Κυρίαρχη ιδεολογία, μαρξισμός και Αριστερά

Ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής της χώρας, από τη μεταπολίτευση και μετά, είναι η σταθερότητα των κυβερνήσεων που σχηματίσθηκαν. Πέρα δηλαδή από τη σταθερότητα του πολιτεύματος και των κοινοβουλευτικών θεσμών, είχαμε να κάνουμε και με σταθερές κυβερνήσεις. Κυβερνήσεις που δεν αποσταθεροποιούνταν ούτε όταν άλλαζε ο Πρωθυπουργός, ούτε όταν, όπως η κυβέρνηση Ράλλη, η κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία δεν αντιστοιχούσε πλέον σε μία ανάλογη λαϊκή συναίνεση και υποστήριξη.

Το στοιχείο αυτό της σταθερότητας, που μπορεί πλέον, εκ των υστέρων, να διαπιστωθεί για τις κυβερνήσεις της Ν. Δημοκρατίας, ισχύει χωρίς αμφιβολία και για τη σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα μάλιστα υπάρχει και ένα επί πλέον, σε σχέση με το παρελθόν, σταθεροποιητικό στοιχείο. Η διχοτόμηση της πολιτικής σκηνής σε Αριστερά και Δεξιά, που καθιστά σχεδόν αδύνατη την ανάδυση κάποιων «ενδιάμεσων» (κεντρώων ή κεντροδεξιών) σχημάτων, που απομονώνει τη Ν. Δημοκρατία (η οποία μετά τα κεντρώα ανοίγματα και τις διευρύνσεις της Καραμανλικής περιόδου έγινε και πάλι, απλά, η Δεξιά), που εξασφαλίζει τέλος την «κριτική» υποστήριξη των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς, αλλά και των πιο σημαντικών παραγόντων του κεντρώου πολιτικού χώρου προς την κυβέρνηση. Το «αντίπαλο δέος» της κυβέρνησης είναι μόνο η Ν. Δημοκρατία. Και σε σχέση μ' αυτό τον αντίπαλο η κυβέρνηση εξακολουθεί να διατηρεί μια πλατύτατη λαϊκή συναίνεση.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να επιδείξει τη σταθερότητα της. θυμίζουμε μόνο:

Την υποτίμηση της δραχμής και την καθήλωση των μισθών, μέτρα που προφανώς υπαγορεύτηκαν από τους ίδιους τους φορείς του μεγάλου κεφαλαίου, μέτρα που επιπλέον είχαν χαρακτηρισθεί σαν «μοντέλο καταστροφής» για το σοσιαλισμό από τον ίδιο τον κ. Αρσένη, λίγους μόλις μήνες πριν από τις εκλογές του 1981 (στην εισήγηση του στο σεμινάριο για τη «Μετάβαση στα σοσιαλισμό» εκδ. Αλέτρι, σελ. 61). Τα μέτρα αυτά όμως «πέρασαν» χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και χωρίς κάποιες κινητοποιήσεις η αναταραχές που θα έφθειραν την κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας δεν θα ήταν σε θέση να τα καταφέρει τόσο καλά.

Τις διαπραγματεύσεις για τις βάσεις που διεξάγει η κυβέρνηση, χωρίς να «αποσταθεροποιείται» αλλά και χωρίς να πιέζεται ουσιαστικά ούτε από τα δεξιά αλλά ούτε και από τ' αριστερά. Αντίθετα οι διαπραγματεύσεις αυτές ενισχύουν το κλίμα της «εθνικής ομοψυχίας» που προσπαθεί σήμερα να προωθήσει, με τη συνεργεία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση. Παράλληλα η κυβέρνηση φαίνεται να πείθει ότι διαπραγματεύεται για τις βάσεις με τρόπο ρεαλιστικό, που κατοχυρώνει όμως παράλληλα την «εθνική υπερηφάνεια» της χώρας, ενώ ταυτόχρονα υπηρετεί τα οράματα της Αριστεράς για εθνική ανεξαρτησία και ειρήνη.

