Η Ο.Ν.Ε., ΟΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
του Guglielmo Carchedi
μετάφραση Αλεξάνδρα Βαρζώκα
επιμέλεια Ανδριάνα Βλάχου

Μέρος Β΄

4. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση και το Ενιαίο Νόμισμα.

Όσα αναπτύξαμε στα προηγούμενα τμήματα αυτού του κειμένου μπορούν να χρησιμοποιηθούν τώρα προκειμένου να ερευνηθεί η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.). Για αυτό το σκοπό είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε με μια ανάλυση του προδρόμου της Ο.Ν.Ε., του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.Ν.Σ.).

Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του Ε.Ν.Σ. είναι ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ή συντομευμένα ΜΣΙ, και η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, το Ecu22 . Το Ecu είναι ένα σύνθετο νόμισμα στο οποίο αντιπροσωπεύονται τα νομίσματα από όλα τα κράτη-μέλη σε διαφορετικές ποσότητες (σταθμίσεις). Μέσω της σταθερής ισοτιμίας με το Ecu, τα εθνικά νομίσματα έχουν μια σταθερή αξία μεταξύ τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους Financial Timesστις 7 Μαρτίου 1995, 1 Ecu ήταν ισοδύναμο με 2,152 Fl και 6,406 FFr. Αυτές είναι οι διμερείς κεντρικές ισοτιμίες σε σχέση με το Ecu ή εν συντομία οι κεντρικές ισοτιμίες. Συνεπάγονται ότι 2,152 Fl = 6,406 FFr, ή 1 FFr = 2,152/6,406 Fl = 0,3359 Fl και 1Fl = 6,406/2,152FFr = 2,976 FFr. Αυτές είναι οι σταυροειδείς διμερείς κεντρικές ισοτιμίες ή εν συντομία οι σταυροειδείς ισοτιμίες. Ως το 1992, τα κράτη-μέλη ανέλαβαν να κρατήσουν τις διακυμάνσεις των νομισμάτων τους σε σχετικά στενά όρια, 2,25% άνω και 2,25% κάτω από τις σταυροειδείς ισοτιμίες. (Το ιταλικό νόμισμα επιτρεπόταν να διακυμαίνεται σε περιθώριο ±6% αλλά υιοθέτησε το ±2,25% ως περιθώριο διακύμανσης το 1990). Αυτά τα όρια διακυμάνσεων είναι τα αμοιβαία περιθώρια ή τα διμερή όρια. Μετά την κρίση του 1993, αυτά τα περιθώρια διευρύνθηκαν στο ±15% (με την εξαίρεση της Γερμανίας και της Ολλανδίας που διατήρησαν το περιθώριο του ±2,25%).

Ας εξετάσουμε με τη χρήση ενός παραδείγματος τη μεγαλύτερη διακύμανση του FFr και του Fl σε σχέση του ενός με το άλλο. Ας υποθέσουμε ότι το FFr χάνει αξία σε σχέση με το Fl (για παράδειγμα, το Fl κερδίζει αξία σε σχέση με το FFr). Είτε το FFr υποτιμάται κατά ένα μέγιστο ποσοστό 15% ή το Fl ανατιμάται κατά ένα μέγιστο ποσοστό 15%. Από πολιτική σκοπιά, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην περίπτωση που η Ολλανδία ανατιμά σε σχέση με τη Γαλλία και στην περίπτωση που η Γαλλία υποτιμά σε σχέση με την Ολλανδία. Η Γαλλία θα προτιμήσει την πρώτη επιλογή ώστε να αποφύγει την υποτίμηση και την επακόλουθη αρνητική εικόνα που σχετίζεται με αυτή. Υπολογιστικά, επίσης, αυτά τα δύο αποτελέσματα δεν είναι τα ίδια. Διότι λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος. Για παράδειγμα, αν το FFr υποτιμάται κατά 15% μειώνεται στο επίπεδο (6,406 + 15% του 6,406) = 7, 3669 FFr σε αντιστοιχία με τα 2,152 FI. Αυτό σημαίνει ότι αν τα 2,152 Fl =7,3669 FFr, 1 Fl =7,3669/2,152= 3,423 FFr. Αν το Fl ανατιμάται κατά 15%, ανέρχεται στο επίπεδο (2,152 - 15% του 2,152) = 1,8292 Fl oa αντιστοιχία με τα 6,406 FFr. Αυτό σημαίνει ότι 1,8292 Fl = 6,406 FFr ώστε 1Fl = 6,406/1,8293 = 3,5021 FFr. Αν λάβουμε το μέσο όρο, (3,5021+3,423)/2 = 3,457 FFr. Αυτό μας δίνει τη μέγιστη υποτίμηση του FFr σε σχέση με το Fl (δηλαδή, την μέγιστη ανατίμηση του Fl σχετικά με το FFr). Ή, δεδομένου ότι η σταυροειδής ισοτιμία είναι 1Fl = 2,976 FFr, το FFr επιτρέπεται να υποτιμηθεί σε σχέση με το Fl (δηλαδή, το Fl μπορεί να ανατιμηθεί σε σχέση με το FFr) μέχρι το μέγιστο επίπεδο 1Fl = 3,457 FFr. Ομοίως, αντίστοιχα ισχύουν στην περίπτωση που το FFr ανατιμάται σε σχέση με το Fl (ή το Fl υποτιμάται σε σχέση με το FFr).

Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν προκειμένου να κρατήσουν τα νομίσματα εντός των διμερών ορίων τους. Στην περίπτωση ενός ασθενούς νομίσματος, καταφεύγουν σε μια αύξηση των επιτοκίων, σε χειρισμούς στήριξης που χρησιμοποιούν μια ποικιλία νομισμάτων, ή σε μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση ενός ισχυρού νομίσματος. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες δεν περιμένουν να φτάσουν (οι ισοτιμίες) στα διμερή όρια για να παρέμβουν. Μόλις ένα νόμισμα αποκλίνει κατά τρία τέταρτα του επιτρεπτού περιθωρίου του πάνω ή κάτω από την κεντρική ισοτιμία σε Ecu, έχει προσεγγίσει το δείκτη απόκλισης. Τότε γινόταν η υπόθεση ότι μια κυβέρνηση θα λάβει θεραπευτικά μέτρα. Ας σημειωθεί ότι ένα νόμισμα, στο βαθμό που είναι μέρος του Ecu, δεν μπορεί να διακυμαίνεται γύρω από τον εαυτό του. Έτσι, για παράδειγμα, αν το μάρκο σχηματίζει το 30,2% της αξίας του Ecu, μπορεί να διακυμαίνεται μόνο κατά 100 - 30,2 δηλαδή 69,8 γύρω από το Ecu, δηλαδή έναντι των άλλων νομισμάτων που σχηματίζουν το Ecu. Τότε, η μέγιστη διακύμανση σε σχέση με το Ecu είναι 0,698*15% = ±10,47%.

Μπορούμε τώρα να δούμε πως τα διμερή περιθώρια περιορίζουν τη δυνατότητα των τεχνολογικά καθυστερημένων χωρών να χρησιμοποιήσουν αντικυκλικά μέτρα, προσδένοντάς τους έτσι στην πολιτική της κυρίαρχης χώρας. Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της Γερμανίας (υψηλότερη παραγωγικότητα) και της Ιταλίας (χαμηλότερη παραγωγικότητα). Η Γερμανία, δεδομένου ότι έχει υψηλότερη παραγωγικότητα, είναι περισσότερο ανταγωνιστική στις ξένες αγορές. Εξάλλου, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα επιτρέπει στο εργατικό δυναμικό της Γερμανίας μεγαλύτερη υλική ευημερία23 . Η επιδίωξη υψηλότερων κερδών από τη Γερμανία είναι τότε σχετικά ανεξάρτητη από τον υψηλό πληθωρισμό. Επιπλέον, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να υποσκάψει την ανταγωνιστικότητα των τιμών απαιτώντας έτσι υποτίμηση, κάτι που η Γερμανία είναι απρόθυμη να χρησιμοποιήσει γιατί, όπως θα δούμε σύντομα, αυτό θα αναχαίτιζε την προσπάθεια της Γερμανίας να κάνει το μάρκο διεθνές νόμισμα. Γι' αυτό ο πληθωρισμός είναι ο υπ' αριθμόν ένα εχθρός της Γερμανίας. Η κατάσταση της Ιταλίας είναι το αντίθετο της κατάστασης της Γερμανίας. Χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας δημιουργούν τις συνθήκες για πληθωριστικές πολιτικές ως ένα μέσο για να μειώσουν το επίπεδο των πραγματικών ημερομισθίων (δηλαδή, να αυξήσουν το ποσοστό υπεραξίας και επομένως το ποσοστό κέρδους). Η Ιταλία προκειμένου να διαφυλάξει την διεθνή ανταγωνιστικότητά της πρέπει να καταφύγει στην υποτίμηση. Αλλά αυτός ο τρόπος σωτηρίας είναι περιορισμένος δεδομένης της σχετικής σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών στον ΜΣΙ.

Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η Ιταλική κυβέρνηση αποφασίζει να καταφύγει στη δημιουργία νέου χρήματος για να τονώσει την οικονομία. Αυτό θα προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις και θα απαιτείται υποτίμηση της λιρέτας. Εντούτοις, τα διμερή όρια αποκλείουν μεγάλες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Συνεπώς, η Ιταλία, αν δε θέλει να κάνει υποτίμηση μεταβάλλοντας την κεντρική της ισοτιμία, πρέπει είτε να αποδεχτεί μια χειροτέρευση του ισοζυγίου πληρωμών, είτε να μειώσει το ρυθμό πληθωρισμού. Μ' αυτόν τον έμμεσο τρόπο, δηλαδή μέσω του ΜΣΙ, η Γερμανία θέτει ένα όριο στον ιταλικό ρυθμό πληθωρισμού, περιστέλλοντας έτσι την (περιορισμένη) αποτελεσματικότητα αυτού του αντικυκλικού μέσου στην Ιταλία. Εναλλακτικά, ας υποθέσουμε ότι η Γερμανία μειώνει τα επιτόκιά της ώστε να ελέγξει τις πληθωριστικές πιέσεις. Στο βαθμό που οι διαφοροποιήσεις των επιτοκίων παίζουν ένα ρόλο στις χρηματιστηριακές κινήσεις κεφαλαίου, οι χρηματιστές πωλούν μάρκα και αγοράζουν λιρέτες. Αυτό τείνει να ανατιμά τη λιρέτα και να υποτιμά το μάρκο. Αν αυτή η διαδικασία απειλεί να ωθήσει τη λιρέτα στο άνω όριο του περιθωρίου, η Ιταλία πρέπει να μειώσει το επιτόκιό της προκειμένου να μειώσει την πίεση στη λιρέτα. Αλλά αυτό μπορεί να έχει ανεπιθύμητα πληθωριστικά αποτελέσματα.

Μ' αυτόν τον τρόπο ένας φαινομενικά ουδέτερος μηχανισμός υποθάλπει συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές και συμφέροντα, αυτά της κυρίαρχης χώρας, δηλαδή της Γερμανίας, και μέσα σ' αυτήν των γερμανικών ολιγοπωλίων. Ενώ η Γερμανία μπορεί να ανταγωνιστεί μέσω της μεγαλύτερης αποδοτικότητας (σχετική υπεραξία), οι τεχνολογικά καθυστερημένοι πρέπει να ανταγωνιστούν μέσω της απόλυτης υπεραξίας. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στη σφαίρα της παραγωγής, δηλαδή μέσω της επέκτασης της διάρκειας της εργάσιμης μέρας και μέσω της μεγαλύτερης έντασης εργασίας (η οποία σήμερα λέγεται ευελιξία της εργασίας), ή μέσω της αναδιανομής (πληθωρισμός). Ο ΜΣΙ περιορίζει τη δεύτερη επιλογή και ενεργοποιεί την πρώτη. Αναχαιτίζει την ικανότητα των πιο αδύνατων χωρών να αμύνονται, μέσω πληθωριστικών πολιτικών, απέναντι στην απώλεια αξίας που υφίστανται εξαιτίας της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας των ισχυρότερων χωρών και εξαναγκάζει τους τεχνολογικά καθυστερημένους να αποσπούν μεγαλύτερη απόλυτη υπεραξία στη σφαίρα της παραγωγήςκαι όχι να προστατεύονται μέσω των αναδιανεμητικών μηχανισμών (πληθωρισμός). Αυτή είναι, λοιπόν, η οικονομική σπουδαιότητα του ΜΣΙ για την εργασία. Την ίδια στιγμή, αυτό το σύστημα φαίνεται ότι επιβάλλεται από μια μακρινή γραφειοκρατία, ενώ είναι το αποτέλεσμα συνειδητών αντιεργατικών οικονομικών πολιτικών.

Παρεμπιπτόντως, τα παραπάνω αναδεικνύουν το λόγο χάρη στον οποίο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν μπορούν να είναι σταθερές μέσα στον ΜΣΙ: αυτός είναι η άνιση ανάπτυξη των χωρών-μελών. Αλλά υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος. Οι επενδυτές, όταν εγκαταλείπουν τις τοποθετήσεις σε δολάρια από το φόβο μιας πτώσης στην αξία του, ψάχνουν ένα ασφαλές νόμισμα. Συνήθως δεν αγοράζουν άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα αλλά προτιμούν το μάρκο που δεν κινδυνεύει (ή κινδυνεύει λιγότερο) να υποτιμηθεί. Αυτή η επιπλέον ζήτηση για το μάρκο επηρεάζει τη συναλλαγματική ισοτιμία ανάμεσα στο μάρκο και τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα ασκώντας πίεση στα διμερή περιθώρια και πιθανώς επιβάλλοντας μια αναπροσαρμογή. Με αυτόν τον τρόπο, μια μεγάλη εισροή δολαρίων απειλεί τη λειτουργία του ΜΣΙ, που σκοπός του είναι να αποφευχθούν οι αναπροσαρμογές των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Έχει δειχτεί ότι οι τεχνολογικά ηγέτιδες χώρες τείνουν να ανατιμούν τα νομίσματά τους και ότι οι τεχνολογικά καθυστερημένες τείνουν να υποτιμούν τα δικά τους. Αυτός ο νόμος είναι ισχυρότερος από τις συνειδητές προσπάθειες να τον αναχαιτίσουν. Στην πράξη, από τη στιγμή που το ΕΝΣ τέθηκε σε ισχύ, το μάρκο έχει μόνο ανατιμηθεί (το μάρκο έχει ανατιμηθεί έξι φορές από το 1979 ως το 1990) και η ιταλική λιρέτα έχει μόνο υποτιμηθεί έξι φορές (D. Swann 1992: 211). Όσο για τον πληθωρισμό, αν υποθέσουμε ότι το 1980 αντιστοιχεί στο επίπεδο 100 των τιμών σε όλες τις χώρες, στο διάστημα που αναφέραμε οι τιμές καταναλωτικών προϊόντων στη Γερμανία είχαν αυξηθεί στο 121 αλλά στο 214 στην Ιταλία. Επιπλέον, αν το βάρος του ΜΣΙ γίνεται αβάστακτο για τις ασθενέστερες χώρες σε όρους ανεργίας, απώλειας ξένων αγορών και ξένου συναλλάγματος, λαϊκής δυσαρέσκειας ή απλά κερδοσκοπικών κινήσεων, μόνο μια λύση μένει: να εγκαταλείψουν τον ΜΣΙ. Αυτό είναι πράγματι εκείνο που συνέβη στην Ιταλία και στη Μεγάλη Βρετανία το Σεπτέμβριο του 199225 .

Μπορούμε τώρα να δούμε τις αιτίες πίσω από την δημιουργία της Ο.Ν.Ε. και του ενιαίου νομίσματος. Ο ΜΣΙ είναι σημαντικός γιατί είναι το πρώτο βήμα για τη μετατροπή του μάρκου σε Ευρώ και του δεύτερου σε ένα παγκόσμιο νόμισμα. Προς το παρόν, το μάρκο είναι μόνο ένα υποψήφιο νόμισμα σε ανταγωνισμό με άλλα νομίσματα για το ρόλο του διεθνούς νομίσματος. Η οικονομική του βάση είναι ακόμα πολύ περιορισμένη. Για να γίνει ένα πραγματικά διεθνές νόμισμα θα πρέπει να καταστεί το νόμισμα που χρησιμοποιείται σε όλη την Κοινότητα, σε μια αγορά συγκρίσιμη με αυτή των ΗΠΑ, στηριζόμενο σε ένα αποτελεσματικό και τεχνολογικά προηγμένο σύστημα παραγωγής. Αυτό θα προωθήσει έναν όγκο διεθνών συναλλαγών σε Aonώ τέτοιον ώστε η ζήτηση για το Ευρώ να είναι ίση ή να ξεπεράσει αυτή του δολαρίου. Αυτό, με τη σειρά του, θα διευκολύνει τη διείσδυση χρηματοοικονομικών εργαλείων εκφρασμένων σε Aonώ σε αγορές εκτός της Ο.Ν.Ε., αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για το νόμισμα. Στο βαθμό που αυτή η διαδικασία θα είναι επιτυχημένη, οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου και οι θεσμικοί επενδυτές θα αναπροσαρμόσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από τίτλους εκφρασμένους σε δολάριο σε τίτλους σε Εonώ, ενισχύοντας έτσι τον ενάρετο κύκλο των πραγμάτων.

