Τo στοίχημα για κάθε πολιτική διαχείρισης της κρατικής εξουσίας είναι να μπορέσει να οργανώσει τη συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων, αλλά και των μερίδων που στηρίζουν την κρατική εξουσία έχοντας ενμέρει αποκλίνουσες στρατηγικές επιδιώξεις, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ομαλή αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός της Νέας Δημοκρατίας δεν κατόρθωσε να εγγυηθεί τους βασικούς όρους μιας τέτοιας πολιτικής, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η τυφλή αναδιάρθρωση δημιούργησε μια εκρηκτική κοινωνική συγκυρία, με τις μαζικές απολύσεις, τη διόγκωση της ανεργίας, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την περιστολή του εργατικού εισοδήματος, σε σημείο που να θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την απλή αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Το «εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων» δεν ήταν παρά ένα τεράστιο παζάρι προμηθειών, εκποιήσεων του εθνικού πλούτου και καταστροφής παραγωγικού δυναμικού, με μόνο γνώμονα την απαξίωση του μη επαρκώς υπεραξιούμενου κεφαλαίου ως τρόπου διεξόδου από την κρίση. Η όξυνση των αντιφάσεων στο εσωτερικό του μπλοκ του κεφαλαίου ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής της ύφεσης, η οποία επέτεινε τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης χωρίς να υπάρχει από την πλευρά του κράτους κάποιο σχέδιο επιλεγμένης στήριξης μερίδων ή μεμονωμένων κεφαλαίων στον αγώνα για την επιβίωση. Ταυτόχρονα, η σκληρή νομισματική πολιτική αύξησε την πίεση του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, με αποτέλεσμα τη διόγκωση των κοινωνικών αντιστάσεων και την κοινωνική αστάθεια. Τέλος, αυτό το εκρηκτικό αντιφατικό μίγμα εκδηλώθηκε και στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών, όπου για μια ακόμη φορά παρατηρήθηκε το φαινόμενο της απευθείας παρέμβασης του κράτους στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, αφενός στη σύγκρουση με τους εκδότες και αφετέρου στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ και των άλλων μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων, (οπότε και προσέλαβε τη μορφή ανοιχτής κρίσης η από μακρού σωβούσα αμφισβήτηση της διαχειριστικής πολιτικής της ΝΔ). Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι η πτώση της κυβέρνησης συνδέθηκε με αυτά ακριβώς τα γεγονότα, ενώ η ραγδαίες εξελίξεις μετά το καλοκαίρι έβαλαν στο επίκεντρο της διαμάχης το σύνολο των αρνητικών όψεων της κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ. Το παιχνίδι είχε ανοίξει για μια συνολική επανεξέταση της κρατικής διαχείρισης.
Το σκηνικό αυτό το εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο το ΠΑΣΟΚ με μια ευφυή πολιτική στρατηγική, η οποία εστίασε το ενδιαφέρον της προεκλογικής καμπάνιας στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής, προβάλλοντας έναν διαφορετικό λόγο κοινωνικής συναίνεσης και διατεταγμένης εξόδου από την κρίση, ενώ ταυτόχρονα άφησε να διαφανεί ότι το θεσμικό πρόβλημα που ανέκυψε το 1988-89 με τα δικά του διαχειριστικά λάθη οφείλει να κλείσει οριστικά μετά την εκλογική αναμέτρηση. Εδώ εντάσσονται ως προς το πρώτο σκέλος η στρατηγική του «κοινωνικού συμβολαίου» και του «κράτους-επιτελείου», ενώ κατά το δεύτερο μέρος προτάθηκε η διασφάλιση της κρατικής ουδετερότητας σε ζητήματα καπιταλιστικού ανταγωνισμού - ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κομβικές επενδύσεις - με την πρόταση Παπανδρέου για σύσταση ανεξάρτητης από τη διοίκηση επιτροπής που θα ασχολείται με τα μεγάλα δημόσια έργα. Αυτή η εικόνα που έδωσε το ΠΑΣΟΚ προς τις μερίδες του κεφαλαίου, καθώς και η κοινωνική διάσταση της πολιτικής του που προέβαλε προς τους εργαζόμενους, στάθηκαν αρκετές για να του διασφαλίσουν την αναγκαία αίσθηση υπεροχής απέναντι στην πολιτική της ΝΔ. Χαρακτηριστικά στο ζήτημα αυτό είναι τα άρθρα του Ν. Νικολάου στο Βήμα και τα Νέα, στα οποία εκθειάζεται η ισορροπημένη οικονομική και κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήρθε να επιβεβαιώσει την απαξίωση της νεοφιλελεύθερης εκδοχής της ΝΔ και την εδραίωση μιας απόπειρας ήπιας αναδιάρθρωσης από το ΠΑΣΟΚ.
