1. Το ζήτημα και το ζητούμενο

Η εξάρτηση αποτελεί μία θεμελιώδη έννοια των αναλύσεων της Αριστεράς. Ένα βασικό σημείο στήριξης της ιδεολογίας και των θεωρητικών συγκροτήσεων που η Αριστερά επιχειρεί. Ένα ζήτημα που κατ' εξακολούθηση τίθεται όχι μόνο από τις κομματικές αποφάσεις, αλλά και από τις αναλύσεις της αριστερής διανόησης. Η έννοια της εξάρτησης αποτελεί έτσι, μαζί με την έννοια του μονοπωλίου, το πλαίσιο πάνω στο όποιο πρωταρχικά στηρίζεται η Αριστερά για να ερμηνεύσει το σύγχρονο καπιταλισμό και ιδιαίτερα τις ιδιομορφίες της ελληνικής κοινωνίας.

Τοποθετώντας, όμως, το ζήτημα της εξάρτησης σε μία τέτοια, πρωταρχική θέση, και οι απαντήσεις που δίνονται σ' αυτό αποκτούν αναγκαστικά μία αντίστοιχη, πρωταρχικού χαρακτήρα, σημασία. Έτσι, στις προβληματικές της Αριστεράς η εξάρτηση είναι αυτή που μπορεί να ερμηνεύσει τις «Ιδιομορφίες» η τις «ιδιαιτερότητες» της οικονομικής ανάπτυξης που γνώρισε η χώρα μας στα μεταπολεμικά χρόνια. Η εξάρτηση είναι αυτή που χαρακτηρίζει αποφασιστικά τις σχέσεις εξουσίας, αποτελεί το κεντρικό σημείο όπου διασταυρώνονται οι αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Στις προβληματικές της Αριστεράς, λοιπόν, η εξάρτηση είναι το σημείο αφετηρία της ανάλυσης για τον καπιταλισμό στη χώρα μας. Είναι το ζήτημα που πρέπει πριν από οποιοδήποτε άλλο να τεθεί και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο να απαντηθεί. Είναι το ζήτημα, η απάντηση του Οποίου θα Ορίσει καθοριστικά και τις απαντήσεις που θα δοθούν σε μία αλυσίδα προβλημάτων: από το χαρακτήρα της οικονομικής ανάπτυξης μέχρι τη στρατηγική για το σοσιαλισμό.

Το να θέτει όμως κανείς τα ερωτήματα με μία τέτοια σειρά, δηλαδή με μία τέτοια ιεράρχηση και σχέση επικαθορισμού των πάντων από την εξάρτηση, αποτελεί ένα θεωρητικό εγχείρημα που για την παράδοση του ιστορικού υλισμού εμφανίζεται σαν παράδοξο. Οπως θα δούμε στο δεύτερο κεφάλαιο, αυτού του τύπου οι προβληματικές υποκαθιστούν την «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» ενός κοινωνικού σχηματισμού με κάποιους περιγραφικούς όρους. Καθώς ισχυρίζονται την προτεραιότητα της εξάρτησης πάνω στην κοινωνία, υποτιμούν την πάλη των τάξεων σαν κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αρκεί ένα βήμα για να οδηγηθούν στον πολιτικό «ρεαλισμό»: την υποστολή των λαϊκών αγώνων στο όνομα των συμφερόντων του έθνους, στις επιταγές της διεθνούς συγκυρίας.

Δεν πρέπει όμως να φανταστούμε ότι όλη αυτή η διαδικασία είναι προϊόν μιας ταχυδακτυλουργίας. Δεν πρέπει να φανταστούμε ότι με κάποιο τρόπο η Αριστερά «ανακάλυψε» αυτή την έννοια για να συσκοτίσει τις πραγματικές συνθήκες ταξικής κυριαρχίας, ανάγοντας τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας άπλα και μόνο στις παρεμβάσεις των «ξένων», όσο κι αν μία τέτοια λειτουργία είναι πραγματική. Αντίθετα, θα πρέπει εξ' αρχής να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η έννοια της εξάρτησης κατέχει μία πρωταρχική θέση στην ιδεολογία της Αριστεράς, σαν προϊόν μιας Ιστορικής διαδικασίας. Η καλύτερα, των πολιτικών όρων που προσδιόρισαν αυτή την ιστορική διαδικασία, όπως θα δούμε στο τρίτο κεφάλαιο του άρθρου.

