Η μαρξιστική θεωρία δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Συγκρούεται διαρκώς με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, η οποία αναπαράγεται μάλιστα στο εσωτερικό του μαρξισμού, ως οικονομισμός και ανθρωπισμός.
Ταυτόχρονα, από την ίδια της τη φύση, ως μια θεωρία κριτική και επαναστατική, η μαρξιστική θεωρία διαπλέκεται και τροφοδοτείται, γονιμοποιεί και γονιμοποιείται από την αυθόρμητη λαϊκή ιδεολογία των εργαζόμενων τάξεων, των οποίων την εκμετάλλευση και εξουσίαση από το κεφάλαιο αποκαλύπτει και αναλύει. Παράγεται έτσι ο «μαζικός μαρξισμός», ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών, που καίτοι συνιστά ένα πλέγμα πεποιθήσεων και πρακτικών και όχι ένα συνεκτικό θεωρητικό σύστημα εννοιών (καίτοι δηλαδή είναι ένα ιδεολογικό σύνολο, καταστατικά διάφορο από τη μαρξιστική θεωρία) , εντούτοις ταυτίζεται συχνά (από μαρξιστές και μη) με τη μαρξιστική θεωρία.
Επιπλέον, στο εσωτερικό της μαρξιστικής θεωρίας διαμορφώνονται διαφορετικές προσεγγίσεις, λόγω της πολλαπλότητας των αντικειμένων μελέτης που συγκροτεί, καθώς αποκαθιστά νοητικά την ενότητα των διαφορετικών επιπέδων και περιοχών της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η μαρξιστική θεωρία αναδεικνύεται δηλαδή ως η επιστήμη της συνολικής καπιταλιστικής κοινωνίας και των δομικών χαρακτηριστικών της - του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής - επιτρέποντας στη συνέχεια την οριοθέτηση ειδικότερων αντικειμένων ανάλυσης. Αναδεικνύεται επομένως ως ένα θεωρητικό σύστημα κατάλληλο για τη μελέτη όχι μόνο της καπιταλιστικής οικονομίας και των επιμέρους περιοχών της, αλλά και του κράτους, του δικαίου και των πολιτικών θεσμών, του πολιτισμού και των ιδεολογιών κ.ο.κ., δηλαδή του πλήθους των θεωρητικών αντικειμένων που μπορούν να συγκροτηθούν σε αντιστοιχία με τις επιμέρους κοινωνικές δομές και πρακτικές της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Για τη μελέτη, την παραπέρα ανάπτυξη και τη σωστή αξιοποίηση της μαρξιστικής θεωρίας είναι απαραίτητη η γνώση, η μελέτη και η επιστημονική αποτίμηση του έργου του ίδιου του Μαρξ. Όχι γιατί το έργο αυτό αποτελεί ένα σώμα ιερών κειμένων, που μπορούν να λύσουν το οποιοδήποτε θεωρητικό πρόβλημα δια της μεθόδου της σταχυολόγησης αποσπασμάτων, αλλά αντίθετα διότι εκείνο που πρέπει να αποφεύγεται είναι η εκλεκτικιστική «αγιοποίηση» και χρήση του Μαρξ.
Κατανόηση του έργου του Μαρξ σημαίνει πρώτα από όλα κατανόηση του ότι το έργο αυτό δεν είναι ενιαίο. Όχι μόνο διότι, όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ διαμορφώνει το θεωρητικό σύστημά του μέσα από διαδοχικές θεωρητικές επαναστάσεις (οι πιο σημαντικές από τις οποίες είναι η ρήξη του με το φιλοσοφικό ανθρωπισμό, το 1845, και η ρήξη του με την κλασική Πολιτική Οικονομία, το 1857-8), που επαναστατικοποιούν το περιεχόμενο των υπαρχουσών εννοιών της φιλοσοφίας και της Πολιτικής Οικονομίας και εισάγουν νέες έννοιες. Επιπλέον, διότι ακόμη και στο έργο του ώριμου Μαρξ εντοπίζονται αντιφάσεις και θεωρητικές υπαναχωρήσεις προς το θεωρητικό πεδίο της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας ή και προς τελεολογικά φιλοσοφικά σχήματα. 1
Πρέπει λοιπόν οι μαρξιστές να γνωρίζουν το έργο του Μαρξ (όχι απλώς κάποια αποσπάσματα από αυτό) και πρέπει πολύ περισσότερο να παίρνουν θέση απέναντι σ' αυτό το έργο, με τις καμπές και τις αντιφάσεις του.
