1. Ένα πρόβλημα της μαρξιστικής θεωρίας και της αριστερής στρατηγικής

Το μονοπώλιο είναι αναμφίβολα όρος κλειδί για τη θεωρητική προσέγγιση και μελέτη του σύγχρονου καπιταλισμού. Όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις στα πλαίσια της Αριστεράς ξεκινούν από τη θέση ότι τα μονοπώλια αποτελούν τον παράγοντα που κατ' εξοχήν καθορίζει το χαρακτήρα και τις τάσεις εξέλιξης του σημερινού καπιταλισμού. Και αυτό όχι μόνο σ' ότι άφορα την οικονομία και τις οικονομικές εξελίξεις αλλά ακόμα και σ' ότι άφορα το αστικό κράτος, αλλά και την κυρίαρχη ιδεολογία.

Η εισαγωγή του μονοπωλίου φαίνεται λοιπόν να έχει καθοριστικές επιπτώσεις πάνω στην εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας, όπως και πάνω στη στρατηγική της Αριστεράς.

Με το άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε αυτή τη βασική κατηγορία κάθε αριστερής προσέγγισης στο σύγχρονο καπιταλισμό, το μονοπώλιο, και να δούμε το πως η κατηγορία αυτή εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της επιστήμης του κοινωνικού, του ιστορικού υλισμού, που θεμελιώθηκε από τον Μαρξ.

Η βασική θέση που θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε είναι πως ακριβώς από την έννοια του μονοπωλίου αρχίζει η αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, που στη συνέχεια δένεται, στις αναλύσεις της παραδοσιακής Αριστεράς, με την αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος, για να μορφοποιηθεί τελικά στον κρατικομονοπωλιακό ρεφορμισμό που μας υπόσχεται την κατάργηση του καπιταλισμού με μοχλό το καπιταλιστικό κράτος.1

Κατ' αρχήν δηλαδή υπάρχει, μαζί με το θεωρητικό πρόβλημα του κράτους, το πρόβλημα της στρατηγικής και το πολιτικό πρόβλημα. Ενώ δηλαδή το 1848, την εποχή του «ανταγωνιστικού καπιταλισμού», οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού έγραφαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο πως: «ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο»,2 σήμερα η παραδοσιακή Αριστερά θεωρεί σαν άμεσο σκοπό των κομμουνιστών την «αντιμονοπωλιακή δημοκρατία», δηλαδή την ανατροπή της «μονοπωλιακής ολιγαρχίας» και όχι της αστικής τάξης σαν σύνολο. Για την αλλαγή αυτή θα συνασπιστούν έτσι όλες οι άλλες τάξεις της κοινωνίας. «Η κορυφή της μονοπωλιακής αστικής τάξης όλο και περισσότερο αντιπαραθέτει τον εαυτό της στην κοινωνία... Στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ υποδείχνεται ότι κύριος εχθρός της εργατικής τάξης είναι τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Αυτά επίσης είναι ο κύριος εχθρός της αγροτιάς, των βιοτεχνών, των άλλων μικροϊδιοκτητών της πόλης, της πλειοψηφίας των υπαλλήλων και της διανόησης, ακόμα και μέρους των μεσαίων καπιταλιστών. Το βασικό χτύπημα της η εργατική τάξη το κατευθύνει ενάντια στα καπιταλιστικά μονοπώλια. Για την εξάλειψη της παντοδυναμίας των μονοπωλίων ενδιαφέρονται ζωτικά όλα τα βασικά στρώματα του έθνους».3

Η κυριαρχία των μονοπωλίων μοιάζει λοιπόν να υπαγορεύει μια ριζική τομή στη στρατηγική της Αριστεράς. Παράλληλα όμως το πρόβλημα της στρατηγικής και το πολιτικό πρόβλημα παραπέμπει με τη σειρά του στο θεμελιώδες θεωρητικό πρόβλημα που υπαινιχθήκαμε στην αρχή αυτού του κειμένου: Τι ισχύ μπορούν να έχουν σήμερα, στην εποχή που κυριαρχούν τα μονοπώλια, τα θεωρητικά συμπεράσματα, οι νόμοι κίνησης του κεφαλαίου και η κριτική των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας που διατύπωσε ο Μαρξ, την εποχή του ανταγωνιστικού καπιταλισμού) Σε ποιο βαθμό δηλαδή η θεωρία που δι«τύπωσε ο Μαρξ, πρώτα απ' όλα στο βασικό του έργο, το Κεφάλαιο, μπορεί να αποτελέσει σήμερα τη βάση για να προσεγγίσουμε τις δομές και τις τάσεις εξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού;

Γιατί εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι και στο επίπεδο της μαρξιστικής θεωρίας δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή επέκταση της ανάλυσης σε κάποια νέα φαινόμενα, αλλά με το ριζικό μετασχηματισμό, στα σύγχρονα θεωρητικά κείμενα της Αριστεράς, κάποιων θεμελιακών θεωρητικών θέσεων, εννοιών και συμπερασμάτων.

Έτσι για να αναφερθούμε στο πιο σημαντικό ίσως παράδειγμα, ενώ για τον Μαρξ ο νόμος της αξίας καθοδηγεί, σε μια καπιταλιστική χώρα, τις μορφές και τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου, η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού υποστηρίζει πως η συνένωση των μονοπωλίων με το κράτος και η κρατική βία είναι ο καθοριστικός παράγοντας που υπαγορεύει τις τάσεις εξέλιξης του σημερινού καπιταλισμού και εξασφαλίζει την κυριαρχία των μονοπωλίων. «Στην εποχή όταν κυριαρχούσε η μονοπρόσωπη μορφή καπιταλιστικής Ιδιοκτησίας, το κέρδος του κάθε καπιταλιστή αντικειμενικά πλησίαζε το μέσο κέρδος. Ο ξεχωριστός καπιταλιστής μπορούσε να πάρει υπερκέρδος αν χρησιμοποιούσε κάποια νέα τεχνική τελειοποίηση... Τυπικό για τη σημερινή εποχή είναι ότι τέτοια υπερκέρδη, σε τεράστιες διαστάσεις, παίρνονται στις επιχειρήσεις των μονοπωλίων... Η εξασφάλιση μονοπωλιακού υπερκέρδους απαιτεί διάφορα μέτρα εξαναγκασμού, βίας και μάλιστα όχι μόνο οικονομικής, αλλά και εξωοικονομικής, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής και στρατιωτικής βίας. Οι δυνάμεις των ιδίων των μονοπωλίων ήταν ανεπαρκείς γι' αυτό. Τα μονοπώλια μπορούσαν να χρησιμοποιούν όλες τις πηγές να εφαρμόζουν όλες τις μεθόδους πλουτισμού τους, όμως μόνο με τη συνένωση της δύναμης τους με τη δύναμη του αστικού κράτους σ' έναν ενιαίο μηχανισμό».4

Άλλα ακόμα και σ' ότι αφορά το εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα ζήτημα των καπιταλιστικών κρίσεων, οι θεωρητικοί μετασχηματισμοί είναι αξιοσημείωτοι. Ενώ για τον Μαρξ «διαρκείς κρίσεις δεν υπάρχουν»,5 οι θεωρητικοί του σοβιετικού μαρξισμού υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός των μονοπωλίων βρίσκεται, ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου, σε μια διαρκή και αξεπέραστη «γενική κρίση».

Το θεωρητικό πρόβλημα που μόλις σκιαγραφήσαμε, δεν άφορα όμως μόνο τη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και τις αναλύσεις της παραδοσιακής Αριστεράς. Προκύπτει από τις περισσότερες σύγχρονες θεωρίες για το μονοπωλιακό καπιταλισμό και πρώτα απ' όλα τις θεωρίες που έχουν σαν βασικό αντικείμενο την εκμετάλλευση των λαών του Τρίτου Κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.

Εδώ μάλιστα τα πράγματα είναι περισσότερο προφανή, καθόσον ευθέως αναγνωρίζεται η ριζική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στους νόμους του καπιταλισμού που μελέτησε ο Μαρξ και στους νόμους που καθορίζουν την εξέλιξη του σημερινού καπιταλισμού. Έτσι στην εισαγωγή του βιβλίου τους «Μονοπωλιακός καπιταλισμός», οι Μπάραν και Σουήζυ θα πουν: «Η μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμού εξακολουθεί να στηρίζεται ακόμα σε τελευταία ανάλυση στην υπόθεση μιας οικονομίας που διέπεται από το συναγωνισμό... Πρέπει να δεχθούμε ότι ο συναγωνισμός, που ήταν η κυρίαρχη μορφή στις σχέσεις της αγοράς στη Βρετανία του δέκατου ενάτου αιώνα, έπαψε να κατέχει αυτή τη θέση, όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά παντού στον καπιταλιστικό κόσμο... Γι αυτό είναι απαράδεκτο να αγνοούμε τα μονοπώλια όταν κατασκευάζουμε το πρότυπο της οικονομίας και να εξακολουθούμε να θεωρούμε το συναγωνισμό σαν καθολική κατάσταση».6

Ο γνωστός εξ άλλου διανοούμενος της παραδοσιακής Αριστεράς Κ. Χατζηαργύρης, προλογίζοντας τον «Μονοπωλιακό καπιταλισμό» θα εμβαθύνει πάνω στις παρατηρήσεις των Μπάραν και Σουήζυ, που μοιάζουν να αποτελούν κοινό τόπο για τα περισσότερα σύγχρονα ρεύματα της Αριστερού;: «,'Ο Μαρξ, στο «Κεφάλαιο», εξέτασε τη βρετανική οικονομία σαν αφαίρεση της παγκόσμιας. Είχε δίκιο να το κάνει. Δεν είχε ακόμη παγκοσμιοποιηθεί η καπιταλιστική οικονομία στο βαθμό που να υπακούει σε καινούριους, παγκόσμιους και όχι αποκλειστικά εθνικούς κανόνες... Είναι μια μεγάλη αρετή του συγγράμματος του Μπάραν και του Σουήζυ πως καταλαβαίνει την ανάγκη μιας ερμηνείας του μονοπωλιακού καπιταλισμού σαν παγκόσμιου φαινομένου που είναι κατά βάθος αδύνατο να απομονωθεί σε εθνική κλίμακα και να ερμηνευτεί με νόμους αποκλειστικά εθνικούς».7 (οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.).

Με βάση λοιπόν την ανάλυση τους για το μονοπώλιο οι Μπάραν και Σουήζη θα απορρίψουν «τον κλασικό μαρξιστικό νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει» που «προϋποθέτει ένα σύστημα συναγωνισμού» και θα διατυπώσουν «σαν νόμο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ότι το πλεόνασμα έχει την τάση να ανεβαίνει, τόσο απόλυτα όσο και σχετικά», (σελ. 133).