Το εκλογικό αποτέλεσμα με την περιφανή νίκη του ΠΑΣΟΚ καταγράφει μια σειρά ενδιαφέρουσες παραμέτρους της ελληνικής κοινωνικής συγκυρίας. Το πρώτο και βασικότερο συμπέρασμα συνίσταται στο γεγονός ότι οι κοινωνικές αντιστάσεις κάθε άλλο παρά απονευρωμένες είναι, και τούτο παρά τον ανελέητο πόλεμο που ασκήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια με τις ιδεολογικές καμπάνιες του «λαϊκισμού» και του «εκσυγχρονισμού». Στην Ελλάδα δεν έχει περάσει το σύνθημα: «Άνεργε, φτιάξε και συ τη δική σου επιχείρηση!». Ένα δεύτερο συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα από την εκλογική καμπάνια, είναι ότι η επιστροφή σε ένα κοινωνικότερο πρότυπο διαχείρισης, δεν συνεπάγεται αυτόματα την κλασικού τύπου σοσιαλδημοκρατική συνταγή του κεϋνσιανού κράτους. Η κοινωνική πολιτική θα πατήσει στο έδαφος των νεοφιλελεύθερων αναδιατάξεων των τελευταίων ετών, επιφέροντας απλώς ορισμένες διορθώσεις στις ακρότητες και αποκαθιστώντας ορισμένα ελάχιστα όρια κοινωνικής πρόνοιας που είχε την τάση να καταργήσει η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Τέλος, η οικονομική πολιτική θα εναρμονιστεί με μια γενικότερη τάση που φαίνεται να επικρατεί διεθνώς με επίκεντρο τις ΗΠΑ, αλλά και με αιχμές που διακρίνονται ήδη και σε συντηρητικές κυβερνήσεις της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), σύμφωνα με την οποία το κράτος έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις οικονομικές διεργασίες, ιδίως όσον αφορά τον διεθνή κεφαλαιακό ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η «σύγκλιση» τύπου Μάαστριχτ στην ΕΟΚ, οι αδυναμίες που καταγράφηκαν με την κρίση στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, καθώς και η σχετική αυτονόμηση των κρατών-μελών σε ζητήματα διεθνούς εμπορικής πολιτικής, δείχνουν ότι υπάρχουν περιθώρια για άσκηση μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής που θα διασφαλίζει μια ομαλότερη πορεία καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτό το σχετικά ελαστικότερο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής εντός της ΕΟΚ, μαζί με το γεγονός ότι στον ευρωπαϊκό και διεθνή ορίζοντα αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια ανάκαμψης, ενδέχεται να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερη την οικονομική συγκυρία για το ΠΑΣΟΚ, ώστε η πορεία αποπληθωρισμού να συνοδευτεί από τόνωση της ζήτησης στον εξαγωγικό τομέα.
Παραμένουν όμως ορισμένα ζητήματα ανοιχτά στη μετεκλογική συγκυρία. Το πρώτο και κυριότερο αναφέρεται σε ένα παράδοξο που θα το αποδίδαμε σχηματικά ως αναντιστοιχία πολιτικής και κοινωνικής ηγεμονίας. Ενώ στο πολιτικό επίπεδο μετά τις εκλογές, μια πρόχειρη ανάγνωση των αποτελεσμάτων δείχνει ότι η πολιτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ είναι ευρύτερη του 47%, εφόσον φαίνεται πως η «Πολιτική Άνοιξη» ανέκοψε ένα ρεύμα της τάξης του 2-3% προς το πλειοψηφούν κόμμα (γεγονός που καταγράφεται και στους σταυρούς των μη δεξιάς προέλευσης υποψηφίων της, τύπου Λεντάκη), και το «μαύρο μέτωπο» αποσπά ένα συνολικό ποσοστό της τάξης του 42%, εντούτοις στο κοινωνικό επίπεδο είναι υποχρεωμένος κανείς να καταγράψει την απουσία κοινωνικού ριζοσπαστισμού και την ενγένει ηγεμονία ενός πρωτογενούς φιλελευθερισμού με αντικρατικές αιχμές που αγγίζουν και · τον κοινωνικό ρόλο του κράτους. Το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να επιδείξει εδώ ιδιαίτερη επιδεξιότητα χειρισμών, προκειμένου να αποσπά τη συναίνεση αυτού του νεοφιλελεύθερου νέφους, επιχειρώντας ταυτόχρονα να περιορίσει την κοινωνική απήχηση του. Πρόκειται για πολιτική που οφείλει να ασκείται μέσω των κρατικών μηχανισμών και των