Αλλά αυτό δεν είναι πια αρκετό για το Ευρώ προκειμένου να γίνει η νέα μορφή που παίρνει το μάρκο. Τα παραπάνω θα ισχύουν μόνο στο βαθμό που η διαχείριση του Aonώ θα είναι σύμφωνη με μια οικονομική πολιτική που θα αντανακλά και θα υιοθετεί τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου (ακόμα και μέσω μιας διαμεσολαβημένης και διαπραγματευόμενης οδού)26, δηλαδή σύμφωνα με μια αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (τουλάχιστον όσο η Γερμανία κρατάει την κυρίαρχη θέση της στην Ε.Ε.)27 . Είναι μέσω αυτών των κριτηρίων που τα συμφέροντα των άλλων κρατών-μελών έχουν υπαχθεί στα συμφέροντα της Γερμανίας. Το ενιαίο νόμισμα θα εξαλείψει ακόμα και την περιορισμένη πιθανότητα καταφυγής σε υποτίμηση (αναπροσαρμογές) που παρέχεται από τον ΜΣΙ, ενώ τα κριτήρια σταθερότητας θα προσδέσουν ακόμα περισσότερο τις οικονομικές πολιτικές των πιο αδύνατων χωρών σε αυτές της Γερμανίας. Μέσα στην Ο.Ν.Ε., ο ΜΣΙ δεν θα εξαφανιστεί αλλά θα δέσει τα εκτός Ο.Ν.Ε. μέλη στο Ευρώ. Η διαφορά θα είναι ότι το Ευρώ θα αντικαταστήσει το Ecu ως άξονας των κεντρικών ισοτιμιών των άλλων νομισμάτων εκτός-Ευρώ. Αυτό θα προσδέσει την οικονομική πολιτική των μελών που είναι εκτός-Aonώ σε αυτή της περιοχής του Ευρώ και, επομένως, της κυρίαρχης χώρας του, της Γερμανίας. Με αυτόν τον τρόπο, η εισαγωγή της Ο.Ν.Ε. και του Aonώ, που είναι ένα βήμα παραπέρα όχι μόνο προς στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αλλά επίσης προς την ενδυνάμωση της κυρίαρχης θέσης της Γερμανίας, θα πληρωθεί από τους εργαζομένους εντός και εκτός της περιοχής του Ευρώ.

Αλλά η Ο.Ν.Ε. βασίζεται επίσης στις δημοσιονομικές πολιτικές που οδηγούν σε μέτρα λιτότητας και έτσι στην αναδιανομή της αξίας από την εργασία προς το κεφάλαιο, όχι πλέον μέσω του πληθωρισμού28 . Όσο περισσότερο οι χώρες της ΕΕ είναι προσδεμένες στη Γερμανία, τόσο περισσότερη είναι η απαλλοτρίωση αξίας από την εργασία. Όλη αυτή η διαδικασία επικαλύπτεται από μια διπλή απάτη. Πρώτον, μια αντιλαϊκή πολιτική που είναι επιθυμητή από τις εθνικές κυβερνήσεις (και από τις πολυεθνικές) μεταμφιέζεται σε οικονομική πολιτική επιβεβλημένη από μια μακρινή γραφειοκρατία, για την οποία δεν είναι υπεύθυνα τα κράτη-μέλη και η οποία αντανακλά μια κοινωνικά ουδέτερη λογική. Δεύτερον, μια οικονομική πολιτική που είναι τελικά προς το συμφέρον του βιομηχανικού κεφαλαίου εμφανίζεται σαν να είχε επιβληθεί μόνο από το (γερμανικό) χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο εξαναγκάζει το βιομηχανικό κεφάλαιο να αποκηρύξει τα εργαλεία ανταγωνισμού των φτωχών χωρών (πληθωρισμό και υποτίμηση), καλεί το βιομηχανικό κεφάλαιο στο έργο του, και έτσι λειτουργεί για τη μεγαλύτερη δημιουργία αξίας (και υπεραξίας), παρά (λειτουργεί) απλά για μια πιο ευνοϊκή αναδιανομή της δημιουργούμενης υπεραξίας. Το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) θα απολαμβάνει ένα βαθμό σχετικής αυτονομίας για το συμφέρον της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του βιομηχανικού κεφαλαίου. Αλλά φυσικά αυτό δε θα είναι αρκετό για να συγκρατήσει μελλοντικές κρίσεις.

Η επίσημη ιδεολογία τονίζει τα κοινά πλεονεκτήματα του Ευρώ, όπως είναι οι καλύτερες συνθήκες εμπορίου που προκύπτουν από οικονομίες στο κόστος συναλλαγματικών μετατροπών και στη κάλυψη έναντι του κινδύνου (hedging). Ωστόσο, αυτό δεν είναι η καρδιά του ζητήματος. Ούτε είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας να γνωρίζουμε ότι η βιομηχανία ηλεκτρονικών υπολογιστών θα κερδίσει από μια διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, ενώ η βιομηχανία αυτοκινήτων θα υποφέρει από μειωμένη ζήτηση. Το πραγματικό πλεονέκτημα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι ότι η Ο.Ν.Ε. είναι μια συνέχεια του ΜΣΙ στο ότι προσδένει ακόμα περισσότερο τις οικονομικές, νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές των άλλων χωρών της Ο.Ν.Ε. σε αυτές της Γερμανίας, ενώ την ίδια στιγμή εναποθέτει στο εργατικό δυναμικό το βάρος αυτής της διαδικασίας. Το Eυρώκαι επομένως η γερμανική ηγεμονία είναι αποδεκτά γιατί ο λογαριασμός πληρώνεται από την εργασία. Την ίδια στιγμή, αυτές οι πολιτικές εμφανίζονται σαν να έχουν υπαγορευτεί από την «Ευρώπη» για το «κοινό συμφέρον».

Όσο για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, εισερχόμενες στην Ο.Ν.Ε. και στο Aonώ, αποκηρύσσουν σαφώς τον πληθωρισμό και την υποτίμηση ως ανεξάρτητα εργαλεία αντι-κυκλικής πολιτικής και διεθνούς ανταγωνισμού. Αλλά κερδίζουν ένα θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι ευκολότερο (και μια ιδεολογία μέσω της οποίας γίνεται αποδεκτό το) να αυξήσουν την απόλυτη υπεραξία στη σφαίρα της παραγωγής, δηλαδή να εξαναγκάσουν το εργατικό δυναμικό να δουλεύει περισσότερο, πιο εντατικά και γενικά πιο «ελαστικά». Με αυτόν τον τρόπο, η συνολική παραγόμενη υπεραξία, και επομένως η συνολική αγοραστική δύναμη, αυξάνονται, ενώ, εναλλακτικά, ο πληθωρισμός μόνο αναδιανέμει μια αμετάβλητη αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα με το επίσημο οικονομικό δόγμα, η Ο.Ν.Ε. θεωρείται ότι δημιουργεί μια ζώνη οικονομικής σταθερότητας και αυτό με τη σειρά του θεωρείται ότι συμβάλλει στην επίτευξη μιας σταθερής κατάστασης ισορροπίας και μιας οικονομίας απαλλαγμένης από κρίσεις. Αυτό φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αφού η οικονομία συνεχίζει επίμονα να βρίσκεται σε μια ασταθή κατάσταση, σε ανισορροπία, σε μια κατάσταση που ρέπει προς την κρίση. Επίσης, τα επίσημα οικονομικά υποστηρίζουν την άποψη ότι η πειθαρχία που επιβάλλεται από την Ο.Ν.Ε. θα επιφέρει μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα μέσω της εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών. Αλλά αυτό που λέχθηκε παραπάνω δείχνει ότι ο ΜΣΙ και η Ο.Ν.Ε. εξαναγκάζουν τις καθυστερημένες χώρες να παράγουν περισσότερη απόλυτη υπεραξία, κάτι που, αν μη τι άλλο, καθυστερεί την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών.