Είτε λοιπόν το αναγνωρίζουν ρητά είτε όχι οι κύριες αριστερές θεωρητικές προσεγγίσεις στο σημερινό καπιταλισμό υιοθετούν την άποψη ότι ο μαρξισμός του Μαρξ, ακριβώς επειδή στην εποχή του δεν υπήρχαν τα μονοπώλια, περιέχει μια σειρά από παρωχημένα στοιχεία και θέσεις, που αφορούν τόσο τα ζητήματα της στρατηγικής, όσο και τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου.

Από το σημείο αυτό έχουμε την πρόθεση να ξεκινήσουμε. Η προσέγγιση μας δηλαδή στο μονοπώλιο και το μονοπωλιακό καπιταλισμό, θα γίνει σε αναφορά με τέσσερις κατηγορίες της ανάλυσης του Μαρξ που, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν το θεμέλιο της μαρξιστικής κριτικής στον κεφαλαιοκρατικά τρόπο παραγωγής, και οι όποιες αναθεωρούνται από τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις για το μονοπωλιακό καπιταλισμό, στα πλαίσια της Αριστεράς: Την κατηγορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, το συναγωνισμό, την κατηγορία του μέσου ποσοστού κέρδους και το κράτος σαν πολιτική συμπύκνωση και κέντρο άσκησης της πολιτικής εξουσίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, της αστικής τάξης σαν συνολικής κοινωνικής πρακτικής.

Προηγούμενα είναι όμως απαραίτητο να τοποθετηθούμε σ' ένα ζήτημα αρχής: Ποιο είναι το θεμελιακό αντικείμενο της θεωρίας του Μαρξ;

2. Το θεμελιώδες αντικείμενο της θεωρίας του Μαρξ είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής.

Ο Ένγκελς, ο Λένιν αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ είχαν αρκετές φορές την ευκαιρία να τονίσουν, πως το θεμελιώδες αντικείμενο της μαρξιστικής θεωρίας και πρώτα απ' όλα το αντικείμενο του κύριου έργου του Μαρξ, του «Κεφαλαίου» δεν είναι, ούτε μια συγκεκριμένη καπιταλιστική χώρα (όπως π.χ. η Αγγλία, η οποία χρησιμοποιείται βέβαια από τον Μαρξ σαν παράδειγμα), ούτε ακόμα ο καπιταλισμός μιας συγκεκριμένης εποχής. Το βασικό αντικείμενο της μαρξιστικής θεωρίας είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, η ενότητα δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, οι θεμελιώδεις δομικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν κάθε καπιταλιστικό σύστημα. «Αυτό που έχω να ερευνήσω σ' αυτό το έργο, είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής κι οι σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής που αντιστοιχούν σ' αυτόν», θα πει ο Μαρξ στην εισαγωγή του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου».8

Τις θέσεις αυτές των κλασσικών του μαρξισμού επεξεργάστηκε και ανάπτυξε παραπέρα ο Λουί Άλτουσέρ, που ακριβώς έδειξε ότι οι αναλύσεις του Μαρξ θεμελιώνουν για πρώτη φορά μια νέα επιστημονική ήπειρο, την επιστήμη του κοινωνικού, η οποία κατέχει αναγκαστικά ένα άμεσα επαναστατικό περιεχόμενο.9

Από το χαρακτήρα της σαν επιστήμης η μαρξιστική θεωρία συγκροτείται με βάση ένα τύπο θεωρητικών αντικειμένων που ανήκουν στο χώρο των εννοιών. Το κάθε θεωρητικό αντικείμενο είναι έτσι διακριτό από το αντίστοιχο υπαρκτό, πραγματικό αντικείμενο, αποτελεί όμως το κλειδί, τον απαραίτητο όρο για τη γνωστική προσέγγιση του πραγματικού.10

Σαν τέτοιο αντικείμενο μπορεί φυσικά να επιλεγεί, πέρα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ένας συγκεκριμένος κοινωνικός σχηματισμός, π.χ. η σημερινή Ελλάδα, η μια επιμέρους δομή του, π.χ. το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Καθοριστικός όμως όρος για τη μελέτη ενός συγκεκριμένου καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού είναι οι έννοιες και τα θεωρητικά συμπεράσματα που οικοδομήθηκαν από τη μελέτη του θεμελιώδους θεωρητικού αντικειμένου, του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Το αντικείμενο της επιστήμης, η μέθοδος παραγωγής της επιστημονικής γνώσης, και τα θεωρητικά αποτελέσματα, αποτελούν μια αδιάρρηκτη ενότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα θεωρητικά εργαλεία και τα θεωρητικά συμπεράσματα δεν μπορούν να αυτονομηθούν και ότι παράλληλα οι επιστημονικές θέσεις και έννοιες κατέχουν μια ακρίβεια και μια καθολικότητα που επιτρέπει ταυτόχρονα, την πρακτική σύλληψη του κόσμου και το παραπέρα προχώρημα της θεωρητικής παραγωγής.11

Ο μαρξισμός δεν είναι λοιπόν απλά και μόνο μια μέθοδος, την οποία ο Μαρξ επέλεξε να εφαρμόσει στην Αγγλία του 19ου αιώνα, η στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό, και έβγαλε κάποια συμπεράσματα, και αν εμείς εφαρμόσουμε στον καπιταλισμό του 20ου αιώνα, θα βγάλουμε κάποια ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα. Είναι μια επιστήμη σε εξέλιξη, που ο Μαρξ θεμελίωσε αναδεικνύοντας σαν θεμελιώδες θεωρητικό αντικείμενο, στο «Κεφάλαιο», τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Χωρίς αυτή τη γενική θεωρία, η θεωρητική προσέγγιση της οποιασδήποτε συγκεκριμένης κατάστασης καθίσταται αδύνατη.

Επειδή όμως το ζήτημα που άφορα το θεμελιώδες αντικείμενο της θεωρίας του Μαρξ είναι κρίσιμο, αξίζει να δώσουμε το λόγο στον. Άλτουσέρ:

«Ο Μαρξ λοιπόν διαλέγει το παράδειγμα της Αγγλίας. Δεν παύει όμως να υποβάλλει αυτός ο ίδιος το παράδειγμα του σε σοβαρό καθαρισμό αφού, όπως και ο ίδιος ομολογεί, το αναλύει παίρνοντας σαν προϋπόθεση ότι το αντικείμενο του περιλαμβάνει πάντοτε μόνο δύο τάξεις (κατάσταση που δεν γνωρίζει παράδειγμα στον κόσμο) και πως η παγκόσμια αγορά υπόκειται ολοκληρωτικά στην καπιταλιστική παραγωγή, πράγμα που και αυτό είναι εκτός πραγματικότητας. Συνεπώς ο Μαρξ δεν μελετά καν το παράδειγμα της Αγγλίας, μελετά ένα παράδειγμα κατασκευασμένο, το όποιο ονομάζει «ιδανικό μέσο όρο» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής... Άλλα κι εδώ πάλι, μπορούμε να συλλάβουμε την πραγματική πρόθεση του Μαρξ αν νοήσουμε αυτό το ιδανικό ως ιδεατό, δηλαδή ως την απλή εννοιολογική ύπαρξη του αντικειμένου του, και το «μέσο όρο» ως το περιεχόμενο της εννοίας του αντικειμένου του, και όχι ως το αποτέλεσμα μιας εμπειρικής αφαίρεσης. Το αντικείμενο του Μαρξ δεν είναι ένα ιδανικό αντικείμενο, που αντιτίθεται προς ένα πραγματικό αντικείμενο, και άρα λόγω αυτής της αντίθεσης διακρίνεται απ' αυτό, με τον ίδιο τρόπο που το δέον διακρίνεται από το είναι, και ο κανόνας διακρίνεται από το γεγονός, το αντικείμενο της θεωρίας του είναι ιδεατό, δηλαδή ορίζεται με όρους γνώσης, με την αφαίρεση της εννοίας. Αυτό το λέει κι ο ίδιος ο Μαρξ, όταν γράφει ότι η «ειδοποιός διαφορά του καπιταλιστικού συστήματος εκδηλώνεται (sich darstellt) στη δομή του, σ' ολόκληρη τη μορφή του πυρήνα της», (in ihrer ganzen Kerngestalt). Αυτή η Kerngestalt και οι καθορισμοί της αποτελούν το αντικείμενο της ανάλυσης του Μαρξ, εφ όσον η ειδοποιός αυτή διαφορά ορίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής... Όταν λοιπόν μας λέει ο Μαρξ ότι μελετά ένα «Ιδανικό μέσο όρο», πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι αυτή η ιδανικότητα δεν συμπαραδηλώνει κάτι το μη πραγματικό, η τον ιδανικό κανόνα, αλλά την έννοια του πραγματικού... την έννοια της ειδοποιού διαφοράς του εξεταζόμενου τρόπου παραγωγής».12

"Αν λοιπόν πάρουμε σαν δεδομένο πως οι αναλύσεις του Μαρξ και πρώτα απ' όλα το «Κεφάλαιο», δεν αναφέρονται στην Αγγλία η έστω στον καπιταλισμό του περασμένου αιώνα, αλλά προσεγγίζουν επιστημονικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αρνηθούμε τον ισχυρισμό ότι τα θεωρητικά συμπεράσματα του Μαρξ και οι νόμοι κίνησης του κεφαλαίου, που συνάγονται ακριβώς από την κεφαλαιοκρατική σχέση, είναι παρωχημένα και δεν μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αντίθετα είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι κάθε προσπάθεια για να προσεγγισθεί επιστημονικά το μονοπώλιο και ο μονοπωλιακός καπιταλισμός θα πρέπει να στηριχθεί στα βασικά θεωρητικά συμπεράσματα και τις κατηγορίες του Μαρξ.

Η διατύπωση συνακόλουθα ότι «η κορυφή της μονοπωλιακής αστικής τάξης όλο και περισσότερο αντιπαραθέτει τον εαυτό της στην κοινωνία» και ότι το μικρό και μεσαίο κεφάλαιο έχει συμφέρον να ανατραπεί η εξουσία των μονοπωλίων, ρητά υπαινίσσεται ότι έχει ουσιαστικά ανασταλεί η διαδικασία συγκρότησης των επιμέρους κεφαλαίων σε συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, ώστε τελικά να αντιδιαστέλλονται τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τα συμφέροντα του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Αυτή η ριζική αλλαγή δεν φαίνεται να απορρέει από μια αντίστοιχη αλλαγή στον τύπο της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Ενώ δηλαδή η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, που οδηγεί στη γιγαντιαία επιχείρηση και το μονοπώλιο, συνεπιφέρει σημαντικότατες ποιοτικές αλλαγές (αύξηση της σχετικής υπεραξίας, εξέλιξη των μέσων παραγωγής, ταιυλορισμός), εντούτοις ο τύπος αυτής της υπαγωγής, «η μορφή του πυρήνα της», παραμένει κοινός σ' ολόκληρη την καπιταλιστική βιομηχανία.