Ο πρώτος ίσως μαρξιστής που φαίνεται ότι κατανόησε πλήρως αυτή την αναγκαιότητα και την τεράστια πολιτική σημασία της, το ότι δηλαδή οι μαρξιστές πρέπει να μπορούν να αποκτήσουν σφαιρική εικόνα του Μαρξικού έργου και να μπορούν να παίρνουν θέση απέναντι σ' αυτό, ήταν ο Νταβίντ Ριαζάνοφ. Ο Ριαζάνοφ αφιέρωσε τη ζωή του στην προοπτική τού να καταστεί το έργο του Μαρξ προσιτό στους μαρξιστές και η εμμονή του αυτή του στοίχισε τη ζωή, καθώς η σταλινική αντεπανάσταση δεν μπορούσε να ανεχθεί έναν Μαρξ που θα υπερέβαινε τα όρια του δικού της δογματικού μαρξισμού, του «σοβιετικού μαρξισμού», που αποτελούσε το ιδεολογικό «τσιμέντο» της νέας ταξικής εξουσίας στη Ρωσία.
Ο Ριαζάνοφ γεννήθηκε στην Οδησσό το 1870 από εβραίους γονείς. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Goldendach. Σε ηλικία 17 ετών οργανώθηκε στο κίνημα των Ναρόντνικων, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε για να ενταχθεί, από το 1890, στην ομάδα για την «Απελευθέρωση της Εργασίας» υπό την ηγεσία του Πλεχάνοφ, η οποία αποτέλεσε το πρόπλασμα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ), που ιδρύθηκε το 1898 στο Μινσκ. Από το 1901 ο Ριαζάνοφ εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου και εξέδωσε μια σειρά κριτικών άρθρων σχετικά με τα οργανωτικά ζητήματα του Κόμματος. Όταν στο δεύτερο Συνέδριό του το 1903, το ΣΔΕΚΡ πολώνεται σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους, ο Ριαζάνοφ δεν προσχωρεί σε καμιά από τις δύο αυτές κομματικές πτέρυγες. Ήδη την περίοδο αυτή γνωρίζεται με ηγετικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) και εκδηλώνει ενδιαφέρον για την ιστορία του Μαρξισμού και τα αδημοσίευτα έργα των Μαρξ και Ένγκελς.
Με το θάνατο του Ένγκελς το 1895, το μεγαλύτερο μέρος των έργων των Μαρξ και Ένγκελς παρέμενε αδημοσίευτο. Στη Γερμανία, τα σημαντικότερα έργα που κυκλοφορούσαν ήταν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι 3 τόμοι του Κεφαλαίου, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, οι αναλύσεις του Μαρξ για τη Γαλλία (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη [εκδόσεις 1869 και 1885], Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία [1891], και Οι Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία [1895]), Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας [Β΄ έκδοση 1892] και ορισμένα από τα ύστερα έργα του Ένγκελς (Αντι -Ντύρινγκ [1878, Γ΄ αναθεωρημένη έκδοση 1894], Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους [1884, Δ΄ αναθεωρημένη έκδοση 1891], Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας [1888]). Τη διαχείριση των χειρόγραφων αδημοσίευτων έργων των Μαρξ και Ένγκελς ανέλαβαν, ως εκπρόσωποι της ηγεσίας του SPD, οι August Bebel, Paul Singer και Eduard Bernstein. Αυτοί ανέθεσαν στον Franz Merhing την έκδοση μιας συλλογής αποσπασμάτων από τα έργα αυτά -καθώς και από τα έργα του Ferdinand Lassale-, στον Karl Kautsky την έκδοση των Θεωριών για την Υπεραξία, ενώ οι Bebel και Bernstein ανάλαβαν την έκδοση μέρους της αλληλογραφίας μεταξύ Μαρξ και Ένγκελς.
Την εποχή που ο Ριαζάνοφ βρισκόταν στο Βερολίνο εκδίδονται λοιπόν η Συλλογή αποσπασμάτων από τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λασάλ, που επιμελήθηκε ο Merhing (1902) 2 και ένα τμήμα από τις Θεωρίες για την Υπεραξία. (Η έκδοσή τους άρχισε το 1905 και ολοκληρώθηκε το 1910). Το 1905 ο Ριαζάνοφ εκδίδει στη Γενεύη μια μπροσούρα για το αγροτικό ζήτημα, στην οποία εφαρμόζει στην περίπτωση της Ρωσίας ορισμένα από τα συμπεράσματα των αναλύσεων του Μαρξ για τη Γαλλία του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1905 πηγαίνει στη Ρωσία, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και το 1907 επιστρέφει και πάλι στη Γερμανία. Η θεωρητική συγκυρία στο SPD καθορίζεται την εποχή αυτή από την «επιστροφή» των απόψεων του Bernstein, ο οποίος, μετά την ήττα των «αναθεωρητικών» θέσεών του στο Συνέδριο του Ανοβέρου του SPD το 1899, επανέφερε στην επικαιρότητα τις θεωρητικές και πολιτικές του αναλύσεις το 1905 με την έκδοση του βιβλίου του Η Απεργία (ελλην. έκδοση Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1921).
