Για το πρόβλημα της τρομοκρατίας η ελληνική βιβλιογραφία δεν είχε να επιδείξει θεωρητικές μελέτες, με εξαίρεση τις αξιόλογες νομικές πραγματεύσεις του ζητήματος (στις οποίες προστέθηκε πρόσφατα η διδ. διατριβή της Σοφίας Βιδάλη με το --πάντως ειδικό και μη υπερβαίνον τα στενά όρια της εγκληματολογικής προσέγγισης-- θέμα: Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70, Αθήνα 1997).
Καίτοι σαφώς εντασσόμενη στη νομική παράδοση και εννοιολογία, η διδ. διατριβή του Δημήτρη Μπελαντή καλύπτει το κενό με τον καλύτερο τρόπο. Δεδομένου ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η ελληνοτουρκική συνεργασία είχε ήδη οδηγήσει στη σύλληψη Οτσαλάν, η μελέτη του Δ.Μ. μου φάνηκε και εξαιρετικά επίκαιρη. Μια "ανάγνωση" της υπόθεσης αυτής στο φως των στοιχείων και των επιχειρημάτων που παραθέτει η μελέτη, επιτρέπει την κατανόησή της πέρα από τις ιδεολογικές απολυτοποιήσεις που επέβαλε στη συζήτηση ο εθνικισμός, ο κρατικισμός (με τη διαρκή απόπειρα να αποκρύψει την εγγενή στη λειτουργία του βία), αλλά και η αυταρχική κατανόηση της πολιτικής από τις περισσότερες πλευρές.
Ωστόσο η "επικαιρότητα" της μελέτης δεν είναι θέμα σύμπτωσης, αλλά δομικό χαρακτηριστικό της προβληματικής. Από τη στιγμή που εμφανίζεται στη Νότια Γαλλία του 10ου αιώνα το "κίνημα της θείας ειρήνης" (που αργότερα θα εξαπλωθεί στην Ευρώπη, αποκαλούμενο ρεαλιστικότερα "κίνημα της εδαφικής ειρήνης") δεν παύει να προβάλλεται μια διεκδίκηση και μια λύση. Η διεκδίκηση αφορά την απαγόρευση της ιδιωτικής βίας. Η λύση έγκειται στη συγκέντρωση της βίας σε ένα κεντρικό οργανισμό (κράτος) που θα επιβάλλει την απαγόρευση βίας με αποτελεσματικό τρόπο, δηλαδή εν ανάγκη με τη βία. Από τα μεσαιωνικά "σύμφωνα ειρήνης και ανακωχής" μέχρι τις ποικίλες νομιμοποιητικές κατασκευές του "κοινωνικού συμβολαίου", ο ευρωπαϊκός ορίζοντας (που σταδιακά θα γίνει παγκόσμιος) εκφράζει αυτή τη λογικοπολιτικά ασυμφιλίωτη διττότητα. Απαγόρευση της (παράνομης) βίας ατόμων και ομάδων μέσω της (νόμιμης) βίας του κράτους. Σ' αυτή τη μάχη του "καλού" με το "κακό" εντάσσεται ο ορισμός και η τιμώρηση της τρομοκρατίας ως του κατεξοχήν (και πλέον επικίνδυνου) "πολιτικού" εγκλήματος.
Ο Δ. Μ. θέτει ως κύριο σκοπό της μελέτης την εξέταση του κατά πόσον η αντιτρομοκρατική νομοθεσία και πρακτική είναι σύμφωνη με τους κανόνες του Συντάγματος και των διεθνών κειμένων που --με τον ένα ή τον άλλο τρόπο-- αποτελούν τμήμα του ("υπό το πρίσμα της συνταγματικότηταςτων επιμέρους διατάξεών της", σ. 27). Όσοι γνωρίζουν την πολιτική δράση του συγγραφέα και τα κείμενά του δεν εκπλήσσονται από το ότι δεν τηρεί αυτή την υπόσχεσή του ως προς το περιοριστικό σκέλος της. Στο εκτενές εισαγωγικό κεφάλαιο, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία παρέχει μια κοινωνική και πολιτική ανάλυση της φαινομενολογίας και των συγκυριών εμφάνισης της αντικρατικής πολιτικής τρομοκρατίας και της κρατικής (αντί)δρασης (σ. 29-115, ιδίως σ. 67 επ.). Πρόκειται για μια προσέγγιση που, κατά τη γνώμη μας, δεν έχει συγκρίσιμο προηγούμενο στην ελληνική βιβλιογραφία.