θεσμών, οι οποίοι θα πρέπει να αποδεικνύουν σε κάθε βήμα την κοινωνική «αποδοτικότητα» τους, αφαιρώντας αέρα από τα πανιά της διάχυτης κοινωνικής ιδεολογίας του «μαύρου μετώπου». Την ίδια στιγμή ωστόσο, θα πρέπει να ασκήσει μια αποδοτική πολιτική προστασίας του εργατικού εισοδήματος και ενεργού μείωσης της ανεργίας, ώστε να διατηρήσει τα κοινωνικά στηρίγματα που το έφεραν στην κρατική διαχείριση. Διότι κορμός της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ είναι τα υπεράνω του μέσου όρου ποσοστά που απέσπασε σε εργατικές συνοικίες, όπως είναι η Β' Πειραιά, ή περιοχές που είχαν πληγεί από την αποβιομηχάνιση και την ανεργία, όπως είναι το Μαντούδι στην Εύβοια, ή περιοχές του νομού Κοζάνης. Δεν παραθέτουμε αυτές τις δυο κατευθύνσεις ως αντιφατικό μίγμα ασυμβίβαστων επιλογών, αλλά ως επιταγή για την κρατική διαχείριση που θα πρέπει να βαδίζει συχνά στην κόψη του ξυραφιού ώστε να διατηρήσει τη συνοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ακτινοβολία ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου. Μάλιστα, το ΠΑΣΟΚ έχει αυτή τη στιγμή το μέγα πλεονέκτημα να επιχειρεί τον πολιτικό επαναπροσδιορισμό του διαμέσου της κρατικής διαχείρισης, τη στιγμή που άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη (βλ. Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία), είναι αναγκασμένα να το κάνουν παρακολουθώντας τις διαχειριστικές αναδιατάξεις στη σκιά των κυβερνώντων συντηρητικών κομμάτων, μετά από εκλογική συντριβή (Γαλλία) ή μακροχρόνια αντιπολίτευση (Βρετανία και Γερμανία). Ενώ στην Ελλάδα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και διατηρεί την πολιτική ηγεμονία.
Ένα δεύτερο και αρκετά σημαντικό ζήτημα που ανακύπτει από την πορεία των τελευταίων μηνών, είναι η εκ των άνω επιχειρούμενη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Το κόμμα Σαμαρά που είχε σοβαρότατη προβολή από τον τύπο και τα μ.μ.ε., το κόμμα που προσπάθησε να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό με πολιτικά μέσα, κατέληξε εντέλει σε ποσοστό που κάθε άλλο παρά εκφράζει μια σοβαρή κοινωνική δυναμική. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι ο συντηρητικός χώρος διατηρείται σε επίπεδα της τάξης του 40%, γεγονός αποτρεπτικό για οποιουσδήποτε τυχοδιωκτισμούς ενδέχεται να έχουν περάσει από το μυαλό των απεργαζομένων «λύσεις» στο πολιτικό παρασκήνιο. Για δεύτερη φορά λοιπόν παρατηρούμε ότι η απόπειρα δημιουργίας τρίτου πόλου με ασαφή χαρακτηριστικά και επιδεκτικού εξωτερικών παρεμβάσεων, απέτυχε στον πυρήνα της: το 1989 χρησιμοποιήθηκε ο «Συνασπισμός» και η «κυβέρνηση Τζανετάκη» ως «υπέρβαση», σήμερα το εγχείρημα είναι πιο cool, περιοριζόμενο στη συνήθη ιδεολογία της ηλικιακής ανανέωσης με συνθήματα δανεισμένα από επιτραπέζιο ημεροδείκτη (στοχαστικός συνδυασμός των λέξεων «σήμερα», «αύριο», «χθες», «μέλλον» κλπ.). Τα μεγάλα κόμματα άντεξαν και τις δυο φορές στην επίθεση και καταγράφονται ως συμπαγή μπλοκ που έχουν ως σημείο εκκίνησης ποσοστά άνω του 35%. Οι δυο αυτές απόπειρες φαίνεται να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει το περιθώριο για τυχοδιωκτικούς πειραματισμούς τύπου Ιταλίας, ενώ αποδεικνύουν ότι η κοινωνική συνοχή της Ελλάδας είναι ίσως υψηλότερη από αυτή που στη σημερινή συγκυρία παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου αναφύονται εκ του μηδενός αυτονομιστικά κινήματα και φασιστικού τύπου πρωτοβουλίες. Παρά τη διαρκή φιλολογία των μ.μ.ε. περί «αναξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών», παρά την προπαγάνδα του λευκού και της αποχής, οι «αηδιασμένοι από την πολιτική» Έλληνες ψηφίζουν κατά ποσοστό άνω του 86% τα δυο μεγάλα κόμματα!
