτό το απόσπασμα τη φράση που ακολουθεί, η οποία δεν βρίσκεται στα πρωτότυπα χειρόγραφα του Μαρξ: «Στην πραγματικότητα, όμως, το ποσοστό του κέρδους, όπως είδαμε κιόλας, θα πέφτει με το πέρασμα του χρόνου» (όπ. π. Βλ. MEGA 1992: 319).

Οικονομικές κρίσεις

Έχοντας απορρίψει το νόμο του Say υπό το φως της δικής του χρηματικής θεωρίας της αξίας, ο Μαρξ θεώρησε τις οικονομικές κρίσεις ως μια συγκυριακή υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, η οποία έχει ως συνέπεια την υστέρηση της ικανής προς πληρωμή ζήτησης (υποκατανάλωση) . Έχει υπάρξει εκτενής συζήτηση μεταξύ των μαρξιστών και των μη-μαρξιστών ως προς το ποιο απ' τα δυο αυτά στοιχεία συνιστά την καθοριστική δομική σχέση των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό. Όποια άποψη και αν υιοθετήσει κανείς επ' αυτού του ζητήματος, είναι εντούτοις σίγουρο ότι ο Μαρξ θεωρεί τις κρίσεις όχι απλώς ως μια αντανάκλαση της έλλειψης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, αλλά ως μια ανισορροπία που επηρεάζει όλες τις όψεις της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Η κρίση έχει έτσι ως αποτέλεσμα μια πτώση του ποσοστού του κέρδους και υποδεικνύει μια μειωμένη ικανότητα της καπιταλιστικής τάξης να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά την εργασία. «Περιοδικώς, (...) παράγονται πάρα πολλά μέσα εργασίας και μέσα συντήρησης, τόσα που δεν μπορούν να τα βάλουν να λειτουργήσουν σαν μέσα εκμετάλλευσης των εργατών με ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους» (Μαρξ 1978-α: 326).

Ωστόσο, οι κρίσεις είναι μόνο προσωρινές αποσταθεροποιήσεις της καπιταλιστικής διαδικασίας διευρυμένης αναπαραγωγής. Επιπλέον δρουν ως μηχανισμοί «που αποκαθιστούν τη διαταραγμένη ισορροπία» (Μαρξ 1978-α: 315).

Όσον αφορά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ο Μαρξ ανήγαγε τις κρίσεις στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Κι αυτό διότι ενσωμάτωσε στην ανάλυσή του (για τις κρίσεις) όλους τους παράγοντες που αυξάνουν την οργανική σύνθεση (ή μειώνουν το ποσοστό εκμετάλλευσης) --όχι μόνο αυξήσεις στην τεχνική και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου οφειλόμενες στην τεχνολογική αλλαγή (όπως στο «νόμο»). Ένα παράδειγμα τέτοιου παράγοντα κρίσης που δεν ανάγεται στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους αποτελεί για τον Μαρξ μια απότομη αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών: «Η άνοδος της τιμής της πρώτης ύλης μπορεί να περικόψει ή να φρενάρει ολόκληρο το προτσές αναπαραγωγής» (Μαρξ 1978-α: 142). «Όταν όλοι οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι, το ποσοστό κέρδους είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος της αξίας της πρώτης ύλης» (Μαρξ 1978-α: 145).

Ο πιο σημαντικός απ' αυτούς τους παράγοντες είναι η αύξηση στην αξία του σταθερού κεφαλαίου που είναι αναγκαίο για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ποσοτική έκφραση αυτού του παράγοντα είναι C/Y, όπου C είναι το σταθερό κεφάλαιο και Υ το καθαρό προϊόν (η ποσότητα υ+μ, της υπεραξίας και της αξίας της εργασιακής δύναμης). Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (C/μ) εξαρτάται από το (υ/μ) από τη μια πλευρά, και από το (C/Y) από την άλλη:

C C Y C (υ+μ) C υ --- = ---*----- = --- * ------- = ----- * (---- + 1) (5)