Οι νομικές αναλύσεις του Δ. Μ. για κατά πόσο είναι θεμιτοί οι περιορισμοί συνταγματικών δικαιωμάτων και οι αποκλίσεις από γενικούς κανόνες του Συντάγματος που εισάγει η αντιτρομοκρατική νομοθεσία καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης. Διεξάγονται δε με σπάνια επιμέλεια, πάθος ακρίβειας και πλήρη γνώση της σχετικής συζήτησης. Δεν είναι προφανώς δυνατόν να συνοψισθούν σε λίγες γραμμές. Βασικό τους συμπέρασμα είναι η αμφίβολη συνταγματικότητα (και πάντως η νομικοπολιτική αμφισβήτηση) μιας σειράς διατάξεων για την "καταπολέμηση της τρομοκρατίας". Αυτό αφορά δε κυρίως τις απόπειρες για μια εκτατική (και κατά κυριολεξίαν ιδεολογικά "φορτισμένη") ερμηνεία τους με κοινή βάση το σχήμα καταπολέμησης του "εσωτερικού εχθρού".
Ο Δ.Μ., εστιαζόμενος στην ελληνική νομοθετική εμπειρία, καταλήγει στη θέση ότι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία εκφράζει ό,τι ο ιταλός ποινικολόγος (και παθιασμένος υπερασπιστής του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου) Luigi Ferrajoli αποκάλεσε -αναφερόμενος στη χώρα του- κρατική απάντηση που βρίσκεται σαφώς "εκτός νόμου" (Diritto e ragione, σ. 870).
Σ' αυτό το τμήμα της διατριβής οι ερμηνείες παραμένουν αμιγώς νομικές και μπορεί να πείσουν οποιονδήποτε καλόπιστο νομικό για τα "ενδονομικώς" αμφίβολα στοιχεία της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας (βλ. και τη συνθετική αναφορά των συμπερασμάτων, σ. 601 επ.). Να τονίσουμε ιδιαίτερα την εξαντλητική όσο και "καταδικαστική" ανάλυση των σχέσεων της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας με την ελευθερία έκφρασης (σ. 279-406), η οποία επικεντρώνεται στην ελευθερία του τύπου και στο έγκλημα έκφρασης "συμπάθειας" προς την τρομοκρατία, πραγματοποιώντας μια παραδειγματική ανάλυση σε ένα θέμα "εφαρμοσμένου συνταγματικού δικαίου".
Ο κριτικός αναγνώστης θα επιθυμούσε ίσως περισσότερο "ανορθόδοξες" ερμηνείες των ιδεολογικών σχημάτων του ποινικού δικαίου (έννομα αγαθά, έγκλημα κλπ.) καθώς και του συνταγματικού δικαίου (χωρισμός κράτους κοινωνίας, γενικό συμφέρον κλπ.). Σκόπιμη θα ήταν ιδίως η αναφορά στη ριζοσπαστική εκδοχή της labelling approach για τον ορισμό του εγκλήματος, δηλ. η ανάλυση των μηχανισμών εγκληματοποίησης ως ταξικής κατασκευής των εχόντων την "εξουσία ορισμού" (προσέγγιση που στη γερμανική βιβλιογραφία αναπτύσσεται από "κριτικούς εγκληματολόγους", μεταξύ των οποίων οι Fritz Sack, Gerlinda Smaus και Alessandro Baratta). Μια τέτοια "αποδόμηση" της τρομοκρατίας θα επέτρεπε την ανάλυσή της με μη ουσιοκρατικό τρόπο. Δηλ. την προσέγγισή της ως αποτέλεσμα κατασκευών του ποινικού μηχανισμού και όχι ως δεδομένο της πολιτικής αντιπαράθεσης, το οποίο το δίκαιο λαμβάνει ήδη έτοιμο και το "αντανακλά" με την αρνητική αξιολόγησή του ως εγκλήματος. Σε αυτά τα γνωστικά πλαίσια μπορεί να αποφευχθεί η αναζήτηση "αιτίων" του εγκλήματος της τρομοκρατίας εκεί όπου υπάρχουν μόνον αιτίες πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία υπό ορισμένους όρους --και με πολλαπλά φίλτρα επιλογής-- αποκτά, μέσα από τη δράση των κρατικών μηχανισμών, την "εγκληματική μορφή" (αυτή δε η ιστορικοπολιτικά αποδιδόμενη "ετικέτα" ανάγεται κυκλικά σε αίτιο απόδοσής της, δηλ. το αποτέλεσμα γίνεται αίτιο και αντιστρόφως).
