Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας

Μέρος πρώτο: Το ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας: Συγκλίνουσες θεωρίες και αντιφάσεις

του Γιάννη Μηλιού



1. Το πρόβλημα: Ανήκει η Ελλάδα στην «καπιταλιστική περιφέρεια»;

"Αν συγκριθεί με μια σχετικά σταθερή Δύση που έχει, μέχρι τώρα, κατορθώσει να ξεπεράσει τις κρίσεις της (1968, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία) χωρίς να δεχθεί καίρια πλήγματα, η περιφέρεια είναι ένας κόσμος που οι ταξικές σχέσεις βρίσκονται σε κατάσταση αναταραχής. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη της σύγχρονης ιστορίας. (Σαμίρ Άμίν)1 Η θέση ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα διασπάται και πολώνεται σ' ένα αναπτυγμένο ιμπεριαλιστικό κέντρο και μια εξαρτημένη περιφέρεια, αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, το θεμέλιο και την εσωτερική λογική με βάση την οποία διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία ένα συγκεκριμένο ρεύμα στα πλαίσια της διεθνούς Αριστεράς, το ρεύμα «μητρόπολης - περιφέρειας». Στα πλαίσια αυτού του ρεύματος υπάρχουν βέβαια διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις και αναλύσεις που δεν συγκλίνουν πάντα. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να μιλάμε για θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας και όχι για μια ενιαία θεωρία.

Οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας έχουν για μας ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δεν είναι μόνο θεωρητικό αλλά και πολιτικό. Γιατί διεκδικούν σήμερα από μια θέση ισχύος και εγκυρότητας να ερμηνεύσουν το χαρακτήρα και τις τάσεις εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Διεκδικούν ακόμα να αποτελέσουν τη θεωρητική βάση για μια στρατηγική που θα επιδιώκει τη «μετάβαση στο σοσιαλισμό».

"Όμως οι θεωρίες αυτές κάθε άλλο παρά φαίνονται Ικανές να προσφέρουν μια επιστημονική προσέγγιση στο πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού. Αντίθετα προσφέρονται και χρησιμοποιούνται για κάθε είδους ερμηνεία και προσέγγιση. Κι αυτό δεν το λέμε απλά γιατί στα πλαίσια της ελληνικής Αριστεράς συνάγονται τα πιο αντιφατικά συμπεράσματα στο όνομα των θεωριών της μητρόπολης - περιφέρειας. Το λέμε επίσης γιατί και οι θεμελιωτές αυτών των θεωριών είναι εξίσου αντιφατικοί και ασαφείς όσο και οι έλληνες οπαδοί τους. θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, κυρίως στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης, ότι η ασάφεια αυτή πηγάζει από κάποια σημαντικότατα θεωρητικά αλλά και πολιτικά προβλήματα των ίδιων των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας.

Πρώτα απ' όλα λοιπόν το κόμμα που βρίσκεται σήμερα στην Κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, Ορίστηκε στο θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο σε αναφορά με το ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας.2 Έτσι το ΠΑΣΟΚ θα υιοθετήσει τη θέση ότι η Ελλάδα ανήκει στην καπιταλιστική περιφέρεια και θα συνάγει κατόπιν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα. Πέρα από τα πολιτικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ έχουν κατά τα τελευταία χρόνια δημοσιευθεί αρκετές μελέτες που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα εντάσσεται στην καπιταλιστική περιφέρεια.3

Εντούτοις κάποιοι μεμονωμένοι διανοούμενοι (σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο Ιστορικός Ν. Ψυρούκης), αλλά και κάποιες ομάδες διανοουμένων, επικαλούμενοι και αυτοί το ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας, θα υποστηρίξουν την διαμετρικά αντίθετη θέση, ότι δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός εντάσσεται στην Ιμπεριαλιστική μητρόπολη.

Το θεωρητικό πρόβλημα που εδώ ανακύπτει γίνεται όμως, όπως είπαμε, φανερό από τη στάση των ίδιων των εκπροσώπων του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας.

Από τους πρώτους θεωρητικούς που μελέτησε τη λεηλασία του Τρίτου Κόσμου, ο Π. Ζαλέ, έγραφε στα μέσα στης δεκαετίας του '60: «Ταξινομήσαμε στη ζώνη του ιμπεριαλισμού... την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, που είναι για διάφορους λόγους χώρες υπανάπτυκτες. Μας φάνηκε όμως ότι για πολλούς άλλους λόγους, αυτές οι χώρες είναι στέρεα ενσωματωμένες στην ομάδα, την Οποία τις τοποθετήσαμε, και αποτελούν την απόκληρη περιοχή της».4

Την ίδια θέση θα υιοθετήσει και ο Σ. Άμίν, ο όποιος μάλιστα θα φέρει σαν παράδειγμα την Ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία στις τρεις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, για να υποστήριξα στη συνέχεια ότι οι συνθήκες για την κοινωνική αλλαγή δεν είναι σήμερα δρίμες στο κέντρο αλλά στην περιφέρεια. (Βλ. το απόσπασμα του Άμίν που παραθέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου).

'Αλλά την ίδια θέση θα υποστηρίξουν έμμεσα και όλοι σχεδόν οι άλλοι θεωρητικοί του ρεύματος, καθώς π.χ. θεωρούν την ΕΟΚ (σαν σύνολο) ένα από τα βασικά κέντρα του ιμπεριαλισμού. Χαρακτηριστική γι' αυτή την έμμεση τοποθέτησης είναι η θέση του Ά. Γκ. Φράνκ που χαρακτηρίζει τον ΟΟΣΑ ('Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, στον όποιο ανήκουν όχι μόνο οι τρεις νοτιοευρωπαϊκές χώρες αλλά και η Τουρκία) σαν «ένα συλλογικό οικονομικό συμβουλευτικό όργανο των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, Βόρειας Αμερικής και Ιαπωνίας»5 Εξ' άλλου ο Φράνκ δεν θεωρεί περιφερειακές, αλλά «υποϊμπεριαλιστικές», χώρες σαν τη Βραζιλία, το Ιράν και την 'Αλγερία (δ.π.), που είναι προφανώς και λιγότερο αναπτυγμένες και πολιτικά υποδεέστερες στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σε σύγκριση με την Ελλάδα.

Μήπως λοιπόν από τις θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας συνάγεται ευθέως το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική και οι θεωρητικοί του χώρου του ΠΑΣΟΚ αντιστρέφουν αυτό το συμπέρασμα; Δεν έχουμε την πρόθεση να απαντήσουμε εδώ σ' αυτό το πρόβλημα. Προέχει πρώτα να εξετάσουμε το περιεχόμενο και τη φερεγγυότητα των θεωριών για τις όποιες μιλάμε. Εδώ αξίζει να μας απασχολήσει το (θεωρητικά και πολιτικά καθόλου αθώο) γεγονός ότι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας σύσφιξαν τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις τους με το ΠΑΣΟΚ και από τότε έπαψαν να έχουν γνώμη για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού.

Ο Άμίν και ο Φράνκ συμμετείχαν λοιπόν το 1980 στο συνέδριο για τη «Μετάβαση στο Σοσιαλισμό» που οργάνωσε το κέντρο Μεσογειακών Μελετών. Εγκαινιάζοντας το συνέδριο Ο Α. Παπανδρέου θα υποδείξει τον προσανατολισμό του συνεδρίου με τη θέση: «Στην Ελλάδα αρμόζει το πρότυπο της περιφερειακής χώρας».6 Ο Άμίν θα νομιμοποίησα αυτό το προσανατολισμό λέγοντας: «θεωρώ το ερώτημα, κατά πόσο μπορούμε να κατατάξουμε την Ελλάδα στην περιφέρεια η την ημιπεριφέρεια, ενδιαφέρον μεν, καθόσον μπορεί να έχει πολιτικές συνέπειες, αλλά δευτερεύουσας σημασίας».7 Παράλληλα ο Φράνκ θα εμμείνει στην παλιότερη προσέγγιση του, η οποία όμως είναι τόσο άμεση που θα περάσει απαρατήρητη.8 Είναι εξ άλλου γνωστό ότι με τη «Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης» και ιδιαίτερα με τον Σ. Άμίν συνεργάζεται άμεσα ο Κ. Βεργόπουλος, από τους βασικούς υποστηρικτές της θέσης ότι η Ελλάδα ανήκει στην περιφέρεια.

Πέρα λοιπόν από τις ρητές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ, η ακόμα τις όποιες αναλύσεις, είναι προφανές ότι υπάρχει μία σημαντική θεωρητική ασάφεια στα συμπεράσματα που συνάγονται για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας.

Δεν είναι μόνο τα συμπεράσματα κάποιων μεμονωμένων ελλήνων διανοουμένων, που αμφισβητούν τον περιφερειακό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι περισσότερο η ασάφεια που χαρακτηρίζει τις προβληματικές που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.9 Είναι ακόμα περισσότερο η άσκηση του κυβερνητικού έργου που φαίνεται να ωθεί το ΠΑΣΟΚ σε μια όλο και πιο άτονη υποστήριξη η έστω σε μια όλο και πιο σπάνια αναφορά στον «περιφερειακό χαρακτήρα» της χώρας. Είναι ο ρόλος της Ελλάδας στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, στην ΕΟΚ και το ΝΑ ΤΟ. Είναι τέλος τα συμπεράσματα και οι ασάφειες αυτών που κατ' εξοχήν εκπροσωπούν τις θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας. "Όλα αυτά είναι που καθιστούν συγκεχυμένη και αδύναμη τη θέση ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα της καπιταλιστικής περιφέρειας.

"Όμως, όπως ήδη είπαμε, το πρόβλημα δεν είναι να δείξουμε αν η Ελλάδα ανήκει στη μητρόπολη η την περιφέρεια. Γιατί μαζί με το πρόβλημα του χαρακτήρα που έχει ο ελληνικός καπιταλισμός παίζεται και ένα παιχνίδι σε σχέση με τη μαρξιστική θεωρία. Ένα παιχνίδι που τελικά άφορα τις θεωρητικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Πρόκειται λοιπόν για το κατά πόσο οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας μπορούν να θεωρηθούν φερέγγυες για να προσεγγίσουμε επιστημονικά τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι και το πρωταρχικό ζήτημα μετά από το όποιο μπορούν να τεθούν τα ερωτήματα που στις προηγούμενες σελίδες περιγράψαμε: Για το πως εφαρμόζονται οι θεωρίες αυτές στη μελέτη του ελληνικού καπιταλισμού, για το αν η χώρα είναι περιφερειακή η ιμπεριαλιστική κλπ.

Πρώτα απ' όλα βέβαια πρέπει να ξέρουμε για ποιες θεωρίες ακριβώς μιλάμε. Γιατί η ασάφεια που μόλις πριν περιγράψαμε οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη σύγχυση και την αγνοία που υπάρχει γύρω από το τι υποστηρίζουν και τι δεν υποστηρίζουν οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας. Είναι αυτή η άγνοια που επιτρέπει για παράδειγμα στον κ. Α. Παπανδρέου αρχικά να ισχυρίζεται ότι υιοθετεί την ανάλυση του Εμμανουήλ και του Άμίν για τις άνισες ανταλλαγές,10 στη συνέχεια να «ξεχνάει» ότι σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία οι άνισες ανταλλαγές και η πόλωση μητρόπολης - περιφέρειας είναι το αποτέλεσμα του ότι οι μισθοί στην περιφέρεια είναι ριζικά χαμηλότεροι απ' ότι στη μητρόπολη, και ταυτόχρονα να βεβαιώνει πως αν και οι μισθοί στην Ελλάδα συγκλίνουν πλέον προς τους μισθούς της Δ. Ευρώπης,11 η Ελλάδα ανήκει εντούτοις στην περιφέρεια.

Προτού επιχειρήσουμε λοιπόν μια κριτική στις θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας είναι προηγούμενα απαραίτητο να τις παρουσιάσουμε, θα επιχειρήσουμε να τις παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν πιο «αντικειμενικά», δηλαδή με τα ίδια τα λόγια των εκπροσώπων τους. Φυσικά, δηλαδή όπως συμβαίνει πάντα, η παρουσίαση αυτή δεν θα είναι καθόλου «αθώα». Αναγκαστικά θα τονίζει τα κύρια σημεία των θεωριών που παρουσιάζουμε μ' ένα τρόπο που να αναδεικνύει τις εσωτερικές τους αντίφασης και να διευκόλυνα την κριτική μας.

Χωρίσαμε έτσι τη μελέτη μας σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, που δημοσιεύουμε στο τεύχος αυτό των θέσεων, παρουσιάζουμε συνοπτικά εκείνες τις θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας που συνιστούν το βασικό κορμό του ρεύματος διεθνώς. ιδιαίτερο βάρος δώσαμε στις απόψεις της «Σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης», αλλά και στις απόψεις δύο λατινοαμερικάνων θεωρητικών του ρεύματος μητρόπολη - περιφέρεια, του Κόρντομπα και του Καρντόζο, που επιχειρούν να ανασκευάσουν ορισμένες από τις πιο βασικές θέσης της «Σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης». Τέλος εξετάζουμε τη σχέση των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας με το σοβιετικό μαρξισμό. Στο δεύτερο και τρίτο μέρος της μελέτης μας, που θα δημοσιευθούν στο επόμενο τεύχος των θέσεων, θα επιχειρήσουμε την κριτική των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας καθώς και την κριτική των αναλύσεων για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού που στηρίζονται, η απλώς επικαλούνται αυτές τις θεωρίες. Μέσα από την κριτική αυτή θα επιχειρήσουμε να συμβάλλουμε στη μαρξιστική ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού.

2. Οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας

Έξι προβληματικές αποτελούν κατά τη γνώμη μου τη βάση για να αναπτυχθούν οι διαφορετικές θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας. Η παραδοσιακή προσέγγιση και η προβληματική που αναφέρεται στην παραμόρφωση της περιφέρειας, (που στοιχεία τους βρίσκουμε σε κάθε προσέγγιση η θεωρία μητρόπολης - περιφέρειας), η θεωρία της άνισης ανταλλαγής, η θεωρία της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα, η θεωρία του πλεονάσματος και η θεωρία του υπανάπτυκτου καπιταλισμού στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

2.1. Η παραδοσιακή προσέγγιση

Η παραδοσιακή προσέγγιση χρησιμοποιεί κατ' αρχήν τα βασικά μεγέθη της πολιτικής οικονομίας, όπως το κατά κεφαλή εισόδημα, την ποσοστιαία συμμετοχή του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στο Α.Ε.Π., τους δείκτες των συνθηκών ζωής (διατροφή, περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ.), το «κριτήριο της στενότητας του κεφαλαίου» κ.ο.κ. για να περιγράψει την υπανάπτυξη.12 Από τα στοιχεία αυτά διαφαίνεται η πόλωση και το χάσμα που διαχωρίζει το επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας στις χώρες της μητρόπολης (ΗΠΑ, Καναδάς, Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία) από το αντίστοιχο επίπεδο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική).

Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης διαμορφώνονται δύο κατευθύνσεις: Η πρώτη προσανατολίζεται κυρίως προς τη μελέτη της παγκόσμιας οικονομίας13 και περιγράφει την ανισομέρεια στην παγκόσμια παραγωγή και το διεθνές εμπόριο, τις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων κλπ. Εντοπίζει έτσι και περιγράφει τη συνεχή μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο προς τη μητρόπολη, την απομύζηση των πρώτων υλών από την περιφέρεια, με δυο λόγια την εκμετάλλευση των λαών της περιφέρειας από το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Αυτή η λεηλασία των χωρών της περιφέρειας από τον ιμπεριαλισμό, αποτέλεσμα της εξάρτησης τους, θεωρείται και η αιτία για την υπανάπτυξη τους. Η εξάρτηση είναι λοιπόν σύμφωνα με όλες τις θεωρίες που εξετάζουμε εδώ, ο όρος κλειδί για να ερμηνεύσουμε την εξέλιξη και το χαρακτήρα της περιφέρειας.14

Η δεύτερη κατεύθυνση στα πλαίσια της παραδοσιακής ανάλυσης, που είναι και η πιο διαδεδομένη, προσανατολίζεται κυρίως στα αποτελέσματα που έχει η εξάρτηση στην εσωτερική δομή της περιφέρειας. (Κυριαρχία του ξένου κεφαλαίου, οικονομική, πολιτική, τεχνολογική, πολιτιστική εξάρτηση κλπ.). Η εξάρτηση υποστηρίζει δημιουργεί την υπανάπτυξη. Η υπανάπτυξη είναι στενά συνδεμένη με την κοινωνική ανισότητα, την ανεργία, την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.15 Η κοινωνική περιθωριοποίηση και η φτώχεια διατηρούν εξαιρετικά περιορισμένη τη δυνατότητα του πληθυσμού για κατανάλωση κι Έτσι περιορίζουν παράλληλα ισχυρίζονται τις δυνατότητες και τα περιθώρια για οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα η ιμπεριαλιστική εξάρτηση διαστρεβλώνει την οικονομία της περιφέρειας γιατί της επιβάλλει να ειδικευτεί σ' ένα περιορισμένο αριθμό προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας που παράγονται με σχετικά χαμηλό κόστος λόγω των χαμηλών μισθών και εξάγονται προς τις μητροπόλεις. Η οικονομία της περιφέρειας χαρακτηρίζεται Έτσι από στρεβλότητα και εξωστρέφεια.16 Η βιομηχανική ανάπτυξη που παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν αναιρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της εξαρτημένης και περιφερειακής ανάπτυξης.

Όλα τα χαρακτηριστικά της περιφέρειας θεωρούνται, όπως είπαμε, αποτέλεσμα κυρίως της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και εκμετάλλευσης. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, του παγκόσμιου καπιταλισμού, που η μία του όψη είναι η ανάπτυξη και η άλλη η υπανάπτυξη. Η υπανάπτυξη δεν αποτελεί λοιπόν ένα πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης. Αποτελεί μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος το αναγκαστικό και μόνιμο αποτέλεσμα της κυριαρχίας του μητροπολιτικού καπιταλισμού. Είναι λοιπόν η υπανάπτυξη ένα αποτέλεσμα που προκύπτει «από αμέτρητους «εξωγενείς» παράγοντες, που είναι εντούτοις ενδογενείς στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, που οι κοινωνίες μας αποτελούν μόνο ένα τμήμα του».17

Ο Σαμίρ Άμίν θα συμπύκνωνα τις θέσης της παραδοσιακής προσέγγισης ως έξης. «Οι περιφερειακοί σχηματισμοί, παρά τη διαφορετική τους προέλευση, έχουν την τάση να συγκλίνουν προς ένα όμοιο ουσιαστικά μοντέλο· αυτό το φαινόμενο εκφράζει σε παγκόσμια κλίμακα την αυξανόμενη ενοποιητική δύναμη του καπιταλισμού. Πράγματι όλοι αυτοί οι σχηματισμοί έχουν κοινά τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: 1) την πρωτοκαθεδρία του αγροτικού καπιταλισμού στον εθνικό τομέα, 2) το σχηματισμό της ντόπιας αστικής τάξης, που είναι κυρίως εμπορική, στη σκιά του κυρίαρχου ξένου κεφαλαίου, 3) την τάση για μια ιδιότυπη γραφειοκρατική ανάπτυξη, 4) τον ατελή και ιδιόμορφο χαρακτήρα των φαινομένων προλεταριοποίησης».18

Η παραδοσιακή προσέγγιση αποτελεί τη βασική μήτρα από την οποία θα προκύψουν οι περισσότερες από τις αναλύσεις για τον περιφερειακό καπιταλισμό.

2.2. Παραμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής δομής: Δυαδισμός, αποδιάρθρωση, δομική ετερογένεια

Η όποια ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η δημιουργία κάποιων σύγχρονων βιομηχανικών κλάδων σε ορισμένες χώρες, η διείσδυση παράλληλα του ξένου κεφαλαίου, και από την άλλη το γεγονός ότι διατηρήθηκαν τόσο η φτώχεια και περιθωριοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, όσο και οι ιδιαίτερα εκτεταμένες προκαπιταλιστικές σχέσεις, ήταν οι όροι για να διαμορφωθούν οι θεωρίες του δυαδισμού, της αποδιάρθρωσης και της δομικής ετερογένειας.

Η θεωρία του δυαδισμού είναι η παλαιότερη και διατυπώνεται με ολοκληρωμένη μορφή από τον ούγκρο Tamas Szentes.19 Ο Szentes ισχυρίζεται ότι σαν αποτέλεσμα της εξάρτησης, οι υπανάπτυκτες κοινωνίες συγκροτούνται από δύο αυτόνομους τομείς: ένα «μοντέρνο», δηλαδή καπιταλιστικό και σχετικά αναπτυγμένο τομέα της οικονομίας, και ένα «παραδοσιακό» τομέα μ' εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα, που βασίζεται σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και εκμετάλλευσης. Οι δύο αυτοί τομείς παραμένουν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ασύνδετοι μεταξύ τους. Ο δυαδισμός σημαίνει δηλαδή παράλληλα και εσωτερική αποδιάρθρωση των υπανάπτυκτων χωρών, που στην ουσία δημιουργεί «δύο κοινωνίες». Η αποδιάρθρωση έχει σαν αποτέλεσμα το να μη μεταφέρονται τα αποτελέσματα της όποιας ανάπτυξης του μοντέρνου τομέα στην υπόλοιπη κοινωνία. Αντίθετα ο τομέας αυτός διατηρεί τις βασικές του συνδέσεις μόνο με το εξωτερικό. Δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και αυτή την εξάρτηση εξακολουθεί να στηρίζει. Εξυπηρετεί τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι της εσωτερικής - εθνικής αγοράς που παραμένει στενή και χωρίς δυναμισμό. Ο μοντέρνος καπιταλιστικός τομέας δεν αναιρεί λοιπόν την υπανάπτυξη. Απλώς παίρνει το χαρακτήρα ενός θύλακα στο εσωτερικό των περιφερειακών κοινωνιών. Δυαδισμός σημαίνει λοιπόν ταυτόχρονα και εσωτερική αποδιάρθρωση. Η αποδιάρθρωση με τη σειρά της συνδέεται άμεσα με την εξωστρέφεια.

Οι σύγχρονοι θεωρητικοί του περιφερειακού καπιταλισμού, θα τροποποιήσουν λιγότερο η περισσότερο τη θεωρία του δυαδισμού, προκρίνοντας κάποια στοιχεία και απορρίπτοντας άλλα.

Μια τάση θεωρητικών της Λατινικής Αμερικής θα υποστηρίξει ότι το κυρίαρχο στοιχείο είναι η εσωτερική αποδιάρθρωση της περιφερειακής οικονομίας, αποτέλεσμα του ότι ο αναπτυγμένος τομέας της οικονομίας προσανατολίζεται κυρίως προς την παγκόσμια αγορά. Αυτή όμως η αποδιάρθρωση, θα συνεχίσουν, δεν δημιουργεί εντούτοις «δύο κοινωνίες», όπως υποστηρίζει η θεωρία του δυαδισμού. Άπλα χαλαρώνει την Εσωτερική συνοχή της ενιαίας περιφερειακής κοινωνίας.20

Η θεωρία όμως του δυαδισμού γίνεται αντικείμενο κριτικής και από μια οπτική που υποστηρίζει ότι η εσωτερική αποδιάρθρωση της περιφέρειας είναι τόσο μεγάλη ώστε «δε θα έπρεπε να μιλάμε καν για εθνικές υπανάπτυκτες οικονομίες... Η υπανάπτυκτη οικονομία αποτελείται από τομείς, από επιχειρήσεις, που παρατίθενται σχεδόν ασύνδετα μεταξύ τους, αλλά έντονα ενσωματωμένες η κάθε μια ξεχωριστά μέσα σε σύνολα που έχουν το κέντρο βάρους τους μέσα στα καπιταλιστικά κέντρα. Δεν υπάρχει στ' αλήθεια έθνος με την οικονομική έννοια του ορού, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά».21 Εξ άλλου, όπως θα δείξουμε αναλυτικότερα στο κεφάλαιο 2.6, η προσέγγιση αυτή απορρίπτει τη θεωρία του δυαδισμού και για έναν άλλο λόγο. Υποστηρίζει ότι στην περιφέρεια δεν υπάρχουν μη καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής (υπόθεση στην οποία θεμελιώνεται η θεωρία του δυαδισμού) καθόσον όλοι οι «τομείς» της περιφέρειας, από τη στιγμή που παράγουν για την αγορά θεωρούνται ότι είναι καπιταλιστικοί.

Το ζήτημα των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και της διευρυμένης αναπαραγωγής τους, λόγω της εξάρτησης, επαναφέρει η θεωρία της «δομικής ετερογένειας», που εισάγει ο Αρμάντο Κόρντομπα. «Ο όρος της δομικής ετερογένειας δεν πρέπει να συγχέεται με τη διαδεδομένη θέση για τον οικονομικό και κοινωνικό «δυαδισμό». Στις λατινοαμερικανικές χώρες δεν υφίστανται δυο κοινωνίες, η μια δίπλα στην άλλη, όπως ισχυρίζεται αυτή η θέση... Με τον όρο ετερογένεια της κοινωνικοοικονομικής δομής μιας ενότητας αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη οικονομικών κλάδων, στους οποίους κυριαρχούν σχέσεις παραγωγής, που βασίζονται σε διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας των παραγόντων της παραγωγής... Μια ετερογενής κοινωνικοοικονομική δομή συνεπάγεται ένα ετερογενές σύστημα τάξεων... Η ετερογένεια στην κοινωνικοοικονομική και την ταξική δομή παράγει μια ετερογένεια και στα διαφορετικά επίπεδα του εποικοδομήματος».22

Παράλληλα υποστηρίζεται ότι η «δομική ετερογένεια» προκαλεί μια «δομική παραμόρφωση» δηλαδή η καπιταλιστική ανάπτυξη αποκτά έναν ανισομερή και παραμορφωμένο χαρακτήρα. Η δομική παραμόρφωση δεν θεωρείται όμως σαν αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης του καπιταλιστικού από τους μη καπιταλιστικούς τομείς της οικονομίας, αλλά σαν το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συγκεκριμένη συνάρθρωση αυτών των τομέων μεταξύ τους.

Φυσικά και για τον Κόρντομπα η δομική ετερογένεια δεν είναι παρά το αναγκαστικό αποτέλεσμα της κυριαρχίας του μητροπολιτικού καπιταλισμού πάνω στις περιφερειακές κοινωνίες, αποτέλεσμα τελικά της διάσπασης του παγκόσμιου καπιταλισμού σε μια ιμπεριαλιστική μητρόπολη και μια εξαρτημένη (και ετερογενή) περιφέρεια.

