Κρίση οικονομική, άλλα και κρίση συνδικαλιστική

Του Ανέστη Ταρπάγκου

Απέναντι στην κρίση της οικονομίας, κρίση του εργατικού συνδικαλισμού

Συμπληρώνεται ήδη ένα δίμηνο απ' την ψήφιση της τροπολογίας του άρθρου 27 του Ν. 1320/82 που απαγόρευσε τη χορήγηση αυξήσεων στους εργαζόμενους για ολόκληρο το 1983, σε εφαρμογή της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Ήδη διαγράφεται η πολύ συγκεκριμένη προοπτική να περάσει στο ακέραιο αυτή η οικονομική πολιτική, παρ' όλο που είναι αμφίβολη η επιτυχία των στόχων της, και παρ' όλο που δεν διαφαίνεται ούτε ουσιαστική μείωση της ανεργίας, ούτε σημαντική διεύρυνση του παραγωγικού δυναμικού. Κι ενώ πρόκειται για μια βαθιά κρίση που πηγάζει απ' τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των δομών και του τρόπου παραγωγής, κινδυνεύει να παγιωθεί σε ευρύτερα στρώματα και αυτών των ίδιων των εργαζομένων, η αντίληψη που προπαγανδίστηκε απ' τον αστισμό, ότι πρόκειται για μια κρίση ουδέτερης μορφής, που σε τελική ανάλυση οφείλεται σ' αυτή την ίδια τη φύση του ανθρώπου, και που οι αίτιες της δεν βρίσκονται κατά κανέναν τρόπο στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις.

Παράλληλα, στο δίμηνο αυτό συγκεκριμενοποιήθηκε ήδη και η τοποθέτηση, και έχουν γίνει φανερές οι διαθέσεις, των εργατικών οργανώσεων, πρωτοβάθμιων, ομοσπονδιών και ΓΣΕΕ, απέναντι στην κυβερνητική οικονομική πολιτική. Και ακριβώς, σ' αυτό το επίπεδο τοποθετούνται οι επισημάνσεις που γίνονται εδώ, και όπου διαγράφονται νοοτροπίες και στάσεις που προορίζονται να σηματοδοτήσουν το συνδικαλιστικό μας κίνημα για τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, στην πορεία του ενάμισι χρόνου από την πολιτική αλλαγή του Οκτώβρη 1981 και μέχρι σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες ενός αντιφατικού φαινομένου στο κίνημα των εργαζομένων της χώρας μας: Ενώ, απ' τη μια πλευρά, πραγματοποιείται μια οργανωτική ανάκαμψη και θεσμική αλλαγή (μαζική επέκταση των εργοστασιακών σωματείων τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στις περιφερειακές βιομηχανίες καθαίρεση εργοδοτικών και νόθων διοικήσεων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλων των επιπέδων διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθερίων με τη λειτουργία του πλαισίου του Ν. 1264/82 κ.λπ.). Απ' την άλλη πλευρά, κι αυτό είναι το σημαντικότερο η καμπύλη των αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων είναι σαφέστατα φθίνουσα, φτάνοντας μέχρι και την ενδεχόμενη πλήρη εξουδετέρωση των ταξικών αγώνων. Είναι η ίδια η εφαρμογή της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης που αποτέλεσε την αφορμή της εκδήλωσης αυτού του είδους της κρίσης του συνδικαλιστικού μας κινήματος, γιατί τι άλλο παρά σοβαρή κρίση εκφράζει αυτή η έκδηλη αντίφαση ανάμεσα στην ανιούσα οργανωτική και θεσμική προώθηση και στην κατιούσα ταξική αγωνιστικότητα;

Προοπτική αδρανοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος;

Η Γενική Συνομοσπονδία μετά την πανελλαδική 4ωρη στάση εργασίας, που άλλωστε δεν αφορούσε ευθέως και κεντρικά την οικονομική πολιτική, αρνήθηκε να προχωρήσει σε κλιμάκωση των απεργιακών αγώνων. Ισχυρές ομοσπονδίες της Κοινής Ωφέλειας, αλλά και κλαδικές (ΟΤΟΕ, ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, Κλωστοϋφαντουργία, Μεταλλουργία κ.λπ.), δεν προσανατολίστηκαν σε διεκδικητικές κινητοποιήσεις, όπως εξ άλλου πολύ περισσότερο τα εργατικά Κέντρα. Στα πρωτοβάθμια συνδικάτα, κύρια στα εργοστασιακά σωματεία της βιομηχανίας, οπού έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος, επικράτησαν αντίστοιχες κατευθύνσεις ανενεργοποίησης: Τα ορισμένα επιχειρησιακά συνδικάτα που προχώρησαν σε απεργιακούς αγώνες για τη μεταλλαγή της οικονομικής πολιτικής, όπως στην ΜΠΕΡΚΣΑΙΡ, στην ΙΝΤΕΑΛ ΣΤΑΝΤΑΡ ή στου ΤΣΑΟΥΣΟΓΛΟΥ, δεν αποτελούν, μέσα στις εκατοντάδες σήμερα των εργοστασιακών σωματείων, παρά την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Έτσι, οι ταξικοί εργατικοί αγώνες που πραγματοποιούνται αυτή την περίοδο περιορίστηκαν είτε σε αμυντικές κινητοποιήσεις με κύριο στόχο τη ματαίωση η την ανάκληση απολύσεων εργαζομένων (Όπως στην κλωστοϋφαντουργία ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ η στα αμαξώματα ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ), είτε σε μερικότερα ζητήματα που δεν θίγουν το πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής πολιτικής (π.χ. ασφαλιστικά εργατικά προβλήματα στις Ξένες Τράπεζες).

