Ζητήματα της διεθνούς οικονομίας1
του Γιάννη Μηλιού

1. Άμεσες ξένες επενδύσεις

Ο όρος άμεσες ξένες επενδύσεις περιγράφει τις εξαγωγές επιχειρηματικών μηδανειακών κεφαλαίων από μια χώρα σε μια άλλη. Περιλαμβάνει επομένως τις εξαγωγές κεφαλαίου για την ίδρυση θυγατρικών επιχειρήσεων ή κοινών (joint venture) επιχειρήσεων, για εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων κ.ο.κ. και συνδέεται με τη δημιουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Για να χαρακτηριστεί μια επένδυση στο εξωτερικό ως άμεση επένδυση απαιτείται συνήθως να (έχει) περιέλθει στην επιχείρηση που εξάγει τα κεφάλαια τουλάχιστον το 10% των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που γίνεται αποδέκτης της επένδυσης (και μάλιστα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους). Πέραν αυτού, οι διεθνείς στατιστικές καταχωρούν στις άμεσες επενδύσεις και τα δάνεια ανάμεσα στη μητρική εταιρία και τις θυγατρικές της. Οι άμεσες επενδύσεις αποτελούν μια από τις βασικές συνιστώσες στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων κάθε χώρας και συνεπώς από το ύψος τους επηρεάζεται το Ισοζύγιο Πληρωμών.

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις απέκτησαν έναν σημαντικό ρόλο στη διεθνή οικονομία κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, γεγονός που οδήγησε στο να θεωρηθούν ως χαρακτηριστικό ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού από τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού. Η αλματώδης αύξηση του όγκου των άμεσων ξένων επενδύσεων έλαβε πάντως χώρα μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η σημαντικότερη χώρα εξαγωγέας άμεσων επενδύσεων μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του 1980 ήταν οι ΗΠΑ, που υποσκέλισαν στο ρόλο αυτό τη Βρετανία, την «παραδοσιακή» χώρα εξαγωγέα άμεσων επενδύσεων της προπολεμικής περιόδου. Με εξαίρεση τις δύο αυτές χώρες και την Ιαπωνία (η οποία είχε θεσπίσει νομικούς περιορισμούς στις εισροές άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό), όλες οι άλλες σημαντικές κεφαλαιοεξαγωγικές χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Καναδάς) ήσαν, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, καθαροί εισαγωγείς άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εκροές άμεσων επενδύσεων από αυτές υστερούσαν σε αξία ως προς τις εισροές σε αυτές άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό.

Οι βιομηχανικές χώρες (ΟΟΣΑ) συγκεντρώνουν σήμερα περισσότερο από το 95% των εκροών άμεσων επενδύσεων και περίπου 80% των εισροών άμεσων επενδύσεων. Οι αθροιστικές εκροές άμεσων επενδύσεων από τις χώρεςμέλη του ΟΟΣΑ αυξήθηκαν από 70,6 τρις US$ τη δεκαετία 196170 (μερίδια: ΗΠΑ 66,3%, Ιαπωνία 2%) σε 302,3 τρις USS τη δεκαετία 197180 (μερίδια: ΗΠΑ 44,4%, Ιαπωνία 6%) και σε 1003,1 τρις US$ τη δεκαετία 198190 (μερίδια: ΗΠΑ 17,3%, Ιαπωνία 18,5%). Οι αθροιστικές εισροές άμεσων επενδύσεων στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ αυξήθηκαν από 42,1 τρις US$ τη δεκαετία 196170 (μερίδια: ΗΠΑ 14,9%, Γερμανία 15,0%, ΗΒ 10,2%) σε 188,2 τρις US$ τη δεκαετία 197180 (μερίδια: ΗΠΑ 30,4%, Γερμανία 7,4%, ΗΒ 21,6%) και σε 792,6 τρις US$ τη δεκαετία 198190 (μερίδια: ΗΠΑ 46,2%, Γερμανία 2,2%, ΗΒ 16,5%).

Οι ροές άμεσων επενδύσεων αυξάνουν στη διάρκεια των ανοδικών φάσεων του οικονομικού κύκλου (π.χ. 1983'90) και μειώνονται στη διάρκεια των υφέσεων (π.χ. 199093). Τα στοιχεία πάντως που πιο πάνω παραθέσαμε αποκαλύπτουν την αυξανόμενη σημασία των άμεσων ξένων επενδύσεων στη διεθνή οικονομία και στις διαδικασίες διεθνούς ολοκλήρωσης. Αποκαλύπτουν επίσης τις ανακατατάξεις που συντελούνται, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, ανάμεσα στις κύριες βιομηχανικές χώρες, καθώς η εικόνα των διεθνών άμεσων επενδύσεων μετασχηματίστηκε από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «αμερικανική κυριαρχία» στις «σταυροειδείς επενδύσεις» μεταξύ των σημαντικότερων καπιταλιστικών χωρών. (OECD 1992, 1993a, 1993b).