2.3. Η θεωρία της άνισης ανταλλαγής

Η θεωρία της άνισης ανταλλαγής αναπτύχθηκε στη Γαλλία από τον Αργύρη Εμμανουήλ.23 Ο Εμμανουήλ υποστηρίζει ότι οι αναπτυγμένες και οι υπανάπτυκτες χώρες διαχωρίζονται στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς σε δυο απόλυτα διακριτές ομάδες, που κατά βάση είναι μη ανταγωνιστικές μεταξύ τους, γιατί ειδικεύονται στην παραγωγή διαφορετικών προϊόντων. Οι ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες χωρών είναι άνισες, δηλαδή συνεπάγονται μια διαρκή μεταβίβαση αξίας από τις υπανάπτυκτες χώρες στην Ομάδα των αναπτυγμένων χωρών. Αυτή η άνιση ανταλλαγή αποτελεί την εσωτερική αίτια που διατηρεί και αναπαράγει την πόλωση ανάμεσα στην ανάπτυξη και την υπανάπτυξη. Οι άνισες ανταλλαγές, υποστηρίζεται, οφείλονται στο ριζικά άνισο επίπεδο των μισθών, ανάμεσα στις δύο ομάδες χωρών.

Ο Εμμανουήλ ξεκινάει από τρεις βασικές υποθέσεις.

1) Ότι σαν αποτέλεσμα της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου διαμορφώνεται στην παγκόσμια αγορά ένα διεθνές μέσο ποσοστό κέρδους. Παράλληλα σχηματίζονται στην παγκόσμια αγορά διεθνείς τιμές παραγωγής.

2) Ότι το εθνικό επίπεδο των μισθών, παρότι διαφορετικό από χώρα σε χώρα, έχει την τάση να πολώνεται τελικά σε δύο παγκόσμια επίπεδα. Υψηλοί μισθοί στις χώρες του κέντρου και πολύ χαμηλότεροι μισθοί στην περιφέρεια. Η πόλωση αυτή προέρχεται από την «απουσία κινητικότητας του συντελεστή εργασία» στην παγκόσμια αγορά. (Εμμανουήλ όπ. π. σελ. 65).

3) Ότι στο σύστημα των διεθνών ανταλλαγών, η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι Ο μισθός, που καθορίζεται όχι με βάση κάποιους «οικονομικούς νόμους», αλλά από κάποιους Ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες.24

Το γεγονός λοιπόν ότι στην παγκόσμια αγορά διαμορφώνεται ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους, ενώ αναπαράγεται η πόλωση στο επίπεδο του μισθού, (που εϊ

ναι «ένα άμεσα πολιτικό μέγεθος» όπ. π. σελ. 199) έχει σαν αποτέλεσμα τις άνισες ανταλλαγές. Επομένως «ο πλούτος παράγει πλούτο» και «η φτώχεια παράγει φτώχεια» (όπ. π. σελ. 214215), σ' ένα σύστημα όμως όπου «η ανάπτυξη εμφανίζεται όχι σαν αίτια αλλά σαν αποτέλεσμα των μεγάλων μισθών», (όπ. π. σελ. 254). Συνακόλουθα «αν υποθέσουμε ότι για κάποιο λόγο, πολιτικό, συνδικαλιστικό η άλλο, οι μισθοί του τρίτου κόσμου πολλαπλασιάζονται ξαφνικά επί πέντε η" δέκα, η ότι οι μισθοί των αναπτυγμένων χωρών πέφτουν στον ίδιο βαθμό, το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού διεθνούς καταμερισμού εργασίας θα χρεοκοπούσε, ενώ κανένας αντικειμενικός παράγοντας της παραγωγής δεν θα είχε αλλάξει», (όπ. π. σελ. 248).

Το μοντέλο της άνισης ανταλλαγής παρουσιάζεται, σε μια σχετική απλουστευμένη μορφή, στο παρακάτω σχήμα. (Το σύστημα Α αντιπροσωπεύει την ομάδα των αναπτυγμένων χωρών, ενώ το σύστημα Β αντιπροσωπεύει αντίστοιχα την ομάδα των περιφερειακών χωρών).



«Εδώ δύο προϊόντα που υλοποιούν το καθένα 170 ώρες εργασίας, ανταλλάσσονται σύμφωνα με τη σχέση 210Β = 130Α, ενώ τίποτα εκτός από τους μισθούς, δεν είναι διαφορετικό από τη μια χώρα στην άλλη... η ανισότητα των μισθών σαν τέτοια προκαλεί από μόνη της την ανισότητα των ανταλλαγών», (όπ.π. σελ. 139).

Η άνιση ανταλλαγή λοιπόν ορίζεται σαν «η σχέση των τιμών ισορροπίας που απορρέει από την εξίσωση των ποσοστών του κέρδους, μεταξύ περιοχών με ποσοστά υπεραξίας «θεσμικά» διαφορετικά», (όπ.π.).

Ο Εμμανουήλ συνάγει από τη θεωρία του μια σειρά από πολιτικά συμπεράσματα: Το βασικό του πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι η άνιση ανταλλαγή και η διεθνής ειδίκευση, εγκαθιδρύουν ένα σύστημα εκμετάλλευσης κάποιων χωρών από κάποιες άλλες χώρες. Δεν πρόκειται δηλαδή για την εκμετάλλευση των λαϊκών τάξεων στις χώρες του Τρίτου Κόσμου από το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο (παράλληλα με την εκμετάλλευση από το «δικό τους» εθνικό κεφάλαιο). Πρόκειται για την από κοινού εκμετάλλευση της περιφέρειας από τις αναπτυγμένες χώρες. Η διεθνής αλληλεγγύη του εργατικού κινήματος δεν έχει πια νόημα. Αντίθετα οι εργατικές τάξεις του κέντρου, έχουν μετατραπεί σε εργατική αριστοκρατία του παγκόσμιου συστήματος, που νέμεται από κοινού με τους κεφαλαιοκράτες του κέντρου, τις υπανάπτυκτες χώρες.23

2.4. Η παρέμβαση του Μπετελέμ και η θεωρία της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα

Ο Σάρλ Μπετελέμ, στις «θεωρητικές παρατηρήσεις» του, που δημοσιεύονται μαζί με το δοκίμιο του Εμμανουήλ, υποβάλλει σε κριτική την «Άνιση Ανταλλαγή», από τη σκοπιά των εννοιών και των κατηγοριών της μαρξιστικής θεωρίας.

Έτσι ο Μπετελέμ θα υποδείξει κατ' αρχήν, ότι σύμφωνα με τον μαρξισμό, «η εμπορευματική ανταλλαγή έχει αναγκαστικά τη μορφή ισοδύναμης ανταλλαγής» (όπ.π. σελ. 375) και Έτσι είναι αδόκιμο να Ισχυρίζεται κανείς, όπως ουσιαστικά κάνει ο Εμμανουήλ, ότι «υπάρχει «ανεξάρτητα και πριν» από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση (με την έννοια μιας εκμετάλλευσης οφειλόμενης σε επενδύσεις κεφαλαίων), μια «εμπορική εκμετάλλευση» των αποικιακών η μισοαποικιακών χωρών, πολύ βαθύτερη από την ιμπεριλιαστική εκμετάλλευση», (όπ.π. σελ. 379).

Ο Μπετελέμ θα υποστηρίξει ακόμη, ότι είναι πέρα για πέρα αβάσιμη η θέση του Εμμανουήλ ότι ο μισθός αποτελεί «ανεξάρτητη μεταβλητή».26 Οι χαμηλοί μισθοί αντιστοιχούν σε κάποιες κοινωνικοοικονομικές δομές με χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αποτελούν ένα σχετικά αυτόνομο στοιχείο αυτών των δομών. Προσδιορίζονται όμως τελικά από τη συνολική δομή κάθε ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.27 Ο όρος εκμετάλλευση αποδίδει κάποιες ταξικές σχέσης παραγωγής, αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική - ταξική δομή στα πλαίσια κάθε συγκεκριμένης χώρας. «Η δομή αυτή είναι που καθορίζει τον τρόπο ενσωμάτωσης κάθε κοινωνικού σχηματισμού στις διεθνείς σχέσεις παραγωγής» (όπ.π. σελ. 412).

Έτσι παρουσιάζοντας μια εκμετάλλευση χωρών από άλλες χώρες, ο Εμμανουήλ μένει στα επιφανειακά αποτελέσματα που έχουν στο χώρο της ανταλλαγής οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και συνακόλουθα συγκαλύπτει αυτές τις σχέσεις. Συγκαλύπτει επομένως την Ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση.28

Συνοψίζοντας αυτά τα συμπεράσματα ο Μπετελέμ θα υποστηρίξει ότι η ανάλυση του Εμμανουήλ είναι «προκριτική», δηλαδή οπισθοδρομεί από το θεωρητικό χώρο και τις κατακτήσεις της «Κριτικής της πολιτικής οικονομίας».

Η θεωρία του Εμμανουήλ θα γίνει αποδεκτή από αρκετούς οπαδούς και εκπροσώπους του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας. Επιφανέστερος ο Σαμίρ Άμίν, που θα αναλάβει να υπερασπίσει μάλιστα το μαρξιστικό χαρακτήρα της θεωρίας αυτής ενάντια στην κριτική του Μπετελέμ, (αλλά και άλλων).

Ο Άμίν θα υιοθετήσει λοιπόν Ολόκληρο το θεωρητικό σχήμα της «"άνισης Ανταλλαγής»,29 αλλά θα απάλειψα τις ακραίες του πολιτικές συνέπειες, που όπως είδαμε Ο Εμμανουήλ δεν δίστασε να τονίσει.30 Ταυτόχρονα Ο Άμίν θα χαρακτηρίσει την παρέμβαση του Μπετελέμ σαν προλενινιστική γιατί «περιορίζει την ανάλυση της ταξικής πάλης μόνο σε εθνικό πεδίο. Δηλαδή πραγματεύεται το πρόβλημα σαν να ήταν το παγκόσμιο σύστημα, μια απλή μόνο παράθεση, από εθνικά καπιταλιστικά συστήματα και σαν να αποτελούσαν τα διεθνή προβλήματα μια άλλη περιοχή... Η αντίθεση δεν μπορεί να ξεπερασθεί, παρά αν θεωρήσει κανείς ότι η πάλη των τάξεων δεν διεξάγεται μέσα στα εθνικά πλαίσια, αλλά στα πλαίσια του παγκόσμιου συστήματος».31

Ο Σαμίρ Άμίν θα επιχειρήσει αργότερα να απαντήσει στην κριτική του Μπετελέμ με βάση τη θεωρία του για τη «συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η πόλωση στο επίπεδο των μισθών, που χαρακτηρίζει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, προέκυψε από το διαφορετικό τύπο ανάπτυξης που ακολούθησαν η μητρόπολη και η περιφέρεια, αντίστοιχα. Ο μισθός δεν αποτελεί επομένως «ανεξάρτητη μεταβλητή» θα παραδεχθεί. Οι υψηλοί μισθοί είναι το αποτέλεσμα του μοντέλου ανάπτυξης που ακολούθησε το κέντρο, του μοντέλου της «αυτόκεντρης ανάπτυξης». Αντίστοιχα οι χαμηλοί μισθοί της περιφέρειας προέκυψαν από το μοντέλο της εξωστρεφούς ανάπτυξης που επιβλήθηκε στην περιφέρεια από τον ιμπεριαλισμό.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Αμίν,32 σ' ένα αυτόκεντρο σύστημα προϋποτίθεται η ταυτόχρονη ύπαρξη, στενή διαπλοκή και παράλληλη ανάπτυξη του κλάδου που παράγει αγαθά για μαζική κατανάλωση και του κλάδου κεφαλαιουχικών αγαθών. Επομένως, συμπεραίνει, η συσσώρευση απαιτεί να διευρύνεται διαρκώς η εσωτερική αγορά, άρα και οι μισθοί, από τους οποίους εξαρτάται η διεύρυνση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών. Αντίθετα η ανάπτυξη της περιφέρειας δεν απαιτεί μια διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς δρα και των μισθών γιατί το σύστημα είναι εξωστρεφές.

Έτσι λοιπόν, ενώ έχουμε «μια αξία της εργατικής δύναμης, που είναι η παγκόσμια αξία της», επιβάλλονται, σύμφωνα πάντα με τον Αμίν, «δύο διαφορετικές τιμές, η μια πάνω απ' την αξία και η άλλη κάτω απ' αυτή ο μέσος. όρος είναι η αξία της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο και η διάκριση κέντρου και περιφέρειας είναι ακριβώς όλα αυτά».33 Από την πόλωση αυτή των μισθών προκύπτει κατόπιν η άνιση ανταλλαγή, σύμφωνα με το σχήμα που διατύπωσε ο Εμμανουήλ.