μ Y μ Y μ Y μ

O Mαρξ μελέτησε την ποικιλία των παραγόντων που καθορίζουν το C/Y (όπως είναι η διάρκεια της εργάσιμης μέρας, η δεξιότητα και η μόρφωση των εργατών, η συγκέντρωση της παραγωγής, τεχνολογικές όψεις κ.λπ.) στο πρώτο Μέρος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, υπό τον τίτλο «Οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου». Από την ανάλυση αυτή μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου δεν αποτελεί ένα τεχνικό κυρίως ζήτημα, αλλά ότι συνδέεται άμεσα με τον εξελισσόμενο ταξικό συσχετισμό δύναμης, με το σύνολο των αντιφάσεων που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή, οι οποίες καθορίζουν τελικά και τη δυνατότητα του καπιταλιστή να εκμεταλλεύεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την εργασία. Η «οικονομικότερη» χρησιμοποίηση των παραγωγικών εγκαταστάσεων, που αυξάνει το ποσοστό κέρδους, εξαρτάται από το βαθμό πειθάρχησης, εκπαίδευσης, συγκέντρωσης και οργάνωσης του συλλογικού εργαζόμενου: «Για όλες τις οικονομίες αυτού του είδους χαρακτηριστικό είναι πάλι, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται δυνατές μόνον με τον συνδυασμένο εργάτη και συχνά μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο σε εργασίες ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας, ότι επομένως απαιτούν ακόμα μεγαλύτερο συνδυασμό εργατών στο προτσές παραγωγής» (Μαρξ 1978-α: 109, οι υπογρ. δικές μας, Γ.Μ. - Γ.Οι. Αναλυτικότερα, για μια μαρξιστική ανάλυση των κρίσεων ως κρίσεων υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, βλ. Μηλιός 1997: 135-208).

Γαιοπρόσοδος

Σύμφωνα με τον Μαρξ, υπάρχουν διαφορετικές μορφές γαιοπροσόδου οι οποίες απορρέουν από τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις που κυριαρχούν στη γεωργία. Κάτω από την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η γαιοπρόσοδος πληρώνεται από το επενδεδυμένο στη γεωργία κεφάλαιο (δηλαδή από τους φάρμερς) στους ιδιοκτήτες της γης, ως ένα αποτέλεσμα του μονοπωλίου της ιδιοκτησίας των τελευταίων πάνω στο γεωργικό έδαφος. Η πρόσοδος είναι ένα επιπλέον πλεόνασμα δημιουργούμενο από την εργασία, πάνω από το μέσο κέρδος του κεφαλαίου. Ο Μαρξ διακρίνει δύο μορφές γαιοπροσόδου: τη διαφορική και την απόλυτη πρόσοδο.

Η ατομική ιδιοκτησία επί της γης δε δημιουργεί μα μόνο μετατοπίζει διαφορική πρόσοδο από το φάρμερ στο γαιοκτήμονα. Η διαφορική πρόσοδος πηγάζει από την υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας (η οποία δημιουργεί πρόσθετα-κέρδη, πάνω από το μέσο κέρδος) είτε στα πλέον γόνιμα ή καλύτερης τοποθεσίας εδάφη (διαφορική πρόσοδος Ι) είτε στα εδάφη με τις υψηλότερες επενδύσεις κεφαλαίου (διαφορική πρόσοδος ΙΙ). Επομένως η διαφορική πρόσοδος είναι η μετατροπή ενός επιπρόσθετου κέρδους σε πρόσοδο. Αυτό το επιπλέον κέρδος προέρχεται από τη διαφορά μεταξύ της (υψηλότερης) αγοραίας τιμής (η οποία καθορίζεται από την τιμή παραγωγής του κεφαλαίου που είναι επενδυμένο στη χειρότερη γη, δηλαδή στη γη που δε δίνει διαφορική πρόσοδο) και της (χαμηλότερης) «ατομικής τιμής παραγωγής», κάθ' ενός άλλου κεφαλαίου το οποίο είναι επενδυμένο σε καλύτερα γεωργικά εδάφη.

Αντίθετα με τους Ουέστ, Μάλθους ή Ρικάρντο, ο Μαρξ αποσυνδέει τη διαφορική πρόσοδο από τον αποκαλούμενο «νόμο των φθινουσών αποδόσεων του εδάφους»: «Διαφορική πρόσοδος μπορεί (...) να βγαίνει και με το πέρασμα σε διαρκώς καλύτερη γη (...) Ο μοναδικός όρος σχηματισμού της είναι η ανισότητα στην ποιότητα των κομματιών της γης» (Μαρξ 1978-α: 819. Βλ. και Σταυρόπουλος 1991).