Ο λόγος εισροές εκροές άμεσων επενδύσεων για το σύνολο των χωρών μελών του ΟΟΣΑ αυξήθηκε από 59,6% κατά το διάστημα 196170 σε 62,3% το 197180 και σε 79% το 198190. Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν τον περιορισμένο και μειούμενο ρόλο που παίζουν οι αναπτυσσόμενες (μη μέλη του ΟΟΣΑ) χώρες στις διεθνείς ροές άμεσων επενδύσεων. Επιπλέον, μόνο 12% των χωρών που δεν ανήκουν στον ΟΟΣΑ συγκεντρώνουν περισσότερο από το 85% των άμεσων διεθνών επενδύσεων που κατευθύνονται σ' αυτές τις εκτός ΟΟΣΑ περιοχές του πλανήτη. Οι περισσότερες από τις χώρες αυτές ανήκουν στην κατηγορία των νέων βιομηχανικών χωρών. Εντούτοις, η μέση ετήσια εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε από 3,7 δις US$ το 197376 σε 11,2 δις US$ το 197782, 13,3 δις US$ το 198389 και 34,2 δις US$ το 199093. Η ταχύτατη αυτή αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά την περίοδο 199093 οφείλεται κυρίως στο κύμα άμεσων επενδύσεων που εισρέει κατά την περίοδο αυτή στην Κίνα, το οποίο ξεπερνώντας το 1993 τα 20 δις US$ ανέδειξε την Κίνα ως τον σημαντικότερο αποδέκτη άμεσων ξένων επενδύσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο. (OECD 1989, IMF 1994).

Η επιστημονική ανάλυση των άμεσων ξένων επενδύσεων αποτελεί ένα ανοικτό ζήτημα για την Πολιτική Οικονομία. Η συγκέντρωση των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες διαψεύδει δύο προσεγγίσεις, οι οποίες για πρώτη φορά διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού:

α) Την προσέγγιση της περίσσειας κεφαλαίου, η οποία υποστηρίζει ότι στις βιομηχανικές χώρες, «ενώ ο όγκος του κεφαλαίου που προορίζεται για συσσώρευση αυξάνει ραγδαία, οι ευκαιρίες επένδυσης συρρικνώνονται. Η αντίφαση αυτή απαιτεί τη λύση της, την οποία και βρίσκει στις εξαγωγές κεφαλαίου» (Hilferding 1981:234).

β) Την προσέγγιση των αποικιακών υπερκερδών, η οποία υποστηρίζει ότι οι αποικιακές χώρες ή οι χώρες χαμηλής ανάπτυξης και χαμηλών μισθών αποτελούν «πηγή πρόσθετων κερδών μέσα από (...) τη μείωση της τιμής κόστους των βιομηχανικών προϊόντων» και ότι, επομένως, είναι αυτές οι περιοχές που «αποκτούν μεγάλη σημασία για τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές ομάδες» (Hilferding 1981: 328).

Με δεδομένο ότι οι εξαγωγές κεφαλαίου στοχεύουν σε ένα ψηλότερο ποσοστό κέρδους στο εξωτερικό, το χαμηλό επίπεδο άμεσων ξένων επενδύσεων στις περισσότερες χώρες του «Τρίτου Κόσμου» αποκαλύπτει, εντούτοις, μια διαφορετική πραγματικότητα: Η συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας έχει ως αποτέλεσμα ένα χαμηλό ποσοστό κέρδους στις χώρες αυτές, παρά τα χαμηλά κόστη εργασίας και πρώτων υλών (Milios 1989).

