Η Υπανάπτυξη (της θεωρίας) ως Απολογητική*
(Απόψεις για την ελληνική κοινωνία, τον κοινοβουλευτισμό, την εκβιομηχάνιση)
του Γιάννη Μηλιού

1. Μετά τις θεωρίες της «εξάρτησης» τι;

Στη μετά τη μεταπολίτευση του 1974 περίοδο, κυριάρχησαν στο χώρο της Αριστεράς οι θεωρίες της «εξάρτησης» του ελληνικού καπιταλισμού. Επρόκειτο, όπως είναι γνωστό, για θεωρητικά σχήματα που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν ταυτόχρονα ερμηνείες της νεοελληνικής πραγματικότητας και ιδεολογικές «αφετηρίες» για τη χάραξη μιας εναλλακτικής πολιτικής στρατηγικής. Έχουμε επανειλημμένα ασχοληθεί στο παρελθόν με την κριτική των θεωριών αυτών (ενδεικτικά: Μαστραντώνης/Μηλιός 1983, Μηλιός 1983α,β, Μηλιός 1988) και γι αυτό δεν θα επανέλθουμε. Επισημαίνουμε μόνο ορισμένα στοιχεία, που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε τη διολίσθηση εκείνων που στις δεκαετίες του 1970 και 1980 διαχειρίστηκαν τις θεωρίες της «εξάρτησης» (πολιτικών ηγεσιών αλλά και κοινωνικών επιστημόνων) προς παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικές (η περίπτωση των πολιτικών ηγεσιών) ή και ανοικτά συντηρητικές θέσεις (η περίπτωση πολλών ακαδημαϊκών).

Οι θεωρίες της «εξάρτησης», κυρίως στις τριτοκοσμικές εκδοχές τους, αλλά και σ' αυτές της παραδοσιακής Αριστεράς, χαρακτηρίζονταν από δύο στοιχεία:

α) Έναν επιφανειακό ριζοσπαστισμό, που συνίστατο στην κατηγορηματική απόρριψη του «εξαρτημένου» χαρακτήρα της νεοελληνικής (καπιταλιστικής) κοινωνίας.

β) Ένα απολογητικό περιεχόμενο, που στοιχειοθετείτο μέσα από την κατοπτρική αντιδιαστολή εξαρτημένων-εξαρτώντων κρατών (περιφέρειας-κέντρου): Αυτό που στερούνταν οι «εξαρτημένες» κοινωνίες (την «αυτόκεντρη ανάπτυξη την οικονομική ευημερία, την πολιτική ανεξαρτησία, την εθνική εξωτερική πολιτική, το «κράτος πρόνοιας», τη «συμμετοχή του πολίτη» στα «κέντρα λήψης αποφάσεων», κλπ.) ήταν ακριβώς αυτό που διέθεταν σε αφθονία οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Οι ταξικές σχέσεις εξουσίας, η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η πολιτική και κοινωνική καταπίεση των εργαζόμενων τάξεων στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού συσκοτίζονταν πίσω από τα κοινότοπα ιδεολογήματα της αστικής ιδεολογίας περί «ανάπτυξης» και «κράτους δικαίου». Το ρόλο του φύλλου συκής στο απολογητικό αυτό περιεχόμενο καλείτο να παίξει μια αφελής κατασκευή περί της παγκοσμιότητας του καπιταλισμού, σύμφωνα με την οποία οι καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες είναι αυτές που ευθύνονται για τα δεινά των εξαρτημένων. Αν οι δυτικές χώρες πέτυχαν την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη είναι γιατί την στέρησαν από τις άλλες, τις εξαρτημένες χώρες.

Το δίπολο «εξάρτηση-ανεξαρτησία», «ανάπτυξη-υπανάπτυξη» ορίζει και την πολιτική στρατηγική: Η «ανάπτυξη-ανεξαρτησία» παίρνει τη θέση της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, η κοινωνική δυναμική εκτονώνεται στο μεταρρυθμισμό και ο μεταρρυθμισμός έχει ως όριο τους νόμους και τις ισορροπίες της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης.

Όμως αν οι θεωρίες της «εξάρτησης» υποχώρησαν από το προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εγκαταλείφθηκαν τελικά από τους περισσότερους υποστηρικτές τους, αυτό λίγο οφείλεται στη θεωρητική τους ασυνέπεια. Οφείλεται κυρίως σε μια σειρά οικονομικοπολιτικές εξελίξεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, που καθιστούσαν τις θεωρίες αυτές είτε προφανώς ασύμβατες με την πραγματικότητα, είτε (συνηθέστερα) αναποτελεσματικές για τους χρήστες τους: Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οκταετής διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ, η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατ. Ευρώπης και η ακολουθήσασα ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας τους, η ταυτόχρονη εξαφάνιση του σοβιετικού «μαρξισμού», η μείωση της εμβέλειας και του κύρους στον ακαδημαϊκό χώρο όλων των (εμφανιζόμενων ως) ριζοσπαστικών θεωριών, υπήρξαν παράγοντες που οδήγησαν στην απόσυρση από την ιδεολογική και θεωρητική σκηνή των θεωριών της «εξάρτησης».

Τι απέγιναν όμως οι (μέχρι πρόσφατα) θεωρητικοί της εξάρτησης; Προφανώς, όσοι δεν προσχώρησαν σε κάποιες άλλες παγιωμένες θεωρίες βρέθηκαν μπρος στο καθήκον να αναδιατυπώσουν τις βασικές ιδέες τους στις νέες συνθήκες. Στο κείμενο αυτό θα μας απασχολήσει μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, το βιβλίο του Ν. Π. Μουζέλη Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, «θεμέλιο» 1987. θυμίζουμε ότι ο ίδιος συγγραφέας με το «Νεοελληνική κοινωνία: Όψεις υπανάπτυξης», Εξάντας 1977, επιχείρησε στο παρελθόν να αναλύσει την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας με βάση τις «νεομαρξιστικές» θεωρίες της «εξάρτησης». Ένα πρόσφατο άρθρο του Μουζέλη, με θέμα και πάλι τη νεοελληνική κοινωνία, αποτελεί το αντικείμενο της κριτικής του Ν. Κοτζιά στις επόμενες σελίδες αυτού του τεύχους των θέσεων.

2. Το αντικείμενο του βιβλίου

Το βιβλίο του Μουζέλη επιχειρεί να προσεγγίσει την εξέλιξη των πολιτικών κυρίως δομών και σχέσεων στις χώρες των Βαλκανίων και του νοτίου ημισφαιρίου της Λατινικής Αμερικής (Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε τρεις απ' αυτές τις χώρες, την Ελλάδα, την Αργεντινή και τη Χιλή. Οι χώρες αυτές μπορούν κατά το συγγραφέα να ταξινομηθούν και να μελετηθούν από κοινού γιατί η ιστορική κοινωνικο-πολιτική τους εξέλιξη χαρακτηρίζεται από κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά: Την πρώιμη εδραίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και την ύστερη εκβιομηχάνιση. Και τα δυο αυτά στοιχεία, που κατά το συγγραφέα χαρακτηρίζουν τις ενλόγω χώρες και τις διαφοροποιούν τόσο από τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης όσο και από τις «άλλες» χώρες του Τρίτου Κόσμου, έχουν τις ρίζες τους στις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις που επικρατούσαν πριν οι χώρες αυτές αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Ν. Μουζέλης: «θα ήμασταν ακριβείς, αν χαρακτηρίζαμε τις χώρες αυτές ως "ύστερες-ύστερες" εκβιομηχανιζόμενες καπιταλιστικές κοινωνίες με πρώιμους και σχετικά ανθεκτικούς ημι-κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Για να αποφύγω τη χρήση του άκομψου αυτού ορισμού θα χρησιμοποιώ στο εξής τον όρο κοινοβουλευτική ημι-περιφέρεια (...) Ο δεσποτικός, πατρογονικός (patrimonial) τύπος διακυβέρνησης που δοκίμασαν και οι χώρες των Βαλκανίων και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής στην περίοδο πριν από την ανεξαρτησία τους, δεν ευνοούσε φυσικά την εδραίωση ενδιάμεσων κέντρων δύναμης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. (...) Ούτε το Οθωμανικό ούτε το Ιβηρικό σύστημα ήταν διατεθειμένο ν' ανεχθεί οποιαδήποτε πολιτική αυτονομία των γαιοκτητικών ή των εμπορικών τάξεων απέναντι στην κεντρική εξουσία (...) Η κατάσταση αυτή, φυσικά, διαφέρει έντονα από τη λεπτή (και σύμφωνα μ' ορισμένους ιστορικούς μοναδική) ισορροπία ισχύος που διαπιστώνεται μεταξύ του μονάρχη και της αριστοκρατίας (αργότερα δε της αστικής τάξης) στο δυτικοευρωπαϊκό απολυταρχισμό.» (Μουζέλης 1987, σελ. 17, 19-21).

3. Τρόποι παραγωγής και «συγκριτική ανάλυση»

Προτού επιχειρήσουμε να αποτιμήσουμε τις θεωρητικές αφετηρίες αλλά και τα γενικά ή επιμέρους συμπεράσματα του βιβλίου του Μουζέλη, χρειάζεται εδώ να κάνουμε μια γενικού τύπου παρατήρηση σχετικά με τη μέθοδο της συγκριτικής ανάλυσης την οποία επικαλείται ο συγγραφέας: Η μέθοδος αυτή αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό αναλυτικό εργαλείο για τη μελέτη των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων που διέπουν ορισμένες χώρες, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι συμπληρώνει μια ανάλυση των δομικών κοινωνικών (οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών) χαρακτηριστικών αυτών των χωρών. Στο σημείο όμως αυτό χρειάζεται να επιμείνουμε γιατί ακριβώς οι θεωρητικές αφετηρίες της όλης ανάλυσης του Μουζέλη στηρίζονται στην πεποίθηση ότι «η μαρξιστική ανάλυση είναι εξαιρετικά φτωχή σε εννοιολογικά εργαλεία επεξεργασμένα ειδικά για τη σφαίρα της πολιτικής» (Μουζέλης 1987, σελ. 333-334).

Οι σχέσεις που συνέχουν μια κοινωνία δεν είναι ποτέ, όπως είναι γνωστό, κατά κύριο λόγο σχέσεις τεχνικές, ή οργανωτικές, σχέσεις που απλά αξιοποιούν τις δεδομένες «τεχνικές δυνατότητες» της κοινωνίας κατά την «αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση». Είναι κατά κύριο λόγο σχέσεις κοινωνικές-ταξικές, σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, σχέσεις ταξικής (οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής) κυριαρχίας και υποταγής.

Οι κοινωνικές αυτές σχέσεις εξουσίας οργανώνονται ιστορικά, στις διαφορετικές χώρες και στις διαφορετικές εποχές, με διαφορετικούς τρόπους. Αν κάνουμε δηλαδή αφαίρεση από τις ιδιαίτερες μορφές με τις οποίες εμφανίζονται οι κοινωνικές σχέσεις σε κάθε χώρα και κάθε στιγμή και αναζητήσουμε τα βαθύτερα, δομικά στοιχεία αυτών των σχέσεων, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι χαρακτηριστικοί ιστορικοί τρόποι οργάνωσης των κοινωνιών (της κοινωνικής εξουσίας), οι οποίοι είναι κάθε φορά οι κυρίαρχοι. Σε κάθε ένα από αυτούς τους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης αντιστοιχεί μια ενότητα οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών δομών ενός συγκεκριμένου τύπου: Αντιστοιχεί δηλαδή ένας συγκεκριμένος τύπος οικονομικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, ένας αντίστοιχος τύπος οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, η κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τύπου ιδεολογικών μορφών.

Κάθε ένας από αυτούς τους ιστορικούς τύπους οργάνωσης της κοινωνικής εξουσίας και συνακόλουθα της κοινωνικής συνοχής ονομάζεται τρόπος παραγωγής. Έχει ως βασικό θεμέλιο του τη σχέση των κοινωνικών τάξεων (αυτών που παράγουν και αυτών που ιδιοποιούνται το πλεόνασμα αυτής της παραγωγής) με τα μέσα παραγωγής (άρα και με το παραγόμενο προϊόν), χωρίς. όμως να περιορίζεται σ' αυτές μόνο τις «οικονομικές» σχέσεις. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής για παράδειγμα, αποτελεί ακριβώς τον αιτιακό πυρήνα των συνολικών καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας (κι όχι τις κοινωνικές σχέσεις αυτές καθαυτές), τις θεμελιώδεις κοινωνικές ταξικές αλληλεξαρτήσεις που ορίζουν ένα σύστημα κοινωνικής εξουσίας (μια κοινωνία), σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα, ως καπιταλιστικό σύστημα. Εδώ όμως εμπεριέχονται και οι πολιτικές σχέσεις εξουσίας: οι σχέσεις που συγκεφαλαιώνουν τη συνολική αστική κυριαρχία και αποτυπώνονται στη συγκεκριμένη υλικότητα της καπιταλιστικής κρατικής δομής.