Η αντιπαράθεση λοιπόν ανάμεσα στα μονοπώλια και την υπόλοιπη αστική τάξη φαίνεται να θεμελιώνεται με βάση την κατάργηση του συναγωνισμού και την ικανότητα των μονοπωλίων να αναστέλλουν την τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, και να αποκομίζουν, στηριγμένα στο κράτος, μονοπωλιακά υπερκέρδη.

Όμως και πάλι το πρόβλημα παραμένει. Γιατί σύμφωνα με τον Μαρξ, ο συναγωνισμός είναι το αναγκαίο και πάντα ενεργό αποτέλεσμα της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, καθόσον αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, το μέσο, που εξασφαλίζει τη λειτουργία των νόμων κίνησης του κεφαλαίου. Ο συναγωνισμός υποτάσσει τις βουλήσεις και την αυθαιρεσία των επιμέρους κεφαλαίων στις συνθήκες που απορρέουν από την κεφαλαιοκρατική σχέση, στους νόμους που συνεπάγεται η εξουσία του κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής.

Παράλληλα η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, που η κυριαρχία της εξασφαλίζεται μέσα από το συναγωνισμό, αποτελεί θεμελιώδη δομική σχέση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, καθόσον αποτελεί τον κατ' εξοχήν μηχανισμό που διαμεσολαβεί τη συγκρότηση των επιμέρους κεφαλαίων σε συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο,

Πως είναι λοιπόν δυνατό να συνάγονται από την κεφαλαιοκρατική σχέση, να αποτελούν δηλαδή συστατικά στοιχεία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τόσο ο συναγωνισμός και η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, όσο και η ακύρωση τους; Πως είναι παράλληλα δυνατόν να πάψουν τα επιμέρους κεφάλαια, μονοπώλια η μη, να αποτελούν ταυτόχρονα και μέρη του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου; Να πάψουν συνακόλουθα να συγκροτούνται με βάση κάποια κοινά στρατηγικά συμφέροντα, παρά τις όποιες ενδοαστικές αντιφάσεις και συγκρούσεις; Όλα αυτά είναι απλούστατα δυνατά όταν τη θέση του μαρξισμού πάρει ο ρεβιζιονισμός, όταν δηλαδή η επιστημονική ανάλυση εκτοπισθεί από την αστική ιδεολογία.

3. Συναγωνισμός και μονοπώλια

Η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού αλλά και οι περισσότερες από τις θεωρίες που ερευνούν την αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, υιοθετούν την άποψη ότι το μονοπώλιο, αν και είναι ένα παράγωγο του συναγωνισμού, όταν συγκροτηθεί σαν μονοπώλιο εκτοπίζει το συναγωνισμό, παίρνει τη θέση του συναγωνισμού και τον ακυρώνει.

«Πρέπει να δεχθούμε ότι ο συναγωνισμός που ήταν η κυρίαρχη μορφή στις σχέσεις της αγοράς στη Βρετανία του δέκατου ενάτου αιώνα, έπαψε να κατέχει αυτή τη θέση... Γι αυτό είναι απαράδεκτο να θεωρούμε το συναγωνισμό σαν καθολική κατάσταση», μας έχουν ήδη πει οι Μπάραν και Σουήζυ. (όπ.π.). Και οι θεωρητικοί του Ινστιτούτου Κοινωνικών Επιστημών της ΕΣΣΔ θα προσθέσουν ότι ο συναγωνισμός διατηρείται μόνο εκεί που υπάρχει ακόμη μικρή και μεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα. «Για τον ελεύθερο συναγωνισμό απομένει πολύ στενός τομέας της οικονομίας, εφόσον το ειδικό βάρος της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι ασήμαντο στην παραγωγή».13

Τώρα ο συναγωνισμός δεν είναι «ελεύθερος». Αντίθετα έχει αποκτήσει μια νέα ποιότητα. Δεν περιγράφει την αντικειμενική οικονομική σχέση των επιμέρους κεφαλαίων μεταξύ τους, αλλά τη συνειδητή δράση των μονοπωλίων.

"Αν για τον Μαρξ η δράση κάθε επιμέρους κεφαλαίου, και η βούληση του, δηλαδή η επιδίωξη του να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, περιορίζεται από το συναγωνισμό και υποτάσσεται τελικά στους νόμους κίνησης που πηγάζουν από την κεφαλαιοκρατική σχέση, για τη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού είναι η βούληση του μονοπωλίου που καθορίζει τα χαρακτηριστικά του συναγωνισμού. «Τη θέση της ανοικτής άμιλλας την παίρνει η μυστική συναλλαγή, η συμφωνία των λίγων ενάντια σ' όλους τους υπόλοιπους. Όλα αυτά καθορίζουν και τη νέα ποιότητα και την εξαιρετική οξύτητα του συναγωνισμού στον ιμπεριαλισμό».14 Το επιμέρους κεφάλαιο, όταν είναι μονοπώλιο, γίνεται, σύμφωνα μ' αυτή τη θεώρηση, μια αυτοδύναμη βουλησιαρχική οντότητα που γράφει ιστορία.

Για την επιστήμη όμως που θεμελίωσε ο Μαρξ, για τον ιστορικό υλισμό, είναι εντελώς ξένη αυτή η βουλησιαρχική θεώρηση, που παρουσιάζει την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σαν αποτελέσματα της θέλησης των «μυστικών συναλλαγών» και των «συμφωνιών» κάποιων αυτοδύναμων υποκειμένων.

Οι ταξικές σχέσεις εξουσίας και οι ταξικοί συσχετισμοί, που θεμελιώνονται μέσα στην πάλη των τάξεων, προσδιορίζουν τους εσωτερικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, που γίνονται φανεροί στην εξωτερική κίνηση των κεφαλαίων και διαμεσολαβούνται, τίθενται σε ισχύ και επιβάλλονται πάνω στις θελήσεις των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών, μέσα από το συναγωνισμό.15 Δεν είναι έτσι π.χ. το μονοπώλιο που «υπαγορεύει στην αγορά τις τιμές»16, όπως υποστηρίζει η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, αλλά αντίθετα η αγορά υπαγορεύει στα επιμέρους κεφάλαια τις τιμές.17

Τον κυρίαρχο ρόλο του συναγωνισμού, τη συνύφανσή του με τις θεμελιώδεις δομικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είχε φυσικά περιγράψει ο ίδιος 0 Μαρξ.

«Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του σαν ένα άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική λειτουργία του κεφαλαίου σαν κεφάλαιο. Οι εσωτερικοί νόμοι του κεφαλαίου, που εμφανίζονται άπλα σαν τάσεις στα ιστορικά προστάδια της ανάπτυξης του, συγκροτούνται για πρώτη φορά σαν νόμοι. Η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο συντίθεται στις επαρκείς μορφές της μόνο στο βαθμό που αναπτύσσεται ο ελεύθερος συναγωνισμός, καθόσον αυτός αποτελεί την ελεύθερη ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που θεμελιώνεται με βάση το κεφάλαιο. Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Μέσα από το συναγωνισμό διαμορφώνεται η εξωτερική αναγκαιότητα για το επιμέρους κεφάλαιο, πράγμα που αντιστοιχεί στη φύση του κεφαλαίου, του τρόπου παραγωγής που θεμελιώνεται στο κεφάλαιο, πράγμα που αντιστοιχεί στην έννοια του κεφαλαίου. Ο αμοιβαίος καταναγκασμός που εξασκεί το ένα κεφάλαιο πάνω στο άλλο, πάνω στην εργασία κ.λπ. (ο ανταγωνισμός των εργατών μεταξύ τους είναι μόνο μια άλλη μορφή του ανταγωνισμού των κεφαλαίων), είναι η ελεύθερη, ταυτόχρονα η πραγματική ανάπτυξη του πλούτου σαν κεφαλαίου... Η φαινομενικά ανεξάρτητη δράση των μεμονωμένων κεφαλαίων και οι τυχαίες συγκρούσεις τους θέτουν σε λειτουργία το γενικό τους νόμο».18

Σύμφωνα με τον μαρξισμό, δεν μπορεί λοιπόν να υποκατασταθεί ο συναγωνισμός, όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, από καμιά συναλλαγή η συμφωνία, από καμιά νέα ποιότητα.19

Από τα παραπάνω συνάγεται λοιπόν ότι το μονοπώλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μόνο σαν εσωτερικό στοιχείο του συναγωνισμού, σαν μια επιμέρους κατηγορία που εντάσσεται στην έννοια του συναγωνισμού όπως αυτή θεμελιώθηκε από τον Μαρξ. Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι τα μονοπώλια δημιουργούνται μέσα στο συναγωνισμό, αλλά και ότι εξακολουθούν να παραμένουν μέσα σ' αυτόν, ότι διατηρούν τις μονοπωλιακές τους θέσεις μέσα από το συναγωνισμό. Η ύπαρξη των μονοπωλίων δεν καταργεί ούτε εκτοπίζει το συναγωνισμό και επομένως η θέση τους σαν μονοπωλίων απειλείται διαρκώς από την ύπαρξη των άλλων μεμονωμένων κεφαλαίων και από τις τάσεις εξισορρόπησης που είναι σύμφυτες με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Είναι λοιπόν προφανές ότι οι έννοιες και τα θεωρητικά συμπεράσματα που αναφέρονται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μπορούν να περιγράψουν επίσης και το φαινόμενο του μονοπωλίου. Ο ίδιος ο Μαρξ άλλωστε εντόπισε και ανέλυσε τόσο την τάση των επιμέρους κεφαλαίων να αποκτούν μονοπωλιακές θέσεις στην καπιταλιστική παραγωγή, όσο και τα χαρακτηριστικά αυτών των μονοπωλιακών θέσεων. Ότι το πρόβλημα είναι τόσο παλιό όσο και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, μας το δείχνει το πιο κάτω απόσπασμα του Μαρξ ήδη από το 1847, δηλαδή είκοσι χρόνια πριν να εκδοθεί ο πρώτος τόμος του «Κεφαλαίου».

«Στην πρακτική ζωή, βρίσκει κανένας όχι μονάχα το συναγωνισμό, το μονοπώλιο και τον ανταγωνισμό τους, μα και τη σύνθεση τους, που δεν είναι φόρμουλα (τύπος, καλούπι), μα κίνηση. Το μονοπώλιο δημιουργεί το συναγωνισμό, ο συναγωνισμός δημιουργεί το μονοπώλιο. Τα μονοπώλια δημιουργούνται απ' το συναγωνισμό, οι συναγωνιζόμενοι γίνονται μονοπωλητές. "Αν οι μονοπωλητές περιορίσουν το συναγωνισμό μεταξύ τους, με επιμέρους συνεταιρισμούς, ο συναγωνισμός γίνεται μεγαλύτερος ανάμεσα στους εργάτες. Κι όσο πιο πολύ η μάζα των προλεταρίων μεγαλώνει, σε σύγκριση με τους μονοπωλητές ενός· έθνους, τόσο πιο πολύ ο συναγωνισμός, ανάμεσα στους μονοπωλητές των διαφόρων εθνών, γίνεται πιο ξέφρενος.