Η απόλυτη πρόσοδος δημιουργείται αποκλειστικά από το μονοπώλιο της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στο σύνολο της γης. Πηγάζει από ένα περίσσευμα της αξίας των αγροτικών προϊόντων πάνω απ' την τιμή παραγωγής τους. Ακόμα και στη χειρότερη γη, η «ίδια η γαιοκτησία έχει δημιουργήσει πρόσοδο» (Μαρξ 1978-α: 929)· εντούτοις, αυτό είναι απλώς μια δυνατότητα η οποία εξαρτάται από «τη γενική κατάσταση στην αγορά» (Μαρξ 1978-α: 939), και τη συγκυρία της ταξικής πάλης. Η προϋπόθεση για να είναι η αξία η οποία παράγεται απ' ένα ατομικό κεφάλαιο υψηλότερη απ' την τιμή παραγωγής είναι η χαμηλότερη οργανική σύνθεση αυτού του κεφαλαίου, σε σχέση προς εκείνη του μέσου κοινωνικού κεφαλαίου. Συνεπώς, η χαμηλότερη οργανική σύνθεση του επενδυμένου στη γεωργία κεφαλαίου (μια πραγματικότητα που ο Ρικάρντο δεν αναγνώρισε, παραβλέποντας έτσι την απόλυτη πρόσοδο) έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας υψηλότερης υπεραξίας στη γεωργία, συγκριτικά με κάθε άλλη σφαίρα παραγωγής. Το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας επί του γεωργικού εδάφους, λειτουργώντας σαν φραγμός, εμποδίζει αυτήν την επιπλέον υπεραξία να εισέλθει στη διαδικασία της γενικής εξίσωσης του ποσοστού του κέρδους· αυτή επομένως αποσπάται απ' το γαιοκτήμονα ως απόλυτη πρόσοδος (Μαρξ 1978-α: 909-49. Βλ. και Οικονομάκης 1998).

Ο Μαρξ επίσης ανέλυσε τις προ-καπιταλιστικές μορφές γαιοπροσόδου, οι οποίες εμφανίζονται ως «πρόσοδος σε εργασία», «πρόσοδος σε είδος», ή «πρόσοδος σε χρήμα». Στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, η «πρόσοδος σε εργασία» και η «πρόσοδος σε είδος» συνιστούσαν «τη μοναδική κυρίαρχη και κανονική μορφή της υπεραξίας ή της υπερεργασίας» (Μαρξ 1978-α: 975-6). Η μορφή της προσόδου σε εργασία απορροφούσε το σύνολο της υπερεργασίας, ενώ της προσόδου σε είδος δεν απορροφούσε απαραίτητα το σύνολο του υπερπροϊόντος. Η χρηματική πρόσοδος είναι στις περισσότερες περιπτώσεις «μια απλή αλλαγή μορφής της προσόδου σε είδος» (Μαρξ 1979: 978), που υποδεικνύει, όμως, την αποσύνθεση των προ-καπιταλιστικών και την ανάδυση των καπιταλιστικών μορφών προσόδου.

Μη-καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής και καπιταλιστική ανάπτυξη

Η μαρξική θεώρηση της κεφαλαιακής σχέσης ως το αποφασιστικό χαρακτηριστικό μιας ιστορικά ειδικής μορφής οικονομίας και κοινωνίας ήταν συνώνυμη με την προσπάθεια του Μαρξ να κατανοήσει «την differentia specifica [ειδοποιό διαφορά] του κεφαλαίου σε αντιδιαστολή απ' όλες τις άλλες μορφές του πλούτου - με άλλα λόγια, τους άλλους τρόπους ανάπτυξης της (κοινωνικής παραγωγής)» (Μαρξ 1990: 340). Αυτή η προσπάθεια τον οδήγησε να μελετήσει τις «μορφές οι οποίες προηγούνται της καπιταλιστικής παραγωγής». Επομένως, η μαρξική έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως ο αιτιακός πυρήνας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων προϋπόθετε τις έννοιες των μη-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής (π.χ. φεουδαρχικού, δουλοκτητικού κ.λπ.).

Στην ειδική μορφή εκμετάλλευσης (η μορφή του πλεονάσματος και ο τρόπος απόσπασης και διανομής του) η οποία απορρέει από τις σχέσεις ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, ο Μαρξ είδε «την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης, επομένως και της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης» (Μαρξ 1978-α: 972. Βλ. και Wolff 1999).