Ο Σάρλ Μπετελέμ είχε προκαταβολικά διαφωνήσει με τη θεωρία της διεθνούς αξίας της εργατικής δύναμης, που στηρίζει την ανάλυση του Αμίν. «Το «ιδιάζον» σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό επίπεδο μισθών δεν μπορεί να καθορισθεί από το «παγκόσμιο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» (που δεν είναι παρά μια απατηλή αφαίρεση μέσα σ' ένα παγκόσμιο σύστημα που το αποτελούν ξέχωροι και αντιτιθέμενοι κοινωνικοί σχηματισμοί), αλλά που θεμελιακά συνδέεται με τον ειδικό συνδυασμό παραγωγικές δυνάμεις παραγωγικές σχέσεις που προσιδιάζει σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό» (Μπετελέμ, όπ.π. σελ. 406). Τελικά όμως ο Μπετελέμ θα συμφωνήσει, μερικά χρόνια αργότερα, με την παρέμβαση του Αμίν για τη θεωρία της άνισης ανταλλαγής, θα διατηρήσει μόνο μια επιφύλαξη στο ζήτημα της ορολογίας.34

2.5. Η θεωρία του πλεονάσματος

Η θεωρία του πλεονάσματος διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Π. Μπάραν το 1957, στο βιβλίο του «Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης» (ελληνική μετάφραση Κάλβος, 1977). Ο Μπάραν θα εισάγει λοιπόν δύο βασικούς όρους. Το πραγματικό οικονομικό πλεόνασμα και το δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα.

Σαν πραγματικό οικονομικό πλεόνασμα Ορίζει ο Μπάραν «τη διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό τρέχον προϊόν της κοινωνίας και στην πραγματική τρέχουσα κατανάλωση της (δ.π. σελ. 74) Παράλληλα σαν δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα θεωρεί «τη διαφορά ανάμεσα στο προϊόν που θα μπορούσε να παραχθεί μέσα σ' ένα δοσμένο φυσικό και τεχνολογικό περιβάλλον, με τη βοήθεια των διαθέσιμων πλουτοπαραγωγικών πόρων, και σ' αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αναγκαία κατανάλωση» (σελ. 75). Σε αναφορά με τον

ορισμό του (πραγματικού) πλεονάσματος, ο Μπάραν θα διατυπώσει τη θέση ότι «ο ρυθμός και η κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε μια χώρα και σε δεδομένο χρόνο, εξαρτιώνται τόσο από το μέγεθος όσο και από τον τρόπο χρησιμοποίησης του οικονομικού πλεονάσματος», (σελ. 97).

Η κατηγορία του πλεονάσματος μπορεί, όπως είναι προφανές, να αναφέρεται όχι μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά σε Οποιονδήποτε τρόπο παραγωγής και ακόμη περισσότερο σε οποιονδήποτε κοινωνικό σχηματισμό. Επομένως ο όρος αυτός, θα υποστηρίξουν όσοι αποδέχονται τη χρησιμότητα του, κάνει δυνατό το να μελετηθεί σαν ένα ενιαίο σύστημα, ένας κοινωνικός σχηματισμός, αλλά και η παγκόσμια οικονομία, όπου συνυπάρχουν διαφορετικοί τρόποι παραγωγής και εκμετάλλευσης.

Ποια σχέση έχει όμως το πλεόνασμα με τις έννοιες και τις κατηγορίες που θεμελίωσε ο Μαρξ;

Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Μπάραν, το πραγματικό οικονομικό πλεόνασμα αντιστοιχεί στη μαρξιστική έννοια της συσσώρευσης. Πρόκειται για το τμήμα της υπεραξίας (στην περίπτωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) που «περισσεύει» για να επενδυθεί, αφού αφαιρεθεί το τμήμα της υπεραξίας που καταναλώθηκε (είτε ατομικά από τους καπιταλιστές, είτε για τη συντήρηση της κρατικής μηχανής, είτε σαν έξοδα κυκλοφορίας κλπ.).

Το δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα αποτελείται, όπως επισήμαινα ο Α. Κόρντομπα, από δύο μέρη. «Πρώτον, το τμήμα που παρήχθη πραγματικά, παρότι δεν επενδύθηκε (όλο, Γ.Μ.) και που το Ονομάζω αντικειμενοποιημένο πλεόνασμα. Δεύτερον το τμήμα που δεν παρήχθη γιατί το σύστημα δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει με πληρότητα τους παράγοντες της παραγωγής που διαθέτει. Αυτό το ονομάζουμε μη αντικειμενοποιημένο δυνητικό πλεόνασμα. Η κατηγορία αντικειμενοποιημένο πλεόνασμα αντιστοιχεί στη μαρξιστική κατηγορία του υπερπροϊόντος, πράγμα που σήμαινα ότι όταν έχουμε ένα καπιταλιστικό σύστημα, το υπερπροϊόν ταυτίζεται με την υπεραξία. Με την κατηγορία του μη αντικειμενοποιημένου πλεονάσματος δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο στη μαρξιστική θεωρία».35

Ο Μπάραν θα γράψει, μερικά χρόνια αργότερα, μαζί με τον Π. Σουήζυ, τον «Μονοπωλιακό Καπιταλισμό» (έκδ. Γκούτενμπεργκ 1973). Στο βιβλίο αυτό οι συγγραφείς εγκαταλείπουν τη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό πλεόνασμα, και υιοθετούν τον εξής Ορισμό. «ΤΟ οικονομικό πλεόνασμα είναι η διαφορά ανάμεσα σ' αυτό που παράγει μια κοινωνία και το κόστος παραγωγής του», (σελ. 71).

Ο όρος πλεόνασμα μπορεί να αναφέρεται και πάλι σε κάθε τρόπο παραγωγής και σε κάθε κοινωνία. Εντούτοις αξίζει να προσέξουμε ότι ο νέος Ορισμός διαφοροποιείται τόσο από το «πραγματικό οικονομικό πλεόνασμα» όσο και από το «δυνητικό πλεόνασμα». Ο νέος Ορισμός μοιάζει να αντιστοιχεί στη μαρξιστική κατηγορία της υπεραξίας (η του υπερπροϊόντος, προκειμένου για μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής). Οι Μπάραν και Σουήζυ υποστηρίζουν βέβαια ότι «σε μια μονοπωλιακή καπιταλιστική κοινωνία με υψηλή ανάπτυξη, το πλεόνασμα παίρνει πολλές μορφές και μεταμφιέσεις», όπως π.χ. «τα εισοδήματα του κράτους και της εκκλησίας, τα έξοδα μετατροπής των εμπορευμάτων σε χρήμα, τους μισθούς των μη παραγωγικών εργατών κλπ.» που ο Μαρξ «τα εξετάζει σαν δευτερεύοντες παράγοντες και τα αποκλείει από το βασικό θεωρητικό σχήμα»(;!) «Γι αυτό το λόγο συνεχίζουν προτιμούμε την έννοια πλεόνασμα απ' την παραδοσιακή μαρξιστική έννοια υπεραξία», (σελ. 71).*Βασική θέση των Μπάραν και Σουήζυ είναι πως αποτελεί «νόμο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ότι το πλεόνασμα έχει την τάση να ανεβαίνει τόσο απόλυτα όσο και σχετικά καθώς αναπτύσσεται το σύστημα». Και συνεχίζουν. «Ο νόμος αυτός προκαλεί τη σύγκριση με τον κλασικό μαρξιστικό νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Χωρίς να μπούμε σε ανάλυση των διάφορων ερμηνειών του τελευταίου, μπορούμε να πούμε ότι όλες τους προϋποθέτουν ένα σύστημα συναγωνισμού. Γι αυτό αντικαθιστώντας το νόμο της πτώσης του ποσοστού κέρδους με το νόμο της αύξησης του πλεονάσματος, δεν απορρίπτουμε ούτε αναθεωρούμε ένα αξιοσέβαστο θεώρημα της πολιτικής οικονομίας. Απλώς παίρνουμε υπ' όψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η δομή της καπιταλιστικής οικονομίας έχει υποστεί θεμελιώδη αλλαγή από τότε που διατυπώθηκε το θεώρημα» (σελ. 133134). Μ' άλλα λογία η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει είχε ισχύ μόνο στο παρελθόν όταν λειτουργούσε η κυριαρχούσε ο συναγωνισμός. Η τάση αυτή υποκαταστάθηκε σήμερα, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, από την τάση αύξησης του πλεονάσματος.36

2.6. Η παγκόσμια (καπιταλιστική) οικονομία, ο υπανάπτυκτος καπιταλισμός και οι ημιπεριφέρειες.

"Όλες οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας προϋποθέτουν όπως είπαμε την προτεραιότητα της παγκόσμιας οικονομίας και των παγκόσμιων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων πάνω στις οικονομικές διαδικασίες και τις κοινωνικές σχέσεις που διέπουν του Εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Δηλαδή οι παγκόσμιες διαδικασίες κυριαρχούν πάνω στις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού και καθορίζουν την εξέλιξη αυτών των τελευταίων. Έτσι η υπανάπτυξη είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας και της εξάρτησης. Προκύπτει από «αμέτρητους εξωγενείς παράγοντες, που είναι εντούτοις ενδογενείς στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος», μας έχει ήδη πει ο Κόρντομπα, (βλ. υπος. 17), και με τη διατύπωση αυτή θα εκφράσει την εσωτερική φιλοσοφία όλων των θεωριών που εξετάζουμε εδώ.37

Με βάση την κοινή αυτή θεωρητική αφετηρία διαμορφώθηκε μια θεωρία για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και τον υπανάπτυκτο καπιταλισμό, με κύριους εκπροσώπους τον A.G. Frank και τον Ι. Wallerstein.

Η θεωρία αυτή θα ισχυρισθεί λοιπόν ότι από τη στιγμή που δημιουργείται η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία, δηλαδή χοντρικά από τον 1βο αιώνα, ολόκληρη η ανθρωπότητα (δηλ. όλες οι περιοχές που συνδέονται η απαρτίζουν την παγκόσμια αγορά) είναι καπιταλιστική, πολώνεται σε μητρόπολη και περιφέρεια και διαπερνάται από μονοπωλιακές δομές. Παγκόσμια οικονομία και (παγκόσμιος) καπιταλισμός είναι σύμφωνα με τη θεωρία αυτή όροι ταυτόσημοι. Σύμφωνα με τον Wallerstein ο καπιταλισμός είναι «ένας τρόπος παραγωγής και συγκεκριμένα εκείνος, όπου επιδιώκεται η παραγωγή κέρδους στην αγορά... Ο καπιταλισμός ήταν απ' την αρχή του μια υπόθεση της παγκόσμιας οικονομίας, όχι μια υπόθεση των εθνικών κρατών»}*

Έτσι, ισχυρίζονται, είναι άσκοπο και λανθασμένο να μιλάμε για άλλους, προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής η για σοσιαλισμό, με κριτήριο τη σχέση των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τη μορφή του κράτους κλπ. «Δεν υπάρχουν σήμερα στην παγκόσμια οικονομία σοσιαλιστικά συστήματα, όπως ακριβώς δεν υπάρχουν φεουδαρχικά συστήματα, διότι υπάρχει μόνο ένα μοναδικό παγκόσμιο σύστημα. Αυτό το σύστημα είναι η παγκόσμια οικονομία και είναι στη μορφή του εξ ορισμού καπιταλιστικό. Ο σοσιαλισμός προϋπόθετα την εγκαθίδρυση ενός νέου παγκόσμιου συστήματος, κι αυτό δεν μπορεί να είναι ούτε ένα παγκόσμιο καθεστώς με λειτουργίες αναδιανομής του προϊόντος, ούτε μία παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, αλλά μια παγκόσμια σοσιαλιστική κυβέρνηση».39

Ο Φράνκ στα πλαίσια του ίδιου σχήματος, θα ισχυρισθεί ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και υπανάπτυξη καθορίζεται από τρεις θεμελιώδεις αντιθέσεις. Την απόσπαση ιδιοποίηση του οικονομικού πλεονάσματος, την πόλωση σε μητροπόλεις και δορυφόρους, και την αντίφαση της «συνέχειας παρά την εξέλιξη».*0

Με βάση την υπόθεση ότι όλες οι διαδικασίες παραγωγής που αναφέρονται στην αγορά είναι καπιταλιστικές, ο Φράνκ θα αντιπαρατεθεί σ' όλες εκείνες τις θεωρίες που συνδέουν την υπανάπτυξη της περιφέρειας με την κυριαρχία η έστω τη διατήρηση και διευρυμένη αναπαραγωγή κάποιων προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Σαν τμήμα του παγκόσμιου συστήματος, θα ισχυρισθεί, η περιφέρεια ήταν πάντα καπιταλιστική. Ο καπιταλισμός της περιφέρειας είναι άπλα διαφορετικός σε σχέση με τον μητροπολιτικό καπιταλισμό. Είναι ένας υπανάπτυκτος καπιταλισμός. Αυτό που λαμβάνει λοιπόν χώρα στην περιφέρεια είναι η «ανάπτυξη της υπανάπτυξης»41 Ομοίως και οι εργαζόμενες - εκμεταλλευόμενες μάζες της περιφέρειας ανήκουν στο (παγκόσμιο) προλεταριάτο, μόνο που και πάλι, το προλεταριάτο αυτό είναι διαφορετικό σε σχέση με το προλεταριάτο των μητροπόλεων.42

Το παγκόσμιο σύστημα διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με τον Φράνκ, σαν ένα ολοκληρωμένο αποικιακό σύστημα που η δομή του μπορεί να παρομοιασθεί με τη δομή ενός ηλιακού - πλανητικού συστήματος. Οι μητροπόλεις πλουτίζουν από τους δορυφόρους που περιστρέφονται γύρω τους. Γύρω από ένα δορυφόρο μπορεί να περιστρέφονται όμως και κάποιοι άλλοι, εξαρτημένοι απ' αυτόν, δορυφόροι. Πρόκειται εδώ για ένα θεμελιώδες και μόνιμο χαρακτηρισμό του παγκόσμιου συστήματος.43