Ο Ριαζάνοφ προσανατολίζεται τώρα προς τη συστηματική μελέτη όλου του (εκδομένου και ανέκδοτου) έργου των Μαρξ και Ένγκελς, με αρχικό στόχο να ανασυνθέσει την Ιστορία της Α΄ Διεθνούς, για να μπορέσει να συναγάγει από αυτήν συμπεράσματα αναφορικά με τη σχέση του αυθόρμητου εργατικού κινήματος και της πολιτικής εργατικής Οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας επιμελείται την έκδοση των «Πρωτοκόλλων» του Κεντρικού Συμβουλίου της Α΄ Διεθνούς. Ταυτόχρονα δημοσιεύει άρθρα στην εφημερίδα του SPD Die Neue Zeit. Ήδη από την εποχή αυτή γίνεται φανερό ότι κατευθυντήρια αρχή της προσέγγισής του ήταν η θέση πως τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς πρέπει να μελετώνται σε αναφορά με τα ζητήματα που έθετε η (θεωρητική, ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική) συγκυρία μέσα στην οποία γράφτηκαν, ή, όπως σημειώνει ο Μπερντ Ράμπελ, επεδίωκε την «εφαρμογή της μεθόδου του Μαρξ πάνω στον ίδιο το μαρξισμό» (Ράμπελ, σε Ριαζάνοφ χ.χ.ε., σελ. 19).
Την περίοδο αυτή ο Ριαζάνοφ συνήψε φιλικές σχέσεις με όλα εκείνα τα ηγετικά στελέχη του SPD που είχαν αναλάβει την επιμέλεια των ανέκδοτων έργων των Μαρξ και Ένγκελς και μπόρεσε έτσι να συμβάλει αποφασιστικά στην έκδοση το 1913 της αλληλογραφίας μεταξύ Μαρξ και Ένγκελς. 3 Για τη μελέτη των ανέκδοτων κειμένων των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και των κειμένων που βρίσκονταν εκτός κυκλοφορίας, δεν περιορίστηκε μόνο στο σχετικό αρχείο του SPD, αλλά ταξίδευσε σε όσες πόλεις υπήρχαν βιβλιοθήκες στις οποίες βρίσκονταν δημοσιευμένα (άρθρα εφημερίδων, μπροσούρες, κ.ο.κ.) ή αδημοσίευτα κείμενά τους (Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες, Βιέννη). Ταυτόχρονα συνδέθηκε με το ζεύγος Laura Marx-Lafargue και Paul Lafargue, στην κατοχή των οποίων, στο Dravail όπου διέμεναν, υπήρχε επίσης ένα πολύτιμο αρχείο χειρογράφων του Μαρξ. Οι εργασίες του αυτές του εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση της ηγεσίας του SPD, γεγονός που του επέτρεψε να μεσολαβήσει μεταξύ γερμανών και αυστριακών μαρξιστών για μια ενιαία έκδοση των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς. (Η σχετική συμφωνία υπεγράφη την 1.1.1911 από τους Max Adler, Otto Bauer, Adolf Braun, Rudolf Hilferding, Karl Renner και τον Νταβίντ Ριαζάνοφ). Ήδη από το 1909 του είχε ανατεθεί (μετά από πρόταση του Kautsky) η επιμέλεια της έκδοσης των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς της περιόδου 1852-1862, τα οποία εκδόθηκαν τελικώς το 1917. 4
O Ριαζάνοφ θεωρούσε ότι οι οικονομικές, πολιτικές και διεθνοπολιτικές εξελίξεις της περιόδου 1852-1862 (οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τη διάλυση της συμμαχίας που συνήψαν μεταξύ τους το 1848, ο Κριμαϊκός Πόλεμος, 1853-56, και τα νέα δεδομένα που δημιούργησε) αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση των μετασχηματισμών που συντελέστηκαν στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και οδήγησαν στην ένταση της αποικιοκρατικής τους πολιτικής και την όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ τους (οι οποίοι κορυφώθηκαν με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Θεωρούσε δηλαδή ότι όχι μόνο τα θεωρητικά έργα του Μαρξ, όπως το Κεφάλαιο, αλλά και οι αναλύσεις του για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις της περιόδου αυτής αποτελούν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση του «νεότατου» καπιταλισμού. Με τον τρόπο αυτό ο Ριαζάνοφ ήθελε να αντιταχθεί στη θεωρητική εκείνη τάση, που ήδη άρχιζε να κυριαρχεί στο εσωτερικό της Β΄ Διεθνούς, η οποία επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Μαρξ σαν τον θεωρητικό κάποιου παρωχημένου, «ανταγωνιστικού», σταδίου του καπιταλιστικού, ώστε να μπορέσει να ισχυριστεί κατόπιν ότι στην εποχή του «νεότατου» καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, δεν έχουν πλέον περιεχόμενο ορισμένες από τις θεωρητικές έννοιες, αλλά ούτε και τα πολιτικά συνεπαγόμενα των αναλύσεων του Μαρξ για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία. Η τάση αυτή εκφράστηκε στο θεωρητικό επίπεδο με ηγεμονικό τρόπο με την έκδοση το 1909 του βιβλίου του Rudolf Hilferding Das Finanzkapital [Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο] (και αργότερα κωδικοποιήθηκε από την Γ΄ Διεθνή, στο πλαίσιο του σοβιετικού «μαρξισμού-λενινισμού»). Τη ρήξη της επίσημης Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας με τη μαρξιστική επαναστατική παράδοση θα επισημάνει ο Ριαζάνοφ και στη μπροσούρα του Στη μνήμη του Bebel, την οποία εξέδωσε το 1913, την ίδια χρονιά του θανάτου του γερμανού σοσιαλιστή ηγέτη.
Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 ο Ριαζάνοφ τάχθηκε αμέσως ενάντια στην άποψη της πλειοψηφίας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών για «προάσπιση της πατρίδας» και υπέρ της άποψης του Λένιν και των σπαρτακιστών για μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. Συνδέθηκε με την ομάδα των ρώσων «διεθνιστών» (Τρότσκι, Λουνατσάρσκι, Μανουίλσκι κ.ά.), η οποία προσχώρησε τον Αύγουστο του 1917 στο κόμμα των μπολσεβίκων. Το Δεκέμβριο του 1917 υποστήριξε μαζί με τον Κάμενεφ την άποψη ότι έπρεπε να σχηματιστεί μια σοσιαλιστική κυβέρνηση συνασπισμού όλων των αριστερών κομμάτων, με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε την ενότητα της νικηφόρας εργατικής τάξης. Το Μάρτιο του 1918 αντιτάχθηκε μαζί με τους Μπουχάριν, Ράντεκ, Οσίνσκι κ.ά. στην ειρήνη του Brest-Litowsk, με το σκεπτικό ότι η συνέχιση του πολέμου θα διευκόλυνε την εξάπλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Στο 7ο (Μάρτιος 1918), 8ο (Μάρτιος 1919) και 9ο (Μάρτιος-Απρίλιος 1920) Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας (μπολσεβίκοι) [ΚΚΡ(μπ.)] υποστήριξε την αναγκαιότητα ανεξαρτησίας των εργατικών συνδικάτων απέναντι στο Κόμμα και το κράτος, ενάντια στην πλειοψηφούσα αντίθετη άποψη που εξέφραζε ο Τρότσκι. Τις απόψεις του για τα συνδικάτα παρουσίασε στην μπροσούρα Τα Καθήκοντα των Συνδικάτων πριν και κατά την περίοδο της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, την οποία εξέδωσε το 1921. Την εποχή αυτή του δίνεται η ευκαιρία να συνεχίσει το έργο της συγκέντρωσης, επιμέλειας και έκδοσης των γραπτών των Μαρξ και Ένγκελς, καθώς ο Λένιν, με επιστολή του που φέρει την ημερομηνία 2.2.1921, ζήτησε από τον Ριαζάνοφ να αναλάβει επισήμως αυτό το έργο.
Το ήδη υπάρχον Μουσείο Μαρξ-Ένγκελς της Μόσχας μετετράπη τον Ιούλιο του 1922 σε επιστημονικό Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς με διευθυντή τον Ριαζάνοφ, υπό την εποπτεία της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής. Η απόφαση για την έκδοση των Απάντων των Μαρξ από το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς της Μόσχας επικυρώθηκε το 1924 από το 13ο Συνέδριο του ΚΚΡ(μπ.) και το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Την ίδια χρονιά ο Ριαζάνοφ κατάφερε να εξασφαλίσει την άδεια της ηγεσίας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών να φωτογραφηθεί για λογαριασμό του Ινστιτούτου όλο το αρχείο των έργων και επιστολών των Μαρξ-Ένγκελς που κατείχε το SPD, συμπεριλαμβανομένων και των τμημάτων του που βρίσκονταν στη διάθεση μελών του κόμματος (π.χ. του Bernstein). Παράλληλα κατάφερε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της ηγεσίας του ΚΚΡ(μπ.) για τη συγκρότηση μιας διεθνούς επιστημονικής ομάδας συνεργατών του Ινστιτούτου, με κριτήρια επιστημονικής επάρκειας και ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο εντασσόταν ο καθένας. Στόχος του Ινστιτούτου ήταν «η έκδοση μιας ιστορικής-κριτικής Συνολικής Έκδοσης του έργου των Μαρξ-Ένγκελς» (Marx-Engels-Gesamtausgabe – MEGA). Στον Πρόλογο του πρώτου τόμου της MEGA, που κυκλοφόρησε στην Φραγκφούρτη το 1927, ο Ριαζάνοφ σημείωνε για το έργο των Μαρξ Ένγκελς: «Η ολόπλευρη επιστημονική μελέτη του θεωρητικού και πρακτικού έργου της ζωής τους θα καταστεί μόνο τότε δυνατή όταν ολόκληρη η πνευματική τους κληρονομιά αναπαραχθεί και συγκεντρωθεί σε μια κριτική συνολική έκδοση» (παρατίθεται στο Hecker 1997, σελ. 14).