Ο τρόπος παραγωγής περιγράφει λοιπόν την ειδοποιό διαφορά ενός συστήματος ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Κοινωνικές μορφές που δεν αντιστοιχούν σε σχέσεις εκμετάλλευσης, όπως είναι π.χ. η περίπτωση του αυτοαπασχολούμενου παραγωγού (απλή εμπορευματική παραγωγή), δεν αντιστοιχούν σε κάποιο τρόπο παραγωγής, αλλά αποτελούν μια μορφή παραγωγής.

Σε μια συγκεκριμένη κοινωνία μπορούν βέβαια να υπάρχουν περισσότεροι τρόποι (και μορφές) παραγωγής. Επειδή όμως καθένας από αυτούς αντιστοιχεί σε διαφορετικές σχέσεις κοινωνικής (ταξικής) εξουσίας, σε διαφορετικά συμφέροντα, και κατατείνει έτσι σε μια διαφορετικού τύπου οργάνωση της κοινωνικής συνοχής, η συνάρθρωση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής είναι αντιφατική και συντελείται πάντοτε υπό την κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Η αντιφατικότητα της συνύπαρξης διαφορετικών τρόπων παραγωγής αν κοιταχθεί με μια επιπόλαια, επιφανειακή ματιά δίνει την εντύπωση της «κοινωνικής αποδιάρθρωσης», της «δομικής ετερογένειας», ή του «δυαδισμού» (Μηλιός 1983-α και 1983-β). Η κυριαρχία ενός τρόπου παραγωγής (και ειδικότερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) συναρτάται με την τάση διάλυσης όλων των ανταγωνιστικών προς αυτόν τρόπων παραγωγής. Η τελική όμως κυριαρχία ή ανάσχεση αυτής της τάσης δεν είναι δεδομένη από τα πριν, η έκβαση της κρίνεται κάθε φορά από τους υπαρκτούς κοινωνικούς συσχετισμούς, κρίνεται δηλαδή κάθε φορά μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία της πάλης των τάξεων.1

Η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και συνεπώς και το πρόβλημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης συναρτάται έτσι με τη δυνατότητα και τη διαδικασία διάλυσης των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Η διαδικασία αυτή παίρνει ιστορικά τη μορφή της αγροτικής μεταρρύθμισης, μια και ακριβώς πρόκειται για τρόπους παραγωγής που βασίζονται σε προκαπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας στην ύπαιθρο.

Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω γίνεται φανερό ότι η έννοια του τρόπου παραγωγής αποτελεί το βασικό θεωρητικό εργαλείο με βάση το οποίο μπορούμε να φτάσουμε στην ανάλυση και επιστημονική κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων που συνέχουν μια συγκεκριμένη κοινωνία.

Εντούτοις, η έννοια του τρόπου παραγωγής από μόνη της δεν περιγράφει τις κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό μιας χώρας, κι αυτό για δυο λόγους:

1. Γιατί στο εσωτερικό μιας κοινωνίας είναι πάντα δυνατή η (αντιφατική) συνύπαρξη περισσότερων του ενός τρόπων, αλλά και μορφών παραγωγής.

2. Γιατί, και αυτό είναι το σημαντικότερο, ο τρόπος παραγωγής δεν αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις καθαυτές, όπως αυτές υπάρχουν υπό συγκεκριμένη μορφή στις συγκεκριμένες κοινωνίες, αλλά μόνο στον αιτιακό-δομικό πυρήνα τους, στις θεμελιώδεις κοινωνικές-ταξικές αλληλεξαρτήσεις που διέπουν μια κοινωνία. Έτσι για παράδειγμα όταν λέμε ότι σε μια χώρα κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, λέμε ότι η κυρίαρχη (όχι όμως αναγκαστικά και η αριθμητικά πολυπληθέστερη) οικονομική σχέση είναι το κεφάλαιο που εκμεταλλεύεται μισθωτή εργασία, ότι το υπερπροϊόν παίρνει τη μορφή της υπεραξίας κλπ. Δεν λέμε όμως τίποτε για τις συγκεκριμένες μορφές που παίρνει αυτή η κυριαρχία του κεφαλαίου, για τη συγκεκριμένη μορφή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας: Για το αν π.χ. η διάρκεια της εργάσιμης μέρας είναι 12, 10 ή 7 ώρες, για το ποια είναι η κυρίαρχη μορφή ή μερίδα κεφαλαίου (π.χ. εμπορικό, βιομηχανικό, τραπεζιτικό κλπ. κεφάλαιο), για το αν η εργασιακή δύναμη έχει ψηλή ή χαμηλή ειδίκευση, για το αν έχουν αναπτυχθεί περισσότερο ή λιγότερο οι αναπαραγωγικές λειτουργίες του καπιταλιστικού κράτους (πρόνοια, ασφάλιση κ.ο.κ.), για το αν είναι περισσότερο ή λιγότερο οξυμένοι οι οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί, για το αν είναι ψηλότερος ή χαμηλότερος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης από το κεφάλαιο, κλπ., κλπ.

Η μελέτη λοιπόν μιας συγκεκριμένης κοινωνίας είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει και να βασισθεί στη διερεύνηση του χαρακτήρα των βασικών δομικών σχέσεων που διέπουν αυτή την κοινωνία (κυρίαρχος τρόπος παραγωγής, τυχόν συνάρθρωση του με άλλους τρόπους παραγωγής). Είναι όμως εξίσου υποχρεωμένη να προχωρήσει πέρα από αυτό το επίπεδο, στην ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης των συγκεκριμένων ταξικών συσχετισμών και των συγκεκριμένων κοινωνικών μορφών που παγιώνονται ιστορικά στο έδαφος ενός (ή περισσότερων) τρόπου παραγωγής. Πρόκειται εδώ για τον εντοπισμό των «εξωτερικών προσδιορισμών» («εξωτερικών» ως προς τους τρόπους παραγωγής, ως προς τις δομικές-αιτιακές σχέσεις που συγκροτούν μια κοινωνία), οι οποίοι επενεργώντας δια μέσου των δομικών σχέσεων που διέπουν την κοινωνία, καθορίζουν τις μορφές εμφάνισης αυτών των δομικών σχέσεων. Πρόκειται μ' άλλα λόγια για τα ιστορικά αποτελέσματα της πάλης των τάξεων (και τις «αιτίες» τους), όπως αυτά συμπυκνώνονται στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας. Χωρίς την ανάλυση αυτών των ιστορικών αποτελεσμάτων και μορφών, η οποιαδήποτε μελέτη της «συνάρθρωσης των τρόπων παραγωγής» θα έπαιρνε αναγκαστικά μια τεχνικίστικη χροιά.

Με αυτήν ακριβώς την έννοια μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη η συγκριτική ιστορική ανάλυση: Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να συνεισφέρει είτε,

α) στην κατανόηση της διαφορετικής κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης χωρών ή ομάδων χωρών που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη θεμελιώδη τους κοινωνικοοικονομική δομή (διαφορετική συνάρθρωση τρόπων παραγωγής), είτε,

β) στη μελέτη χωρών με παραπλήσιες θεμελιώδεις κοινωνικο-οικονομικές δομές. Σ' αυτή τη δεύτερη περίπτωση, στην οποία εντάσσεται και το κρινόμενο βιβλίο σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα του, η συγκριτική ανάλυση επιτρέπει τον εντοπισμό και την ανάλυση των συγκεκριμένων κάθε φορά «εξωτερικών προσδιορισμών» οι οποίοι επενεργώντας ιστορικά στο πλαίσιο συγκρίσιμων (από την άποψη των βασικών δομικών χαρακτηριστικών τους) κοινωνικών σχηματισμών «παράγουν» περισσότερο ή λιγότερο συγκλίνοντα κοινωνικά αποτελέσματα, περισσότερο ή λιγότερο συγκλίνουσες μορφές εμφάνισης των σχέσεων εξουσίας.

Αντίθετα με την πρώτη περίπτωση, τώρα οι συγκρινόμενοι (στην ιστορική τους εξέλιξη) κοινωνικοί σχηματισμοί διαφοροποιούνται λοιπόν, λιγότερο ή περισσότερο, όχι ως προς τη θεμελιώδη τους κοινωνικο-οικονομική δομή, αλλά ως προς τα αποτελέσματα και τις εκφάνσεις των ποικίλων «εξωτερικών προσδιορισμών» που χαρακτηρίζουν τις μορφές εμφάνισης των «κρυμμένων» (όμορων) θεμελιωδών κοινωνικών δομών. Για να είναι επομένως δόκιμη μια τέτοια συγκριτική μελέτη, αυτή θα πρέπει κατ' αρχήν να στηρίζεται σε μια ανάλυση των βασικών δομικών χαρακτηριστικών των συγκρινόμενων κοινωνικών σχηματισμών, από την οποία να προκύπτει ακριβώς ότι πρόκειται για κοινωνικές δομές του ίδιου τύπου. Διαφορετικά δεν θα έχουμε να κάνουμε, στην καλύτερη φυσικά περίπτωση, παρά με την παράθεση στατιστικών στοιχείων ή ιστορικών αναλύσεων κοινωνικών σχηματισμών με (κατά κανόνα) μη συγκρίσιμες κοινωνικές δομές και ιστορικές πορείες.2 Εκτός εάν, στην προσπάθεια απόδειξης της «συγκρισιμότητας», αποσιωπηθούν ή/και παραποιηθούν ακόμα και αυτά τα ιστορικά και στατιστικά στοιχεία.

4. «Κοινοβουλευτική ημι-περιφέρεια»: Μια αυθαίρετη και παραπλανητική θεώρηση

Ο συγγραφέας υποστηρίζει, όπως είδαμε, ότι οι κοινωνικοί σχηματισμοί στους οποίους αναφέρεται είναι συγκρίσιμοι, αποτελούν δηλαδή χώρες με θεμελιώδεις κοινωνικές δομές του αυτού τύπου, αλλά και με μια ανάλογη ιστορική εξέλιξη, γιατί - όπως λέει - πρόκειται για χώρες «ύστερης-ύστερης» εκβιομηχάνισης και πρόωρης ανάπτυξης του κοινοβουλευτισμού (πρόωρης κυρίως ως προς τη φάση της εκβιομηχάνισης).

Τα κριτήρια όμως αυτά, ακόμα και αν προς στιγμή δεχθούμε ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεν συνιστούν ανάλυση ή έστω και εκτίμηση των πραγματικών θεμελιωδών δομικών κοινωνικών σχέσεων που κυριαρχούν σε κάθε μια από τις ενλόγω χώρες. Είναι έτσι για παράδειγμα γνωστό ότι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο συνολικός ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων επιτρέπει να εξακολουθούν να αναπαράγονται σε ευρεία κλίμακα οι σχέσεις δουλοπαροικίας (έστω με μετασχηματισμένες μορφές) ή ακόμα και δουλείας στην ύπαιθρο. Το γεγονός αυτό περιορίζει τον κοινωνικό και εδαφικό χώρο της άμεσης (μισθιακές σχέσεις) ή έμμεσης (απλή εμπορευματική παραγωγή) καπιταλιστικής κυριαρχίας σε ορισμένες μόνο περιοχές των χωρών αυτών.3 Αντίθετα, στις περιοχές όπου ξέσπασε η ελληνική Επανάσταση του 1821 και αντίστοιχα στη συντριπτική πλειοψηφία του εδάφους του πρώτου νεοελληνικού κράτους οι προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (ασιατικές-κοινοτικές, όχι φεουδαλικές-σχέσεις δουλοπαροικίας) είχαν ήδη εκτοπιστεί από τις σχέσεις απλής εμπορευματικής παραγωγής (αυτοαπασχολούμενοι ιδιοκτήτες καλλιεργητές), με την παράλληλη έμμεση υπαγωγή των αγροτών στο κυρίαρχο εμπορικό κεφάλαιο (διαφοροποίηση της παραγωγής κατ' εντολήν των εμπόρων ανάλογα με τη ζήτηση της αγοράς, ιδίως της διεθνούς, συγκέντρωση της παραγωγής στα χέρια των εμπόρων-«προαγοραστών» και συμπίεση του αγροτικού εισοδήματος στα στοιχειώδη μέσα συντήρησης)4. Οι σχέσεις αυτές της απλής εμπορευματικής παραγωγής στην ύπαιθρο παγιώθηκαν τελικά στην Ελλάδα, παρά την ενσωμάτωση των Ιόνιων Νησιών, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης - όπου κυριαρχούσαν αρχικά οι σχέσεις δουλοπαροικίας - με την αγροτική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με την ανάπτυξη της αγροτικής πίστης, των συνεταιρισμών, της αγροτικής πολιτικής τιμών κλπ. καθιερώθηκε στην Ελλάδα εκείνη η συνάρθρωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και της απλής εμπορευματικής παραγωγής που είναι χαρακτηριστική και κυρίαρχη σ' όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αντίθετα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Η σύγκριση, λοιπόν, την οποία επιχειρεί ο Μουζέλης είναι καταρχήν αυθαίρετη και αδόκιμη, γιατί θεωρεί ότι μελετά κοινωνίες του ιδίου τύπου, ενώ αντίθετα αναφέρεται σε κοινωνίες με σημαντικά διαφορετικές κοινωνικές δομές. Το ότι πρόκειται μάλιστα για σημαντικά διαφορετικές κοινωνικές δομές συνάγεται ακόμα και χωρίς να καταφύγει κανείς σε μια ανάλυση των τρόπων παραγωγής και των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων που κυριαρχούν στο εσωτερικό των ενλόγω κοινωνιών: Ακόμα και μια παράθεση στοιχειωδών μακροοικονομικών μεγεθών από αυτές τις χώρες (κάτι που επιμελώς αποφεύγει ο Μουζέλης) μπορεί να μας πείσει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κοινωνικές δομές, με κοινωνικούς σχηματισμούς, που μπορούν να ταξινομηθούν από κοινού. Για να αναφέρω εδώ ένα μόνο ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Τι σημαίνει άραγε το ότι στο διάστημα 1971-77 οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν στη Χιλή κατά 1497 φορές (με δείκτη το 100 για το 1971 έφθασαν στο 149.700 το 1977) και στην Αργεντινή κατά 134 φορές, ενώ στο ίδιο διάστημα στην Ελλάδα οι τιμές καταναλωτή πολλαπλασιάστηκαν κατά μόλις 2,2 φορές; 5 Σημαίνει κυρίως, πολύ απλά, ότι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν συνδέθηκε με τη συνολική κοινωνική αναπαραγωγή, ότι τα αποτελέσματα της δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού, ότι παρέμειναν εγκλωβισμένα από τα προκαπιταλιστικά κοινωνικά συστήματα εκμετάλλευσης (που οι αστοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι ονομάζουν «παραδοσιακό» - σε αντιδιαστολή με το «μοντέρνο» - τομέα της οικονομίας και κοινωνίας). Σημαίνει παράλληλα ότι οι τομεακές και κλαδικές ανισότητες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού είναι όχι απλώς εξαιρετικά μικρότερες από αυτές των χωρών της Λ. Αμερικής, αλλά και ότι είναι ανισότητες ενός ριζικά διαφορετικού τύπου: Όπως και στις άλλες χώρες της Ευρώπης (σε μικρότερο βέβαια βαθμό στις περισσότερες, σε ανάλογο ή και μεγαλύτερο βαθμό σε κάποιες άλλες - Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία -) , πρόκειται εδώ για τις ανισότητες που δημιουργούνται από την άνιση ανάπτυξη καπιταλιστικών τομέων και κλάδων, όπως και από τις ανισότητες που συνδέονται με τη συνάρθρωση του καπιταλισμού με την απλή εμπορευματική παραγωγή.6

