Για την έννοια της Επιστημονικής - Τεχνικής Επανάστασης
του Χρήστου Βαλλιάνου
«Όλη η υδροστατική (Τοριτσέλι κ.λπ.) πήγασε από τη ζωτική ανάγκη της διευθέτησης των ορεινών χειμάρρων στην Ιταλία στον XVI και XVII αιώνα.
Ξέρουμε κάτι το ορθολογικό πάνω στον ηλεκτρισμό μόνο από τότε που ανακαλύφθηκε η τεχνική χρήση του. Άλλα δυστυχώς, στη Γερμανία, έγινε συνήθεια να γράφεται η ιστορία των επιστημών, σαν αυτές να πέσαν από τον ουρανό».
(Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον Μπόργιους, 25 Γεν. 1894)
Εισαγωγή
Είναι γνωστό πως ο ιστορικός υλισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί σαν επιστήμη παρά μόνο σε αντιπαράθεση και ρήξη προς τις θεωρητικές ιδεολογίες (πολιτική οικονομία και «επιστήμες του ανθρώπου») των οποίων αποτελεί τη ριζική κριτική. Είναι ακόμα αλήθεια πως η αντιπαράθεση αυτή είναι ταυτόχρονα εσωτερική του μαρξισμού και με την έννοια αυτή ο Ιστορικός υλισμός αναπτύσσεται σε μια πορεία κριτικής εξέτασης - μετασχηματισμού - απόρριψης των θέσεων κείνων που σε κάποια εποχή φάνηκαν ενσωματώσιμες στη μαρξιστική θεωρία.
Το άρθρο αυτό επιχειρεί κατ' αρχήν μια «από τα μέσα» κριτική των θέσεων που αναφέρονται στην «Επιστημονική - Τεχνική Επανάσταση» (ETE). Τις θέσεις αυτές δεν θα τις κρίνουμε σαν «συγκεκριμένη ανάλυσης συγκεκριμένης κατάστασης». Εδώ, θα εξετάσουμε το κατά πόσο εντάσσονται στη λογική ρήξης με την Πολιτική Οικονομία, ρήξης που εγκαινιάστηκε με το βασικό μαρξικό έργο, το Κεφάλαιο. Παράλληλα θα εξετάσουμε τις θεωρητικές συνθήκες μέσα στις όποιες εμφανίζεται η θεωρία της ETE, αφήνοντας όξω από την ανάλυση το σχετικά αυτόνομο ζήτημα του είδους της πολιτικής πρακτικής την οποία η θεωρία της ETE καλείται να δικαιώσει.
Δεν θα ήταν ίσως περιττό να θυμίσουμε εδώ πως το έργο της κριτικής του επιστημολογικού καθεστώτος κάποιων θέσεων δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι το αποτέλεσμα μιας απλής παραβολής των θέσεων αυτών με κάποια «μαρξιστική ορθοδοξία» ούτε τέλος πάντων το αποτέλεσμα μιας πνευματικής άσκησης «επί χάρτου». Είναι γνωστό πως, στο μαρξισμό, η θεωρητική δουλειά κωδικοποιεί την πείρα του εργατικού κινήματος και μ' αύτη την έννοια η κριτική της θεωρίας της ETE τροφοδοτήθηκε καθοριστικά από το θεωρητικό διάλογο που ανέδειξε η Κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση και οι μαζικοί αγώνες που ξέσπασαν τις τελευταίες δεκαετίες στο εσωτερικό των θεσμών των σύγχρονων Δυτικών κρατών.
Τελείως αντίστοιχα, η θεωρία της ETE συγκροτήθηκε στο έδαφος μιας συγκυρίας ήττων του εργατικού κινήματος στη Δ. Ευρώπη και τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μιας συγκυρίας, που στα θεωρητικά της αποτελέσματα περιγράφεται σαν «κρίση του μαρξισμού». Αυτή η ίδια η ανάπτυξη της θεωρίας της ETE συνιστά μία ιδιαίτερη όψη αυτής της κρίσης: πρόκειται για την εμπέδωση ενός θεωρητικού πλαισίου που αναλαμβάνει να ερμηνεύσει το σύγχρονο καπιταλισμό χρησιμοποιώντας δύο έννοιες κλειδιά: την ολοκλήρωση του Άνθρωπου και την «καθαρή» απόλυτη αλήθεια των σύγχρονων επιστημών. Η ολοκλήρωση του Άνθρωπου είναι το τελικό αποτέλεσμα της Αποκάλυψης της αλήθειας που σύμφωνα με το σχήμα αυτό, γίνεται πραγματικότητα μόνο αν οι επιστήμες λυτρωθούν από τα δεσμά του σύγχρονου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.
Έτσι, το φαινόμενο της ETE δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε σαν μία παρέκκλιση, άπλα, στο εσωτερικό του μαρξισμού. Αντίθετα, αποτελεί όψη μιας διαδικασίας, της οποίας είμαστε μάρτυρες, διαδικασίας κατά την οποία συγκροτημένα ο θετικισμός παρεμβαίνει για να «κυριεύσει» το έδαφος του μαρξισμού, να αναμορφώσει ριζικά τις έννοιες και τις θέσεις του ιστορικού υλισμού, να διαχειριστεί τελικά το εργατικό κίνημα. Γι αυτό, η συγκρότηση της ETE και η τεράστια απήχηση που βρήκε στα κομμουνιστικά κόμματα της Δ. Ευρώπης αποτελούν γεγονότα που ξεπερνάνε το ζήτημα της πολιτικής πρακτικής που συνεπάγονται. Είναι λοιπόν απαραίτητο να γνωρίσουμε τη θεωρία της ETE και να την υποβάλλουμε στην κριτική του ιστορικού υλισμού αν θέλουμε να προχωρήσει η κριτική μας απέναντι στα στρατηγικά οράματα τόσο της παραδοσιακής Αριστεράς, όσο και της κρατικής εξουσίας.
Δηλαδή, μπορεί η θεωρία της ETE να μην φαίνεται σαν ο ακρογωνιαίος λίθος της ανάλυσης του ΚΚΕ για τον ελληνικό καπιταλισμό. Κατά κάποιο τρόπο όμως εφαρμόζει τη θεωρία αυτή για να συνάγει τα συμπεράσματα του περί «μεσαίας ανάπτυξης» της χώρας μας, η οποία δεν παρασύρθηκε ακόμη από την ETE της μητρόπολης. Πέραν όμως και από αυτό, το φιλοσοφικό πλαίσιο των αναλύσεων του ΚΚΕ δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει το θετικισμό της θεωρίας της ETE. Ακόμη ας θυμηθούμε ότι το ΚΚΕεσ. και οι κομματικοί του διανοούμενοι διατέλεσαν επί σειράν ετών ιεραπόστολοι της θεωρίας της ETE και του θετικισμού. Σαν ακραίο παράδειγμα ξαναθυμίζουμε τον Κ. Φιλίνη που επιχείρησε να «αναμόρφωσα» το μαρξισμό μέσα από τη «θεωρία των παιγνίων».
Κλείνοντας την εισαγωγή δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη χρήση της θεωρίας της ETE από μεριάς κρατικής εξουσίας στις μέρες μας. Η «νέα βιομηχανική επανάσταση» χρησιμοποιείται από τον κρατικό λόγο για να αναζωογονήσει τα «αναπτυξιακά οράματα του έθνους» συγκαλύπτοντας τη φύση της οικονομικής κρίσης. Έρχεται δηλαδή, συνασπίζοντας και το χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς χάρη στην ETE, να επιβάλλει τον «εκσυγχρονισμό» και την «ορθολογικοποίηση» των μεθόδων παραγωγής, δηλαδή την παραπέρα εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.
Α. Οι συνθήκες διαμόρφωσης της θεωρίας της ETE
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει ο Κούπερ1 οι εργασίες που είχαν σαν θέμα την ETE άρχισαν στις «σοσιαλιστικές» χώρες ουσιαστικά γύρω στο 1955 και γνώρισαν μια νέα ώθηση το 1962. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 είχαμε ήδη στη διάθεση μας αρκετές εκατοντάδες άρθρα, αφιερώματα, δοκίμια, κ.λπ. με θέμα την ETE, στην ΕΣΣΔ αλλά και στην Ανατ. Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία. Ο Κούπερ αναφέρει ότι, το 1973 πάνω από 300 σοβιετικοί ερευνητές από τις πιο διαφορετικές επιστήμες ασχολούνται με το θέμα αυτό, που ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο των παραδόσεων στα Πανεπιστήμια της Μόσχας, του Λένιγκραντ, κ.λπ.
Οι θέσεις για την ETE θα βρουν την εποχή αυτή την πιο συστηματική τους έκφραση στη συλλογική εργασία «ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι» του Ράντοβαν Ρίχτα και των συνεργατών του2. Η εργασία αυτή γνώρισε μια καταπληκτική επιτυχία αφού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να αποσπάσει την επίσης μη υποστήριξη της Τσεχοσλοβάκικης Ακαδημίας Επιστημών και την πιο θερμή υποδοχή στη Δυτ. Ευρώπη.
Αναφέρεται συχνά πως ο πρώτος θεωρητικός μαρξιστής που περιέλαβε την έννοια της ETE σε μια συγκεκριμένη Ιστορική ανάλυση ήταν ο Στρουμούλιν3 το 1954, την πατρότητα όμως του όρου θα πρέπει να την αποδώσουμε στον Μπερνάλ4 που διατύπωσε απόψεις σχετικές με τη θεωρία της ETE ήδη το 1936.
Σαν θεωρητική έννοια η ETE εισάγεται στις αναλύσεις των Κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτ. Ευρώπης μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '60, γρήγορα όμως αποκτάει μια κεντρική θέση σ' αυτές, άμεσα συνδεδεμένη με τη στρατηγική τους. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το Γαλλικό ΚΚ μετά την απομάκρυνση του Γκαρωντύ που με συνέπεια είχε ενσωματώσει την ETE στην προβληματική του, υποχρεώθηκε να τροποποιήσει τη μορφή των διατυπώσεων του, οριοθετούμενο από κάποια υποθετική «λατρεία της τεχνικής»5 για να διατηρήσει όμως ανέπαφη την ουσία τους.
Ενδιαφέρον είναι τέλος να σημειωθεί ότι η Εννοια της ETE κατόρθωσε να παίξει ένα σημαντικό ρόλο και στα πλαίσια άλλων αναλύσεων όπως αυτές του Ε. Μαντέλ, όπου παρουσιάζεται σαν «η τρίτη βιομηχανική επανάσταση» και όπου χρησιμοποιείται για να ερμηνεύσει το νόημα και το ρυθμό της μετατόπισης και επέκτασης του κεφαλαίου.
Βέβαια, η εμφάνιση της θεωρίας της ETE στα χρόνια 1955-60 δεν αποτελεί κάποια εύλογη απόπειρα κάλυψης σε θεωρητικό επίπεδο της νέας(;) κοινωνικής πραγματικότητας που η Εννοια της ETE υποδηλώνει. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί μ' αυτόν τον τρόπο να εξηγηθεί η άμεση και πλήρης υποστήριξη που βρήκε η θεωρία αυτή από τον επίσημο κρατικό λόγο των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η εμφάνιση της θεωρίας της ETE επιτάσσεται από πολιτικές κυρίως επιλογές. Όπως σημειώνει ο Γ. Μηλιός6 οι θέσεις για την ETE εμφανίζονται προοδευτικά και στο μέτρο που αποδεικνύεται ότι χρεοκοπούν οι θέσης των Βάργκα,7 Λεόντιεφ, κ.ά. περί της επικείμενης οικονομικής κατάρρευσης του καπιταλισμού. Εν συνεχεία αναγορεύονται σε «μαρξισμό της εποχής μας» ακριβώς για να δικαιώσουν (εκ των υστέρων) τις στρατηγικού χαρακτήρα οικονομικές επιλογές (αθρόα εισαγωγή Δυτικής τεχνολογίας) του «υπαρκτού σοσιαλισμού» από τη μια και τις επίσης στρατηγικές επιλογές (αντιμονοπωλιακές συμμαχίες, αλλαγές, κ.λπ.) των ΚΚ της Δυτ. Ευρώπης από την άλλη.
Ας σημειωθεί ακόμα πως μερικά χρόνια νωρίτερα (1948) κάποιες άλλες πολιτικές σκοπιμότητες (η ανάλυση του Ντ. Λεκούρ8 είναι σ' αυτό το σημείο υποδειγματική) είχαν επιβάλλει την υιοθέτηση της διαμετρικά αντίθετης κατεύθυνσης από τον ίδιο κρατικό λόγο (του «υπαρκτού σοσιαλισμού») και τα ίδια, Κομμ. Κόμματα (της Δυτ. Ευρώπης). Μιλάμε για το τερατούργημα της «αστικής - προλεταριακής επιστήμης», του Λυσσενκισμού, που έβλεπε την επιστημονική γνώση σαν στοιχείο του ιδεολογικού εποικοδομήματος.