Σύμφωνα με το σχέδιο που διαμορφώθηκε, οι εργασίες του Ινστιτούτου διαρθρώθηκαν σε τέσσερα Τμήματα, καθένα από τα οποία θα επιμελούνταν την έκδοση ενός μέρους του έργου των Μαρξ και Ένγκελς. Πιο συγκεκριμένα, το Τμήμα Ι θα εξέδιδε όλα τα έργα τους εκτός του Κεφαλαίου (προβλεπόταν η έκδοση 17 τόμων), το Τμήμα ΙΙ θα εξέδιδε Το Κεφάλαιο και όλες τις σχετικές προκαταρκτικές εργασίες του Μαρξ (13 τόμοι), το Τμήμα ΙΙΙ θα εξέδιδε την αλληλογραφία (10 τόμοι), και το Τμήμα IV θα διαμόρφωνε τα Ευρετήρια της όλης έκδοσης (2 τόμοι). Μέχρι τον Ιανουάριο 1931, που παρέμεινε ο Ριαζάνοφ διευθυντής του Ινστιτούτου, είχαν εκδοθεί δύο τόμοι του Τμήματος Ι (Έργα του Μαρξ μέχρι το 1844 και σχετιζόμενα με αυτά Υλικά) και τρεις τόμοι αλληλογραφίας μεταξύ Μαρξ και Ένγκελς (1844-1853, 1854-1860 και 1861-1867). Επίσης ήταν προς έκδοση άλλοι τέσσερις τόμοι έργων (Η Αγία Οικογένεια & Χειρόγραφα 1844, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία & ορισμένα μικρά άρθρα, Η Γερμανική Ιδεολογία, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας & όλα τα κείμενα της περιόδου Ιούνιος 1846 – Μάρτιος 1848) και ένας επιπλέον τόμος αλληλογραφίας. Πέρα από το εκδοτικό έργο, η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Μαρξ - Ένγκελς της Μόσχας είχε συγκεντρώσει μέχρι το 1931 15.000 πρωτότυπα ντοκουμέντα και 175.000 φωτοαντίγραφα κειμένων και εγγράφων που σχετίζονταν με την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Η MEGA εγκαινίασε μία νέα, πρωτόγνωρη για την εποχή, ποιότητα στην έκδοση των έργων των Μαρξ και Ένγκελς. Εντούτοις, όπως αναλυτικά εξηγεί ο Hecker (1997) δεν ήταν λίγες οι ατέλειες, με τις σημαντικότερες να αφορούν το σχολιασμό και τον υπομνηματισμό των κειμένων. Καταλήγει έτσι στη θέση ότι επρόκειτο για μια «‘κατά προσέγγιση' ιστορική-κριτική» (Hecker 1997, σ. 19) έκδοση.
Σε κάθε περίπτωση, η MEGA υπό τη διεύθυνση του Ριαζάνοφ αποτελούσε την πρώτη συστηματική προσπάθεια μιας τεκμηριωμένης και επιστημονικά επαρκούς έκδοσης του συνολικού, σε μεγάλο μέρος διάσπαρτου ή και ανέκδοτου, έργου των Μαρξ και Ένγκελς. Ενάντια στην προσπάθεια αυτή στράφηκε η σταλινική αντεπανάσταση, αμέσως μόλις κατέλαβε την πολιτική εξουσία. (Για τον κοινωνικό χαρακτήρα της σταλινικής αντεπανάστασης βλ. Μηλιός 1990). Αυτό που ενοχλούσε την αντεπανάσταση δεν ήταν αυτή καθαυτή η έκδοση των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς (άλλωστε η έκδοση των κλασικών έργων του Μαρξισμού απετέλεσε πάντοτε ένα μηχανισμό ιδεολογικής νομιμοποίησης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης 5) , όσο η έκδοσή τους με το συγκεκριμένο τρόπο: από μια διεθνή επιστημονική ομάδα μαρξιστών διανοουμένων, ανάλογη της οποίας (σε εύρος και επάρκεια) δεν υπήρχε πουθενά στον κόσμο, η οποία μάλιστα στόχευε να παρουσιάσει και να σχολιάσει κατά τρόπο ιστορικό και κριτικό το συνολικό έργο των Μαρξ και Ένγκελς. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν επρόκειτο για ένα απλό εκδοτικό εγχείρημα, αλλά για ένα υψίστης σημασίας θεωρητικό έργο, που (θα) παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα, ακόμα και πέρα από το χώρο της θεωρίας και των διανοουμένων.