Οι αποχωρήσεις ακόμα κάποιων βουλευτών από το κυβερνητικό κόμμα (αλλά και από τη Ν.Δ.) παραμείναν μεμονωμένα περιθωριακά φαινόμενα που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε τη συνοχή του κυβερνητικού κόμματος, αλλά ούτε και τη σταθερότητα (και τη διχοτόμηση) της πολιτικής σκηνής.

Χαρακτηριστική τέλος για την κυβερνητική σταθερότητα ήταν και η αδυναμία της Ν. Δημοκρατίας να επιβάλλει αλλά και να μαζικοποιήσει τη θέση της ότι η δολοφονία του εκδότη της «Βραδυνής» ήταν «πολιτικό έγκλημα», για το οποίο μάλιστα φέρει ευθύνες η κυβέρνηση.

Όμως η δολοφονία του εκδότη και οι κινητοποιήσεις που βρήκε την ευκαιρία να κάνει η Δεξιά και η Ακροδεξιά αποκάλυψε, για μια ακόμα φορά, ένα σημαντικό ιδεολογικό στοιχείο της σημερινής συγκυρίας: Την ιδεολογία που αναφέρεται στα «κέντρα της ανωμαλίας», που είναι πανταχού παρόντα και συνεχώς επιδιώκουν να αποσταθεροποιήσουν τη δημοκρατία, για να διασφαλίσουν έτσι με αποτελεσματικότητα τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης. Η Αριστερά κάλεσε έτσι τη Δεξιά να απομονώσει και να προφυλαχθεί από τα «κέντρα της ανωμαλίας».

Η ιδεολογία αυτή, που έγινε αντικείμενο κριτικής στο πρώτο τεύχος των «Θέσεων», πρόβαλε φυσικά στο προσκήνιο και μερικές βδομάδες πριν, με τη φημολογία για την απόπειρα «πραξικοπήματος», κάποιων αφρόνων αξιωματικών. Φυσικά «άφρονες» θα υπάρχουν πάντα. Όμως τα πραξικοπήματα επιχειρούνται και επιτυγχάνουν μόνο σε κάποιες ιδιαίτερες, απόλυτα καθορισμένες ιστορικές συγκυρίες. Έτσι το πολιτικό συμπέρασμα αυτής της ιδεολογίας, το μόνο που μένει δηλαδή από όλη αυτή την πρόσφατη φημολογία, είναι, για μια ακόμα φορά, η ανάγκη να ομονοήσουν και να συμπαραταχθούν όλες οι προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις για να διατηρηθεί το ήπιο πολιτικό κλίμα και η δημοκρατία.

Ενώ όμως η ιδεολογία των «κέντρων της ανωμαλίας» καλλιεργήθηκε από την Αριστερά καθ' όλη τη φάση που ακολούθησε τη μεταπολίτευση του 1974, σήμερα αρχίζει να κατακτά έδαφος και μια νέα κινδυνολογική εκδοχή, που προφητεύει την κατάρρευση, στο εγγύς μέλλον, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, σε συνάρτηση με κάποιο κεντροδεξιά κόμμα, που όλες οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις εκτιμούν ότι από καιρό προετοιμάζουν κάποιοι άλλοι κύκλοι (της ανωμαλίας;) και το όποιο θα εκτοπίσει βεβαία (πέρα από τη σημερινή κυβέρνηση) και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο πολιτικός χώρος από όπου ξεκινάει και όπου βρίσκει έδαφος η νέα προφητεία είναι η ανένταχτη «ανανεωτική» Αριστερά. Φυσικά μια ανάλογη προφητεία μας προσφέρει σήμερα και η Δεξιά. Επίκειται, μας λένε, η ώρα της «απαλλαγής».