Στην πρώτη περίπτωση θα είχαμε αρκεσθεί σε μια κριτική των θεωρητικών συγκροτήσεων της Αριστεράς, αγνοώντας τη διαδικασία που τις ανέδειξε και τις επέβαλε, θα ήταν όμως μια κριτική ανεπαρκής. Πρώτον, γιατί δε θα ήταν πλήρης καθώς δεν είναι πρόθεση μας να παρακολουθήσουμε σημείο προς σημείο, εξαντλητικά, κάθε παραλλαγή των θεωριών της εξάρτησης. Δεύτερον, θα ήταν ανεπαρκής με το θετικό νόημα της λέξης: πολιτικά ανεπαρκής. Γιατί μια τέτοια κριτική δε θα μπορούσε να δείξει σε ποια πολιτικά προβλήματα κλήθηκαν και καλούνται να απαντήσουν αυτές οι θεωρίες. Γιατί δε θα μπορούσε να δείξει τις πολιτικές συνέπειες που έχουν οι απαντήσεις που δίνονται.

Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει προκαταβολικά να λύσουμε ένα ζήτημα. Αντικείμενο της κριτικής μας δεν είναι οι λαϊκές αντιιμπεριαλιστικές ιδεολογίες, αλλά οι θεωρητικές ιδεολογίες της Αριστεράς. "Αν δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τις μεν από τις δε, αυτό οφείλεται κυρίαρχα στη στάση που κράτησε η Αριστερά απέναντι στον αυθόρμητο λαϊκό αντιιμπεριαλισμό. Μία στάση υπόκλισης στο αυθόρμητο, αλλά και ταυτόχρονα μία στάση επιβολής στις λαϊκές μάζες ενός θεωρητικού λόγου που δεν καθοδηγεί, αλλά «θεωρητικοποιεί» το αυθόρμητο. Έτσι, αυτή η στάση της Αριστεράς έχει μία διπλή λειτουργία: Από τη μια αποτελεί έναν από τους όρους που καθιστούν την Αριστερά Αριστερά, με την έννοια ότι έχει μόνιμα αποκατεστημένους δεσμούς με τις λαϊκές μάζες. Άλλα ταυτόχρονα περιορίζει τη δυναμική των μαζών στα πολιτικά όρια της αυθόρμητης αντίστασης, πολιτικά όρια που αναδείχθηκαν σε μία πορεία από το '74 μέχρι σήμερα, και ιδιαίτερα μετά την ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών από το ΠΑΣΟΚ. όπως θα δούμε στο τέταρτο κεφάλαιο του άρθρου.

Έτσι το ζητούμενο της κριτικής μας δε θα είναι η κριτική των λαϊκών ιδεολογιών, αλλά του θεωρητικού λόγου της 'Αριστεράς, θα είναι η κατάδειξη της Ιστορικής διαδικασίας που επέβαλε την κυριαρχία αυτής της ιδεολογίας στο εσωτερικό της Αριστεράς. Η κατάδειξη ακόμα των πολιτικών δρων που οδήγησαν σήμερα σε κρίση αυτή την ιδεολογία. Και πριν απ' όλα, η κριτική μας δεν θα κατατείνει στο να απαντήσει «σωστά» στο πρόβλημα της εξάρτησης κάτω από τους ορούς που το σχήμα της «προτεραιότητας» της εξάρτησης θέτει. Άλλα, θα κατατείνει στο να δείξει ότι μπορεί το ζήτημα της εξάρτησης να απαντηθεί σωστά μόνον αν αντιστραφούν οι όροι με τους οποίους ρωτάμε: μόνον αν ξεκινήσουμε από την προτεραιότητα της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού.

2. Εξάρτηση και ανάπτυξη.

Είναι προφανές στον καθένα ότι η εκτίμηση για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού αποτελεί τον καθοριστικό εκείνο παράγοντα, με βάση τον όποιο η Αριστερά διαμορφώνει την πολιτική στρατηγική της και εξειδικεύει την παρέμβαση της για την κοινωνική αλλαγή. Εδώ μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια κατ' αρχάς συμφωνία ανάμεσα σ' όλες σχεδόν τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις, από την παραδοσιακή Αριστερά μέχρι το ΠΑΣΟΚ. Ομόφωνα διαπιστώνεται, ότι η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συντελέστηκε με σχετικά αργό ρυθμό και διαστρεβλωμένα.