Ένα σημαντικό τμήμα των άμεσων διεθνών επενδύσεων στον «Τρίτο Κόσμο» θα μπορούσε να ερμηνευθεί είτε σε αναφορά με τα υφιστάμενα εκεί αποθέματα πρώτων υλών, είτε ως μεταφορά επιχειρήσεων έντασης εργασίας σε γρήγορα αναπτυσσόμενες περιοχές χαμηλού εργασιακού κόστους, είτε ως ένα μέσο για να υπερπηδηθούν οι προστατευτικές πολιτικές (tariffjumping) συγκεκριμένων χωρών, οι οποίες στοχεύουν στην υποκατάσταση των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Σε πολλές περιπτώσεις χωρών του «Τρίτου Κόσμου», οι επιπτώσεις των άμεσων επενδύσεων στην οικονομική και κοινωνική δομή μπορεί να είναι σημαντικές, ακόμα και αν ο όγκος αυτών των επενδύσεων είναι μικρός, αν συγκριθεί με τον όγκο των άμεσων ξένων επενδύσεων στις αναπτυγμένες χώρες. Το συγκριτικά επίσης πολύ μικρό μέγεθος του κεφαλαιακού αποθέματος στις χώρες αυτές, ερμηνεύει αυτή τη συχνά καταλυτική επίπτωση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των χωρών αυτών.

Το βασικό θεωρητικό πρόβλημα είναι, εντούτοις, να ερμηνευθεί ο χαρακτήρας των άμεσων ξένων επενδύσεων ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ζήτημα προσεγγίστηκε για πρώτη φορά από τον Vernon, στο πλαίσιο της θεωρίας του για τον Κύκλο του Προϊόντος (Product Cycle Model) , στα τέλη της δεκαετία; του 1960: Οι αμερικανικές άμεσες επενδύσεις στη Δυτική Ευρώπη ερμηνεύτηκαν, στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, ως μια διαδικασία που απέρρεε από την ανάπτυξη νέων τεχνικών παραγωγής στην πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, τις ΗΠΑ. Οι τεχνικές αυτές διαδίδονται, όμως, σταδιακά και στις άλλες βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες (Δυτ. Ευρώπη), καθώς η αύξηση της ζήτησης οδηγεί στη μαζική παραγωγή των νέων προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξάνει ο διεθνής ανταγωνισμός και να απειλείται η θέση των αμερικανικών εταιριών στις ξένες αγορές από εγχώριους παραγωγούς. «Οι αμερικανικές επιχειρήσεις δημιουργούν νέα προϊόντα και διαδικασίες (...) [και] διαθέτουν αυτά τα νέα προϊόντα ή διαδικασίες στο εξωτερικό μέσω των εξαγωγών. Όταν η θέση τους ως εξαγωγέων απειλείται ιδρύουν θυγατρικές στο εξωτερικό, για να εκμεταλλευτούν ό,τι απομένει από τα πλεονεκτήματα τους. Διατηρούν το ολιγοπωλιακό τους πλεονέκτημα για ένα χρονικό διάστημα, κατόπιν το χάνουν, καθώς διαβρώνεται εντελώς η βάση της αρχικής τους υπεροχής» (Vernon 1971, σελ. 66).

Η κύρια υπόθεση της προσέγγισης αυτής, ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις σχετίζονται με την τεχνολογική καινοτομία, δεν επαληθεύεται, εντούτοις, από τα εμπειρικά δεδομένα: Οι μεταπολεμικές άμεσες επενδύσεις των ΗΠΑ στη Δυτ. Ευρώπη δεν έγιναν, κατά κύριο λόγο, από τους κλάδους «έντασης έρευνας» της αμερικανικής οικονομίας (Busch 1974). Επιπλέον και περισσότερο σημαντικό, οι μαζικές εισροές άμεσων επενδύσεων στις ΗΠΑ στις δεκαετίες του 1980 και 1990 δεν μπορούν να αναχθούν στην τεχνολογική υπεροχή κάποιων ευρωπαϊκών ή ιαπωνικών «νέων προϊόντων».

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες και η σχέση τους με το διεθνές εμπόριο μελετήθηκαν συστηματικά στη Γερμανία από αρκετούς συγγραφείς (Busch, Neusuess, Schoeller...), οι οποίοι, στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας, διαμόρφωσαν την προσέγγιση της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκοσμία αγορά. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις εκκινούν, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, από τις επιχειρήσεις ενός εθνικού οικονομικού κλάδου, οι οποίες αρχικά κατέχουν μια ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά. Οι επιχειρήσεις αυτές αποσπούν πρόσθετα κέρδη, μέσω της εξαγωγής προϊόντων σε ξένες αγορές, όπου οι εγχώριοι παραγωγοί κατέχουν μια χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτά τα πρόσθετα κέρδη της χώρας με την ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας εξανεμίζονται, εντούτοις, μέσω της ανατίμησης του εθνικού της νομίσματος, η οποία προκύπτει ως συνέπεια των πλεονασμάτων του εμπορικού ισοζυγίου. Αντίστοιχα, τα εμπορικά ελλείμματα οδηγούν στην υποτίμηση του νομίσματος της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας. Τώρα η θέση της περισσότερο προηγμένης χώρας στην ξένη αγορά απειλείται πλέον από τους εγχώριους παραγωγούς, εκτός και αν λάβει χώρα μεταφορά της παραγωγής σ' αυτή την ξένη αγορά (δηλαδή άμεση ξένη επένδυση).

