Η «φάρμα» των ορθολογιστών και η κιβωτός της ρωμιοσύνης

(Με αφορμή την εκλογή του Χρ. Γιανναρά

στην έδρα Φιλοσοφίας της Παντείου)

του Γιάννη Μηλιού

1. Ο φιλόσοφος

Δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος να γνωρίσει την αλήθεια της ζωής, την αλήθεια του θεού και την αλήθεια της ύπαρξης του, μόνο με κατηγορίες νοητικές, μόνο με τη σχετικότητα των συμβατικών εννοιών της γλωσσικής έκφρασης... Η καθολική αλήθεια της αποκάλυψης του θεού, η αλήθεια για την πληρότητα και ολοκλήρωση της ζωής, είναι μια καθολική γνώση προσωπικής εμπειρίας με τη βιβλική σημασία της «γνώσης» που ταυτίζεται με την ερωτική σχέση και κοινωνία...

Ο ολοκληρωτισμός είναι μια άλλη λέξη για να εκφράσουμε απερίφραστα το νόημα και περιεχόμενο της αντικειμενικότητας... Δεν είναι ο ολοκληρωτισμός αποκλειστικό γνώρισμα μερικών μόνο πολιτικών καθεστώτων, κομμάτων και οργανώσεων..., δεν είναι αποσπασματικό φαινόμενο εξαίρεσης στο οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού· είναι οργανικό σύμπτωμα και συνεπέστατος καρπός αυτού του πολιτισμού. Η βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο ιστορικός και πνευματικός βίος της Δύσης είναι η αντικειμενοποίηση της αλήθειας...

Και ο «πρώτος διδάξας» την «αντικειμενικότητα» της αλήθειας είναι η χριστιανική θεολογία της Δύσης, γι' αυτό και δίχως αναφορά στο Θωμά Ακινάτη η στον Καλβίνο είναι αδύνατο να ερμηνεύσουμε τον ολοκληρωτικό τρόπο με τον όποιο λειτουργεί σήμερα έστω και μόνο η διαφήμιση, αγνοούμε το θεμέλιο του πνευματικού και ιστορικού βίου της Δύσης που είναι η αντικειμενική απόδειξη και επιβολή της χρησιμότητας του θεού ή του Κεφαλαίου ή του Προλεταριάτου ή της Επανάστασης.

Μόνο μια μυωπική δράση δεν μπορεί να διακρίνει ότι η ανάγκη ορθολογικών και «αποτελεσματικών» ρυθμίσεων (αυτονόητη προϋπόθεση της κοινωνικής Ηθικής του δυτικού ανθρώπου) μεταβιβάζει αναπότρεπτα τη διαχείριση των κοινών, δηλαδή την πολιτική στα χεριά των «τεχνοκρατών»... Βέβαια, η τεχνοκρατική γραφειοκρατία, παράλληλα με τη συντήρηση των απρόσωπων «αποτελεσματικών» δομών, δεν παραλείπει να συντηρεί και την ψυχολογική ανάγκη των «μαζών» για ιδεαλισμό, με μερικά ρομαντικά συνθήματα της προτεχνολογικής εποχής, όπως δημοκρατία, κοινοβουλευτισμός, ελευθερία γνώμης, και έκφρασης ή με ανάλογα πιο σύγχρονα ιδεαλιστικά εφευρήματα όπως αντιιμπεριαλισμός, νέα οικονομική τάξη, παγκόσμια ειρήνη, λαϊκή κυριαρχία. Και οι μάζες εκτονώνονται συγκινησιακά χειροκροτώντας και μυθοποιώντας τους εκφωνητές αυτών των συνθημάτων...

Η αλήθεια της Εκκλησίας είναι η μόνη οντολογία του κοινωνικού γεγονότος, η οντολογία που ταυτίζει το Είναι με το πρόσωπο, δηλαδή με την υπαρκτική πραγμάτωση της ζωής ως κοινωνίας.

Ο ευρύτερος επηρεασμός της ανθρώπινης συμβίωσης από το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας ο κοινωνικός δυναμισμός της ευχαριστιακής κοινότητας μοιάζει να συνδέθηκε ιστορικά με την αγροτική μόνο ή και την πρώιμη αστική μορφή κοινωνικού βίου. Και ιστορικό παράδειγμα τέτοιου επηρεασμού είναι μάλλον το Βυζάντιο και μόνο.

Σε κάθε φάση του ιστορικού και πολιτιστικού βίου το Βυζάντιο πραγματοποιεί την πρόσληψη του φυσικού, του άλογου και αγελαίου, και τη μεταμόρφωση του σε κοινωνία και Ιερή Ιστορία και θεανθρωπότητα, δηλαδή σε Εκκλησία.

Η κοινωνική Ηθική της Εκκλησίας δεν σκοπεύει ούτε στη «βελτίωση» των αντικειμενικών συνθηκών και δομών του κοινού βίου, ούτε στη «βελτίωση» των ατομικών χαρακτήρων. Σκοπεύει στην ανάγκη να λειτουργήσει η ζωή στα απεριόριστα όρια της προσωπικής Ελευθερίας, της ελευθερίας που πραγματώνεται υπαρκτικά μόνο ως γεγονός κοινωνίας... Με βάση αυτό το κριτήριο, μπορεί στα πλαίσια της οργανωμένης συμβίωσης η ανοχή της τυραννίας, της αδικίας και της καταπίεσης να είναι κατόρθωμα ελευθερίας και πραγμάτωση κοινωνίας.

Ο πολιτισμός του καπιταλισμού και της κατανάλωσης έχει ρίζες χριστιανικές, γεννήθηκε από την αλλοίωση της χριστιανικής αλήθειας στο χώρο της μεσαιωνικής Δύσης.

Οι δομές και οι συνακόλουθες ιστορικές διαμορφώσεις είναι κοινές τόσο στο μαρξισμό όσο και στο δυτικοποιημένο χριστιανισμό.

Και πριν από κάθε άλλον, οφείλουμε oι θεολόγοι να επιχειρήσουμε την αποδέσμευση μας από τις δυτικές φόρμουλες της σχηματικής αντίθεσης χριστιανισμού και μαρξισμού, και να δούμε την ουσιαστική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην Ορθόδοξη Ανατολή και στη ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική Δύση.

Η λεγόμενη «πνευματική ζωή» στην Ελλάδα κοπιάρει πιστά και ανυποψίαστα τη δυτική διανόηση, ο πολιτικός βίος πολώνεται στα ευρωπαϊκά σχήματα της Δεξιάς - Κέντρου - Αριστεράς, τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» εξευτελίζονται από μιαν ωμή καπηλεία... η Εκκλησία αποδυναμώνεται συστηματικά, η λαϊκή ευσέβεια εκπροτεσταντίζεται...

Η Ορθοδοξία αντιπροσωπεύει σήμερα τη ριζική ποιοτική διαφοροποίηση της χριστιανικής αλήθειας από την αντίληψη της αλήθειας που ενσαρκώνει η Λύση και ο πολιτισμός μας.

Όσο εξακολουθεί να τελείται στην Ελλάδα με τρόπο ορθόδοξο και ανατολικό η εκκλησιαστική ευχαριστία, υπάρχει ο πυρήνας και το μέτρο για μια δυναμική μεταλλαγή των κοινωνικών μας στόχων και των πολιτικών μας επιδιώξεων...

Ο Ελληνισμός είναι μια κληρονομιά ζωής και μια στάση ζωής μέσα στην οικουμένη... Αύτη η στάση έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο, στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Είναι ο «άλλος πόλος» του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, του πολιτισμού της καταναλωτικής βαρβαρότητας και της ηθικιστικής λογοκρατίας.

2. Το πρόβλημα (Η κορυφή του παγόβουνου)

Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε πιο πάνω σταχιολογήθηκαν από τα βιβλία «Η Ελευθερία του Ήθους» και «Η Νεοελληνική Ταυτότητα»1 του θεολόγου Χρ. Γιανναρά, μέχρι πρόσφατα καθηγητή θρησκευτικών σε ιδιωτικό Λύκειο της Αθήνας. Σκιαγραφούν νομίζω αρκετά λεπτομερειακά τις απόψεις και τη θεωρητική συγκρότηση του συγγραφέα τους. Πρόκειται για μια θεωρητική συγκρότηση και στάση που συνήθως περιγράφεται από τρεις όρους: αγνωστικισμός - ανορθολογισμός - σκοταδισμός.

Εκείνο που δίνει όμως στην περίπτωση του Χρ. Γιανναρά ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν είναι τόσο οι συγκεκριμένες απόψεις και η θεωρητική του συγκρότηση, όσο το γεγονός ότι με βάση αυτές τις απόψεις και αυτή τη θεωρητική συγκρότηση ο κ. Γιανναράς εκλέχθηκε, λίγους μήνες πριν, έκτακτος καθηγητής της Παντείου Σχολής για την έδρα της Εισαγωγής στη Φιλοσοφία. Η πλειοψηφία δηλαδή του σώματος των τακτικών καθηγητών της Παντείου Σχολής έκρινε ότι οι απόψεις που πιο πάνω παραθέσαμε, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τη βάση, το πλαίσιο ή έστω τη βαθύτερη λογική του μαθήματος «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία» που θα διδαχθούν οι έλληνες φοιτητές.