Ήταν λοιπόν προφανές ότι η ύπαρξη του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς υπό τον Ριαζάνοφ συνιστούσε απειλή για τη σταλινική αντεπανάσταση, διότι αντιστρατευόταν στην επικράτηση του ιδιότυπου εκείνου αμαλγάματος αστικής ιδεολογίας και μαρξιστικών αποσπασμάτων (υπό την κυριαρχία φυσικά της πρώτης), που αποκλήθηκε «σοβιετικός μαρξισμός», και το οποίο «τσιμεντάριζε» τη νέα εξουσία που οικοδομήθηκε στη Ρωσία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Αυτός ήταν ο λόγος που ο ίδιος ο Στάλιν ηγήθηκε της εκστρατείας διάλυσης του Ινστιτούτου και εξόντωσης της επιστημονικής ομάδας που το στήριζε. Η τύχη του Ριαζάνοφ και πολλών συνεργατών του έγινε γνωστή στις ακριβείς λεπτομέρειές της μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, μετά την κατάρρευση του «σοβιετικού» καθεστώτος. Ας παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 το κύρος και η διεθνής φήμη του Ριαζάνοφ βρίσκονται στο απόγειό τους. Το 1929 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και το 1930, με αφορμή τα εξηκοστά γενέθλιά του, εκδίδεται ένας συλλογικός επιστημονικός τόμος προς τιμήν του. Με την ίδια αφορμή τον μνημονεύουν δημόσια διανοούμενοι και ηγετικά στελέχη του Κόμματος όπως ο Ρίκοφ, ο Καλίνιν, ο Βοροσίλοφ και η Κλάρα Τσέτκιν.
Το φθινόπωρο του 1930, ο Στάλιν καταγγέλλει σε επιστολή προς τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Proletarskaja Rewoljuzija τους «αρουραίους των αρχείων» και την ευπιστία τους στα «υπάρχοντα χάρτινα ντοκουμέντα». (Παρατίθεται στο Kolpinskij 1997, σ. 184). Στις 9 Δεκεμβρίου 1930 κατονομάζει δημοσίως τον Ριαζάνοφ ως χαρακτηριστική περίπτωση εκείνης της κατηγορίας διανοουμένων που το Κόμμα πρέπει να καταπολεμήσει. (Αναφέρεται από τον Hedeler 1997, σελ. 197).
Τη νύχτα 23 προς 24 Δεκεμβρίου 1930 συλλαμβάνεται I. I. Rubin 6 (που εργαζόταν ως μεταφραστής στο Ινστιτούτο), με την ανυπόστατη κατηγορία ότι συμμετείχε σε μια υποτιθέμενη συνομωσία των Μενσεβίκων. Υποβάλλεται σε βασανιστήρια και «ομολογεί» ότι ο Ριαζάνοφ εξαφάνιζε ντοκουμέντα από το αρχείο του Ινστιτούτου με στόχο να πλήξει το Κόμμα. Τον Ιανουάριο 1931 δημοσιεύονται άρθρα κατά του Ριαζάνοφ στον κομματικό τύπο.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1931 συλλαμβάνεται ο Ριαζάνοφ για συνομωσία κατά του Κόμματος και του κράτους. Μεταξύ άλλων κατηγορείται ότι σκοπίμως δεν έδωσε στη δημοσιότητα μια επικριτική επιστολή του Ένγκελς προς τον Kautsky (με ημερ. 23.2.1891, δημοσιεύεται στα MEW, τ. 38, σσ. 39-41) για να προστατεύσει τον τελευταίο. Επίσης στοιχείο της αρχικής κατηγορίας υπήρξε το γεγονός ότι στο Ινστιτούτο είχαν συλλεχθεί ντοκουμέντα για τη ζωή του εξώγαμου γιου του Μαρξ, Frederick Demuth, αλλά με παρέμβαση του Στάλιν η κατηγορία αυτή αποσύρθηκε και το ζήτημα αποσιωπήθηκε προς αποφυγήν «σκανδάλου» (Hedeler 1997, σελ. 252, Rjazanov 1997, σελ. 252-58).