Η σε πραγματικούς όρους υποτίμηση του νομίσματος λειτουργεί, συνεπώς, κατά κανόνα, προστατευτικά για τη λιγότερο αναπτυγμένη βιομηχανική χώρα ως σύνολο και θέτει σε κίνηση την εισροή σε αυτήν άμεσων ξένων επενδύσεων. Όμως, κλάδοι αυτής της λιγότερο προηγμένης χώρας οι οποίοι κατέχουν μια παραγωγικότητα της εργασίας ψηλότερη από τον εθνικό μέσο όρο, μπορούν να αποκτήσουν, μέσω αυτού του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών, ένα πλεονέκτημα (πρόσθετα κέρδη) στο διεθνές εμπόριο, ακόμα και με χώρες ψηλότερης ανάπτυξης. Η σταδιακή απώλεια αυτού του πλεονεκτήματος στο διεθνή ανταγωνισμό (π.χ. μέσω συναλλαγματικών αναπροσαρμογών αντίθετης φοράς) μπορεί να προκαλέσει ροές άμεσων επενδύσεων από λιγότερο αναπτυγμένες προς περισσότερο αναπτυγμένες χώρες (Busch κ.ά 1984).

Οι άμεσες διεθνείς επενδύσεις παύουν να έχουν κατά κύριο λόγο μονή κατεύθυνση (από τις ΗΠΑ προς τις άλλες βιομηχανικές χώρες) και γίνονται σταυροειδούς μορφής, καθώς μειώνονται οι διαφορές παραγωγικότητας ανάμεσα στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες.

2. Αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός Αποικιοκρατία ονομάζεται η κατάκτηση και διοίκηση από μια χώρα εδαφών εκτός της επικράτειας της, με στόχο την αποκόμιση οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών οφελών. Η εποχή της αποικιοκρατίας ξεκινά τον 15ο αιώνα, με την ανακάλυψη της Αμερικής και του δρόμου για τις Ινδίες από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Οι ναυτικές δυνάμεις της εποχής, η Πορτογαλία και η Ισπανία αρχικά και κατόπιν η Ολλανδία, η Γαλλία και η Αγγλία αναδείχθηκαν έτσι στις κύριες αποικιακές δυνάμεις. Διαμορφώθηκαν, λοιπόν, στα υπερπόντια εδάφη, δύο ειδών αποικίες: Αποικίες εγκατάστασης Ευρωπαίων (π.χ. Καναδάς) και προκαπιταλιστικές κοινωνίες υπό τη διοίκηση μιας ευρωπαϊκής δύναμης (π.χ. Ινδίες). Με τις στρατιωτικές νίκες επί των αποικιακών ανταγωνιστών της, η Βρετανία αναδείχθηκε τον 18ο αιώνα στη σημαντικότερη αποικιακή δύναμη του πλανήτη, υποτάσσοντας στη διοίκηση της την Ινδία (1757), τον Καναδά και άλλα τμήματα της Βόρειας Αμερικής (1763).

Η Πολιτική Οικονομία, από τα πρώτα της βήματα, έδειξε ενδιαφέρον για την αποικιοκρατία. Ο Adam Smith θεώρησε ότι η αποικιοκρατία παρέχει οικονομικά οφέλη τόσο στις αποικιακές δυνάμεις όσο και στις αποικίες, και εναντιώθηκε μόνο στο αποκλειστικό (μονοπωλιακό) εμπόριο που επέβαλλαν οι μητροπόλεις στις αποικίες τους: «Η ανακάλυψη της Αμερικής (...) με το άνοιγμα μιας νέας και ανεξάντλητης αγοράς για όλα τα εμπορεύματα της Ευρώπης παρέσχε την ευκαιρία για ένα νέο καταμερισμό εργασίας και για βελτιώσεις των επαγγελμάτων, οι οποίες, στο στενό κύκλο του πρωτόγονου εμπορίου δεν θα μπορούσαν ποτέ να λάβουν χώρα» (Smith 1981: IV.i. 32). Εντούτοις, «το αποκλειστικό εμπόριο των μητροπόλεων τείνει να μειώσει (...) τόσο τα οφέλη όσο και την οικονομική δραστηριότητα όλων αυτών των εθνών γενικά (...)» (Smith 1981: IV.vii.c 65). Ο David Ricardo, ασκώντας κριτική στην προσέγγιση του Smith στο διεθνές εμπόριο, παρατήρησε, εντούτοις, ότι μια αποικιακή δύναμη μπορεί να αποκομίζει οφέλη σε βάρος της αποικίας της: «Το εμπόριο με μια αποικία μπορεί να ρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ταυτόχρονα λιγότερο επωφελές για την αποικία, και περισσότερο επωφελές για τη μητρόπολη, από ότι το απόλυτα ελεύθερο εμπόριο» (Ricardo 1973: 231).