Ψηφίζοντας τον Χρ. Γιανναρά για καθηγητή, η πλειοψηφία των καθηγητών της Παντείου αποδέχθηκε την εγκυρότητα αλλά και πριμοδότησε μια «φιλοσοφία» που με ιδιαίτερο πάθος διατείνεται ότι είναι αδύνατο να υπάρξει γνώση με βάση τις επιστήμες (και γενικότερα τις νοητικές κατηγορίες), ότι ακόμα η πεποίθηση πως υπάρχει μια αντικειμενική γνώση είναι ολοκληρωτισμός, ότι ο ολοκληρωτισμός αυτός αποτελεί τη βάση του δυτικού πολιτισμού.

Ψηφίζοντας τον Χρ. Γιανναρά για καθηγητή, η πλειοψηφία των καθηγητών της Παντείου υιοθέτησε την άποψη ότι οι έλληνες φοιτητές μπορούν και πρέπει να «εισαχθούν στη Φιλοσοφία» από μια «θεωρία» για τη Φιλοσοφία που υποστηρίζει ότι ολόκληρη η Φιλοσοφία της Δύσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά Ολοκληρωτισμός.

Ακόμα η εκλογή του Χρ. Γιανναρά καθιστά έγκυρη και πριμοδοτεί μια «κοινωνιολογία» που ισχυρίζεται ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι το παράγωγο της δυτικής θεολογίας, ότι οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί προέκυψαν από την «πτώση» και την «αμαρτία» του ανθρώπου, ότι η δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός, ή ακόμα η παγκόσμια ειρήνη και η λαϊκή κυριαρχία αποτελούν απλώς ρομαντικά συνθήματα για να εκτονώνονται οι μάζες.

Η εκλογή του Χρ. Γιανναρά νομιμοποιεί ακόμα μια «θεωρία της ιστορίας» που διατείνεται ότι το Βυζάντιο δεν ήταν παρά η ενσάρκωση του ήθους της Ορθοδόξου εκκλησίας και αποτέλεσε έτσι ιερή ιστορία και θεανθρωπότητα.

Η εκλογή τέλος του Χρ. Γιανναρά νομιμοποιεί μια «πολιτική θεωρία» που όραμά της είναι το να συγκροτηθεί ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» σε αντίπαλο πόλο της «δυτικής βαρβαρότητας», δηλαδή σε αντίπαλο πόλο του «καπιταλισμού» και του «μαρξισμού».

Αποτελεί λοιπόν η εκλογή του Χρ. Γιανναρά ένα δείγμα γραφής μιας μεγάλης μερίδας των πανεπιστημιακών μας καθηγητών. Αποκαλύπτει μια «θεωρία» για το προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αναπτυχθούν οι «κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες» στη χώρα μας.

Παράλληλα όμως η εκλογή του Χρ. Γιανναρά σε καθηγητή Φιλοσοφίας στην Πάντειο φαίνεται να αποκαλύπτει ένα φαινόμενο που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια και τα προβλήματα της Παντείου Σχολής, ένα φαινόμενο που αφορά τη γενικότερη κατάσταση των θεωρητικών πραγμάτων στη χώρα μας σήμερα.

Φαίνεται δηλαδή πως ο αγνωστικισμός και ο ανορθολογισμός κατακτά μια όλο και ισχυρότερη θέση μέσα στη σημερινή θεωρητική συγκυρία στη χώρα μας. Μια θέση τόσο ισχυρή που είναι πια φυσικό να διεκδικεί και μια παρουσία μέσα στους «ναούς των επιστημών και του ορθού λόγου», τα Πανεπιστήμια. Φαίνεται ακόμα πως οι μορφές και οι εκδοχές του θεωρητικού ανορθολογισμού που κατακτά έδαφος σήμερα στην Ελλάδα είναι οι δεξιές - σκοταδιστικές, που αντλούν επιχειρήματα και δανείζονται θεωρητικά σχήματα από τη θρησκευτική ιδεολογία κι όχι οι αριστερές - αντιεξουσιαστικές εκδοχές του ανορθολογισμού που συγγενεύουν με τον αναρχισμό.

Ο Χρ. Γιανναράς δηλαδή κάθε άλλο παρά είναι μόνος. Αντίθετα η παρουσία του σκοταδιστικού ανορθολογισμού, που αντιδιαστέλλει το Βυζάντιο, την ελληνορθόδοξη παράδοση, το ελληνικό αίμα και τη «ρωμιοσύνη» στο «δυτικό Ολοκληρωτισμό» γίνεται σήμερα όλο και πιο αισθητή, κερδίζει έδαφος και μέσα στην παραδοσιακή Αριστερά. Άλλωστε η ίδια η υποψηφιότητα του Γιανναρά βρήκε, πέρα από την Πάντειο, μια ευρεία υποστήριξη από μια μερίδα του τύπου και των διανοουμένων. Όχι κύρια από τον τύπο της Δεξιάς, αλλά, πρώτα απ' όλα, από τον προοδευτικό τύπο. Όχι από τους διανοουμένους της Δεξιάς αλλά από τους φιλελεύθερους διανοουμένους.

Αξίζει να δούμε λοιπόν στο σημείο αυτό την αρθρογραφία που ακολούθησε τη διαδικασία εκλογής του Χρ. Γιανναρά στην Πάντειο.

3. Το χρονικό

Η εκλογή καθηγητή για την έδρα «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία» στην Πάντειο Σχολή επρόκειτο να γίνει από τη Γενική Συνέλευση των τακτικών καθηγητών της Σχολής στις 28/4/82. Η εισηγητική επιτροπή (που την αποτελούσαν δύο νομικοί και ένας κοινωνιολόγος, καθόσον δεν υπήρχε άλλος καθηγητής φιλοσοφίας στην Πάντειο) πρότεινε την εκλογή του Χρ. Γιανναρά. Γι' αυτή την πρόταση διατυπώθηκαν όμως, από μερίδα των καθηγητών, σημαντικές αντιρρήσεις. Βασικό επιχείρημα, των καθηγητών που διαφωνούσαν με την πρόταση της εισηγητικής επιτροπής, ήταν πως οι σπουδές και η κατάρτιση του Χρ. Γιανναρά είναι αυστηρά θεολογικής υφής και ότι συνακόλουθα ένας θεολόγος δεν μπορεί να διεκδικεί μια έδρα φιλοσοφίας, εφ' όσον μάλιστα υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι με σημαντική συμβολή στη φιλοσοφία. Τελικά η Γενική Συνέλευση των καθηγητών αποφασίζει να αναβάλει την εκλογή και να ζητήσει γνωματεύσεις, για τους τέσσερις επικρατέστερους υποψηφίους, από όλους τους τακτικούς καθηγητές Φιλοσοφίας των φιλοσοφικών σχολών της χώρας. Προηγούμενα οι σύλλογοι των φοιτητών και του Ε.Δ.Π. της Παντείου είχαν δηλώσει ότι θεωρούν τον Χρ. Γιανναρά ακατάλληλο για την έδρα Φιλοσοφίας.

Μόλις η εκλογή του Χρ. Γιανναρά αναβάλλεται και φαίνεται ότι κάπου σκαλώνει, αρχίζει η υπέρ του εκστρατεία από τον τύπο. Όχι από τον τύπο της Δεξιάς. Αυτός ακόμα σιωπά. Από τον προοδευτικό τύπο.

Στις 8/5/82 ο «Πορφύριος» των Νέων δημοσιεύει με τον τίτλο «Φάρμα» ένα σχόλιο προφανώς για την αναβολή της εκλογής του Γιανναρά και διερωτάται: «Είναι δυνατόν η Πανεπιστημιακή κοινότητα να λειτουργεί με στρουθοκαμήλους, χαμαιλέοντες και κοκοράκια;».

Στις 24 Ιουνίου ο γνωστός ορθολογιστής «Κριτόβουλος» του Οικονομικού Ταχυδρόμου αναδημοσιεύει το σχόλιο του Γεωργουσόπουλου από τα Νέα με τη διευκρίνηση ότι ο τίτλος «Φάρμα» «προφανώς παραπέμπει στη Φάρμα των Ζώων του φίλου μου του Όργουελ».

Στις 11 Ιουνίου το Αντί (ναι το «Αντί, δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση») δημοσιεύει ένα άρθρο του Ν. Γιανναδάκη στο όποιο υποστηρίζεται ότι: «Το προκλητικότερο και αποκαλυπτικότερο ίσως περιστατικό απερίφραστης αστυνόμευσης των προσωπικών ιδεών είναι η πρόσφατη ματαίωση της εκλογής του Χρήστου Γιανναρά στην έδρα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία».