Το ερώτημα που τώρα προκύπτει είναι κάτω από ποιες συνθήκες οι προ-καπιταλιστικές κοινωνικές δομές αντικαθίστανται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ή σε ποια έκταση αυτές συνιστούν εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Πολλοί συγγραφείς έχουν περιγράψει τον Μαρξ ως ένα θιασώτη μιας «εξελικτικής πρόγνωσης», σύμφωνα με την οποία όλες οι χώρες θα περάσουν αναπόφευκτα διαμέσου των ίδιων σταδίων οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης, από τις προ-καπιταλιστικές μορφές στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, καταλήγοντας στο σοσιαλισμό. Παρ' όλο που τέτοιες σχηματοποιήσεις μπορούν πράγματι να βρεθούν στα έργα των Μαρξ και Ένγκελς (και η Εισαγωγή στη Συμβολή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας είναι ένα παράδειγμα) η «εξελικτική πρόγνωση» δεν κυριαρχεί στα οικονομικά γραπτά της ωριμότητας του Μαρξ. Ο Μαρξ αναγνωρίζει κυρίως τη δυνατότητα του καπιταλισμού, η οποία αναδύεται ως μια συνέπεια της ταξικής πάλης και υπογραμμίζει τις προϋποθέσεις για μια τέτοια ιστορική ανάπτυξη.

Σ' ένα γράμμα τού 1881 προς τη Ρωσίδα σοσιαλίστρια Vera Zasulitch έγραψε: «Έχω δείξει στο Κεφάλαιο ότι η μεταμόρφωση της φεουδαλικής παραγωγής σε καπιταλιστική παραγωγή έχει ως αφετηρία της την απαλλοτρίωση των παραγωγών, που κυρίως σημαίνει πως η απαλλοτρίωση των αγροτών είναι η βάση της όλης διαδικασίας (...) Ασφαλώς, εάν η καπιταλιστική παραγωγή πρόκειται να εγκαταστήσει την κυριαρχία της στη Ρωσία, τότε η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών πρέπει να μετατραπεί σε μισθωτούς εργάτες. Αλλά το προηγούμενο της Δύσης δεν αποδεικνύει εδώ απολύτως τίποτα» (MEW, τ. 19: 396-400).

Η καπιταλιστική ανάπτυξη εγκαθίσταται ως μια εσωτερική τάση της κοινωνικής εξέλιξης στο βαθμό που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γίνεται, μέσω της ταξικής πάλης, πλήρως κυρίαρχος σ' ένα κοινωνικό σχηματισμό: «Ωστόσο, αυτή η ενυπάρχουσα τάση της καπιταλιστικής σχέσης πραγματοποιείται καταρχήν με επαρκή τρόπο --και γίνεται η ίδια μία αναγκαία προϋπόθεση, ακόμα και τεχνολογικά -- μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και μαζί μ' αυτόν η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο» (Μαρξ 1983: 126. Για τα ζητήματα αυτά βλ. αναλυτικά Μηλιός 1997: 209-79. Για τη μαρξική έννοια του ασιατικού τρόπου παραγωγής ως κριτική στις εξελικτικές προσεγγίσεις της Ιστορίας, βλ. Μηλιός 1997: 255-281).

Ασυνέχειες και αντιφάσεις στα κείμενα του Μαρξ. «Συγκρουσιακότητα» του

Μαρξισμού

Στην πορεία των γραπτών του, ο Μαρξ άλλαξε το πλάνο της εργασίας του: Ενώ μεταξύ 1857-9 σχεδίαζε να γράψει έξι βιβλία (Κεφάλαιο, Έγγειος ιδιοκτησία, Μισθωτή εργασία, Το κράτος, Εξωτερικό εμπόριο, Η παγκόσμια αγορά και οι κρίσεις), αργότερα επεξεργάστηκε το σχέδιο των τριών βιβλίων του Κεφαλαίου, όπου το κεφάλαιο, η μισθωτή εργασία και η πρόσοδος αποτέλεσαν ταυτόχρονα αντικείμενο πραγμάτευσης, κατά την ανάλυση της διαδικασίας παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή η αλλαγή στο πλάνο οφείλεται κυρίως σε μια τροποποίηση των εννοιών: Αρχικά, ο Μαρξ στοχάστηκε τη διάκριση μεταξύ αιτιακών καθορισμών και μορφών εμφάνισης με βάση την έννοια του «κεφαλαίου εν γένει», σε διάκριση με τον «ανταγωνισμό των πολλών κεφαλαίων» (όπου ο τελευταίος γινόταν κατανοητός ως η μορφή εμφάνισης του πρώτου). Εντούτοις, η ανάλυσή του περί του σχηματισμού του γενικού ποσοστού κέρδους τον οδήγησε στο να αντιληφθεί τον ανταγωνισμό επίσης ως έναν εσωτερικό καθοριστικό παράγοντα της κεφαλαιακής σχέσης. Έτσι στο Κεφάλαιο εγκατέλειψε την ιδέα του «κεφαλαίου εν γένει» και διατύπωσε τις έννοιες αφενός του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου (περιλαμβάνοντας όλες τις αιτιότητες της κεφαλαιακής σχέσης στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας) και αφετέρου του ατομικού κεφαλαίου (βλ. αναλυτικά Heinrich 1995).