Βασική αιτία γι' αυτή την εξέλιξη θεωρείται η ολόπλευρη εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας από τον αμερικάνικο και δευτερευόντως από τον δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Η εξάρτηση αυτή, υποστηρίζουν, συνδέθηκε με την υποταγή της ελληνικής οικονομίας στις προτεραιότητες που επέβαλε ο Ιμπεριαλισμός, ώστε να αναπτύσσονται Ορισμένοι μόνο δεύτερης τεχνολογίας βιομηχανικοί κλάδοι. Για το λόγο αυτό ελλείπουν η υστερούν οι νευραλγικοί, υψηλής τεχνολογίας βιομηχανικοί κλάδοι, και πρώτα απ' όλα ο κλάδος των μηχανοκατασκευών και κατασκευών μέσων παραγωγής. Για τους ίδιους λόγους, η τεχνολογία που εφαρμόζεται στη χώρα είναι δεύτερης κατηγορίας και εισάγεται από το εξωτερικό, αναπαράγοντας έτσι την εξάρτηση. Η εξάρτηση, που με αυτό τον τρόπο την Ορίζει η Αριστερά, δεν έχει μόνο μια οικονομική διάσταση, αλλά εκφράζεται παράλληλα και στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο και στο επίπεδο της ιδεολογίας, και επίσης συνυφαίνεται με τη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου που κατέχει σημαντικές θέσεις ισχύος σ' όλους τους νευραλγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Το συμπέρασμα που προκύπτει, λοιπόν, από αυτή τη θεώρηση, είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός παραμένει σχετικά καθυστερημένος και αναπτύσσεται μονόπλευρα και στρεβλά. Παρουσιάζει έτσι βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα και τείνει προς τον παρασιτισμό και το μεταπρατισμό. Αιτία γι' αυτή τη στρεβλή και περιορισμένη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού είναι η Ολόπλευρη εξάρτηση του από τα ξένα συμφέροντα.

Η 'Αριστερά ενοποιείται λοιπόν κατ' αρχήν σ' ένα ερμηνευτικό σχήμα για τον ελληνικό καπιταλισμό που μπορεί να συνοψισθεί στο τρίπτυχο: Περιορισμένη, στρεβλή και εξαρτημένη ανάπτυξη. Πάνω στο κοινό αυτό θεμέλιο θα αναπτυχθούν στη συνέχεια οι οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις της 'Αριστεράς.

Εκείνο που όμως εδώ πρέπει κυρίως να προσέξουμε είναι ότι από τις τρεις έννοιες που διαμορφώνουν το ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο, η εξάρτηση, η εξαρτημένη ανάπτυξη, είναι η έννοια που κυριαρχεί, και μάλιστα με δύο τρόπους:

Πρώτον, γιατί καθορίζει αιτιακά τις δύο άλλες έννοιες (το περιορισμένο και το στρεβλό της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι αποτέλεσμα της εξάρτησης).

Δεύτερον, γιατί είναι η μόνη κατηγορία του ερμηνευτικού σχήματος που έχει την ευχέρεια να αυτονομείται σχετικά από όλα τα άλλα στοιχεία που απαρτίζουν το χαραχτήρα της ελληνικής κοινωνίας.

Η εξάρτηση δεν θεωρείται σαν ένα πρόβλημα που άφορα αποκλειστικά η κυρίαρχα μία οικονομική πραγματικότητα: σήμερα μάλιστα η πολιτικοστρατιωτική διάσταση της εξάρτησης θεωρείται κυρίαρχη από την παραδοσιακή Αριστερά. Παράλληλα όμως θεωρείται ότι ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα καθορίζεται αποφασιστικά από την εξάρτηση. Για τους λόγους αυτούς η εξάρτηση αναδεικνύεται όχι μόνο σαν το κυρίαρχο πρόβλημα, αλλά και σαν ένα διακριτό πρόβλημα: «το πρόβλημα της εξάρτησης». Η στρεβλότητα και η σχετική καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού δεν υφίστανται σαν αυτόνομα προβλήματα, εμπεριέχονται σαν πλευρές στο πρόβλημα της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Η εξάρτηση αντίθετα, υφίσταται σαν ιδιαίτερο πρόβλημα, που αποτελεί μάλιστα και το κλειδί για το πρόβλημα της ανάπτυξης.