Η σύνθεση είναι τέτοια που το μονοπώλιο δε μπορεί να διατηρηθεί παρά περνώντας αδιάκοπα απ' την πάλη του συναγωνισμού».20

Και ο Λένιν θα αντικρούσει τις απόψεις που ήθελαν την αντικατάσταση της ανάλυσης για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με την ανάλυση του ιμπεριαλισμού, με τα εξής επιχειρήματα:

«Ο ιμπεριαλισμός, στην πραγματικότητα, δεν μεταμόρφωσε κι ούτε μπορεί να μεταμορφώσει τον καπιταλισμό από κάτω ως πάνω. Ο ιμπεριαλισμός περιπλέκει και οξύνει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, μπλέκει τον ελεύθερο συναγωνισμό με τα μονοπώλια, όμως δεν μπορεί να εξαλείψει την ανταλλαγή την αγορά, το συναγωνισμό, τις κρίσεις κ.λπ... Γι αυτό είναι θεωρητικά λαθεμένο να διαγράψουμε γενικά την ανάλυση της ανταλλαγής, της εμπορευματικής παραγωγής, των κρίσεων κ.λπ. και να αντικαταστήσουμε την ανάλυση αυτή με την ανάλυση του ιμπεριαλισμού σαν σύνολο. Γιατί ένα τέτοιο σύνολο δεν υπάρχει».21

Ο ελεύθερος συναγωνισμός όχι μόνο εξακολουθεί να κυριαρχεί στο σημερινό καπιταλισμό, να διαμεσολαβεί και να εξασφαλίζει την ισχύ σαν καταναγκαστικών νόμων που επενεργούν πάνω στους δρώντες φορείς της παραγωγής των εσωτερικών δομικών σχέσεων και νόμων του καπιταλισμού, αλλά αναπτύσσεται και βαθαίνει ακόμη παραπέρα, καθώς αναπτύσσεται η παγκόσμια αγορά. Γιατί τι άλλο υποδηλώνει η εκπληκτική ανάπτυξη του marketing και των μεθόδων διαφήμισης στο σύγχρονο καπιταλισμό, παρά ότι παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, εντείνεται παραπέρα και ο συναγωνισμός των κεφαλαίων;

4. Συνολικό κεφάλαιο και μέσο κέρδος

"Αν όπως είδαμε στα προηγούμενα ο συναγωνισμός εξασφαλίζει την «πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου», αυτό συμβαίνει γιατί ο συναγωνισμός «επιβάλλει» στα επιμέρους κεφάλαια τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, κάνει δυνατό το να συγκροτηθούν και να λειτουργήσουν οι επιμέρους καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα μεμονωμένα κεφάλαια, σαν συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο.

Τα επιμέρους κεφάλαια, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, παρουσιάζουν λοιπόν αναγκαστικά δυο όψεις: Είναι επιμέρους, μεμονωμένα κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέρη του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Σαν μεμονωμένα κεφάλαια κατατείνουν στο να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Αυτή η τάση για μεγιστοποίηση του κέρδους υποτάσσεται όμως, μέσα από το συναγωνισμό, στους νόμους εξισορρόπησης που είναι σύμφυτοι με την έννοια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Κυρίαρχο ρόλο παίζει πρώτα απ' όλα εδώ η τάση για εξίσωση του ποσοστού κέρδους των επιμέρους κεφαλαίων και η διαδικασία διαμόρφωσης ενός μέσου κέρδους, που χαρακτηρίζει το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο.

Ο Μαρξ θα πει για τη διαδικασία αυτή: «Εξαιτίας της διαφορετικής οργανικής σύνθεσης των κεφαλαίων που είναι τοποθετημένα σε διάφορους κλάδους παραγωγής, εξαιτίας επομένως του γεγονότος, ότι ανάλογα με τη διαφορετική ποσοστιαία συμμετοχή του μεταβλητού μέρους του κεφαλαίου σε ένα συνολικό κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, τίθενται σε κίνηση πολύ διαφορετικές ποσότητες εργασίας από ισομεγέθη κεφάλαια, τα κεφάλαια αυτά ιδιοποιούνται επίσης πολύ διαφορετικά μεγέθη υπερεργασίας, η παράγουν πολύ διαφορετικές μάζες υπεραξίας. Κατά συνέπεια είναι στην αρχή πολύ διαφορετικά τα ποσοστά κέρδους, που επικρατούν σε διάφορους κλάδους παραγωγής. Αυτά τα διάφορα ποσοστά κέρδους εξισώνονται με το συναγωνισμό σε ένα γενικό ποσοστό κέρδους, που είναι ο μέσος όρος όλων αυτών των διαφορετικών ποσοστών κέρδους. Το κέρδος που, σύμφωνα μ' αυτό το γενικό ποσοστό κέρδους, αναλογεί σ' ένα κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, οποιαδήποτε κι αν είναι ι, οργανική του σύνθεση, ονομάζεται μέσο κέρδος».22

Το μέσο κέρδος εξασφαλίζεται: α) Μέσα από το συναγωνισμό στο εσωτερικό ενός κλάδου παραγωγής, που κατ' αρχήν εξασφαλίζει τη λειτουργία του νόμου της αξίας σε κοινωνικό και όχι ατομικό επίπεδο, που εξασφαλίζει δηλαδή για κάθε εμπόρευμα «την αποκατάσταση μιας ίσης αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής, παρά τις διαφορές στην παραγωγικότητα και την οργανική σύνθεση των μεμονωμένων κεφαλαίων που παράγουν αυτό το εμπόρευμα, παρά δηλαδή τις διάφορες ατομικές αξίες των εμπορευμάτων».23

β) Κατά κύριο λόγο όμως το μέσο κέρδος εξασφαλίζεται μέσα από το συναγωνισμό των κεφαλαίων που είναι τοποθετημένα στους διαφορετικούς κλάδους παραγωγής, που «γεννά την τιμή της παραγωγής, η οποία εξισώνει τα ποσοστά κέρδους των διαφόρων σφαιρών παραγωγής».24 Η τιμή αυτή παραγωγής ενός εμπορεύματος δεν είναι έτσι παρά «η τιμή κόστους του εμπορεύματος συν τη μερίδα που του αναλογεί από το χρονιάτικο μέσο κέρδος του κεφαλαίου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του».25

Η θέση για την κυριαρχία των μονοπωλιακών τιμών, που υποστηρίζουν οι περισσότερες από τις σύγχρονες προσεγγίσεις στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, αναθεωρούν τη θεμελιώδη αυτή μαρξιστική ανάλυση για την κυριαρχία της τάσης εξίσωσης του ποσοστού κέρδους μέσα από το μηχανισμό των τιμών παραγωγής.

Η «ελευθερία του κεφαλαίου», η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του, και η δυνατότητα του να μετακινείται από τη μια σφαίρα παραγωγής στην άλλη μετακίνηση που επιβάλλεται μέσα από το συναγωνισμό είναι οι όροι που εξασφαλίζουν την κυριαρχία της τάσης για εξίσωση του ποσοστού κέρδους.

«Με αυτή την ακατάπαυστη μετανάστευση του, με δυο λόγια, με την κατανομή του ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες παραγωγής, ανάλογα με την άνοδο εδώ η την πτώση του ποσοστού κέρδους, το κεφάλαιο επιφέρει μια τέτοια σχέση της προσφοράς προς τη ζήτηση, που στις διαφορετικές σφαίρες παραγωγής το μέσο κέρδος γίνεται το ίδιο κι έτσι οι αξίες μετατρέπονται σε τιμές παραγωγής. Το κεφάλαιο πετυχαίνει τόσο περισσότερο αυτή την εξίσωση όσο ανώτερη είναι η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, σε μια δοσμένη εθνική κοινωνία, δηλαδή όσο περισσότερο οι συνθήκες της δοσμένης χώρας είναι προσαρμοσμένες στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής».26 (οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους αποτελεί λοιπόν βασικό δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορεί να καταργηθεί αλλά αντίθετα ενισχύεται μέσα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Εδώ άλλωστε βρίσκεται, όπως ήδη είπαμε, και ο μηχανισμός που συγκροτεί τα επιμέρους κεφάλαια σε συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. «Οι διάφοροι κεφαλαιοκράτες φέρονται εδώ, όσον άφορα το κέρδος, σαν απλοί μέτοχοι μιας μετοχικής εταιρείας... για τους διάφορους κεφαλαιοκράτες τα μερίδια αυτά διαφέρουν μεταξύ τους σύμφωνα με το μέγεθος του κεφαλαίου που έβαλε ο καθένας στη συνολική επιχείρηση, σύμφωνα με τον αριθμό των μετοχών που έχει».27 «Με τη μορφή αυτή το κεφάλαιο αποκτά συνείδηση ότι είναι μια κοινωνική δύναμη, στην οποία ο κάθε κεφαλαιοκράτης συμμετέχει ανάλογα με το μερίδιο του στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο».28

Βέβαια η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, που συγκροτεί τα επιμέρους κεφάλαια σε συνολικό κεφάλαιο, δεν σημαίνει ότι αυτόματα και κάθε στιγμή, σε οποιονδήποτε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, τα ποσοστά κέρδους των μεμονωμένων κεφαλαίων είναι ίσα. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του συναγωνισμού, έτσι και εδώ εγγράφεται η δυνατότητα να αναπαράγονται κάποιες ανισότητες στα ποσοστά κέρδους, βέβαια μέσα πάντα στα πλαίσια της τάσης για εξίσωση του ποσοστού κέρδους και όχι καταργώντας την ισχύ της. «Γενικά στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή ο γενικός νόμος επιβάλλεται σαν η κυρίαρχη τάση, μ' ένα πολύ πολύπλοκο και κατά προσέγγιση τρόπο, σαν κάποιος μέσος όρος αιώνιων διακυμάνσεων, που ποτέ δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια».29

Το μονοπωλιακό κέρδος είναι έτσι μια δυνατότητα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μια δυνατότητα εσωτερική της τάσης για εξίσωση του ποσοστού κέρδους, που δημιουργείται ακριβώς μέσα και παράλληλα με αυτή την τάση, που φυσικά εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη.

Όπως είναι επόμενο λοιπόν, το μονοπωλιακό κέρδος δεν μπορεί να αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εφόσον παραμένει κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δεν μπορεί να μην απειλείται διαρκώς από την κυρίαρχη τάση του καπιταλισμού που τείνει να εξισώσει τα διάφορα ποσοστά κέρδους, τάση που πηγάζει «οπό τη μορφή του πυρήνα» της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.