Ο Ριαζάνοφ καθαιρέθηκε από όλα του τα αξιώματα και εξορίστηκε στο Σεράτοφ. Το Ινστιτούτο Μαρξ - Ένγκελς συγχωνεύθηκε με το Ινστιτούτο Λένιν και δημιουργήθηκε το Ινστιτούτο Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν με διευθυντή τον Β. Αντοράτσκι, ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στη «θεμελίωση» των κατηγοριών κατά του Ριαζάνοφ. Εκδόθηκαν ορισμένοι από τους τόμους της MEGA, που η νέα διεύθυνση είχε βρει έτοιμους το 1931. Τελικά, το 1936 ανεστάλη η περαιτέρω έκδοση της MEGA. Το 1937 ξεκίνησε νέος κύκλος διώξεων και εκκαθαρίσεων των πρώην συνεργατών του Ινστιτούτου Μαρξ - Ένγκελς. Στο πλαίσιο αυτών των διώξεων ο Ριαζάνοφ συνελήφθη στo Σεράτοφ με την κατηγορία της συμμετοχής σε τροτσκιστική συνομωσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο στις 21 Ιανουαρίου 1938 και εκτελέστηκε την ίδια μέρα. Με την ίδια κατηγορία εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν αρκετοί από τους ρώσους συνεργάτες του Ινστιτούτου, ενώ στους αλλοδαπούς συνεργάτες του Ινστιτούτο που «εκκαθαρίστηκαν» την ίδια περίοδο (Walter Haenisch, Ernst Czobel, Franz Schiller, Fritz Sauer κ.ά.) προστέθηκε και η κατηγορία της «κατασκοπείας» (Stammberger 1997, σελ. 144-151).
Η σταλινική αντεπανάσταση επιχείρησε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να εξαφανίσει το έργο άλλά και το όνομα του Ριαζάνοφ. Στις «επίσημες» κομματικές Ιστορίες αναφέρεται μόνο η ίδρυση του Ινστιτούτου Μαρξ - Ένγκελς στη Μόσχα «με πρωτοβουλία του Λένιν» (Geschichte der internationalen Arbeiterbewegung in Daten, Berlin/Ost 1986, σελ. 195), χωρίς καμιά αναφορά στον Ριαζάνοφ, το έργο του ή τους συνεργάτες του. Είναι καθήκον των μαρξιστών να αποκαταστήσουν την Ιστορία του μαρξιστικού κινήματος, αλλά και να συνεχίσουν το έργο του Ριαζάνοφ: να αξιοποιήσουν με τρόπο ιστορικό-κριτικό, δηλαδή επιστημονικό, τη μαρξιστική θεωρία.
Από το συγγραφικό έργο του Ριαζάνοφ έχει επανεκδοθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από όσο γνωρίζω, μόνο ένα βιβλίο του, που η γερμανική του έκδοση φέρει τον τίτλο: Marx und Engels nicht nur fuer Anfaenger, Rotbuch Verlag, Westberlin 1973. (Εκδόθηκε με πρωτοβουλία του Bernd Rabehl, ο οποίος έγραψε και ένα εισαγωγικό κείμενο για τη ζωή και το έργο του Ριαζάνοφ). Το βιβλίο αυτό βασίζεται σε μια σειρά διαλέξεις του συγγραφέα προς βιομηχανικούς εργάτες στη Μόσχα το 1922 και εκτός από τη ρωσική είχε εκδοθεί και στην αγγλική γλώσσα (Karl Marx and Friedrich Engels, International Publishers, New York 1927, σε μετάφραση Joshua Kunitz. Επανεκδόθηκε το 1973, σχεδόν ταυτόχρονα με τη γερμανική έκδοση, με Πρόλογο του Paul M. Sweezy – Monthly Review Press, Νέα Υόρκη). Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου αυτού έγινε από τη γερμανική έκδοση του 1973 και κυκλοφόρησε, πιθανώς στις αρχές της δεκαετίας του 1980, από τις εκδόσεις Γράμματα (Ριαζάνοφ χ.χ.ε.). Η γερμανική ετήσια περιοδική έκδοση Beitraege zur Marx - Engels - Forschung Neue Folge εξέδωσε το 1997 ένα έκτακτο τόμο (Sonderband 1) εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στο έργο του Ριαζάνοφ και στην πρώτη έκδοση της MEGA: David Borisovic Rjazanov und die erste MEGA (Argument Verlag, Berlin 1997, 278 σελίδες). 7 Από την έκδοση αυτή άντλησα τις περισσότερες από τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν σημείωμα.
Το κείμενο του Ριαζάνοφ που ακολουθεί γράφτηκε τον Ιούλιο του 1925 ως Σχόλιο στην επετειακή ρωσική έκδοση του Πολέμου των Χωρικών του Ένγκελς (με αφορμή τη συμπλήρωση 500 χρόνων από το ξέσπασμά του). Αντλήσαμε το κείμενο αυτό από το Internet. 8
Βιβλιογραφία
Beiträge zur Marx-Engels-Forschung Neue Folge. Sonderband 1 (1997): David Borisovic Rjazanov und die erste MEGA, Berlin: Argument Verlag.
Hecker Rolf: «Rjazanovs Editionsprinzipien der ersten MEGA», in Beitraege..., σσ. 7-27.
Hedeler, Wladislaw: «'Auf Kamfposten' - Rjazanov und Bucharin», in Beitraege..., σσ. 193-207.
Kolpinskij, Nikita Jurevic: «Rjazanov - Gelehrter, Wissenschaftsorganisator und Politiker», in Beitraege..., σσ. 175-185.
Rjazanov, D., B.: «Erklaerung zum Umgang mit Dokumenten aus dem Marx-Nachlass», in Beitraege..., σσ. 250-258.