Από που πηγάζει, λοιπόν, αυτή η επικίνδυνη εξουδετέρωση της ταξικής αγωνιστικής πρακτικής των εργατικών οργανώσεων; Μήπως απ' τη συναίνεση της εργατικής τάξης στην εισοδηματική πολιτική, η μήπως πρόκειται για μια συνδικαλιστική συνέπεια της εθνικής ομοψυχίας που προβάλλεται απέναντι στα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής; Μήπως προέρχεται απ' την οξυμένη ανεργία που δρα καθηλωτικά στους εργατικούς αγώνες, η μήπως απ' την απόρριψη του υποτιθέμενου οικονομισμού και την υιοθέτηση θεσμικών διεκδικήσεων, που πραγματώνονται μέσα στις τελευταίες πρωθυπουργικές εξαγγελίες; Παρ' όλη τη σχετική σημασία αυτών των παραγόντων, τα αίτια της συνδικαλιστικής αυτής κρίσης εντοπίζονται κύρια στο πολιτικό επίπεδο, σε πολιτικές πρακτικές με σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Γιατί η συναίνεση των εργατοϋπαλλήλων στην καθήλωση των αμοιβών τους, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανικών προϊόντων, κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. ούτε βέβαια οι αμερικανικές και αντιδραστικές πιέσεις είναι γεγονότα τέτοιου είδους που να μπορούν να αδρανοποιήσουν το ταξικό κίνημα των εργαζομένων. Άλλα και το υψηλό ποσοστό ανεργίας δεν δημιουργήθηκε σήμερα· υπήρχε με ένα μονιμότερο χαρακτήρα, και στα προηγούμενα χρόνια, πράγμα που δεν εμπόδισε το εργατικό κίνημα να χαρακτηρίζεται από μια αυξημένη αγωνιστικότητα. Και τέλος, όσον άφορα τις θεσμικές διεκδικήσεις: αλλαγές όπως η επέκταση του Ν.2112-20 και στους εργατοτεχνίτες, η καθιέρωση της πενθήμερης εβδομάδας των 40 ωρών κ.λπ., παρ' όλο που είναι αναγκαίες, όμως δεν θίγουν κατά κανέναν τρόπο τις δομές και τη λειτουργία των καπιταλιστικών μηχανισμών της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα, και σαν τέτοιες άλλωστε έχουν την αποδοχή του βιομηχανικού κεφαλαίου.

Συνδικαλιστικές πρακτικές και δυνατότητες διεξόδου απ' την κρίση

Έτσι, οι αίτιες της σοβαρής αυτής κρίσης του εργατικού κινήματος σήμερα, εντοπίζονται στην επικράτηση συνδικαλιστικών και πολιτικών πρακτικών στα εργατικά συνδικάτα που είναι ανεπαρκείς η αντιστρατεύονται στις δεδομένες συνθήκες στη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης, μαχητικής και ταξικής προοπτικής.

Αρχικά, η συνδικαλιστική πολιτική των εργατικών δυνάμεων που επηρεάζονται απ' την κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ και εκφράζονται μέσα από την ΠΑΣΚΕ, επικαθορίζεται πλέον σήμερα κατά τρόπο ολοκληρωτικό απ τις επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής. Αντί ο πολιτικός φορέας να αποτελεί την προέκταση του εργατικού συνδικάτου, αντίληψη που είχε υποστηριχθεί προηγούμενα, στη σημερινή συγκυρία, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ γίνονται απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής, στην επεξεργασία της οποίας ούτε αυτές οι ίδιες συμμετείχαν. Και βέβαια, οντάς δεδομένο σήμερα ότι η συνδικαλιστική παράταξη του κυβερνητικού κόμματος αποτελεί κυρίαρχη δύναμη στον εργοστασιακό συνδικαλισμό και την Κοινή Ωφέλεια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δρώντας σαν ιμάντας μεταβίβασης της κυβερνητικής πολιτικής συνεργασίας των τάξεων (χαρακτηριστική απ' αυτή την πλευρά είναι η πρωθυπουργική αναφορά στο κράτος εργοδοτών και εργαζομένων...), και αναστολής της σύγκρουσης με το βιομηχανικό κεφάλαιο, γίνεται ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας της αδρανοποίησης του εργατικού κινήματος. 'Απορρίπτοντας την ανάγκη του εργατικού αγώνα στο οικονομικό πεδίο σε μια κατεύθυνση αντικαπιταλιστική σαν οικονομίστικη επιδίωξη, τη στιγμή που η συμμετοχή της εργατικής τάξης στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, τόσο στο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας, όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων, αποτελείωναν κεντρικό σοσιαλιστικό στόχο του κοινωνικού κινήματος. Αποφεύγοντας παράλληλα να προωθήσει αγωνιστικά ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές, τόσο στο εργοστάσιο όσο και στους μηχανισμούς της κοινωνίας, που περιορίζουν δραστικά το διευθυντικό δικαίωμα και την κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, και που συνιστούν εξ ίσου θεμελιώδη στοιχεία της πάλης για τη σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση. Έτσι ενεργώντας, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ δρουν σήμερα στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσης του ταξικού και αγωνιστικού χαρακτήρα του εργατικού κινήματος, και τελικά της πολιτικής του υποβάθμισης και περιθωριοποίησης.