Ένα τρίτο συμπέρασμα αναφέρεται στην τύχη της Αριστεράς. Είναι σήμερα εμφανές ότι αρχίζει να καταγράφεται, και σε όρους εκλογικών αποτελεσμάτων, η τάση χρεωκοπίας της μεταπολεμικής Αριστεράς που εγγράφεται στην κομμουνιστική ιστορική παράδοση. Βεβαίως η ελληνική περίπτωση εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εφόσον έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία του Συνασπισμού που συγκυβέρνησε με τη ΝΔ προκειμένου να λεηλατήσει το ΠΑΣΟΚ. Το πολιτικό στοιχείο επιτάχυνε λοιπόν την πτώση. Όμως, όσα δεν ολοκλήρωσε ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός των ηγετών του Συνασπισμού, τα αποτελείωσε η χωρίς συγκυριακή αντιστοίχηση διαίρεση της. Από τη μια πλευρά μια αυτόνομη παρουσία ενός δεξιού σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος (του σημερινού ΣΥΝ) που αρνείται να ενταχθεί στην κρατούσα σοσιαλδημοκρατία, και από την άλλη η «κομμουνιστική» εμμονή του ΚΚΈ χωρίς την ομπρέλλα των «σοσιαλιστικών» χωρών, με τελική κατάληξη έναν «πολιτικό συνδικαλισμό» που δεν αντιστοιχείται με τις σύγχρονες εργασιακές ανακατατάξεις. Είναι μάλλον προφανές ότι και οι δυο τακτικές παραλλαγές της χρεωκοπημένης στρατηγικής της αναδιανομής ως πεμπτουσίας της Αριστεράς, βαίνουν προς πολιτικό παροπλισμό. Γεγονός είναι πάντως ότι η όποια αντικαπιταλιστική προοπτική δεν θα δεχθεί σοβαρά πλήγματα από την έκλειψη αυτής της αδιέξοδης παρουσίας. Ενώ πολύ πιο κρίσιμα μέλλουν να αποδειχθούν τα μελλοντικά κομβικά σημεία των κοινωνικών αντιφάσεων, τα οποία μπορεί να αναδείξουν νέες ευκαιρίες για μια στρατηγική ανατροπής. Προς το παρόν όμως θα πρέπει να παρηγορηθούμε όσοι υποστήκαμε τη δεινή ήττα να μην έχουμε εκπροσώπους στη Βουλή τους αριστερούς υπουργούς του Μητσοτάκη, τους καθαρσιάρχες, τη Μαρία, τους θυμοσοφιστές κλπ. Η ζωή είναι καμιά φορά πολύ σκληρή με τους Αριστερούς...
Ανοίγεται λοιπόν μια νέα περίοδος πολιτικών παιχνιδιών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Το κοινωνικό τοπίο είναι θολό και τα όρια της πολιτικής αρκετά περιορισμένα. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός ηττήθηκε στην ακραία και επιθετική μορφή του, και ότι επανέκαμψε ένας λόγος με κοινωνικές αναφορές και επίκληση της αλληλεγγύης - ειδικά στη σημερινή περίοδο έντασης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, δεν είναι αμελητέο, αλλά μάλλον εξαιρετικά ευοίωνο και ενθαρρυντικό γεγονός. Σε αυτές τις δύσκολες εποχές, ίσως να αρκεί η θέρμη που δημιουργεί η σκέψη ότι οι ανά την Ελλάδα απολυμένοι μπορεί να βρήκαν και πάλι την ελπίδα το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου. Έστω και για λίγα εικοσιτετράωρα...
Υ.Γ. Ο περιορισμένος χώρος αυτού του σημειώματος, απόρροια του γεγονότος ότι εγράφη τη επομένη των εκλογών, δεν επιτρέπει εκτενή αναφορά στη ελληνική και διεθνή συγκυρία. Δεν είναι δυνατό ωστόσο να αποφύγουμε δυο λόγια για τις εξελίξεις στη Ρωσία. Το γεγονός ότι η ανοιχτή δικτατορία του Γέλτσιν χαιρετίστηκε από όλο τον «ελεύθερο κόσμο» ως νίκη της Δημοκρατίας, δεν είναι μόνο απόρροια διεθνοπολιτικών συμφερόντων, αλλά απεικονίζει και την αίσθηση του συντεταγμένου που διέπει το κέντρο βάρους της «σύγχρονης δημοκρατικής σκέψης». Μένει τώρα να δούμε και μια ιστορική επανεξέταση των κατηγοριών που έχουν διατυπωθεί ενάντια στον Αδόλφο Χίτλερ και τους επιτελείς του, οι οποίοι κατά βάση τις ίδιες προθέσεις είχαν: την καταστολή της κομμουνιστικής ανταρσίας.