Β. Οι βασικές θέσεις της θεωρίας της ETE
Η απλή έστω καταγραφή του συνόλου των θέσεων που συγκροτούν τη «θεωρία» της ETE είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Και αυτό γιατί η προβληματική της ETE δεν είναι πάντα συνεκτική ούτε και μένει ανεπηρέαστη από τις διακυμάνσεις της πολιτικής συγκυρίας. (Βλ. π.χ. τη περίπτωση Γκαρωντύ). Γι αυτόν ακριβώς το λόγο θα παρουσιάσουμε εδώ με κάποιο συνεκτικό τρόπο τις βασικές θέσεις της ETE όπως αυτή εκτίθεται στο έργο του κατ' εξοχήν θεωρητικού της, του Ρ. Ριχτά. Οι θέσεις αυτές διατυπωμένες με μεγαλύτερη η (πιο συχνά) μικρότερη σαφήνεια διατρέχουν όλη τη φιλολογία περί ETE. Ας δούμε όμως τι υποστηρίζει ο Ρίχτα.
Το σύνολο των θεωρητικών του αναλύσεων που αφορούν στο περιεχόμενο, στην Ιστορική σημασία, στις μορφές, κ.λπ. της ETE μπορεί να συμπυκνωθεί σε τρεις βασικές θέσεις9:
Θέση 1η. Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται καθοριστικά από την ETE που παίρνει τη θέση της Βιομηχανικής επανάστασης. (BE). Στη σφαίρα της παραγωγής παρατηρείται μια άλλη διαδοχή, στενά δεμένη με την πρώτη. Η αρχή της εκμηχάνισης που μέχρι τώρα έβαζε τη σφραγίδα της στην παραγωγή αντικαθίσταται από την αρχή της αυτοματοποίησης.
Θέση 2η. Ο πυρήνας της ETE έγκειται στο γεγονός ότι αποκαθίσταται μια νέα σχέση μεταξύ επιστήμης και βιομηχανίας μέσω της οποίας η επιστήμη αναδεικνύεται σε άμεση παραγωγική δύναμη και μάλιστα, στην από δω και στο έξης αποφασιστική παραγωγική δύναμη.
Θέση 3η. Η είσοδος της επιστήμης στην παραγωγή έχει σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή ενός νέου ορθολογισμού στη διαδικασία εργασίας και στους νόμους εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Θα εξετάσουμε τώρα λεπτομερέστερα αυτές τις θέσεις.
1. Από τη Βιομηχανική επανάσταση στην ETE
Για τον Ρίχτα η ETE είναι πριν απ' όλα ένα σύνολο «ποιοτικών επαναστατικών αλλαγών», μια «επανάσταση» που «θέτει τέρμα σ' ένα πολιτισμό που γεννήθηκε στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων» (ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι, όπ. παρ., σελ. 32) και που συγχρόνως εγκαινιάζει «μια καινούργια ιστορική περίοδο». Και ιδού γιατί: ο πολιτισμός των δυο τελευταίων αιώνων, της Β.Ε. βασίστηκε, σύμφωνα με τον Ρίχτα, στη «μεγάλη, μαζική, βιομηχανική παραγωγή» (όπ. παρ., σελ. 32), μια παραγωγή που εξασφαλίστηκε χάρη στην ίδια την «ουσία» της Β.Ε. που ορίζεται σαν μια «συνεχής αντικατάσταση των εργαλείων και μηχανών». Με την έξης διαφορά: Η συνεχής αυτή αντικατάσταση (για την οποία ο Ρίχτα μας παραπέμπει στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο») κατευθύνθηκε από μια και μόνο αρχή, αυτή της εκμηχάνισης:
«Η εργαλειομηχανή που αποσύνθεσε και ανέλαβε τις κινήσεις του ανθρώπινου χεριού, η μηχανή - κινητήρας που παραμέρισε τον άνθρωπο σαν πηγή ενεργείας, ο μηχανισμός μετάδοσης της κίνησης αυτά βασικά είναι τα στοιχεία και οι βαθμίδες που έκαναν να γεννηθεί η αρχή της εκμηχάνισης» (όπ. παρ., σελ. 33).
Παράλληλα, η Β.Ε. χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος «αποτελεί το κύριο άμεσο θεμέλιο της παραγωγής» αλλά μόνο στο μέτρο που «υπηρετεί τις μηχανές» που του αφαιρούν κάθε «δημιουργική ικανότητα».
Με ανάλογο τρόπο ο Ρίχτα προχωράει στη μελέτη της «νέας ιστορικής περιόδου που εγκαινιάζει η ETE». Κατ' αρχήν διαπιστώνει μια ριζική μεταμόρφωση της «βάσης»:
«Δεν παρεμβάλλεται πια μόνο το εργαλείο, το μέσον εργασίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, αλλά μια ολόκληρη αυτόνομη τεχνική παραγωγής όπου, με τον ένα η τον άλλο τρόπο, έχει γίνει η σύνθεση της αλληλεπίδρασης του μέσου και του αντικειμένου, με τη μορφή μιας μοντελοποιημένης δομής και εσωτερικής δυναμικής» (όπ. παρ., σελ. 35-36).
Ο Ρίχτα είναι εδώ απόλυτα σαφής. Σε αντίθεση με την Β.Ε. που περιοριζόταν στην απλή ανανέωση των μέσων εργασίας, η ETE επαναστατικοποιεί τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας καθώς επίσης και τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ μέσου και αντικειμένου. Μ' αυτό τον τρόπο η «μεγάλη μαζική βιομηχανική παραγωγή» αντικαθίσταται από τη «μεγάλη αυτοματοποιημένη μαζική παραγωγή». Ανατρέπεται στις συνθήκες αυτές και η αρχή της εκμηχάνισης που κατεύθυνε τις αλλαγές στην παραγωγή στη διάρκεια της Β.Ε.:
«Η πρωτοτυπία της ETE έγκειται στη σύνθεση της φυσικής διαδικασίας, που ο άνθρωπος την τεχνικοποίησε, την κυριάρχησε, την αφομοίωσε και γι' αυτό μπόρεσε να την ρυθμίζει δηλ. στη νίκη της αρχής της αυτοματοποίησης με την πλατειά έννοια της λέξης (οποιαδήποτε και αν είναι η συγκεκριμένη τεχνολογική βάση)» (όπ. παρ., σελ. 35).
Ο Ρίχτα δίνει στη συνέχεια τις σημαντικότερες πλευρές αυτής της αρχής της αυτοματοποίησης. Πρόκειται για την «κυβερνητικοποίηση», τη «χημικοποίηση» και τα επαναστατικά αποτελέσματα που είχε η απελευθέρωση της πυρηνικής ενέργειας.
Η κυβερνητικοποίηση περιλαμβάνει μια σειρά από επιτεύγματα στα οποία κατατάσσονται οι «ψηλαφητές» («τεχνητά αισθητήρια όργανα») (σελ. 37), εν συνεχεία τα «κέντρα ελέγχου και αυτορρύθμισης» που «μετατρέπονται σ' ένα τεχνικό ανακλαστικό σύστημα» (σελ. 37) και που απαιτεί μια απλή «εξωτερική ρύθμιση με τη βοήθεια ειδικών συσκευών (ταμπλό διεύθυνσης) η την κατάρτιση ενός προγράμματος» (σελ. 37). Τέλος η κυβερνητικοποίηση φθάνει στο ανώτερο της στάδιο με τον υπολογιστή («ηλεκτρονικός εγκέφαλος») που «σαν νέο εσωτερικό καθοριστικό στοιχείο (δεσπόζουσα) αποκτά τον θ ςγχο της συνεχούς παραγωγής σ' όλη της την έκταση» (σελ. 38).
Η χημικοποίηση εξ άλλου «απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον περιορισμένο αριθμό των φυσικών πρώτων υλών και των αναλλοίωτων ιδιοτήτων τους και τον εφοδιάζει μ' ένα ολόκληρο φάσμα συνθετικών υλών που τις ιδιότητες τους τις καθορίζει ο ίδιος». (σελ. 39). «Η παραγωγή με βάση τη χημικοποίηση... προσφέρει απέραντες δυνατότητες στις επιστημονικές εφαρμογές και είναι εξαιρετικά δεκτική για αυτοματοποίηση» (σελ. 3839. Η κυβερνητικοποίηση και η χημικοποίηση (Ο Ριχτά αναφέρεται ακόμα στη βιολογικοποίηση) συσσωρεύουν έτσι τα αποτελέσματα τους θέτοντας σε κίνηση τη «νέα δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων».
Όσον άφορα στις πηγές ενέργειας, «η εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας, που προσφέρει απεριόριστες πηγές ενέργειας, αποδεσμευμένες χάρη στην εφαρμογή της αρχής της αυτοματοποίησης, παρουσιάζεται εδώ σαν τεχνική αναγκαιότητα», (σελ. 40).
Τα νέα αυτά δεδομένα εξασφαλίζουν παράλληλα ένα νέο ρόλο για τον «ανθρώπινο παράγοντα». Στη διάρκεια της Β.Ε. οι στρατιές των εργατών περιορίζονταν στο να «υπηρετούν» τις μηχανές της αλυσίδας, σήμερα η αρχή της αυτοματοποίησης «τοποθετεί τον άνθρωπο στο περιθώριο της άμεσης παραγωγής». «Σε ό,τι άφορα στον ανθρώπινο παράγοντα, η επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης και η επίδραση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης είναι εντελώς αντίθετες» (σελ. 42). «Η αυτοματοποίηση μεταμορφώνει την ανθρώπινη δραστηριότητα σ' ένα τύπο σύνθετης εργασίας στα περιθώρια της άμεσης παραγωγής, όπως του τεχνικού (μέσης μόρφωσης) η του μηχανολόγου» (σελ. 43). Ο άνθρωπος κατακτά έτσι «μια νέα θέση στον κόσμο των παραγωγικών δυνάμεων» και κατά συνέπεια «μια νέα θέση γενικά» (σελ. 44). Συγχρόνως όμως ο Ρίχτα μας προειδοποιεί ότι η ETE δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως παρά μόνο με την «ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου» και των «δημιουργικών του δυνατοτήτων».
Οι πιο πάνω μετασχηματισμοί αποτελούν ωστόσο την απλή συνέπεια αυτού που βρίσκεται στο βάθος των πραγμάτων. Οδηγούμαστε έτσι στην εξέταση της δεύτερης θέσης του Ριχτά που σχετίζεται με το νέο ρόλο της επιστήμης.
2. Ο πυρήνας της ETE: ο νέος ρόλος της επιστήμης
Πρόκειται πράγματι για τον ακρογωνιαίο λίθο της θεωρίας της ETE. Βέβαια ο Ρίχτα δεν καινοτομεί σε τίποτα υποστηρίζοντας, το 1966, τη θέση για το νέο ρόλο της επιστήμης. ο Στρουμίλιν10 είχε ήδη υποστηρίξει την άποψη, σύμφωνα με την οποία η επιστήμη κατέστη πλέον άμεση παραγωγική δύναμη από το 1954, και η διατύπωση αυτή είχε γίνει επίσημα αποδεκτή από το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ο Ρίχτα προεκτείνει τις θέσεις αυτές δίνοντας τους ένα πιο «προωθημένο» περιεχόμενο. Παλαιότερα η επιστήμη χαρακτηριζόταν σαν «άμεση» παραγωγική δύναμη για να δηλωθεί απλά και μόνον ότι:
α) οι εφαρμογές της στη βιομηχανία επιτρέπουν την πραγματοποίηση μιας συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και την παραγωγή νέων άξιων χρήσης σε μια κλίμακα συνεχώς διευρυνόμενη.
β) η επιστήμη επεκτείνει τη σφαίρα των εφαρμογών της σε νέους κάθε φορά τομείς της παραγωγής, συμβάλλει στη δημιουργία και άλλων, μικραίνοντας παράλληλα τη χρονική απόσταση μεταξύ μιας θεωρητικής κατάκτησης και της ενσωμάτωσης της στη διαδικασία παραγωγής.
Τα γεγονότα αυτά δεν έχουν αμφισβητηθεί ποτέ και από κανένα. Στην προβληματική όμως του Ρίχτα και των θεωρητικών της ETE η επιστήμη καθίσταται «άμεση» παραγωγική δύναμη και με μια έννοια πολύ πιο διαφορετική, με την έννοια δηλ. της άμεσης κυριαρχίας της πάνω στη σφαίρα της παραγωγής, στην οποία επιβάλλει τη «λογική» της και το «ρυθμό» της. Η επιστήμη «τοποθετεί σε λογική βάση, με τη βοήθεια εξισώσεων και αλγορίθμων το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας απ' την αρχή ως το τέλος» (σελ. 45). «Δρα σε καθολική κλίμακα και ολόκληρη η βιομηχανία γίνεται μια τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης» (σελ. 45).