Ο ισχυρισμός των περισσότερων θεωριών στα πλαίσια της Αριστεράς ότι τα μονοπώλια εκτοπίζουν την τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, ότι το μονοπωλιακό κέρδος είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, αντιστρατεύεται την ίδια την επιστημονική έννοια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που θεμελίωσε ο Μαρξ. Γιατί καταργεί τη θεμελιώδη μαρξιστική κατηγορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αντικατάσταση της επαναστατικής μαρξιστικής στρατηγικής από το ρεφορμισμό.

Παράλληλα όμως η απομάκρυνση των θεωριών αυτών από την επιστημονική ανάλυση τις οδηγεί σε άλυτες εσωτερικές αντιφάσεις και παράδοξα.

Έτσι π.χ. η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, που ισχυρίζεται ότι η συνένωση κράτους και μονοπωλίων καταργεί την τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους και καθιερώνει σαν κυρίαρχη και μόνιμη μορφή το μονοπωλιακό κέρδος, οδηγεί με φυσικό τρόπο στο ακόλουθο παράδοξο. "Αν πάρουμε σαν δεδομένο ότι το μονοπώλιο δημιουργείται πράγματι από το συναγωνισμό, για να τον καταργήσει στη συνέχεια, και να εξασφαλίσει ένα μόνιμο υπερκέρδος (θέση Ι), τότε γιατί είναι απαραίτητη για την «εξασφάλιση του μονοπωλιακού υπερκέρδους» (δηλαδή για τη διατήρηση κάποιων μονοπωλιακών θέσεων, σε σχέση με την υπόλοιπη αστική τάξη), και η επιπλέον «συνένωση της δύναμης των μονοπωλίων με τη δύναμη του κράτους;» (θέση 2) Δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν εδώ: Είτε τα μονοπώλια δεν καταργούν τον ελεύθερο συναγωνισμό και κυριαρχεί η τάση για εξίσωση του ποσοστού κέρδους (δεν ισχύει η θέση Ι), οπότε το «κράτος των μονοπωλίων» παρεμβαίνει για να καταργήσει το συναγωνισμό και να στηρίξει τα μονοπωλιακά υπερκέρδη, είτε τα μονοπώλια έχουν καταργήσει το συναγωνισμό και την τάση για εξίσωση του ποσοστού κέρδους, οπότε η θέση 2, ότι είναι αναγκαία η συνένωση με το κράτος για να σταθεροποιηθούν τα μονοπωλιακά κέρδη, είναι ακατανόητη.

Άλλα και στη θεωρία του πλεονάσματος των Μπάραν και Σουήζυ παρουσιάζονται τέτοιου τύπου αντιφάσεις. Για παράδειγμα, αν, όπως ισχυρίζεται η θεωρία αυτή, η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται, όχι από την τάση too ποσοστού κέρδους να πέφτει αλλά από τη δυσκολία να απορροφηθεί το οικονομικό πλεόνασμα, τότε η οικονομική λειτουργία του ιμπεριαλισμού", δηλαδή η μεταφορά κερδών από τον Τρίτο Κόσμο προς τις μητροπόλεις, η «άντληση πλεονάσματος» από τον Τρίτο Κόσμο, προφανώς αντιστρατεύεται στην προσπάθεια απορρόφησης του πλεονάσματος και ως εκ τούτου είναι εντελώς παράδοξη και ακατανόητη.30

5. Φυσικά, τεχνητά και τυχαία μονοπώλια

Δείξαμε στα προηγούμενα ότι το μονοπώλιο εγγράφεται σαν μια δυνατότητα στο εσωτερικό του συναγωνισμού ενώ παράλληλα το μονοπωλιακό κέρδος εγγράφεται στο εσωτερικό της τάσης για εξίσωση του ποσοστού κέρδους, σαν πιθανή απόκλιση από το μέσο κέρδος. Ότι συνακόλουθα η κατηγορία του μονοπωλίου μπορεί μόνο να αναλυθεί με βάση τις έννοιες και τη θεωρία για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής που θεμελίωσε για πρώτη φορά ο Μαρξ.

Όμως πέρα από τις βασικές έννοιες βρίσκουμε ήδη στον Μαρξ και τα πρώτα στοιχεία της θεωρίας του μονοπωλίου. Πιστεύω ότι η θεωρία αυτή αποτελεί, ακόμα και σήμερα, τη βάση για να προσεγγίσουμε τα μονοπώλια. Ο Μαρξ διακρίνει λοιπόν στο «Κεφάλαιο» τρεις τύπους μονοπωλίων. Τα φυσικά, τα τεχνητά και τα τυχαία μονοπώλια.

5.1. Φυσικά μονοπώλια

Τα φυσικά μονοπώλια προκύπτουν από τη δυνατότητα να μονοπωληθεί μια φυσική δύναμη. «Η κατοχή αυτής της φυσικής δύναμης αποτελεί μονοπώλιο στα χέρια του κατόχου της, όρο υψηλής παραγωγικής δύναμης του επενδυμένου κεφαλαίου, που δεν μπορεί να δημιουργηθεί από το προτσές παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου. Η φυσική αυτή δύναμη, που μπορεί να μονοπωληθεί έτσι, είναι πάντα δεμένη με τη γη... Η αυξημένη παραγωγική δύναμη που χρησιμοποιεί (το φυσικό μονοπώλιο, Γ.Μ.) δεν πηγάζει ούτε από το κεφάλαιο ούτε από την εργασία, ούτε από την απλή χρησιμοποίηση μιας φυσικής δύναμης... που βρίσκεται στη διάθεση όλων των κεφαλαίων στην ίδια σφαίρα παραγωγής, όπως λ.χ. η ελαστικότητα του ατμού, μιας δύναμης επομένως που η χρησιμοποίηση της δεν είναι αυτονόητη από τη στιγμή που τοποθετείται κεφάλαιο σ' αυτήν τη σφαίρα. Άλλα πηγάζει από μια μονοπωλήσιμη φυσική δύναμη, που όπως η υδατόπτωση, βρίσκεται στη διάθεση εκείνων μόνο που διαθέτουν ιδιαίτερα κομμάτια γης, μαζί με όλα όσα βρίσκονται πάνω σ' αυτά. Γι αυτό, το πρόσθετο κέρδος που προκύπτει από αυτήν την χρησιμοποίηση της υδατόπτωσης, δεν προκύπτει από το κεφάλαιο, αλλά από τη χρησιμοποίηση από το κεφάλαιο μιας μονοπωλήσιμης και μονοπωλημένης φυσικής δύναμης».31

Τα φυσικά μονοπώλια δεν είναι βέβαια τόσο σπάνια όσο σπάνιο είναι το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ, δηλαδή η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί μια υδατόπτωση. Τα φυσικά μονοπώλια προκύπτουν επίσης και από τη δυνατότητα να ελεγχθούν μονοπωλιακά κάποιες πρώτες ύλες. Έτσι, όσο κι αν η σημασία τους μειώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να δεχθούμε ότι τα φυσικά μονοπώλια παίζουν ακόμα και σήμερα καθοριστικό ρόλο.

Προσιδίαζαν βέβαια περισσότερο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η άμεση κατοχή των αποικιακών χωρών εξασφάλιζε στις ιμπεριαλιστικές χώρες τη μονοπωλιακή κατοχή κάποιων πρώτων υλών και την ανάδειξη κάποιων εθνικών βιομηχανιών σε μονοπώλια της παγκόσμιας αγοράς. Είναι προφανές πως δεν πρόκειται εδώ για τη συνένωση του κράτους με τα μονοπώλια σε μια νέα ποιότητα, αλλά για τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μονοπώλια στην παγκόσμια αγορά, με την παρέμβαση του εθνικού κράτους. Πρόκειται δηλαδή για μια κρατική παρέμβαση που εντάσσεται στη γενικότερη λειτουργία του κράτους, η οποία, ως γνωστόν, επιδιώκει να δημιουργήσει τους αναγκαίους οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς όρους για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συνολικού (εθνικού) κεφαλαίου ενός κοινωνικού σχηματισμού.

5.2. Τα τεχνητά μονοπώλια

Τα τεχνητά μονοπώλια προκύπτουν από τις σημαντικές διαφορές στην παραγωγικότητα που δημιουργούνται ανάμεσα στα μεμονωμένα κεφάλαια ενός κλάδου παραγωγής.

Όπως είναι γνωστό, η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της συνολικής εργασίας που καταναλώθηκε για την κατασκευή του. Η εργασία όμως αυτή που αποτελεί το μέτρο για την αξία του εμπορεύματος, δεν είναι η οποιαδήποτε εργασία, δεν είναι η εργασία που πραγματοποιείται στο ένα η στο άλλο εργοστάσιο, αλλά η κοινωνικά αναγκαία εργασία, η εργασία δηλαδή που προκύπτει από μια εργατική δύναμη «που ξοδεύεται με το συνηθισμένο μέσο βαθμό μόχθου, με τον κοινωνικά συνηθισμένο βαθμό έντασης».32 Έτσι η αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται κοινωνικά, δεν ταυτίζεται με την ατομική του αξία, με το χρόνο δηλαδή που στοίχισε η παραγωγή του στον κάθε συγκεκριμένο κεφαλαιοκράτη.

Το τεχνητό μονοπώλιο δημιουργείται όταν ένα μεμονωμένο κεφάλαιο κατορθώνει, μέσα από την τεχνολογική υπεροχή του, να καθηλώνει την ατομική αξία των εμπορευμάτων που παράγει κάτω από την πραγματική τους αξία (που καθορίζεται όπως είπαμε στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο), πράγμα που του εξασφαλίζει μια πρόσθετη υπεραξία και ένα πρόσθετο κέρδος. Η τεχνολογική υπεροχή προϋποθέτει κατά κανόνα, αλλά όχι αναγκαστικά, μια υψηλότερη από το μέσο όρο οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ακόμα όμως και μια επιχείρηση με χαμηλή οργανική σύνθεση μπορεί κάτω από συγκεκριμένους όρους, π.χ. με μια εφεύρεση, η μια πατέντα να αναδειχθεί σε τεχνητό μονοπώλιο.33

Για το μηχανισμό συγκρότησης των τεχνητών μονοπωλίων ο Μαρξ θα γράψει: «Η ατομική αξία αυτού του εμπορεύματος βρίσκεται τώρα κάτω από την κοινωνική του αξία, δηλαδή το εμπόρευμα στοιχίζει λιγότερο χρόνο εργασίας απ' όσο στοιχίζει ο μεγάλος σωρός των προϊόντων του ίδιου είδους, που παράγονται με τους υπάρχοντες μέσους κοινωνικούς όρους. Η πραγματική αξία ενός εμπορεύματος όμως δεν είναι η ατομική του, αλλά η κοινωνική του αξία, δηλαδή δεν μετριέται με το χρόνο εργασίας που στοιχίζει πραγματικά στον παραγωγό στην κάθε περίπτωση χωριστά, αλλά με το χρόνο εργασίας που απαιτείται κοινωνικά για την παραγωγή του... Ο κεφαλαιοκράτης που χρησιμοποιεί τη νέα μέθοδο πουλάει το εμπόρευμα του στην κοινωνική του τιμή... το πουλάει πάνω από την ατομική του αξία και πραγματοποιεί έτσι μια πρόσθετη υπεραξία».34

Η τάση λοιπόν για αύξηση της παραγωγικότητας, η τάση για αύξηση της σχετικής υπεραξίας, αλλά κι η δυνατότητα να δημιουργηθούν σε κάθε κλάδο της παραγωγής τεχνητά μονοπώλια, εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της καπιταλιστικής παραγωγής.