Πραγματικά αν υπάρχει ένας χώρος που αποσταθεροποιήθηκε και κατακερματίσθηκε στη φάση που ακολούθησε την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, αυτός είναι ο χώρος της ανένταχτης Αριστεράς. Στο χώρο της ανένταχτης Αριστεράς, ή έστω στο χώρο των ανένταχτων αριστερών διανοουμένων, διαμορφώθηκαν τρεις ριζικά διαφορετικές πολιτικές τάσεις.

Η πρώτη τάση, χωρίς να απεμπολήσει ή να μετασχηματίσει σημαντικά τις πολιτικές και θεωρητικές θέσεις που είχε και στο παρελθόν, οδηγεί στις συνέπειες της την πολιτική της «κριτικής συμπολίτευσης» που ακολουθεί σήμερα η παραδοσιακή Αριστερά και ιδιαίτερα το ΚΚΕεσ. και η ΕΔΑ: Επιχειρεί δηλαδή να δώσει «τη μάχη της Αλλαγής από τα μέσα», Επανδρώνοντας κάποιες άμεσα πολιτικές θέσεις στον κυβερνητικό και τον κρατικό μηχανισμό.

Η δεύτερη τάση της ανένταχτης Αριστεράς διαφέρει μόνο λίγο ιδεολογικά από την πρώτη. Τα οράματα της συγγενεύουν τόσο με εκείνα της κυβέρνησης, όσο και με εκείνα της παραδοσιακής Αριστεράς, θεωρεί όμως, εξ ονόματος της παραδοσιακής Αριστεράς και ιδίως του ΚΚΕεσ., ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ξένο με αυτά τα οράματα (γιατί είναι κόμμα «κεντρογενές» και «λαϊκίστικο»), ή έστω ότι δεν τα διαχειρίζεται σωστά. Η κριτική λοιπόν που ασκεί η τάση αυτή προς την κυβέρνηση δεν προχωράει πέρα από τα πολιτικά επιφαινόμενα. Δεν φθάνει δηλαδή στην κριτική των αστικών πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων εξουσίας, που συμπυκνώνει το κράτος και η κυβέρνηση. Παραμένει μια κριτική επιφανειακή, αποσπασματική και εκλεκτιστική. Αναγκαστικά συμπλέει λοιπόν η κριτική αυτή με την κριτική της «Καθημερινής» και γενικότερα της «πεφωτισμένης Δεξιάς» προς την κυβέρνηση. Ότι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ «δεν έχει πρόγραμμα», είναι κόμμα «αρχηγικό» (ποιος ξέχασε την «προσωπολατρεία»;), δεν έχει κάνει συνέδριο κ.λπ. Η τάση αυτή, που πριν τις εκλογές προφήτευε κάποιο νέο 1965-1967, προφητεύει τώρα τη διάσπαση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, τη δημιουργία του νέου κεντροδεξιού κόμματος, την κατάρρευση της κυβέρνησης και άλλα πολλά. Και τότε και τώρα η τάση αυτή, προφητεύοντας το μέλλον, προσπαθεί να μας πείσει πως «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕεσ.». Και όλα αυτά βέβαια ερήμην του ΚΚΕεσ.

Η τρίτη τάση που διαμορφώνεται μέσα στο χώρο της ανένταχτης Αριστεράς διαφοροποιείται ριζικά και από τις δύο προηγούμενες, καθόσον επιχειρεί να συγκροτήσει την κριτική της σημερινής κυβέρνησης, σαν στοιχείο και παράλληλα με την κριτική της συνολικής κεφαλαιοκρατικής εξουσίας στη χώρα μας. Συναντάται έτσι σήμερα η τάση αύτη με διάφορες, αποσπασματικές ακόμα, αντικαπιταλιστικές κινήσεις και πρακτικές, στον εργατικό χώρο, στο χώρο της νεολαίας, σε κάποια κινήματα της επαρχίας, σε κάποιους προβληματισμούς μέσα στα ίδια τα κόμματα της Αριστεράς. Το κατά πόσο βέβαια η τάση αυτή θα μπορέσει να μορφοποιηθεί κάποτε και να συγκροτηθεί πολιτικά, είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορούμε σήμερα να απαντήσουμε.