Κατ' αυτό τον τρόπο οι σχέσεις μεταξύ επιστήμης και βιομηχανίας παρουσιάζονται χωρίς αντιφάσεις και με ένα τρόπο τέτοιο που τα επιτεύγματα της μιας γονιμοποιούν την άλλη, «όλο και νέες πλευρές της επιστήμης μπαίνουν σ' ενέργεια σαν άμεσοι συντελεστές της παραγωγής (όχι μόνο οι μηχανικές επιστήμες, αλλά όλες οι επιστήμες της φύσης, και σιγά - σιγά όλες σχεδόν οι επιστήμες του ανθρώπου). Από την άλλη μεριά, νέοι τομείς της παραγωγής μετατρέπονται ολοένα σε «πειραματικές επιστήμες», (σελ. 46). Στις συνθήκες αυτές μετασχηματίζονται οι σχέσεις που μέχρι σήμερα συνέδεαν την επιστήμη, την τεχνική και την άμεση παραγωγή. «Στις συνθήκες της ETE το προβάδισμα της επιστήμης σε σχέση με την τεχνική και της τεχνικής σε σχέση με την άμεση παραγωγή γίνεται νόμος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 50). Μάλιστα οι νέες αυτές σχέσεις «αποκτούν μια σημασία τόσο καθοριστική όσο και στην περίοδο της εκβιομηχάνισης είχε ο λόγος των τομέων Ι και II της καθαυτό παραγωγής» (σελ. 50). Για να φθάσουμε πιο κάτω στη θέση σύμφωνα με την οποία «(η επιστήμη) με την εφαρμογή της, μεταμορφώνει κατά τον ένα η τον άλλο τρόπο όλες τις παραγωγικές δυνάμεις, και γίνεται η πιο επαναστατική παραγωγική δύναμη, η πιο γενική και, τελικά, η καθολική παραγωγική δύναμη της κοινωνίας» (σελ. 229).
Θα πρέπει ίσως εδώ να αναφέρουμε ότι τις τολμηρές στο σημείο αυτό διατυπώσεις του Ρίχτα δεν τις συμμερίζονται όλοι ανεξαίρετα οι θεωρητικοί της ETE. Κάποιοι νεώτεροι θα μας θυμίσουν ότι «σε τελευταία ανάλυση» η ανάπτυξη της επιστήμης ορίζεται αποφασιστικά από το επίπεδο της παραγωγής και ότι η ίδια η ETE δεν είναι άπλα δημιούργημα της επιστήμης αλλά αποτέλεσμα της επέμβασης της τελευταίας σε κάποια στιγμή που η επέμβαση αυτή απαιτήθηκε από την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Οι διατυπώσεις αυτές συγκλίνουν παρ' όλα αυτά με αυτές του Ρίχτα στο σημείο όπου τόσο οι μεν όσο και οι δε αντιλαμβάνονται την ETE σαν μια επανάσταση, στην ουσία της ανεξάρτητη από τις παραγωγικές δυνάμεις, που εκδηλώνεται κάτω από οποιεσδήποτε παραγωγικές σχέσεις με διαφορετικές ίσως μορφές. Οι Τσέχοι ακαδημαϊκοί θα υποστηρίξουν με σαφήνεια ότι «το ενοποιημένο σύστημα επιστήμη - τεχνολογία - παραγωγή δρα σε διεθνές επίπεδο αλλά διακρίνεται από ορισμένες ιδιαιτερότητες ανάλογα με τις κυρίαρχες σε κάθε χώρα παραγωγικές σχέσεις».11
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Ρίχτα. Οι πιο πάνω ανακατατάξεις που συνδέονται με την κυριαρχία της επιστήμης πάνω στην παραγωγή έχουν μια σημαντικότατη συνέπεια. Τη μετατροπή της διαδικασίας εργασίας σε μια επιστημονική διαδικασία. ο Ρίχτα εξηγεί: «Η εισβολή της τεχνικής εκτοπίζει από την άμεση παραγωγή τις περιορισμένες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου και δίνει του λοιπού στην παραγωγή μια εσωτερική τεχνική ενότητα, που αποτελεί τη βάση για την αυτόματη ανάπτυξη της παραγωγής» (σελ. 35).
Πριν προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες της τρίτης βασικής θέσης είναι σκόπιμο να κάνουμε εδώ μια επισήμανση. Όταν ο Ρίχτα αναφέρεται στη νέα σχέση Επιστήμης Βιομηχανίας,12 υπογραμμίζει τη μια μόνο όψη του προβλήματος, την «επιστημονικοποίηση» της βιομηχανίας, όστω και με ένα τρόπο που δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά. Δεν αναφέρει όμως ούτε λέξη για την άλλη όψη της σχέσης, την βιομηχανοποίηση της έρευνάς, για την εισβολή δηλ. του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο εσωτερικό της ερευνητικής διαδικασίας. Η παράλειψη της δεύτερης πλευράς, η, για να το πούμε καλύτερα, η κατάργηση της αντίφασης, τον οδηγεί στο συμπέρασμα της επιβολής από την επιστήμη του «νέου ρυθμού» πάνω στην παραγωγή. Συμπέρασμα απόλυτα λογικό σύμφωνα με τη συλλογιστική του Ρίχτα, αφού με την κατάργηση της αντίφασης, δεν μπορεί να διατυπωθεί το ερώτημα του εάν και κατά πόσο, η «επιστημονικοποίηση» της παραγωγής πραγματοποιείται σαν συνέπεια και δια μέσου της «βιομηχανοποίησης» της έρευνάς.
Εν πάσει περιπτώσει, οι διαπιστώσεις που αναφέρονται στις δυο πρώτες βασικές θέσεις επιτρέπουν στο Ρίχτα να προχωρήσει στη διατύπωση της τρίτης θέσης, του εξ αρχής αποδεικτέου.
3. Η νέα λογική στην ανάπτυξη και ο μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων
Η τρίτη σειρά θέσεων άφορα α) στις επιπτώσεις, που έχουν οι επαναστατικές αλλαγές που συντελούνται στη βιομηχανία, στο σύνολο της οικονομικής βαθμίδας της κοινωνίας (τα «νέα αναπτυξιακά μοντέλα») και β) στους «βαθιούς μετασχηματισμούς στις παραγωγικές σχέσεις».
Σύμφωνα με τον Ρίχτα το μοντέλο ανάπτυξης που δέσποζε στη διάρκεια της Β.Ε. ήταν ένα μοντέλο «εκτατικό» βασισμένο στην εκβιομηχάνιση. Η ίδια η ανάπτυξη καθορίζεται από τους νόμους συσσώρευσης του κεφαλαίου και η παραγωγή εμπορευμάτων υπακούει στις επιταγές της αξιοποίησης του, συσσωρεύοντας συνεχώς αγαθά στον ένα πόλο, ανεργία, χαμηλούς μισθούς και «αλλοτριωμένη εργασία» στον άλλο. Όλα αυτά όμως ανατρέπονται στην εποχή της ETE. Με την εισαγωγή στην παραγωγή των τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης και τα επαναστατικά αποτελέσματα που παράγονται έτσι, «η διαδικασία αυτοαξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου παύει να αποτελεί στο καθαρά οικονομικό πεδίο την προϋπόθεση της γενικής προόδου της παραγωγής», (σελ. 48). «Βλέπουμε να εμφανίζονται τα προαγγελτικά σημάδια μιας νέας δυναμικής, ενός νέου τύπου ανάπτυξης («μεταβιομηχανικού»). Σε αντίθεση προς το προηγούμενο, αυτό το μοντέλο είναι εντατικό και κατέχει «νέους και πρωτότυπους εσωτερικούς νόμους και προσδιορισμούς». (σελ. 49).
Στους νέους αυτούς νόμους αντιστοιχεί, όπως είναι φυσικό, μια νέα πολιτική οικονομία βασισμένη στην εξοικονόμηση του χρόνου. Όλη η παράγραφος του «ο Πολιτισμός...» με τον τίτλο «η σημασία και οι παράμετροι της εξοικονόμησης χρόνου» (σελ. 89-95) απαιτεί ίσως μια ξέχωρη μελέτη που δεν μπορεί να γίνει εδώ. θα αναφέρουμε μόνο πως για τον Ρίχτα «η νέα εξοικονόμηση χρόνου» απαιτεί μια νέα οικονομική πολιτική που στην ουσία της αξιώνει τη «γενίκευση του επιχειρηματικού πνεύματος σε κοινωνική βάση» (σελ. 86) και «τη συνεπή εφαρμογή... νέων συστημάτων διεύθυνσης που να στηρίζονται στην αξιοποίηση της αγοράς»13 (σελ. 109).
Τέλος, ο Ρίχτα ισχυρίζεται πως η εν λόγω εξοικονόμηση χρόνου «αποτελεί ένα πολύ ιδιόμορφο τύπο οικονομικής ορθολογικότητας που ξεχωρίζει απ' όλους τους άλλους γνωστούς τύπους. Τόσο για την ευρύτητα της (...) όσο και για το αποτέλεσμα της...» (σελ. 93). Η ιδιομορφία της σε σχέση με τη λογική της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι «καταργεί την ανορθολογικότητα» (σελ. 93).
Ας σταματήσουμε όμως εδώ τα περί της «νέας λογικής» και ας περάσουμε στην εξέταση των μετασχηματισμών των παραγωγικών σχέσεων που θέτει σε κίνηση η ETE κατά τον Ρίχτα. Οι παραγωγικές σχέσεις είναι βέβαια σχέσεις ταξικές. Παρ' ό,τι ποτέ δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο σ' ολόκληρο το έργο, ο Ρίχτα οφείλει να το γνωρίζει. Ο μετασχηματισμός τους σημαίνει λοιπόν κατ' ανάγκη, μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξύ των ίδιων των τάξεων. Ο συλλογισμός του Ρίχτα είναι παρ' όλα αυτά απλός και νομίζω ότι δεν θα τον αδικούσαμε αν τον αποδίδαμε ως εξής:
α' πρόταση: «οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν μια μορφή της κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων».
β' πρόταση: «Η ETE είναι από την ουσία της ένας καθολικός και συνεχής μετασχηματισμός όλων των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και της ανθρώπινης ζωής, όλης της δομής τους» (σελ. 297298).
Συμπέρασμα: «Γι' αυτό είναι ταυτόχρονα μια βαθιά επαναστατική κοινωνική διαδικασία που αλλάζει όλη τη θέση του ανθρώπου στη παραγωγή της ζωής του και όλες τις συνθήκες που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις... με επιπτώσεις στις νομοτέλειες και τις μορφές της ιστορικής εξέλιξης» (σελ. 298).
Από την ανάλυση αυτή δεν θα διστάσει ο Ρίχτα να βγάλει τα πολιτικά συμπεράσματα και να διαπιστώσει την ανάγκη «μετατόπισης του «κέντρου βάρους της επανάστασης προς άλλες περιοχές» (σελ. 94). Και τούτο γιατί, «στη πρακτική εφαρμογή του επιστημονικού σοσιαλισμού κυριάρχησε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η πεποίθηση πως η πραγμάτωση του κομμουνισμού ήταν αποκλειστικά υπόθεση αλλαγών στον τομέα της κρατικής εξουσίας, στις μορφές ιδιοκτησίας και της ιδεολογίας» (σελ. 94). Σήμερα όμως επιβάλλεται «μια αντίληψη του μαρξισμού που να θεωρεί την ETE σαν οργανικό μέρος του και που (...) θα προσανατολίσει τη σοσιαλιστική πρακτική σε ποιοτικές αλλαγές των παραγωγικών δυνάμεων και του κοινωνικού και ανθρώπινου χαρακτήρα τους» (σελ. 94). «Συμπεραίνουμε λοιπόν πως το θεωρητικό διάγραμμα που κάνει το πρόγραμμα του ΚΚΣΕ για την ETE και την οικοδόμηση του κομμουνισμού στα πλαίσια αυτής της επανάστασης (της ETE) αποτελεί τη πιο σημαντική δημιουργική ανακάλυψη και την πιο θετική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας από την εποχή του Β. Ι. Λένιν», (οι υπογραμμίσεις του Ρίχτα, σελ. 95).
Ας σταματήσουμε όμως εδώ. θα σημειώσουμε και πάλι πως οι τελευταίες αυτές θέσεις αποτελούν την πιο «προωθημένη» εκδοχή της θεωρίας της ETE. Στο σημείο ακριβώς αυτό μια δεύτερη εκδοχή με μεγαλύτερες αξιώσεις διεκδίκησης μαρξιστικών τίτλων, γι' αυτό και κυρίαρχη σήμερα στα Κομμ. Κόμματα της Δυτ. Ευρώπης σπεύδει προς συνάντηση της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΕ).
4. Κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός και Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση
Δεν θα εξετάσουμε εδώ το σύνολο των θέσεων που συγκροτούν τη θεωρία του ΚΜΚ και την ιδιαίτερη θέση της Εννοίας της ETE στο εσωτερικό της θεωρίας αυτής.14 θα αρκεστούμε μόνο στο να υποδείξουμε πως «λειτουργεί» η ETE (ποιο ρόλο δηλ. ασκεί η επίκληση της) στη θεωρία του ΚΜΚ. Εδώ ακριβώς μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ο ρόλος της είναι διπλός:
Κατ' αρχήν η ETE αποτελεί συστατικό στοιχείο του ΚΜΚ σαν ιδιαίτερες φάσης του καπιταλισμού. Κομβικό σημείο αποτελεί εδώ η θέση περί της «κοινωνικοποίησης» των παραγωγικών δυνάμεων, σαν αποτέλεσμα της επιστημονικής - τεχνικής ανάπτυξης. Εξ ου και το συμπέρασμα για το «συλλογικό παραγωγικό εργάτη» συλλογικό θύμα των «μονοπωλίων», γεγονός που δημιουργεί τις «υλικές βάσεις» και τις ιδεολογικές προϋποθέσεις για ένα ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό.
