Ποιος φοβάται την εργασία;
Θρύλοι για το «τέλος της εργασίας» στην «εποχή της αυτοματοποίησης»
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Οι Θέσεις έχουν ασχοληθεί επανειλημμένα με το ζήτημα της αυτοματοποίησης και αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής παραγωγής και των επιπτώσεων που δημιουργεί για την εργασία και το εργατικό κίνημα (ενδεικτικά βλ.: D. Anquetil στο τεύχος 32/90, Η. Ιωακείμογλου στα τεύχη 4/1983, 5/1983, 7/1984, 23-24/1988, 32/1990, 47/1994, Μ. Καραμεσίνη τ. 45/1993, Γ. Κραβαρίτου τ. 17/1986, Α. Λυμπεράκη τ. 32/90, Στ. Μαυρουδέας τ. 43/1993, Γ. Μπράχος τ. 43/1993, Θ. Πελαγίδης τ. 43/1993, Σύνταξη Θέσεων τ. 50/1995, 52/1995, 53/1995, Θ. Τσεκούρας τ. 29/1989, 32/1990, B. Fine τ. 43/1993). Στο παρόν τεύχος θα μας απασχολήσει μια ιδιότυπη ιδεολογική χρήση της αυτοματοποίησης, η οποία αναγγέλλει το επικείμενο «τέλος της εργασίας». Αφού προσεγγίσουμε την ιστορία και το περιεχόμενο των αντιλήψεων αυτών, θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις (και αντιπαραθέσεις) που έφεραν στο προσκήνιο την ιδεολογία του τέλους της εργασίας, έχοντας κατά νου ότι κάθε «θεωρία» 1 παράγει ή/και υποστηρίζει κάποιες θέσεις στην ιδεολογική πάλη των τάξεων (βλ. και Μηλιός 1996, σσ. 24 34). Σε ένα άλλο κείμενο που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος, ο Γιώργος Σταμάτης αποδεικνύει, με βάση ένα μακροοικονομικό μοντέλο, το αβάσιμον των ισχυρισμών περί «εξαφάνισης της υπεραξίας».

2. Μετά έναν αιώνα: Η επιστροφή μιας παροδοξολογίας

Η εξαγγελία του «τέλους της εργασίας» δεν εισήχθη για πρώτη φορά στη σημερινή «εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών». Η υπόθεση αυτή, ότι δηλαδή η υποκατάσταση εργασίας από αυτοματοποιημένα συστήματα μηχανών θα οδηγήσει στην «εξαφάνιση της εργατικής τάξης», είχε διατυπωθεί πριν σχεδόν έναν αιώνα, στο πλαίσιο της θεωρητικής συζήτησης για τις καπιταλιστικές κρίσεις. Στο βιβλίο του Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, (Μελέτες σχετικά με τη θεωρία και την ιστορία των εμπορικών κρίσεων στην Αγγλία), Jena 1901, ο M. v. Tugan-Baranowski είχε περιγράψει με γλαφηρό τρόπο τη συνεχή υποκατάσταση εργασίας από λειτουργίες που επιτελούν τα συστήματα μηχανών, για να υποστηρίξει όμως ότι, ακόμα και αν οι μηχανές εξαφανίσουν ολοκληρωτικά την εργατική τάξη, η καπιταλιστική παραγωγή θα συνεχίσει να υπάρχει, ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού, (λόγω της υποκατανάλωσης των μαζών που προκαλεί η εξαφάνιση της μισθωτής εργασίας, άρα και των μισθιακών εισοδημάτων), αποκλείεται. Σύμφωνα με την προσέγγιση του Tugan-Baranowski, η μειούμενη ιδιωτική κατανάλωση (και παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων) αντισταθμίζεται με τη διαρκώς αυξανόμενη παραγωγική κατανάλωση (και παραγωγή κεφαλαιουχικών εμπορευμάτων) (βλ. και Μηλιός 1992).