Ένα γράμμα του Ν. Γιανναδάκη στο Βήμα (4/7/82) προκαλεί την απάντηση των πρυτανικών αρχών της Παντείου (με ημερομηνία 6/7/82), όπου υποστηρίζεται ότι η αναβολή της εκλογής αποφασίστηκε ομόφωνα κι όχι υστέρα από οποιαδήποτε πίεση (τύπος 9/7/82). Η απάντηση επιβεβαιώνει μια έρευνα της Αυγής για το θέμα της εκλογής στην Πάντειο (6 και 7/7/82). Στην έρευνά αυτή αναφέρεται ότι κανείς από τους τακτικούς καθηγητές Φιλοσοφίας που ζητήθηκε εν τω μεταξύ να γνωμοδοτήσουν για την εκλογή στην Πάντειο δεν πρότεινε τον Χρ. Γιανναρά. «Υπάρχει μια γνωμοδότηση η οποία δεν αναφέρεται σε κανένα υποψήφιο... Οι υπόλοιπες πέντε γνωμοδοτήσεις προκρίνουν, κάθε μια τους σε διαφορετικό βαθμό, δυο άλλους υποψηφίους».

Στις 8/7/82 συνέρχεται και πάλι η Γ. Συνέλευση των καθηγητών της Παντείου για την εκλογή, αλλά η συνεδρίαση ματαιώνεται από την παρουσία της προέδρου του φοιτητικού συλλόγου μέσα στην αίθουσα. Για πρώτη φορά μετά απ' αυτό το γεγονός τάσσεται και ο τύπος της Δεξιάς (επικαλούμενος το «προκλητικό» της διάλυσης της Γ.Σ. των καθηγητών) υπέρ της εκλογής του Χρ. Γιανναρά.

«Οι φοιτητές επιθυμούν να μην εκλεγεί μη μαρξιστής υποψήφιος», Καθημερινή 11/7/82. «Είναι ανήκουστο να παρεμποδίζεται η εκλογή καθηγητού με το μοναδικό "επιβαρυντικό" ότι δεν μπορεί να διδάξει υλισμό!» Ανακοίνωση του Κινήματος Χριστιανικής Δημοκρατίας, Βραδυνή 12/7/82. «Ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι στην Πάντειο, πολλούς καθηγητές και φοιτητές, ενώνει η μαρξιστική σύμπνοια! Τα προσκόμματα και οι σκόπελοι για να μη ανακηρυχθεί ένας εθνικόφρων επιστήμων καθηγητής στην Πάντειο, δίδουν τα μέτρα και τα σταθμά της νοοτροπίας των», Ελεύθερη Ώρα 12/7/82 «Κατά τη γνώμη της "δυναμικής" κομμουνίστριας δεν μπορεί η Εισαγωγή στη Φιλοσοφία να διδάσκεται από ένα μη μαρξιστή» Ακρόπολις 13/7/82. Και η Καθημερινή σε κύριο άρθρο της στις 14/7/82 με τον τίτλο «Ανάξιοι» θα γράψει: «Αλλά εκείνοι που πταίουν για την κατάσταση αυτή δεν είναι οι θρασείς και ολιγοφρενείς τραμπούκοι... Είναι, κατά πρώτον λόγο, οι καθηγητές... Οι άνθρωποι αυτοί όσοι «κιοτεύουν» ή συναλλάσσονται είναι ανάξιοι του λειτουργήματος και της αποστολής τους και αποτελούν δημόσιο κίνδυνο. Η στάση τους ελάχιστα απέχει της εσχάτης προδοσίας».

Ο τύπος της Δεξιάς λοιπόν «πολιτικοποίησε» το θέμα της εκλογής του Χρ. Γιανναρά μετά τη διακοπή της Γ.Σ. των καθηγητών από την εκπρόσωπο των φοιτητών. Αντίθετα, με τα άρθρα που δημοσίευσαν, το Αντί και τα τρία έντυπα του συγκροτήματος Λαμπράκη τάχθηκαν ευθύς εξ αρχής και με απροκάλυπτο τρόπο υπέρ της εκλογής Γιανναρά, αμέσως μόλις διατυπώθηκαν αντιρρήσεις για την εκλογή του. Βέβαια όλοι αυτοί που υποστήριξαν από τον τύπο την εκλογή του Χρ. Γιανναρά απέφυγαν με επιμέλεια να αναφερθούν στις απόψεις και στη θεωρητική του συγκρότηση. Μίλησαν «επί της διαδικασίας», ή έστω περιέγραψαν τη «φιλοσοφία» του Γιανναρά σαν απλά «μη μαρξιστική». Απέφυγαν να πάρουν θέση στο ουσιαστικό επιχείρημα που διατύπωσαν οι καθηγητές της Παντείου που διαφώνησαν με την εκλογή του Γιανναρά και οι όποιοι δημοσίευσαν τις απόψεις τους στην ημερήσιο τύπο2 ότι δηλαδή «τα τυπικά προσόντα του υποψηφίου τον όποιο προτείνει η Εισηγητική Έκθεση ως καταλληλότερο για να καταλάβει την έδρα της Φιλοσοφίας τον κατατάσσουν στο χώρο της θεολογίας» (Ν. Πετραλιάς, αντιπρύτανης, Βήμα 29/7/82).

Το θέμα της εκλογής καθηγητή για την έδρα Φιλοσοφίας της Παντείου απασχολεί τον τύπο μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο, οπότε η Γενική Συνέλευση των τακτικών καθηγητών της Σχολής εξέλεξε τελικά τον Χρ. Γιανναρά. Από την αρθρογραφία αυτή αξίζει εδώ να επισημάνουμε:

Τη δήλωση του ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ. δια στόματος Γιάγκου Πεσμαζόγλου ότι η ματαίωση της εκλογής του Γιανναρά τον Ιούλιο από την πρόεδρο του φοιτητικού συλλόγου «είναι σύμπτωμα νοσηρότητας των θεσμών και πνευματικής ημιπληγίας» (τύπος 15/7/82).

Το άρθρο του Φ. Βεγλερή στο Βήμα στις 17/7/82 που αποδοκιμάζει «την κατάλυση της ίδιας της υπόστασης μιας ανώτατης σχολής από μια μαινόμενη φοιτήτρια που μόνο γνήσιο «μαρξιστή» δέχεται ως καθηγητή».

Την επίμονη παρουσία του Ν. Γιανναδάκη στις στήλες του τύπου: Έθνος 15/7, Βήμα, 18/7, Καθημερινή 1/8/1982.

4. Η αρμονική συνύπαρξη

Η υπόθεση Γιανναρά φαίνεται να αποκαλύπτει μια καθ' όλα αρμονική συνύπαρξη και συμμαχία ανάμεσα σε δύο εκ πρώτης όψεως αλληλοαποκλειόμενα θεωρητικά και ιδεολογικά ρεύματα: Τον ορθολογισμό και θετικισμό που παραδοσιακά επαγγέλλεται την πρόοδο της επιστήμης και οραματίζεται την «οικονομική ευημερία» και την «κοινωνική δημοκρατία» του δυτικού πολιτισμού και τον «ελληνορθόδοξο» ανορθολογισμό που αντιπαραθέτει την ορθόδοξη πίστη στην επιστημονική γνώση και τα χριστιανοβυζαντινά πεπρωμένα του γένους στην τεχνοκρατική αλλοτρίωση του δυτικού ανθρώπου.

Οι φορείς του ορθού λόγου, τύπος και διανοούμενοι, οι θεράποντες της επιστήμης, οι εκπρόσωποι του φιλελεύθερου πνεύματος και οραματιστές της ενωμένης Ευρώπης, που έσπευσαν να υποστηρίξουν τον Χρ. Γιανναρά πριν ακόμα δημιουργηθεί το διαδικαστικό θέμα της διάλυσης της Γ.Σ. των καθηγητών - οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί, οι πολιτειολόγοι, οι εκπρόσωποι του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» που σιώπησαν, ή μιλώντας αποσιώπησαν το μένος του θεολόγου γι' αυτό που, υποτίθεται, πρέπει να διδάσκονται οι φοιτητές στα Πανεπιστήμια, τις επιστήμες, όλοι αυτοί ήξεραν από τα πριν τις απόψεις και τη θεωρητική συγκρότηση του Χρ. Γιανναρά.

Φαίνεται όμως πως παρά τη φαινομενική αντιπαλότητα, οι απόψεις αυτές θεωρούνται απόλυτα έγκυρες και σε μια λιγότερο ακραία εκδοχή γίνονται αποδεκτές από τους φορείς του κυρίαρχου ορθολογισμού. Ο Ορθολογισμός συνυπάρχει και αλληλοτροφοδοτείται, στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας, με τον βυζαντινολόγο παραδοξολογισμό και ανορθολογισμό. Σ' αυτό το παιχνίδι συμμετέχουν ακόμα και τα κόμματα της Αριστεράς.

Κατ' αρχήν η αντίληψη για την κάθετη αντιπαράθεση ανάμεσα στη «ρωμιοσύνη» και τη Δύση, ανάμεσα στις «ρίζες μας» και στα «ξένα πρότυπα» καλλιεργήθηκε στο χώρο της τέχνης τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά από την Αριστερά και τις «προοδευτικές δυνάμεις».