«Όσον άφορα στις παραγωγικές δυνάμεις οι συνθήκες που απαιτούνται για να ανθίσει η σοσιαλιστική κοινωνία έχουν κιόλας ωριμάσει».15
«Σε μια ανεπτυγμένη χώρα όπως η Γαλλία, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς, σοσιαλιστικό, που θα καθιστά τον εργαζόμενο ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμέτοχο στον προσανατολισμό της παραγωγής, συνδέοντας άμεσα την πολιτική και την οικονομική δημοκρατία».16
Από την άλλη πλευρά, η ETE που συνέβαλε αποφασιστικά στην εμφάνιση του σταδίου του ΚΜΚ, βρίσκεται στο εσωτερικό του «παραμορφωμένη» από τον ίδιο τον ΚΜΚ. Η παραμόρφωση αυτή έχει ένα διπλό περιεχόμενο: α) ο ΚΜΚ «παρεκτρέπει» την ETE χρησιμοποιώντας «με άσχημο τρόπο» τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει, β) το μονοπωλιακό κεφάλαιο «φρενάρει» την ανάπτυξη της ETE:
«Στο σημερινό σημείο ανάπτυξης του, απέναντι σε μια επαναστατική τεχνική όπως ο αυτοματισμός, ο καπιταλισμός μπόρεσε προς στιγμή(!) να την χρησιμοποιήσει ακρωτηριάζοντας την».17
Ο καπιταλισμός λοιπόν που παρήγαγε την επαναστατική τεχνική της αυτοματοποίησης, δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσει παρά μόνο «προς στιγμή»18. Αμέσως παρακάτω οι Γάλλοι θεωρητικοί θα μας προειδοποιήσουν:
«Όμως η αντίφαση εξακολουθεί να υπάρχει και ο κίνδυνος κυριαρχίας του κεφαλαίου μεγαλώνει» (όπ. παρ., σελ. 138).
Η δυαδική παρουσία της ETE στο εσωτερικό του ΚΜΚ (παρουσία «θετική» αν και «παραμορφωμένη» επιτρέπει στους θεωρητικούς της να διατηρούν τη μεγαλύτερη σύγχυση γύρω από τη θέση και τη φύση της εν λόγω «νέας τεχνικοεπιστημονικής βάσης». Η έννοια της «επιστήμης» λειτουργεί εδώ όπως ακριβώς μας την κληροδότησε η φιλοσοφία του Διαφωτισμού χωρίς να εξεταστεί το πως «λειτουργεί» από την άποψη του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας και το με ποιες άλλες πρακτικές αρθρώνεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η
πρακτική της παραγωγής των επιστημονικών - τεχνικών γνώσεων.
Γι αυτό ακριβώς το λόγο οι θεωρητικοί του ΚΜΚ, όπως εξ άλλου και ο Ρίχτα, δεν μπορούν να θέσουν το πρόβλημα της φύσης της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων που υποτίθεται ότι προωθεί η «επιστήμη». Νομιμοποιούμαστε λοιπόν, από τη μεριά μας, να θέσουμε το ερώτημα: Μήπως η κοινωνικοποίηση αυτή σφραγίζεται από τις (καπιταλιστικές) κοινωνικές σχέσεις μέσα στις όποιες και αναδεικνύεται; Και σε μια τέτοια περίπτωση, ποιες θα είναι οι πολιτικές συνέπειες όσον άφορα, για παράδειγμα, στις ταξικές συμμαχίες;
Γ. Κριτική της έννοιας της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης
Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να ανασκευάσουμε σημείο προς σημείο τις θέσεις σχετικά με την ETE όπως παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα. Υπάρχει κάποιος λόγος γι' αυτό. Πριν προχωρήσουμε όμως, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε πολύ σύντομα στο είδος του φιλοσοφικού λόγου που διαπερνάει, εν είδει συνδετικού ιστού το σύνολο των θέσεων για την ETE:
«Και όταν εισαχθεί στο μαρξισμό το ζευγάρι οικονομισμός ανθρωπισμός, μετά δυσκολίας αλλάζει μορφές, ακόμη κι αν χρειαστεί ν' αλλάξει εν μέρει (και μόνο εν μέρει) λεξιλόγιο. Ο ανθρωπισμός παραμένει ανθρωπισμός με τους σοσιαλδημοκρατικούς του τόνους, όχι στην πάλη των τάξεων και στην κατάργηση της με την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, αλλά στην υπεράσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, δηλαδή την απελευθέρωση η την ολοκλήρωση της «προσωπικότητας», σκέτης η «ακέραιος». Ο οικονομισμός παραμένει οικονομισμός κάτω π.χ. από την έξαρση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της «κοινωνικοποίησης» τους (ποιας απ' όλες;) της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης», της «παραγωγικότητας» κ.λπ.
Μπορούμε όμως να κάνουμε σύγκριση; Ναι να ανακαλύψουμε τι είναι εκείνο που επιτρέπει, πριν όπως και μετά, να προσδιορίζουμε σαν αστικό το ιδεολογικό ζευγάρι οικονομισμός Ι ανθρωπισμός και τις πρακτικές του: είναι η υπεκφυγή από κείνο που δεν συζητιέται ούτε στον οικονομισμό, ούτε στον ανθρωπισμό, η υπεκφυγή από τις σχέσεις παραγωγής και την πάλη των τάξεων».19
Στην παρατήρηση αυτή του Λ. Αλτουσέρ δεν θα είχαμε να προσθέσουμε τίποτα το ουσιαστικό. Η δική μας όμως κριτική θα ασκηθεί κύρια από μια άλλη οπτική γωνία. Αυτήν της συνολικής διαδικασίας του κεφαλαίου, της κριτικής δηλ. της πολιτικής οικονομίας στα πλαίσια της οποίας μελετώνται οι θεμελιώδεις αντιφάσεις και τάσεις ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, θα σταθούμε ιδιαίτερα σε δυο κομβικά σημεία που συγκρατούν, κατά την άποψη μας ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα της ETE.
Σημείο 1: Ο μετασχηματισμός της διαδικασίας εργασίας σε «επιστημονική διαδικασία».
Σημείο 2: Η αυτοματοποίηση και τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών.
Τέλος θα αναφερθούμε σ' ένα σημείο της μαρξιστικής θεωρίας που στα πλαίσια της θεωρίας της ETE το βρίσκουμε με τη μορφή της άρνησης του. Πρόκειται για τη διαπλοκή του τεχνικού και κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Ας σημειωθεί ακόμα πως η αναδρομή στο Μαρξ, στην οποία άλλωστε μας προσκαλεί ο Ριχτά και οι λοιποί θεωρητικοί της ETE δεν έχει το νόημα της προσφυγής σε κάποια «εξ αποκαλύψεως» αλήθεια, θεωρούμε το έργο του Μαρξ σαν ένα σημαντικό σταθμό στη θεωρητική ταξική πάλη του προλεταριάτου. Η αναδρομή στον Μαρξ θα μας επιτρέψει να δείξουμε πως αυτό που ο Ρίχτα ονομάζει «επιστημονικοποίηση» της διαδικασίας εργασίας αποτελεί ένα φαινόμενο που ο ίδιος ο Μαρξ είχε επισημάνει. Η θέση όμως που το φαινόμενο αυτό βρίσκει στην προβληματική του Κεφαλαίου είναι ριζικά διαφορετική από αυτή που του επιφυλάσσει ο Ρίχτα.
1. Η διαδικασία εργασίας σαν διαδικασία υπεραξίωσης του κεφαλαίου
Είναι γνωστό πως, με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής η διαδικασία εργασίας (όπως ορίζεται στο εσωτερικό του ιστορικού υλισμού) αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Καθώς το κεφάλαιο κυριαρχεί στην προϋπάρχουσα της εμφάνισης του διαδικασία εργασίας, αυτή η τελευταία λειτουργεί πριν απ' όλα σαν διαδικασία παραγωγής υπεραξίας. Βέβαια, η διαδικασία εργασίας καταλήγει πάντα στην παραγωγή άξιων χρήσης αλλά αυτό γίνεται για το μόνο λόγο ότι αυτές οι αξίες χρήσης είναι φορείς ανταλλακτικής αξίας.
«Η διαδικασία εργασίας καθ' εαυτήν δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μέσο της διαδικασίας αξιοποίησης, όπως ακριβώς η αξία χρήσης του προϊόντος δεν είναι τίποτα παραπάνω από Ένα φορέα της ανταλλακτικής του αξίας. Η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου η δημιουργία υπεραξίας είναι επομένως ο καθοριστικός, κυρίαρχος και πρωταρχικός σκοπός του καπιταλιστή. Είναι το απόλυτα κίνητρο και περιεχόμενο της δραστηριότητας του»20 (οι υπογραμμίσεις είναι του Μαρξ).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η διαδικασία εργασίας και η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες. Δεν μπορούμε (όπως κάνει ο Ρίχτα και οι θεωρητικοί της ETE) va εξετάσουμε τις συνθήκες μετασχηματισμού της διαδικασίας εργασίας χωρίς να αναφερθούμε στη διαδικασία1 αξιοποίησης του κεφαλαίου. Και αυτό γιατί η διάκριση που κάνει ο Μαρξ μεταξύ των δύο όψεων21 της διαδικασίας παραγωγής γίνεται για καθαρά αναλυτικούς σκοπούς:
«Παρ' όλον ό,τι θεωρήσαμε τη διαδικασία παραγωγής από δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, 1) σαν διαδικασία εργασίας, 2) σαν διαδικασία αξιοποίησης, είναι σαφές ότι η διαδικασία εργασίας είναι μία και αδιαίρετη. Η εργασία δεν γίνεται δυο φορές· μια φορά για την παραγωγή ενός κατάλληλου προϊόντος, μιας αξίας χρήσης, για τον μετασχηματισμό των μέσων παραγωγής σε προϊόντα, και μια δεύτερη φορά για τη δημιουργία αξίας και υπεραξίας, για την υπεραξίωση της αξίας» («Resultate», όπ. παρ., σελ. 991).
Πρόκειται λοιπόν για μια ενιαία διαδικασία στην οποία το κεφάλαιο βάζει τη
δική του σφραγίδα. Σαν τέτοια, η διαδικασία αυτή είναι «στην ουσία της παραγωγή υπεραξίας δηλ. αντικειμενοποιημένης απλήρωτης εργασίας. Το στοιχείο αυτό αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διαδικασίας παραγωγής στο σύνολο της». (όπ. παρ., σελ. 991).
Ή, για να διατυπώσουμε την παραπάνω θέση διαφορετικά, τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδικασία εργασίας άρα και τα μέσα παραγωγής: τα περίφημα συμπλέγματα μηχανών του Ρίχτα αποτελούν, πριν απ' όλα, «μέσα αξιοποίησης του κεφαλαίου». Ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς τη θέση μπορούμε να δείξουμε ότι τα συμπλέγματα μηχανών δεν βρίσκουν εφαρμογές παρά σε συγκεκριμένες μόνο συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου και σε περιορισμένες σφαίρες της παραγωγής.
Η εξέταση της ιστορικής πορείας μέσα από την οποία το κεφάλαιο ολοκληρώνει την κυριαρχία του στη διαδικασία εργασίας που «κληρονομεί», φέρνει στο φως κάποιες νέες όψεις του προβλήματος.
2. Τυπική και πραγματική υπαγωγή της διαδικασίας εργασίας στο κεφάλαιο
Στο μέτρο που η διαδικασία της παραγωγής καθίσταται διαδικασία του ίδιου του κεφαλαίου, κάθε στοιχείο της διαδικασίας εργασίας, όπως επίσης και ο συνδυασμός που τα συγκροτεί, μετασχηματίζεται από το κεφάλαιο ούτως ώστε να καταστεί κατάλληλο για τον καθ' εαυτό σκοπό, για την εξαγωγή δηλ. υπεραξίας. Αλλά κατ' αρχήν το κεφάλαιο κυριαρχεί σε μια διαδικασία εργασίας όπως την κληρονομεί από προηγούμενους τρόπους παραγωγής.
«Και σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές ότι το κεφάλαιο παραλαμβάνει μια διαθέσιμη, ήδη Εγκατεστημένη διαδικασία εργασίας. Για παράδειγμα, τη χειροτεχνία η τη μικρή αγροτική παραγωγή» (όπ. παρ., σελ. 10-21).
Στην περίπτωση αυτή έχουμε «μια μορφή κυριαρχίας μέσω της οποίας αποσπάται υπεραξία με την επιμήκυνση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, ένα τρόπο κυριαρχίας βασισμένο όχι σε προσωπικές σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης αλλά στο διαφορισμό κάποιων οικονομικών μεταβλητών» (όπ. παρ., σελ. 10-21). Γι αυτό και «ο χαρακτήρας της πραγματικής εργασιακής διαδικασίας και ο τρόπος εργασίας (η τεχνική) δεν επηρεάζονται» από την παρέμβαση αυτή του κεφαλαίου. Και τελικά, παρ' ό,τι υποταγμένη στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, η εργασιακή διαδικασία βρίσκεται «σε χτυπητή αντίθεση με τον τυπικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής», (όπ. παρ., σελ. 10-21).
Τη μορφή αυτή κυριαρχίας του κεφαλαίου ο Μαρξ την ονομάζει τυπική για να την αντιδιαστείλει ακριβώς με την πραγματική κυριαρχία που μετασχηματίζει και «επαναστατικοποιεί στο σύνολο τους» τα διάφορα στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας.