Πέρα απ' αυτές τις τροποποιήσεις των εννοιών, οι οποίες συνιστούν μια θεωρητική ασυνέχεια στο έργο του Μαρξ, υπάρχουν, (όπως επισημάναμε αναφορικά με το μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές παραγωγής), σημεία του έργου αυτού, που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το αν ορισμένες επεξεργασίες του Μαρξ είναι συνεπείς με το δικό του σύστημα, ή εάν ενσωματώνουν σ' αυτό θέσεις της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, αντανακλώντας τις αντιφάσεις της ρήξης του Μαρξ με τη ρικαρδιανή θεωρία.

Τέλος, μερικές φορές εμφανίζονται αλληλοαναιρούμενες θέσεις στα κείμενα του Μαρξ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά το εάν το κεφάλαιο στη διαδικασία της κυκλοφορίας θα πρέπει να ειδωθεί ως παραγωγικό ή μη-παραγωγικό. Στα Grundrisse (όπως επίσης και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου) , ο Μαρξ θεωρεί όλες τις μορφές κεφαλαίου εξίσου παραγωγικές (ως παράγουσες υπεραξία): «Ωστόσο, στο μέτρο που η ίδια η κυκλοφορία δημιουργεί κόστος και απαιτεί υπερεργασία, εμφανίζεται η ίδια να περιλαμβάνεται στην παραγωγική διαδικασία (...) Η κυκλοφορία μπορεί να δημιουργήσει αξία μόνο στο βαθμό που απαιτεί νέα απασχόληση ξένης εργασίας --πέρα απ' αυτήν που αναλώθηκε άμεσα στην παραγωγική διαδικασία» (Μαρξ 1990: 397, 416). Εντούτοις, στον τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ορίζει την κυκλοφορία του κεφαλαίου ως μη-παραγωγική: «Έτσι λοιπόν, το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο (...) δεν δημιουργεί ούτε αξία, ούτε υπεραξία» (Μαρξ 1978-α: 357. Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικά Σταμάτης 1989).

Αυτές οι ασυνέχειες και οι αντιφάσεις στο έργο του Καρλ Μαρξ έχουν μικρή μόνο επίπτωση πάνω στη θεωρία του, καθώς δεν επισκιάζουν τη συνέπεια των κύριων εννοιών και αναλύσεων πάνω στις οποίες είναι οικοδομημένη η μαρξική θεωρία.

Πέραν αυτού, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η μαρξιστική θεωρία είναι από τη φύση της «συγκρουσιακή», και αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο της επιστημονικότητάς της: Συγκρούεται διαρκώς με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, η οποία αναπαράγεται μάλιστα στο εσωτερικό του μαρξισμού, ως οικονομισμός και ανθρωπισμός. Συγχρόνως, από την ίδια της τη φύση, ως μια θεωρία κριτική και επαναστατική, η μαρξιστική θεωρία διαπλέκεται και τροφοδοτείται, γονιμοποιεί (και γονιμοποιείται από) την αυθόρμητη λαϊκή ιδεολογία των εργαζόμενων τάξεων, των οποίων την εκμετάλλευση και εξουσίαση από το κεφάλαιο αποκαλύπτει και αναλύει. Παράγεται έτσι ο «μαζικός μαρξισμός», ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών, που καίτοι συνιστά ένα πλέγμα πεποιθήσεων και πρακτικών και όχι ένα συνεκτικό θεωρητικό σύστημα εννοιών (καίτοι δηλαδή είναι ένα ιδεολογικό σύνολο, καταστατικά διάφορο από τη μαρξιστική θεωρία) , εντούτοις ταυτίζεται συχνά (από μαρξιστές και μη) με τη μαρξιστική θεωρία, επιτείνοντας την εικόνα της «εσωτερικής διαμάχης» στη μαρξιστική θεωρία (βλ. αναλυτικά Μηλιός 1996).