Το πρόσθετο κέρδος που απολαμβάνουν τα τεχνητά μονοπώλια «σπρώχνει τους ανταγωνιστές του σαν αναγκαστικός νόμος του συναγωνισμού να εισαγάγουν το νέο τρόπο παραγωγής».35 «Γι αυτό εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι να ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη».36

Το τεχνητό μονοπώλιο γεννιέται λοιπόν μέσα στο συναγωνισμό, βρίσκεται διαρκώς μέσα σ' αυτόν, ενώ παράλληλα η μονοπωλιακή του θέση απειλείται διαρκώς από το συναγωνισμό.

Από τη σκοπιά του, η μόνη δυνατότητα που έχει ένα μεμονωμένο κεφάλαιο για να διατηρήσει τη θέση του σαν τεχνητό μονοπώλιο, είναι το να διατηρήσει την τεχνολογική του υπεροχή, σε σχέση με τη μέση παραγωγικότητα του κλάδου στον όποιο ανήκει. Αυτή την υπεροχή θα την διασφαλίσει είτε αν σταματήσει εντελώς την τεχνολογική πρόοδο σ' ολόκληρη την παραγωγή, είτε αν καταφέρει να αναπτύσσεται μ' ένα ρυθμό που είναι τουλάχιστον ίσος με το μέσο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας του κλάδου στον όποιο ανήκει. Και οι δύο κατευθύνσεις λοιπόν, παρά την κατ' αρχήν αντιφατικότητα τους εγγράφονται στις επιδιώξεις του τεχνητού μονοπωλίου. Όχι όμως και στις δυνατότητες του. Όσα αναφέραμε στα προηγούμενα για το συναγωνισμό και το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, αλλά και τα δεδομένα της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού σ' όλες τις χώρες μας πείθουν ότι, στο κοινωνικό επίπεδο, η τάση για αύξηση της παραγωγικότητας και για τεχνολογική πρόοδο παραμένει πάντα η κυρίαρχη."

Τα τεχνητά μονοπώλια αποτελούν αναμφίβολα την κύρια μορφή των μονοπωλίων, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή. Η δημιουργία τους συνυφαίνεται με τη διαδικασία συσσώρευσης και τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου.

5.3. Τυχαία μονοπώλια

Τα τυχαία μονοπώλια δημιουργούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Πρόκειται δηλαδή για κάποια μεμονωμένα κεφάλαια που καταφέρνουν να αποκομίζουν πρόσθετα κέρδη με το να εκμεταλλευθούν, αναγκαστικά πρόσκαιρα, την αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς, τις συγκυριακές ανισομέρειες και διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης. «Όταν μιλάμε για τυχαίο μονοπώλιο εννοούμε το μονοπώλιο που προκύπτει για τον αγοραστή η πουλητή από την τυχαία σχέση μεταξύ ζήτησης και προσφοράς».38

Το τυχαίο μονοπώλιο που δημιουργείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας έχει, όπως είναι προφανές, δευτερεύουσα σημασία, παρότι βέβαια η δημιουργία του δεν είναι πάντοτε τυχαία, όπως υπαινίσσεται η ονομασία του. Μ' άλλα λόγια εντάσσεται εδώ και η δυνατότητα μιας περισσότερο μόνιμης κερδοσκοπίας, κατ' αρχήν στην παγκόσμια αγορά, όταν οι συναλλασσόμενοι καλύπτονται πίσω από την ίδια νομική κυριότητα, όταν δηλαδή πρόκειται για κάποια μητρική εταιρία, σε κάποια καπιταλιστική χώρα, και για τη θυγατρική της σε κάποια άλλη χώρα. Μιλάμε για το περίφημο θέμα των υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων, με το οποίο τόσο πολύ συγκινείται τώρα τελευταία η πολιτική εξουσία στη χώρα μας. Άλλα και στην περίπτωση αυτή η μεταβίβαση πόρων, που συντελείται μέσα από τις «άνισες ανταλλαγές» παραμένει αναγκαστικά δευτερεύουσα, ως προς την κύρια πλευρά, που είναι η μεταφορά κεφαλαίων, είτε σαν άμεσες παραγωγικές επενδύσεις (κύρια μορφή μεταφοράς κεφαλαίων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες), είτε σαν επαναπατρισμός κερδών, τόκων κ.λπ. (από τον Γ' Κόσμο προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες).39

Το μονοπώλιο είναι κατά κύριο λόγο μια κατηγορία της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι της κυκλοφορίας. Δεν πρέπει λοιπόν να παραξενευόμαστε για το ενδιαφέρον που δείχνει η πολιτική εξουσία και οι ιδεολόγοι της για τα μονοπωλιακά κέρδη που πραγματοποιούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Για να συγκαλύψεις ένα σύστημα δεν έχεις παρά να υπερτονίσεις και να μεγαλοποιήσεις τις δευτερεύουσες πλευρές του.

Όμως ανάμεσα στις κύριες μορφές των μονοπωλίων, δηλαδή τα φυσικά και τα τεχνητά μονοπώλια, που δημιουργούνται μέσα στην παραγωγική διαδικασία, και από την άλλη τα τυχαία μονοπώλια που δημιουργούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, υπάρχει επίσης μια καθοριστική διαφορά, που αφορά το χαρακτήρα των πρόσθετων κερδών που αποκομίζουν. Έτσι μόνο τα τυχαία μονοπώλια αποκομίζουν πρόσθετα κέρδη μέσα από μια μεταφορά αξίας από κάποια άλλα επιμέρους κεφάλαια (κερδοσκοπία στην αγορά).

Αντίθετα τα τεχνητά αλλά ακόμα και τα τυχαία μονοπώλια αποκομίζουν πρόσθετα κέρδη απλά γιατί η «ατομική αξία» των εμπορευμάτων που παράγουν είναι χαμηλότερη από την «ατομική αξία» των ίδιων εμπορευμάτων που παράχθηκαν από τα άλλα μεμονωμένα κεφάλαια του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Επειδή λοιπόν, όπως ήδη αναπτύξαμε, η αγοραία αξία κάθε εμπορεύματος προσδιορίζεται κοινωνικά και δεν ταυτίζεται με τις «ατομικές του αξίες», δεν λαμβάνει χώρα καμιά μεταφορά αξίας προς τα μονοπώλια. Πρόκειται μόνο για τη δυνατότητα των μονοπωλίων να απολαμβάνουν, χάρη στην υψηλή τους παραγωγικότητα, ένα πρόσθετο κέρδος, όπως ακριβώς τα μεμονωμένα κεφάλαια ενός κλάδου παραγωγής που παράγουν με μια παραγωγικότητα που είναι χαμηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα του κλάδου, αποκομίζουν ένα κέρδος που είναι χαμηλότερο από το μέσο κέρδος (όλης) της βιομηχανίας.

Κάθε υπαινιγμός λοιπόν ότι τα μονοπώλια εκμεταλλεύονται όλο το έθνος, δηλαδή ακόμα και τις μη μονοπωλιακές αστικές μερίδες, είναι ανυπόστατος. Επιδιώκει μόνο να εκτοπίσει από τον οπτικό μας ορίζοντα τη θεμελιώδη θέση του μαρξισμού: Ότι η τάξη των κεφαλαιοκρατών σαν σύνολο, εκμεταλλεύεται πρώτα και κύρια την εργατική τάξη.

6. Μονοπωλιακός καπιταλισμός και αστικό κράτος

Τα μονοπώλια λοιπόν, τα μεμονωμένα κεφάλαια που έχουν τη δυνατότητα να αποκομίζουν πρόσθετα κέρδη και να κατέχουν μια μονοπωλιακή θέση στην αγορά, αποτελούν ένα φαινόμενο που συνυφαίνεται με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και τους νόμους κίνησης και εξισορρόπησης του συνολικού κεφαλαίου που ανακάλυψε και θεμελίωσε ο Μαρξ.

Παρ' όλα αυτά η περιοδολόγηση του καπιταλισμού σε ανταγωνιστικό και μονοπωλιακό καπιταλισμό, που εισήγαγε ο Λένιν, είναι απόλυτα δικαιολογημένη και σωστή. Γιατί η περιοδολόγηση αυτή αναφέρεται και υποδεικνύει τις σημαντικότατες μεταβολές που σταθεροποιούνται και κυριαρχούν σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών, σαν αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, που νομοτελειακά συνοδεύει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του.

Δηλαδή η συσσώρευση του κεφαλαίου συνδέεται αναπόσπαστα με δύο διαδικασίες που βρίσκονται σε στενή διαπλοκή και συγχώνευση. «Από τη μια μεριά τη διαδικασία συγκέντρωσης του παραγωγικού βιομηχανικού κεφαλαίου και από την άλλη τη διαδικασία κεντροποίησης του κεφαλαίου - χρήματος, του τραπεζικού κεφαλαίου».40

Οι διαδικασίες αυτές αποκρυσταλλώνονται σε τριών ειδών αποτελέσματα.

1) Δημιουργούνται σε κάθε κλάδο παραγωγής κάποιες γιγαντιαίες βιομηχανίες με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, αλλά και με υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, υψηλό ποσοστό υπεραξίας. Τα μεμονωμένα αυτά κεφάλαια, εξασφαλίζοντας τεράστια οικονομική δύναμη και υψηλή παραγωγικότητα, έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν μονοπώλια, και κατά κύριο λόγο τεχνητά μονοπώλια.

Έτσι το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν είναι παρά η εποχή που η συγκρότηση των μονοπωλίων δεν καθορίζεται, κατά κύριο λόγο, από συγκυριακούς η τυχαίους μόνο παράγοντες, αλλά από την ίδια τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Δηλαδή δημιουργείται στο εσωτερικό κάθε κλάδου παραγωγής, ένας χώρος μεμονωμένων κεφαλαίων, οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις, μέσα στον οποίο εντοπίζεται πλέον, κατά κύριο λόγο, η δυνατότητα συγκρότησης μονοπωλίων.