Τα κοινά πλεονεκτήματα, ωστόσο, δεν υπονοούν αρμονία συμφερόντων. Η Γαλλία, για παράδειγμα, είναι ανίκανη να αντιπαραταχθεί στον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στο σχηματισμό κοινών πολιτικών. Ενδιαφέρεται, λοιπόν, για το ενιαίο νόμισμα γιατί μέσω αυτού μπορεί να επηρεάσει την κοινή νομισματική πολιτική συμπεριλαμβανομένης της υποτίμησης του Ευρώ, αν χρειαστεί. Αυτός είναι ο λόγος που η Γαλλία συνηγορεί υπέρ μιας ελαστικής ερμηνείας των κριτηρίων του Μάαστριχτ και της συμφωνίας σταθερότητας που θα ακολουθήσει τη δημιουργία της Ο.Ν.Ε. Είναι κάτω από αυτό το φως που πρέπει να ειδωθεί η γαλλογερμανική διαφωνία ως προς την ανάδειξη του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ως προς τη δημιουργία ενός Συμβουλίου Σταθερότητας.

5. Η νομισματική κρίση του 1994-95.

Στην τρίτη ενότητα εντοπίσαμε ως δομική αιτία των σύγχρονων νομισματικών κρίσεων την αστάθεια του διεθνούς νομίσματος, του δολαρίου, και δείξαμε ότι αυτή η αστάθεια εκδηλώνεται κατά επαναλαμβανόμενο τρόπο ως βραχυχρόνιες ή συγκυριακές νομισματικές κρίσεις («καταιγίδες»). Σ' αυτή την ενότητα θα εξετάσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, τη τελευταία νομισματική κρίση. Η ιδιαίτερή της διάσταση είναι η σχέση της με τα τεράστια ποσά κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Για να ξεκινήσουμε, επομένως, την ανάλυσή μας πρέπει να καταλάβουμε τις αιτίες και την προέλευση αυτού του κεφαλαίου. Αυτό με τη σειρά του πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας των κρίσεων που αναπτύχθηκε περιληπτικά στα προηγούμενα.

Στη δεύτερη ενότητα ισχυριστήκαμε ότι οι κρίσεις εμφανίζονται με την μορφή υψηλών ποσοστών της ανεργίας. Από αυτή τη σκοπιά, είναι ξεκάθαρο ότι, παρά το μέγεθος του ΑΕΠ, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είναι μακριά από το να έχει ξεπεράσει τη μακροχρόνια κρίση που έχει αρχίσει γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από τότε οι περίοδοι ανάκαμψης, διακοπτόμενες από υφέσεις και κρίσεις, συντελούν πολύ λίγο στον περιορισμό της ανεργίας που βασανίζει το Δυτικό Κόσμο, για να μην αναφερθούμε στον αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μπορούν μόνο να οξύνουν αυτό το πρόβλημα. Από την οπτική του συλλογικού εργάτη, τα επίπεδα της απασχόλησης είναι εκείνα που αποτελούν την πραγματική ένδείξη της κατάστασης υγείας μιας οικονομίας.

Αλλά υπάρχει, επίσης, μια άλλη πλευρά που αποκαλύπτει ότι το σύστημα είναι ακόμα σε βαθιά κρίση. Όταν το γενικό ποσοστό κέρδους αρχίζει το μακρύ του κατήφορο, μεγάλα ποσά χρήματος αφήνουν τη σφαίρα της παραγωγικής επένδυσης και ψάχνουν για κερδοφόρες διεξόδους στη χρηματοοικονομική και κερδοσκοπική σφαίρα. Μια πρώτη παραδοσιακή διέξοδος γι' αυτό το χρηματικό κεφάλαιο είναι το χρηματιστήριο. Αυτή η πλευρά δεν θα εξεταστεί εδώ29 . Μια δεύτερη διέξοδος είναι η αγορά ξένου συναλλάγματος που έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Τεράστιες ποσότητες χρηματικού κεφαλαίου επενδύονται σε πολύ βραχυχρόνιες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις που αφορούν τις μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Μεγάλα κέρδη και (μεγάλες ζημιές) μπορούν να πραγματοποιηθούν σε μια νύχτα, ακόμα και αν οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι μικρές, εξαιτίας του απόλυτου μεγέθους του όγκου των ανταλλασσόμενων νομισμάτων. Αυτές οι κινήσεις κεφαλαίου μπορούν να επιφέρουν μεγάλες διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτή η πτυχή έχει ευρέως υπογραμμιστεί από χρηματοοικονομικά έντυπα ως ένα νέο στοιχείο των νομισματικών κρίσεων: «Οι διεθνείς επενδυτές γίνονται όλο και πιο ικανοί να μεταπηδούν από οικονομία σε οικονομία με το πάτημα ενός πλήκτρου του ηλεκτρονικού υπολογιστή (...) με περισσότερα από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια να ψάχνουν για στέγη στην ξένη αγορά συναλλάγματος κάθε μέρα, ακόμα και μια μικρή απόκλιση από τον ευθύ και ορθό δρόμο μπορεί να προσκαλέσει καταστροφή». (Business Week,16 Ιανουαρίου 1995: 20.) Αυτό που δεν διαπιστώνεται σε αυτά τα κείμενα είναι η προαναφερθείσα πηγή αυτών των τεράστιων ποσών χρήματος που ψάχνουν για στιγμιαία κέρδη. Υπάρχει, επομένως, ένας ξεκάθαρος δεσμός ανάμεσα στην παρούσα και ακόμα ανεπίλυτη κρίση κερδοφορίας και στη νέα μορφή νομισματικών διαταραχών30 .

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ερώτηση από που προέρχεται η τεράστια ποσότητα διαθέσιμων δολαρίων για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Όπως αναφέρει ένα άρθρο στην International Herald Tribuneτης 18/19ης Μαρτίου 1995 «Τα τελευταία πέντε χρόνια το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 246 δισεκατομμύρια δολάρια που έρευσαν εκτός της χώρας στα χέρια ξένων». Γύρω στα μισά από αυτά τα δολάρια έχουν επενδυθεί από τους ξένους ιδιοκτήτες τους πίσω στις ΗΠΑ με τη μορφή άμεσων επενδύσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Αλλά το άλλο μισό (μισό τρισεκατομμύριο δολάρια) είναι τώρα στα χέρια ξένων κεντρικών τραπεζών. Αυτές οι κεντρικές τράπεζες είναι πρακτικά αναγκασμένες να κρατούν αυτά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα διότι κάθε μαζική πώληση δολαρίων θα προκαλούσε μια ξαφνική πτώση στην αξία του δολαρίου και επομένως μια βουτιά στην αξία των περιουσιακών στοιχείων των οποίων η αξία είναι εκφρασμένη σε δολάρια «με τον κίνδυνο ότι οι ζημιές θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ένα χρηματοοικονομικό πανικό πίσω στην πατρίδα» (International Herald Tribuneτης 18-19ης Μαρτίου 1995). Επιπλέον, μια υποτίμηση του δολαρίου θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών των ΗΠΑ. «Για το καλύτερο ή το χειρότερο τότε, η σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος είναι προσδεμένη, τουλάχιστον μερικώς, στη σταθερότητα του δολαρίου» (στο ίδιο). Αυτή είναι η άποψη των ΗΠΑ, η οποία υπερασπίζει το aeäioeeό προνόμιο του δολαρίου, δηλαδή τη χρησιμότητα των μεγάλων ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ για τη σταθερότητα των παγκόσμιων χρηματαγορών και για την ομαλή διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου. Η οικειοποίηση αξίας που είναι σύμφυτη με αυτό το σύστημα έχει, ωστόσο, εξαφανιστεί από την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, είναι η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ εκείνη από την οποία προέρχονται οι τεράστιες ποσότητες κερδοσκοπικού κεφαλαίου.

Έχουμε τώρα όλα τα στοιχεία για την ανάλυση της τελευταίας νομισματικής κρίσης. Ο συγκυριακός καταλύτης της κρίσης που μπορεί να αναζητηθεί στις χρηματοοικονομικές δυσκολίες του Μεξικού. Όπως έχουμε δει παραπάνω, οι Λατινοαμερικανικές χώρες χρησιμοποίησαν υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ως ένα εργαλείο για να αυξήσουν το ποσοστό εκμετάλλευσης και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτό απαιτούσε μια πολιτική συνεχούς υποτίμησης των νομισμάτων τους. Αλλά οι εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού έκαναν αυτά τα νομίσματα άνευ αξίας για εσωτερικούς σκοπούς ενώ οι συνεχείς υποτιμήσεις έκαναν αυτά τα νομίσματα άνευ αξίας για εξωτερικούς σκοπούς. Αυτό προκάλεσε τη «δολαριοποίηση» αυτών των χωρών. Οι κεντρικές τράπεζες αυτών των χωρών είχαν βρεθεί να διαχειρίζονται ένα νόμισμα, το δικό τους, που είχε καταστεί άνευ αξίας και, επομένως, ήταν ανεπιθύμητο για τις άλλες χώρες αλλά και τους δικούς τους πολίτες. Με τη σειρά του αυτό απαιτούσε πλήρη εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο προκειμένου να πραγματοποιηθούν επενδύσεις και ανάπτυξη.