Στη συνέχεια, οι εργατικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης του ΚΚΕ εκφρασμένες μέσα από την ΕΣΑΚ, κυρίαρχες στα κλαδικά σωματεία και σε ορισμένες κλαδικές ομοσπονδίες, αλλά και με σημαντικές προσβάσεις σήμερα στον εργοστασιακό συνδικαλισμό, ολοκληρώνουν απ' την πλευρά τους την καθηλωτική επίδραση της ΠΑΣΚΕ. Όντας διαποτισμένη η πολιτική τους απ' τον οικονομισμό, προβάλλουν αποκλειστικά την ανάγκη αποσπασματικών αυξήσεων, ενώ παρακάμπτουν την κεντρική επιδίωξη της μετατροπής της εργατικής τάξης σε αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Αλλά και με την οικονομίστικη ακόμη λογική, κύρια αρκούνται στη φραστική καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής, ενώ στο επίπεδο των πρωτοβάθμιων οργανώσεων δεν παίρνουν την πρωτοβουλία της διεξαγωγής μαζικών απεργιακών αγώνων για την ανατροπή της. Βασικά, επιδιώκουν περισσότερο να εισπράξουν στο πολιτικό επίπεδο τις δυσαρέσκειες της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, παρά να προωθήσουν τον αντικαπιταλιστικό οικονομικό αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος. Υποβαθμίζοντας παράλληλα την ανάγκη της πάλης για ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές, δεν συμβάλλουν κατά κανένα τρόπο στην κατάκτηση θέσεων του εργατικού κινήματος στην παραγωγική διαδικασία και στους κοινωνικούς μηχανισμούς. Έτσι δρώντας, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΕΣΑΚ ολοκληρώνουν την πολιτική αδρανοποίηση των εργατικών συνδικάτων, τακτική που βαθαίνει ακόμη περισσότερο την κρίση στη συνδικαλιστική πολιτική που προκαλεί η πρακτική της ΠΑΣΚΕ.

Η ανάγκη έτσι της ανάδειξης μιας ανεξάρτητης, ταξικής αγωνιστικής φυσιογνωμίας του συνδικαλιστικού μας κινήματος, με αιχμή τα εργοστασιακά σωματεία και τις ομοσπονδίες της Κοινής Ωφέλειας, είναι επιτακτική, όμως και εξαιρετικά δύσκολη στην πραγματοποίηση της. Κι αυτό με δεδομένη την κυριαρχική επίδραση των συνδικαλιστικών δυνάμεων που επηρεάζονται απ' την κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ και απ' την αντιπολίτευση του ΚΚΕ. Η ανάγκη της λύσης της αντίφασης, του ξεπεράσματος της κρίσης στην Οποία έχει ήδη μπει το εργατικό μας κίνημα, με την προώθηση ταξικών αγώνων και στην κατεύθυνση αντικαπιταλιστικών οικονομικών αλλαγών, που αντιστρατεύονται την πολιτική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, και στην κατεύθυνση βαθιών θεσμικών αλλαγών στο εργοστάσιο και την κοινωνία, που κατά κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται στην εξομοίωση των εργατών με τους υπαλλήλους, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη μιας σοσιαλιστικής συνδικαλιστικής πολιτικής. Η πολιτικοποίηση των εργατικών οργανώσεων βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της συνδικαλιστικής πρακτικής. Αν βέβαια βλέπουμε την ταξική πάλη του εργατικού κινήματος σαν κινητήρια δύναμη της κοινωνικής αλλαγής και σαν προϋπόθεση και όρο της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης. Σ' αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η αιχμή των ανανεωτικών δυνάμεων του εργατικού μας κινήματος, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών.

Θεσσαλονίκη, 19 Φεβρουαρίου 1983

Ανέστης Ταρπάγκος

Πρόεδρος Σωματείου εργατοϋπαλλήλων Τεχνικής Εταιρίας ΕΛΛΚΑΤ.