Ο Karl Marx θεώρησε την αποικιοκρατία ως μια βασική πλευρά της ιστορικής διαδικασίας προτααρχικής συσσώρευσης, και συνεπώς ως μία από τις προϋποθέσεις για την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπον παραγωγής (κτπ): «Το αποικιακό σύστημα ανέπτυξε σαν φυτό θερμοκηπίου το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα (...) Ο θησαυρός που ληστευόταν έξω από την Ευρώπη άμεσα με λεηλασίες, υποδουλώσεις και φόνους έρεε στη μητρόπολη και μετατρεπόταν εδώ σε κεφάλαιο» (Marx 1990: 918). Η αποικιοκρατία γίνεται επομένως αντιληπτή από τον Marx ως μέρος των γενικών ιστορικών συνθηκών που καθιστούν δυνατή τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του εμπορικού και μανουφακτορικού καπιταλισμού, μέχρι την επικράτηση του βιομηχανικού καπιταλισμού: «Σήμερα, η υπεροχή στη βιομηχανία συνεπάγεται την υπεροχή στο εμπόριο. Στην περίοδο της μανουφακτούρας ίσχυε το αντίστροφο (...) Από εδώ προέρχεται ο πρωταρχικός ρόλος που έπαιξε εκείνη την εποχή το αποικιακό σύστημα» (Marx 1990: 918).

Επιπλέον, ο Marx τόνισε ότι η αποικιοκρατία δεν οδηγεί αυτόματα στην επικράτηση του και στις αποικίες, εφόσον: «ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και συσσώρευσης, επομένως, και η κεφαλαιοκρατική ατομική ιδιοκτησία προϋποθέτουν την καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας που στηρίζεται στην προσωπική εργασία, δηλαδή προϋποθέτουν την απαλλοτρίωση του εργάτη» (Marx 1990: 940). «Τα εμπόδια που αντιτάσσει στη διαλυτική επίδραση του εμπορίου η εσωτερική σταθερότητα και η συνάρθρωση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής γίνονται φανερά στην περίπτωση του αγγλικού εμπορίου με την Ινδία και την Κίνα» (Marx 1991: 451). Αυτά τα κοινωνικά εμπόδια στον καπιταλισμό τα είχε επισημάνει και ο Smith, ο οποίος τόνιζε ότι μια αποικία εγκατάστασης Ευρωπαίων «αναπτύσσεται πιο ραγδαία προς τον πλούτο και το μεγαλείο από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη κοινωνία» (Smith 1981: IV.vii.b 1), ενώ στις αποικίες οι οποίες «κατοικούνται από βαρβαρικά έθνη (...) είναι δυσκολότερο να εκτοπιστούν οι ντόπιοι και να επεκταθούν οι ευρωπαϊκές καλλιέργειες» (Smith 1981: IV.vii.c 100).

Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες του κόσμου οδήγησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα σε συγκρούσεις για τον έλεγχο όσων υπερπόντιων εδαφών δεν βρίσκονταν ακόμα υπό αποικιακό ζυγό, αλλά και για το ξαναμοίρασμα των αποικιών, παράλληλα με την ανάπτυξη του εθνικισμού σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου εξελισσόταν κατά την ίδια περίοδο με γρήγορους ρυθμούς, σχηματίστηκαν μεγάλα καρτέλ και τραστ, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτέλεσαν μια νέα δυναμική πραγματικότητα στην παγκόσμια οικονομία, οι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης διέφεραν σημαντικά από χώρα σε χώρα, νέες καπιταλιστικές δυνάμεις αναδύθηκαν από αυτή τη διαδικασία (π.χ. ΗΠΑ, Ιαπωνία) - και όλες αυτές οι αλλαγές κατέτειναν προς τη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών. Κατά την περίοδο 18761900, τα αποικιακά εδάφη των οκτώ σημαντικότερων αποικιοκρατικών δυνάμεων αυξήθηκαν από 46,5 εκατ. τετρ. km με 314 εκατ. κατοίκους σε 72,9 εκατ. τετρ. km με 530 εκατ. κατοίκους (Sternberg 1926: 428).