Μ' αυτό τον τρόπο, «βλέπουν το φως της ημέρας οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικοποιημένης (δηλ. συλλογικής) εργασίας, μέσω της συνεργασίας, του καταμερισμού εργασίας μέσα στο εργαστήριο, τη χρήση των μηχανών, και γενικά του μετασχηματισμού της παραγωγής με τη συνειδητή χρήση των επιστημών, της μηχανικής, της χημείας κ.λπ., και τέλος μέσω της τεράστιας αύξησης της κλίμακας, «όπ. παρ., σελ. 10-24).22
Στο σημείο ακριβώς αυτό πρέπει να γίνει μια σημαντική διευκρίνηση: «Το στοιχείο που καθιστά εφικτή τη συστηματική εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνικής στην παραγωγή συνίσταται ακριβώς στην προοδευτική μεταμόρφωση της υπαγωγής της εργασίας στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από τυπική σε πραγματική. Πιο συγκεκριμένα, ο χωρισμός της εργασιακής δύναμης από τα μέσα παραγωγής στα όποια αυτή εξασκείται επιτρέπει:
α) την αναγωγή της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας σε μια δαπάνη ενέργειας που παίρνει διάφορες απλές μηχανικές μορφές και τη μεταχείρησή της μ' αυτό τον τρόπο σαν ένα υλικό στοιχείο ανάμεσα σε άλλα.
β) την πραγματική υπαγωγή των εργαζόμενων (φορέων της εργασιακής δύναμης στην πιο απλή της έκφραση) στο κεφάλαιο που ενσαρκώνεται στα μηχανικά μέσα παραγωγής.
Κάθε εφαρμογή της επιστήμη στην υλική παραγωγή προϋποθέτει λοιπόν, στον κλάδο εφαρμογής της νέας τεχνικής, μια ορισμένη ανάπτυξη της διαδικασίας υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο.
Και μια ακόμα διευκρίνηση: «Όπως ακριβώς η εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας αποτέλεσε την υλική έκφραση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, η εξαγωγή της σχετικής υπεραξίας μπορεί να θεωρηθεί σαν έκφραση της πραγματικής της υποταγής» (όπ. παρ., σελ. 10-25).
Βρισκόμαστε λοιπόν στο κέντρο του προσφιλούς θέματος των θεωρητικών της ETE, της «εισχώρησης των επιστημονικών δυνάμεων στη διαδικασία εργασίας». Με μια «μικρή» διαφορά. Προκειμένου να εξετάσει την «επιστημονικοποίηση» της παραγωγής, ο Μαρξ βάζα στο κέντρο της προβληματικής του τη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ο Ρίχτα κάνει το εντελώς αντίθετο: «Διαπιστώνει» την επιστημονικοποίηση για να συμπεράνει έπειτα ότι δεν ισχύει πια ο νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Ας προχωρήσουμε όμως παρακάτω. Έγινε νομίζουμε σαφές από τις προηγούμενες παραγράφους ότι τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών που συνεπέφεραν «επαναστατικές» μεταβολές στη διαδικασία εργασίας, αποτελούν, αυτά τα ίδια, προϊόν της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου, θα δείξουμε τώρα, και αυτό είναι το σημαντικότερο, ότι η εισαγωγή των αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων μηχανών δεν τροποποιεί τις συνθήκες λειτουργίας του κεφαλαίου. Ότι δηλ. και πριν απ' όλα, δεν τροποποιεί το ρυθμιστή της καπιταλιστικής παραγωγής που ονομάζεται νόμος της αξίας. Και μάλιστα, είναι αυτός ακριβώς ο νόμος που προσδιορίζει το σε ποια σφαίρα της παραγωγής θα βρουν εφαρμογή αυτά τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα.
3. Η επανάσταση των αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων μηχανών
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το σημείο23 όπου ο Ρίχτα μας παραπέμπει στα Grundrisse του Μαρξ για να μας διαβεβαιώσει για τη «μετατροπή της παραγωγικής διαδικασίας από διαδικασία απλής εργασίας σε διαδικασία επιστημονικής εργασίας» που πραγματοποιείται στις μέρες μας («μπρος στα μάτια μας», θα μας πει ο Ρίχτα)!! Ας δούμε κατ' αρχήν το απόσπασμα των Grundrisse (σε σύντμηση):
«...η εργασία παύει να αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο... Υποβιβάζεται σε ένα ρόλο, βέβαια απαραίτητο, αλλά δευτερεύοντα σε σχέση με τη γενική επιστημονική δραστηριότητα, την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών κ.λπ.».24
Ας αναφέρουμε από τώρα ότι το απόσπασμα αυτό δεν είναι το μόνο των Grundrisse που φαίνεται να δικαιώνει τους σημερινούς υπέρμαχους της ETE:25 θα πρέπει μήπως γι' αυτό να δεχτούμε πως το έργο του Μαρξ περιέχει τις μεγαλοφυείς προβλέψεις ενός προικισμένου μελλοντολόγου; Εμείς πάντως θα επιμείνουμε να διαβάζουμε το έργο του Μαρξ μ' ένα διαφορετικό τρόπο. Και θα επιμείνουμε να πιστεύουμε πως και οι πλέον αμφιλεγόμενες διατυπώσεις του με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν επιχειρήματα υπέρ των σημερινών θέσεων για την ETE. Είναι ίσως χαρακτηριστικό εδώ, το ότι ταυτόχρονα με τη διατύπωση της παραπάνω θέσης στην οποία μας παρέπεμψε ο Ρίχτα, ο Μαρξ σπεύδει να υπογραμμίσει τα όρια της τάσης που αυτή υποδηλώνει, στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
«Παρ' όλον ότι η μηχανοποίηση αποτελεί την ανώτερη μορφή της αξίας χρήσης του σταθερού κεφαλαίου, καθόλου αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπαγωγή της στις κοινωνικές καπιταλιστικές σχέσεις αποτελεί τον αρτιότερο τρόπο παραγωγής και τον άριστο για τη χρησιμοποίηση της». (Grundrisse, όπ. παρ., σελ. 215).
Στο απόσπασμα αυτό, ο Μαρξ προσανατόλιζα σωστά το θεωρητικό διάλογο γύρω από την αυτοματοποίηση καλώντας μας να αποφύγουμε μια σύγχυση. Μας καλεί δηλαδή να δούμε ότι η παραγωγική δύναμη ενός αυτοματοποιημένου συμπλέγματος μηχανών δεν είναι αυτή που εξασφαλίζει την ενσωμάτωση της στη διαδικασία παραγωγής. Μας εισάγει εδώ ο Μαρξ στη διάκριση μεταξύ α) της αξίας χρήσης ενός μέσου παραγωγής, των τεχνικών του δηλαδή ιδιοτήτων (της δυνατότητας του π.χ. να εκτελεί υπολογισμούς, ρυθμίσεις... κ.λπ.) και β) των συνθηκών στις όποιες, μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας της (ζωντανής) εργασίας, (το αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα) συμβάλλει στη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου προς όφελος της υπερεργασίας. Αυτό το δεύτερο στοιχείο δεν είναι τεχνικό ζήτημα, είναι πριν απ' όλα ζήτημα κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Κατά συνέπεια, η άξια χρήσης ενός μέσου παραγωγής (επίπεδο της τεχνικής τελειοποίησης, επιδόσεις, κ.λπ.) οποία και να ναι αύτη δεν αποτελεί τον παράγοντα που θα καθορίσει την ένταξη του στην παραγωγή. Η τελευταία αυτή θα επιτελεστεί μόνο εφ' όσον επιτρέπει την αύξηση του χρόνου υπερεργασίας. Ο Μαρξ είναι ιδιαίτερα σαφής εδώ:
«Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί τις μηχανές μόνο στο μέτρο που αυτές επιτρέπουν στον εργάτη να του αφιερώνει ένα μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του... Χάρη σ' αυτές ο απαραίτητος χρόνος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος ελαχιστοποιείται αλλά αυτό γίνεται με ένα μοναδικό σκοπό. Για να μπορεί η μέγιστη ποσότητα εργασίας να υπεραξιώνει τη μέγιστη ποσότητα προϊόντων»,όπ. παρ., σελ. 217).
Η αντίθεση που επισημαίνει ο Μαρξ είναι η έξης:
Από τη μια μεριά, το κεφάλαιο τείνει να μειώσει στο ελάχιστο τη ζωντανή εργασία που ενσωματώνεται στη παραγωγική διαδικασία.
Από την άλλη, «απαιτεί να εκφράζει ποσοτικά τις γιγαντιαίες κοινωνικές δυνάμεις που δημιούργησε, με μέτρο τον αναγκαίο χρόνο εργασίας και να τις εγκλωβίζει στα στενά όρια που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της ήδη παραγμένης αξίας σαν τέτοιας» (όπ. παρ., σελ. 229).26
Η αντίφαση αυτή εγγράφεται στη φάση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. «Το κεφάλαιο είναι μια αντίφαση σε κίνηση: από τη μεριά, ωθεί στη μείωση του χρόνου εργασίας και από την άλλη μεριά αναγορεύει το χρόνο εργασίας σε μοναδική πηγή και μέτρο του πλούτου» (οπ. παρ., σελ. 222).27
Και ο Μαρξ καταλήγει: «Τα παραπάνω δείχνουν πόσο αυθαίρετη είναι η άποψη του Λούτερνταλ που βλέπει στο πάγιο κεφάλαιο (τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα του Ρίχτα) μια αυτόνομη πηγή αξίας ανεξάρτητη από το χρόνο εργασίας... (Το πάγιο κεφάλαιο) αποτελεί πηγή αξίας μόνο στο μέτρο που αποτελεί αυτό το ίδιο αντικειμενοποιημένη εργασία και καθιερώνει το χρόνο υπερεργασίας» (όπ. παρ., σελ. 218).
Η μικρή αυτή αναδρομή μας οδήγησε πιστεύω πολύ μακριά από τις αναλύσεις των θεωρητικών της ETE αλλά όχι μόνο αυτών. Είναι γνωστό πως ο νόμος της αξίας αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου στην οποία καταλήγει κάθε επαναθεώρηση του έργου του Μαρξ και ταυτόχρονα το σημείο επιστροφής στην πολιτική οικονομία του Ρικάρντο η των Νεοκλασσικών.28
4. Τεχνικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Ο δεσποτισμός στο εργοστάσιο.
Όταν ο Ρίχτα αναφέρεται στη βιομηχανική επανάσταση, φαίνεται να είναι πάντοτε έτοιμος να συμφωνήσει με τις αναλύσεις και τα συμπεράσματα του Μαρξ, ακόμα και να υπερασπίσει τον Μαρξισμό σαν έγκυρη θεωρία της βιομηχανικής επανάστασης. Ευχαρίστως θα σπεύσει να επικροτήσει τις θέσεις του Μαρξ σχετικά με τις «επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης στο υποκειμενικό στοιχείο»:
«Η εκμηχάνιση κατακερματίζει τη χειροτεχνική εργασία, σπρώχνει ως τις ακραίες συνέπειες του τον καταμερισμό της εργασίας, μετατρέπει τη χρήση της απλής, μονότονης, χειρονακτικής εργασίας (καθένας εργάζεται σ' ένα περιορισμένο τομέα) σε βάση της σύγχρονης βιομηχανίας» (Ο Πολιτισμός..., οπ. παρ., σελ. 42).
Το γεγονός όμως ότι αμέσως μετά θα δηλώσει απερίφραστα ότι «η αυτοματοποίηση (...) σταματά και αντιστρέφει αύτη την τάση» (σελ. 43) δημιουργεί πιστεύω σοβαρές υπόνοιες για την υλιστικότητα της αντίληψης του ακόμα και γι' αυτή την πρώτη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, τη βιομηχανική επανάσταση, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σε συντομία πως ο Μαρξ αναλύει τον «ως τις ακραίες συνέπειες του» καταμερισμό εργασίας μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτή η τελευταία του αποτυπώνει.
Αυτό που χαρακτηρίζει την εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όπως τονίζει ο Μαρξ στα Formen29 είναι «ο χωρισμός του εργαζόμενου από τις αντικειμενικές συνθήκες της εργασίας του» (μέσο και αντικείμενο εργασίας) και το προϊόν που προκύπτει απ' αυτήν. Ο χωρισμός αυτός, τόσο από άποψη ιστορική όσο και από θεωρητική αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται ο καταμερισμός εργασίας.
Παράλληλα με τη συγκρότηση της αστικής τάξης σαν τέτοιας οι άμεσοι παραγωγοί συγκεντρωμένοι στη μανουφακτούρα - θα εξαρτηθούν από το κεφάλαιο (προμήθεια υλικών, μέσα εργασίας, κ.λπ.) και θα χάσουν τον έλεγχο πάνω στη διαδικασία παραγωγής. Υποτάσσοντας αυτή την τελευταία στους δικούς του νόμους, το κεφάλαιο θα επιβάλλει προοδευτικά ένα καταμερισμό καθηκόντων αρμοδιοτήτων, καταμερισμό που θα διευρυνθεί και θα βαθύνει «στο έπακρο» με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας. Ο καταμερισμός αντανακλά κατ' αρχήν την κατάτμηση των παλιότερων εργασιακών διαδικασιών σε περισσότερες, απλούστερες, την εμφάνιση νέων, κ.λπ. Έχει δηλ. (κατ' αρχήν) ένα χαρακτήρα τεχνικό.