Όμως η ταξινόμηση και η σύγκριση της Ελλάδας με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που επιχειρεί ο Μουζέλης δεν είναι μόνο αυθαίρετη και αδόκιμη. Είναι ταυτόχρονα και παραπλανητική, κι αυτό για δυο κυρίως λόγους: 1. Γιατί πρόκειται για χώρες με σημαντικά διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. 2. Γιατί το κριτήριο του «πρώιμου κοινοβουλευτισμού» είναι θεωρητικά αβάσιμο και ιστορικά ανυπόστατο και αυθαίρετο.

4.1 Το ζήτημα του επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Όταν ο Μουζέλης μιλάει για «ύστερες-ύστερες» εκβιομηχανιζόμενες χώρες υποβάλλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι πρόκειται για χώρες με ανάλογο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μάλιστα σ' ένα σημείο του βιβλίου του μιλάει για «την περίπτωση της Αργεντινής ως βιομηχανικά πιο προηγμένης χώρας σε σύγκριση με τη Χιλή και την Ελλάδα» (Μουζέλης 1987, σελ. 206). Η εικόνα αυτή είναι απόλυτα παραπλανητική.

Στους πίνακες που ακολουθούν παραθέτουμε τα στοιχεία που δείχνουν: 1) την εξέλιξη του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), σε δολάρια ΗΠΑ και σε τρέχουσες τιμές, 2) του ρυθμού αύξησης των τιμών καταναλωτή (ΤΚ) και του ρυθμού υποτίμησης του νομίσματος ως προς το δολάριο (ΥΝ), για τις τρεις χώρες που κυρίως συγκρίνει ο Μουζέλης (Ελλάδα, Αργεντινή, Χιλή) και για τη Βραζιλία.


Όπως βλέπουμε από τον πίνακα 2, το εθνικό νόμισμα όλων των χωρών που εξετάζουμε εδώ υποτιμήθηκε στο διάστημα 1975-1986 ως προς το αμερικανικό δολάριο σε πραγματικούς όρους. Σε ό,τι αφορά τη δραχμή για παράδειγμα, υποτιμήθηκε στο διάστημα αυτό ονομαστικά κατά 4,33 φορές ως προς το δολάριο. Συγχρόνως όμως, λόγω του ψηλότερου πληθωρισμού στην Ελλάδα σε σχέση με τις ΗΠΑ, η δραχμή «ανατιμήθηκε» στο ίδιο διάστημα ως προς το δολάριο κατά 6,68/2,03 = 3,29 φορές. (Για την ακρίβεια ανατιμήθηκε η σε διεθνές νόμισμα εκφρασμένη τιμή των εγχώριων προϊόντων). Η πραγματική υποτίμηση της δραχμής δίνεται τώρα από τη σχέση 4,33/3,29 = 1,316 ή 31,6% (βλ. υποσημείωση πίνακα 2). Αντίστοιχα το εθνικό νόμισμα της Αργεντινής υποτιμήθηκε στο ίδιο διάστημα σε πραγματικούς όρους κατά 83,3%, της Χιλής κατά 68,3% και της Βραζιλίας κατά 123%. Οι σε πραγματικούς όρους αυτές εξελίξεις των διεθνών ισοτιμιών εν μέρει αντικατοπτρίζουν τις γενικότερες διεθνείς οικονομικές εξελίξεις (πρβλ. π.χ. την κατά 26% υποτίμηση της ECU ως προς το δολάριο στο ίδιο διάστημα) και εν μέρει δείχνουν την επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής θέσης των λατινοαμερικανικών χωρών.

Εντούτοις, εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι η εξέλιξη των ισοτιμιών του νομίσματος της Χιλής και της Αργεντινής ως προς το δολάριο δεν ήταν ομαλή, όπως π.χ. στην περίπτωση της Ελλάδας ή ακόμα και της Βραζιλίας. Αντίθετα η περίοδος 19751980 αποτελεί και για τις δυο χώρες μια φάση ραγδαίας πραγματικής ανατίμησης του νομίσματος τους ως προς το δολάριο (Αργεντινή: «ανατίμηση» κατά 180%, Χιλή: «ανατίμηση» κατά 25%), φάση που συμπίπτει με τη ραγδαία αύξηση του εξωτερικού χρέους των χωρών αυτών (εισροή δανειακού κεφαλαίου από το εξωτερικό Schubert 1985). Η βραχυπρόθεσμη αυτή «ανατίμηση» του εθνικού νομίσματος της Αργεντινής και της Χιλής εξουδετερώνεται βέβαια στη συνέχεια από την υποτίμηση της επόμενης περιόδου.

Η βραχυπρόθεσμη προσωρινή ανατίμηση των εθνικών νομισμάτων της Χιλής και της Αργεντινής στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε όμως και ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται πλασματικά διογκωμένο το ΑΕΠ των χωρών αυτών στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 (βλ. πίνακα 1). Έτσι π.χ., ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Αργεντινής ήταν το 1986 μόλις το 63,9% και της Χιλής μόλις το 34,5% του αντίστοιχου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, το 1981 το ΑΕΠ της Αργεντινής παρουσιάζεται πλασματικά ψηλότερο από το ΑΕΠ της Ελλάδας και αντίστοιχα διογκωμένο είναι και το ΑΕΠ της Χιλής. (1975: ΑΕΠ Αργεντινής = 62,5% ΑΕΠ Ελλάδας. ΑΕΠ Χιλής = 36,3% ΑΕΠ Ελλάδας). Συνακόλουθα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Χιλής και της Αργεντινής οποιασδήποτε χρονιάς παρουσιάζεται πλασματικά διογκωμένο αν οι υπολογισμοί γίνουν σε σταθερές τιμές του 1980 ή του 1981. (Για το 1986 και υπολογισμούς σε σταθερές τιμές του 1980 ισχύει π.χ.: ΑΕΠ Ελλάδας = 4.355 $, ΑΕΠ Αργεντινής = 4.684 $ !!!).

Πέρα όμως από το κατά κεφαλή ΑΕΠ ή τον πληθωρισμό, οποιοδήποτε σχεδόν άλλο μακροοικονομικό μέγεθος μπορεί να μας πείσει ότι το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα είναι αποφασιστικά ψηλότερο από αυτό των χωρών της Λ. Αμερικής, ακόμα και των πιο αναπτυγμένων απ' αυτές, όπως π.χ. της Αργεντινής. Έτσι για παράδειγμα το 1981 40,1% των εξαγωγών της Αργεντινής αποτελούνταν από 5 αγροτικά προϊόντα: κρέας, καλαμπόκι, στάρι, δέρματα και μαλλί, ενώ την ίδια χρονιά ο χαλκός αποτελούσε το 44% των εξαγωγών της Χιλής. Την ίδια χρονιά, το σύνολο των αγροτικών εξαγωγών της Ελλάδας, μαζί με τα βιομηχανοποιημένα αγροτικά προϊόντα, όπως π.χ. τα ποτά, δεν ξεπερνούσε το 25% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών.

Το να βασίζεται όμως κάποιος στις πλασματικές τιμές (των ετών 1980 και 1981) των οικονομικών μεγεθών της Χιλής και της Αργεντινής, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων στην ύπαιθρο, τον πληθωρισμό, τη δομή των εξαγωγών, τη διεθνή χρέωση και τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων, κλπ., κλπ., για να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα, η Χιλή και η Αργεντινή ανήκουν από την άποψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην ίδια κατηγορία χωρών, και μάλιστα ότι η Αργεντινή είναι η συγκριτικά περισσότερο αναπτυγμένη χώρα, είτε υποδηλώνει άγνοια, είτε συνιστά προσπάθεια παραπλάνησης του αναγνώστη.

4.2 Το ζήτημα του «πρώιμου» κοινοβουλευτισμού

Είδαμε στα προηγούμενα ότι ο συγγραφέας θεωρεί ως βασικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των χωρών που εξετάζει την «πρώιμη», ως προς την εκβιομηχάνιση, εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ας δούμε αναλυτικότερα την επιχειρηματολογία του:

«Η Δύση, διένυσε αυτή την περίοδο εκβιομηχάνισης, που είχε ως χαρακτηριστικά της τις τεράστιες αποδιοργανώσεις και την ταχεία διεύρυνση των ανισοτήτων, όταν η πλειοψηφία του πληθυσμού παρέμενε ακόμα έξω από την πολιτική αρένα (δηλαδή γύρω στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα). Όταν τα λαϊκά αιτήματα για ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή έγιναν επιτακτικά, οι οικονομικές ανισότητες είχαν ήδη σταθεροποιηθεί και αυτό διευκόλυνε πάρα πολύ την επίλυση του προβλήματος κατανομής πολιτικών δικαιωμάτων (...) Ενώ η διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής στις ΑΧΕ (Ελλάδα, Χιλή, Αργεντινή) στον μεσοπόλεμο οδήγησε (...) στη μεγαλύτερη ανισοκατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η ραγδαία μεταπολεμική εκβιομηχάνιση οδήγησε σε μια εξίσου άνιση κατανομή των οικονομικών ωφελημάτων μεταξύ των οικονομικά προνομιούχων και μη προνομιούχων ομάδων. Τελικά, για να εξηγήσουμε τη χρόνια κακή λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών στις χώρες αυτές θα πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να διανείμουν πιο ισότιμα και σε ευρύτερη κλίμακα και τα πολιτικά δικαιώματα και τα κοινωνικά οικονομικά οφέλη.» (Μουζέλης 1987, σελ. 213-215).

Ο πυρήνας αυτής της επιχειρηματολογίας είναι βέβαια η κατανόηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (της «ανάπτυξης») ως διανομής κοινωνικών οικονομικών ωφελημάτων, και της αστικής πολιτικής εξουσίας («ο κοινοβουλευτισμός») ως διανομής πολιτικών δικαιωμάτων. Δεν είναι εντούτοις στις προθέσεις μας να ασκήσουμε κριτική στις κοινότοπες αυτές συντηρητικές εκδοχές της αστικής ιδεολογίας. Προτιμάμε να επιμείνουμε την «ιστορική» πλευρά του ζητήματος, στη σχέση εκβιομηχάνισης και κοινοβουλευτισμού:

Είναι αλήθεια ότι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το αστικό κράτος δεν είχε αποκτήσει την ολοκληρωμένη-τυπική του μορφή, σ' ό,τι αφορά πρώτα απ' όλα το ζήτημα της πολιτικής «αντιπροσώπευσης» των κυριαρχούμενων τάξεων στο εσωτερικό αυτού του κράτους: Το γενικό εκλογικό δικαίωμα (του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού) ίσχυσε για πρώτη φορά στη Γαλλία (εγκαθιδρύθηκε το 1848) και επεκτάθηκε σταδιακά στην υπόλοιπη Ευρώπη με πολύ αργούς ρυθμούς. Μέχρι τα τέλη του αιώνα θεσπίσθηκε μόνο στην Ελλάδα (1864), τη Γερμανία (1871), την Ελβετία (1874), την Ισπανία (1890), το Βέλγιο (1893) και τη Νορβηγία (1898). Αντίθετα στην Αγγλία, την «πατρίδα του βιομηχανικού καπιταλισμού» της εποχής, το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν θεσπίσθηκε παρά στις αρχές του 20ου αιώνα. (Στην Αγγλία οι πρώτοι εργάτες - οι ειδικευμένοι εργάτες - απόκτησαν το εκλογικό δικαίωμα το 1867. Το 1884 επεκτάθηκε και πάλι το εκλογικό δικαίωμα, με τη λεγόμενη «τρίτη εκλογική μεταρρύθμιση». Εντούτοις «σημαντικά στρώματα του πληθυσμού, το προλεταριάτο του χωριού, οι φτωχοί των πόλεων, όπως και όλες οι γυναίκες παρέμειναν και μετά την τρίτη εκλογική μεταρρύθμιση χωρίς εκλογικό δικαίωμα». Βλ. Engels, «England 1845 und 1885», M.E.W, τόμος 21, σελ 191-197).