Στη νέα αυτή συγκυρία αναδύθηκε ένας νέος όρος, για να περιγράψει τις αποικιακές αυτοκρατορίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους: Ιμπεριαλισμός. Με τον τίτλο αυτό, ο J.A. Hobson εξέδωσε το 1902 ένα βιβλίο στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, στο οποίο υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού είχε πλέον δώσει τη θέση του στην εποχή του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η οποία αποτελούσε μια εποχή παρακμής και παρασιτισμού του καπιταλισμού και, επομένως, το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού. Για να υπερασπιστεί τη βασική θέση του αναφορικά με τον παρασιτισμό του καπιταλισμού, ο Hobson, (αγνοώντας τα κοινωνικά εμπόδια που τίθενται στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις καθυστερημένες μη καπιταλιστικές περιοχές), υποστήριξε ότι οι αποικίες θα προσελκύσουν σταδιακά την καπιταλιστική παραγωγή, κυρίως λόγω του χαμηλού κόστους εργασίας, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις να μετατραπούν σε εισοδηματίες: «Το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης θα μπορούσε τότε να πάρει την όψη και το χαρακτήρα που ήδη έχουν ορισμένες περιοχές στη Νότια Αγγλία, στη Ριβιέρα (...) μικρές ομάδες πλούσιων αριστοκρατών που εισπράττουν μερίσματα και συντάξεις από την Άπω Ανατολή (...) όλες οι βασικές νευραλγικές βιομηχανίες θα έχουν εξαφανιστεί, και ο μεγάλος όγκος των προϊόντων διατροφής και των προϊόντων της μεταποίησης θα εισρέει από την Ασία και την Αφρική σαν να επρόκειτο για φόρο» (παρατίθεται στο Lenin 1973: 63).

Οι ιδέες του Hobson επηρέασαν τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού. Εντούτοις, οι τελευταίες είναι θεωρητικά πληρέστερες και διεισδυτικότερες από την μάλλον απλοϊκή προσέγγιση του Hobson.

Ο Rudolf Hilferding, με το «Χρηματιστικό Κεφάλαιο», έργο που κυκλοφόρησε το 1910, εστίασε την ανάλυση του στη σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, μέσα από την οποία προκύπτει το «χρηματιστικό κεφάλαιο», δηλαδή, κατά το συγγραφέα, η πλέον αναπτυγμένη και ως εκ τούτου έσχατη μορφή κεφαλαίου. Η Rosa Luxemburg, με τη «Συσσώρευση του Κεφαλαίου», που κυκλοφόρησε το 1913, συνέλαβε τον ιμπεριαλισμό κυρίως ως τη σύγκρουση ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες για την κυριαρχία πάνω σε όλες εκείνες τις περιοχές του πλανήτη, οι οποίες ήσαν ακόμη ελεύθερες από αποικιακό ζυγό. Στη βάση μιας υποκαταναλωτικής θεωρητικής προσέγγισης, η Luxemburg αντιλαμβανόταν όλες αυτές τις περιοχές ως την κύρια πηγή «τρίτων προσώπων», δηλαδή καταναλωτών οι οποίοι και μόνο θα μπορούσαν να απορροφήσουν εκείνο το τμήμα της υπεραξίας, το οποίο ούτε οι καπιταλιστές ούτε οι εργάτες είναι σε θέση (σύμφωνα με την υποκαταναλωτική θεωρία) να πραγματοποιήσουν (Milios 1994).

Τόσο η Luxemburg όσο και ο Nikolai Bukharin (στο «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία», που γράφτηκε το 1915) αντιλαμβάνονταν τον καπιταλισμό ως μια ενοποιημένη παγκόσμια δομή, δηλαδή υποστήριζαν ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού η διευρυμένη αναπαραγωγή του κτπ λαμβάνει χώρα σε παγκόσμια κλίμακα, και όχι στο επίπεδο του κάθε καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού: «Η παγκόσμια οικονομία ανήκει στον τύπο της εν γένει κοινωνικής οικονομίας (...) Η συνολική διαδικασία της παγκόσμιας οικονομικής ζωής (...) ανάγεται στη (...) διαρκώς διευρυνόμενη αναπαραγωγή των σχέσεων ανάμεσα σε δύο τάξεις - την τάξη του παγκόσμιου προλεταριάτου από τη μια και την παγκόσμια αστική τάξη από την άλλη» (Bukharin 1987: 27).