«Κάθε κοινωνική συλλογική εργασία που εκδηλώνεται σε μεγάλη κλίμακα απαιτεί μια διευθυντική λειτουργία που να εναρμονίζει τις ατομικές δραστηριότητες... Ένας μουσικός που εκτελεί ένα σόλο διευθύνει τον εαυτό του, αλλά μια ορχήστρα έχει ανάγκη από ένα διευθυντή» θα γράψει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.30
Μ' αυτό τον τρόπο ο καταμερισμός εργασίας αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία εμφανίζονται νέοι ρόλοι (θέσεις). Άλλα, παρ' ό,τι γενικοί, οι ρόλοι αυτοί «επειδή ακριβώς είναι καπιταλιστικοί, αποκτούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» (όπ. παρ., σελ. 23).
Σχετικά με τις αίτιες που καθορίζουν (επιβάλλουν) την αποτύπωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών για τα όποια μιλάει ο Μαρξ, διαβάζουμε:
«Το δυνατό βούκεντρο της καπιταλιστικής παραγωγής (είναι) η αναγκαιότητα αξιοποίησης του κεφαλαίου, (και) ο καθοριστικός του σκοπός η μεγαλύτερη δυνατή εξαγωγή υπεραξίας η, που τελικά σημαίνει το ίδιο πράγμα, η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης» (όπ. παρ., σελ. 23). Ακόμα, «στα χέρια του καπιταλιστή, οι διευθυντικές λειτουργίες δεν είναι άπλα ένας ειδικός ρόλος που πηγάζει από την ίδια τη φύση της κοινωνικής η συνεργασιακής διαδικασίας. Είναι επίσης και πρώτιστα ο ρόλος της εκμετάλλευσης της κοινωνικής εργασίας», (όπ. παρ., σελ. 23).
Όσον άφορα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που η κεφαλαιοκρατική σχέση αποτυπώνει στον (τεχνικό) καταμερισμό εργασίας, αυτά συγκεφαλαιώνονται στη διατύπωση σύμφωνα με την οποία, στην καπιταλιστική παραγωγή «η μορφή αυτής της διεύθυνσης καθίσταται αναγκαστικά δεσποτική» (όπ. παρ., σελ. 23, η υπογράμμιση δική μας).
Στο έργο του Μαρξ μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις τουλάχιστον λόγους που τεκμηριώνουν την παραπάνω θέση.
α) Κατ' αρχήν, επειδή ακριβώς η διαδικασία εργασίας αποτελεί «πρώτιστα διαδικασία εκμετάλλευσης της κοινωνικής εργασίας» όσο πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των εργαζόμενων που τίθενται στην υπηρεσία του κεφαλαίου, τόσο «η αντίσταση τους μεγαλώνει, ορά (μεγαλώνει επίσης) και η πίεση που θα πρέπει να ασκείται για την υπερνίκηση της αντίστασης τους» (όπ. παρ., σελ. 23). Όπως είναι γνωστό ο δεσποτισμός του εργοστασίου δεν θα αρκεστεί στον κλειστό χώρο του. Για να μπορέσει να αντλήσει τη νομιμότητα του θα παραβιάσει τα όρια της εργασιακής διαδικασίας και θα διαχυθεί σ' όλο το κοινωνικό κορμό για να συναντήσει εκεί το δεσποτισμό του κράτους.31
β) Κατά δεύτερο λόγο ο δεσποτισμός αποτελεί την άλλη όψη της διαδικασίας απαλλοτρίωσης της μερικής επιδεξιότητας του μεμονωμένου εργάτη που αποσυνθέτει, μέσω των πολύπλοκων μηχανών, την εργασία σε στοιχειώδεις μετρήσιμες κινήσεις, που «ορθώνει το μέσο εργασίας (με τη μετατροπή του σε αυτόματο) απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, σαν νεκρή εργασία που εξουσιάζει και απομυζά τη ζωντανή εργατική δύναμη«32. Αυτή ακριβώς η διαδικασία (που κάθε άλλο παρά «τεχνικής» φύσης είναι) επιβάλλει την «αυξημένη αναγκαιότητα ενός ελέγχου (και) μιας επιβεβαίωσης της κατάλληλης χρήσης των μέσων παραγωγής»33 δρα την απαραίτητη προσφυγή στο δεσποτισμό.
γ) Τέλος ο δεσποτισμός αποτελεί στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής τη μόνη δυνατή συνθήκη που μπορεί να εξασφαλίσει τη συνένωση των εργασιών των μεμονωμένων εργατών σε μια συλλογική διαδικασία εργασίας προς την οποία αυτοί είναι ξένοι.
Από τη σύντομη αυτή εξέταση έγινε πιστεύουμε φανερό πως ο δεσποτισμός του εργοστάσιου (η «Ιεραρχία» του Ρίχτα) δεν αποτελεί καθόλου κάποια τεχνική επιταγή της «βιομηχανικής» παραγωγής.34 Σφραγίζεται από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εξουσίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία και αποτελεί έκφραση και συνέπεια της πρωτοβουλίας που διατηρεί το κεφάλαιο απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας στην ταξική πάλη στο εσωτερικό της (καπιταλιστικής) διαδικασίας παραγωγής. Γι αυτό και δεν μπορεί να ακυρωθεί μέσω η κατ' επιταγήν των τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης. Πολύ περισσότερο, έχει την τάση να εντείνεται όσο ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας (όπως θα το δούμε παρακάτω) τείνει να βαθαίνει.
Αναλύοντας τη διαδικασία ανάπτυξης του καταμερισμού εργασίας ιστορικά (σε σχέση δηλ. με τη διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής35) ο Μαρξ διακρίνει τρεις κύριες «στιγμές»:
α) Κατ' αρχήν διαχωρίζεται η χειρωνακτική από την πνευματική εργασία. Ο Μαρξ επισημαίνει ότι «πρώτος ο καπιταλιστής απαλλάσσει τον εαυτό του από το χειρονακτικό έργο» για να αφιερωθεί στα γενικά καθήκοντα διεύθυνσης, συντονισμού και επίβλεψης (δ,π. παρ., σελ. 24).
β) Στη συνέχεια, «καθώς το κεφάλαιο του αυξάνει και μαζί μ' αυτό η συλλογική δύναμη που αυτός εκμεταλλεύεται, παραιτείται από το ρόλο της άμεσης επίβλεψης και τον μεταβιβάζει σ' ένα ιδιαίτερο είδος μισθωτών. Από τη στιγμή που θα βρεθεί επικεφαλής ενός βιομηχανικού στρατού, του χρειάζονται ανώτεροι (διευθυντές, διαχειριστές) και κατώτεροι (επόπτες, επιστάτες, επιθεωρητές) που στη διάρκεια της διαδικασίας εργασίας διατάσσουν στο όνομα του κεφαλαίου» (όπ. παρ., σελ. 24). Σ' αυτό το δεύτερο δηλ. στάδιο ο καταμερισμός εργασίας βαθαίνει στο εσωτερικό της πνευματικής εργασίας.
γ) Τέλος σε μια τρίτη φάση παρεμβαίνουν οι ερευνητικές δραστηριότητες. Κάτω από την απειλή της μείωσης του ρόλου του στην αγορά, ο καπιταλιστής, για να εξασφαλίσει την (απλή η διευρυμένη) αναπαραγωγή των κερδών του αναγκάζεται να προβαίνει περιοδικά σε ανανέωση του εξοπλισμού και των τεχνικών του. Οι ερευνητικές δραστηριότητες αναπτύσσονται δίπλα στις άλλες, ξέχωρα απ' αυτές και σε στενή σχέση μαζί τους. Ξέχωρα απ' αυτές, ούτως ώστε να αποκλεισθούν οι άμεσοι παραγωγοί από τις «ευγενείς» ασχολίες του σχεδιασμού και της βελτιστοποίησης.36 Σε στενή σχέση μαζί τους, ούτως ώστε η όλη ερευνητική δραστηριότητα να βρίσκεται πάντα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κεφαλαίου.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η ανάπτυξη και διεύρυνση των ερευνητικών δραστηριοτήτων διατηρεί στο ακέραιο τα αρχικά χαρακτηριστικά τους. Οι ερευνητικές δραστηριότητες μένουν πάντα απρόσιτες στους άμεσους παραγωγούς, που περιορίζονται σε εκτελεστικούς πάντα ρόλους, μέσω της δημιουργίας ερευνητικών κέντρων, ινστιτούτων κ.λπ. Παράλληλα μένουν πάντα υποταγμένες στους στόχους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, μέσω της διεύρυνσης του καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό τους, διεύρυνση που σκοπεύει να περιορίζει την ευθύνη των επιτελικών αποφάσεων στην κορυφή μιας πυραμίδας απόλυτα ελέγξιμης από το κεφάλαιο, και που υποβιβάζει το περιεχόμενο της πνευματικής εργασίας σε μια επαναλαμβανόμενη σειρά στοιχειωδών πράξεων.
Η διεύρυνση του καταμερισμού εργασίας, η συνεχής υποβάθμιση και κατακερματισμός της εργασίας αποτελούν διαδικασία παράλληλη μ' αυτήν της κοινωνικοποίησης της διαδικασίας παραγωγής, η (πράγμα που είναι ταυτόσημο), μ' αυτήν της διεύρυνσης των παραγωγικών σχέσεων.31 Ο ισχυρισμός του Ρίχτα ότι η επιτάχυνση της δεύτερης (με την αυτοματοποίηση) θα αναστρέψει την πρώτη δεν είναι λιγότερο εξωπραγματική απ' ό,τι οι θέσεις για την επιστημονικοποίηση της εργασίας που εξετάσαμε προηγούμενα.
Στο σημείο αυτό θα σταματήσουμε για να κοιτάξουμε τη θεωρία της ETE στο σύνολο της. θα διακρίνουμε δυο θεμελιώδεις αδυναμίες.
Δ. Δυο θεμελιώδεις αδυναμίες
1. Η έννοια της αξίας χρήσης του πάγιου κεφαλαίου
Όταν ο Ρίχτα μας διαβεβαιώνει ότι «μια εσωτερική τεχνική ενότητα αποτελεί (πλέον) τη βάση για την αυτόματη ανάπτυξη της παραγωγής» η ότι «(η εφαρμογή της επιστήμης)... τοποθετεί σε λογική βάση το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας με τη βοήθεια εξισώσεων και αλγορίθμων» παρασύρεται στην ίδια σύγχύση για τον κίνδυνο της οποίας μας προειδοποιεί ο Μαρξ.
Ο Ρίχτα «συγχέει», όπως είδαμε το χαρακτηρισμό που αποδίδει στα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών (μέσα παραγωγής με υψηλά τεχνικά χαρακτηριστικά) με την ιδιότητα τους να αποτελούν το πάγιο μέρος του συνολικού κεφαλαίου, ιδιότητα που τους επιτρέπει να συντομεύουν τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας και να επιμηκύνουν το χρόνο υπερεργασίας. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να δει τα συγκεκριμένα κάθε φορά όρια μέσα στα όποια ένα συγκεκριμένο μέσο παραγωγής μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του χρόνου υπερεργασίας και στην εξαγωγή υπεραξίας. Στο σημείο αυτό η πιο πάνω σύγχυση συνδέεται με μια μετατόπιση.
Ο Ρίχτα δεν βασίζει τη συλλογιστική του σε μια εξέταση της κοινωνικής εργασίας που τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα επιτρέπουν η όχι (ανάλογα με τις συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου) να πραγματωθεί. Αντίθετα, αναδεικνύει την αξία χρήσης τους σε (μοναδικό) κριτήριο για την ενσωμάτωση τους στην καπιταλιστική παραγωγή. Η μετατόπιση αυτή του επιτρέπει να βεβαιώνει σε όλους τους τόνους για την κυριαρχία μιας «νέας λογικής» τη στιγμή που ο χώρος στον όποιο η «νέα αυτή λογική» προσπαθεί να ορθοποδήσει ορίζεται αποκλειστικά από το νόμο της αξίας.
Πρόκειται, νομίζουμε, για μια από τις χαρακτηριστικότερες συνέπειες μιας ανάλυσης που «υπεκφεύγει» από τις παραγωγικές σχέσεις μέσα και κάτω από τις όποιες παράγονται η μηχανοποίηση και οι τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης. Πρόκειται, επίσης για το τίμημα βλέπε αναπόφευκτη συνέπεια μιας ανάλυσης με όρους «μοντέλου».38
2. Ένα βασικό ζήτημα μεθόδου
Θα αναφερθούμε κατ' αρχήν, πολύ σύντομα er η μέθοδο με την οποία ο Μαρξ επιχειρεί να αναλύσει την εμφάνιση και ανάπτυξη των τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης και την ενσωμάτωση τους στην παραγωγή. Η μέθοδος αυτή πιστεύουμε ότι περιέχεται με τον πιο σαφή τρόπο στο 4ο μέρος του Α' τόμου του Κεφαλαίου στον οποίο όλως παραδόξως αποφεύγει να αναφερθεί ο Ρίχτα. Μια απλή ανάγνωση των σελίδων αυτών αρκεί ίσως για να γίνουν διακριτές δυο θέσεις - κλειδιά. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το κεφάλαιο προστρέχει στη μηχανοποίηση μόνον όταν:
α) η χρησιμοποίηση της νεκρής (αποθηκευμένης στα μηχανικά εργαλεία) εργασίας επιτρέπει την απόσπαση ενός μεγαλύτερου μέρους υπερεργασίας.