Οι αντιλήψεις αυτές καταλήγουν τελικά στο μεταφυσικό αντιθετικό ζευγάρι ελληνικό = προοδευτικό ενάντια στο ξένο = κουλτούρα των μονοπωλίων, θεοποιούν έτσι τα ανδροκρατικά πολιτιστικά πρότυπα των ελληνικών αγροτικών κοινοτήτων του περασμένου αιώνα ή των μεσοπολεμικών λούμπεν προλεταρίων των πόλεων. Αν και επιδεικνύουν κάποια διαλλακτικότητα απέναντι στις εικαστικές τέχνες που αναπτύχθηκαν στη Δύση και απέναντι στην κλασσική μουσική, αφορίζουν χωρίς συζήτηση τη σύγχρονη δυτική μουσική. Εδώ τα πράγματα είναι προφανή: Oι Pink Floyd είναι αντιδραστικοί γιατί παίζουν ροκ και είναι ξένοι. Αντίθετα τραγούδια σαν κι εκείνο του Νταλάρα που περίπου λέει «Αν κανένας κάνει φάλτσο θα του κάτσω μπάτσο, εγώ γουστάρω στο σεβντά μου όμορφο χαβά» είναι προοδευτικά γιατί είναι ελληνικά και τα τραγουδάει προοδευτικός τραγουδιστής συνοδευόμενος από γνήσια ελληνικά μουσικά όργανα.

Προβάλλει έτσι μια αντίληψη για κάποιον εθνικό πολιτισμό, για μια «ρωμιοσύνη» που αντιπαρατίθεται απόλυτα προς τη Δύση. Το έθνος, ο ελληνισμός η ρωμιοσύνη είναι, σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη, ένας ομοιογενής χώρος χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις, ένα ομογενές «εμείς» με ιστορικές ρίζες, μια διιστορική κατάφαση που αντιδιαστέλλεται μόνο προς το «εξωτερικό», προς τους ξένους, τους δυτικούς που αλλοτριώνουν αυτό το «εμείς». Γι' αυτό και πρέπει να προστρέξουμε στις ρίζες για να βρούμε αυτό το «εμείς» πριν αλλοτριωθεί, για να βρούμε με άλλα λόγια την εθνική μας ταυτότητα στην εθνική κληρονομιά. Η ιστορία του πολιτισμού μας είναι η πάλη του «εμείς» με το «εξωτερικό». Ποιος ήταν αυτός που μιλούσε για την πάλη των τάξεων, η εθνοκεντρικοί αντίληψη το αγνοεί. Ίσως γιατί θα ήταν κάποιος δυτικός.

Η «προοδευτική» αυτή προσέγγιση στα πολιτιστικά μας ζητήματα αναζητά λοιπόν τις «ρίζες» και μοιραία τις βρίσκει στο Βυζάντιο. Γιατί πώς μπορεί οι όποιες «μη δυτικές ρίζες» του νεοελληνικού πολιτισμού να βρίσκονται στην τουρκοκρατία; Να έχουν δηλαδή να κάνουν με τον πολιτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πώς είναι δυνατόν οι ρεμπέτες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή να κουβαλούν μαζί τους, στο τραγούδι τους, τουρκικά καλλιτεχνικά και πολιτιστικά στοιχεία; Αφού εμείς είμαστε άρειοι. Ως κι ο καφές που πίνουμε ελληνικός είναι. Άρα οι ρίζες μας είναι η θρησκεία «μας» και το Βυζάντιο.

Χαρακτηριστικά ο κ. Γιάννης Μαρκόπουλος μιλώντας στα Νέα (29/5/82) για τις Σεφήνες, που ανέβασε στο Ηρώδειο, σε ποίηση Γεωργουσόπουλου, θα πει: «Πιστεύω πως χρέος μας είναι να γυρνάμε συνεχώς και να εμπνεόμαστε από τις πηγές. Τούτο το πέτρινο ακρωτήρι, που είναι η Ελλάδα, για να σωθεί και να επιβιώσει αντιστέκεται σε μεγάλες ξένες κουλτούρες που πάσχιζαν να (το) κυριεύσουν και να το υποδουλώσουν. Πιστεύω, ότι ο σχεδιασμός του μέλλοντος πρέπει να γίνεται με άφθαρτα, προαιώνια στοιχεία». Κι επειδή στα προαιώνια στοιχεία ανήκει το Βυζάντιο (κι όχι φυσικά ο ορθολογισμός, οι φυσικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες ή ο μαρξισμός, που ανήκουν στις «μεγάλες ξένες κουλτούρες») ο κ. Μαρκόπουλος θα ολοκληρώσει: «Χρησιμοποίησα δύο χορωδίες, οι όποιες συμβολικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η Ανατολή και η Δύση... Στο ρόλο του σολίστα έβαλα ένα επαγγελματία ψάλτη, ο οποίος δεν μπορούσε να ψάλλει, παρά αφού μετέγραψε όλο το έργο στο βυζαντινό μέλος... Έτσι, μεθαύριο στο Ηρώδειο, οι πάρτες θα είναι δυο ειδών. Οι μισές με βυζαντινή γραφή και οι μισές με ευρωπαϊκή».

Την ίδια στάση θα υιοθετήσει άλλωστε και ο κ. Μάνος Κατράκης στη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη, που ανέβασε με το θέατρο του και πάλι στο Ηρώδειο. Ο Κατράκης «είδε μέσα απ' το ποίημα ένα χορό με κορυφαίο εξάρχοντα. Είδε δηλαδή το ποίημα σαν ένα διθύραμβο που φόρεσε το βυζαντινό ράσο, για να ψάλει την ιθαγένεια αυτού του τόπου. Η φωνή του, ίδιον του Εξάρχοντος, έκ βαθαίων άγγιξε το νεύρο της ρίζας μας και η συγκίνηση του λόγου του μεταδόθηκε σαν φωτιά σε ξερό χορτάρι στο Ηρώδειο» Τάσου Λιγνάδη «Ο ρασοφόρος διθύραμβος της Ιθαγένειας» Μεσημβρινή 14/9/82.3

Ανάμεσα στη φιλοσοφία αυτή των καλλιτεχνών της παραδοσιακής Αριστεράς και στη φιλοσοφία του Χρ. Γιανναρά μοιάζει να υπάρχει μόνο μια διαφορά στο βαθμό της θεωρητικής συνέπειας. Ο τελευταίος καταλαβαίνει καλύτερα από τους πρώτους τι είναι Δύση και το λέει με τ' όνομά του: Δύση είναι ο καθολικισμός, ο προτεσταντισμός, ο ορθολογισμός, οι φυσικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, ο καπιταλισμός, ο κοινοβουλευτισμός, η τεχνοκρατία, ο μαρξισμός. Άλλα μήπως κι ο ανορθολογισμός, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός κι ο φασισμός στη Δύση δεν αναπτύχθηκαν;

Οι εφημερίδες, προοδευτικές και δεξιές, πάντα ταγμένες στο δράμα της ολόπλευρης ορθολογικής ανάπτυξης της κοινωνίας, είναι εντούτοις και πάντα πρόθυμες να προβάλουν από τις στήλες τους τούς εθνικούς - αντιδυτικούς προβληματισμούς των καλλιτεχνών μας, τα οδοιπορικά τους στις βυζαντινοχριστιανικές ρίζες του γένους. Παράλληλα οι επιφυλλιδογράφοι τους δεν θα χάσουν ευκαιρία που να μην εξάρουν την αντιπαλότητα ή έστω την ιδιαιτερότητα της ελληνορθόδοξης βυζαντινής παράδοσής μας προς τη Δύση. «Η εκκλησία μας δέχθηκε από χρόνια τις θέσεις του δυτικού ευσεβισμού. Λογικοποίησε την ηθική την έκανε κουπόνι... Ας γυρίσει στην Ορθοδοξία», θα διακηρύξει ο γνωστός μας Πορφύριος από τα Νέα (3/6/82). Και ο Κ. Γρηγοριάδης θα διακηρύξει από την Καθημερινή (14/7/82) «Ο κ. Κοτσμανίδης πολύ σωστά πρόβαλε τις ζωντανές αλήθειες της Ορθοδοξίας, που διαποτίζουν πέρα για πέρα το λαό μας... Ο λαός δεν αισθάνεται καμιά αμφιβολία, ως προς το χαρακτήρα της ελληνορθόδοξης Παιδείας του... Η ελληνορθόδοξη παράδοση που είναι ζωή και ρίζα τρέφεται και αναπτύσσεται μέσα σ' όλες τις αντιξοότητες και εξακολουθεί να μεταγγίζει αίμα και αληθινή και ανόλεθρη ανθρώπινη ζωή».