Ο Lenin, στο έργο του «Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού», έδωσε τον ακόλουθο ορισμό του ιμπεριαλισμού: «Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης του, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες» (στο Lenin 1973: 50). Ο Lenin τόνισε ιδιαίτερα τις οξυνόμενες αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, λόγω της άνισης ανάπτυξης τον καπιταλισμού σε κάθε χώρα, πράγμα που καθιστούσε αδύνατο το σχηματισμό μιας «υπεριμπεριαλιστικής» συμμαχίας των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, «γεννώντας εναλλασσόμενες μορφές ειρηνικής και μη ειρηνικής πάλης στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών διασυνδέσεων και σχέσεων» (Lenin 1973: 78).

Όλες οι κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού θεωρούσαν την αποικιοκρατία ως ένα συστατικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού: «Η πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει [ως] στόχους: (1) Να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομική επικράτεια. (2) Να αποκλείσει από αυτή την επικράτεια τον ξένο ανταγωνισμό (...)» (Hilferding 1981:326). Εντούτοις, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που τον ακολούθησαν, οι περισσότερες από τις πρώην αποικίες απέκτησαν αυτοτελή κρατική υπόσταση, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών και στο τέλος της αποικιοκρατίας. Οι περισσότερες από τις μαρξιστικές προσεγγίσεις που διατυπώθηκαν μετά τον Πόλεμο θεωρούν, πάντως, ότι οι πρώην αποικίες και οι αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται υπό την επικυριαρχία του ιμπεριαλισμού μέσω σχέσεων εξάρτησης από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες: «Ένας ειδικός τύπος ανάπτυξης των εξαρτημένων από τον ιμπεριαλισμό χωρών προσιδιάζει στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η εξάρτηση που δημιουργήθηκε από την αποικιοκρατία εκδηλώνεται σε όλες τις κρίσιμες σφαίρες της οικονομικής ζωής των αναπτυσσόμενων χωρών» (Ρορον 1984: 119).

Η ιστορική εξέλιξη μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο επιβεβαιώνει την κριτική που άσκησε ο Λένιν σε μια μαρξιστική προσέγγιση η οποία, καθώς αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό ως μια ενοποιημένη παγκόσμια καπιταλιστική δομή, υποστήριζε ότι ήταν αδύνατη αλλά και χωρίς νόημα η δημιουργία νέων εθνικών κρατών. Ο Λένιν έδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι δυνατό να αναχθεί μόνο στην (παγκόσμια) οικονομία, αγνοώντας το κράτος, ή τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις εξουσίας. Επέμεινε στη θέση ότι «το εθνικό κράτος είναι ο κανόνας και το "πρότυπο" του καπιταλισμού», και ότι υφίστανται επίσης «ισχυροί οικονομικοί παράγοντες που δίνουν υπόσταση στην τάση για δημιουργία εθνικών κρατών» (Lenin 1967: 12). Η καπιταλιστική εξουσία πάνω στις εργαζόμενες τάξεις είναι ταυτόχρονα οικονομική, πολιτική και ιδεολογική, και «συμπυκνώνεται» από το καπιταλιστικό κράτος σε κάθε εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, καθιστώντας έτσι αναγκαία τη συντριβή αυτού του κράτους για την οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας. Η συνάρθρωση και διαπλοκή όλων των υπαρκτών καπιταλιστικών εξουσιών, κάθε μια από τις οποίες χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική ισχύ και από ένα διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, διαμορφώνει την παγκόσμια «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», της οποίας ο «αδύνατος κρίκος» αποδείχθηκε το 1917 ότι ήταν η Ρωσία.

Ο ιμπεριαλισμός γίνεται κατανοητός, υπό αυτούς τους θεωρητικούς όρους, ως η τάση επέκτασης μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής εξουσίας. Η τάση αυτή προκύπτει, σε τελευταία ανάλυση, από οικονομικές διαδικασίες, αλλά υποστηρίζεται επίσης (ή καλύτερα «υπερπροσδιορίζεται») από πολιτικές και ιδεολογικές ροπές. Κορυφαία ιστορικά γεγονότα, όπως ο Β 'Παγκόσμιος Πόλεμος, δείχνουν ότι δεν ήταν η οικονομικά περισσότερο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, δηλαδή οι ΗΠΑ, εκείνη η οποία αμφισβήτησε τη βρετανική αποικιακή ιμπεριαλιστική υπεροχή, αλλά η ναζιστική Γερμανία, δηλαδή μια ιμπεριαλιστική χώρα της οποίας οι πρωτοβουλίες υπαγορεύονταν κατ' αρχήν από τις «εθνικές διεκδικήσεις» της εναντίον γειτονικών χωρών.