H καθυστέρηση αυτή στη διαμόρφωση των τυπικών - «αντιπροσωπευτικών» θεσμικών χαρακτηριστικών του αστικού κράτους είναι, λοιπόν, ένα αναμφισβήτητο γεγονός για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Από την άλλη όμως, και αυτό έχει σημασία εδώ, η κατά τον Μουζέλη «πρώιμη» εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και μια σειρά άλλες ευρωπαϊκές χώρες και πρώτα απ' όλα τη Γαλλία. Να πως περιέγραφε ο Μαρξ το 1850 τους ταξικούς συσχετισμούς στη Γαλλία: «Στην Αγγλία - και οι μεγαλύτεροι γάλλοι εργοστασιάρχες είναι μικροαστοί μπροστά στους άγγλους αντιπάλους τους - βρίσκουμε πραγματικά τους εργοστασιάρχες, έναν Κόμπντεν, έναν Μπράιτ, επικεφαλής μιας σταυροφορίας ενάντια στην τράπεζα και τη χρηματιστική αριστοκρατία. Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο και στη Γαλλία; Στην Αγγλία είναι κυρίαρχη η βιομηχανία, στη Γαλλία η γεωργία. Στην Αγγλία η βιομηχανία έχει ανάγκη το free trade (ελεύθερο εμπόριο), στη Γαλλία προστατευτικούς δασμούς, το εθνικό μονοπώλιο δίπλα στα άλλα μονοπώλια. Η γαλλική βιομηχανία δεν είναι κυρίαρχη της γαλλικής παραγωγής, συνακόλουθα οι γάλλοι βιομήχανοι δεν κυριαρχούν πάνω στη γαλλική αστική τάξη. Για να επιβάλλουν το συμφέρον τους ενάντια στις υπόλοιπες μερίδες της αστικής τάξης, δεν είναι δυνατό, όπως έγινε στην Αγγλία, να αναλάβουν την ηγεσία της κίνησης και ταυτόχρονα να εξωθήσουν το ταξικό τους συμφέρον στα άκρα. Πρέπει να στοιχηθούν στην ακολουθία της επανάστασης και να υπηρετήσουν συμφέροντα, που αντιτίθενται στα συνολικά συμφέροντα της τάξης τους». (Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, M.E.W., Bd. 7, σελ. 7879).

Ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι «παράγωγο» της εκβιομηχάνισης. Είναι η έκφραση της αστικής πολιτικής κυριαρχίας, είναι η «αναπτυγμένη» μορφή αυτής της κυριαρχίας. Επειδή ακριβώς προκύπτει σαν αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων κι όχι της «οικονομικής ανάπτυξης», μπορεί να εγκαθιδρυθεί σε κοινωνικούς σχηματισμούς που, όπως στη Γαλλία του 1850 και στην Ελλάδα του 1864, κυριαρχούν ακόμα οι «πρώιμες» μορφές κεφαλαίου, το εμπορικό - ναυτιλιακό, το τραπεζικό κεφάλαιο κλπ. Στο σημείο αυτό χρειάζεται όμως να επιμείνουμε, γιατί αυτή η αντίληψη σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην «εκβιομηχάνιση» και την πολιτική μορφή διακυβέρνησης (σχέσεις κομμάτων και λαϊκών τάξεων, κρίση του κοινοβουλευτισμού και στρατιωτικά πραξικοπήματα κ.λπ.) διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο του Μουζέλη:

Σήμερα ξέρουμε βέβαια ότι το κοινοβουλευτικό - «αντιπροσωπευτικό» κράτος αποτελεί την τυπική μορφή του αστικού κράτους, την τυπική κρατική μορφή με βάση την οποία ασκείται η καπιταλιστική πολιτική εξουσία. Εντούτοις, η «αντιπροσωπευτική» κοινοβουλευτική πολιτική τάξη πραγμάτων δεν εγκαθιδρύθηκε αμέσως μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την αστική τάξη, αλλά προέκυψε ύστερα από μια πρώτη περίοδο «απολυταρχικής» - συγκεντρωτικής διακυβέρνησης, η οποία σταδιακά μετασχηματιζόταν προς «αντιπροσωπευτικότερες» μορφές. Αυτή η ιστορικά πρώτη μορφή του αστικού κράτους, αλλά και η διαδικασία μετεξέλιξης της προς το «αντιπροσωπευτικό» κοινοβουλευτικό κράτος πρέπει να γίνει αντιληπτή ως διαδικασία της πάλης των τάξεων: Οι νέες (αστικές) σχέσεις εξουσίας οικοδομούνται αρχικά πάνω (κι όχι στη θέση) στις προϋπάρχουσες (απολυταρχικές) κοινωνικές μορφές. Η δυναμική της παρέμβασης των λαϊκών μαζών κατά τη φάση της επαναστατικής ανατροπής του «παλιού καθεστώτος» εξηγεί την τάση της νέας εκμεταλλευτικής - αντιλαϊκής (αστικής) εξουσίας να καταφύγει στις ήδη υπάρχουσες κατασταλτικές κρατικές μορφές. Αυτή η (μεταβατική) κρατική μορφή δεν καταφέρνει όμως μακροπρόθεσμα να εξασφαλίσει την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή να ενσωματώνει τα άμεσα, μη στρατηγικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης: Μ' άλλα λόγια να υπάγει τις λαϊκές τάξεις στην καπιταλιστική κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων, την οποία ταυτόχρονα παρουσιάζει (επιβάλλει) ως το εθνικό συμφέρον.

Αυτή η περιορισμένη δυνατότητα ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων οδηγεί τις πρώιμες «περιορισμένα αντιπροσωπευτικές» μορφές αστικού κράτους σε αλλεπάλληλες κρίσεις νομιμοποίησης, μέσα από τις οποίες ανοίγει τελικά ο δρόμος για την εγκαθίδρυση του τυπικού σήμερα («αντιπροσωπευτικού») κοινοβουλευτισμού. Παράλληλα, όμως, μια συγκεκριμένου τύπου όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης μπορεί πάλι να οδηγήσει στην ανοικτή κρίση και αποσταθεροποίηση του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, στη βραχυκύκλωσή του από κάποιους κλάδους του κρατικού μηχανισμού καταστολής (στρατός, αστυνομία κ.λπ.), στην ανάληψη τελικά της διακυβέρνησης από αυτούς τους κλάδους (με τη διάλυση του κοινοβουλίου και την αποπομπή της κυβέρνησης που βασίζεται σ' αυτό). Τέτοια ήταν η περίπτωση της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας στο Μεσοπόλεμο, της Ελλάδας το 1967 κλπ. (Βλ. Πουλαντζάς 1975, για τη μεταπολεμική Ελλάδα Βερναρδάκης - Μαύρης 1992, για το Μεσοπόλεμο Μάξιμος 1975).

Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης αποτελεί τον κατ' εξοχήν «οργανωτικό» ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους, καθόσον ακριβώς οργανώνει την κοινωνική και πολιτική συναίνεση προς την εξουσία. Με την έννοια αυτή το «αντιπροσωπευτικό» κοινοβουλευτικό κράτος αποτελεί την τυπική μορφή της αστικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν αποτελεί «διανομή πολιτικών δικαιωμάτων». Όπως όμως είπαμε, η κρατική αυτή μορφή δεν προκύπτει «αυτόματα» με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την αστική τάξη, αλλά διαμορφώνεται μέσα στην ιστορική διαδικασία της πάλης των τάξεων. Δεν είναι επίσης ες αεί εξασφαλισμένη. Η συγκριτικά «πρώιμη» εγκαθίδρυση αυτής της κρατικής μορφής π.χ. στη Γαλλία ή στην Ελλάδα, συναρτάται ακριβώς με το αυξημένο πολιτικό βάρος των λαϊκών τάξεων, στην πρώτη φάση μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τον αστισμό (Γαλλική Επανάσταση του 1789, Ελληνική Επανάσταση του 1821. Βλ. αναλυτικά Μηλιός 1988, σελ. 163-314).

Στα πλαίσια του «αντιπροσωπευτικού» κοινοβουλευτικού συστήματος τα πολιτικά κόμματα αποτελούν μόνο με τη μεταφορική έννοια του όρου τους εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων. Ο πραγματικός εκπρόσωπος των κυρίαρχων τάξεων είναι το αστικό κράτος ως όλον. Τα αστικά κόμματα, ή καλύτερα το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί απλώς ένα τμήμα αυτού του κράτους, επιτελεί μια επιμέρους λειτουργία στα πλαίσια του: Την οργάνωση της λαϊκής «αντιπροσώπευσης», την αναπαραγωγή της συναίνεσης στην αστική πολιτική (και κοινωνική) κυριαρχία, μέσα από την «κοινοβουλευτικοποίηση» των διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών και αιτημάτων και την ενσωμάτωση τους στα πλαίσια της αστικής-κρατικής στρατηγικής. Το κοινοβουλευτικό «φιλτράρισμα» των διαφορετικών ταξικών πρακτικών (δηλαδή των πρακτικών όχι μόνο της αστικής τάξης και των συμμάχων της, αλλά και της εργατικής τάξης και των συμμάχων της) κάνει έτσι δυνατή την «αντιπροσώπευση» τους μέσα στο κράτος, επιτρέπει δηλαδή τελικά την υποταγή τους στο γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον.

Τα αστικά πολιτικά κόμματα και προγράμματα δεν διαφοροποιούνται επομένως μεταξύ τους επειδή «εκπροσωπούν» διαφορετικά τμήματα ή μερίδες των κυρίαρχων τάξεων, αλλά γιατί προωθούν και αποτυπώνουν ένα διαφορετικό τύπο «αντιπροσώπευσης» των αντιφατικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεις στο εσωτερικό του γενικού αστικού συμφέροντος. Έτσι άλλωστε μπορούν να οριστούν και τα συμφέροντα των επιμέρους κεφαλαιοκρατικών μερίδων: ως σχετικά διαφοροποιημένες εκδοχές οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Η κύρια πλευρά των πραγμάτων δεν είναι όμως αυτά τα επιμέρους καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά η κοινοβουλευτική οργάνωση της λαϊκής «αντιπροσώπευσης» ως διαδικασία της πάλης των τάξεων. Αυτό μάλιστα δεν ισχύει μόνο σήμερα, με τη διαμόρφωση του τυπικού «αντιπροσωπευτικού» κοινοβουλευτικού κράτους. Ίσχυε εξίσου και κατά την περίοδο της «περιορισμένης αντιπροσώπευσης», αφού πάντοτε, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, η πολιτική πρακτική των κυριαρχούμενων τάξεων εγγράφεται, με περισσότερο ή λιγότερο άμεσο (άρα και «φανερό» και «προβλέψιμο») τρόπο, στο εσωτερικό του αστικού κράτους.

Η εξουσία, ας το επαναλάβουμε, ορίζεται μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων, σε συνάρτηση, επομένως, με τις κυριαρχούμενες τάξεις. Και η δυναμική της πάλης των τάξεων ακόμα κι όταν δεν μπορεί να αναδείξει μια αυτόνομη επαναστατική στρατηγική των λαϊκών τάξεων, μπορεί εντούτοις να ακυρώνει τη στρατηγική των αρχουσών τάξεων, να αναδεικνύει «εναλλακτικές» αστικές στρατηγικές διακυβέρνησης, να στερεί από όλες τις υπαρκτές αστικές στρατηγικές τη δυνατότητα «αντιπροσώπευσης» της δυναμικής των κυριαρχούμενων τάξεων, οδηγώντας έτσι στην πολιτική κρίση, αλλά και στην κρίση και κατάρρευση ολόκληρου του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος «αντιπροσώπευσης», στα πραξικοπήματα, στην όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό των κλάδων του κρατικού μηχανισμού καταστολής (και πρώτα απ' όλα στο στρατό). Όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία η μαρξιστική συζήτηση στην Ευρώπη έφερε και πάλι εν μέρει στην επικαιρότητα μόλις στη δεκαετία του 1970, στην Ελλάδα τα είχε θέσει με πρωτότυπο τρόπο ο Σεραφείμ Μάξιμος ήδη από το 1930, με το βιβλίο του Κοινοβούλιο ή Δικτατορίας 7 (Βλ. και Μηλιός 1989).