Στις αναζητήσεις των καλλιτεχνών μας και στη δυναμική παρουσία κάποιων διανοουμένων από τις στήλες του τύπου έρχονται να προστεθούν και οι αυτοδύναμες προσπάθειες κάποιων πολιτών να διερευνήσουν και να ενισχύσουν τη φυσιογνωμία του νέου ελληνισμού, που μόνος αυτός στην οικουμένη αντιστέκεται στην «τυραννία της συνολοκρατίας». Έτσι στα Νέα στις 25/10/1982 διαβάζουμε: «Ο Ελληνισμός σε ίδρυμα: Με το Νέο Ελληνισμό, περιεχόμενο και σκοπό του (διερεύνηση, ενίσχυση και αποκάλυψη του), εγκαινιάζεται στις 10 Νοεμβρίου στο κτίριό του στους Αέρηδες της Πλάκας, το ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν. Γιατί ο ελληνισμός αντικείμενο ιδρύματος; Το σκεπτικό αναφέρει: Πεποίθηση του ιδρύματος είναι ότι η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού είναι μοναδική και ικανή να προσφέρει καίριες απαντήσεις στα ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου και του πολιτισμού. Είναι μοναδική, διότι αυτή μόνον ανεγνώρισε το συζητημένο και αναντικατάστατο πρόσωπο ως θεμέλιο του κοινοτικού βίου, απορρίπτοντας τόσο την τυραννία της συνολοκρατίας όσο και την κατίσχυση του αυθαίρετου ατόμου... Είναι μοναδική διότι αυτή μόνον αντελήφθη την Παιδεία ως παράγοντα μορφώσεως ψυχής, απορρίπτοντας τόσο την ειδωλολατρία της στυγνής ειδικεύσεως, όσο και τον μηδενισμό της αμορφωσιάς...» Εξ άλλου στην Καθημερινή της 30/11/82 διαβάζουμε: «Κέντρο Μελετών του Ελληνισμού στη Μ. Βρετανία: Το πρώτο 11μελές Συμβούλιο του Κέντρου Μελετών του Ελληνισμού της Μ. Βρετανίας, με πρόεδρο την κ. Σοφία Π. Λεμού, εξελέγη το περασμένο Σάββατο, κατά το Β' συνέδριο του Κέντρου Μελετών που ίδρυσε ο Αρχιεπίσκοπος θειατείρων κ. Μεθόδιος... Το συνέδριο ανακήρυξε μέγα ευεργέτη τον κ. Ιάκωβο Τσούνη... Μεταξύ των ευεργετών είναι και ο καθηγητής κ. Στρατής Ανδρεάδης».

Αλλά και τα πολιτικά κόμματα θα σπεύσουν να διαχειριστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ιδεολογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Ο Γ. Στεφανάκης, απηχώντας τις απόψεις της Ν. Δημοκρατίας, του κόμματος που θεμελίωσε την πολιτική στρατηγική του στο σύνθημα «Ελλάς - Ευρώπη - Καραμανλής» και στο δόγμα «ανήκουμε στη Δύση» θα γράψει στις 13/6/82 στην Καθημερινή, επικρίνοντας την «κουλτούρα της Αλλαγής»: «Για τους φανατικούς και μανιασμένους της Αλλαγής, η βαρύτιμη κληρονομιά του βυζαντινοχριστιανικού πολιτισμού δεν πρέπει να έχει στον ήλιο μοίρα... Η ελληνική κουλτούρα δέχεται σήμερα τη χαριστική βολή. Το ζωντάνεμα της παράδοσης, η ελληνοκεντρική αντίληψη και η γονιμοποίηση της πνευματικής μας κληρονομιάς είναι πολιτικό δράμα, που δυστυχώς η απουσία του καλύπτει σα νύχτα το μέλλον του τόπου... Τα καταιγιστικά πυρά της πασοκοκουλτούρας σφυροκοπούν καθημερινά τις ρίζες και τα θεμέλια της ελληνικότητας εν ονόματι ενός προφητικού οραματισμού... Τα πράγματα δεν είναι ρόδινα για τους Έλληνες... Είμεθα ολομόναχοι στον κόσμο και δεν συγγενεύουμε με κανένα λαό. Μεγαλουργήσαμε μόνο όταν η πίστη μας ήταν ακαταμάχητη και οι σύμμαχοι κοντά μας. Είμαστε ο μόνος λαός ορθόδοξης ομολογίας που ξέφυγε από την οικογένεια των κομμουνιστικών κρατών και τούτο δεν είναι τυχαίο... Η εθνική ανεξαρτησία δεν κατοχυρώνεται με δημαγωγικές πομφόλυγες κι άλλα ηχηρά παρόμοια, αλλά με πράξεις συγκεκριμένες, που διαφυλάττουν αμόλυντο το κύρος της Ορθοδοξίας, της παιδείας και της παράδοσης του Έθνους» (οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.).

Από τους διανοουμένους της Δεξιάς, η σκυτάλη της χριστιανικής ορθοδοξίας θα περάσει σε μια μερίδα των αριστερών διανοουμένων. Η πιο ηχηρή παρουσία είναι εδώ ο Κ. Ζουράρης μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕεσωτ., ο οποίος αναζητώντας τη θρησκευτική πλευρά του μαρξισμού θα γράψει στις 15/10/82 στο Αντί: «Αυτοί όλοι, που έχουν διαπιστώσει τη θρησκευτική φύση του μαρξισμού και την εκλεκτική συγγένεια μεταξύ σοσιαλισμού - κομμουνισμού και χριστιανισμού, είναι πια αμέτρητοι... Στην Ελλάδα, ο κομμουνιστής ιστορικός και διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών ερευνών στη Θεσσαλονίκη, Κωστής Μοσκώφ, δημοσίευσε στις εκδόσεις «Εξάντα» ένα δοκίμιο με τίτλο: Η συνάντηση με το Καθόλου. Εκεί, με εκπληκτική ευαισθησία υποστηρίζει ότι, στην εποχή μας, το Σώμα του ζώντος Χρίστου, κεφαλαιώδης έννοια της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας, εκφράζεται μέσα από το αγωνιζόμενο προλεταριάτο, κι ότι ο νέος Παράκλητος που συμβάλλει στη θέωση του πληρώματος μέσα από την Ανάσταση - Επανάσταση, είναι το κόμμα της πρωτοπορίας. Όπερ έδει δείξαι».

Ποια είναι όμως η στάση της πολιτικής εξουσίας, του επίσημου κράτους, απέναντι στην ελληνοχριστιανική ιδεολογία; Ο Γ. Πεσμαζόγλου μιλώντας στο Ιντερλάγκεν της Ελβετίας με την ιδιότητά του ως ευρωβουλευτή, στο διεθνές συνέδριο για το ρόλο των Εκκλησιών στην ενότητα της Ευρώπης (Καθημερινή 11/10/82) θα συμπυκνώσει αυτή τη θέση: Η ελληνορθόδοξη θρησκευτική - πολιτιστική ιδιαιτερότητα δεν αντιπαρατίθεται αλλά εντάσσεται αυτοδύναμα στη διαδικασία ενοποίησης της Ευρώπης. Η ελληνοχριστιανική ιδεολογία υποτάσσεται στον ορθολογισμό. «Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει λαούς και κοινωνικές δυνάμεις, που δεν είναι δυνατό να ταυτιστούν με αυτό που συχνά λέγεται καπιταλιστική Δύση. Είναι εξίσου αντιπροσωπευτική της Ευρωπαϊκής Ανατολής και του Ευρωπαϊκού Νότου. Μεταφέρει επομένως στοιχεία, που ενισχύουν και εμπλουτίζουν τις οικουμενικές πρωτοβουλίες των Ευρωπαϊκών Χριστιανικών Εκκλησιών» (οι υπογρ. δικές μου).

Αυτή την ιδεολογική στάση, δηλαδή την υπόκλιση μπροστά στην ιδεολογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, με την παράλληλη υπαγωγή αυτής της ιδεολογίας στον ορθολογισμό και τα ευρωπαϊκά - αναπτυξιακά οράματα, υιοθετεί σήμερα τόσο η Κυβέρνηση, όσο και η επίσημη Εκκλησία.

Χαρακτηριστικά είναι τα πορίσματα του Ε΄ Πανελληνίου θεολογικού Συνεδρίου, όπως παρουσιάζεται στις επιφυλλίδες της Καθημερινής, 5/11/82: «Η επιστροφή στην ελληνορθόδοξη παράδοξη, που διαμόρφωσε την ταυτότητα του νεώτερου Ελληνισμού, και η αναμόρφωση των διδακτικών βιβλίων σε όλες τις σχολικές τάξεις, ώστε να παρουσιάζεται στο μαθητή η διαλεκτική δύναμη της κληρονομιάς αυτής στο διάλογο της με τα σημερινά ιδεολογικά ρεύματα, ήταν τα βασικά πορίσματα του Συνεδρίου».

Στο συνέδριο αυτό ο Υπουργός Παιδείας διαβεβαίωσε ότι η Κυβέρνηση «δεν πρόκειται να διευκολύνει τη χαλάρωση των δεσμών της Ορθοδοξίας και του Γένους, που σφυρηλατήθηκαν σε κρίσιμες εθνικά στιγμές», ενώ ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού θρόνου κ. Μάξιμος «έδειξε την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, που καταφάσκει αυθεντικά την πρόοδο σ' όλους τους τομείς» (Καθημερινή 5/11/82).