Το στοιχείο πάντως που χαρακτηρίζει τη σημερινή συγκυρία είναι η πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ πάνω στην παραδοσιακή Αριστερά και, φυσικά, η κυριαρχία της άρχουσας αστικής ιδεολογίας τόσο μέσα στο ΠΑΣΟΚ όσο και μέσα στην παραδοσιακή Αριστερά. Η κυριαρχία αυτή της αστικής ιδεολογίας, η όλο και σημαντικότερη υποχώρηση της μαρξιστικής θεωρίας και της μαρξιστικής κριτικής από την ιδεολογία της Αριστεράς, γίνεται σήμερα ακόμα πιο φανερή καθώς εισβάλλουν και σταθεροποιούνται μέσα στην Αριστερά τα αστικά ιδεολογικά υποσύνολα που αναπαράγει και ενισχύει η συγκυρία της οικονομικής κρίσης: Ο ανορθολογισμός και ο σωβινισμός.

Η κύρια μορφή που αποκτά η αστική ιδεολογία, όταν κυριαρχεί πάνω στον μαρξισμό, είναι ο οικονομισμός, σαν παραλλαγή του κλασικού αστικού θετικισμού: Η κοινωνική εξέλιξη προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις Επιστήμες. Το ζητούμενο είναι μια κοινωνική αξιοκρατία, που να στηρίζεται σε μια λογική ιεραρχία αρμοδιοτήτων και μόρφωσης. Η Αριστερά έχει εδώ και δεκαετίες υποστείλει την κριτική της προς το θετικισμό. Αντίθετα διαχειρίζεται και διαμορφώνει τη θεωρία της με βάση το θετικισμό, υποτιμώντας όλο και περισσότερο την πάλη των τάξεων, στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά τα θετικιστικό ιδεώδες της ανάπτυξης και της αξιοκρατίας, ισχυρίζεται η κυρίαρχη σήμερα Αριστερά.

Αν όμως η Αριστερά ολιγωρούσε ήδη στο παρελθόν μπροστά στον ορθολογισμό και το θετικισμό, δεν συμβιβαζόταν εντούτοις με την αντιστροφή στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας του Ορθολογισμού, τον ανορθολογισμό. Δεν συμβιβαζόταν ακόμα η Αριστερά στο παρελθόν με τον εθνικισμό και το σωβινισμό.

Σήμερα ακόμα κι αυτό το μέτωπο της Αριστεράς απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία έχει υποσταλεί. Η Αριστερά υποκλίνεται μπροστά στον εθνικισμό. Κι όταν ο εθνικισμός διαπλέκεται με τον ανορθολογισμό, η Αριστερά ανέχεται ακόμα και τον ανορθολογισμό. Πολύ περισσότερο τον νομιμοποιεί, καθώς τον αφήνει να αναπτύσσεται στις γραμμές της.

Το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ανάπτυξη του θεωρητικού - φιλοσοφικού ανορθολογισμού μέσα στα πλαίσια της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και η διείσδυση του ακόμα και μέσα στο χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, είναι το αντικείμενο του άρθρου του Γιάννη Μηλιού, Η «φάρμα» των ορθολογιστών και η κιβωτός της ρωμιοσύνης. Το άρθρο ξεκινάει από την εκλογή του θεολόγου Χρ. Γιανναρά στην Έδρα Φιλοσοφίας της Παντείου και διαπιστώνει ότι επανεμφανίζεται σήμερα δυναμικά μια ανορθολογική θρησκευτική εκδοχή της ιδεολογίας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που καταφέρνει μάλιστα να συνυπάρχει αρμονικά με τον κυρίαρχο ορθολογισμό. Ο εθνικισμός είναι η εσωτερική λογική και των δύο, φαινομενικά εχθρικών, θεωρητικών ρευμάτων. Αποτελεί επομένως ο εθνικισμός και τη βάση για την αρμονική τους συνύπαρξη.