Αυτή όμως η ηλιακή δομή του παγκόσμιου συστήματος έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται, αναγκαστικά, κάποιες ενδιάμεσες περιοχές, ανάμεσα στη μητρόπολη και την περιφέρεια, οι ημιπεριφέρειες η τα υποϊμπεριαλιστικά κράτη. Όπως εξηγεί ο Wallerstein. «Οι δομικές διαφοροποίησης ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια δεν μπορούν να εξηγηθούν επαρκώς εάν δεν πάρουμε υπ' όψη ότι υφίσταται μία τρίτη δομικά προσδιορισμένη θέση: η θέση της ημιπεριφέρειας... Η ημιπεριφέρεια είναι αναγκαία για να μπορεί να λειτουργεί χωρίς τριβές η παγκόσμια οικονομία... Σ' αυτή την ημιπεριφέρεια αποδίδεται ως ένα βαθμό ένας ειδικός οικονομικός ρόλος, ο όποιος όμως είναι απαραίτητος λιγότερο οικονομικά και περισσότερο πολιτικά... Η παγκόσμια οικονομία θα λειτουργούσε το ίδιο καλά χωρίς ημιπεριφέρεια, όπως και με ημιπεριφέρεια. Άλλα πολιτικά θα ήταν πολύ λιγότερο σταθερή, γιατί η έλλειψη της ημιπεριφέρειας θα συνδεόταν μ' ένα πολωμένο παγκόσμιο σύστημα».«" Ο Φράνκ θα εξηγήσει παράλληλα ότι με τον όρο υποϊμπεριαλισμός η ημιπεριφέρεια περιγράφονται οι χώρες που «συμμετέχουν με διαφορετικό τρόπο στο διεθνή κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, δηλαδή εξάγουν όχι μόνο πρώτες όλες και προϊόντα της ελαφριάς βιομηχανίας, αλλά επίσης βιομηχανικά προϊόντα που προέρχονται από τη βαρεία βιομηχανία... Αυτή είναι η περίπτωση της Βραζιλίας... ως ένα βαθμό του Μεξικού... της 'Αργεντινής... της Ινδίας... του Ιράν... Όπως το Ιράν υπάρχουν κι άλλες υπανάπτυκτες οικονομίες που διεκδικούν ένα μεσαίο επίπεδο στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Εδώ ανήκουν ορισμένες από τις χώρες του ΟΠΕΚ (Βενεζουέλα, Ινδονησία, Νιγηρία, 'Αλγερία)». Μια άλλη κατηγορία υποϊμπεριαλιστικών χωρών διαμορφώνεται από τη Νότια Κορέα, το Ταϊβάν κλπ.44

3. Το ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας, η σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης και το «τριτοκοσμικό» πλαίσιο

Οι θεωρίες που παρουσιάσαμε εδώ είναι σίγουρα διακριτές μεταξύ τους αλλά κατά κανόνα δεν είναι αντιφατικές. Μία ρητή αντιπαράθεση εντοπίσαμε ήδη ανάμεσα στις θεωρίες του δυαδισμού, αλλά και της δομικής ετερογένειας και στη θεωρία του υπανάπτυκτου καπιταλισμού που αποκλείει την ύπαρξη μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στην περιφέρεια. Όμως με τα ζητήματα αυτά θα ασχοληθούμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο. Εδώ θα μας απασχολήσει το κυρίαρχο στοιχείο, το στοιχείο της σύγκλισης. Είναι η σύγκλιση αυτή που συγκροτεί τις θεωρίες μητρόπολης περιφέρειας σε ένα ενιαίο ρεύμα στα πλαίσια της Αριστεράς.

Δύο είναι τα στοιχεία που διαμεσολαβούν τη σύγκλιση όλων των θεωριών σε ένα ρεύμα.

α) Μια αντίληψη για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Πρόκειται για την αντίληψη, που ήδη επισημάναμε, σύμφωνα με την οποία οι παγκόσμιες διαδικασίες έχουν την προτεραιότητα και καθορίζουν τις εθνικές διαδικασίες. Ότι επομένως η εξέλιξη (και υπανάπτυξη της περιφέρειας) καθορίζεται από τις επιλογές και την εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής μητρόπολης. Ότι συνεπώς το ουσιώδες στις κοινωνικές σχέσεις της περιφέρειας είναι η εξάρτηση.

β) Μια αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη το ουσιώδες χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η λεηλασία - κυριαρχία που ασκεί η μητρόπολη πάνω στην περιφέρεια. Η αντίληψη αυτή ξαναβρίσκει τη λουξεμβουριανή κυρίως προσέγγιση για τον ιμπεριαλισμό. Απόκλινα λοιπόν όσο κι αν το αρνείται από τη λενινιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ο ιμπεριαλισμός είναι πρώτα απ' όλα το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, που συνδέεται με βαθείς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς, οι Οποίοι ακριβώς ωθούν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σ' ένα αχαλίνωτο ανταγωνισμό μεταξύ τους για το (ξανα)μοίρασμα όλου του κόσμου κι όχι μόνο των αποικιών.45

Οι δύο αντιλήψεις που πιο πάνω αναφέραμε ορίζουν όπως είναι προφανές τη μητρόπολη και την περιφέρεια, δηλαδή τους δύο πόλους, τις δύο βασικές δομές του καπιταλισμού, σύμφωνα με όλες τις θεωρίες που εξετάζουμε εδώ. Αποτελούν δηλαδή το πλαίσιο και την κοινή λογική κάθε θεωρίας μητρόπολης - περιφέρειας.

Στα πλαίσια όμως του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας, διαμορφώθηκε και μια στενότερη σύγκλιση ανάμεσα σε μια σειρά θεωρίες, σύγκλιση που συγκροτεί την Ονομαζόμενη «Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης», (από το ομώνυμο περιοδικό που εκδίδουν και μέσα από το όποιο παρεμβαίνουν οι βασικοί εκπρόσωποι της Σχολής).46

Πρόκειται για τη σύγκλιση ανάμεσα στις θεωρίες της άνισης ανταλλαγής και της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα των Εμμανουήλ και Άμίν από τη μια, με τη θεωρία του πλεονάσματος των Μπάραν - Σουήζυ και τη θεωρία του παγκόσμιου συστήματος και του υπανάπτυκτου καπιταλισμού των Wallerstein και Φράνκ από την άλλη. Παράλληλα υιοθετείται αναγκαστικά και μέρος από την παραδοσιακή ανάλυση για την περιφέρεια. Σ' ότι άφορα την παραμόρφωση της περιφέρειας η σχολή αυτή υποστηρίζει, όπως είπαμε, ότι οι περιφερειακές χώρες διασπώνται σε τομείς η μόρια, που το καθένα συνδέεται με ιδιαίτερο τρόπο με τη μητρόπολη, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς στην περιφέρεια. Το συνολικό θεωρητικό σχήμα που προκύπτει από τη σύγκλιση των θεωριών που αναφέραμε παρουσιάζεται κυρίως στα βιβλία του Σαμίρ Άμίν (βλ. «Η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα» και η «"Άνιση Ανάπτυξη»), ο όποιος αυτό ακριβώς το εγχείρημα αναλαμβάνει, να συνθέσει και να ενοποίησα τις διαφορετικές (αλλά συγκλίνουσες) θεωρίες.

Αξίζει να προσέξουμε εδώ δύο ιδεολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη «Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης».

α) Ένας ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν την αγορά και πιο συγκεκριμένα την παγκόσμια αγορά. Συγκεκριμένα αναγορεύουν την αγορά σε ειδοποιό χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. (Κάθε παραγωγή που προσανατολίζεται στην αγορά είναι καπιταλισμός, οι αυξανόμενοι μισθοί, δηλαδή η διευρυνόμενη εσωτερική αγορά καταναλωτικών αγαθών είναι το αποφασιστικό κριτήριο για την «αυτόκεντρη ανάπτυξη», άνισες ανταλλαγές μέσα από την παγκόσμια αγορά κλπ.).

β) Η αντίληψη ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί μια ενιαία ταξική δομή, στα πλαίσια της Οποίας οι κυρίαρχες αστικές τάξεις μπορούν να ενοποιηθούν σ' ένα ενιαίο ιεραρχημένο μπλοκ, παρά τις ενδοαστικές αντιφάσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις αστικές τάξεις ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Ο Σ. Άμίν θα πει χαρακτηριστικά. «Η αντίθεση δεν βρίσκεται πια ανάμεσα στην αστική τάξη και τα προλεταριάτο κάθε χώρας ξεχωριστά, αλλά ανάμεσα στην παγκόσμια αστική τάξη και το παγκόσμιο προλεταριάτο. Η παγκόσμια αστική τάξη είναι κατ' αρχήν η αστική τάξη του κέντρου και διαδοχικά η αστική τάξη που σχηματίζεται στον περίγυρο της, της περιφέρειας... Η αστική τάξη του κέντρου, η μόνη που υπάρχει σε κλίμακα του παγκόσμιου συστήματος, εκμεταλλεύεται παντού το προλεταριάτο, αλλά εκμεταλλεύεται ακόμα πιο άγρια το προλεταριάτο της περιφέρειας».47

Από το σχήμα αυτό θα προκύψουν και τα «τριτοκοσμικά» πολιτικά συμπεράσματα της σχολής: Η κοινωνική αλλαγή μπορεί ν' αρχίσει, σχεδόν αποκλειστικά από την περιφέρεια. Τι αλλαγή θα είναι όμως αυτή αφού ο κύριος, ο πραγματικός εχθρός δεν βρίσκεται εκεί, στην περιφέρεια, αλλά στο κέντρο; Είναι προφανές ότι οι επαναστατικές μάζες της περιφέρειας δεν μπορούν να πλήξουν τον εχθρό παρά μόνο έμμεσα. Και εν πάσει περιπτώσει το ζητούμενο γι' αυτές δεν μπορεί να είναι το να συντρίψουν το αστικό «τους» κράτος και να εγκαθιδρύσουν το σοσιαλισμό, καθόσον ο σοσιαλισμός μπορεί να υπάρξει μόνον ως παγκόσμιο σύστημα. Ο Άμίν θα πει λοιπόν: «Η Ιστορική πείρα της άνισης ανάπτυξης και του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίζουμε τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, σαν μια πολύ αργή διαδικασία, αφού προηγηθεί ένα υποχρεωτικό πέρασμα από την αυτόνομη εθνική και λαϊκή οικοδόμηση» ·48

Δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε με την κριτική των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας. Είμαστε όμως αναγκασμένοι να επισημάνουμε εδώ όχι άπλα τον «τριτοκοσμικό», αλλά και τον μη επαναστατικό χαρακτήρα των πορισμάτων της «Σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης».

Η θέση ότι υφίσταται το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σαν μια ενοποιημένη ταξική δομή, (μια θέση φαινομενικά μόνο διεθνιστική), οδηγεί τους θεωρητικούς της Σχολής να αναθεωρήσουν ριζικά «το πιο κρίσιμο για την επανάσταση κεφάλαιο της μαρξιστικής θεωρίας», τη θεωρία του κράτους. Η θεωρία της παγκόσμιας ταξικής δομής που υιοθετεί η Σχολή, συγκάλυπτα τη μαρξιστική θέση ότι το κράτος αποτελεί την κατ' εξοχήν βαθμίδα όπου συμπυκνώνεται η αστική πολιτική και ταξική κυριαρχία. Έτσι αποσιωπάται και συγκαλύπτεται «η κυριότερη διδασκαλία του μαρξισμού σχετικά με τα προβλήματα του κράτους», ότι δηλαδή το προλεταριάτο πρέπει «να συντρίψει το γραφειοκρατικό και στρατιωτικό κρατικό μηχανισμό».

Μέσα απ' αυτή την αναθεώρηση οι εκπρόσωποι του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας αποκτούν την άνεση να είναι, εκτός από θεωρητικοί της Αριστεράς, άλλοτε σύμβουλοι κάποιων κυβερνήσεων του Τρίτου Κόσμου κι άλλοτε θαυμαστές κάποιων σοσιαλιστών ηγετών της Ευρώπης.50

4. Η κριτική του Κόρντομπα και του Καρντόζο

Οι θεωρητικές διαφωνίες ανάμεσα στη «Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης» και σε κάποιους μαρξιστές του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας που υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις, (όπως π.χ. ότι η υπανάπτυξη συνδέεται με τη διευρυμένη αναπαραγωγή μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, η ότι η αποδιάρθρωση της περιφέρειας δεν αναιρεί την έννοια του έθνους και του κοινωνικού σχηματισμού), δεν περιορίσθηκαν μόνο στα ζητήματα που αφορούν την παραμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής δομής της περιφέρειας. Αντίθετα η συζήτηση και η κριτική επεκτάθηκε και σε κάποια ευρύτερα θεωρητικά ζητήματα, που αφορούν την Ίδια την εσωτερική συνοχή των θεωριών που παρουσιάζουμε εδώ.