Επιπλέον, οι αναλύσεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, το εθνικό ζήτημα και το κράτος διαφοροποιούνται σημαντικά από αυτό που ονομάστηκε «η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού», δηλαδή από τη δογματική εκδοχή του μαρξισμού, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως από τους σοβιετικούς μαρξιστές υπό τον Στάλιν και τους διαδόχους του, και σύμφωνα με την οποία:

α) Η μαρξιστική θεωρία της κεφαλαιακής σχέσης υποκαθίσταται από ένα απλουστευτικό σχήμα σχετικά με «τα μονοπώλια». «Το ουσιώδες χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού (...) δεν είναι τα μονοπώλια καθαρά και απλά, αλλά τα μονοπώλια σε συνάρθρωση με την ανταλλαγή, τις αγορές, τον ανταγωνισμό, τις κρίσεις. Είναι λοιπόν θεωρητικά λάθος να διαγράψουμε την ανάλυση της ανταλλαγής, της εμπορευματικής παραγωγής, των κρίσεων κλπ. και να την αντικαταστήσουμε από μια ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό ως σύνολο. Δεν υπάρχει τέτοιο σύνολο. (...) Είναι αυτός ο συνδυασμός ανταγωνιστικών αρχών (...) που αποτελεί την ουσία του ιμπεριαλισμού» (Lenin 1973: 126).

β) Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια φάση επιθανάτιας παρακμής, «σαπίσματος», στασιμότητας, αποδιάρθρωσης, «θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού. Δεν την αποκλείει (...) Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από προηγούμενα» (Lenin 1973: 8283).

Όπως και κάθε άλλη περιοχή της μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, η θεωρία του ιμπεριαλισμού συνιστά ένα πεδίο συζήτησης και αντιπαράθεσης ανάμεσα στις διαφορετικές μαρξιστικές σχολές σκέψης, ιδιαίτερα καθώς οι διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου εξελίσσονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς, θέτοντας νέα ζητήματα για θεωρητική διερεύνηση.

1. Το κείμενο αυτό αποτελεί μετάφραση δύο λημμάτων που έγραψε ο συγγραφέας, με τίτλο «Foreign Direct Investment» και «ColonialismImperialism» για την υπό έκδοση Encyclopedia of Political Economy (Routledge Publishers). Τη μετάφραση από τα αγγλικά έκανε ο Μπάμπης Αντωνίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bukharin, N. (1987) Imperialism and World Economy, London.

Busch, K. (1974) Die multinationalen Konzerne. Zur Analyse der Weltmarktbewegung

des Kapitals, Frankfurt M. Busch, K., G. Grunert, W. Tobergte (1984): Strukturen der kapitalistischen

Weltökonomie, Saarbrücken.

IMF (1994) World Economic Outlook October 1994, Washington DC. Hilferding, R. (1981) Finance Capital, London.

Lenin, V.l. (1967) The Right of Nations to SelfDetermination, Moscow. Lenin, V.I. (1973) On Imperialism and Imperialists, Moscow. Marx, K. (1990) Capital, Vol. 1, London. Marx, K. (1991) Capital, Vol. 3, London. Milios, J. (1989): «The Problem of Capitalist Development», in: Gottdiener, M., Komninos, N. (eds.): Capitalist Development and Crisis Theory, LondonNew

York. Milios, J. (1994) «Marx's Theory and the Historic Marxist Controversy on

Economic Crisis (19001937)», Science and Society, Vol. 58, No. 2. OECD (1992) International Direct Investment. Policies and Trends in the 1980s, Paris.

OECD (1993a) International Direct Investment Statistics Yearbook, Paris. OECD (1993b) Industrial Policy in OECD Countries. Annual Review, Paris. Popov, Y. (1984) Essays in Political Economy. Imperialism and the Developing

Countries, Moscow.

Ricardo, D. (1973) The Principles of Political Economy and Taxation, London. Smith, A. (1981) An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Indianapolis.

Sternberg, F. (1926) Der Imperialismus, Berlin. Vernon, R. (1971) Sovereignty at Bay. The Multinational Spread of US Enterprises, London - NewYork.