Έγραφε χαρακτηριστικά ο Tugan-Baranowski: «Ακόμη και η πιο εκτεταμένη αντικατάσταση εργατών από μηχανές δεν είναι σε θέση από μόνη της να καταστήσει κάποια μηχανή περιττή ή χωρίς αξία. Ακόμα και στην περίπτωση που όλοι οι εργάτες εκτός από έναν θα αντικαθίσταντο, τότε ο ένας και μοναδικός εργάτης θα διατηρούσε σε κίνηση όλη την τεράστια μάζα των μηχανών και με τη βοήθειά της θα κατασκεύαζε νέες μηχανές και καταναλωτικά αγαθά για την καπιταλιστική τάξη. Η εργατική τάξη θα εξαφανιστεί. Αυτό όμως δεν θα δυσκολέψει στο ελάχιστο την πραγματοποίηση των προϊόντων της καπιταλιστικής βιομηχανίας. Αν οι καπιταλιστές θα ήθελαν να περιορίσουν, στη μανία τους για συσσώρευση, και τη δική τους κατανάλωση, τότε ούτε κι αυτό θα έκλεινε το δρόμο». (Παρατίθεται στο Μπουχάριν 1992, σ. 112, όπου και γίνεται εκτενής αναφορά και κριτική στις απόψεις του Tugan-Baranowski).

Ασκώντας κριτική στις απόψεις τόσο του «τέλους της εργατικής τάξης» όσο και της υποκατανάλωσης, από τη σκοπιά της θεωρίας των κρίσεων υπερσυσσώρευσης, ο Μπουχάριν (1992) έδειξε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία προκύπτει από την αντικατάσταση εργαζομένων από μηχανές, έχει ως αναγκαστικό αποτέλεσμα την αύξηση όχι μόνο της παραγωγής κεφαλαιουχικών εμπορευμάτων αλλά (καίτοι με μικρότερους ρυθμούς) και της παραγωγής καταναλωτικών εμπορευμάτων: τα μέσα παραγωγής, (ζητούνται και) παράγονται για να συνεχιστεί σε διευρυνόμενη βάση η παραγωγή (πέραν των ίδιων των μέσων παραγωγής και) των καταναλωτικών αγαθών, διαμορφώνοντας συγκεκριμένες αναλογίες ανάμεσα στους δύο αυτούς τομείς της παραγωγής. Αυτό όμως σημαίνει ότι η ύπαρξη και διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλισμού προϋποθέτει μια διαρκή, σε μακροπρόθεσμη βάση, διεύρυνση (και) της καταναλωτικής ζήτησης:

«Αν είχε εκλείψει η ζήτηση γι' αυτά τα καταναλωτικά αγαθά, θα εμφανιζόταν αναπόφευκτα μια καταστροφική κατάρρευση, στην οποία θα εδημιουργείτο με στοιχειώδη βιαιότητα εκείνη ακριβώς η σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, την ύπαρξη της οποίας αρνείται ο παράδοξός μας Τουγκάν Το ότι ο Τουγκάν φυλάει ακόμη και έναν εργάτη για την κατίσχυση αυτής της ανοησίας δεν αλλάζει στο ελάχιστο τα πράγματα, επειδή όταν σε αυτόν τον έναν εργάτη θα δινόταν η διαταγή, απ' την πλευρά των έξυπνων προϊσταμένων του, να παράγει άνθρακα και σίδηρο για άνθρακα και σίδηρο, τότε αυτό θα είχε την ίδια οικονομική σημασία, όπως αν ο ένας εργάτης ήταν αναγκασμένος καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας να φτύνει στο ταβάνι» (Μπουχάριν 1992, σ. 113).

Η παλιά αυτή «προφητεία» περί του επικείμενου «τέλους» της εργατικής τάξης (με παράλληλη διαιώνιση του καπιταλισμού) διατηρήθηκε, σε λανθάνουσα κατάσταση, στα γραπτά φιλοσόφων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων, για να επανέλθη δυναμικά στο προσκήνιο την τελευταία δεκαετία, χωρίς όμως πλέον θεωρητικές απαιτήσεις. Δεν έχουμε τώρα να κάνουμε με θεωρητικές αναλύσεις της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, ή των καπιταλιστικών κρίσεων, αλλά για τη στερεότυπα επαναλαμβανόμενη πεποίθηση (σε άρθρα, βιβλία, δηλώσεις πολιτικών και εμπειρογνωμόνων κ.ο.κ.) ότι η αύξηση της ανεργίας θα οδηγήσει, σύντομα, στην πλήρη περιθωριοποίηση της εργασίας. Πρόκειται δηλαδή, για την προβολή μιας δημοσιγραφικού τύπου «αίσθησης» για τις εξελίξεις, πράγμα που ίσως και να ερμηνεύει το γεγονός ότι το «τέλος της εργασίας» απασχολεί όλο και συχνότερα τον τύπο. 2 Στη συνέχεια, θεωρώντας αυτή την «αίσθηση» ως κάτι δεδομένο, ως ένα γεγονός που έχει λίγο πολύ συντελεστεί, συνάγονται συμπεράσματα για «την ανθρωπότητα», την «κοινωνία», την (οικονομική) πολιτική.