Χάρη στην ιδιαίτερη λοιπόν θέση του μέσα στην παραγωγική διαδικασία το υποσύνολο αυτό του συνολικού κεφαλαίου συγκροτείται σε Ιδιαίτερη κεφαλαιοκρατική μερίδα. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός σταθεροποιείται όταν ακριβώς αυτή η μονοπωλιακή μερίδα κυριαρχήσει σ' όλους τους κλάδους της παραγωγής, όταν παράλληλα κατακτήσει τη θέση του ηγεμόνα μέσα στον κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό συνασπισμό εξουσίας (που εξακολουθεί φυσικά να περιλαμβάνει όλα, δηλαδή και τα μη μονοπωλιακά, τμήματα και μερίδες του κεφαλαίου).41

2) Παράλληλα με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ενισχύεται και η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, πράγμα που συνεπιφέρει ριζικές τροποποιήσεις στην κρατική λειτουργία και πρώτα απ' όλα στην εμβέλεια του οικονομικού παρεμβατισμού του κράτους.

Το κράτος βέβαια, εξακολουθεί να παραμένει αστικό κράτος, δηλαδή συμπυκνώνει πολιτικά την εξουσία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Έτσι και η παρέμβαση του συμβάλλει αποφασιστικά στο να δημιουργηθούν οι γενικοί όροι που εξασφαλίζουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή όχι μόνο των μονοπωλίων αλλά του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι «η αναπαραγωγή του κεφαλαίου δεν είναι απλώς ο συνολικός κύκλος του κοινωνικού κεφαλαίου (ο περίφημος οικονομικός κύκλος), αλλά και η αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών συνθηκών όπου συντελείται αυτή η αναπαραγωγή».42 Έτσι το κράτος στο μονοπωλιακό καπιταλισμό δεν γίνεται μόνο παρεμβατικό κράτος αλλά γίνεται παράλληλα «κράτος δικαίου» και «κράτος κοινωνικής προνοίας».43

3) Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η δημιουργία των γιγαντιαίων επιχειρήσεων, η συγκρότηση τους σε κυρίαρχη μερίδα της άρχουσας τάξης, η ενίσχυση της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους καθιστούν τέλος καθοριστική την εξαγωγή κεφαλαίων και μειώνουν το ειδικό βάρος της εξαγωγής εμπορευμάτων. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι ως γνωστόν και ιμπεριαλισμός.

Οι μεταβολές που συνθέτουν τη διάκριση των δύο σταδίων του καπιταλισμού, του ανταγωνιστικού και του μονοπωλιακού σταδίου, συγκροτούνται λοιπόν πάνω στο έδαφος των σχέσεων, των δομών και των νόμων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Δηλαδή ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν συνεπάγεται την αντικατάσταση κάποιων θεμελιωδών σχέσεων, δομών και νόμων, που θεμελιώνονται στην κεφαλαιοκρατική σχέση, από κάποιες «νέες ποιότητες».

Ισχύουν έτσι και στο μονοπωλιακό καπιταλισμό όλα τα στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης που παραθέσαμε στα προηγούμενα. Τα μονοπώλια υφίστανται μέσα στο συναγωνισμό και τα μονοπωλιακά κέρδη εξασφαλίζονται μέσα και παράλληλα με τη λειτουργία της τάσης για εξίσωση του ποσοστού κέρδους. Πράγμα που παράλληλα σημαίνει ότι οι μονοπωλιακές θέσεις και τα μονοπωλιακά κέρδη των γιγαντιαίων επιχειρήσεων διαρκώς αναδημιουργούνται, αλλά και διαρκώς απειλούνται από το συναγωνισμό και τους νόμους εξισορρόπησης που είναι σύμφυτοι με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Η όπως έλεγε ο Βάργκα «κανένα μονοπώλιο δεν είναι εξασφαλισμένο για πάντα».44

Παράλληλα εξακολουθούν να συγκροτούνται τα επιμέρους κεφάλαια, μονοπώλια και μη, σαν συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, πράγμα που απαιτεί και προϋποθέτει την ύπαρξη του κράτους, σαν αστικού κράτους. Το αστικό κράτος είναι δηλαδή, όπως ήδη είπαμε, η κοινωνική εκείνη σχέση που συμπυκνώνει πολιτικά τη συνολική και ενιαία κοινωνική εξουσία του κεφαλαίου και που δημιουργεί έτσι κάποιους αναγκαίους όρους για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου.

Η μονοπωλιακή μερίδα κατέχει την ηγεμονία στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Η αστική τάξη όμως σαν σύνολο κατέχει την εξουσία στο εσωτερικό της κοινωνίας. Την αστική αυτή εξουσία σαν σύνολο, αλλά και τη μονοπωλιακή ηγεμονία, συμπυκνώνει πολιτικά το κράτος.

Είναι αυτή η θέση που οδήγησε τον Μαρξ να πει πως: «Έχουμε λοιπόν εδώ την μαθηματικά ακριβή απόδειξη, γιατί οι κεφαλαιοκράτες, που τόσο στο συναγωνισμό μεταξύ τους αποδείχνονται ψευτοαδέρφια, που αλληλοτρώγονται, αποτελούν αληθινή μασονική αδελφότητα έναντι στο σύνολο της εργατικής τάξης».45

Είναι αυτή η θέση που έκανε τον Λένιν να τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι «η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την έτοιμη κρατική μηχανή» και να μη περιοριστεί στην απλή κατάληψη της,46 ενώ παράλληλα εντόπιζε το «πέρασμα όλων των ευπόρων τάξεων με το μέρος του ιμπεριαλισμού».47

Ο Λένιν παράλληλα είναι ο πρώτος που ανασκεύασε τις απόψεις για τη «νέα ποιότητα», (σε αντιπαράθεση με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που προσέγγισε ο Μαρξ), για το «κράτος των μονοπωλίων», την «εξουσία της ολιγαρχίας» κ.λπ. Στην εισήγηση για το πρόγραμμα του κόμματος, 19 Μάρτη 1919 θα πει:

«Καθαρός ιμπεριαλισμός, χωρίς να έχει σαν κύρια βάση τον καπιταλισμό, δεν υπήρξε ποτέ, δεν υπάρχει πουθενά, και δεν θα υπάρξει ποτέ. Αυτό είναι μια λανθασμένη γενίκευση όλων όσων λέγονταν για τα καπιταλιστικά συνδικάτα, τα καρτέλ, τα τραστ, το χρηματιστικό καπιταλισμό, όταν υποστήριζαν ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός δεν στηρίζεται τάχα σε καμιά από τις βάσεις του παλιού καπιταλισμού.

Να υποστηρίζεις την άποψη ότι υπάρχει ολοκληρωμένος ιμπεριαλισμός χωρίς τον παλιό καπιταλισμό, σημαίνει ότι παίρνεις την επιθυμία σου για - πραγματικότητα.

Κι αν βρισκόμασταν μπροστά σ' έναν ολοκληρωμένο ιμπεριαλισμό, που θα είχε μεταπλάσει από την κορυφή ως τα νύχια τον καπιταλισμό, το καθήκον μας θα ήταν χίλιες φορές πιο εύκολο, θα είχαμε ένα σύστημα όπου τα πάντα θα υποτάσσονταν στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Τότε δεν θα μας έμενε παρά να αφαιρέσουμε την κορυφή και να παραδοθούμε το υπόλοιπο στα χέρια του προλεταριάτου.

Αυτό θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο, αλλά δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα η ανάπτυξη είναι τέτοια που είσαι υποχρεωμένος να ενεργείς εντελώς διαφορετικά.

"Αν ο Μαρξ έλεγε για τη μανιφακτούρα πως ήταν το εποικοδόμημα πάνω στη μαζική μικρή παραγωγή, τότε ο ιμπεριαλισμός και ο χρηματιστικός καπιταλισμός είναι το εποικοδόμημα πάνω στον παλιό καπιταλισμό. "Αν γκρεμίσουμε την κορυφή του θα φανεί ο παλιός καπιταλισμός».48 (οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ. Μ.).

Επίλογος

Το μονοπώλιο αποτελεί το κατ' εξοχήν θεωρητικό σημείο απ' όπου επιχειρείται ο μετασχηματισμός του μαρξισμού σε μαρξίζουσα θεωρητική παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας, σε μαρξίζουσα παραλλαγή της πολιτικής οικονομίας.

Κατ' αρχήν υποστηρίζεται ότι πρόκειται για μια κατηγορία που αναφέρεται σε μία νέα πραγματικότητα, μία πραγματικότητα που δεν υπήρχε την εποχή του Μαρξ και γι' αυτό η θεωρητική της προσέγγιση αναγκαστικά πρέπει να ξεφύγει από τις έννοιες και τη θεωρία που συγκρότησε ο Μαρξ για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.

Τώρα είναι ανοικτός ο δρόμος για να πάψει το μονοπώλιο να αποτελεί μια κατηγορία που εντάσσεται στην έννοια του μεμονωμένου, ατομικού κεφαλαίου και να αναχθεί σε μια έννοια που χαρακτηρίζει την «ουσία» του σημερινού καπιταλισμού. Το μονοπώλιο γίνεται τώρα μια αυτοδύναμη βουλησιαρχική οντότητα που γράφει ιστορία, 'η βούληση των μονοπωλίων (και όχι οι νόμοι κίνησης που συνάγονται από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εξουσίας) παρουσιάζεται τώρα να καθορίζει τις μορφές και τις κατευθύνσεις εξέλιξης του καπιταλισμού.

Το επόμενο βήμα είναι, με τρόπο πια φυσιολογικό, το να εξοβελιστεί η έννοια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, από την ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα μονοπώλια θεωρούνται ότι καθορίζουν σήμερα τα πάντα. Η έννοια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου παρουσιάζεται να αντιστοιχεί σε μια παρωχημένη εποχή, την «εποχή του ελεύθερου συναγωνισμό").

Οι αναγκαίοι θεωρητικοί μετασχηματισμοί έχουν τώρα πια συντελεσθεί. Αφού η έννοια του κεφαλαίου έχει πια υποκατασταθεί από τα μονοπώλια, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας μπορεί τώρα να υποτάσσεται στην «αντίθεση» μονοπωλίων - έθνους, το αστικό κράτος μπορεί να γίνει «κράτος των μονοπωλίων» και φυσικά η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται αντιμονοπωλιακή αλλαγή η απλούστερα αλλαγή η επιστημονικότερα πραγματική αλλαγή, βαθιά αλλαγή, ουσιαστική αλλαγή κ.λπ. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας, αλλά και οι κάθε λογής απολογητές της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης μπορούν τώρα, χωρίς ενδοιασμούς, να δηλώνουν μαρξιστές.