Βιβλιογραφία

Στην ελληνική γλώσσα

Αλτουσέρ Λουί. 1978. Για τον Μαρξ. Αθήνα: Γράμματα.

Δημούλης Δημήτρης, Μηλιός Γιάννης. 1999. «Θεωρία της αξίας, ιδεολογία και

"φετιχισμός"». Θέσεις, τ. 67: 21-74.

Μαρξ Καρλ. 1978. Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος

πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1978-α. Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος

τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1979. Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος

δεύτερος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1981. Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος πρώτο. Αθήνα:

Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1982. Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος δεύτερο. Αθήνα:

Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1983. Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. [VI

ανέκδοτο κεφάλαιο]. Αθήνα: Α/συνέχεια.

Μαρξ Καρλ. 1985. Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη

Εποχή.

Μαρξ Καρλ. 1989. Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Α΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης

Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ Καρλ. 1990. Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Β΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ Καρλ. 1991. Εμπόρευμα και χρήμα. Το πρώτο βιβλίο από την πρώτη έκδοση

(1867) του «Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» με το παράρτημα Ι.1: Η αξιακή μορφή. Μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια Γιώργος Σταμάτης (1868). Αθήνα: Κριτική.

Μαρξ Καρλ. 1992. Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής

Οικονομίας. Τόμος Γ΄. Πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις Διονύσης

Διβάρης. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρίντριχ. 1965. Μανιφέστο του Κομμουνιστικού

Κόμματος. Αθήνα: Παπακώστας.

Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρίντριχ. Χ.χ.έ. Η Γερμανική Ιδεολογία. Μετάφραση -

επιμέλεια Κώστα Φιλίνη. Αθήνα: Gutenberg.

Μηλιός Γιάννης. 1996. Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων. Αθήνα:

Εναλλακτικές εκδόσεις.

Μηλιός Γιάννης. 1997. Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση. Αθήνα:

Ελληνικά Γράμματα.

Μπουχάριν Νικαλάι. 1983. «Οι οικονομικές ρίζες του ιμπεριαλισμού».

Θέσεις τ. 3: 111-28.

Μπουχάριν Νικαλάι. 1992. «Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις».

Θέσεις τ. 41: 105-33.

Οικονομάκης Γιώργος. 1998. Οι τρόποι παραγωγής και οι κοινωνικές τάξεις: Ένα

παράδειγμα από τη γεωργία. Αθήνα: Διδακτορική διατριβή, Πάντειον Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης.

Ranciθre Jacques. 1995-α. «Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής

οικονομίας από τα "Χειρόγραφα του 1844" στο "Κεφάλαιο"» (μέρος Α'). Θέσεις τ. 52: 75-99,

Ranciθre Jacques. 1995-β. «Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής

οικονομίας από τα "Χειρόγραφα του 1844" στο "Κεφάλαιο"» (μέρος Β').

Θέσεις τ. 53: 89-114.

Ranciθre Jacques. 1996-α. «Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής

οικονομίας από τα "Χειρόγραφα του 1844" στο "Κεφάλαιο"» (μέρος Γ').

Θέσεις τ. 54: 101-24.

Ranciθre Jacques. 1996-β. «Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής

οικονομίας από τα "Χειρόγραφα του 1844" στο "Κεφάλαιο"» (μέρος Δ'). Θέσεις τ. 55: 65-89.

Ρικάρντο Ντέιβιντ, Μαρξ Καρλ. 1994. Αξία και υπεραξία. Αθήνα: Κριτική.

Rubin Isaak Illich. 1991. Ιστορία Οικονομικών Θεωριών. Αθήνα: Κριτική.

Σταμάτης Γιώργος. 1989. «Η θέση της "κυκλοφορίας" στην αναπαραγωγή του

οικονομικού συστήματος και στην παραγωγή υπεραξίας και κέρδους». Θέσεις, τ. 29: 119-32.

Σταμάτης Γιώργος. 1991. Προβλήματα θεωρίας γραμμικών συστημάτων

παραγωγής. Τόμος 2ος : Γραμμικά συστήματα και θεωρία της αξίας. Αθήνα: Κριτική.