Στο χώρο των (θεωρούμενων ως) ριζοσπαστικών και αριστερών αναλύσεων, τη θέση περί του «τέλους της εργασίας» υποστηρίζει συστηματικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Andre Gorz: «Η μικρο ηλεκτρονική επανάσταση εγκαινιάζει την εποχή της κατάργησης της εργασίας. η μισθωτή εργασία δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί το κέντρο βάρους ούτε καν την κυρίαρχη δραστηριότητα της ζωής του καθενός» (Γκορζ, 1986, σ. 53 & 56). Από τη θέση περί «τέλους» της εργασίας, ο Gorz συνάγει και τα κατάλληλα πολιτικά συμπεράσματα, δηλαδή την πρόταση να απορρίψουμε τον καπιταλισμό, αποδεχόμενοι όμως τη «λογική του κεφαλαίου» και να επιδιώξουμε μια δημοκρατική και οικολογική κοινωνία, πέρα από ταξικές διαφορές ή αντιθέσεις: «Πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον καπιταλισμό και στη λογική του κεφαλαίου. Η λογική του κεφαλαίου είναι η μοναδική καθαρή μορφή οικονομικής λογικής. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος οικονομικά ορθολογικός για να λειτουργήσει μια επιχείρηση. Υπάρχει ένα κίνημα, μια μεταλλαγή, εγκάρσιες συμαμχίες που υπερβαίνουν τα σύνορα μεταξύ των τάξεων. Ο καθένας από μας γνωρίζει για παράδειγμα εκείνον ή τον άλλον καπιταλιστή, εκείνο ή το άλλο στέλεχος της χημικής βιομηχανίας που, ως άνθρωπος, κατέχεται από αμφιβολίες γι' αυτό που κάνει και διερωτάται πώς, όταν θα βρίσκεται στο κρεβάτι του θανάτου του, θα κρίνει το έργο της ζωής του, πώς τα δισέγγονά του θα σκεφτούν γι' αυτόν» (Gorz 1993, σ. 165 & 167).

Φαίνεται ότι οι οπαδοί του «τέλους της εργασίας» διακατέχονται από κάποιο σύνδρομο διαρκούς επανάληψης, γι' αυτό και κρίνουν σκόπιμο να εκδίδουν δοκίμια και βιβλία, όπου στερεότυπα επαναλαμβάνεται η ίδια θέση: Ότι η (μισθωτή) εργασία πεθαίνει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του J. Rifkin (1996), από το οποίο πληροφορούμαστε και πάλι ότι «έφθασε η Εποχή της Πληροφορικής. νέες πιο εξεζητημένες τεχνολογίες προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών θα φέρουν τον πολιτισμό πολύ κοντά σ' έναν κόσμο σχεδόν χωρίς καθόλου εργατικά χέρια» (σ. 49). Μάλιστα, κατά τον συγγραφέα, θα εξαλειφθεί όχι μόνο η εργασία, αλλά και τα υλικά: Βιώνουμε τη «μετάβαση από μια οικονομία που βασίζεται σε υλικά, ενέργεια κι εργασία σε μια άλλη που βασίζεται στην πληροφορική και την επικοινωνία» (σ. 415). Φαίνεται πως πλέον με «πληροφοτική και την επικοινωνία» θα γεμίζουν τα στομάχια, θα χτίζονται τα σπίτια, θα κατασκευάζονται τα ρούχα, τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα.

Η περίπτωση του βιβλίου του Rifkin (1996) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω της εγκωμιαστικής υποδοχής που του έγινε από «σοφούς» (μεταξύ άλλων ο νομπελίστας οικονομολόγος Wassily Leontief), αλλά και τον τύπο (στην Ελλάδα, Καθημερινή, Κυριακή 04.08.96).

Το βιβλίο θεμελιώνει το «τέλος της εργασίας» από τη μια σε ανεκδοτολογικές περιπτώσεις και αποσπασματικές και απόψεις 3 και από την άλλη στην περιγραφή των διαχρονικών επιπτώσεων που προκύπτουν για την απασχόληση από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στον καπιταλισμό: «Το 1961. η Ένωση Εργατών Χαλυβουργίας ανέφερε απώλεια 95.000 θέσεων εργασίας παρόλο που η παραγωγή είχε αυξηθεί κατά 121%» (σ. 156, η υπογρ. δική μου, Γ.Μ.).