Οι κριτικές παρατηρήσεις μας περιορίζονται σ' αυτό το σημείο καθώς και στις, κατά τη γνώμη μας, μη σαφείς αναφορές στην ακολουθούμενη μέθοδο νομικής ερμηνείας (σ. 165 επ.), η οποία είναι στην πράξη (ορθώς) θετικιστική, αν και αυτό δεν προκύπτει άμεσα από τη μεθοδολογική αναφορά.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Δ. Μ. χρησιμοποιεί εκτενή τμήματα των θεωριών του Carl Schmitt για να ερμηνεύσει τα ζητήματα του εσωτερικού εχθρού και της κρατικής νομιμοποίησης, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη σημασία του ως νομικού, αλλά και αποφεύγοντας να υποπέσει στο σφάλμα μιας "ερμηνευτικής" (ή και κανονιστικής) χρήσης του. Με επίκληση του γερμανού θεωρητικού, ο Δ. Μ. αποδίδει ευστοχότατα την ιδεολογική πρόσληψη της τρομοκρατίας από τους κρατικούς μηχανισμούς και όχι την "αλήθεια" της πολιτικής αντιπαράθεσης εν γένει, όπως τόσοι άλλοι πράττουν. Εξίσου υποδειγματική είναι η σύνδεση συνταγματικού, ποινικού και διεθνούς δικαίου με τη θεωρία του κράτους, μια σύνδεση απόλυτα αναγκαία για το θέμα όσο και σπάνια συναντώμενη με επάρκεια και συνέπεια.
Στα θετικά σημεία εντάσσεται η παροχή πλουσιότατου υλικού για την ελληνική συζήτηση περί τρομοκρατίας και τη σχετική νομοθεσία, σε συνδυασμό με μια σαφέστατη σκιαγράφηση της πολιτικής τρομοκρατίας πολλών χωρών καθώς και με εκτενείς παραθέσεις των ελληνικών κοινοβουλευτικών συζητήσεων για την τρομοκρατία, οι οποίες δίνονται (σοφά!) ασχολίαστες (ιδίως σ. 152 επ.). Τα αποσπάσματα από τις ομιλίες βουλευτών, αν μελετηθούν με μια "συνεχή" ανάγνωση των υποσημειώσεων, επιτρέπουν μια πλήρη ανασυγκρότηση του ιδεολογικού λόγου για την τρομοκρατία με βάση αυθεντικό υλικό. Το όφελος και η απόλαυση όποιου εφαρμόσει αυτό το "κλειδί ανάγνωσης" είναι εξασφαλισμένο.
Αν όμως η κρατική απάντηση στην τρομοκρατία είναι δυνητικά "εκτός νόμου", τίθεται το ερώτημα ποιες λειτουργίες εξυπηρετεί, δηλ. τι επιβάλλει στο κράτος δικαίου να πληρώσει αυτό το κόστος "ασυνέπειας" (ή ρεαλιστικότερα τι αναγκάζει εν προκειμένω το κράτος να "παραβεί το νόμο του" για να διασφαλίσει κυρίαρχα ταξικά συμφέροντα). Σ' αυτό το θέμα αφιερώνονται τα καταληκτικά τμήματα της διατριβής με βάση το σχήμα της αντιδιαστολής δεδηλωμένων και λανθανουσών λειτουργιών του δικαίου που χρησιμοποιείται εξάλλου και για να προσδιορισθούν τα προστατευόμενα έννομα αγαθά (σ. 563 επ.). Πρόκειται για προσέγγιση με βάση τη ριζοσπαστική χρήση του γνωστού μερτονιανού σχήματος, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να εφαρμοσθεί επιτυχώς (καίτοι είναι ίσως θεωρητικά σαφέστερη η παρόμοιων επιδιώξεων αντιδιαστολή "πρώτου και δεύτερου κώδικα" που εισήγαγε ο P. MacNaughton-Smith).
Ως προς τις λανθάνουσες πολιτικές λειτουργίες, η θέση του Δ. Μ. είναι ότι η νομοθεσία περί τρομοκρατίας (ιδίως στο "ευρύ" πεδίο της που περιλαμβάνει την τιμώρηση των εκδηλώσεων συμπάθειας, τον περιορισμό των δικονομικών εγγυήσεων και εν γένει το στιγματισμό των "κρατικών εχθρών" με τον πλέον σκληρό τρόπο) αποβλέπει κυρίως στο να εμποδισθεί η ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας και συνείδησης αμφισβήτησης. Δημιουργεί φόβο απέναντι στο κράτος, το οποίο δείχνει ότι μπορεί να "χτυπά τον εχθρό" χωρίς οίκτο πέρα και πάνω από το δίκαιο. Προκαλεί όμως και ισχυρές ιδεολογικές ανασχέσεις που συνδέονται με τις σταυροφορίες πολιτικών και ΜΜΕ κατά του "εχθρού" σε αλληλεξάρτηση με την αντιτρομοκρατική νομοθέτηση.