Ιδιαίτερα σημαντικές σ' αυτό το πλαίσιο είναι κατά τη γνώμη μου οι θεωρητικές παρεμβάσεις δύο λατινοαμερικάνων θεωρητικών του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας, του Κόρντομπα και του Καρντόζο. Ο πρώτος αναφέρεται κυρίως στη θεωρία του «υπανάπτυκτου καπιταλισμού», που διατύπωσε ο Φράνκ (αλλά και στη θεωρία του πλεονάσματος) και ο δεύτερος στις θεωρίες που αναφέρονται στη (μη) διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς.

Ο Κόρντομπα31 ασκεί κατ' αρχήν κριτική στις έννοιες του πλεονάσματος που εισήγαγε ο Μπάραν και τις όποιες χρησιμοποιεί ο Φράνκ στις ανάλυσης του. («Απόσπαση - ιδιοποίηση του πλεονάσματος»). Καταλήγει στο συμπέρασμα, (και πολύ σωστά), ότι οι έννοιες αυτές με τον τρόπο που αναφέρονται στην κοινωνία σαν σύνολο συγκαλύπτουν την ιδιαιτερότητα, δηλαδή τον ιδιαίτερο ταξικό - εκμεταλλευτικό χαρακτήρα, των σχέσεων παραγωγής. Αντίθετα οι έννοιες της υπεραξίας, της γαιοπροσόδου, του υπερπροϊόντος κλπ. που ανακάλυψε ο Μαρξ, έρχονται να φωτίσουν αυτές ακριβώς τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, δηλαδή την πάλη των τάξεων.52 Έτσι ο Κόρντομπα θα καταλήξει: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντικαταστήσουμε τις μαρξιστικές κατηγορίες της υπεραξίας, του υπερπροϊόντος, της υπερεργασίας κλπ. με τον όρο κοινωνικό πλεόνασμα», (όπ.π. σελ. 124).

Στη συνέχεια θα υποστήριξα, και πάλι πολύ σωστά, ότι η διαδικασία «απόσπασης ιδιοποίησης του οικονομικού πλεονάσματος» δεν αποτελεί, όπως πιστεύει ο Φράνκ, το ειδικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, αλλά τη βασική αντίφαση κάθε τρόπου παραγωγής, κάθε ταξικής κοινωνίας. Η ειδοποιός διαφορά του καπιταλισμού είναι η παραγωγή και απόσπαση ιδιοποίηση της υπεραξίας του εργάτη από τον κεφαλαιοκράτη. 'Αλλά ο Φράνκ (και ο Wallerstein) βλέπουν μόνο την αγορά και καταφεύγουν σ' ένα πολιτικοοικονομίστικο ορισμό για τον καπιταλισμό, που ακριβώς συγκαλύπτει τη σχέση κεφαλαίου - εργασίας, δηλαδή την πάλη των τάξεων.

Έτσι ο Κόρντομπα απορρίπτει τόσο τη θέση ότι οι κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής ήταν καπιταλιστικές ήδη από τον 18ο αιώνα, όσο και τη θέση ότι οι κοινωνίες αυτές ήταν από τότε μονοπωλιακές. Στις περιφερειακές κοινωνίες, λοιπόν, δεν υπάρχει ένας ομογενοποιημένος «υπανάπτυκτος καπιταλισμός» αλλά «ένα πολύπλοκο μωσαϊκό εργασιακών σχέσεων και επομένως «μορφών» απόσπασης της υπερεργασίας» (όπ.π. σελ. 136). Η εξάρτηση της περιφέρειας, θα υποστηρίξει ο Κόρντομπα, επιτρέπει τη διευρυμένη αναπαραγωγή των προκαπιταλιστικών σχέσεων που συνδέονται με την υπανάπτυξη, θα επιχειρηματολογήσει μάλιστα ως έξης: «Παρότι είναι σήμερα προφανής η ισχυρή εξάρτηση του Καναδά από τις ΗΠΑ, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ο Καναδάς είναι μια υπανάπτυκτη χώρα. Γιατί; Γιατί στον Καναδά απουσιάζει το δίκτυο των μη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με τις όποιες συνδέθηκε ο καπιταλισμός στις δικές μας χώρες», (όπ.π. σελ. 148).

Ο Φράνκ, συνεχίζει ο Κόρντομπα, «παραιτείται από το να εκτιμήσει το ρόλο των κοινωνικών τάξεων, γιατί προφανώς δεν τις χρειάζεται. Στο σύστημα του με τις μητροπόλεις και τους δορυφόρους, η εκμετάλλευση δεν είναι η εκμετάλλευση κάποιων τάξεων από κάποιες άλλες τάξεις, αλλά μια ακολουθία από ιεραρχημένα επίπεδα, στα όποια ο ένας τομέας απαλλοτριώνει τον άμεσα κατώτερο του, για να απαλλοτριωθεί και ο ίδιος από τον αμέσως ανώτερο του», (σελ. 150). Η μαρξιστική ανάλυση είναι υποχρεωμένη, (αντίθετα με τη θεωρία του Φράνκ ότι η μοναδική «ολότητα» είναι η παγκόσμια οικονομία), να πάρει υπ' όψη της τις ταξικές σχέσεις και την οικονομική δομή κάθε ιδιαίτερου κοινωνικού σχηματισμού. «Επειδή η αποικιοποίηση πραγματοποιείται με βάση κάποια οικονομικά κίνητρα, το κλειδί για να καταλάβουμε τις σχέσεις που προκύπτουν βρίσκεται στην οικονομική δομή κάθε μιας κοινωνίας... Πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχουμε σαν αφετηρία, ότι η ταξική δομή παράγει και δεσπόζει στο αποικιακό σύστημα κι όχι αντίστροφα» (όπ.π. σελ. 153 και 155). Η θεωρία του Φράνκ για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα παραιτείται από τη συγκεκριμένη ανάλυση, κι έτσι τα συμπεράσματα που βγάζει για την περιφέρεια έχουν ελάχιστη σχέση μ' αυτό που πραγματικά διαδραματίζεται εκεί.

'Αλλά και η φιλοσοφία του Φράνκ δεν έχει καμιά σχέση με το μαρξισμό, θα παρατηρήσει, πολύ σωστά, ο Κόρντομπα. «Η έννοια που έχει ο Φράνκ για την ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα που προκύπτει, με το πέρασμα του χρόνου, από την καθοριστική επίδραση που ασκεί το σύστημα των αποικιακών σχέσεων, το οποίο παρουσιάζεται με τη μορφή μιας ιδέας (με τη χεγγελιανή έννοια), πάνω στην κοινωνική ολότητα. Η οικονομική δομή όπως και η τεχνική, πολιτική, νομική και ιδεολογική παρουσιάζεται σαν η αντανάκλαση αυτής της ιδέας, πάνω στα διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής ζωής» (όπ.π. σελ. 165).

Ο Καρντόζο από τη μεριά του53 θα ασκήσει κυρίως κριτική στις θεωρίες που αναφέρονται στη στενότητα της αγοράς στην περιφέρεια. Επισημαίνει, σωστά, ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη διεύρυνση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών δρα και με το ύψος των μισθών αλλά κυρίως με τη διεύρυνση της παραγωγικής κατανάλωσης του κεφαλαίου, και ότι εν πάσει περιπτώσει, το πρόβλημα της αγοράς δεν τίθεται σαν ένα πρόβλημα που είναι ιδιαίτερο και ανεξάρτητο από το πρόβλημα της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υπενθυμίζει ότι η προβληματική για τη μη διεύρυνση της αγοράς στην περιφέρεια απλώς επαναφέρει την προβληματική των ναρόντνικων στη Ρωσία, στις αρχές του αιώνα, προβληματική που αντέκρουσε πειστικά ο Λένιν («Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», άπαντα τ. 3). Και συμπεραίνει πως «πίσω από τη φαινομενική λογική μιας τέτοιας ερμηνείας, κρύβονται λάθη που αφορούν τη φύση του καπιταλιστικού προτσές της παραγωγής» (όπ.π. σελ. 43).

Εξετάζοντας μάλιστα την περίπτωση της Βραζιλίας θα αντικρούσει τη θέση για την (αναπόφευκτη) εξωστρέφεια των περιφερειακών χωρών. «Όλα τα στοιχεία που δώσαμε ως εδώ... θέλησαν να δείξουν πως η σημερινή οικονομική επέκταση δεν οφείλεται στις εξαγωγές, αλλά στην αυξανόμενη εσωτερική ζήτηση... η Βραζιλία κάθε άλλο παρά υποϊμπεριαλιστική χώρα παρουσιάζεται», (όπ.π. σελ. 6061).

Στη συνέχεια ο Καρντόζο θα απόκρουσα τη θέση ότι στην περιφέρεια δεν συγκροτείται μια ισχυρή ντόπια αστική τάξη, αλλά όλα καθορίζονται από το Ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο,54 και θα υποστηρίξει, σωστά, ότι «να ισχυριστούμε πως πραγματικά συμβαίνει μια καπιταλιστική συσσώρευση, και παράλληλα να αρνηθούμε τη σημασία της μπουρζουαζίας, αποτελεί μια τυπική αντίφαση», (όπ.π. σελ. 45).

Θα καταλήξει λοιπόν συμπερασματικά. «Όλες οι θεωρητικές και αναλυτικές προσπάθειες που θέλησαν να καταδείξουν το ειδικό και το καινούργιο στοιχείο στις σημερινές φόρμες της εξάρτησης, διαλύθηκαν γρήγορα, κι απόμειναν μόνο αόριστα σχήματα λόγου με εντυπωσιακές αλλά απατηλές βασικές αρχές: την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης», τον «υποϊμπεριαλισμό», τη λούμπεν μπουρζουαζία», την «επανάσταση των περιθωρίων» κλπ.», (όπ.π. σελ. 37).

Σε κάποιο άλλο άρθρο του ο Καρντόζο θα αμφισβητήσει τη θέση ότι η ανάπτυξη της μητρόπολης βασίζεται στη λεηλασία της περιφέρειας. «Η σκέψη, ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού εξαρτάται από την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα. Στη ν πραγματικότητα οι βασικές τάσεις κατά τα τελευταία δέκα χρόνια δείχνουν ότι μειώνεται το μερίδιο της Λατινικής Αμερικής στην επέκταση του διεθνούς εμπορίου, αλλά και των επενδύσεων».55 Επειδή όμως (και) για τον Καρντόζο, ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει παρά λεηλασία του Τρίτου Κόσμου, θα σπεύσει να διευκρινίσει ότι αυτή η τάση δεν δείχνει το «τέλος του ιμπεριαλισμού», αλλά δείχνει ότι «οι σχέσης ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και τα εξαρτημένα έθνη Οδηγούν μάλλον σε μια περιθωριοποίηση των τελευταίων στο εσωτερικό του παγκόσμιου συστήματος της οικονομικής ανάπτυξης» (όπ.π.).

5. Το ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας και ο σοβιετικός μαρξισμός

Είναι γενικά γνωστή η διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας και στα φιλοσοβιετικά (κυρίως) κομμουνιστικά κόμματα. Είναι επίσης γνωστό ότι το επίμαχο θέμα αυτής της διαμάχης άφορα το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβιετικού στρατοπέδου. Για το σοβιετικό μαρξισμό, η κύρια αντίθεση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η αντίφαση καπιταλισμού - «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» κι όχι βέβαια η αντίθεση μητρόπολης - περιφέρειας.56 Η διαμάχη βέβαια επεκτείνεται και σε μια σειρά άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα όπως - ήδη είδαμε, η Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης αρνείται το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ και είτε υποστηρίζει ότι οι λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες αποτελούν ένα τμήμα του παγκόσμιου (καπιταλιστικού) συστήματος, είτε δήλωνα ότι πρόκειται για ένα νέο τύπο ταξικών κοινωνικών που βασίζεται σ' ένα νέο, ιδιόμορφο τρόπο παραγωγής.57

Η θεωρητική και πολιτική διαφοροποίηση παράμενα κυρίαρχη ακόμα και σ' ότι άφορα τις κοινωνίες της περιφέρειας, παρότι οι αναλύσεις που γίνονται με βάση το σοβιετικό μαρξισμό συγκλίνουν με ορισμένα περιγραφικά στοιχεία της παραδοσιακής ανάλυσης (εξάρτηση, ξένο κεφάλαιο, τεχνολογία, στενότητα αγοράς) και των θεωριών που αναφέρονται στην παραμόρφωση της οικονομικό - κοινωνικής δομής (περιθωριοποίηση, μη καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής, δυαδισμός).

Πίσω όμως απ' αυτή την πρόδηλη θεωρητική και πολιτική διαφοροποίηση και αντίθεση, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως σ' ότι άφορα ορισμένες, γενικές μεν αλλά θεμελιώδεις, θεωρητικές έννοιες και κατηγορίες, οι θεωρητικοί της μητρόπολης - περιφέρειας δεν διαφοροποιούνται, η έστω προσεγγίζουν, το σοβιετικό μαρξισμό.