Σε ρήξη με αυτή τη θεωρητική παράδοση, σε αντιπαλότητα δηλαδή με τις μαρξιστικές έννοιες, ο Μουζέλης αντιλαμβάνεται το «σωστό κοινοβουλευτισμό» ως παράγωγο της «εκβιομηχάνισης» και της συνακόλουθης ανάπτυξης της «κοινωνίας των πολιτών». Αντιλαμβάνεται ακόμα τα στρατιωτικά πραξικοπήματα όχι ως αποτέλεσμα μιας κρίσης εκπροσώπησης, που τελικά διαρρηγνύει τους δεσμούς των κυρίαρχων τάξεων με τον κοινοβουλευτικό μηχανισμό και αναδιαρθρώνει τις σχέσεις των κρατικών μηχανισμών μεταξύ τους, αλλά σαν αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συμφερόντων και της «εξουσίας» των στρατιωτικών (Μουζέλης 1987 σελ. 233 κ.ε., βλ. π.χ. χαρακτηριστικά σελ. 291). Μιλώντας μάλιστα στη συνέχεια και για πράγματα το περιεχόμενο των οποίων ως φαίνεται δεν γνωρίζει, απορρίπτει ως οικονομιστική (!!!, αυτός ο ίδιος που θεωρεί τον κοινοβουλευτισμό παρεπόμενο της «εκβιομηχάνισης»), τη μαρξιστική έννοια του τρόπου παραγωγής και τη «διορθώνει», προσθέτοντας τον όρο «τρόπος κυριαρχίας». Αντιδιαστέλλει μάλιστα τον «τρόπο παραγωγής» στον «τρόπο κυριαρχίας»8. Όμως σε ζητήματα τέτοιου τύπου δεν αξίζει τον κόπο να υπεισέλθουμε.

5. «Πατρογονικές σχέσεις διακυβέρνησης» και «πελατειακές σχέσεις»

Από όσα προηγήθηκαν έγινε νομίζω σαφές ότι είναι απόλυτα αβάσιμη και παραπληνητική η προσπάθεια του συγγραφέα να ταξινομήσει από κοινού και να μελετήσει συγκριτικά τις χώρες του νοτίου ημισφαιρίου της Λατινικής Αμερικής και την Ελλάδα. Παράλληλα έγινε σαφές ότι ο συγγραφέας εμμένει σ' αυτή την ταξινόμηση γιατί δεν κατέχει τα θεωρητικά και εννοιολογικά εργαλεία που θα του επέτρεπαν να αναλύσει τις κοινωνικές και πολιτικές δομές των χωρών στις οποίες αναφέρεται. Όμως επιπλέον ο Μουζέλης παραποιεί και το εμπειρικό ιστορικό υλικό το οποίο ένας ερευνητής που αποφασίζει να κάνει μια συγκριτική ιστορική ανάλυση πρέπει να έχει στη διάθεση του. Έτσι, πέρα από το ζήτημα των τρόπων παραγωγής1 και των επιπέδων καπιταλιστικής ανάπτυξης (Ελλάδα, Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή), ή το ζήτημα του «πρώιμου κοινοβουλευτισμού» (π.χ. Γαλλία), ο Μουζέλης αγνοεί:

- Ότι στην Ελλάδα πριν το 1909 η πολιτική σκηνή αναδιαρθρώθηκε ριζικά δύο φορές: Πρώτα την περίοδο 1860-64, οπότε διαλύονται τα τρία «παλιά» κόμματα (το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό») και αναδύονται πέντε νέα κόμματα. Κατόπιν την περίοδο 1872-1874 οπότε δημιουργείται η τρικουπική παράταξη που κυριάρχησε τελικά από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Και οι δυο περίοδοι συνδέονται με σημαντικές πολιτικές αναδιαρθρώσεις (1864: φιλελεύθερο σύνταγμα και γενικό εκλογικό δικαίωμα. 1875: «αρχή της δεδηλωμένης»). Για τον Μουζέλη όλη η περίοδος μέχρι το 1909 μπορεί να περιγραφεί με τον όρο «ολιγαρχικός κοινοβουλευτισμός», όρο τον οποίο φαίνεται ότι θεωρεί τόσο επιστημονικό, ώστε να καθίσταται περιττή η οποιαδήποτε περαιτέρω διασάφιση ή ανάλυση (σελ. 47, 89 κλπ.).

- Ότι την περίοδο 1922-1928 οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού είναι ψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς της περιόδου 1928-1938. Ότι επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη διεθνή κρίση του 1929 ως το σημαντικότερο παράγοντα που δημιούργησε τους όρους για την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας (σελ. 23, 70, 103, 135 κ.λπ.).

- Ότι στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 η βενιζελική παράταξη πήρε μόλις 44,1% των ψήφων (έναντι 55,9% της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως») κι όχι 52% όπως διατείνεται ο Μουζέλης (σελ. 192). Οι βενιζελικοί υπερψηφίστηκαν μόνο στην Κρήτη, την Ήπειρο, τη Χίο και τη Μυτιλήνη.

Η απαρίθμηση των ανακριβειών σε ό,τι αφορά την ελληνική ιστορία θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Δεν έχει όμως κανένα ιδιαίτερο νόημα να τη συνεχίσουμε, θα περιοριστούμε μόνο σε δυο ζητήματα, που σύμφωνα με το Μουζέλη χαρακτηρίζουν την πολιτική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: Τον «πατρογονικό» τύπο διακυβέρνησης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τις πελατειακές σχέσεις, που υποτίθεται ότι συνιστούν το ιδιαίτερο γνώρισμα της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.

5.1 Τουρκοκρατία και «πολιτική αντινομία»

Όπως ήδη είδαμε, ο Μουζέλης ισχυρίζεται ότι η πολιτική εξέλιξη των χωρών που εξετάζει καθορίστηκε από αυτό που ο ίδιος ονομάζει «δεσποτικό, πατρογονικό τύπο διακυβέρνησης», που κυριαρχούσε στις χώρες αυτές πριν από την ανεξαρτησία τους. Χαρακτηριστικό αυτού του τύπου διακυβέρνησης ήταν, υποτίθεται, το ότι απουσίαζε η «οποιαδήποτε πολιτική αυτονομία των γαιοκτητικών ή των εμπορικών τάξεων απέναντι στην κεντρική εξουσία» (Μουζέλης 1987, σελ. 19-20, βλ. επίσης σελ. 135-136).

Καταρχήν αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι ο όρος «δεσποτικός, πατρογονικός τύπος διακυβέρνησης» δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να περιγράψει την ειδοποιό διαφορά του κοινωνικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως προς άλλες κοινωνίες, όπως π.χ. αυτές της Λ. Αμερικής, στις οποίες επίσης κυριαρχούσαν προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δεν πρόκειται επομένως για έναν όρο επιστημονικό.

Οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις που συνέχουν τον ελλαδικό χώρο στις πρώτες περιόδους της Τουρκοκρατίας είναι ασιατικές, δηλαδή ανάγονται στον ασιατικό τρόπο παραγωγής (βλ. Σταυρόπουλος 1979 τ. Α', σελ. 175-450 και Μηλιός 1988, κεφ. 8, σελ. 163-206). Εντούτοις, και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ, το κοινωνικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιέρχεται από τα μέσα του Που αιώνα σε μια φάση κρίσης, συμπτώματα και αποτελέσματα της οποίας είναι οι μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις και ανακατατάξεις στις δυτικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, η συνακόλουθη αναδιάρθρωση του κοινοτικού συστήματος, που αποτελούσε τη βάση των ασιατικών κοινωνικών σχέσεων, οι πόλεμοι στα ανατολικά και η μετατόπιση των τόπων του εμπορίου στα δυτικά, η σημαντική ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, μια σειρά αλλαγές στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, που επέτρεψαν την αναβάθμιση του ρόλου των Φαναριωτών σ' αυτό κλπ. Όλες οι εκφάνσεις αυτής της κρίσης εντάσσονται τελικά σε μια διαδικασία αποσταθεροποίησης και διάλυσης των ασιατικών κοινοτικών σχέσεων στην ύπαιθρο, μια διαδικασία επομένως αποσταθεροποίησης και διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. αναλυτικά Μηλιός 1988, όπ. π.).

Σ' όλες σχεδόν τις παράκτιες και ορεινές περιοχές του ελλαδικού χώρου και εντέλει στη μεγαλύτερη έκταση των εδαφών όπου ξέσπασε και στέριωσε η Επανάσταση του 1821 (Πελοπόννησος, νησιά, Στερεά), αυτή η κρίση και αποσύνθεση των ασιατικών κοινωνικών σχέσεων σήμαινε όμως ταυτόχρονα την απόκτηση μιας ευρύτατης «πολιτικής αυτονομίας των γαιοκτητικών ή των εμπορικών τάξεων απέναντι στην κεντρική εξουσία», σε αντίθεση ακριβώς με τον ισχυρισμό του Μουζέλη. Και ο τελευταίος μαθητής του ελληνικού Γυμνασίου και Λυκείου γνωρίζει π.χ. ότι τα χωριά του Σουλίου στην Ήπειρο κέρδισαν αυτήν την «πολιτική αυτονομία» μέσα από πολέμους με τους τοπικούς τιμαριώτες του Οθωμανικού κράτους. Ότι στην Ύδρα, στα Ψαρρά, στη Μήλο, στο Γαλαξείδι κ.λπ. ο τούρκος «διοικητής» (καπουδάν-πασάς) επισκεπτόταν από τα τέλη του 18ου αιώνα τους χριστιανούς υποτελείς του μια φορά το χρόνο για την είσπραξη των φόρων, και πέραν αυτού σπανιότατα, και μάλιστα τις πιο πολλές φορές μετά από πρόσκληση των τοπικών προυχόντων. Ότι ο «Συνεταιρισμός» των Αμπελακίων εξήγαγε τα προϊόντα του (βαμμένο νήμα) στη Γερμανία και την Αυστρία χωρίς τη μεσολάβηση των οθωμανικών αρχών. Ότι τα Μαδεμοχώρια απόφευγαν την ανάμειξη των τουρκικών αρχών στις εμπορικές τους δραστηριότητες, αγοράζοντας και χύνοντας ασημένια ισπανικά τάληρα, ώστε να συνεχίσουν - και μετά την εξάντληση του τοπικού μεταλλείου - να παρέχουν στις τουρκικές αρχές την ποσότητα ασημιού που είχε ορισθεί ως φόρος πολλά χρόνια πριν, κλπ., κλπ., κλπ.

Δεν είναι όμως μόνο οι εγγράμματοι Έλληνες που τα γνωρίζουν όλα αυτά. Και στο εξωτερικό, όσοι ασχολούνται με την Ιστορία, αλλά ακόμα και όσοι έχουν στοιχειώδεις γνώσεις νεότερης Ιστορίας, γνωρίζουν ότι ήδη αρκετές δεκαετίες πριν την Επανάσταση του 1821, ευρύτατες περιοχές του ελλαδικού χώρου είχαν αποκτήσει μια σημαντικότατη οικονομική και πολιτική αυτονομία απέναντι στην κεντρική οθωμανική εξουσία. Αυτή μάλιστα η οικονομική και πολιτική διαφοροποίηση του νότιου και νησιώτικου ελλαδικού χώρου επέτρεψε την ανάπτυξη και κυριαρχία των φιλελεύθερων-εθνικών αστικών ιδεών και κατέστησε τελικά την Επανάσταση όχι μόνο δυνατή αλλά και αναπόφευκτη.

Αξίζει έτσι εδώ τον κόπο να αναφέρουμε ένα απόσπασμα του Φ. Ένγκελς σχετικά με τρ ζήτημα αυτό: «Ο χριστιανός αγρότης που βρισκόταν υπό την τουρκική κυριαρχία περνούσε από υλική άποψη καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Είχε διαφυλάξει τους προ της Τουρκοκρατίας θεσμούς του, την πλήρη αυτοκυβέρνησή του. Όσο πλήρωνε φόρους δεν ασχολιόταν κατά κανόνα ο Τούρκος μαζί του. Μόνο σπάνια υπόκειτο σε βιασμούς ανάλογους με εκείνους που αναγκαζόταν να υπομένει ο δυτικοευρωπαίος αγρότης από τον ευγενή. Ήταν μια ευτελής, απλώς ανεκτή αλλά όχι υλικά καταπιεσμένη ζωή, η οποία δεν βρισκόταν σε αναντιστοιχία με το πολιτιστικό επίπεδο εκείνων των λαών, και γιαυτό διήρκεσε πολύ μέχρι να ανακαλύψει ο σλάβος ραγιάς ότι η ζωή αυτή ήταν αφόρητη. Αντίθετα, το εμπόριο των Ελλήνων άνθιζε τόσο γρήγορα και είχε ήδη γίνει τόσο σημαντικό, από τότε που η τουρκική κυριαρχία το ελευθέρωσε από τον εκμηδενιστικό ανταγωνισμό των Βενετσιάνων και των Γενουατών, ώστε να μην μπορεί πλέον να ανεχθεί την τουρκική κυριαρχία. Πραγματικά, η τουρκική όπως και κάθε ανατολίτικη κυριαρχία είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία.» (Engels, F. : «Die auswaertige Politik des russischen Zarentums», in Marx-Engels-Werke Bd. 22, σελ. 30-31, Berlin (Ost) 1977).