Εντυπωσιακή παραφωνία σ' αυτό το κλίμα αλληλοκατανόησης ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον ορθολογισμό αποτέλεσε η παρέμβαση του Κ. Ζουράρη, που παρευρέθηκε στο συνέδριο σαν εκπρόσωπος του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕεσωτ. και ο όποιος αφού όρισε την ορθοδοξία σαν «κιβωτό της Ρωμιοσύνης» (Απογευματινή 4/9/82) συνέχισε: «Γι αυτό πιστεύουμε, ότι είναι σύμπτωμα όχι κρίσης, αλλά ιδιόμορφης ακρισίας, αυτό το όποιο βυσσοδομούν ανελλήνιστοι εμπειρογνώμονες: Να υποβαθμίσουν τη διδασκαλία των θρησκευτικών στην όλη παιδεία του Γένους. Εσείς, λοιπόν οι θεολόγοι τόνισε έχετε σήμερα μια ωραία ευθύνη: Πρέπει να υπενθυμίζετε συνεχώς στους τεχνοκράτες που κατακλύζουν τους προθαλάμους της ψυχής μας, ότι είναι μετά βίας, μετρίως αρμόδιοι για τις δραχμικές περιπέτειες της ντομάτας» (Αυγή, 4/9/82).4

Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν ούτε η εκλογή του θεολόγου κ. Γιανναρά στην Πάντειο, ούτε η υποστήριξη που βρήκε από τον τύπο και τους φιλελεύθερους διανοουμένους. Ο Χρ. Γιανναράς εκπροσωπεί μια φιλοσοφίζουσα θρησκευτικοεθνικιστική ιδεολογία, που διαχέεται σήμερα παντού μέσα στην ελληνική κοινωνία, που συμφύεται αρμονικά με τον κυρίαρχο ορθολογισμό και θετικισμό, ή έστω συνυπάρχει «αντιθετικά» πλάι σ' αυτόν. Η ιδεολογία αυτή αγκαλιάζει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τη Δεξιά και τους κεντρώους δημοκράτες - σοσιαλιστές, μέχρι την Κυβέρνηση και την παραδοσιακή Αριστερά. Ο Χρ. Γιανναράς οδηγεί απλά αυτή την ιδεολογία στις θεωρητικές της συνέπειες.

5. Ορθολογισμός, εθνικισμός, ανορθολογισμός

Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα μπροστά σ' ένα αξιοπρόσεχτο ιδεολογικό φαινόμενο. Μια φιλοσοφίζουσα ανορθολογική ιδεολογία που διατείνεται ότι η «ελληνικότητα», δηλαδή ο νέος ελληνικός πολιτισμός, πηγάζει αλλά και περιορίζεται - συμπυκνώνεται στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, (και ότι, το Βυζάντιο αποτελεί τη ρίζα και το φάρο της «ρωμιοσύνης» γιατί εκεί, στο Βυζάντιο, το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα κυριαρχούσε απόλυτα και εξασφάλιζε τη συνοχή του κράτους), κατακτά με γρήγορους ρυθμούς έδαφος στη χώρα μας. Βέβαια η ιδεολογία αυτή δεν είναι νέα. Αντίθετα «ήταν πάντα εκεί» σ' όλη τη νεώτερη ιστορία της χώρας. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γιατί η ιδεολογία αυτή δεν περιορίζεται πλέον μέσα στο θεωρητικό λόγο κάποιων συντηρητικών ιδεολόγων και στον ιδεολογικό λόγο κάποιων αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά διαχέεται παντού, ακόμα και μέσα στην κομμουνιστική Αριστερά. Στο σημείο αυτό χρειάζεται όμως να κάνουμε κάποιες γενικότερες θεωρητικές επισημάνσεις.

Πρώτα απ' όλα πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι απόλυτα «φυσική» η ανάπτυξη του ανορθολογισμού κατά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Πρόκειται δηλαδή για ένα φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα σ' όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και συνδέεται άμεσα με την οικονομική και κοινωνική κρίση. Όπως παρατηρεί ο Ε. Balibar ο φιλοσοφικός και θεωρητικός ανορθολογισμός είναι μόνο η μία διάσταση του φαινομένου.5 Αναπτύσσεται παράλληλα με το «λαϊκό ανορθολογισμό», «κράμα δεισιδαιμονιών, ψευδοεπιστημονικών και παραεπιστημονικών δοξασιών, φυσιοκρατισμού και θρησκείας», και τον αυθόρμητο ανορθολογισμό των επιστημόνων. Στη χώρα μας βρίσκεται σήμερα σε έξαρση τόσο ο ανορθολογισμός των επιστημόνων,6 όσο και κυρίως, ο λαϊκός ανορθολογισμός: Πέρα από τα «θαύματα», τα «θαυματουργά υγρά», τα «πνεύματα», τους αγίους που γιατρεύουν κ.λπ., διευρύνεται διαρκώς το κοινό των διαφόρων μάγων, παραψυχολόγων, αστρολόγων, γκουρού κ.λπ., αλλά και το αναγνωστικό κοινό και ο αριθμός των ανάλογων μεταφυσικών και υπερφυσικών εντύπων.

Παράλληλα η εμφάνιση και ανάπτυξη του ανορθολογισμού δίπλα στον ορθολογισμό δηλαδή η ανάπτυξη του μέσα στους ίδιους κοινωνικούς και ιδεολογικούς χώρους και μέσα στους ίδιους θεσμούς όπου κυριαρχεί ο ορθολογισμός είναι κάτι το προφανές. Η ανάλυση του Balibar δείχνει, νομίζω με απόλυτα πειστικό τρόπο, ότι ο θετικισμός που μετά τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποτελεί την κυρίαρχη μορφή του Ορθολογισμού ενώ ποτέ δεν εκτοπίζεται από τη θέση του ως η κυρίαρχη μορφή της κυρίαρχης ιδεολογίας στη φιλοσοφία, (που συνδέεται άμεσα και εξασφαλίζει την κυριαρχία της αστικής νομικής ιδεολογίας), ενώ δηλαδή ο ορθολογισμός ποτέ δεν «υποσκελίζεται» από τον ανορθολογισμό, αποτελεί εντούτοις παράλληλα και τη βάση για την ανάπτυξη και του ανορθολογισμού. Οι ρίζες του ανορθολογισμού είναι ο ίδιος ο θετικισμός. Δηλαδή ο ανορθολογισμός για να απορρίψει τον ορθολογισμό-θετικισμό, αποδέχεται πρώτα την εικόνα της κοινωνίας που προσφέρει ο θετικισμός. Απορρίπτει έτσι ο ανορθολογισμός το σημερινό πολιτισμό επειδή είναι οικοδομημένος στον ορθό λόγο, στην αντικειμενική γνώση, στις επιστήμες κ.λπ.7

Οι παραπάνω θεωρητικές παρατηρήσεις ερμηνεύουν κατ' αρχή την παράλληλη παρουσία ορθολογισμού και ανορθολογισμού, τη στρατηγική τους σύγκλιση και ενότητα ενάντια στο διαλεκτικό υλισμό και την κριτική σκέψη. Επιβεβαιώνουν τη θέση ότι ο ορθολογισμός παραμένει πάντα, στρατηγικά, ο κύριος ιδεολογικός αντίπαλος του μαρξισμού. Δεν ερμηνεύουν εντούτοις γιατί σήμερα στη χώρα μας ο κυρίαρχος ορθολογισμός συνυπάρχει τόσο αρμονικά, διαπλέκεται και υποκλίνεται μπροστά στο συγκεκριμένο, τον βυζαντινόπληκτο ανορθολογισμό. Δεν ερμηνεύουν γιατί ο λόγος αυτών ακριβώς που οραματίζονται την οικονομική ανάπτυξη, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την κοινωνική αξιοκρατία, ο θετικιστικός δηλαδή λόγος των εκπροσώπων της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας, επικαλείται σήμερα όλο και περισσότερο τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα του «γένους» και τη βυζαντινή του κληρονομιά.

Πολύ περισσότερο που, ακριβώς επειδή η δικτατορία εξύμνησε τόσο πολύ τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη, η ελληνοχριστιανική ιδεολογία γνώρισε μια υποχώρηση αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Η ιδεολογία της ελληνορθόδοξης ιδιαιτερότητας καλλιεργήθηκε μετά τον εμφύλιο από τους εκπρόσωπους του αντικομμουνιστικού «κράτους των εθνικοφρόνων» για να θεμελιωθεί η αντεθνικότητα των «άθεων εαμοβούλγαρων». Και πάλι βέβαια η κυρίαρχη εκδοχή της κρατικής ιδεολογίας ήταν θετικιστική. Ο αντικομμουνισμός θεμελιώνεται κύρια στη θεωρία για τον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό» και στη θεωρία της «κομμουνιστικής εθνικής μειοδοσίας» (Μακεδονικό, δεκεμβριανά, εμφύλιος). Με την τομή της μεταπολίτευσης το 1974, όταν το «κράτος δικαίου» παίρνει τη θέση του «κράτους των εθνικοφρόνων»,8 εξοβελίζεται από τον επίσημο κρατικό λόγο και περιθωριοποιείται, μαζί με τον ανοικτό αντικομμουνισμό, και η ιδεολογία της ελληνοχριστιανικής ιδιαιτερότητας. Η επαναφορά της σήμερα με τροποποιημένες έστω μορφές, και η εμβέλεια της, δεν είναι λοιπόν προφανείς.

Η μετατόπιση γίνεται ακόμη περισσότερο φανερή αν αναλογιστούμε ότι, κατά τεκμήριο, μετά τη μεταπολίτευση, η μέθοδος για να εξαίρονται από τους εκπροσώπους της εξουσίας οι αρετές του έθνους, ήταν το να υπενθυμίζεται το αρχαίο ελληνικό παρελθόν, για να υποστηριχθεί στη συνέχεια ότι οι έλληνες, (το αρχαίο ελληνικό πνεύμα), έδωσαν πρώτοι τα φώτα του ορθού λόγου στην Ευρώπη.