Πρώτα απ' όλα η αντίληψη ότι οι παγκόσμιες σχέσεις και διαδικασίες έχουν την προτεραιότητα σε σχέση με τις διαδικασίες που διαδραματίζονται στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, δεν αποτελεί ανακάλυψη του ρεύματος μητρόπολης - περιφέρειας. Είχε υιοθετηθεί από πολλούς μαρξιστές ήδη από τις αρχές του αιώνα58 και κυριάρχησε τελικά μέσα στην κομμουνιστική Διεθνή μετά την επικράτηση του σταλινισμού. Η αντίθεση ΕΣΣΔ - καπιταλιστικού συστήματος θεωρείται ότι προηγείται σε σχέση με την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας στο εσωτερικό κάθε χώρας. Με βάση αυτή την αντίληψη αναπτύχθηκε η θεωρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, που αποτελεί μέχρι σήμερα ένα βασικό τμήμα της θεωρίας του σοβιετικού μαρξισμού.59 Η θεωρία της γενικής κρίσης ισχυρίζεται ότι, ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με μία παγκόσμια καπιταλιστική δομή, το σύστημα χάνει τη σταθερότητα του και περιέρχεται σε μια διαρκή κρίση, από τη στιγμή που ένα τμήμα αυτής της δομής, η τσαρική Ρωσία, αποσπάστηκε από την «Ολότητα» με την 'Οκτωβριανή επανάσταση.

Πέρα όμως από την αντίληψη για την προτεραιότητα των διεθνών διαδικασιών, οι θεωρητικοί της μητρόπολης - περιφέρειας (και πρώτα απ' όλα οι θεωρητικοί της Σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης) υιοθετούν τα βασικά πορίσματα

του σοβιετικού μαρξισμού για τη δομή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τα βασικά πορίσματα της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.

Για τον Άμίν λοιπόν, («Η άνιση ανάπτυξη»), «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός οργανώνει την απορρόφηση του πλεονάσματος» (σελ. 77). «'Ι| δράση του κράτους των μονοπωλίων το πρώτο στην υπηρεσία των δεύτερων απαλύνει τις διακυμάνσεις», (σελ. 102) Έτσι η συνεργεία κράτους και μονοπωλίων αποτρέπουν μια «αυθόρμητη καταστροφική κατάρρευση του συστήματος» (σελ. 92). Όμως η σύγχρονη τεχνική και επιστημονική επανάσταση «βασισμένη στον αυτοματισμό εμφανίζει στο έξης το «δευτερεύοντα συντελεστή» (την επιστήμη) σαν παράγοντα που τείνει να γίνει θεμελιώδης για την τεχνική πρόοδο, ενώ οι εντατικοί (!!! Γ.Μ.) συντελεστές (εργασία και κεφάλαιο) της λειτουργίας της παραδοσιακής παραγωγής αντιπροσωπεύουν μια μερίδα που όλο φθίνει». (σελ. 165).

Εξ άλλου, την εποχή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού «οι τιμές παύουν να καθορίζονται από ένα γενικό νόμο ξεκινώντας από τις αξίες. Το πεδίο ισχύος του νόμου της αξίας στενεύει. Δεν υπάρχει πια καμιά λογική (!!!! Γ.Μ.), ούτε καν επιφανειακή στο σύστημα των τιμών. Αυτές καθορίζονται απ' το συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης, ανάμεσα στις οικονομικές ομάδες που εξουσιάζουν τους διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας», (σελ. 68). «"Αν η άνοδος των τιμών δεν είναι απεριόριστη, αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει επίπεδο πραγματικών μισθών που εξασφαλίζει τη διοχέτευση της παραγωγής που καθιστά το κέρδος μέγιστο», (σελ. 91)60

Επίλογος

Η κριτική των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας άφορα αναγκαστικά δύο μέτωπα. Το πρώτο είναι χωρίς άλλο το μέτωπο της μαρξιστικής θεωρίας, το μέτωπο των εννοιών και κατηγοριών που θεμελίωσε Ο Μαρξ. Εδώ είναι σημαντικές και αποτελούν μια πρώτη αν και αποσπασματική κριτική οι παρέμβασης που παρουσιάσαμε εδώ, του Κόρντομπα και του Κορντόζο, (που αν και εντάσσονται στο ρεύμα μητρόπολης - περιφέρειας, ανασκευάζουν κάποιες βασικές υποθέσεις της «Σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης») και η παρέμβαση του Μπετελέμ για τη θεωρία της άνισης ανταλλαγής.

Όμως η κριτική των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας (και κυρίως η κριτική στις παραδοσιακές προσεγγίσεις, τις θεωρίες για τη δομική ετερογένεια, παραμόρφωση κλπ., καθώς και τις θεωρίες της άνισης ανταλλαγής και της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα), πρέπει παράλληλα να συνδεθεί και με μια απόπειρα να προσεγγίσουμε μαρξιστικά τη σημερινή δομή του ιμπεριαλισμού. Αυτό είναι και το δεύτερο μέτωπο προς τις θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας, το μέτωπο της συγκεκριμένης ανάλυσης.

Και τα δύο μέτωπα διαπλέκονται σ' ένα κομβικό σημείο. Την κριτική της υπόθεσης ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί σαν μια ενοποιημένη ταξική δομή, η έστω ότι οι διεθνείς διαδικασίες και σχέσεις έχουν την προτεραιότητα απέναντι στις διαδικασίες και τις κοινωνικές - ταξικές σχέσεις στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού και καθορίζουν την εξέλιξη αυτών των τελευταίων. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο μ' ένα αφηρημένο θεωρητικό πρόβλημα, αλλά και μ' ένα πρόβλημα συγκεκριμένης ανάλυσης. Για παράδειγμα: Νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για τιμές παραγωγής και για ενιαίο (ως προς την τάση του) ποσοστό κέρδους στα πλαίσια του παγκόσμιου συστήματος, στο κέντρο και την περιφέρεια, όπως υποθέτει ο Εμμανουήλ, ο Άμίν κλπ., για να θεμελιώσουν τη θεωρία της άνισης ανταλλαγής; Δεν το πιστεύουμε.

Με τα ζητήματα όμως αυτά, δηλαδή με την κριτική των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης που θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος των θέσεων.

1. Σαμίρ Άμίν, Καπιταλισμός, κρατικός κολλεκτιβισμός και σοσιαλισμός, Μηνιαία Επιθεώρηση, τεύχος 2 Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1977.

2. "Έτσι ο Α. Παπανδρέου θα πει ότι οι θέσεις που αναφέρονται στην πόλωση μητρόπολης - περιφέρειας αποτελούν «από θεωρητική πλευρά σημαντικό θεμέλιο λίθο της ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης του ΠΑΣΟΚ». Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ, έκδ. Λαδιά 1976.

3. Βλ. π.χ. Ν. Μουζέλη, Νεοελληνική κοινωνία, όψεις υπανάπτυξης, Εξάντας 1978. Κ. Βεργόπουλος, Ο περιφερειακός καπιταλισμός στην Ελλάδα στο «Μετάβαση στο Σοσιαλισμό», 'Αλέτρι

1981.

4. Πιέρ Ζαλέ, Η λεηλασία του Τρίτου Κόσμου, Νέα Σύνορα 1975, σελ. 12.

5. Α. G. Frank, Weltwirtschaft in der Krise, Rororo 1978.

6. Μετάβαση ατό Σοσιαλισμό, έκδ. 'Αλέτρι, σελ. 12.

7. Μετάβαση... σελ. 226. Σε κάποιο βέβαια σημείο της εισήγησής του ο Άμίν θα πει: «...πρόκειται για μια κρίση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Του καταμερισμού ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια, αλλά επίσης και στο εσωτερικό των κέντρων, όπως στην περίπτωση της Ευρώπης ανάμεσα στην Όμοσπ. Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία» όπ. π. σελ. 28.

8. «...ο Τρίτος Κόσμος σήκωσε ίνα πολύ μεγάλο μέρος των συνεπειών της κρίσης από το 1973. Κατά λογική συνέπεια, και μέσα στην Ευρώπη οι συνέπειες της κρίσης μετατοπίστηκαν στη νότιο Ευρώπη και την 'Αγγλία, που από την άποψη αυτή προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τη νότιο Ευρώπη και τα πιο αδύναμα μέλη της Κοινότητας», στο Μετάβαση... σελ. 198.

9. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς από τους οικονομικούς υπουργούς του ΠΑΣΟΚ δεν είναι οπαδός των θεωριών μητρόπολης - περιφέρειας. Σύγκρινε το δεύτερο κεφάλαιο αυτής της μελέτης (μαζί με τη βιβλιογραφία που δίνεται εκεί), με α) τις εισηγήσεις και παρεμβάσεις των Γ. Αρσένη, Α. Λάζαρη και θ. Πάγκαλου στο συνέδριο Μετάβαση ατό σοσιαλισμό, 'Αλέτρι 1981. β) Κ. Βαιτσου, Κοινή Αγορά και άνιση ανάπτυξη, Παπαζήσης 1982. γ) Π. Ρουμελιώτη, Πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερκοστολογήσεις - υποκοστολογήσεις στην Ελλάδα, Παπαζήσης 1978.

10. «Το έργο του Σαμίρ Άμίν «L' Accumulation a Γ echelle mondiale» (η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα) είναι ίσως η σημαντικότερη μαρξιστική συμβολή στο θέμα μητρόπολη - περιφέρεια... Η μέθοδος του «εμποδίσματος» της ολοκλήρωσης της περιφέρειας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται σε μια ιδιαίτερη μορφή πρωταρχικής συσσώρευσης, της άνισης ανταλλαγής». 'Από τον πρόλογο του Α. Παπανδρέου στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Άμίν Η συσσώρευση... εκδ. Νέα Σύνορα.

11. «Πέρασε η εποχή που το συγκριτικό πλεονέκτημα στη χώρα μας ήταν η φθηνή εργασία» Από το λόγο του Πρωθυπουργού στο ΕΒΕΑ, Ελευθεροτυπία 19 4 83.

12. Βλ. π.χ. Αρμάντο Κόρντομπα, Στοιχεία ενός ορισμού της υπανάπτυξης, στο Cordoba, Michelena, «Η οικονομική δομή της Λατινικής Αμερικής», έκδ. Αναγνωστίδη.

13. Π.χ. Πιέρ Ζαλέ, Η λεηλασία του Τρίτου Κόσμου, 1975.

14. «Σαν εξάρτηση αντιλαμβανόμαστε μια κατάσταση, σύμφωνα με την οποία η οικονομία κάποιων συγκεκριμένων χωρών καθορίζεται από την ανάπτυξη και επέκταση της οικονομίας μιας άλλης χώρας, στην οποία και υποτάσσονται» Theotonio dos Santos, Über die Struktur der Abhängigkeit (Σχετικά με τη δομή της εξάρτησης), στο Imperialismus und strukturelle Gewalt, επιμέλεια D. Senghaas, Ed. Suhrkamp, 1978.

15. «Στη Λατ. Αμερική, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες χώρες, υπολογίζεται ότι το 50% του πληθυσμού ανήκει στον περιθωριακό πληθυσμό» A. Cordoba, Strukturelle Heterogenität und wirtschaftliches Wachtum (Δομική ετερογένεια και οικονομική ανάπτυξη), e<5. Suhrkamp 1973 σελ.

15.

16. «Ο παραγωγικός ρόλος των εξαρτημένων χωρών περιοριζόταν πάντα σε συγκεκριμένους τομείς, που συνδέονταν με τη δυναμική του παγκόσμιου συστήματος. Μέχρι πολύ πρόσφατα Ο κύριος ρόλος αυτών των τομέων ήταν η παραγωγή εξαγώγιμων βασικών υλών» Cordoba όπ. π. σελ. 32.

17. "Οπ. π. σελ. 13.

18. Σαμίρ Άμίν, Η άνιση ανάπτυξη, έκδ. Καστανιώτη 1976 σελ. 332.

19. Tamas Szeutes, Politische Ökonomie der Entwicklungsländer (Πολιτική Οικονομία των αναπτυσσόμενων χωρών), Frankfurt - Budapest, 1974.

20. F. H. Cafäpscm Abhängigkeit und Entwicklung in Lateinamerika (Εξάρτηση και ανάπτυξη στη Λατ. Αμερική), στο Peripherer Kapitalismus, επιμ. D Senghaas, Ed. Suhrkamp 1974.

21. Σαμίρ Άμίν, Η άνιση... όπ. π. σελ. 236.

22. A. Cordoba, Strukturelle... όπ. π. σελ. 2627 και 64.

23. Αρ. Εμμανουήλ, Η άνιση ανταλλαγή, έκδ. Παπαζήση 1978.

24. «Έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι ο ορισμός μας περιέχει ίνα αίτημα, θεωρεί ότι οι μισθοί είναι η ανεξάρτητη μεταβολή του συστήματος» Εμμανουήλ όπ. π. σελ. 140.

25. «Συγκροτείται τότε ίνα de facto κοινό μέτωπο ον όχι μια αλληλεγγύη - ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές των ευπόρων χωρών απέναντι στις φτωχές χώρες, μέτωπο που συνυπάρχει με μια εσωτερική συνδικαλιστική πάλη για τη μοιρασιά της λείας» όπ. π. σελ. 269.

26. «Το ιστορικό στοιχείο που εμπεριέχει η τιμή της εργατικής δύναμης δεν παραπέμπει σε μιαν απόλυτη απροσδιοριστία του μισθού... παραπέμπει σε μια «σχετική» απροσδιοριστία. Αυτό σημαίνει ότι ο μισθός, ον και δεν είναι ολοκληρωτικά καθορισμένος από ένα ιδιαίτερο επίπεδο της δομής, εντούτοις συμμετέχει ολοκληρωτικά στην περίπλοκη δομή ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού και με κανένα τρόπο δεν «ανεξαρτητοποιείται» απ' τη δομή αυτή» Σ. Μπετελέμ, θεωρητικές παρατηρήσεις στο Α. Εμμανουήλ όπ. π. σελ. 395.

