Κάτι είναι σάπιο στην Ευρώπη1
του Γιάννη Μηλιού

1. Η νομισματική ένωση σε νέες περιπέτειες

Η νίκη της Αριστεράς στις πρόσφατες γαλλικές εκλογές έφερε στο προσκήνιο το αίτημα για μια διαφορετική πορεία στη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τον τόνο είχαν δώσει αρχικά οι γάλλοι συντηρητικοί, καθώς ισχυρίζονταν ότι μόνο η εκλογική νίκη τους θα εξασφάλιζε την απαρέγκλιτη εμμονή της Γαλλίας στη στρατηγική της νομισματικής ενοποίησης και στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Οι σοσιαλιστές αφουγκράστηκαν, ίσως, τη διογκούμενη λαϊκή δυσφορία από την αυξανόμενη ανεργία, τη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων, τον περιορισμό των θεσμών κοινωνικής προστασίας και υιοθέτησαν την προοπτική της «άλλης ευρωπαϊκής πολιτικής», έστω και χωρίς να κάνουν σαφές το περιεχόμενό της.

Η κυβερνητική αλλαγή στη Γαλλία αποτελεί έτσι έκφραση της εντεινόμενης σε όλη την Ευρώπη αμφισβήτησης προς την «πολιτική του Μάαστριχτ» και την προοπτική της νομισματικής ενοποίησης. Η πορεία των εργαζομένων της Ευρώπης στο Άμστερνταμ, οι διακηρύξεις των ευρωπαίων οικονομολόγων, η απόφαση ακόμη της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Σουηδίας να μη συμμετάσχει στη νομισματική ενοποίηση με την πρώτη ομάδα χωρών, αποτελούν εκφράσεις ή αντανακλάσεις αυτής ακριβώς της αμφισβήτησης.

Η εντεινόμενη αμφισβήτηση της «πολιτικής του Μάαστριχτ» συμπίπτει με την ανοικτή εκδήλωση αντιφάσεων και αντιθέσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών της νομισματικής ένωσης. Χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις αυτών των αντιφάσεων υπήρξαν από τη μια οι αντεγκλήσεις σχετικά με το ποιες χώρες δικαιούνται να συμμετάσχουν στη νομισματική ένωση από την πρώτη περίοδο υλοποίησής της, και από την άλλη η σύγκρουση στη Γερμανία μεταξύ της κεντρικής τράπεζας και της κυβέρνησης, γύρω από την πρόταση του υπουργού Οικονομικών να μειωθεί τεχνητά το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας, μέσα από την ανατίμηση των αποθεμάτων χρυσού της κεντρικής τράπεζας.

Οι αντιφάσεις της διαδικασίας νομισματικής ένωσης είναι ύψιστης σημασίας για τις δυνάμεις της Αριστεράς, γιατί μπορούν να αποκαλύψουν το ουσιαστικό περιεχόμενο των ασκούμενων πολιτικών, δηλαδή τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, τα ταξικά συμφέροντα που προάγουν (πέρα από τη λογική των «αντιθέσεων μεταξύ εθνικών συμφερόντων» που καλλιεργούν οι κυβερνήσεις). Αποτελούν επομένως οι αντιφάσεις αυτές το έδαφος πάνω στο οποίο η εντεινόμενη αμφισβήτηση των συντηρητικών πολιτικών από τους εργαζόμενους της Ευρώπης μπορεί να μετασχηματισθεί σε κριτική προς τους μύθους του Μάαστριχτ και σε μαζικό κίνημα για την ανατροπή τους.

2. Οι μύθοι του Μάαστριχτ

α) Η παγκοσμιοποίηση

Ο πιο διαδεδομένος μύθος είναι ότι η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης κατέστη αναγκαία λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία. Στην πραγματικότητα ο βαθμός «παγκοσμιοποίησης» της διεθνούς οικονομίας δεν έχει μεταβληθεί.

Αντίθετα με την αντίληψη που παραπλανητικά υπαινίσσεται η περί «παγκοσμιοποίησης» φιλολογία, η παγκόσμια οικονομία δεν είναι ενιαία. Είναι ανισομερώς αναπτυγμένη, και πολώνεται σε μια ομάδα χωρών με διαρκώς αυξανόμενες οικονομικές διαπλοκές μεταξύ τους (εμπόριο υλικών αγαθών και υπηρεσιών, κεφαλαιακές κινήσεις) -οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Βόρειας Αμερικής, της Νοτιοανατολικής Ασίας- και σε μια ομάδα χωρών που ο ρόλος της διαρκώς περιθωριοποιείται στις διεθνείς συναλλαγές, σε όλη την ιστορική περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα (ο Τρίτος Κόσμος). Η μορφή του οικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα στους τρεις πόλους του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου δεν μεταβλήθηκε με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Όπως παρατηρεί ο Paul Krugman, «αυτή η παγκόσμια οικονομία για την οποία όλοι μιλάμε είναι στην πραγματικότητα κάτι το οποίο υπήρχε για πολύ, πολύ καιρό» (παρατίθεται στο Brauchli, W., «Modern Global Commerce is Rooted Deep in the Past», WallStreet Journal Interactive Edition, Special Report, 26 Σεπτεμβρίου 1996) και προσθέτει ότι η παγκόσμια οικονομία είχε πετύχει τη μέγιστη ολοκλήρωσή της το 1913, ακριβώς πριν την έκρηξη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Michele Fatianni του Indiana University School of Business ορίζει την παγκοσμιοποίηση ως επιστροφή «εκεί όπου η παγκόσμια οικονομία σταμάτησε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο A΄ Παγκόσμιος Πόλεμος γέννησε την εποχή του προστατευτισμού» (όπ. π.).

β) Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς οδηγεί στο ενιαίο νόμισμα

Εξίσου διαδεδομένος είναι ο μύθος ότι η νομισματική ένωση κατέστη αναγκαία λόγω της ολοκλήρωσης και σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε μια παραλλαγή του μύθου αυτού, η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω μόνο αν υιοθετηθεί το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.

Πέρα από το γεγονός ότι η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά (με την έννοια της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1986 για την Ευρώπη του «1992») απέχει πολύ από το να αποτελεί πραγματικότητα, καθώς τα φορολογικά συστήματα των χωρών-μελών δεν έχουν εναρμονιστεί και μόνο το 65% των σχετικών οδηγιών της Επιτροπής έχει υιοθετηθεί από τις κυβερνήσεις, τίθεται ένα ζήτημα σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους είναι συμφέρουσα η δημιουργία μιας ενιαίας νομισματικής περιοχής. Η επίσημη θεωρία της Διεθνούς Οικονομικής δέχεται ότι η βασική προϋπόθεση για να είναι οικονομικά συμφέρουσα η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος από μια ομάδα χωρών είναι το να αποτελούν οι χώρες αυτές Άριστη Νομισματική Περιοχή (Optimum Currency Area).

Όμως ακόμα και με αυτή την επίσημη θεωρία, κανένα σχεδόν κριτήριο από αυτά που ορίζουν μια ομάδα χωρών ή οικονομικών ζωνών ως Άριστη Νομισματική Περιοχή (διασυνοριακή κινητικότητα της εργασίας, εμπόριο με τις άλλες ζώνες ως ποσοστό του ΑΕΠ της εξεταζόμενης ζώνης, κινήσεις κεφαλαίων προς τις άλλες ζώνες ως ποσοστό των συνολικών επενδύσεων, «ομοσπονδιακός» προϋπολογισμός σε σύγκριση με το ύψος των προϋπολογισμών των ζωνών), δεν πληρείται από την ΕΕ, ούτε καν από τον λεγόμενο «πυρήνα» της. Το ότι η πραγματικότητα αυτή είναι άγνωστη στους πολίτες της ΕΕ, ενώ περιέχεται ακόμα και στα διδακτικά εγχειρίδια Οικονομικής (βλ. π.χ. Krugman - Obstfeld, Διεθνής Οικονομική, Θεωρία και Πολιτική, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1995, σελ. 344-371), είναι μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής ποδηγέτησης των λαών από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις.

γ) Η ανεργία είναι συνέπεια των υψηλών μισθών και της τεχνολογίας

Η ανεργία στην Ευρώπη είναι διπλάσια από ό,τι στις άλλες ζώνες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (Β. Αμερική, Ιαπωνία, Αυστραλία. ..). Ως ερμηνεία προβάλλεται η άποψη ότι στις εκτός Ευρώπης περιοχές οι εργαζόμενοι έχουν περιορισμένα δικαιώματα και χαμηλούς μισθούς. Ως θεραπεία για την ανεργία προβάλλεται έτσι η συμπίεση των μισθών και η «ελαστικοποίηση» της εργασίας.

Εντούτοις, πολλές δεκάδες εμπειρικές έρευνες στην Ευρώπη και την Αμερική δείχνουν ότι η ανεργία αυξάνεται στις ίδιες περιόδους που μειώνεται ο πραγματικός μισθός, ενώ αντίθετα μειώνεται όταν αυξάνεται ο πραγματικός μισθός: Όταν η οικονομική συγκυρία είναι ευνοϊκή και το Εθνικό Προϊόν αυξάνεται με σχετικά ψηλούς ρυθμούς, τότε και ο μέσος πραγματικός μισθός αυξάνει και η ανεργία μειώνεται. Το αντίστροφο συμβαίνει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και κρίσης. Ποιος αλήθεια μπορεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ιαπωνία είναι 3,4% και την Ισπανία 22,2% λόγω της τεχνολογικής υπεροχής και των υψηλών μισθών της ισπανικής οικονομίας;

3. Η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου

Το Μάαστριχτ αποτελεί στρατηγική επιλογή των χρηματιστικών κεφαλαίωντων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, που επιδιώκουν μέσω της νομισματικής ενοποίησης να αναβαθμίσουν τη θέση τους έναντι της Νέας Υόρκης και του Τόκιο. Προκρίνοντας μια πολιτική ψηλών επιτοκίων, νομισματικής και δημοσιονομικής στενότητας, βυθίζουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες στην ύφεση. Καθώς η ζήτηση συρρικνώνεται, οι παραγωγικές επενδύσεις παραμένουν περιορισμένες, η ευρωπαϊκή οικονομία αναπτύσσεται με χαμηλότερους ρυθμούς από ό,τι οι ανταγωνιστές της, ενώ τα τροφοδοτούμενα από τη λιτότητα κέρδη του παραγωγικού κεφαλαίου, μη βρίσκοντας άλλες σφαίρες τοποθέτησης, κατευθύνονται σε αυξανόμενο βαθμό στη χρηματιστική σφαίρα. Ο φαύλος κύκλος της λιτότητας και της ύφεσης, που προσδίδει στην ανεργία τη μορφή μιας κοινωνικής μάστιγας, αναπαράγει την κυρίαρχη θέση του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Όμως ο παράγοντας που εξασφαλίζει μέχρι σήμερα την ηγεμονία της πολιτικής του χρηματιστικού κεφαλαίου στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης είναι ότι ανατρέπει ριζικά το συσχετισμό των δυνάμεων σε βάρος της εργασίας, άρα συσπειρώνει γύρω της όλες της μερίδες του κεφαλαίου. Επομένως, η πολιτική αυτή θα διαιωνίζεται.

Εκτός εάν ανατραπεί από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.

1. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται από την Εποχή, 15.06.97, με την άδεια της εφημερίδας.