Ο Rifkin (1996) ανακαλύπτει τα δεινά της εργατικής τάξης, (την καταπίεση, την υποβάθμιση των όρων ζωής και την υπόσκαψη της υγείας μεγάλης μερίδας εργαζομένων, τις στρατηγικές υπονόμευσης της εργατικής αλληλεγγύης, π.χ. σ. 354), αλλά τα παρουσιάζει ως το αποτέλεσμα των «νέων τεχνολογιών». Διανθίζει δε την επιχειρηματολογία του αυτή με μια σειρά θέματα της μόδας των τελευταίων δεκαετιών: Ολίγο «τογιοτισμό» (σ. 204), αρκετή «παγκοσμιοποίηση» και «κατάργηση του έθνους κράτους» (σ. 414 415), ολίγη οικολογία (σ. 429 επ.) και αρκετή «εμπειρική κοινωνιολογία»: «1% αύξηση της ανεργίας έχει σαν επακόλουθο 6,7% αύξηση σε φόνους, 3,4% αύξηση σε πράξεις βίας και 2,4% αύξηση σε άλλα ποινικά αδικήματα. Οι εγκληματικές δραστηριότητες των εφήβων κλιμακώνονται από μεμονωμένες πράξεις τρομοκρατίας μέχρι ομαδικές εξεγέρσεις, όπως συνέβη στο Λος Άντζελες το 1992» (σ. 374 & 377 78).

Πέρα από τα στατιστικά ευτράπελα, το εκπληκτικό είναι ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία δεν θέλει να αντιληφθεί πως αναφέρεται σε μια μόνιμη τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια τάση που, ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, είχαν «καταγγείλει» με γλαφυρότητα οικονομολόγοι όπως ο Th. Malthus και ο S. d. Sismondi. Με άλλη διατύπωση, η άποψη περί του «τέλους της εργασίας» συγκαλύπτει το γεγονός ότι παρά την ταχύτατη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας λόγω τεχνολογικού και οργανωτικού «εκσυγχρονισμού» των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, η μακροχρόνια τάση της απασχόλησης παραμένει αυξητική (καίτοι με πολύ μικρότερους ρυθμούς ως προς το παραγόμενο προϊόν).

Το «τέλος της εργασίας» αποτελεί μια παραδοξολογία. Παρά την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης των δύο τελευταίων δεκαετιών, περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (Ευρώπη, Β. Αμερική, Ν. Α. Ασία) απασχολείται. Μέσα από τις ρητορείες περί «τέλους της εργασίας», η εκμετάλλευση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού που εργάζεται (δηλαδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής) παραγκωνίζεται, δεν παρουσιάζεται καν ως θέμα συζήτησης. Επιπλέον, η ανεργία ανάγεται, με τον τρόπο αυτό, σε αποτέλεσμα της τεχνικής προόδου καθαυτήν, ο καπιταλισμός τίθεται για μια ακόμα φορά στο απυρόβλητο. Σ' αυτό το απολογιτικό για τον καπιταλισμό ιδεολογικό πλαίσιο, διαβεβαιώσεις όπως ότι «η λογική του κεφαλαίου είναι η μοναδική καθαρή μορφή οικονομικής λογικής» (Gorz 1993, σ. 165), μόνο ως πλεονασμός και τάση επανάληψης μπορούν να χαρακτηριστούν.

3. Μια «μετά τον Μαρξ» ανάλυση;

Την θέση για το «τέλος της εργασίας» έχουν υιοθετήσει και ορισμένοι θεωρητικοί που θεωρούν ότι η σκέψη τους εντάσσεται στο Μαρξισμό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον A. Schaff, προς τις απόψεις του οποίου ασκεί κριτική ο Γ. Σταμάτης στο άρθρο του που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος των «Θέσεων». Οι προσεγγίσεις αυτές δεν διαφοροποιούνται ως προς την εν γένει φιλολογία περί «τέλους της εργασίας» που μόλις παρουσιάσαμε, πέρα από μια «μαρξιστική» μεταγραφή ορισμένων όρων: «τέλος του προλεταριάτου», «τέλος» της εργασίας, άρα και «της υπεραξίας». Εντούτοις, η εμμονή των θεωρητικών αυτών στο «Μαρξισμό» τους υποχρεώνει να υποστηρίξουν ότι η αποστασιοποίησή τους από τις μαρξιστικές έννοιες προκύπτει αποκλειστικά από το γεγονός ότι τα φαινόμενα του «τέλους της εργασίας» εμφανίστηκαν στη μετά τον Μαρξ εποχή. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Schaff, «θα έπρεπε να ξαναγράψουμε το συντομότερο το Κεφάλαιο του Μαρξ και το Χρηματιστικό κεφάλαιο» του Χίλφερντινγκ» (σ. 108).