Τείνουν έτσι -υπό το πρόσχημα αντιμετώπισης ενός ασαφούς "εχθρού"- να αναιρεθούν βασικές αρχές πολιτικής ισότητας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία (ποινικοποίηση της πολιτικής έκφρασης και συμμετοχής, άρρηκτος όσο και αμιγώς φανταστικός συσχετισμός της τρομοκρατίας με ομάδες ισχυρής πολιτικής αμφισβήτησης) και δημιουργείται μια -περιοδικά αναζωπυρούμενη, αλλά και μόνιμα παρούσα- πρόσληψη της πολιτικής που κυμαίνεται μεταξύ της υστερίας για εχθρούς και κινδύνους και της πολλαπλής πίεσης για κομφορμισμό (π.χ. σ. 80 επ., 102 επ., 621, 634/5). Υπερισχύουν έτσι οι "συμβολικές" προληπτικές λειτουργίες που είναι μεν εγγενείς στην πολιτική πρόσληψη του (πάντα "μαχόμενου") ποινικού δικαίου, αλλά επιτείνονται από την εξαιρετική νομοθεσία σχετικά με την τρομοκρατία.
Ανάλογες σκέψεις κάνουν προφανώς οι περισσότεροι αριστεροί παρατηρητές (ή θύματα) της "αντιτρομοκρατικής δράσης". Πέραν του ότι είναι αδύνατο να αποδώσουμε σε λίγες γραμμές την πολυπλοκότητα των επιχειρημάτων και των αποχρώσεων που δίνει στις σκέψεις αυτές ο Δ. Μ. (μεταξύ άλλων με μια οξυδερκώς επικριτική εκτίμηση της πολιτικής λειτουργίας των "τρομοκρατών", σ. 80 επ.), θα σημειώσουμε ότι στη μελέτη συναντάται μια άρτια διατύπωσή τους που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το "αποδεικτικό" υλικό της, δηλ. παρέχεται η πειστική θεμελίωσή τους. Και παράλληλα επισημαίνεται ορθά ότι τέτοιες συγκυριακές εξελίξεις δεν πρέπει να τροφοδοτούν τα καταστροφικά σενάρια για τέλος του φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου, επάνοδο στην ιερά εξέταση κλπ., σενάρια στα οποία ιδιαίτερα αρέσκονται οι νομικοί και οι πολιτολογούντες.
Από τεχνική πλευρά είναι προφανής η βαθιά γνώση της γερμανικής βιβλιογραφίας (αλλά και η ευρεία χρήση αγγλόφωνων και ιταλών συγγραφέων) καθώς και η πολύπλευρη ενημέρωση για τα περί τρομοκρατίας ανά την υφήλιο τεκταινόμενα. Το πλέον εντυπωσιακό είναι το ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε να αντλήσει τόσες πολλές και "πλούσιες" πληροφορίες για το ζήτημα από μια βιβλιογραφία που φαίνεται αυστηρά επιλεγμένη σε σχέση με τον ωκεανό των γραφομένων. Είναι σφάλμα να ισχυρισθούμε ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε να "συλλάβει" πλήρως (και ουσιαστικά να "συμπληρώσει") το υλικό του χάρη στην πολιτική παιδεία και εμπειρία του;
Θα ολοκληρώσουμε με την επισήμανση ότι η εγκυρότητα και η πληρότητα της μελέτης την καθιστά σημαντικό εργαλείο στα χέρια όχι μόνον εκείνων που ενδιαφέρονται ακαδημαϊκά ή πολιτικά για το ζήτημα, αλλά και όλων όσων συμμετέχουν στις δικαστικές αντιπαραθέσεις για την τρομοκρατία και αναζητούν μια θεμελιωμένη "εναλλακτική" ερμηνεία, δηλ. μια ερμηνεία περιορισμού της ποινικής εξουσίας, καθώς και σημεία αναφοράς για τη συνολική έμπρακτη κριτική της.
Η διατριβή ολοκληρώθηκε το 1993 και άρα αναφέρεται εν μέρει σε μη ισχύον πλέον "αντιτρομοκρατικό δίκαιο". Δεν παύει όμως να αναλύει τα κύρια σχήματα νομοθέτησης και νομικής σκέψης σε κάθε ζήτημα ποινικοποίησης της πολιτικής αμφισβήτησης, να διατυπώνει θεμελιωμένες επιφυλάξεις για πληθώρα ισχυουσών διατάξεων και να ασκεί "προληπτική" κριτική στα μοντέλα που (μοιραία;) θα ακολουθήσει μια μελλοντική αντιτρομοκρατική νομοθέτηση (βλ. την επιλογική παρατήρηση, σ. 635/6).
Όπως θα διαπιστώσουν οι ενδιαφερόμενοι των προαναφερθεισών κατηγοριών αναγνωστών, η συγκεκριμένη νομοθεσία ήταν απλά το "παράδειγμα" μια βαθιάς ανάλυσης γενικών τάσεων του ποινικού δικαίου που δεν χάνει σε τίποτε την επικαιρότητά της. Για όλους αυτούς τους ενδιαφερομένους υπάρχει μια μόνον κατηγορική προσταγή: πάρε και διάβασε.