Για να διορθώσει αυτή την κατάσταση, το Μεξικό αντέστρεψε την οικονομική και νομισματική πολιτική του και αποφάσισε να προσδέσει το νόμισμά του στο δολάριο: η αξία του πέσο τέθηκε ίση με ένα δολάριο. Αυτό απαιτούσε μια πολιτική υψηλών επιτοκίων, η οποία ήταν αναγκαία προκειμένου να ενθαρρύνει τους ξένους επενδυτές να αγοράσουν και να διατηρήσουν πέσος. Τα υψηλά επιτόκια μαζί με μια εισοδηματική πολιτική «αυτοσυγκράτησης» κράτησαν το ρυθμό πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, και ο χαμηλός πληθωρισμός, στη συνέχεια, προβλήθηκε ως ο λόγος που καθιστούσε αναγκαία μια πολιτική περιορισμού των μισθών. Η πρόσδεση του πέσο στο δολάριο υπήρξε έτσι ένα ακόμη μέσο για να περιοριστούν οι μισθοί και να αυξηθούν τα κέρδη με ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού31 . Μια υψηλή ισοτιμία του πέσο με το δολάριο εξαρτιόταν από τα συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια για τη στήριξη του πέσο. Αυτά τα αποθέματα προήλθαν από ένα γιγάντιο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, ειδικά μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και πετροχημικών μονάδων οι οποίες πουλήθηκαν έναντι δολαρίων (Financial Times,24/25 Δεκεμβρίου, 1995), που προέρχονταν από τα τεράστια εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ.

Αλλά υπάρχουν όρια στο βαθμό που οι σχεδιαστές της πολιτικής μπορούν να εμποδίσουν τους αντικειμενικούς νόμους της καπιταλιστικής κίνησης. Κατ' αρχήν, τα υψηλά επιτόκια μείωσαν όχι μόνο τον ρυθμό του πληθωρισμού αλλά και το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δεύτερον, εξαιτίας της τεχνητά υψηλής αξίας του πέσο, και επομένως της μέτριας μόνο υποτίμησης, οι Μεξικανικές εξαγωγές έγιναν μη ανταγωνιστικές. «Γύρω στο 1993, οι τιμές των Μεξικανών παραγωγών εκφρασμένες σε δολάρια είχαν αυξηθεί περισσότερο από 45% συγκριτικά με τις τιμές στις ΗΠΑ» (Business Week, 15 Ιανουαρίου, 1995). Το Μεξικανικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναρριχήθηκε το 1994 στα 28 δισ. δολάρια ή στο 8% του ΑΕΠ (Financial Times, 21 Δεκεμβρίου, 1994). Η κυβέρνηση δεν έδειχνε να ανησυχεί δεδομένου ότι οι ξένοι επενδυτές (ελκυόμενοι από υψηλά επιτόκια) συνέχισαν να αγοράζουν μετοχές και ομολογίες. Επίσης, η κυβέρνηση βάσισε τις ελπίδες της στη NAFTA και στις άμεσες επενδύσεις και τις εμπορικές ευκαιρίες που θα έφερνε. Ωστόσο, οι ξένοι επενδυτές ανησυχούσαν όλο και πιο πολύ ότι η οικονομική επιβράδυνση και το μέγεθος του χρέους μπορεί τελικά να εξανάγκαζαν το Μεξικό να υποχωρήσει και να υποτιμήσει το πέσο.

Οι διεθνείς επενδυτές ανήσυχοι για την πιθανότητα να χάσουν χρήματα μέσω της υποτίμησης και οι διεθνείς κερδοσκόποι ανήσυχοι για το αν θα κερδίσουν χρήματα στοιχηματίζοντας στην υποτίμηση (πουλώντας το συγκεκριμένο νόμισμα και αγοράζοντάς το μετά την υποτίμηση) παρατηρούσαν με νευρικότητα το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το συνεπακόλουθο κρατικό χρέος. Υψηλά επίπεδα χρέους και ελλείμματος μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω του πληθωρισμού και αυτό μπορεί να οδηγήσει στην υποτίμηση. Αλλά μπορούν επίσης να χρηματοδοτηθούν μέσω διεθνούς δανεισμού. Αυτό, εκτός από την εμφάνιση του φαντάσματος της μη αποπληρωμής του δανείου, μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση: Αυτό προκύπτει μέσω των υψηλών χρεολυσίων εξυπηρέτησης του χρέους, των αναμενόμενων αυξήσεων στα επιτόκια (απαραίτητες για να παρακινήσουν τους επενδυτές να αγοράσουν κυβερνητικές ομολογίες, δηλαδή να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα), μέσω της πώλησης των υπαρχόντων μετοχών με σταθερά επιτόκια, της πώλησης του νομίσματος που κερδίζεται μ' αυτόν τον τρόπο, και τελικά της υποτίμησης αυτού του νομίσματος. Υψηλά χρέη και ελλείμματα μπορεί να πυροδοτήσουν τη φυγή των επενδυτών από το εθνικό νόμισμα. Αυτό μεγεθύνεται από τις τεράστιες πωλήσεις των κερδοσκόπων που στοιχηματίζουν στην υποτίμηση. Το επίπεδο των ξένων συναλλαγματικών διαθεσίμων που χρειάζονται για να υποστηρίξουν το εθνικό νόμισμα είναι έτσι σπουδαίας σημασίας για τα «συναισθήματα» των διαχειριστών των διεθνών χρηματαγορών. Αυτό που ενδιαφέρει τους διεθνείς διαχειριστές χρήματος δεν είναι η πραγματική οικονομική κατάσταση μιας χώρας, αλλά η πιθανότητα να κάνουν ένα γρήγορο κέρδος από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών (τις οποίες χαλκεύουν μόνοι τους ολοένα και περισσότερο).

Η χρησιμοποίηση υψηλών επιτοκίων και ξένων διαθεσίμων για να υποστηρίξουν το πέσο είχε καταστροφικές συνέπειες. Τα επιτόκια αυξήθηκαν γύρω στο 35% με 45% ετησίως (Financial Times, 28 Δεκεμβρίου 1994). Η ανησυχία ήταν ότι πολλές εταιρίες πνιγμένες από αυτά τα επιτόκια θα σταματούσαν να δανείζονται από τράπεζες, στερώντας έτσι τις τελευταίες από μια πηγή εισοδήματος. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι τα περισσότερα δάνεια συνάφθηκαν με μεταβλητά επιτόκια. Εξαιρετικά υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Αυτές, με τη σειρά τους, θα είχαν προβεί σε αθετήσεις αποπληρωμής των δανείων οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν πτωχεύσεις τραπεζών. Αλλά η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος δεν αποτελούσε τη μόνη ανησυχία. Εγέρθηκαν αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος της όταν το Δεκέμβριο του 1994 οι επενδυτές αγόρασαν μόνο ένα κλάσμα των 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε tesobonds--βραχυχρόνιες ομολογίες εκφρασμένες σε δολάρια και εκδιδόμενες από την κυβέρνηση-- προσφερόμενες από την κεντρική τράπεζα. Το Μεξικό είχε άλλα 26,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια έτοιμα να λήξουν τους επόμενους μήνες. «Περίπου 80% από αυτά ανήκει σε ξένους επενδυτές, πολλά των οποίων ήταν κεφάλαια από τις ΗΠΑ». (Financial Times,29 Δεκεμβρίου 1994). Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζαν οι ξένοι επενδυτές ώθησε σε μια τεράστια εκροή κεφαλαίου.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1994, η Μεξικανική κυβέρνηση τελικά υποτίμησε το πέσο πρώτα κατά 15% και μετά κατά 40% από το επίπεδο προ της κρίσεως, αφού είχαν προηγηθεί 10 μήνες εκροής κεφαλαίου και η πτώση των συναλλαγματικών διαθεσίμων στα 7 δισ. δολάρια, από 24,5 δισ. δολάρια στην αρχή του έτους και από 10 δισ. δολάρια την 1η Νοεμβρίου. (Μία από τις εξηγήσεις που δόθηκαν για αυτή την εκροή κεφαλαίου ήταν η εξέγερση των Ζαπατίστας στην επαρχία Chiapas: αυτό το σημείο θα σχολιαστεί περιληπτικά παρακάτω). Αυτή η υποτίμηση ανάγκασε τη Μεξικανική κυβέρνηση να επιτρέψει τη διακύμανση του πέσο, «εγκαταλείποντας έτσι μια επί μακρόν ακολουθούμενη πολιτική με βάση την οποία η αξία του νομίσματος διατηρείτο μέσα σε μια συγκεκριμένη ζώνη-στόχο» (Financial Times, 23 Δεκεμβρίου 1994). Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές που κρατούσαν Μεξικανικά περιουσιακά στοιχεία έχασαν δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε δύο μέρες (στο ίδιο).