Δείξαμε στα προηγούμενα ότι ο Tugan-Baranowski είχε «περιγράψει» το «τέλος της εργασίας» ήδη το 1901. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε εδώ είναι ότι η ιδέα του «τέλους της εργασίας» εντασσόταν στις πρώιμες σκέψεις του Μαρξ, όταν αυτός άρχισε να διαμορφώνει το θεωρητικό σύστημα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ άρχισε να διαμορφώνει τις έννοιες της οικονομικής θεωρίας του στη δεκαετία του 1850 (βλ. και Μηλιός 1996 α), και το πρώτο εκτεταμένο κείμενο που συνέγραψε, κυρίως για προσωπικό ξεκαθάρισμα των εννοιών, ήταν τα Grundrisse (1857 58). Μετά την έκδοση του βιβλίου του Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας το 1859 και μέχρι την έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου το 1867, ο Μαρξ όχι μόνο άλλαξε το πλάνο της εργασίας του, αλλά τροποποίησε και το εννοιακό περιεχόμενο της θεωρίας του, π.χ. με την εγκατάλειψη της έννοιας «κεφάλαιο εν γένει» και τη διαμόρφωση της έννοιας «συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο» (Heinrich 1995).

Στα Grundrisse, λοιπόν, βρίσκουμε τον Μαρξ να «φλερτάρει» με τις ιδέες του «τέλους της εργασίας» και μαζί του τέλους του καπιταλισμού, ως αποτέλεσμα των εφαρμογών της επιστήμης στην παραγωγή: «Η εργασία δεν εμφανίζεται πια τόσο πολύ σαν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, όσο αντίθετα ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ο ίδιος σαν επόπτης και ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας. Προβάλλει δίπλα στην παραγωγική διαδικασία αντί να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντά της . Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει αναγκαστικά ο χρόνος εργασίας να είναι το μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού. Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία» (Μαρξ 1990, σ. 538).

Βέβαια, το «φλερτ» του Μαρξ των Grundrisse με το «τέλος της εργασίας» δεν θα προχωρήσει πέρα από τη διατύπωση μιας «κινούμενης αντίφασης»: «Το ίδιο το κεφάλαιο είναι μια κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη πλευρά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας» (Μαρξ 1990, σ. 539).

Τα ίδια ακριβώς ζητήματα θα ξαναπιάσει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, τη φορά αυτή όμως χωρίς την παραμικρή αναφορά στο «τέλος της εργασίας». Μια νέα έννοια διαμορφώνεται εδώ, με βάση την οποία μελετάται η μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στην αναγκαία εργασία (για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης του εργάτη) και τη υπερεργασία (την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής): η έννοια της σχετικής υπεραξίας, ψήγματα μόνο της οποίας μπορούμε να εντοπίσουμε στα Grundrisse. Ο Μαρξ αφιερώνει στη μελέτη της σχετικής υπεραξίας ολόκληρο το 4ο μέρος του 1ου τόμου του Κεφαλαίου (κεφ. 10 14). Στο τμήμα αυτό αναλύονται οι επιπτώσεις όχι μόνον της εκμηχάνισης, αλλά και της συνεργασίας και του καταμερισμού εργασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή για τη μείωση του απαιτούμενου χρόνου εργασίας για την παραγωγή μιας μονάδας (κάθε) εμπορεύματος (Heinrich 1996).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η προβληματική της μείωσης του χρόνου εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος, ή της αδιάκοπης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, κατέχει κεντρική θέση στο θεωρητικό σύστημα του Μαρξ. Δεν οδηγεί όμως σε παραδοξολογίες περί «τέλους της εργασίας», όχι γιατί τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής δεν επέτρεπαν τέτοιες σκέψεις, αλλά γιατί οι έννοιες της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης διαμορφώνουν μια ριζικά διαφορετική προβληματική: Την προβληματική της ιδιοποιούμενης από το κεφάλαιο υπεραξίας και της αυξητικής τάσης της, την προβληματική της επιταχυνόμενης κεφαλαιακής συσσώρευσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη (καίτοι με χαμηλότερους ρυθμούς) ατομική κατανάλωση, τη θεωρία των καπιταλιστικών κρίσεων και τη θεωρία του εργατικού «εφεδρικού στρατού» των ανέργων.