1. «Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός δημιουργεί εκείνο το μηχανισμό, εκείνο το σκελετό της κοινωνικής διεύθυνσης της οικονομίας, που μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται από τις δημοκρατικές επαναστατικές δυνάμεις... Η κατάκτηση του κρατικού τομέα, η διεύθυνση του για το συμφέρον της κοινωνίας (!) η παραπέρα διεύρυνση του με την κρατικοποίηση των διαφόρων μορφών της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας συνθέτουν την υλική βάση του δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην οικονομία, το κλειδί για τη λύση των ριζικών προβλημάτων της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας». Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ., «Οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού στη σύγχρονη εποχή», Σ.Ε. 1977 σελ. 184. Στο παρελθόν είχαμε ασχοληθεί με την κριτική αυτών των απόψεων και έτσι δεν θα επανέλθουμε. Βλ. Γ.Μ., «Η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού». Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, τ. 2 και Γ.Μ.. «Κρατικομονοπωλιακά, σοβιετικά και άλλα» Αγώνας τ. 9.

2. Κ. Μαρξ. Φ. Ένγκελς «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» Έκδ. Παπακώστα, 1965σελ. 44.

3. «Οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού στη σύγχρονη εποχή» σελ. 128 και 134.

4. όπ.π. σελ. 137.

5. Κ. Marx, «Theorien uber den Mehrwert Π» σελ. 269. Επίσης ο Ν. Μπουχάριν για το ίδιο θέμα θα πει: «Of οπαδοί του Σισμόντι, οι Λαϋαστές και η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστηρίζουν: Μια γενική υπερπαραγωγή υπάρχει πάντα. Οι ορθόδοξοι μαρξιστές υποστηρίζουν: Μια γενική υπερπαραγωγή είναι μερικές φορές αναπόφευκτη (περιοδικές κρίσεις)» στο Ν. Bucharin, «Der Imperialismus und die Akkumulation des Kapitals» 1970, σελ. 63.

6. «Μονοπωλιακός Καπιταλισμός» έκδ. Γκούτενμπεργκ, σελ. 66 και 68.

7. δ.π. σελ. 11.

8. Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι έκδ. Μόρφωση, 1963, σελ. 12.

9. «Με τις σχέσεις παραγωγής, οι ανταγωνιστικές τάξεις είναι ήδη παρούσες στην παραγωγική διαδικασία. Μέσα στον ταξικό αυτό συσχετισμό αντιμαχομένων συμφερόντων, μπαίνουν τα θεμέλια της πάλης των τάξεων: η ταξική πάλη είναι κυριολεκτικά ριζωμένη μέσα στην ίδια την παραγωγή. "Αν το διαβάσουμε με τον τρόπο αυτό, «Το Κεφάλαιο», παύει να είναι μια θεωρία «πολιτικής οικονομίας» του καπιταλισμού, και γίνεται η θεωρία ιών υλικών, νομικό πολιτικών και ιδεολογικών μορφών ενός τρόπου παραγωγής, που βασίζεται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας γίνεται έτσι μια επαναστατική θεωρία» Λ. Άλτουσσέρ, «θέσεις», θεμέλιο 1977, σελ. 66-67.

10. «Η αφηρημένη θεωρία είναι ένα "κλειδί" για τη γνώση της πραγματικότητας, την οποία θέλουμε να ξέρουμε πως θα χειριστούμε... επομένως μας επιτρέπουν οι αφαιρέσεις της θεωρίας, να. ,..., λύση των πιο συγκεκριμένων προβλημάτων» Ν. Bucharin δ.π. σελ. 77.

11. «Η θέση μας είναι αρκετά ακριβής για να οριοθετείται με σαφήνεια απέναντι στον ιδεαλισμό, αλλά και αρκετά «αόριστη», δηλαδή αρκετά σωστή στη γενικότητα της, ώστε να προασπίζει τη ζωντανή ελευθερία της επιστήμης, ενάντια σε κάθε απόπειρα να ταφεί μέσα στα επιτεύγματα της... 'Εάν όπως λέει ο Λένιν, «η ζωντανή ψυχή του μαρξισμού είναι η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», η γνώση του πραγματικού δεν προϋπάρχει, αλλά έρχεται στο τέλος της ανάλυσης και η ανάλυση δεν είναι δυνατή παραμάνα πάνω στη βάση των εννοιών του Μαρξ, και όχι των άμεσων εκφάνσεων του συγκεκριμένου, τις όποιες δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, που δεν αποτελούν όμως καταστάλαγμα γνωστικών διαδικασιών» Λ. 'Αλστουσέρ, «θέσεις» σελ. 152153.

12. Λ. Άλτουσέρ, «Lire Le Capital» II σελ. 7275.

13. «Οικονομικά προβλήματα...» σελ. 107.

14. ο.π. σελ. 105.

15. «Δεν πρόκειται να εξετάσουμε εδώ τον τρόπο που εμφανίζονται στην εξωτερική κίνηση των κεφαλαίων ο (εσωτερικοί νόμοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, τον τρόπο που επιβάλλονται σαν αναγκαστικοί νόμοι του συναγωνισμού και που γι' αυτό τους συνειδητοποιεί σαν κίνητρα ο ατομικός κεφαλαιοκράτης» Το «Κεφάλαιο» τ. Ι σελ. 329.

16. «Οικονομικά προβλήματα...» σελ. 93.

17. «Η ανταλλαγή η ή πούληση εμπορευμάτων στην αξία τους είναι η λογική αρχή, ο φυσικός νόμος της ισορροπίας τους. Ξεκινώντας από αυτόν το νόμο, μπορεί να εξηγηθούν οι αποκλίσεις, όχι αντίστροφα, ο ίδιος ο νόμος δεν μπορεί να εξηγηθεί ξεκινώντας από τις αποκλίσεις». Το Κεφάλαιο, Τόμος III, σελ. 237. (έκδ. Σύγχρονη Εποχή).

18. Κ. Μαρξ: «Grudrisse...» Dietz Verlag 1974, σελ. 544.

19. Τη θέση για την κατάργηση του ελεύθερου συναγωνισμού ανάπτυξε πρώτος ο Χίλφερντινγκ στα πλαίσια της θεωρίας του «οργανωμένου καπιταλισμού». Βλ. Μύλλερ - Νόυζυς «Σχετικά με τη θεωρία του κράτους κοινωνικής προνοίας» στις «θέσεις» τ. 1.

20. Κ. Μαρξ. «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», Νέοι Στόνοι. σελ. 151.

21. Λένιν, «Σκέψεις σχετικά με τις παρατηρήσεις της επιτροπής της πανρωσικής συνδιάσκεψης του Απρίλη.. Άπαντα, έκδ. 1954. τ. 24, σελ. 462,463.

22. Το Κεφάλαιο, τόμος III, σελ. 199 (έκδ. Σύγχρονη Εποχή).

23. δ.π. σελ. 228.

24. δ.π. σελ. 228.

25. δ.π. σελ. 199.

26. δ.π. σελ. 248.

27. Το Κεφάλαιο III σελ. 200.

28. δ.π. σελ. 247, οι υπογραμμίσεις του Μαρξ.

29. δ.π. σελ. 203204.

30. Βλ. «Μονοπωλιακός καπιταλισμός» κεφ. 4 «Η απορρόφηση του πλεονάσματος: Κατανάλωση των καπιταλιστών και επενδύσεις», σελ. 140171.

31. Το Κεφάλαιο III σελ. 802803.

32. Το Κεφάλαιο Ι σελ. 206, (έκδ. Μόρφωση).

33. Ένα μεμονωμένο κεφάλαιο μπορεί επίσης να αναδειχθεί σε τεχνητό μονοπώλιο, όταν καταφέρει και για όσο διάστημα το καταφέρει, να αναλάβει την αποκλειστική παραγωγή ενός νέου προϊόντος - εμπορεύματος.

34. Το Κεφάλαιο Ι σελ. 330.

35. ο.π. σελ. 332.

36. δ.π. σελ. 332.

37. Τις δυο αυτές αντιφατικές επιδιώξεις του τεχνητού μονοπωλίου, και την κυριαρχία της δεύτερης στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο, περιγράφει ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό»: «Το μονοπώλιο αυτό είναι καπιταλιστικό, δηλαδή αναπτύχθηκε μέσα από τον καπιταλισμό και βρίσκεται μέσα στις γενικές συνθήκες του καπιταλισμού, της εμπορευματικής παραγωγής, του συναγωνισμού, και σε μόνιμη και αδιέξοδη αντίθεση μ' αυτές τις συνθήκες. Παρ' όλα, όμως, αυτά γεννάει αναπόφευκτα, όπως κάθε μονοπώλιο, την τάση προς τη στασιμότητα και το σάπισμα. Στο μέτρο που καθορίζονται, έστω προσωρινά, μονοπωλιακές τιμές, εξαφανίζονται τα κίνητρα για την τεχνική και συνεπώς για κάθε άλλη κίνηση προς τα μπρος, και παρουσιάζεται σε συνέχεια και η οικονομική δυνατότητα να συγκρατηθεί τεχνητά και η τεχνική πρόοδος... Φυσικά η δυνατότητα να ελαττωθούν τα έξοδα παραγωγής και να αυξηθούν τα κέρδη με την εισαγωγή τεχνικών βελτιώσεων, δρα προς όφελος των μεταβολών. Η τάση, όμως, προς τη στασιμότητα και το σάπισμα, που χαρακτηρίζει το μονοπώλιο, εξακολουθεί με τη σειρά της να δρα και επικρατεί για ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας και σε μερικές χώρες... θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού... Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από προηγούμενα» «Ο ιμπεριαλισμός» έκδ. θεμέλιο, 1964 σελ. 122123 και 154. Οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.).

38. Το Κεφάλαιο III σελ. 224.

39. Βλ. και το κείμενο για το «ξένο κεφάλαιο» των Γ. Μαύρη και θ. Τσεκούρα, σ' αυτό το τεύχος.

40. Ν. Πουλαντζα, «Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό», Θεμέλιο 1981, σελ. 134.

41. Για τα ζητήματα αυτά βλ. Ν. Πουλαντζα, δ.π. μέρος δεύτερο, «οι αστικές τάξεις, οι αντιφάσεις τους και οι σχέσεις τους με το κράτος», σελ. 111235.

42. δ.π. σελ. 118.

43. Βλ. το δοκίμιο των Μύλλερ - Νόυζυς στο πρώτο τεύχος των θέσεων.

44. Eugen Varga: «Die Krise des Kapitalismus und ihre Politische Folgen» Frankfurt M und

45. Το Κεφάλαιο III, σελ. 250.

46. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση» έκδ. Ελεύθερη Ελλάδα, σελ. 34.

47 Λένιν· «Ο Ιμπεριαλισμός.» Άπαντα Τ. lV

48. Λένιν άπαντα, τόμος 38, σελ. 154-155, Σύγχρονη Εποχή, 1982.