Έτσι, η νέα οικονομική πολιτική, επικεντρωμένη στο χαμηλό πληθωρισμό και τη σχετική σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσω της πρόσδεσης στο δολάριο (pegging)* απέτυχε. Τέτοια πολιτική μπορούσε να έχει επιτύχει μόνο εάν το Μεξικό ήταν ικανό να εξασφαλίσει μια εισροή κεφαλαίου τέτοια ώστε να μπορεί να μετατραπεί από μια τεχνολογικά εξαρτημένη σε μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη χώρα. Αυτό θα είχε απαιτήσει, με τη σειρά του, τεράστιες παραγωγικές επενδύσεις (εκσυγχρονισμό) όπως επίσης και αυτόνομες επενδύσεις στην επιστήμη και την τεχνολογία. Σε αυτή την περίπτωση, η πρόσδεση στο δολάριο θα είχε καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη των ξένων καπιταλιστών σε αυτό το νόμισμα. Αλλά «το Μεξικό αποδείχτηκε πιο ικανό στο να προσελκύσει επενδύσεις χαρτοφυλακίου από αμοιβαία κεφάλαια και από κεφάλαια των ταμείων συντάξεων παρά στο να συγκεντρώσει άμεσες επενδύσεις σε εργοστάσια». (Business Week, 9 Ιανουαρίου 1995: 15). Εναλλακτικά, η μεξικανική κρίση «προερχόταν από την εξάρτηση του Μεξικού από τον βραχυχρόνιο δανεισμό για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων (International Herald Tribune, 23 Μαρτίου 1995).

Χωρίς να προκαλεί έκπληξη, οι αρχές του Μεξικού επέστρεψαν στον τύπο πολιτικής που ταιριάζει καλύτερα σε χώρες που ανήκουν στο εξαρτημένο μπλοκ, πολιτικής βασισμένης στον πληθωρισμό και την υποτίμηση32 . Αυτό απαιτούσε τη συνεργασία των συνδικάτων. Αλλά υπήρχε φόβος ότι κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να εξασφαλισθεί, παρά την παραδοσιακή τους υποταγή33, δεδομένου ότι τα πραγματικά ημερομίσθια είχαν μόλις ξεκινήσει να ανακάμπτουν το 1993, ύστερα από μια πτώση δέκα ετών (FinancialTimes, 31 Δεκεμβρίου 1994 / 1 Ιανουαρίου 1995). Αυτό εξηγεί γιατί το ξεσήκωμα των αγροτών (στην Chiapas) μπορούσε να ανησυχήσει τους διεθνείς επενδυτές. Αυτή η εξέγερση θα μπορούσε να είναι ο καταλύτης ενός πολύ μεγαλύτερου κινήματος δυσαρέσκειας, δεδομένης της κυοφορούμενης αναταραχής της μεξικανικής εργατικής τάξης. Όχι μόνο οι διεθνείς τράπεζες αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μοίρα του Μεξικανικού πέσο. Κατ' αρχήν, η υποτίμηση του πέσο σήμαινε φτηνότερες εισαγωγές μεξικανικών αγαθών στις ΗΠΑ και λιγότερες εξαγωγές των ΗΠΑ στο Μεξικό. Όπως αναφέρει το Business Weekστις 16 Ιανουαρίου 1995: «Σε μια νύχτα, η υποτίμηση της τάξης του 30% εξάλειψε το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ με το Μεξικό και δημιούργησε χρόνια ελλείμματα για το επικείμενο μέλλον». Δεύτερον, μια πιθανή ύφεση (και η πιθανή συνεπακόλουθη κοινωνική αναταραχή) θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μια υψηλότερη μεξικανική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, πράγμα το οποίο αποτελεί ένα πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα, ειδικά στην Καλιφόρνια και το Τέξας.

Γι' αυτούς τους λόγους οι ΗΠΑ πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου ύψους 53 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη σταθεροποίηση του πέσο34 . Για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, το μερίδιο των ΗΠΑ (20 δισεκατομμύρια δολάρια) έπρεπε να αφορά το Κεφάλαιο Σταθεροποίησης Ισοτιμιών που προορίζεται για να υποστηρίζει το δολάριο ενάντια σε πιέσεις υποτίμησης. Αυτό προκάλεσε φόβους στους διεθνείς επενδυτές ότι οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι ικανές να αντέξουν μια (κερδοσκοπική) επιδρομή κατά του δολαρίου. Αυτό συνέβη την εποχή που μια μεγάλη προσφορά δολαρίων ήταν διαθέσιμη εξαιτίας του μακροχρόνιου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ (βλέπε παραπάνω) και εξαιτίας της διαφοροποίησης των τοποθετήσεων των ταμείων συντάξεων και των αμοιβαίων κεφαλαίων (τα οποία συνέχιζαν να επενδύουν σε ξένες μετοχές και ομολογίες, πουλώντας έτσι δολάρια για να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα). Επιπλέον, η διακράτηση δολαρίων στο εξωτερικό ήταν σε βραχυχρόνιες καταθέσεις και επομένως πολύ ασταθής. Τέλος, υπήρχε επίσης η προσδοκία υψηλών γερμανικών επιτοκίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια μαζική φυγή από το δολάριο προς το μάρκο.

Για να προσπαθήσουν να διορθώσουν την κατάσταση, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αυξήσουν τα επιτόκια (κάτι που οι διεθνείς κερδοσκόποι ένιωσαν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα --Fed-- δεν ήθελε εξαιτίας της μη ικανοποιητικής κατάστασης της οικονομίας των ΗΠΑ), ενώ η Γερμανία θα έπρεπε να μειώσει τα επιτόκιά της (κάτι που οι κερδοσκόποι νόμισαν ότι δεν ήθελε η Bundesbank εξαιτίας των φόβων της Γερμανίας για άνοδο του πληθωρισμού). Τελικά, στις 31 Μαρτίου 1995, η Γερμανία μείωσε το επιτόκιό της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Αυτό έδωσε στο δολάριο αναστολή, αλλά μόνο προσωρινή35 . Η υποτίμηση του δολαρίου και η ανατίμηση του μάρκου απέκτησαν ορμή. Η ανατίμηση του μάρκου άσκησε πίεση στα πιο αδύναμα νομίσματα του Ε.Ν.Σ. και ανάγκασε τις κυβερνήσεις τους να αυξήσουν τα επιτόκιά τους, κάτι που, για παράδειγμα, έκαναν η Γαλλία, το Βέλγιο και η Δανία στις 8 Μαρτίου 1995. Η οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε αντικειμενικά από το ιμπεριαλιστικό κέντρο στο Μεξικό αναδύθηκε με τη μορφή της νομισματικής καταιγίδας στο Ε.Ν.Σ. μέσω της σύμφυτης αστάθειας του δολαρίου.

Όσο για το Μεξικό, δυο χρόνια μετά την κρίση, η οικονομία του, εκφρασμένη σε βάση πέσο, εξακολουθεί να συρρικνώνεται σε όρους θέσεων εργασίας και αγοραστικής δύναμης, ενώ οι βιομηχανίες maquiladora(εργοστάσια συναρμολόγησης απαλλαγμένα φόρου που εξάγουν την παραγωγή τους) βασισμένες στο δολάριο αυξάνονται σταθερά. Κάθε μέρα ανοίγουν δυο νέα εργοστάσια maquiladoraενώ δύο εργοστάσια μεξικανικής ιδιοκτησίας που λειτουργούν στην εσωτερική οικονομία του πέσο κλείνουν, εξαιτίας, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, των υψηλών επιτοκίων (απαραίτητα για να χρηματοδοτήσουν το μεγάλο ξένο χρέος και το χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και των υψηλών φόρων (επιβεβλημένων κατ' εντολήν του ΔΝΤ). Από την άλλη πλευρά, «η επιτυχία» των βιομηχανιών που βασίζονται στο δολάριο, βιομηχανιών που εξαίρονται ιδιαίτερα από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, έχει μικρή σημασία για τους ίδιους τους Μεξικανούς. Όχι μόνο συρρικνώνεται η εγχώρια κατανάλωση, εξαιτίας της εξαγωγής ενός αυξανόμενου μεριδίου της συνολικής παραγωγής, αλλά και τα ημερομίσθια και τα άλλα εισοδήματα αποτελούν ένα μικρό μόνο τμήμα της παραγωγής των maquiladora(μικρότερο από 5% των 26 δισεκατομμυρίων δολαρίων της παραγωγής των maquiladoraτους πρώτους εννέα μήνες του 1996). Όσο για τον ενθουσιασμό που επιδεικνύει το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τις αιτίες του: οι ΗΠΑ πληρώθηκαν τα 10 δισ. δολάρια από τα 13,5 δισ. δολάρια του μεξικανικού χρέους νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία αποπληρωμής, αλλά αυτό επιτεύχθηκε από το Μεξικό με το δανεισμό 7 δισ. δολαρίων στην αγορά ευρωπαϊκών ομολόγων. Αυτή είναι μια συνταγή για μια νέα οικονομική και νομισματική κρίση (Whalen 1997).