27. «...ένας ορισμένος συνδυασμός παραγωγικών δυνάμεων κοινωνικών σχέσεων... πλάθει τις αντικειμενικές συνθήκες της διατήρησης... ενός άθλιου επιπέδου μισθών» Σ. Μπετελέμ όπ π σελ 400.

28. Συγκαλύπτει ακόμα το γεγονός ότι οι προλετάριοι των πλουσίων χωρών όχι μόνο δεν συμμετέχουν σ' αυτή την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση αλλά «στην πραγματικότητα... είναι γενικά περισσότερο εκμεταλλευόμενοι (με τη στενή έννοια του όρου)... εξαιτίας του υψηλού επιπέδου έντασης της παραγωγικότητας εργασίας στις πλούσιες χώρες «όπ. π. σελ. 414.

29. «Η ανάλυση των ανταλλαγών ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις υπανάπτυκτες χώρες οδηγεί στη διαπίστωση ότι η ανταλλαγή είναι άνιση από τη στιγμή που, με ιση παραγωγικότητα, η εργασία στην περιφέρεια αμείβεται λιγότερο» Σ. Άμίν, Η άνιση ανάπτυξη σελ. 147.

30. «Η άποψη ότι το προλεταριάτο του κέντρου, είναι στο σύνολο του προνομιούχο και συνεπώς αλληλέγγυο με την αστική τάξη της χώρας του στην εκμετάλλευση του «Τρίτου κόσμου», δεν είναι παρά μια απλοποίηση της πραγματικότητας που έχει επιφανειακό χαρακτήρα». Άμίν, Η συσσώρευση... σελ. 47.

31. όπ. π. σελ. 43.

32. Βλ. και Samir Amin, Zur Theorie von Akkumulation und Entwicklung in der gegenwärtigen Weltgesellschaft (Για τη θεωρία της συσσώρευσης και ανάπτυξης στη σημερινή παγκόσμια κοινωνία) στο D. Senghaas, «Peripherer Kapitalismus» όπ. π.

33. Συνέντευξη με τον Σαμίρ Αμίν, στη Μηνιαία Επιθεώρηση τ. 10 Σεπτέμβρης 1981.

34. «θεωρώ σαν πολύ ικανοποιητικό το ότι η συζήτηση που άνοιξε με το βιβλίο του Εμμανουήλ βοήθησε στη διατύπωση θέσεων που μπορούν να επιτρέψουν στη μαρξιστική ανάλυση να ξαναβρεί μια ενοποιημένη και πραγματικά επεξηγηματική θεώρηση του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας... Μένει ένα πρόβλημα «ορολογίας». Μου φαίνεται πως... ο όρος «άνιση ανταλλαγή»... πρέπει να εγκαταλειφθεί». Επιστολή του Μπετελέμ στον Αμίν το Μάρτη του 1979. Αναφέρεται από τον Αμίν στο Ο ιμπεριαλισμός και η άνιση ανάπτυξη, έκδ. Καρανάση 1978. σελ. 177. Ο Αμίν για τα πιο πάνω παρατηρεί «θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς να εφαρμοστεί η πρόταση του Μπετελέμ, σ' ότι άφορα την ορολογία» όπ. π.

35. Armando Cordoba, A. G. Franks Kouzept des «unterentwickelten Kapitalismus» (Η θεωρία του Α. Γκ. Φράνκ για τον «υπανάπτυκτο καπιταλισμό») στο Cordoba, Strukturelle... σελ. 121.

36. «Ότι αποτελεί την ουσιαστικότερη πλευρά της δομικής αλλαγής απ' τον καπιταλισμό του συναγωνισμού στο μονοπωλιακό καπιταλισμό βρίσκει τη θεωρητική του έκφραση σ' αυτή την υποκατάσταση», Ο Μονοπωλιακός Καπιταλισμός, σελ. 134.

37. «Οι χαρακτηριζόμενες σαν υπανάπτυκτες οικονομίες αποτελούν υποσυστήματα που η συμπεριφορά τους δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν στηριχθούμε σε υποθέσεις που σχετίζονται με το παγκόσμιο σύστημα που τα υπερπροσδιορίζει» Dos Santos όπ. π. σελ. 317.

«Δεν πρέπει να μιλάμε με όρους εθνών, σαν αυτά ν' αποτελούσαν αυτόνομα συστήματα, αλλά με όρους ενός παγκόσμιου συστήματος» Σ. Άμίν, Η άνιση... σελ. 357.

38. Im. Wallerstein, Aufstieg und Künftiger Niedergang des Kapitalistischen Weltsystems (Η άνοδος και η μελλοντική πτώση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος) στο «Kapitalistische Weltökonomie» επιμ. D. Senghaas, Ed. Suhrkamp 1979, σελ. 44 και 47.

39. όπ. π. σελ. 63.

40. Α. G. Frank, Kapitalismus und Unterentwicklung in Lateinamerika (Καπιταλισμός και υπανάπτυξη στη Λατινική Αμερική), Frankfurt 1969.

41. «Οικονομική ανάπτυξη και υπανάπτυξη δεν διακρίνονται μεταξύ τους μόνο σχετικά ταj ποσοτικά, ότι δηλαδή η μία χώρα είναι περισσότερο αναπτυγμένη, οικονομικά από την αλληή οικονομική ανάπτυξη και υπανάπτυξη συναρτώνται μεταξύ τους και η διαφορά τους είναι ποιοτική, καθόσον υφίστανται δομικές διαφοροποιήσεις ο (οποίες όμως προκαλούνται από την αμοιβαία σχέση στα πλαίσια του παγκόσμιου συστήματος» A. G. Frank, όπ. π. σελ. 27.

42. «'Αλλά το προλεταριάτο της περιφέρειας έχει διάφορες μορφές. Δεν αποτελείται αποκλειστικά, ούτε καν κύρια, από μισθωτούς εργαζόμενους στις σύγχρονες μεγάλες επιχειρήσεις. Αποτελείται επίσης κι από τις αγροτικές μάζες που είναι ενταγμένες στις παγκόσμιες ανταλλαγές... Παρόλο που το πλαίσιο μέσα στο όποιο βρίσκονται αυτές οι αγροτικές μάζες αποτελείται από διάφορες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, που πολλές φορές δείχνουν προκαπιταλιστικές, στο τέλος προλεταριοποιούνται... με την ένταξη τους στην παγκόσμια αγορά». Σ. Άμίν, Η άνιση... σελ. 359.

43. 'Εδώ βρίσκεται «η συνέχεια και η επικαιρότητα των βασικών δομικών χαρακτηριστικών της οικονομικής ανάπτυξης και υπανάπτυξης... Γι αυτό το λόγο τονίζω κυρίως τη συνέχεια της καπιταλιστικής δομής» Frank Kapitalismus... όπ. π. σελ. 30.

43α. Wallerstein όπ. π. σελ. 5052. Βλ. επίσης Τ. Κ. Hopkins und I. Wallerstein, Grundzüge der Entwicklung des modernen Weltsystems στο Kapitalistische Weltökonomie όπ. π.

44. A. G. Frank, Weltwirtschaft in der Krise όπ. π. σελ. 9193. Το μοντέλο του υποϊμπεριαλισμού διατυπώθηκε ουσιαστικά για πρώτη φορά από τον R. M. Marini, ο όποιος μελέτησε κυρίως τη Βραζιλία. Ο Μαρίνι υποθέτει ότι η υποΙμπεριαλιστική οικονομία ενσωματώνεται στην οικονομία της μητρόπολης από την Οποία εξαρτάται. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας εξαρτημέ

νης ανάπτυξης, η οποία συντελείται υπό την αιγίδα του μητροπολιτικού κεφαλαίου και η οποία είναι αναγκαστικά εξωστρεφής - εξαγωγική (παραγωγή για την παγκόσμια αγορά) και συμπληρωματική - μη ανταγωνιστική προς τη μητροπολιτική οικονομία. Το υποϊμπεριαλιστικό κεφάλαιο χάνει έτσι τον εθνικό του χαρακτήρα και θεωρείται πλέον πολυεθνικό. Ο Μ. Νικολινάκος χρησιμοποιεί το μοντέλο αυτό για να αποδώσει την πραγματικότητα της Ελλάδας και γενικότερα του Μεσογειακού χώρου. Βλ. ΕΟΚ - Ελλάδα - Μεσόγειος, έκδ. Νέα Σύνορα.

45. Βλ. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, έκδ. θεμέλιο, σελ. 109. Επίσης Ν. Μπουχάριν, Οικονομικές ρίζες του Ιμπεριαλισμού, στις θέσεις τ. 3.

46. Δανείστηκα την περιγραφική ονομασία «Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης» από το ομώνυμο άρθρο του Ζ. Μ. Cypher (Διεθνής Πολιτική, επιμ. Κ. Βαιτσος, Ά. Μήτσος, έκδ. Σύγχρονα θέματα 1982, σελ. 335).

47. Σ. Άμίν, Η άνιση ανάπτυξη, σελ. 194 και 358.

48. Από την εισήγηση του Άμίν στο συνέδριο η Μετάβαση στο Σοσιαλισμό όπ. π. σελ. 27.

49. Λένιν, Κράτος και επανάσταση έκδ. Νέοι Στόχοι, 1971, σελ. 39.

50. Ο Σ. Άμίν, κατά καιρούς οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης της Αίγύπτου, του Μαλί, του Ντακάρ κλπ., θα αρχίσει την εισήγησή του στο συνέδριο για τη Μετάβαση στο σοσιαλισμό (αμέσως μετά τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του Α. Παπανδρέου) με τα έξης λόγια: «Πραγματικά έχοντας ακούσει τον Α. Παπανδρέου, μπορώ να τον βεβαιώσω πως... η δική μου θεώρηση των πραγμάτων συγκλίνει απόλυτα, και η ταυτότητα απόψεων είναι πλήρης». Μετάβαση... σελ. 17.

51. A. Cordoba, A. G. Franks Konzept... όπ. π.

52. "Αν ορίσουμε το πλεόνασμα σαν «τη διαφορά ανάμεσα σ' αυτό που παράγει η κοινωνία και τα έξοδα παραγωγής» αφήνουμε απ' έξω όλη την επιστημονική - επαναστατική θεωρία του Μαρξ, ότι δεν παράγει η κοινωνία αλλά η εργατική τάξη και δευτερευόντως κάποιες άλλες εκμεταλλευόμενες τάξεις. Είναι λοιπόν ίνα λογικό επακόλουθο το ότι «ο Μπάραν κι ο Σουήζυ δεν ασχολούνται με την ταξική ανάλυση και την ταξική πάλη στις κοινωνίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Προτιμούν να ασχοληθούν με το φυλετικό πρόβλημα στις ΗΠΑ» Cordoba όπ. π. σελ. 150.

53. Φ. Ε. Καρντόζο, Βραζιλία, Οι αντιφάσεις της συνεταιριστικής ανάπτυξης στο: Κόρντομπα, Μιέρες, Καρντόζο, Μαρίνι, Ζόνταγκ, Λατινική Αμερική, φασισμός η επανάσταση; Εξάντας 1975.

54. Βλ. π.χ. τη θέση του Άμίν: «η ενισχυμένη κυριαρχία του κεντρικού κεφαλαίου απαγορεύει την οποιαδήποτε συγκρότηση μιας αστικής τάξης από εθνικούς επιχειρηματίες». Η άνιση ανάπτυξη σελ. 212.

55. F. H. Cardoso, Abhängigkeit unal Entwicklung in Lateinamerika, όπ. π. σελ. 217.

56. «Η θεωρία μητρόπολη - περιφέρεια παραγνωρίζει την κύρια αντίθεση της εποχής μας σε παγκόσμιο επίπεδο, την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, ανάμεσα στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού και τις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας, το αδιάκοπο αντιπάλεμα ανάμεσα τους» Π. Μεταξά, Η θεωρία μητρόπολης - περιφέρειας, ΚΟΜΕΠ 11 1979.

57. ΤΟ σοσιαλιστικό χαρακτήρα του σοβιετικού στρατοπέδου δεν αμφισβητούσε βέβαια, το 1962, ο Π. Μπάραν, όταν προλόγιζε την επανέκδοση τη Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης. «Εγώ πιστεύω πως η ανθρωπότητα, που έχει ήδη καταφέρει να σαρώσει τον καπιταλισμό από το ένα τρίτο της γης, θα αποτελειώσει στο πλήρωμα του χρόνου αυτό τον ηράκλειο άθλο και θα καταφέρει να εδραιώσει μια αληθινά ανθρώπινη κοινωνία» (σελ. 22).

58. Βλ. π.χ. Ν. Bukharin, Imperialism and World Economy, 1918.

59. Βλ. Τ. Κυπριανίδη, Γ. Μηλιού, Σημειώσεις πάνω στις μαρξιστικές θεωρίες για την οικονομική κρίση, στις θέσεις τ. 3.

60. Για την κριτική αυτών των απόψεων βλ. Γ. Μηλιού, Ο ιμπεριαλισμός και η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση τ. 2, 1978, Γ. Μηλιού, Μαρξισμός η πολιτική οικονομία του μονοπωλίου, θέσεις, τ. 2, Χρ. Βαλλιάνου, Για την έννοια της Επιστημονικής - Τεχνικής Επανάστασης, θέσεις τ. 3, Η. Ίωακείμογλου, Αυτοματοποίηση της παραγωγής και συλλογικός εργάτης, θέσεις τ. 4.