Σταμάτης Γιώργος. 1993. Τεχνολογική εξέλιξη και ποσοστό κέρδους στον

Marx. Αθήνα: Κριτική.

Σταυρόπουλος Θεόδωρος. 1991. Η έγγειος πρόσοδος. Κριτική ανάλυση των

θεωριών. Αθήνα: Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος, Διεύθυνση Μελετών και Προγραμματισμού.

Hecker Rolf. 1998. «Διεθνής έρευνα και εκδόσεις του έργου των Μαρξ/Ενγκελς».

Θέσεις τ. 64: 61-77.

Heinrich Michael. 1995. «Ο Χέγκελ, τα "Grundrisse" και το "Κεφάλαιο". Συγκρότηση,

αντικείμενο και μέθοδος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», Θέσεις τ. 51: 71-91.

Ξενόγλωσση

Heinrich Michael. 1991. Die Wissenschaft vom Wert. Berlin: VSA.

Luxemburg Rosa. 1966. Die Akkumulation des Kapitals. Frankfurt: Verlag

Neue Kritik.

Marx Karl. 1969. Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses. Das

Kapital. I. Buch. Der Produktionsprozess des Kapitals. VI. Kapitel. Frankfurt/M.: Verlag Neue Kritik.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1976. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

1.1, Manuskripte 1857/1858, Teil 1. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1976-a. II, «Das Kapital» und

Vorarbeiten. 3.1, Manuskript 1861-1863. Teil 1. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1977. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

3.2, Manuskript 1861-1863. Teil 2. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1978. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

3.3, Manuskript 1861-1863. Teil 3. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1978. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

3.4, Manuskript 1861-1863. Teil 4. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1980. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

2, Manuskripte und Schriften 1858/1861. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1980-a. II, «Das Kapital» und

Vorarbeiten. 3.5, Manuskript 1861-1863. Teil 5. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1981. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

1.2, Manuskripte 1857/1858, Teil 2. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1982. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

3.6, Manuskript 1861-1863. Teil 6. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1983. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

5, Marx, Das Kapital, Erster Band, Hamburg 1867. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1988. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

4.1, Manuskripte 1863-1867. Teil 1. Berlin: Dietz Verlag.

Marx/Engels Gesamtausgabe (MEGA). 1992. II, «Das Kapital» und Vorarbeiten.

4.2, Manuskripte 1863-1867. Teil 2. Berlin: Dietz Verlag.

ΜΕW (Marx-Engels-Werke), διάφοροι τόμοι. 1969-1977. Berlin: Dietz Verlag.

Robinson Joan. 1966. An Essay on Marxian Economics. London: Macmillan.

Rubin Isaak Illich. 1972. Essays on Marx's Theory of Value. Detroit: Black

and Red.

v. Tugan-Baranowsky Michael. 1969. Studien zur Theorie und Geschichte der

Handelskrisen in England. Aalen: Scientia Verlag.

Wolff Richard D. 1999. «Marxian Theory as a Critique of Democracy». In:

Rethinking Democracy and the Welfare State (J. Milios, L. Katseli, T.

Pelagidis, eds.). Athens: Ellinika Grammata: 17-27.


[1] Η πρώτη μορφή του άρθρου αυτού γράφτηκε στα αγγλικά υπό τον τίτλο «Marxian Economics», ως λήμμα για την υπό έκδοση Encyclopedia of International Economics (Routledge).

[2] «Η έννοια της αξίας ανήκει ολότελα στην πιο σύγχρονη οικονομία, διότι είναι η πιο αφηρημένη έκφραση του ίδιου του κεφαλαίου και της παραγωγής που βασίζεται σ' αυτό. Στην έννοια της αξίας προδίνεται το μυστικό του κεφαλαίου» (Μαρξ 1990: 596. Βλ. και στα επόμενα).

[3] «Η αξιακή μορφή του προϊόντος εργασίας είναι η πλέον αφηρημένη, αλλά και η πλέον γενική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία δι' αυτών των ιδιοτήτων της χαρακτηρίζεται ως ένα ιδιαίτερο είδος κοινωνικού τρόπου παραγωγής κι έτσι χαρακτηρίζεται και ιστορικά» (Μαρξ 1991: 73).

[4] Ή, μάλλον, «μετασχηματίζει» την αξία σε μια συνιστώσα της «κανονικής» (δηλαδή εξασφαλίζουσας το μέσο ποσοστό κέρδους) τιμής.