Κατά τη συζήτηση της νομισματικής κρίσης του 1994-95 (όπως και των άλλων κρίσεων), οι σχολιαστές επισημαίνουν ότι τα επονομαζόμενα μέτρα λιτότητας μπορούν να προκαλέσουν ύφεση. Στην πραγματικότητα, αυτά τα μέτρα είναι μόνο ο καταλύτης που προκαλεί μια ύφεση η οποία θα εμφανιζόταν έτσι κι αλλιώς. Αυτό είναι μια σταθερά στην ιστορία του καπιταλισμού. Υπάρχουν πραγματικά νέα στοιχεία στη νομισματική κρίση του 1994-95, αλλά η αποκλειστική έμφαση σε αυτά κρύβει ένα στοιχείο το οποίο είναι κοινό σε όλες τις κρίσεις: η εργασία είναι εκείνη που σηκώνει το κύριο βάρος των κρίσεων. Αν το μεξικανικό εργατικό δυναμικό είναι υπερβολικά απείθαρχο, θα ασκηθεί ξανά ωμή βία. Μια επιστροφή σε δικτατορικά καθεστώτα (για να αποκαταστήσουν «το νόμο και την τάξη») θα μπορούσε τότε να είναι στα σκαριά. Αλλά ακόμα και στα πιο δημοκρατικά καθεστώτα της Ευρώπης, η ωμή βία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών χρησιμοποιείται προκειμένου να εξαναγκαστεί η εργασία να αποδεχτεί τη μοίρα της. Για την εργασία, ο νεοφιλελευθερισμός είναι συνώνυμο της φτώχειας, της καταπίεσης, και ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, των απάνθρωπων συνθηκών ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι το κίνημα των Ζαπατίστας διοργάνωσε πρόσφατα ένα «Πρώτο Διηπειρωτικό Συνέδριο για την Ανθρωπότητα και Ενάντια στο Νεοφιλελευθερισμό»36 .

6. Συμπεράσματα.

Τον καιρό που γράφεται το παρόν κείμενο οι προοπτικές για την Ο.Ν.Ε. είναι ασαφείς. Δεδομένου ότι από τον Ιανουάριο του 1996 ακόμα και η Γερμανία αποτύγχανε να ικανοποιεί όλα τα κριτήρια σύγκλισης (το 1995 το δημόσιο έλλειμμά της ξεπέρασε το όριο του 3% του ΑΕΠ) υπάρχουν τρεις επιλογές. Η μια είναι να καθυστερήσουν την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος (προγραμματισμένου για το 1999) για ένα χρόνο ή δύο. Η δεύτερη, τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ να τύχουν μιας χαλαρής ερμηνείας ώστε να επιτρέψουν στις μεγαλύτερες χώρες να ενταχθούν στην Ο.Ν.Ε. Και η τρίτη, η Ο.Ν.Ε. μπορεί να ξεκινήσει όπως είχε προγραμματιστεί. Η γερμανική επιμονή στην αυστηρή τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης στοχεύει στη μετατροπή της Ο.Ν.Ε. σε εργαλείο για την ενίσχυση της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη και την μετατροπή του Ευρώ στη νέα μορφή μέσω της οποίας το μάρκο θα γίνει ένας πραγματικός αντίπαλος του δολαρίου των ΗΠΑ. Αλλά αυτό το σχέδιο δεν υπήρξε και δεν μπορεί να παραμείνει χωρίς αντιφάσεις που να το αμφισβητούν. Από τη μια πλευρά, η μελλοντική μορφή της Κοινότητας θα συνεχίσει να διαμορφώνεται από ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς (επικεντρωμένους γύρω από τις σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας) και τις σχέσεις εξουσίας εντός των κρατών-μελών. Από την άλλη πλευρά, η συνειδητοποίηση ότι η διαδικασία προς την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση πληρώνεται από την ευρωπαϊκή εργατική τάξη έχει αρχίσει να αγγίζει ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Οι εντυπωσιακές τελευταίες απεργίες στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία μπορεί να είναι προάγγελος ενός νέου και πιο δραστήριου ρόλου που θα αναλάβουν οι ευρωπαίοι εργάτες στη διαμόρφωση της Ευρώπης των εργατών.

Άμστερνταμ, 17 Μαϊου 1997.

Βιβλιογραφία

Alvater, E., B. Blanke and Chr. Neusüss (1971). «Kapitalistischer Weltmarkt und Weltwährungskrise», Problemedes Klassenkampfs, 1:5-117.

Artis, M. and N. Lee (1994). The Economics of the European Union, Oxford University Press.

Bladen-Hovell, R. (1994). «The European Monetary System», in M. Artis and N. Lee, The Economics of the European Union, Oxford University Press: 329-345.

Bonefeld, W. and P.Burnham (1996). «Britain and the Politics of the European Exchange Rate Mechanism 1990-92», Capital & Class60, Autumn:5-38.

Bureau van de Europese Commissie in Nederland (1996). Europavan Morgen, 26e jaargang, No. 20.

Busch, K., W. SchÖller and W. Seelow (1971). Weltmarktund Weltwährungskrise, Bremen.

Business Week, 9/1/95, 16/1/95, 30/1/95, 13/2/95, 6/3/95, 28/3/95.

Carchedi, G. (1984). «The Logic of Prices as value», Economy and Society, Vol. 13, No.4:431-55.

Coakley, J. (1988). «International dimensions of the stock market crash», Capital & Class 34, Spring: 16-21.

Deubner, Chr., U. Rehfeldt, F. Sclupp and G. Ziebura (1979). Die Internationalisierung des Kapitals. Neue Theorien in der internationalen Diskussion, Campus Verlag.

European Council (1996). «Conclusies van het voorzitterschap», Annex 2 to Annex 1, in Europavan Morgen, 1996.

Evans, T., (1988). «Dollar is likely rise, fall or stay steady, experts agree», Capital & Class34, Spring: 10-15.

Financial Times, 21/12/94, 22/12/94, 23/12/94, 24-24/12/94, 28/12/94, 29/12/94, 30/12/94, 31/12/94, 1/1/95, 9/3/95, 1/11/95, 22/1/96.

Freeman, A. (1988), «The Crash», Capital & Class34, Spring: 33-41.

Freeman, A. and G. Carchedi (eds) (1995). Marx and Non-Equilibrium Economics, Edward Elgar.

Gaveau, G. (1982). «Turmoil in the International system», World View1983, Pluto Press.

Gill, S. (1977). «The global political economy and the European Union: EMU and alternatives to neo-liberalism», unpublished paper.

Glyn, A. (1988). «The crash and real capital accumulation», Capital & Class34, Spring:21-24.

Grahl, J. (1988). «The stock market crash and the role of the dollar», Capital & Class34, Spring:24-32.

International Herald Tribune, 19-19/3/95.

Robinson, J. (1962). Economic Philosophy, Penguin Books, Harmondsworth.

Senf, T. (1978). «Politische Ökonomie des Kapitalismus», Mehrwert18.

Siegel, T. (1980). «Wertgesetz und Weltmarkt. Eine Kritik am Theorem der modifizierten Wirkungsweise der Wertgesetzes auf dem Weltmarkt», Mechrwert21 July.

Swann, D. (1992). The Economics of the Common Market, Penguin Books, Harmondsworth.

The Economist, 4/3/95.

Whalen, C. (1997). «Divided Economy», Financial Times, January 14.


22.. Μέχρι τώρα το Ecu είναι βασικά μια λογιστική μονάδα και ένα κύριο νόμισμα με βάση το οποίο εκδίδονται ευρωπαϊκά ομόλογα. Εντούτοις, το Ecu χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για ιδιωτικές συναλλαγές. Ωστόσο αυτό είναι ένας πολύ περιορισμένος ρόλος συγκρινόμενος με αυτόν που αναλαμβάνει το Ευρώ, το διάδοχο νόμισμα του Εcu.