Αντίθετα, στοιχεία μιας προβληματικής περί «τέλους της εργασίας» μπορούν να εντοπιστούν μόνο στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της μαρξικής θεωρίας, για να εγκαταλειφθούν αμέσως μετά. Από θεωρητική άποψη, το «τέλος της εργασίας» ανήκει λοιπόν στην «πριν τον Μαρξ» εποχή.

4. Ατομική μεγιστοποίηση του οφέλους ή κοινωνία της (ανασφαλούς και υφιστάμενης εκμετάλλευση) εργασίας;

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μας, θα επαναφέρουμε το ερώτημα που διατυπώσαμε στην Εισαγωγή: Γιατί το «τέλος της εργασίας», που ποτέ δεν παύει να αποτελεί την κατακλείδα της σκέψης κάποιων φιλοσόφων και κοινωνικών επιστημόνων, προβάλλεται ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες συγκυρίες, όταν η ανεργία ξεπερνάει ένα επίπεδο, και καθίσταται δύσκολη η διαχείρισή της; Μια που όσα προηγήθηκαν μας πείθουν ότι σχεδόν όλοι, ακόμα και οι ιδεολόγοι του «τέλους της εργασίας», αντιλαμβάνονται πως η μεγάλη πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (περισσότερο από 90% στη Β. Αμερική και τη Ν.Α. Ασία, περισσότερο από 85% στην Ευρώπη) εργάζεται και θα εξακολουθήσει να εργάζεται, 4 η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί όχι σε κάποια τυχαία πλάνη, αλλά στις γενικότερες ιδεολογικές επιπτώσεις της συγκυρίας.

Στο χώρο της οικονομικής «σκέψης» και θεωρίας, και της ιδεολογίας που συνδέεται μαζί της, συγκρούονται για περισσότερο από έναν αιώνα δύο ρεύματα: Από τη μια οι «ετερόδοξες» και ριζοσπαστικές αντιλήψεις, που αντιλαμβάνονται την (καπιταλιστική) οικονομία και κοινωνία ως κοινωνία της εργασίας, και οι οποίες από τις αρχές του 20ου αιώνα ηγεμονεύονται (κατά κανόνα και στις περισσότερες χώρες) από κάποιες εκδοχές της μαρξιστικής θεωρίας (τονίζοντας τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής), και από την άλλη οι «ορθόδοξες» νεοκλασικές αντιλήψεις, που ορίζουν την καπιταλιστική κοινωνία ως 'κοινωνία' της «αρμονίας συμφερόντων» και του υποκειμενικού οφέλους. 5

Η νεοκλασική θεωρία είναι μια εξ ορισμού απολογητική κατασκευή. Παρουσιάζει ως πραγματικότητα μια «δέουσα συμπεριφορά» των «οικονομικών υποκειμένων» (του επιχειρηματία παραγωγού και του καταναλωτή), την οποία ορίζει μέσα από την αξιωματική ταύτιση της αξίας χρήσης του εμπορεύματος (ή του «οφέλους» που προκύπτει από την προμήθεια μιας επιπλέον μονάδας του) με τον ενδοφυή στον καπιταλισμό ορθολογισμό της μεγιστοποίησης του κέρδους. Υποθέτει, δηλαδή, αξιωματικά ότι η «ισορροπία» της αγοράς (και οι «συναρτήσεις προσφοράς και ζήτησης» από τις οποίες απορρέει) προκύπτουν από την ταυτόχρονη μεγιστοποίηση του οφέλους του καταναλωτή και του κέρδους του καπιταλιστή. Η «επιστημονικότητά» της περιορίζεται στο να αναζητά «μοντέλα» που να αναπαριστούν την αξιωματικώς υποτιθέμενη αρμονία στην αγορά (ισορροπία) και στην κοινωνία (μεγιστοποίηση του οφέλους όλων των «κατόχων συντελεστών παραγωγής», δηλαδή και των εργατών και των καπιταλιστών).