β) οι τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης που συνδέονται με τη μηχανοποίηση επιτρέπουν μια πληρέστερη κυριαρχία του κεφαλαίου στη διαδικασία εργασίας και εξασφαλίζουν την υποταγή του (μεμονωμένου η συλλογικού) εργάτη σ' αυτό.
Στις δυο αυτές θέσεις (που, ας τονιστεί εδώ, αποτελούν δυο πλευρές ενός και του αυτού προβλήματος που η διάκριση ανάμεσα τους αναφέρεται μονό στο επίπεδο μιας αναλυτικής εργασίας) αντιστοιχούν α) η ανάλυση της διαδικασίας εκμετάλλευσης («οικονομική» ανάγνωση της ιστορίας της μηχανοποίησης), β) η ανάλυση της διαδικασίας μέσω της οποίας το κεφάλαιο εδραιώνει την κυριαρχία του («πολιτική» ανάγνωση της ιστορίας της μηχανοποίησης).
Μέσα από τη διπλή αυτή ανάλυση ο Μαρξ επεξεργάζεται τα εννοιολογικά εργαλεία που του επιτρέπουν να προσεγγίσει υλιστικά το ζήτημα της τεχνολογικής εφαρμογής των επιστημών στην παραγωγή και της εκμηχάνισης. Τα φαινόμενα αυτά γίνονται αντιληπτά όχι σαν μια χρονολογική διαδικασία αλλά σαν μια διαδικασία, αν μπορεί να λεχθεί, «τοπολογική» της οποίας τις κύριες «στιγμές» αποτελούν η απλή συνεργασία, η μανιφακτούρα, η μεγάλη βιομηχανία, και αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «πλήρως ανεπτυγμένη βιομηχανία» που βασίζεται στα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών του Ρίχτα. Ας προσθέσουμε ακόμα πως το πέρασμα από μια «μορφή» σε μια επόμενη χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη κάθε φορά αναδιαμόρφωση των αντιθέσεων μεταξύ εργασιακής δύναμης και κεφαλαίου.
Ας δούμε τώρα ποια είναι η μέθοδος που προκρίνει ο Ρίχτα39. «Η σημερινή εξέλιξη του πολιτισμού απαρτίζεται από διεργασίες που διασταυρώνονται, επαλληλίζονται η αντισταθμίζονται αμοιβαία... Σ' αυτές τις συνθήκες, νομίζουμε πως μόνος δρόμος για μια ακριβή εννοιολογική κατανόηση των αλλαγών που συντελούνται στη βάση του πολιτισμού είναι η επεξεργασία θεωρητικών μοντέλων που να αντιπροσωπεύουν «καθαρούς» τύπους της δομής και της δυναμικής των παραγωγικών δυνάμεων και η χωριστή μελέτη των κοινωνικών και ανθρώπινων πλευρών τους». (όπ. παρ., σελ. 35).
Το απόσπασμα αυτό διακρίνεται από μια ιδιαίτερη σαφήνεια. Ο Ρίχτα στοχάζεται σ' ένα «κενό» κοινωνικών σχέσεων (είτε αυτές είναι καπιταλιστικές, είτε είναι αυτές μιας κοινωνίας σε μετάβαση), μέσα στο όποιο έχει την άνεση να κατασκεύαζα όλα τα μοντέλα και τους «καθαρούς» τύπους του κόσμου πολύ περισσότερο όταν, όπως ο ίδιος ομολογεί, τα μοντέλα του δεν φιλοδοξούν να αναλύσουν τους μετασχηματισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού η τις κοινωνίες στο μεταβατικό στάδιο. Ο εκστασιασμός μπροστά στη Δυτική τεχνολογία και Οργάνωση εργασίας ζευγαρώνει (επιτέλους) με την υπόκλιση μπροστά στην αγοραία Δυτική κοινωνιολογία. Η μεθοδολογική αυτή «αδυναμία» είναι κατά τη γνώμη μας τόσο σημαντική ώστε από μόνη της αρκεί για να τεθεί σε αμφισβήτηση η οποιαδήποτε επιστημονική εγκυρότητα της ανάλυσης του Ρίχτα.
Χάρη ακριβώς στην υπεκφυγή από τις σχέσεις παραγωγής, που επισημαίνει ο Αλτουσέρ η αντίληψη για την επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη που συνέχει τις θέσεις του Ριχτά και των άλλων θεωρητικών της ETE, σε όλες της τις αποχρώσεις, παραπαίει ανάμεσα στον ακραίο οικονομισμό: τα τεχνικά «αντανακλαστικά συστήματα» και τα τεχνητά «αισθητήρια όργανα» αντικαθιστούν τους ανθρώπους λόγω των ασύγκριτα ανώτερων τους τεχνικών χαρακτηριστικών»! (ο Πολιτισμός..., όπ. παρ., σελ. 36) και τον καθαρότερο ιδεαλισμό: «η νεότερη επιστήμη δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ιεραρχίας που ταίριαζε στη βιομηχανία· αποσυνθέτει το παραδοσιακό βιομηχανικό σύστημα, σπάζει τον ένα μετά τον άλλο τους κρίκους της συγκρότησης του...» κ.λπ. (όπ. παρ., σελ. 245). Απόλυτα συνεπής με μια τέτοια αντίληψη για την επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη ο Ρίχτα θα υποστηρίξει ανεπιφύλαχτα την ουδετερότητα της τεχνολογίας σε σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις («αν με τον όρο τεχνική προσδιορίζουμε το σύνολο των μηχανών (και τίποτα άλλο)... τότε η τεχνική βάση θα μας φανεί πράγματι ανεξάρτητη άσχετη από το κοινωνικό σύστημα»40 (όπ. παρ., σελ. 54). Στο σημείο αυτό ο Ρίχτα θα βρεθεί πίσω από τους φιλελεύθερους ιδεολόγους που επισημαίνουν τον «αλλοτριωτικά» χαρακτήρα της εφαρμογής των σύγχρονων τεχνικών και τάσσονται υπέρ του «εμπλουτισμού», «εξανθρωπισμού» της εργασίας, κ.λπ.
Ε. Συμβολή και όρια της θεωρίας της ETE
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές που υπαγόρευσαν και ενεθάρρυναν τις μελέτες σε σχέση με την ETE, ανεξάρτητα ίσως ακόμα και από τις ίδιες τις πολιτικές πρακτικές που οι θέσεις αυτές προσπαθούν να πριμοδοτήσουν η να δικαιώσουν, η όλη φιλολογία που στρέφεται γύρω από τον άξονα ETE έχει μια ορισμένη αξία. Ας την ορίσουμε: Πρόκειται για την υπογράμμιση της θεμελιώδους σημασίας που πράγματι αποκτούν για το σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο η συνεχώς διευρυνόμενη εφαρμογή των επιστημονικών και τεχνικών ανακαλύψεων στη διαδικασία παραγωγής. Πρόκειται για την υπογράμμιση των μεταβολών που οι εφαρμογές αυτές συνεπιφέρουν σ' όλο το φάσμα των κοινωνικών πρακτικών. ο Ρίχτα και κάποιοι άλλοι υποστηριχτές της ETE προσδιόρισαν ορισμένες πλευρές της διαδικασίας αυτής που βρίσκεται ακόμα σε πλήρη εξέλιξη και τις σηματοδότησαν με τους όρους «χημικοποίηση», «αυτοματοποίηση», «κυβερνητικοποίηση» της κοινωνικής ζωής. Τέλος επισήμαναν το σημείο που τροφοδοτεί αυτή τη διαδικασία: τη νέα σχέση «επιστήμης» - «βιομηχανίας» και καταπιάστηκαν με τη μελέτη της. Άλλα σ' αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζονται και τα όρια της συμβολής τους.
Τα όρια αυτά εγγράφονται πριν απ' όλα στα ίδια τα εννοιολογικά εργαλεία με τα όποια επιχειρούν αυτή την ανάλυση. Εγγράφονται στον άκριτο δανεισμό από την πολιτική οικονομία των κατηγοριών «επιστήμη», «βιομηχανία» με αναλλοίωτο το περιεχόμενο με το όποιο αυτές είναι φορτισμένες στα πλαίσια της.
Εγγράφονται στην απουσία (δεύτερη υπεκφυγή) από την προβληματική τους της κεντρικής για κάθε ιστορικοϋλιστική ανάλυση έννοιας του τρόπου παραγωγής και την (ανοιχτή η καλυμμένη) υποκατάσταση της από το ζευγάρι «βιομηχανική επανάσταση» - «επιστημονικοτεχνική επανάσταση» πράγμα που αφήνει να εννοηθεί (όταν αυτό δεν δηλώνεται ρητά) ότι οι δυο αυτές φάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής χαρακτηρίζονται από διαφορετικές θεμελιώδεις αντιφάσεις και νόμους - τάσεις, πράγμα που βέβαια πουθενά δεν αποδεικνύεται.
Εγγράφονται στον οικονομισμό που διατρέχει όλη την έκταση της προβληματικής τους, και που θεωρεί τις μεταβολές (γραμμικές η με άλματα) και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σαν μια αυτόνομη διαδικασία, κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Εγγράφονται τέλος στον εξελικτισμό της προβληματικής τους που αντιλαμβάνεται την Ιστορία σαν την προοδευτική απελευθέρωση του «ανθρώπου» από τις «φυσικές δυνάμεις» η σαν την προοδευτική αποδέσμευση του από τη χειρωνακτική - «αλλοτριωτική» εργασία.
«Να προωθούμε τη θεωρία για να μην μείνουμε πίσω στη ζωή» έλεγε ο Λένιν. Νομίζω πως, και μετά το εγχείρημα των θεωρητικών της ETE εξακολουθούμε, σήμερα, να μην είμαστε... ιδιαίτερα μπροστά. Η ανάλυση των σύγχρονων μετασχηματισμών στην παραγωγή (στην ειδίκευση και την ποσότητα της εργατικής δύναμης, στις μορφές του καταμερισμού εργασίας, στη σύνθεση της εργατικής τάξης, στο ρόλο και το ειδικό βάρος των μισθωτών που «πλαισιώνουν» τους άμεσους παραγωγούς...) και στο κράτος (στις μορφές της κυρίαρχης ιδεολογίας, στο ρόλο και τις κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού μηχανισμού...) που συντελούνται στο έδαφος των διευρυνόμενων τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης είναι σήμερα περισσότερο επείγουσα από ποτέ.
Υποσημειώσεις
1. J. Μ. Cooper: The concept of the Scientific and Technical Revolution, στο Soviet Theory, Center for the Russian and East European Studies, Discussion papers, No 9, Univercity of Birmingham 1973.
2. Ράντοβαν Ρίχτα: Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι - οι συνέπειες της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης στο μέλλον του ανθρώπου. Πρώτη έκδοση, Πράγα 1967, στα ελληνικά: Εκδ. Ράππα 1978 «Το βιβλίο αυτό εκπονήθηκε σε εφαρμογή απόφασης της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και του προέδρου της Ακαδημίας επιστημών της Τσεχοσλοβακίας και με πρωτοβουλία του F. Storn προέδρου της Ακαδημίας. Η ομάδα μας συμβουλεύτηκε πολυάριθμους ειδικούς, ιδιαίτερα...» (Από την εισαγωγή, σελ. 29 της ελληνικής έκδοσης).
3. S. Stroumouline: Le rôle de la science dans le développement des forces productives, Recherches Internationales no'27, 1961.
4. J. D. Bernai: The social function of Science, Λονδίνο, 1936.
5. J. P. Meynard: A propos de la révolution scientifiquetechnique, Cahies du Communisme, no 2, 1971.
6. Γ. Μηλιός: Ο ιμπεριαλισμός και η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, Αγώνας No 2, 1978.
7. Ε. Varga: Essais sur Γ Economie Politique du Capitalisme, Μόσχα, 1967.
8. D. Lecourt: Lyssenko, Maspero, 1976.
9. Β. Codât: Science, Technique et Capital, Seuil, 1976.
10. Man, Science, Technology (A marxist analysis of the Scientific and Technological Revolution), Praque, Academia, 1973 (Συλλογικό έργο δημοσιευμένο από τα Ινστιτούτα Φιλοσοφίας, Ιστορίας των επιστημών της Φύσης και Τεχνολογίας της Ακαδημίας επιστημών της ΕΣΣΔ και το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας της Ακαδημίας της Τσεχοσλοβακίας.
11. Ο Yakhot: Introduction au matérialisme historique, Μόσχα, Ed. du Progrés, 1972. Επίσης: Man, Science, Technology, όπ. παρ.
12. Διατηρούμε εδώ τις κατηγορίες της «επιστήμης» και της «βιομηχανίας» έτσι όπως αυτές χρησιμοποιούνται από τον Ρίχτα.