Stammberger Gabriele: «Meine Erinnerungen an die MEGA», in Beitraege..., σσ. 144-151.
Μηλιός, Γιάννης: «Κρατικός σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ. (Μια πρώτη προσέγγιση στην οικονομική ανάπτυξη και τις σχέσεις εξουσίας του "υπαρκτού σοσιαλισμού")», Θέσειςτ. 33, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1990, σσ. 19-54.
Ράμπελ, Μπερντ: «Για το μαρξιστή και ερευνητή του Μαρξισμού Ριαζάνοφ», στο Ριαζάνοφ χ.χ.ε., σσ. 9-21.
Ριαζάνοφ, Ντ,, Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο για αρχάριους, εκδ. Γράμματα, Αθήνα χ.χ.ε.
1. Για τα ζητήματα που συνοπτικά αναφέρθηκαν εδώ βλ. Γιάννη Μηλιού Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1996 και Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.
2. Aus dem literarischen Nachlass von Karl Marx, Friedrich Engels und Ferdinand Lassalle, hrsg. von F. Mehring, Bd. I-IV, Stuttgart 1902.
3. Der Briefwechsel zwischen Friedrich Engels und Karl Marx, hrsg. von Α. Bebel und E. Bernstein, Bd. I-IV, Stuttgart 1913.
4. Gesammelte Schriften von Karl Marx und Friedrich Engels 1852-1862, hrsg. von D. Rjazanov, Bd. I-II, Stuttgart 1917.
5. Με την έννοια αυτή είναι σημαντική μεν αλλά ήσσονος (πολιτικής) σημασίας η έκδοση από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενισμού της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ) των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς (Marx-Engels-Werke, MEW) στις δεκαετίες 1960-70 (σε μια εποχή που ο «σοβιετικός μαρξισμός» έχει πλήρως σταθεροποιηθεί ως επίσημη κρατική ιδεολογία στα ανατολικά καθεστώτα), ή ακόμη η εκκίνηση και πάλι της έκδοσης της MEGA (νέα σειρά), από τα Ινστιτούτα Μαρξισμού Λενινισμού της ΓΔΛ και της ΕΣΣΔ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (σε μια εποχή που, όπως απεκάλυψαν οι εξελίξεις του 1989-90, ο ρόλος του Μαρξισμού -οποιασδήποτε απόχρωσης- στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν περιθωριακός). Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, τη συνέχιση της έκδοσης της MEGA έχει αναλάβει διεθνής επιστημονική επιτροπή. Η νέα MEGA ακολουθεί τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που έθεσε το Ινστιτούτο Μαρξ - Ένγκελς της Μόσχας υπό τη διεύθυνση του Ριαζάνοφ. Διαρθρώνεται σε 4 Τμήματα: Στο Τμήμα Ι (Έργα, Άρθρα, Σχεδιάσματα) έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί 15, από το σύνολο των 32 τόμων που πρόκειται να εκδοθούν. Στο Τμήμα ΙΙ (Το Κεφάλαι ο και Προκαταρκτικές Εργασίες) προβλέπεται η έκδοση 23 βιβλίων, που εντάσσονται σε 15 τόμους. Έχουν ήδη εκδοθεί 17 βιβλία, που εντάσσονται σε 10 τόμους. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η έκδοση (το 1993, με τυπωμένη ημερομηνία 1992) των χειρογράφων του τρίτου τόμου του ΚεφαλαίουΚεφαλαίου. Στο Τμήμα ΙΙΙ (Αλληλογραφία) έχουν εκδοθεί 8 από τους 35 προς έκδοση τόμους και στο Τμήμα IV έχουν εκδοθεί 7 από τους 32 προς έκδοση τόμους. (MEGA ΙΙ.4.2), από όπου γίνονται φανερές οι πολλές και σημαντικές αλλαγές (περιεχομένου) και οι προσθήκες που έκανε ο Ένγκελς στο κείμενο του Μαρξ, όταν εξέδωσε το 1895 τον τρίτο τόμο του
6. Το έργο του Rubin παρουσιάστηκε στις Θέσεις τ. 44, 1993, όπου και δημοσιεύθηκε ένα σημαντικό άρθρο του. Επίσης στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1994.
7. Το 1996 κυκλοφόρησε στη Μόσχα (στα ρωσικά) το βιβλίο των Jakow Rokitjanskij & Reinhard Mueller, Κόκκινος Ετερόδοξος. Ο ακαδημαϊκός Ριαζάνοφ. Αντίπαλος του Λένιν, θύμα του Στάλιν, στο οποίο περιέχονται και 234 ντοκουμέντα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Αναφέρεται ως διαφήμιση στο Beitraege zur Marx-Engels-Forschung Neue Folge, Sonderband 1, Argument Verlag, Berlin 1997
8. http://csf.colorado.edu/psn/marx/Archive