Στο πλαίσιο της απολογητικής αυτής κατασκευής, τα άτομα έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν πώς θα κατανείμουν το χρόνο τους ανάμεσα σε «σχόλη» (που τους προσφέρει «απόλαυση») και εργασία (που τους αποφέρει εισόδημα), ώστε να επιτύχουν τη μεγιστοποίηση του οφέλους τους. Προϋπόθεση, λοιπόν, για τη «μεγιστοποίηση του οφέλους» των μισθωτών αποτελεί η δυνατότητα τους να επιλέχουν τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους. Όταν, σε περιόδους αυξημένης ανεργίας, γίνεται προφανές ότι μια τέτοια επιλογή αποτελεί απλώς μια ανόητη φαντασίωση της «θεωρίας», ολήκληρη η νεοκλασική απολογητική κατασκευή περί «κοινωνικής αρμονίας» και «μεγιστοποίησης του οφέλους» ανατρέπεται.

Καθώς, λοιπόν, η πραγματικότητα της ανεργίας διαλύει τις νεοκλασικές πομφόλυγες, προβάλλει καθαρά η εικόνα μιας κοινωνίας της ανασφαλούς εργασίας, της εργασίας που απειλείται από την ανεργία, των εργαζομένων που υφίσταται εκμετάλλευση, που χάνουν παραδοσιακά τους δικαιώματα, που καρπώνονται ένα όλο και μικρότερο τμήμα από το προϊόν που παράγουν.

Η καπιταλιστική βία και εκμετάλλευση κερδίζουν σήμερα έδαφος. Το έδαφος αυτό είναι, όμως, τόσο περισσότερο σαθρό, όσο λιγότερη είναι η δύναμη της πειθούς και της νομιμοποίησηής τους στα μάτια όσων υφίστανται την εκμετάλλευση. Όλες οι παραλλαγές της περί «εκσυγχρονισμού» προπαγάνδας εστιάζοντες σ' αυτό το σημείο: Να παραστήσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και βία ως μια αναπότρεπτη τεχνική εξέλιξη.

Οι παραδοξολογίες περί μιας οικονομίας όπου θα παράγουν μόνοι τους οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα ρομπότ, περί «κατάργησης της εργασίας», εντάσσεται σ' αυτή ακριβώς την ιδεολογική στρατηγική: Επιδιώκει να συσκοτίσει τη ζοφερή εικόνα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την εικόνα της ανασφαλούς, υφιστάμενης εκμετάλλευση εργασίας, και να προβάλλει μια εικόνα «τεχνολογικών νομοτελειών», που τα «αρνητικά» αποτελέσματά τους θα θεραπεύσουν η φιλανθρωπία, ο «εθελοντισμός» και η «κοινωνική ευαισθησία». Όμως, οι κοινωνικοί αγώνες και η δυναμική της ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής προοπτικής δεν εξορκίζονται με ιδεολογικές σαπουνόφουσκες.

1. Στην προκείμενη περίπτωση είναι αμφίβολο, όπως θα φανεί στα επόμενα, αν μπορεί κανείς να μιλήσει για «θεωρία», ή «θεωρητική προσέγγιση». Περισσότερο πρόκειται για ένα αμάλγαμα ιδεολογικών θέσεων, ορισμένες από τις οποίες έχουν τις ρίζες τους σε κάποιες θεωρητικές θέσεις.

2. Όπως μας πληροφορεί, για παράδειγμα, η εφημερίδα τα Νέα (07.05.96), αναδημοσιεύοντας σχετικό άρθρο της Le Monde, «φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, διανοούμενοι και ειδικοί χαρακτηρίζουν την εργασία αξία υπό εξαφάνισιν, αναλύουν τις μεταμορφώσεις του κοινωνικού ζητήματος, φθάνουν ακόμη και να προβλέψουν το τέλος της εργασίας. Όλοι ή σχεδόν όλοι, υιοθετούν ορισμένες από τις θέσεις της μεγάλης φιλοσόφου Χάνα Άρεντ, η οποία έγραφε. το 1958: Σε λίγες δεκαετίες, η αυτοματοποίηση θα αδειάσει πιθανότατα τα εργοστάσια και θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα από το πιο παλιό και το πιο φυσικό της βάρος, το βάρος της εργασίας. «. Στη συνέχεια, και με βάση το γεγονός ότι η (νοούμενη άραγε ως «απελευθέρωση της ανθρωπότητας»;) «ανεργία θίγει όλο και περισσότερους ανθρώπους», η εφημερίδα αναρωτιέται «αν πρέπει να εξακολουθούμε να προσδίδουμε σε μια λειτουργία, που κινδυνεύει να εκλείψει, τον ρόλο και την αξία που της είχαν δώσει μία σειρά βιομηχανικών γενεών».