13. Β. Coriat, όπ. παρ.
14. Για τα θέματα αυτά βλέπε: Γ. Μηλιός: όπ. παρ. Επίσης: Γ. Δ. Μηλιός, Δ. Ψαρρας: Η θεωρία του ευρωκομμουνισμού, Αγώνας No 11, 1980.
15. M. Decaillot: Le mode de production socialiste, Ed. Sociales, 1973.
16. Traité marxiste d' économie: le capitalisme monopoliste d' Etat, Ed. Sociales, 1971, 1ος τόμος, σελ. 123.
17. Traité marxiste d' économie, όπ. παρ. 1ος τόμος, σελ. 138. Για κάποιους άλλους η ETE φρενάρεται από την εξάρτηση και τα μονοπώλια: «Η αξιοποίηση των επιτευγμάτων της επιστημονικοτεχνικής προόδου είναι αποκλειστικό προνόμιο των ξένων και ντόπιων μονοπωλίων», (θέσεις του 10ου Συνέδριου του ΚΚΕ).
18. Στο σημείο αυτό οι Γάλλοι συγγραφείς του ΚΜΚ συμφωνούν απόλυτα με τις θέσεις του
19. Λ. 'Αλτουσέρ: Απάντηση στον Τζων Λιούις, θεμέλιο, 1977.
20. Κ. Marx: Results of the immediate Process of the Production («Resultate») στο Capital, Vol. 1, Appendix, Pelican edition, σελ. 990.
21. Ο διπλός χαρακτήρας της διαδικασίας παραγωγής παραπέμπει όπως είναι γνωστό σ' αυτόν 'του εμπορεύματος που είναι ταυτόχρονα αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία.
22. Στο Κεφάλαιο ο Μαρξ θα γράψει: «Με τη χρησιμοποίηση των μηχανών, των χημικών και άλλων μεθόδων (η μοντέρνα βιομηχανία) ανατρέπει μαζί με την τεχνική βάση της παραγωγής το ρόλο των εργαζόμενων και τους κοινωνικούς συνδυασμούς της εργασίας της οποίας συνεχώς επαναστατικοποιεί το δεδομένο κάθε φορά καταμερισμό εξαπολύοντας συνεχώς μάζες κεφαλαίων και εργατών από τον ίνα κλάδο της παραγωγής στον άλλο». (Τόμος IB, σελ. 503, εκδ. Μόρφωση).
23. Πρόκειται για τη σημείωση 26 του Α' κεφαλαίου του «Ο Πολιτισμός...», όπ. παρ., σελ. 45.
24. Κ. Marx: Fondamenls de la critique de Γ économie politique (Grundrisse), Ed. Anthropos, τόμος Π, σελ. 215.
25. Βλέπε για παράδειγμα, πιο κάτω, σελ. 298: «Η διαδικασία παραγωγής έπαψε να είναι διαδικασία εργασίας με την έννοια ότι η εργασία δεν αποτελεί πια την ενοποιούσα δύναμη της διαδικασίας παραγωγής«.
Ας σημειώσουμε ακόμα πως στα Grundrisse βρίσκουμε ορισμένες διατυπώσεις που παρουσιάζουν την επιστήμη σαν άμεση παραγωγική δύναμη: «Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου υποδηλώνει το βαθμό στον όποιο η κοινωνική επιστήμη γενικά, η γνώση, καθίστανται μια άμεση παραγωγική δύναμη·, (σελ. 233). Νομίζουμε ωστόσο ότι, συνολικά, η προβληματική του Μαρξ στα Grundrisse στο πρόβλημα της άρθρωσης «επιστήμης» - «παραγωγής» παραμένει ριζικά διαφορετική απ' αυτή του Ρίχτα.
26. Ο Μαρξ υπαινίσσεται εδώ το ζήτημα της υποβάθμισης της αξίας (ύπαξίωσης) του κεφαλαίου για το όποιο σιωπούν όλοι ο (σύγχρονοι θεωρητικοί της ETE.
27. Στις θεωρίες για την υπεραξία (4ο τόμο του Κεφαλαίου) ο Μαρξ θα γράψει: «Δυο τάσεις συγκρούονται μ' ένα μόνιμο τρόπο: Η πρώτη είναι η χρησιμοποίηση της λιγότερης δυνατής εργασίας για την παραγωγή μιας δοσμένης η της μέγιστης δυνατής ποσότητας εμπορευμάτων(...) Η δεύτερη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού εργαζόμενων γιατί, για ένα δοσμένο επίπεδο παραγωγικότητας, η ποσότητα της υπεραξίας αυξάνει ανάλογα με τον όγκο της χρησιμοποιούμενης εργασίας. Η πρώτη τάση πετάει τους εργαζόμενους στο πεζοδρόμιο και καθιστά ένα μέρος του πληθυσμού περιττό, η άλλη τάση τους απορροφά εκ νέου και επεκτείνει χωρίς όρια τη μισθωτή δουλεία ούτως ώστε η μοίρα του εργαζόμενου υπόκειται σε αβεβαιότητες αλλά ο ίδιος δεν διαφεύγει ποτέ (Theories of Surplus Value, Lawrence and Wishart, Λονδίνο, 1969, τόμος Π, σελ. 573).
28. Να για παράδειγμα τι υποστηρίζει ο Habermas, ένας μαρξιστής που δεν ανήκει στο ρεύμα της ETE: «M' αυτό τον τρόπο επιστήμη και τεχνική καθίστανται η κύρια παραγωγική δύναμη καταργώντας έτσι τις συνθήκες εφαρμογής της θεωρίας της άξιας (οι υπογραμμίσεις είναι του J. Η.) όπως την βρίσκουμε στο Μαρξ. Δεν έχει πλέον κανένα νόημα το να υπολογίσουμε το ύψος των επενδεδυμένων στην έρευνα και στην ανάπτυξη κεφαλαίων στη βάση της αξίας της (απλής!!!) εργατικής δύναμης, τη στιγμή που η επιστημονική και τεχνική πρόοδος έχει καταστεί μια ανεξάρτητη πηγή υπεραξίας, απέναντι στην οποία η μοναδική πηγή υπεραξίας που ο Μαρξ έλαβε υπ' όψη του, η εργασιακή δύναμη, αποκτά μια ολοένα και περισσότερο περιορισμένη σημασία». (J. Habermas: La lechnique et la Science comme Idéologie, Gallimard, 1973, σελ. 44).
«Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Habermas, πόσες τέτοιες «πηγές» γνωρίζει και γιατί η Δυτική Γερμανία για να μην πάμε μακρύτερα προστρέχει ακόμα σ' αυτή την τόσο ενοχλητική πηγή, την εργασιακή δύναμη που εισάγει μέχρι και από την Τουρκία!» (Β. Coriat, όπ. παρ., σελ. 48).
29. Κ. Μαρξ: Προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής (Formen), στα Grundrisse, όπ. παρ.
30. Κ. Marx: Le Capital, Ed. Sociales, livre 1, t. 2, σελ. 23.
31. Από μια τέτοια σκοπιά θα μπορούσε πιστεύω να προσεγγιστεί το πρόβλημα των ψυχιατρείων, αναμορφωτηρίων, φυλακών κ.λπ. στο σύγχρονο καπιταλισμό.
32. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, εκδ. Μόρφωση, τόμος 1 σελ. 438.
33. Κ. Μαρξ: Le Capital οπ. παρ., σελ. 24.
34. Ο ίδιος ο Ρίχτα αποδέχεται αυτή ακριβώς την άποψη όταν Ισχυρίζεται ότι «Αντί της Ιεραρχικής δομής που επικρατεί στο βιομηχανικό σύστημα, (η επιστήμη) απαιτεί, πέρα Από ίνα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης, μια βαθιά και πλατειά εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής». (Ο Πολιτισμός..., όπ. παρ., σελ. 244). Αξίζει να σημειωθεί η προσεγμένη χρήση των λέξεων που βέβαια κάθε άλλο παρά λύνει το πρόβλημα. Γιατί φυσικά, μεταξύ του τι επικρατεί κάπου και του τι απαιτεί κάποιος άλλος δεν υπάρχει ούτε αντίφαση αλλά ούτε και κάποια συσχέτιση.
35. Εννοείται εδώ ότι τόσο η μία όσο και η άλλη διαδικασία αναπτύσσονται ανισόμετρα γι' αυτό και η Ιστορική εξέταση δεν είναι χρονολογική.
36. Αναφέρθηκε προηγούμενα πως η εφαρμογή της επιστήμης στην υλική παραγωγή προϋποθέτει μια ορισμένη ανάπτυξη της υπαγωγής της διαδικασίας εργασίας στο κεφάλαιο. 'Εδώ μπορούμε να ολοκληρώσουμε το συλλογισμό και να προσθέσουμε πως η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή πραγματοποιείται υπό τον όρο της ενίσχυσης της πιο πάνω υπαγωγής. (Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε και πιο κάτω).
Γι αυτό ακριβώς το λόγο, οι σχέσεις που δημιουργούνται μέσα στη διαδικασία εργασίας μεταξύ της (επιστημονικής) διανοητικής εργασίας και της χειρονακτικής εργασίας αποτελούν σχέσεις παραγωγής.
37. Είναι γνωστά πως οι σχέσεις παραγωγής δεν εξαντλούνται στα όρια μιας σχέσης ιδιοκτησίας (που άλλωστε αναφέρεται στη δικαιοπολιτική δομή): Για τον Μαρξ οι σχέσεις παραγωγής προσδιορίζουν το σύνολο των μορφών οργάνωσης και καταμερισμού εργασίας που επιτρέπουν την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης από την τάξη των κεφαλαιοκρατών. Σε μια τέτοια αντίληψη αποκτά όλο της το νόημα η «διεύρυνση των παραγωγικών σχέσεων».
38. Β. Coriat, οπ. παρ., σελ. 50.
39. Το πράγμα δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν η μέθοδος του Ρίχτα ήταν αποκλειστικά δική του, αν δηλαδή δεν χαρακτήριζε το σύνολο σχεδόν των αναλύσεων των Σοβιετικών (τουλάχιστον) «οικονομολόγων» εδώ και μερικές... δεκαετίες. Αναλύσεων που ορίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις σαν την «έκφραση της σχετικής ελευθερίας του ανθρώπου απέναντι στις φυσικές δυνάμεις», για να διατυπώσουν εν συνεχεία «τους θεμελιώδεις νόμους του ιστορικού υλισμού» (νόμος της συνεχούς προόδου των παραγωγικών δυνάμεων, νόμος της μεταφοράς ανθρώπινου έργου στις υλικές και ενεργητικές παραγωγικές δυνάμεις κ.λπ.). Βλέπε σχετικά: W. G. Marachow: Structur und Entwicklung der Produktivkräfte in der Sozialistischen Gesellschaft, Berlin, Dietz Verlag, 1972.
40. Και στο σημείο αυτό οφείλουμε μια εξήγηση:
Πράγματι, ο Ρίχτα έχει δίκιο να υποστηρίζει πως οι μηχανές από μόνες τους είναι ανεξάρτητες από «τα κοινωνικά συστήματα». Οι μηχανές, από μόνες τους, δεν είναι ούτε καπιταλιστικές ούτε σοσιαλιστικές. Πολύ απλά, σχεδιάζονται με την προοπτική να ενσωματωθούν σε ένα πλέγμα συγκεκριμένων κάθε φορά παραγωγικών σχέσεων και λειτουργούν μέσα σ' αυτό. Αυτό ακριβώς το στοιχείο απουσιάζει από την αντίληψη του Ρίχτα που αρνείται τον κοινωνικό επικαθορισμό της εργασιακής διαδικασίας. Αυτό ακριβώς το στοιχείο απουσιάζει επίσης από την αντίληψη που βλέπει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας εργασίας σε μια σχέση εξωτερικότητας με αυτήν, συνδέοντας τα με τους στόχους της παραγωγής (βλέπε π.χ. τη φιλολογία περί ανάπτυξης στην υπηρεσία του λάου κ.λπ.).
41. «Εάν η συνεχής επαναστατικοποίηση των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί τις υλικές βάσεις του σοσιαλισμού, δημιουργεί ταυτόχρονα τα πιο σημαντικά εμπόδια για τη νίκη του. Ακριβώς επειδή στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η επανάσταση δεν θα προέλθει ποτέ από μια απλή μεταβολή των «υλικών δεδομένων» όπως φαίνεται να υπονοούν οι ιδεαλιστές της ETE, προϋποθέτει μια βίαιη παρέμβαση στη «φυσική ροή» της ιστορίας, μια μερική καταστροφή των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων, μια ριζική ανατροπή των κοινωνικών αναγκών. Τα πρωτεία του ελεύθερου χρόνου στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο, η αδιάκοπη πολιτιστική επανάσταση, η δημιουργία, ουσιαστικά, ενός κοινωνικού μοντέλου στο όποιο «η επανάκτηση του ελέγχου από τον άνθρωπο πάνω στο προϊόν της εργασίας του(...)» (Λίρι) θα είναι οι κύριοι στόχοι της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». (J. Semprum: Η ETE, ένας ρεβιζιονιστικός μύθος, II Manifesto).
Το απόσπασμα αυτό αποτελεί, πιστεύω, τη περιεκτικότερη κριτική του οικονομισμού των θεωρητικών της ETE.