Η επιστροφή της ιδεολογίας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» δεν ήταν λοιπόν κάτι το αυτονόητο.

Ο παράγοντας που έκανε δυνατή αυτή την επιστροφή ήταν νομίζω ο εθνικισμός. Η αστική εθνικιστική ιδεολογία που, μέσα στην κρίση, σταθεροποιείται συνεχώς κατά τα τελευταία χρόνια, απ' άκρου εις άκρον της χώρας, με τροποποιημένες βέβαια μορφές.

Έτσι λοιπόν, αν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν είναι στις σημερινές συνθήκες παρά απλά το ευρωπαϊκό πνεύμα, αντίθετα η βυζαντινή κληρονομιά, δηλαδή η ελληνική θρησκευτική ιδιαιτερότητα απαλλαγμένη από την όποια σημερινή αλλοτρίωση από το ευρωπαϊκό πνεύμα, μπορεί, όπως είδαμε, να μας προσφέρει κάτι περισσότερο: Μια πολιτιστική και εθνική - φυλετική ιδιαιτερότητα, ένα περιούσιο λαό. Μια «ρωμιοσύνη» ομογενή και ολομόναχη στον κόσμο, μια ρωμιοσύνη που στα βάθη της ψυχής της παραμένει αμόλυντη και γι' αυτό μπορεί να διεκδικήσει μια αποκλειστικά δική της στάση ζωής μέσα στην οικουμένη.

Η εθνική ενότητα και ομοψυχία, η υποστολή των διεκδικήσεων και των αγώνων για να προαχθεί το εθνικό συμφέρον, δηλαδή τελικά η υπαγωγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος στις επιλογές της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας και ο εθνικισμόςείναι σήμερα, στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, περισσότερο απαραίτητη παρά ποτέ. Ο κυρίαρχος ορθολογισμός αυτήν ακριβώς την εθνική ενότητα και ομοψυχία προσπαθεί σήμερα να διασφαλίσει. Όμως κι ο βυζαντινόπληκτος ανορθολογισμός αυτήν ακριβώς την αρραγή εθνική φυσιογνωμία δεν έρχεται να αναπλάσει;

Εδώ βρίσκεται λοιπόν το σημείο, δηλαδή η πολιτική στάση μέσα στη συγκυρία της κρίσης, όπου συναντώνται και τα δύο, φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενα ιδεολογικά ρεύματα. Και οι δύο παραλλαγές της κυρίαρχης ιδεολογίας συγκροτούνται με το ίδιο όραμα. Την αρραγή εθνική ενότητα και τη συμπαγή εθνική φυσιογνωμία.

Αυτό βέβαια που για τον ορθολογισμό είναι ο ζητούμενο, το προς απόδειξη, για τον ανορθολογισμό είναι το δεδομένο, η αφετηρία.

Ο ορθολογισμός χρειάζεται πρώτα να αποδείξει ότι μόνο αν ομονοήσουμε και δουλέψουμε όλοι σκληρά, ο καθένας στο πόστο του, θα ξεπεράσουμε τη σημερινή κρίση. Ότι μόνο όταν είμαστε ενωμένοι μπορούμε να βελτιώσουμε τη θέση μας στη διεθνή οικονομική κοινότητα. Ότι το μερίδιο του καθένα θα αυξηθεί μόνο όταν μεγαλώσει η «πίττα» του εθνικού μας προϊόντος. Ότι πρέπει να υποστείλουμε τους ανταγωνισμούς γιατί μας απειλούν κάθε λογής εξωτερικοί κίνδυνοι και εχθροί.

Ο ανορθολογισμός αγνοεί και χλευάζει την αγωνία του ορθολογισμού για τις δραχμικές περιπέτειες της τιμής της ντομάτας, δηλαδή για τα οικονομικά προβλήματα που σύμφωνα με τον ορθολογισμό κάνουν αναγκαία την εθνική ομοψυχία. Και δηλώνει πως σημασία έχει μόνο η ορθοδοξία, η κιβωτός της ρωμιοσύνης, γιατί μονάχα αυτή μπορεί να διαφυλάξει ακέραια και αρραγή την εθνική μας φυσιογνωμία.

Ο εθνικισμός είναι λοιπόν η εσωτερική λογική τόσο του θετικισμού, όσο και του βυζαντινόπληκτου ανορθολογισμού. Ταυτόχρονα φαίνεται πως είναι και η υλική προϋπόθεση για τη σημερινή ευρεία διάδοση του τελευταίου. Η κρίση δηλαδή του θετικισμού, αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης, και ταυτόχρονα η σταθερότητα της εθνικιστικής ιδεολογίας, σ' όλες τις παραλλαγές της, από το χώρο της άκρας Δεξιάς μέχρι την παραδοσιακή Αριστερά, επαναφέρει στο προσκήνιο, σε διάφορες και πάλι μορφές, την ιδεολογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Οι φορείς του ορθολογισμού που «καταλαβαίνουν» (και οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας όπως και οι οργανικοί διανοούμενοι του αστισμού συνήθως «καταλαβαίνουν») δεν έχουν κανένα λόγο να αντιταχθούν ή να απαντήσουν στις προκλήσεις του ανορθολογισμού. Αντίθετα έχουν κάθε λόγο να «εκλογικεύσουν», να αμβλύνουν τις αιχμές και να ενσωματώσουν στο δικό τους λόγο τη θεωρία της κιβωτού.

Βέβαια το πάντρεμα ορθολογισμού και ανορθολογισμού, όσο κι εν ενώνει ο εθνικισμός, θα παρουσιάζει πάντα αντιφάσεις και προβλήματα. Κυρίως γιατί ο ανορθολογισμός δεν δέχεται εύκολα την υποταγή του στους τεχνοκράτες, τους επιστήμονες και τους Φράγκους. Ο ανορθολογισμός, στις έσχατες συνέπειες του, παραμένει πάντα «κάτι διαφορετικό» σε σχέση με τις κυρίαρχες αξίες της αστικής εξουσίας. Ο ορθολογισμός θα ενσωματώνει έτσι μόνο αποσπασματικά τις θέσεις εκείνες του ανορθολογισμού που επιβεβαιώνουν την εθνική ιδιομορφία και τις ρίζες της ελληνικότητας. Και θα ανέχεται, προφασιζόμενος πως αγνοεί, τις συνέπειες αυτών των θέσεων.

Στα προηγούμενα κεφάλαια είδαμε πόσο εύκολο είναι, στα πλαίσια του ανορθολογισμού, το πέρασμα από την ελληνορθόδοξη ταυτότητα, στην καταδίκη του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας. Από τον εθνικισμό στο ρατσισμό. Σε κάποια άλλη συγκυρία, δηλαδή σε συγκυρία συντριπτικής ήττας του λαϊκού κινήματος και πολιτικής κρίσης, ο βυζαντινοπρεπής ανορθολογισμός θα μπορούσε να αποτελέσει την ιδεολογική πρώτη όλη ενός ελληνικού φασισμού. Η ευχέρεια που έχει ο ανορθολογισμός αυτός να διαχέεται σ' όλους τους πολιτικούς χώρους, να συμπαρασύρει ακόμα και διανοουμένους της Αριστεράς, μας πείθουν για τη δυνατότητα του να λειτουργήσει και στη συγκυρία της πολιτικής κρίσης.9

Σε μια τέτοια συγκυρία οι επίσημοι ιδεολόγοι του αστισμού θυμούνται και πάλι πως με κανένα τρόπο δεν «είμαστε ολομόναχοι μέσα στην οικουμένη» γιατί «ανήκουμε στη δημοκρατική Δύση». Συνήθως όμως είναι ήδη πολύ αργά.

Εμείς οι άλλοι πρέπει όμως από τώρα να καθορίσουμε τη στάση μας με βάση το βασικό μας συμπέρασμα: Ο αγώνας κατά του ανορθολογισμού μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο όταν καθοδηγείται από τον αγώνα ενάντια στην εσωτερική «ρίζα» του: από τον αγώνα δηλαδή ενάντια στο θετικισμό και τον εθνικισμό.

Επίλογος

Το φαινόμενο που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε και να ερμηνεύσουμε σ' αυτό το άρθρο, ξεκινώντας από την εκλογή του Χρ. Γιανναρά στην Πάντειο, δηλαδή η επιστροφή του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», δεν άφορα άμεσα τη θρησκευτική ιδεολογία και το χριστιανισμό. Εντούτοις κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι που ο εθνικιστικός και ρατσιστικός ανορθολογισμός συγκροτείται με βάση τη χριστιανική ιδεολογία.