Γιατί πραγματικά, ποια ήταν η κατάσταση της πλειοψηφίας του γαλλικού λαού, δηλαδή των αγροτών, στα μέσα του 18ου αιώνα, τις παραμονές της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης; Ο στατιστικολόγος Moreau-de-Jeunesse έγραφε: «Από τα τέσσερα δεμάτια που συγκεντρώνει (ο χωρικός, Γ.Μ.) ως συγκομιδή από τα χωράφια το ένα ανήκει στον ευγενή, άλλο ένα οφείλει στον ιερέα ή στον ηγούμενο του γειτονικού μοναστηριού, ένα τρίτο πηγαίνει εξ ολοκλήρου για την πληρωμή των φόρων και το τέταρτο για να καλύψει τα κόστη της παραγωγής». Και ο επίσκοπος Massillon έδινε την εξής εικόνα για το βιοτικό επίπεδο των Γάλλων αγροτών: «Οι άνθρωποι της υπαίθρου μας ζουν σε φρικτή ανέχεια, χωρίς κρεβάτια και χωρίς έπιπλα, επί πλέον η πλειοψηφία τρέφεται το μισό χρόνο με ψωμί κατασκευασμένο από κριθάρι ή βρώμη και αυτό αποτελεί τη μοναδική τους τροφή». (Και τα δύο αποσπάσματα από Rubin 1989, σελ. 97).

Βέβαια για τον Μουζέλη όλα αυτά τα πασίγνωστα πράγματα μπορεί και να είναι άγνωστα. Το γεγονός αυτό καθαυτό δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Άξιο επισήμανσης είναι μόνο το γεγονός ότι ισχυρισμοί και θεωρητικά σχήματα που στηρίζονται στο «αναποδογύρισμα» πασίγνωστων ιστορικών δεδομένων καταφέρνουν να παράγουν ιστορικές, οικονομικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις. Είναι κι αυτό μια ένδειξη για τον τρόπο λειτουργίας και τις πρακτικές της λεγόμενης «επιστημονικής κοινότητας».

5.2 Κοινοβουλευτισμός και «πελατειακές σχέσεις»

Η βασική θέση του Μουζέλη σχετικά με το χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος αντιπροσώπευσης που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι ότι πρόκειται για ένα «σύστημα πολιτικής πελατείας σε κοινοβουλευτικά πλαίσια», όπου «ο πελάτης προσφέρει την πολιτική του υποστήριξη/ψήφο με αντάλλαγμα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες» (Μουζέλης 1987, σελ. 164). Σ' αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «υπάρχει μια άλλη κρίσιμη διάσταση που πρέπει να συμπεριληφθεί στον ορισμό ενός κόμματος ως πελατειακού: πρόκειται για τη σχέση των τοπικών πατρώνων με την ιεραρχία στο σύνολο της, την ιεραρχία που συνδέει τους ψηφοφόρους στις αγροτικές περιοχές και τις πόλεις με τα εθνικά κέντρα εξουσίας. Απ' αυτήν την άποψη το σύστημα της πολιτικής πελατείας συνεπάγεται κάποια αυτονομία τον τοπικού πάτρωνα απέναντι στην κεντρική κομματική οργάνωση και ηγεσία - αυτονομία που βασίζεται στην ιδιότητα τον να ενεργεί ως σχετικά ανεξάρτητος πολιτικός επιχειρηματίας μάλλον παρά σαν παθητικό εξάρτημα της κομματικής μηχανής.» (όπ. π. σελ. 165, οι υπογραμ. του συγγραφέα). Αυτή η οργανωτική σχέση «τοπικών πατρώνων» και κομματικής ηγεσίας αποτελεί κατά τον Μουζέλη και μια από τις βασικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο σύστημα της «πολιτικής πελατείας» και το λαϊκισμό (ο οποίος υποτίθεται ότι αποτελεί ένα σύστημα αδιαμεσολάβητης εξουσιαστικής σχέσης κομματικού ηγέτη και λαϊκών μαζών): «Η βασική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο λαϊκιστής ηγέτης σε περίπτωση σύγκρουσης με τα οργανωτικά στελέχη του μπορεί εύκολα να τα παραγκωνίσει, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει ο μη λαϊκιστής ηγέτης, χαρισματικός ή μη.» (Μουζέλης 1987, σελ. 161).

Οι απόψεις αυτές του Μουζέλη δεν είναι φυσικά πρωτότυπες. Αντίθετα χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να περιγράψουν τα επιφαινόμενα των κοινοβουλευτικών σχέσεων αντιπροσώπευσης σε διάφορες χώρες (βλ. π.χ. L. Graziano 1976). Ο Μουζέλης εντάσσει όμως τις απόψεις αυτές στο δικό του σχήμα περί «ημιπεριφέρειας» μέσα από μια διπλή αποσιώπηση:

α) Αποσιωπά ότι η προβληματική των «πελατειακών σχέσεων» έχει εφαρμοστεί για να περιγράψει το πολιτικό σύστημα χωρών όπως η Ιταλία, η οποία, ως γνωστόν, ανήκει στις 7 ηγετικές βιομηχανικές δυνάμεις της Δύσης. Έτσι, αντιπαραθέτοντας το «πελατειακό» (ή αντίστοιχα «λαϊκιστικό») πολιτικό σύστημα της «ημι-περιφέρειας» στο «ενσωματικό» πολιτικό σύστημα των δυτικών καπιταλιστικών χωρών, παρουσιάζει αυτό το τελευταίο (δηλαδή το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Ιαπωνίας κ.λπ.) ως πλουραλιστική εκπροσώπηση των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων. Διατείνεται, λοιπόν, ότι στις δυτικές χώρες, «σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, η ισχυρή και αυτόνομη κοινωνία των πολιτών συνίσταται από διάφορες ομάδες συμφερόντων που εκπροσωπούν και τις ανώτερες και τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις καθώς και μη ταξικά συμφέροντα. Τέτοιες ομάδες έχουν τη δυνατότητα να θέτουν σοβαρά όρια στις επεμβάσεις και χειραγωγήσεις του κράτους συμβάλλοντας έτσι στην εδραίωση της αρχής της υπεροχής της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σ' αυτούς που κατέχουν τα μέσα καταστολής και διοίκησης» (Μουζέλης 1987, σελ. 138). Αντίθετα στην «ημι-περιφέρεια», «παρά τη διατήρηση περιορισμένου κοινωνικού πλουραλισμού, δεν υπάρχει γνήσιος πολιτικός πλουραλισμός» (όπ. π. σελ. 140). Μιλώντας, υποτίθεται, για την «ημι-περιφέρεια», ο Μουζέλης γίνεται, λοιπόν, ένας κοινότοπος απολογητής του καπιταλιστικού συστήματος.

β) Οι αναφορές του στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα σταματούν στο έτος 1974. Έτσι, ενώ φτάνει να κάνει ακόμα και προβλέψεις για «τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στις Αργεντινή-Χιλή-Ελλάδα» (!!!, Μουζέλης 1987, σελ. 307), δεν λέει ούτε κουβέντα για την περίοδο 1974-87.

Ο λόγος γι αυτή την αποσιώπηση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα είναι φυσικά προφανής: Μετά τη μεταπολίτευση τροποποιήθηκε ριζικά και η θέση του στρατού στο κράτος και η πολιτική σκηνή και η λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Καταργήθηκε ο θρόνος και προέκυψαν μαζικά κυβερνητικά κόμματα που αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Για ένα από τα δυο κόμματα που άσκησαν την κυβερνητική εξουσία (τη Ν.Δ.) έχει ήδη αποδειχθεί ότι διατηρεί τη σταθερότητα της ως «εκπρόσωπος» μιας μεγάλη μερίδας του εκλογικού σώματος, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην ηγεσία του κόμματος και ανεξάρτητα από την αποχώρηση σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων από τις γραμμές του (Ράλλης, Στεφανόπουλος κ.λπ.). Πρόκειται δηλαδή για ένα «κόμμα αρχών», όπως θα έλεγαν και οι · οπαδοί της αστικής πολιτικής θεωρίας. Το ίδιο ισχύει αναμφίβολα και για το τρίτο και τέταρτο σε ισχύ κόμμα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Όσο για το ΠΑΣΟΚ, προσομοιάζει προς το πρότυπο του «λαϊκιστικού», κι όχι του «πελατειακού» κόμματος. «Λαϊκιστικού τύπου» ήταν άλλωστε και τα ! (επιφανειακά) χαρακτηριστικά της Ν.Δ. όσο καιρό στην ηγεσία της βρισκόταν ο Καραμανλής.

Αν, λοιπόν, ο Μουζέλης μιλούσε για την περίοδο 1974-87, όλη η «θεωρία» του για τις «πελατειακές σχέσεις στην ημιπεριφέρεια» θα «πήγαινε περίπατο». Εξίσου όμως θα «πήγαιναν περίπατο» και «συγκρίσεις» όπως η ακόλουθη: «Αν οι ημι-κοινοβουλευτικές μορφές πολιτικής στις Αργεντινή-Χιλή-Ελλάδα είναι ασταθείς, το ίδιο ισχύει και για τις δικτατορικές-στρατιωτικές μορφές διακυβέρνησης, τουλάχιστο στο σημερινό στάδιο μαζικής πολιτικής.» (Μουζέλης 1987, σελ. 301). Τελικά η «σύγκριση» ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αργεντινή και τη Χιλή που επιχειρεί ο Μουζέλης δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο, από το να νομιμοποιούνται τέτοιες γενικόλογες αοριστολογίες και ανακρίβειες ως ένας υποτιθέμενος «μέσος όρος» των εξελίξεων στις τρεις χώρες.

Αν, αντίθετα από τα σχήματα του Μουζέλη, θέλαμε να προσεγγίσουμε με επιστημονικό τρόπο τη συγκεκριμένη δομή του κράτους και τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, τότε θα είμασταν αναγκασμένοι να μιλήσουμε για τη συγκεκριμένη εξέλιξη της πάλης των τάξεων: Για την ΕΑΜικη επανάσταση και τη συντριβή της. Για την παγίωση επομένως του «κράτους των εθνικοφρόνων», ενός κράτους «υπερπολιτικοποιημένου», που αποκλίνει από το τυπικό «κράτος δικαίου», καθώς «αξιολογεί» τα «κοινωνικά φρονήματα» και στηρίζεται στην έκτακτη νομοθεσία. Για την ειδική θέση της κυβέρνησης, του στρατού και του θρόνου στο εσωτερικό του κατασταλτικού μηχανισμού αυτού του κράτους. Για τα αποτελέσματα της πολιτικής ταξικής πάλης στη δεκαετία του 1950 και του 1960. Για την παρέμβαση των μαζών, την κρίση αντιπροσώπευσης και την ανοικτή πολιτική κρίση (ως κρίση της συγκεκριμένης κρατικής μορφής, της συγκεκριμένης μορφής άσκησης της αστικής πολιτικής εξουσίας) της περιόδου 1965-67. Για το πραξικόπημα ως κατεύθυνση «επίλυσης» των αντιφάσεων της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, κατεύθυνση που προέκυψε από το δεδομένο πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων. Για την κατάρρευση της δικτατορίας σαν αποτέλεσμα της έμμεσης (κρίση νομιμοποίησης) και άμεσης (αντίσταση, κινητοποιήσεις, Πολυτεχνείο) παρέμβασης των μαζών, που όξυνε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του κράτους, καθιστώντας τες εκρηκτικές στη συγκυρία της επιστράτευσης του 1974. Για το νέο πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων και την αποκρυστάλλωση του σε μια νέα μορφή κράτους. (Για τα ζητήματα αυτά βλ. αναλυτικά: Μηλιός 1982, Βερναρδάκης Μαυρής 1986, 1987, 1988-α, 1988-β, 1989, 1991).