3. Μεταξύ πολλών δεκάδων παραδειγμάτων, βλ. «ο οικονομολόγος Στίβεν Ρόουτς της Morgan Stanley λέει «(σ. 273), «ο Τζο Βάντεγκριφτ, ένας σαρανταεξάχρονος μηχανικός «(σ. 308), «ο Τζον Πάρκερ, που ζει σε μια προαστιακή κοινότητα στη Φιλαδέλφεια «(σ. 316), «ο συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής Κέβιν Φίλιπς ανησυχεί» (σ. 327), «ορισμένοι ειδικοί σε στρατιωτικά θέματα πιστεύουν» (σ. 385).

4. Ακόμα και ο Rifkin (1996), που γέμισε εκατοντάδες σελίδες επαναλαμβάνοντας την άποψη ότι «ο κόσμος χωρίς καθόλου, σχεδόν, εργαζόμενους πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα» (σ. 215), τελικά δηλώνει πως «οι περισσότεροι άνθρωποι, στο εγγύς μέλλον, θα πρέπει ακόμη να εργάζονται στην επίσημη οικονομία της αγοράς για να βγάζουν το ψωμί τους» (σ. 433).

5. Στην πραγματικότητα, οι «ορθόδοξες» (νεοκλασικές) προσεγγίσεις δεν έχουν κανενός είδους θεωρία της κοινωνίας (και της καπιταλιστικής οικονομίας). Το υποκειμενικό όφελος είναι μια κατηγορία που δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται κάποιου είδους κοινωνική θεωρία ή αντίληψη. Περιγράφει απλώς μια σχέση ανάμεσα στο μεμονωμένο άτομο και τα αντικείμενα. Με την έννοια αυτή, το μεμονωμένο άτομο θεωρείται ότι εκφράζει επαρκώς, ότι «αντιπροσωπεύει», ολόκληρη την κοινωνία. Η κοινωνία, ως θεωρητική κατηγορία, απορροφάται από το μεμονωμένο άτομο, η «φύση» του οποίου δεν είναι πλέον παρά η «αρχή του οφέλους». Με την έννοια αυτή, κάθε άτομο (πρέπει να) μεγιστοποιεί το όφελός του, με βάση τις ορθολογικές του επιλογές. (Βλ. αναλυτικά και Μηλιός 1996 α).

Βιβλιογραφία

Gorz, A.: Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1993.

Heinrich, M.: «Ο Χέγκελ, τα Grundrisse και το Κεφάλαιο. Συγκρότηση, αντικείμενο και μέθοδος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», Θέσειςτ. 51, 1995, σσ. 71-91.

Heinrich, M.: Geschichtsphilosophie bei Marx, Beitraege zur Marx Engels Forschung Neue Folge 1996, σ. 62 72.

Μαρξ, Κ.: Grundrisse, τ. 2ος, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1990.

Μηλιός, Γ.: «Η ιστορική μαρξιστική συζήτηση για τις οικονομικές κρίσεις (1900-1935) και η σημασία της», Θέσεις τ. 41, Οκτ. Δεκ.1992, σσ. 77 103.

Μηλιός, Γ.: Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1996.

Μηλιός, Γ.: «Φιλοσοφικές αφετηρίες και θεωρητικό πεδίο της οικονομικής επιστήμης: Κλασικοί, Νεοκλασικοί, Marx», Αναπτυγμένη μορφή εισήγησης στο διεπιστημονικό συνέδριο Φιλοσοφία - Επιστήμες - Πολιτική που διοργάνωσε ο Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο διάστημα 24 26 Μαΐου 1996. Υπό δημοσίευση στα τεύχη πολιτικής οικονομίας (1996 α).

Μπουχάριν, Ν.: «Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις», Θέσεις τ. 41, Οκτ. Δεκ.1992, σσ. 105 133.

Rifkin, J.: Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Πρόλογος: Ν. Κοτζιάς, Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη.

Schaff, A. Was gibt uns heute der Marxismus?, Zeitschrift Marxistische Erneuerung, Nr. 25, σσ. 97-109.