Ο Breton λοιπόν φαίνεται ότι είχε δίκιο να υποστηρίζει με πάθος: «Τίποτε δεν πρόκειται ποτέ να με συμφιλιώσει με το χριστιανικό πολιτισμό. Απορρίπτω ολόκληρο το δογματικό μαζοχισμό του, που στηρίζεται στην καταγέλαστη ιδέα του προπατορικού αμαρτήματος και στην αντίληψη για τη σωτηρία στον άλλο κόσμο, με όλους τους ρυπαρούς συμβιβασμούς που συνεπάγεται».10

Όσο για το τελικό συμπέρασμα του άρθρου, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα: Ο μεγάλος απών είναι και πάλι η Αριστερά. Δηλαδή η αριστερή κριτική σκέψη. Γιατί οι αριστεροί είναι, δυστυχώς, παρόντες.

Υποσημειώσεις

1. Χρήστου Γιανναρά. Η Ελευθερία του Ήθους, εκδ. Γρηγόρη, 1979, σελίδες 14-89, 261, 263, 26-45, 279-80, 286, 289, 281. Επίσης του ίδιου: Η Νεοελληνική Ταυτότητα, εκδ. Γρηγόρη 1978, σελίδες 20, 25, 30, 54, 72, 80.

2. Την περίοδο αυτή εκφράζουν δημόσια τις απόψεις τους πάνω στο ζήτημα της εκλογής για την έδρα Φιλοσοφίας: ο πρύτανης Β. Φίλιας, που απαντάει στις «επιθέσεις και επικρίσεις» ενάντια στην Πάντειο, (Ελευθεροτυπία 21/7), ο προπρύτανης Δ. Καράγιωργας (Βήμα 21 7) και ο Δ. Ροζάκης (Βήμα 23/7) που απαντούν στον Φ. Βεγλερή, η Α. Μαραγκοπούλου - Γιωτοπούλου η οποία υπήρξε μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής που πρότεινε τον Χρ. Γιανναρά, Βήμα 24/7, ο αντιπρύτανης Ν. Πετραλιάς, ο οποίος τόνισε το θεολογικό και όχι φιλοσοφικό χαρακτήρα της συγκρότησης του προτεινόμενου υποψηφίου (Βήμα 29/7/82), και ο Δ. Τσαούσης, μέλος και αυτός της τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής.

3. Την ίδια ακριβώς στάση εκφράζουν, στο χώρο της λογοτεχνίας και οι περισσότεροι Παπαδιαμαντιστές. Όπως παρατηρεί ο Γ.Δ. Παγανός στα Γράμματα και Τέχνες του 'Οκτωβρίου 1982, η τάση αυτή «εκπροσωπείται από λογιότατους ζηλωτές της Ορθοδοξίας... Η élite αυτή των Παπαδιαμαντιστών συναρπάστηκε κυρίως από το θρησκευτικό βίωμα που διαποτίζει το έργο του διηγηματογράφου μας και από την προσήλωση του στον τύπο της ανόθευτης μεταβυζαντινής παράδοσης... Στην αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας ο Παπαδιαμάντης γίνεται ο οδηγητής... Οι Ορθόδοξοι Παπαδιαμαντιστές εξορκίζουν κάθε επιμειξία με δυτικόφερτες επιδράσεις, παραβλέποντας την Ιστορική πραγματικότητα ότι ο νεοελληνισμός δεν περιχαρακώθηκε ποτέ στην ανατολική του απομόνωση ούτε απέκλεισε ποτέ τις θάλασσες του από τα εσπερία ρεύματα». Από τους εκφραστές αυτού του ρεύματος «ο Στέλιος Ράμφος εκπλήσσει με την αντιδιαλεκτική δείνωση των θέσεων του... Επιδιώκει να κλονίσει από το βάθρο του εθνικού ποιητή το Σολωμό για τις δυτικές του επιδράσεις και να υψώσει για τους αντίθετους λόγους τον ταπεινό Σκιαθίτη».

Εκπλήσσει λοιπόν ο Σ. Ράμφος τον Γ. Δ. Παγανό, όπως και εμάς το «Αντί» με τη σειρά του, που ανέθεσε στον Σ. Ράμφο, στα πλαίσια σχετικής έρευνας στο τεύχος 209, να πραγματευθεί το θέμα: «Για τη γενιά του «15%» και του «114»». Από κει και πέρα δεν μας εκπλήσσει η κριτική του για την «Πανσπουδαστική» της εποχής: «...ο κοσμοπολιτισμός της Ιστορικής μαρξιστικής ιδεολογίας δεν άφηνε τους συντάκτες της Πανσπουδαστικής να νιώσουν την αγωνία της ρίζας... Η απουσία του ελληνικού πολιτισμού αρχαίου, βυζαντινού, νεώτερου από τις σελίδες της εφημερίδος εντυπωσιάζει τον προσεκτικό αναγνώστη, ενώ αντιθέτως είναι έντονη η παρουσία μεγάλων και μικρών ονομάτων της Δύσεως (Πικασσό, Λεκορμπυζιέ, Μπέκετ, Κομένιους, Ρουσώ, Αντονιόνι, Αλαίν Ρενέ)... Για ποιαν παιδεία και ποιαν αναγέννηση να μιλήσει κανείς εφόσον δεν έχει επίγνωση της ρίζας;»

4. Ο Κ. Ζουράρης θα διδάξει στο ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν από τις 17 έως τις 30 Μαΐου 1983, στον κύκλο μαθημάτων που διοργανώνει το ίδρυμα με το γενικό τίτλο «Προβλήματα ιδιοπροσωπία του νέου ελληνισμού», από τις 15/11/82 μέχρι τις 30/5/83.

5. Etienne Balibar: «Εν ονόματι του ορθού λόγου; Μαρξισμός, ρασιοναλισμός, ιρασιοναλισμός». Πολίτης τεύχος 8, Ιανουάριος 1977. Για το φιλοσοφικό ανορθολογισμό ο Μπαλιμπάρ θα πει: «Έχουμε να κάνουμε με μορφές "κριτικής" φιλοσοφίας που στρέφονται κατά του "ιμπεριαλισμού του ορθού λόγου", της Έννοιας, του "Συστήματος" (το φοβερό χεγκελιανό σύστημα), της εκλογικευμένης θεολογίας, ή εναντίον αυτής της νέας θεολογίας που αποτελεί, κατ' αυτούς, η επιστήμη».

6. Την ανάπτυξη του «ανορθολογισμού των επιστημόνων» επισημαίνουν και οι Γ. Κυπριανίδης - Δ. Σαρδελής, στο άρθρο τους «Ο διαλεκτικός υλισμός και η Φυσική» στο 2ο τεύχος των θέσεων.

7. «Από τη συγκρότησή του ο ρασιοναλισμός είναι αναπόσπαστα δεμένος με μια ορισμένη οργάνωση της διανοητικής εργασίας (της εργασίας δηλαδή) και κυρίως της επιστημονικής εργασίας, της εκπαίδευσης, του τρόπου εφαρμογής της επιστήμης στην παραγωγή, με την οποία σχηματίζει σώμα... Αυτονομία και παντοδυναμία του ορθού λόγου, διαπλοκή του Ορθού λόγου και της Ελευθερίας, κανονιστική αντιπαράθεση της λογικής και του παράλογου, της αλήθειας και της πλάνης. Η επιστήμη τοποθετείται δίπλα στην πολιτική εξουσία και καθιερώνεται ένα καθεστώς ανταλλαγής αμοιβαίων και ισότιμων υπηρεσιών υπεράνω του λαού, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής ιεραρχίας προσόντων και μόρφωσης. Ο θετικισμός αποτελεί την «οργανική» φιλοσοφία του αστικού καταμερισμού εργασίας... Όμως και στις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου ιρασιοναλισμού, ο θετικισμός είναι περισσότερο από ποτέ παρών. Στην πραγματικότητα ο ιρασιοναλισμός δεν αποτελεί παρά κατά πλασματικό τρόπο αγώνα εναντίον της επιστήμης και της τεχνολογίας... Αν καταγγέλλει την «καθαρή επιστήμη» αυτό γίνεται στο όνομα της «ανώτερης αποτελεσματικότητας» της «λαϊκής γνώσης». Αν τα βάζει με τη «Γνώση» ως θεσμό, ως καταπίεση, ως ιδεολογία κ.λπ., αυτό γίνεται στο όνομα της ίδιας θετικιστικής αντίληψης για την εξουσία της επιστήμης και την επιστήμη ως τεχνοδιοικητική διαδικασία», Ε. Balibar, ό.π.

8. Βλ. θέσεις No 1.

9. «Ο Πόλιτσερ και ο Λούκατς έδειξαν ότι η επίσημη ιδεολογία του ναζισμού (η ιδεολογία του αίματος και της φυλής, του «ζωτικού χώρου»), δεν αποτελεί ούτε απομονωμένο φαινόμενο, ούτε τεχνητή επινόηση. Έχει προετοιμαστεί από παλιά, από το ρεύμα του φιλοσοφικού ιρασιοναλισμού (στη Γαλλία ο Μπερξόν, αλλού ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ), το όποιο έδωσε στους πνευματικούς κύκλους τη σκυτάλη για την «αντιστροφή των αξιών» της επιστημονικής προόδου και της αστικής πολιτικής δημοκρατίας, έννοιες στενά συνδεμένες με τον κλασικό ρασιοναλισμό» Ε. Balibar, ό.π.

10. Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού», Δωδώνη 1972, σελ. ιέ.