Ο Χρ. Βαλλιάνος με το άρθρο του Για την έννοια της Επιστημονικής - Τεχνικής Επανάστασης, παρουσιάζει και υποβάλλει σε κριτική το θεωρητικό σχήμα για την εφαρμογή της επιστήμης στη σύγχρονη βιομηχανία, με βάση το οποίο διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό σήμερα η θετικιστική - οικονομίστικη θεωρητική συγκρότηση της παραδοσιακής Αριστεράς.

Το άρθρο των Τ. Κυπριανίδη και Θ. Τσεκούρα, Το ΠΑΣΟΚ και η νέα ιδεολογική συγκυρία διερευνά τις μεταβολές που συντελέστηκαν στον ιδεολογικό λόγο του κράτους μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Διαπιστώνει ότι η παρέμβαση του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ συνυφαίνεται με μια ενδυνάμωση του στοιχείου «δημοκρατία» στα πλαίσια πάντα της αστικής πολιτικής εξουσίας και ιδεολογίας σε σχέση με το στοιχείο «ανάπτυξη», που έτσι κι αλλιώς μπλοκάρεται σήμερα από την οικονομική κρίση. Αυτή η αλλαγή συνεπάγεται κάποιες συνολικότερες τροποποιήσεις στον κρατικό ιδεολογικό λόγο.

Το άρθρο του Α. Ταρπάγκου, Κρίση οικονομική αλλά και κρίση συνδικαλιστική σκιαγραφεί τη σημερινή συγκυρία στο συνδικαλιστικό κίνημα μετά την Αλλαγή που προώθησε το ΠΑΣΟΚ.

Το άρθρο των Γ. Κυπριανίδη και Γ. Μηλιού, Σημειώσεις για τις μαρξιστικές προσεγγίσεις στην οικονομική κρίση παρουσιάζει την τομή που υπάρχει ανάμεσα στην ιστορική συζήτηση, στα πλαίσια του μαρξισμού, για τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού και στις σημερινές προσεγγίσεις της Αριστεράς για το στασιμοπληθωρισμό, που απλώς δανείζονται και αντιστρέφουν τα σχήματα της πολιτικής οικονομίας. Τέλος παρουσιάζει μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση στη σημερινή κρίση.

Ο Η. Ιωακείμογλου με το αρθρο του, Συλλογικός εργάτης η εργάτης μάζα; (Σημειώσεις για μια κριτική του εργατισμού) ασκεί κριτική στο άρθρο του Σ. Δρόσου, Κοινωνία, κράτος και εργατική δύναμη, που δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος των θέσεων. Η κριτική επεκτείνεται και σε ένα σύγχρονο μαρξιστικό ρεύμα που ο Η. Ιωακείμογλου ονομάζει «ιταλικό εργατισμο».

Ο Π. Λινάρδος - Ρυλμόν με το άρθρο του, Μαρξισμός και ταξική υποκειμενικότητα. Σημειώσεις με αφετηρία την κριτική ανάλυση των κοινωνικών σχηματισμών, επιχειρεί, με αφετηρία τις αναλύσεις του Α. Νέγκρι, να υποβάλει σε ριζική κριτική τις ιστορικές θέσεις του μαρξισμού για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και την εφαρμογή αυτών των θέσεων στην ανάλυση των συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών.

Το κείμενο του Ν. Μπουχάριν, Οι οικονομικές ρίζες του ιμπεριαλισμού, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 1925, αποτελεί ένα μέρος της πολεμικής του συγγραφέα προς τις απόψεις της Ρ. Λούξεμπουργκ. Αναφέρεται σε κάποια σημαντικά θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη μαρξιστική θεωρία γενικά και τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό. Τα ζητήματα αυτά έχουν έρθει και πάλι σήμερα στην επικαιρότητα, στα πλαίσια της θεωρητικής συζήτησης που διεξάγεται στην Αριστερά.

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