Ο Μουζέλης δεν κατέχει καμία από τις έννοιες που θα επέτρεπαν τη διατύπωση μιας τέτοιας ανάλυσης. Εντούτοις, απορρίπτει τις υπάρχουσες (μαρξιστικές) έννοιες (έννοιες όπως: πολιτική εξουσία, κρατικός μηχανισμός καταστολής, ιδεολογικοί κρατικοί μηχανισμοί, σχέσεις αντιπροσώπευσης, κρίση εκπροσώπησης, πολιτική κρίση, επαναστατική κρίση, δυαδική εξουσία, άρχουσα τάξη και κυβερνώσα τάξη κ.λπ.) με έναν αυτάρεσκο αφορισμό: «η μαρξιστική ανάλυση είναι εξαιρετικά φτωχή σε εννοιολογικά εργαλεία επεξεργασμένα ειδικά για τη σφαίρα της πολιτικής» (Μουζέλης 1987, σελ. 333-334). Είναι όμως ποτέ δυνατόν να καλυφθεί η απουσία γνώσης και ανάλυσης, η εντυπωσιακή αυτή υπανάπτυξη της σκέψης, πίσω από τέτοιους αφορισμούς;

Εδώ δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε μια συστηματική κριτική της αντίληψης περί «πελατειακών σχέσεων», θα περιοριστούμε έτσι μόνο να επισημάνουμε ότι στην καλύτερη περίπτωση (είτε πρόκειται π.χ. για το μεσοπολεμικό ελληνικό κράτος, για το μεταπολεμικό «κράτος των εθνικοφρόνων», ή για το σύγχρονο μεταδικτατορικό κράτος) πρόκειται για μια περιγραφική επιφανειακή αντίληψη, μια αντίληψη που παραμένει στη «φαινομενική κίνηση του κόσμου». Γιατί πραγματικά, με βάση τις «πελατειακές σχέσεις» δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε ούτε την ταξική πόλωση της πολιτικής σκηνής (την υπερψήφιση των «προοδευτικών κομμάτων» από την εργατική τάξη και τα φτωχά μεσοστρώματα - π.χ. «κάτω γειτονιές» Αθήνας και Πειραιά -, και αντίστοιχα την υπερίσχυση των συντηρητικών κομμάτων στις περιοχές όπου διαμένει η αστική και η μικροαστική τάξη, βλ. κυρίως Βερναρδάκης Μαυρής 1988-β), ούτε τη μετακίνηση του εκλογικού σώματος (π.χ. το 1977 από την Ένωση Κέντρου στο ΠΑΣΟΚ, ή το 1961 από την Ε.Δ.Α. - Π.Α.Μ.Ε. - στην Ένωση Κέντρου). Όπως και μεταπολεμικά έτσι και στο Μεσοπόλεμο, ή και παλιότερα, η έκβαση των κομματικών αναμετρήσεων, οι πολιτικοί συσχετισμοί κ.λπ. μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από μια ανάλυση της πολιτικής συγκυρίας και των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και όχι με βάση την υπόθεση περί «πελατειακών σχέσεων» (βλ. π.χ. τους αλλεπάλληλους ριζικούς μετασχηματισμούς των κομματικών συσχετισμών δύναμης στο Μεσοπόλεμο, όπως αναλύονται, σε συνάρτηση με το ζήτημα του «διχασμού» και της συνέχισης του πολέμου της Μικρασίας, από τον Μάξιμο, 1975).

Όμως και τα εμπειρικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας από τη (μεταπολεμική) πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα μας πείθουν ότι «πελατειακές σχέσεις» με τη μορφή που τις περιγράφει ο Μουζέλης δεν υπήρξαν ποτέ. Καμιά μετακίνηση ή «αποστασία» τοπικών ή και «κεντρικών» «κομματαρχών» δεν επηρέασε ποτέ, σε βαθμό που να μπορεί να διαπιστωθεί, την εκλογική δύναμη των κομμάτων: Η «αποστασία» Ράλλη-Παπαληγούρα από την ΕΡΕ το 1958 δεν μείωσε την εκλογική δύναμη της ΕΡΕ στις εκλογές του 1958. Η «αποστασία» Νόβα, Τσιριμώκου, Στ. Στεφανόπουλου, Μητσοτάκη και τόσων άλλων «κομματαρχών» της Ένωσης Κέντρου σε καμιά περίπτωση δεν θα απέτρεπε (όπως ομολογεί και ο ίδιος ο Μουζέλης, σελ. 248-249), τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του Μαΐου του 1967. Η μαζική προσχώρηση «κομματαρχών» του Κέντρου στη Ν.Δ. μετά τις εκλογές του 1977 (Αθ. Κανελλόπουλος, Κ. Μητσοτάκης, Σ. Αλαμανής, Μ. Παπακωνσταντίνου, Α. Κοκκέβης, θ. Σοφούλης, Ι. Θεοχαρίδης, Σ. Παπαπολίτης, Κ. Γιατράκος κ.ά.) δεν απέτρεψε ούτε στο ελάχιστο την εκλογική συντριβή αυτού του κόμματος στις επόμενες εκλογές (1981). Η αποχώρηση του «κομματάρχη της Αχαΐας» Κ. Στεφανόπουλου από τη Ν.Δ. δεν τη ζημίωσε σε υπολογίσιμο βαθμό, ούτε εξασφάλισε τη βιωσιμότητα της ΔΗ.ΑΝΑ. στις εκλογές του 1989-90.

Τελικά ο κομματικός «πάτρονας», που ελέγχει προσωπικά-«πελατειακά» τους ψηφοφόρους του (την εκλογική του «πελατεία»), και που ως εκ τούτου «ενεργεί ως σχετικά ανεξάρτητος πολιτικός επιχειρηματίας μάλλον παρά σαν παθητικό εξάρτημα της κομματικής μηχανής» (Μουζέλης 1987, σελ. 165) δεν φαίνεται να υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία των δημοσιογράφων και των «κοινωνικών επιστημόνων». Τα «ρουσφέτια» δεν τα κάνουν οι «πάτρονες» (διότι ως φαίνεται τέτοια πρόσωπα δεν υφίστανται) αλλά τα κομματικά στελέχη, όπως ακριβώς και στις άλλες δυτικές χώρες. Αποτελούν, δηλαδή, τα «ρουσφέτια» όψη των κομματικών σχέσεων «αντιπροσώπευσης» και ως εκ τούτου εντάσσονται στη «λογική» και στις «νομοτέλειες» αυτών των σχέσεων.

Επίλογος

Το βιβλίο του Ν. Μουζέλη, που αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το κείμενο, συνιστά μια αποτυχημένη απόπειρα συγκριτικής ανάλυσης της Ελλάδας και ορισμένων χωρών της Λ. Αμερικής. Η αδυναμία του συγγραφέα να εντοπίσει τις θεμελιώδεις οικονομικο-κοινωνικές και πολιτικές δομές των χωρών στις οποίες αναφέρεται, τον οδηγεί στο να υιοθετήσει άκριτα κάποιους όρους, όπως «πρώιμη εδραίωση κοινοβουλευτικών θεσμών - ύστερη εκβιομηχάνιση», «πελατειακές σχέσεις - τοπικοί πάτρωνες», ως υποκατάστατα για την έλλειψη των εννοιών που θα σκιαγραφούσαν τον τύπο των εν λόγω κοινωνιών και τα ιδιαίτερα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Τους όρους αυτούς μεταχειρίζεται μάλιστα ο Μουζέλης με ένα πνεύμα δημοσιογραφικής προφάνειας (παρά τους επιστημονοφανείς νεολογισμούς που συχνά χρησιμοποιεί, βλ. π.χ. το δίπολο «συσσωματικό» - «ενσωματικό») και όχι με επιστημονικό πνεύμα και μέθοδο. Ως τελικό αποτέλεσμα προκύπτει η σύγχυση των εννοιών που συμπληρώνεται από κενές περιεχομένου γενικεύσεις σχετικά με τις εξεταζόμενες χώρες και από την παραποίηση των διαθέσιμων (και συχνά πασίγνωστων) στατιστικών και ιστορικών δεδομένων.

Τον Οκτώβριο του 1979 είχαμε πάλι την ευκαιρία να ασκήσουμε κριτική στον Μουζέλη (Μηλιός 1979, βλ. επίσης Κυπριανίδης 1979), όταν εμφανιζόταν ως υπέρμαχος των «νεομαρξιστικών» θεωριών της «εξάρτησης». Προκύπτει αβίαστα ότι η απομάκρυνση του Μουζέλη από τις θεωρίες της «εξάρτησης» δεν σημαίνει παρά διολίσθηση σε ανοικτά συντηρητικές θέσεις. Αυτό που στο παρελθόν αφήνετο να εννοηθεί, τώρα διακηρύσσεται ανοικτά: Ο καπιταλισμός παρίσταται σαν ένα σύστημα διανομής «οικονομικών ωφελημάτων και πολιτικών δικαιωμάτων».

Το ερώτημα που τίθεται είναι κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να είναι «αποδοτική» μια τόσο χαμηλού επιπέδου Απολογητική. Όσα προηγήθηκαν τεκμηριώνουν νομίζω τη θέση ότι αρκεί μία και μόνο προϋπόθεση: Ο εθισμός των αναγνωστών στη σύγχυση των εννοιών και τη θεωρητική υπανάπτυξη.

Βιβλιογραφία

Ανδρεάδης Ανδρέας, «Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία», στο Α. Ανδρεάδου «Έργα» (εκδιδόμενα υπό της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), τόμος Π, σελ. 297-649, Αθήνα 1940.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Η θέση των πολιτικών κομμάτων στο κράτος και η επέκταση της πολιτικής αντιπροσώπευσης», Θέσεις τ. 16, Οκτώβριος 1986.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Τα κοινωνικά μπλοκ και οι σχέσεις εκπροσώπησης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία», Μέρος Α', Θέσεις 20, Ιούλιος 1987-α.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Τα κοινωνικά μπλοκ και οι σχέσεις εκπροσώπησης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία», Μέρος Β', Θέσεις 21, Οκτώβριος 1987-β.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Από τη Λαοκρατία στην Αλλαγή», Θέσεις τ. 22, Ιανουάριος 1988-α.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Το Κέντρο ή η διαρκής πόλωση της πολιτικής σκηνής, 1950-1967», Θέσεις τ. 23-24, Απρίλιος 1988-β.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Ιουλιανά 1965», Θέσεις τ. 26, Ιανουάριος 1989.

Βερναρδάκης Χ. και Μαύρης Γ., «Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προόικτατορική Ελλάδα», Εξάντας 1991.

Branson W.H/Myhrman J., «Inflation in Open Economies. Supply-Determined versus Demand-Determined Modes», European Economic Review, No 1, 1976.

Busch Klaus, «H κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», εκδ. «Ερατώ», Αθήνα 1986.

Claasen E.M., «Grundlagen der makrooekonomischen Theorie», München 1980.

Eikenberg Armin, «Die paradigmatische Krise der Theorie oekonomisch unterentwickelter Gesellschaftsformationen», Diss. Uni. Osnabruck, Marburg/Lahn 1983.

«H ελληνική οικονομία σε αριθμούς - 1987», εκδ. Elektra Press, Αθήνα 1988.

Engels Friedrich, «England 1845 und 1885», Marx-Engels-Werke Bd. 21, σελ. 191-197, Berlin (Ost) 1977.

Engels Friedrich, «Die auswaertige Politik des russischen Zarentums», Marx-Engels-Werke Bd. 22, σελ. 11-48, Berlin (Ost) 1977.

Esser Klaus, «Lateinamerika. Industrialisierungsstrategien und Entwicklung», edition suhrkamp, Frankfurt/M. 1979.

Ευελπίδης Χρ., «Γεωργική Οικονομία», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος I' (Ελλάς), εκδ. «Πυρσός», σελ. 73-79 Αθήνα 1934.

Ευελπίδης Χρ., «Αγροτική Νομοθεσία», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος I' (Ελλάς), εκδ. «Πυρσός», σελ. 402-404 Αθήνα 1934.

Feder Ernest, «Agrarstruktur und Unterentwicklung in Lateinamerika», E.V.A., 1973.

Graziano Luigi, «A Conceptual Framework for the Study of Clientelist Behaviour», European J. of Political Research, IV 1976.

Ζολώτας Ξ. Ε., «Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως», εκδ. «Ελευθερουδάκη», Αθήνα 1926.

Hindess B./Hirst P. R., «Vorkapitalistische Produktionsweisen», Verlag Ullstein, Frankfurt/M. 1981.

Hurtienne Thomas, «Peripherer Kapitalismus und autozentrierte Entwicklung», Prokla Nr. 44, 1981.

«Industry and Development. Global Report 1985», United Nations, New York 1985.

«International Financial Statistics» (έκδοση του «Int. Monetary Fund»), Volume 31 (October-December 1978, σελ. 46-49, 76-79, 96-99, 158-161), Volume 34 (November-December 1981, σελ. 58-61, 90-93, 110-111, 168-171), Volume XLI, Nr. 12, December 1988, σελ. 92-95, 134-137, 166-169, 250-253.

Kautsky Karl, «Die Agrarfrage», φωτομηχανική αναπαραγωγή της έκδοσης του 1899,

Graz 1971. Κρεμμυδάς Βασίλης, «Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, 1793-1821», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1980.

Κυπριανίδης Τάσος, «Ο Μουζέλης και ο μαρξισμός» (Κριτική στο βιβλίο του Ν.Μουζέλη: «Ελληνική κοινωνία. 'Οψεις υπανάπτυξης», περιοδικό Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, τ. 7, 1979.

Μάξιμος Σεραφείμ, «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1975.

Μαρξ Καρλ, «Το Κεφάλαιο», Ι, II, III, τόμοι Al, A2 και Β εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα 1963 - τόμος Γ εκδ. «Συγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978.

Marx Karl, «Brief an V.l. Sassulitsch. Zweiter Entwurf», Marx-Engels-Werke Bd. 19, σελ. 396-400, Berlin (Ost) 1977.

Marx Karl, «Die Klassenkaempfe in Frankreich 1848 bis 1950», Marx-Engels-Werke Bd. 22, σελ. 11-48, Berlin (Ost) 1977.