23.. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι το ποσοστό υπεραξίας της Γερμανίας είναι χαμηλότερο από αυτό των άλλων, λιγότερο ανεπτυγμένων, χωρών.

24.. Για μια σαφή, συμπληρωματική στην παρούσα ανάλυση, του συζητούμενου και των σχετικών σημείων που αφορούν τη συμμετοχή της Γερμανίας στον ΜΣΙ βλέπε Bonefeld και Burnham, 1996.

25.. Η Ιταλία έγινε ξανά δεκτή στον ΜΣΙ τον Αύγουστο του 1996. Η ασυμμετρία στους όρους οικειοποίησης αξίας καλύπτεται με πέπλο μυστηρίου μέσα από όρους όπως «συμμετρικές προσαρμογές», που αναφέρονται στις ίσες υποχρεώσεις για παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών τόσο των ασθενών όσο και των ισχυρών νομισμάτων. Αλλά ακόμα και με αυτή την περιορισμένη σημασία, οι προσαρμογές είναι ασύμμετρες γιατί προκαλούνται από μια οικονομική πολιτική η οποία κυρίως επηρεάζεται από την ισχυρή χώρα.

26.. Αντίθετα με τη γνώμη κάποιων σχολιαστών (π.χ. Bladen-Hovell 1994: 337), «η υπόθεση της γερμανικής κυριαρχίας» δεν υπονοεί την απόλυτη ισχύ της Γερμανίας να επιβάλλει τις πολιτικές της.

27.. Αυτά είναι: το έλλειμμα πρέπει να μην είναι μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ, το χρέος πρέπει να μην είναι υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός δεν μπορεί να είναι κατά περισσότερο από 1,5% υψηλότερος του μέσου όρου των ρυθμών πληθωρισμού των τριών χωρών με τους χαμηλότερους ρυθμούς, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορεί να είναι υψηλότερα από 2% των επιτοκίων των τριών χωρών με τα χαμηλότερα επιτόκια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες πρέπει να είναι ενταγμένες στον ΜΣΙ. Ενώ αυτά τα κριτήρια προορίζονται να μετατρέψουν το μελλοντικό Ευρώ σε μια νέα μορφή του μάρκου, έχει επανειλημμένα επισημανθεί ότι από ποσοτική σκοπιά είναι αυθαίρετα (γιατί 3% και όχι άλλο ποσοστό;) και παράλογα: δεν θα επιτρεπόταν στην Ιαπωνία να είναι μέλος της Ο.Ν.Ε. εξαιτίας του υψηλού επιπέδου του χρέους της. Ας σημειωθεί ότι αυτά τα κριτήρια δεν είναι περιοριστικά για την είσοδο στην Ο.Ν.Ε. Προορίζονται να συνεχίσουν να παίζουν ένα ρόλο και μετά την έναρξη. Στις 8 Νοεμβρίου 1995, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Waigel διατύπωσε ξεκάθαρα την πρότασή του για ένα «σύμφωνο σταθερότητας». Αυτή έχει εγκριθεί πρόσφατα στη σύνοδο κορυφής του Δουβλίνου στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 1996. Βασικά, μετά την ένταξή τους στην Ο.Ν.Ε., οι χώρες-μέλη θα πρέπει να στοχεύουν σε ένα έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού γύρω στο 1% σε φυσιολογικές συνθήκες και όχι μεγαλύτερο του 3% σε δύσκολους καιρούς. Οι χώρες που δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια θα είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν μια προκαταβολή (γύρω στο 0,2% έως 0,5% του ΑΕΠ), το οποίο, στην περίπτωση που το έλλειμμα δεν διορθωθεί μέσα σε δύο χρόνια, θα μετατραπεί σε πρόστιμο. Υπάρχει επίσης ρήτρα αποχώρησης (Europavan Morgen, 1996).

28.. Μέσα στο εργατικό δυναμικό, κάποια στρώματα όπως οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ξένοι εργάτες, φυλετικές και άλλες μειονότητες, κ.λπ., τιμωρούνται περισσότερο από άλλους. Αυτό το σημαντικό σημείο δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ. Βλέπε Gill (1997).

29.. Βλέπε T. Evans (1998), J. Coakley (1998), A. Glyn (1988), J. Grahl (1988), A. Freeman (1988) και G. Carhedi (1991α), κεφ.5.

30.. Η παράδοξη λογική του συστήματος γίνεται φανερή καθώς από τη μια πλευρά το κεφάλαιο είναι ανίκανο να προσφέρει απασχόληση (γιατί είναι ανίκανο να βρει επενδυτικές διεξόδους έξω από την κερδοσκοπική σφαίρα) και από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας διογκούμενος εφεδρικός στρατός που ψάχνει για απασχόληση. Το βάθος της κρίσης αποκαλύπτεται από τα επίπεδα της ανεργίας (που για μερικές χώρες πλησιάζουν αυτά της Μεγάλης Ύφεσης) και από το απόλυτο μέγεθος του χρηματικού κεφαλαίου στις κερδοσκοπικές αγορές.

31.. Αλλά, οι μεξικανικές αρχές επιχειρηματολόγησαν, χωρίς αυτό να μας προκαλεί έκπληξη, υπέρ αυτής της πολιτικής σαν να ήταν ο μόνος τρόπος εξόδου από τις οικονομικές δυσκολίες.

* Πολιτική στήριξης μιας σχετικά σταθερής ισοτιμίας του πέσο προς το δολάριο (σ.τ.μ.).

32.. Τα υψηλά κέρδη απαιτούν χαμηλούς μισθούς. Υπάρχουν δύο τρόποι να κρατηθούν χαμηλά οι μισθοί. Ο ένας σχετίζεται με την υποτίμηση και, επομένως, τον πληθωρισμό (βλέπε παραπάνω). Ο άλλος σχετίζεται με την ανατίμηση μέσω υψηλότερων επιτοκίων (και μικρό πληθωρισμό), επιχειρηματικές δυσκολίες, ανεργία, χαμηλότερα ημερομίσθια και έτσι υψηλότερα κέρδη. Παρατηρείστε ότι στη νεο-κλασική σύνθεση, προκειμένου να γίνει ανατίμηση (δηλαδή προκειμένου το κεφάλαιο να οικειοποιηθεί διεθνή αξία), ο πληθωρισμός πρέπει να κρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα και αυτό απαιτεί να περιορισθούν τα ημερομίσθια. Ο περιορισμός των ημερομισθίων επέρχεται ως συνέπεια μιας «υγιούς» νομισματικής (και επομένως οικονομικής) πολιτικής κι όχι ως ο κύριος στόχος προκειμένου να αυξηθούν τα κέρδη.

33.. «Οι εργατικοί νόμοι επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να απολύουν τους εργάτες που απεργούν». (Business Week, 30 Ιανουαρίου 1995:19).

34.. «Η οικονομική βοήθεια για τη διάσωση του Μεξικό θα καταγραφεί στα σύγχρονα βιβλία ως η μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση του κινδύνου των διεθνών αγορών στη νομισματική ιστορία». Περιλάμβανε το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, άλλες σημαντικές βιομηχανικές χώρες, το ÄIO και την Τnάπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Σημειωτέον ότι οι εγγυήσεις του δανείου των ΗΠΑ υποστηρίζονται από έσοδα προερχόμενα από εξαγωγές πετρελαίου που κρατούνται από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης ως εχέγγυα.

35.. Η γερμανική κίνηση αντιμετώπιζε (α) ένα εκτοξευόμενο στα ύψη μάρκο (και έτσι μια νομισματική αναταραχή μέσα στην ΕΕ και τα αρνητικά αποτελέσματα πάνω στις γερμανικές εξαγωγές), (β) μια βραδέως αναπτυσσόμενη οικονομία και (γ) μια πιο αργή αύξηση της προσφοράς χρήματος στη Γερμανία. Η μείωση (των επιτοκίων) της Γερμανίας ακολουθήθηκε από την Ελβετία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και την Αυστρία. Έτσι, στη μάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ, που δεν ήθελαν να αυξήσουν τα επιτόκια, και στη Γερμανία, που δεν ήθελε να μειώσει τα επιτόκια, νίκησαν οι ΗΠΑ.

36.. Νέα και ανακοινώσεις από το κίνημα των Ζαπατίστας μπορούν να αναζητηθούν στη διεύθυνση του internet: http://www. peak.org/~justin/ezln.html