Marx Karl, «Προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί», «Κάλβος», Αθήνα 1983.

Μαστραντώνης Τ. και Μηλιός Γ., «Η θεωρία της Αριστεράς για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού: Όρια και συνέπειες», Θέσεις, τ. 2, 1983.

Menzel Ulrich, «Οι νέες βιομηχανικές χώρες της Ν. Α. Ασίας και η θεωρητική συζήτηση για την ανάπτυξη», Θέσεις, τ. 15, Απρίλιος 1986.

Menzel Ulrich, «Auswege aus der Abhaengigkeit. Die entwicklungspolitische Aktualitaet Europas», edition suhrkamp, Frankfurt/M., 1988.

Μηλιός Γιάννης, «Ο μύθος της υπανάπτυξης. Κριτική στο βιβλίο του Ν. Μουζέλη: "Ελληνική κοινωνία. 'Οψεις υπανάπτυξης"», περιοδικό Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, τ. 7, 1979.

Μηλιός Γιάννης, «"Εκσυγχρονισμός" ή (και) οικονομική ανάπτυξη», Θέσεις, τ. 1, Οκτώβριος 1982.

Μηλιός Γιάννης, «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας», μέρος Α', Θέσεις, τ. 4, Ιούλιος 1983-α.

Μηλιός Γιάννης, «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας», μέρος Β', Θέσεις, τ. 5, Οκτώβριος 1983-β.

Μηλιός Γιάννης, «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1988.

Μηλιός Γιάννης, «Ο μαρξισμός στο Μεσοπόλεμο και ο Σεραφείμ Μάξιμος», Θέσεις τ. 26, Ιανουάριος 1989.

Μουζέλης Νίκος, «Νεοελληνική κοινωνία: Όψεις υπανάπτυξης», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1977.

Μουζέλης Νίκος, «Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια. Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1987.

Παπαγεωργίου Χ., «Απαλλοτριώσεις», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ι' (Ελλάς), εκδ. «Πυρσός», σελ. 404-405 Αθήνα 1934.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1971.

Πουλαντζάς Νίκος, «Φασισμός και δικτατορία», εκδ. «Ολκός», Αθήνα 1975.

Rubin Isaac Ilyich, «A History of Economic Thought», Pluto Press, London 1989

Σβορώνος Νίκος, «Επισκόπηση νεοελληνικής ιστορίας», εκδ. «Θεμέλιο» Αθήνα 1976.

Schubert Alexander, «Die internationale Verschuldung», suhrkamp, Frankfurt/M. 1985.

Schweers Rainer, «Kapitalistische Entwicklung und Unterentwicklung. Voraussetzungen und Schranken der Kapitalakkumulation in oekonomisch schwach entwickelten Laendern», A. Metzner Verlag, Frankurt/M., 1980.

Senghaas Dieter, «Von Europa lernen. Entwicklungsgeschichtliche Betrachtungen», edition suhrkamp, Frankfurt/M. 1982.

Σταυρόπουλος Θόδωρος, «Ιστορική ανάλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα», εκδ. «Νέα Σύνορα» Αθήνα 1979, 2 τόμοι.

Τοκάι Φέρεντς, «Για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής», εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χωρίς χρονολογία έκδοσης.

*Η πρώτη γραφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στα «τεύχη πολιτικής οικονομίας», No 4, άνοιξη 1989, σσ. 99-127

1. Ο Μουζέλης, εμμένοντας στο σημείο αυτό στα τριτοκοσμικά επιχειρήματα, ισχυρίζεται ότι σύμφωνα «με τις προβλέψεις του Μαρξ» ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα εξαπλωνόταν «αυτόματα στον υπόλοιπο κόσμο» (Μουζέλης 1987, σελ. 36-37). Στην πραγματικότητα ο Μαρξ από τη μια περιέγραψε τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ήδη κυρίαρχος, και από την άλλη ανέλυσε τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή (όχι όμως και νομοτελειακή) την επικράτηση και κυριαρχία του καπιταλισμού. Στο γράμμα του στην V. I. Sassulitsch ο Μαρξ έγραφε: «Έχω δείξει στο Κεφάλαιο ότι η μεταμόρφωση της φεουδαλικής παραγωγής σε καπιταλιστική παραγωγή έχει ως αφετηρία της την απαλλοτρίωση των παραγωγών και ιδιαιτέρως ότι η βάση όλης αυτής της εξέλιξης είναι η απαλλοτρίωση των αγροτών (...) Περιόρισα λοιπόν αυτό το "ιστορικά αναπόφευκτο" στις χώρες της δυτικής Ευρώπης (...) Χωρίς άλλο, αν η καπιταλιστική παραγωγή είναι να εγκαθιδρυθεί στη Ρωσία, τότε πρέπει η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, δηλαδή του ρωσικού λαού, να μετατραπεί σε μισθωτούς εργάτες και συνεπώς να απαλλοτριωθεί, μέσα από την προηγούμενη κατάργηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί αυτό που συνέβη στη Δύση να αποδείξει εδώ τίποτα. (...) Αυτό που απειλεί τη ζωή της ρώσικης κοινότητας δεν είναι ούτε το ιστορικά αναπότρεπτο ούτε μια θεωρία. Είναι η καταπίεση από τη μεριά του κράτους και η εκμετάλλευση από τους διεισδύοντες καπιταλιστές (...)» Marx Karl, «Brief an V.l. Sassulitsch. Zweiter Entwurf», Marx-Engels-Werke Bd. 19, σελ. 396-400, Berlin (Ost) 1977.

2. Ιδιαίτερα πετυχημένες περιπτώσεις συγκριτικής ανάλυσης σχετικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες της Ευρώπης (πέραν της Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας) αποτελούν οι εργασίες: α) Senghaas Dieter, «Von Europa lernen. Entwicklungsgeschichtliche Betrachtungen», edition suhrkamp, Frankfurt/M. 1982. ß) Menzel Ulrich. «Auswege aus der Abhaengigkeit. Die entwicklungspolitische Aktualitaet Europas», edition suhrkamp, Frankfurt/M., 1988. Επίσης, για τις χώρες της Ν. Α. Ασίας βλ.: Menzel Ulrich, «Οι νέες βιομηχανικές χώρες της Ν. Α. Ασίας και η θεωρητική συζήτηση για την ανάπτυξη», Θέσεις, τ. 15, Απρίλιος 1986.

3. Στα πλαίσια αυτού του σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε αναλυτικά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και τις κοινωνικές σχέσεις στις χώρες της Λ. Αμερικής. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για το ζήτημα δεν πρόκειται βέβαια ούτε στο ελάχιστο να ωφεληθεί από το βιβλίο του Μουζέλη. Στους αναγνώστες που έχουν πρόσβαση στη γερμανική βιβλιογραφία προτείνουμε: α) Eikenberg Armin, «Die paradigmatische Krise der Theorie oekonomisch unterentwickelter Gesellschaftsformationen», Diss. Uni. Osnabrück, Marburg/Lahn 1983. ß) Feder Ernest, «Agrarstruktur und Unterentwicklung in Lateinamerika», E.V.A., 1973. γ) Hurtienne Thomas, «Peripherer Kapitalismus und autozentrierte Entwicklung», Prokla Nr. 44, 1981. δ) Schweers Rainer, «Kapitalistische Entwicklung und Unterentwicklung. Voraussetzungen und Schranken der Kapitalakkumulation in oekonomisch schwach entwickelten Laendern», A. Metzner Verlag, Frankurt/M, 1980. Βλ. επίσης Μηλιός 1983 και 1983-α.

4. Ο Ανδρέας Ανδρεάδης περιγράφει ως εξής τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων, τη στιγμή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, συσχετισμό ο οποίος δεν επέτρεψε την εξάπλωση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας: «Η πώλησις των δημοσίων κτημάτων θα ηδύνατο να αποφέρει πολλά (...) Αλλ' αϊ συνελεύσεις αποβλέπουσαι δικαίως εις ταύτα ως εις ένα των κυριωτέρων πόρων του μέλλοντος και ως την ασφαλεστέραν εγγύησιν εξωτερικού δανείου, απηγόρευσαν κατ' αρχήν την πώλησιν των εθνικών γαιών και κατέστησαν δυσχερετάτην την των φθαρτών κτημάτων. (...) Τα κτήματα λοιπόν θα επωλούντο πολύ κάτω της θεωρητικής των αξίας, θα ηγοράζοντο δε υπό των μόνων οίτινες διέθετον κεφάλαια τίνα, δηλαδή ξένων, ομογενών και κοτζαμπάσηδων. Ούτω δε και το κράτος θα εισέπραττεν ολίγα και νέος τιμαριωτισμός θα εσχηματίζετο». (Ανδρεάδης Ανδρέας, «Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία», στο Α. Ανδρεάδου «Έργα» - εκδιδόμενα υπό της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών -, τόμος II, σελ. 297-649, Αθήνα 1940, σελ. 303 και 327).

5. Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται εδώ, όπως και αυτά που περιέχονται στους πίνακες προέρχονται κατά κύριο λόγο από την ακόλουθη πηγή: «International Financial Statistics» (έκδοση του «Int. Monetary Fund»), Volume 31 (October-December 1978, σελ. 46-49, 76-79, 96-99, 158-161), Volume 34 (November-December 1981, σελ. 58-61, 90-93, 110-111, 168-171), Volume XLI, Nr. 12, December 1988, σελ. 92-95, 134-137, 166-169, 250-253.

6. Σχετικά με τις γενεσιουργές αιτίες του πληθωρισμού βλ.:

α) Branson W.H./Myhrman J., «Inflation in Open Economies. Supply-Determined versus Demand-Determined Modes», European Economic Review, No 1, 1976.

ß) Busch Klaus, «H κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», εκδ. «Ερατώ», Αθήνα 1986.

γ) Claasen E.M., «Grundlagen der makrooekonomischen Theorie», München 1980.

* Στην αρχή κάθε περιόδου η (ΤΚ) και αντίστοιχα η συναλλαγματική ισοτιμία τίθενται ίσες με 1. Η τιμή που δίδεται δείχνει έτσι πόσες φορές πολλαπλασιάσθηκαν τα ενλόγω μεγέθη στη διάρκεια της περιόδου. Τιμή 1 σημαίνει λοιπόν ότι το εξεταζόμενο μέγεθος παρέμεινε σταθερό στη διάρκεια της περιόδου. Τιμή π.χ. 1,73 υποδηλώνει προσαύξηση ή αντίστοιχα υποτίμηση του εξεταζόμενου μεγέθους κατά 73%.

7. Ο Μάξιμος αντιλαμβανόταν σωστά ότι οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική εντάσσονται πάντα σε μια συγκυρία πολιτικής κρίσης που είτε διαρρηγνύει τις σχέσεις «αντιπροσώπευσης» ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και τα κόμματα, είτε στερεί από τα κόμματα τη δυνατότητα να σχηματίσουν μια βιώσιμη (και αποτελεσματική για το σύστημα) κυβέρνηση (κρίση εκπροσώπησης). Έγραφε χαρακτηριστικά: «Η κρίσι του κοινοβουλευτισμού δεν είναι κρίσι εκλογικού συστήματος, είναι βαθύτερη πολιτική και κοινωνική κρίσι, αχώριστη από τη σχέσι των κομμάτων και των τάξεων.» (Μάξιμος 1975 σελ. 49, η υπογρ. δική μου, Γ.Μ.). «Κάθε περίπτωσι στρατιωτικού κινήματος αντιστοιχεί σε μια βαθύτερη διατάραξι της ισορροπίας. Τα κινήματα αυτά, πότε φορείς λαϊκής δυσαρέσκειας, πότε απροκάλυπτες δικτατορίες, συνηθέστερα το ένα και το άλλο, δείχνουν πως η κοινοβουλευτική μέθοδος καταπιέσεως, παύει από του να έχει αξία σε μια δεδομένη στιγμή, οι δεσμοί μεταξύ του "κυρίαρχου λαού" και των αντιπροσώπων του διακόπτονται, καθώς και κάθε άλλη σχέσι (...) Μέσα σε τέτοιου είδους κρίσεις, έχει κινηθεί στην Ελλάδα το στρατιωτικό στοιχείο, σαν ένα μέρος κι αυτό του κοινωνικού συνόλου, δηλ. της κοινωνικής τάξεως που κυριαρχεί στο σύνολο.» (Μάξιμος Σεραφείμ, «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1975, σελ. 31).

8. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μουζέλης: «Δεν μπορούμε ν' αποκλείσουμε την πιθανότητα οι απαιτήσεις αναπαραγωγής ενός ορισμένου τρόπου κυριαρχίας να είναι σχετικά ασυμβίβαστες με τις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Σ' αυτήν την περίπτωση, αυτοί που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας, ακόμα κι αν σχετίζονται στενά με τις οικονομικά κυρίαρχες ομάδες, δεν αποκλείεται να υιοθετούν πολιτική που να ευνοεί την εμπέδωση της δικής τους πολιτικής εξουσίας μάλλον, παρά την ανάπτυξη της οικονομίας ή τα συμφέροντα αυτών που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής» (Μουζέλης 1987, σελ. 344). Τα σχόλια νομίζω περιττεύουν.