Εδώ παρατηρούμε όμως μία περίεργη ολίσθηση. Η μαρξιστική θεωρητική παράδοση απαιτεί να εδράζεται η όποια ανάλυση αλλά και η στρατηγική της Αριστεράς σε μία συγκεκριμένη ανάλυση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας σαν τέτοιων. Δηλαδή σαν σχέσεων εξουσίας οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής. Εδώ αναγκαστικά εμπεριέχονται και οι οποιεσδήποτε ιδιομορφίες, εδώ εκφαίνεται και η Οποιαδήποτε εξάρτηση, και μάλιστα Ο εντελώς συγκεκριμένος χαρακτήρας της που έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη υπόσταση και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ταξικής εξουσίας. Το πρόβλημα της εξάρτησης για να μπορέσει να προσεγγισθεί επιστημονικά τοποθετείται δεύτερο, μετά το πρόβλημα της ταξικής κυριαρχίας, από το οποίο και καθορίζεται αναγκαστικά. Η αντιστροφή των ορών του προβλήματος συνιστά ένα σοβαρό θεωρητικό λάθος με άμεσες, όπως θα δούμε, πολιτικές συνέπειες.

Όλη αυτή την προβληματική της «προτεραιότητας της εξάρτησης» ανάγλυφα συνοψίζει ο κ. Παπανδρέου στο βιβλίο του «Μετάβαση στο σοσιαλισμό», εκδόσεις Αιχμή 1982, σελ. 50, οπού γράφει: «Αυτή η διαμετρική αντίθεση, που εκφράζεται με τη διάκριση ανάμεσα στη μητρόπολη και την περιφέρεια, είναι 0 θεμέλιος λίθος της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ», "Αν όμως για το ΠΑΣΟΚ και τους διανοούμενους που συσπειρώνει, αυτή η αντιστροφή είναι άμεσα Ορατή και ρητά διατυπωμένη, δεν είναι ίσως το ίδιο προφανείς οι όροι κάτω από τους οποίους η παραδοσιακή Αριστερά συγκλίνει στα ίδια με το ΠΑΣΟΚ συμπεράσματα.

Κι αυτό, γιατί η επίσημη ελληνική Αριστερά φαίνεται να ξεκινάει από τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση που πιο πάνω περιγράψαμε. Την οποία όμως αμέσως εγκαταλείπει. Ξεκινάει από το πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού, καταλήγει όμως αμέσως στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη και η σταθεροποίηση του προσδιορίζονται κυρίαρχα από ένα εξωτερικό στοιχείο: την εξάρτηση από ξένα κέντρα και συμφέροντα και όχι από την ανταγωνιστική αντίθεση και την ταξική σύγκρουση πρώτα απ' όλα ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες που δρουν μέσα στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Φαίνεται ότι η έννοια που μεσολαβεί για αυτό το θεωρητικό άλμα είναι η έννοια της «βούλησης» της ολιγαρχίας. Στις θεωρητικές αναλύσεις του χώρου του ΚΚΕ ξεκινάμε από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία αποτελείται από ανταγωνιστικές τάξεις με κυρίαρχη την αστική. Όμως, γλιστρώντας μέσα από την ανάλυση των πόθων και των επιθυμιών της αστικής τάξης, πολύ γρήγορα ανακαλύπτουμε πως το κεφαλαιώδες πρόβλημα είναι αυτό της εξάρτησης.

Έτσι λοιπόν η «ελληνική μονοπωλιακή ολιγαρχία» αντλεί τη δύναμη της, πρώτα απ' όλα, από την υποδούλωση της στον ιμπεριαλισμό, την οποία θέλει και με κάθε μέσο επιδιώκει, όπως αίφνης μας πληροφορεί ο κ. Σαμαράς:

«Η άρχουσα τάξη μας θέλει την εξάρτηση και η «ηθελημένη» υποτέλεια είναι μια βασική πηγή της αποκρουστικής αντιδραστικότητάς της, καθώς και της ακατάσχετης υποκριτικής εθνικοφροσύνης της, που προορίζεται να καλύψει το γεγονός ότι το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους αποτελεί εγγύηση του «χρυσωρυχείου» της». (Γ. Σαμαράς, Κράτος και Κεφάλαιο στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή 1978, σελ. 61). Έτσι: «Πρέπει πάντα να τονίζουμε την εθελοδουλία της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, όταν μιλάμε για εξάρτηση. Αυτή είναι πριν απ' όλους υπεύθυνη για την κατάντια» (στο ίδιο, σελ. 62). Τα σχόλια μπορεί μεν να είναι περιττά, εμείς όμως ζητάμε να μας επιτραπεί να παρασυρθούμε προς στιγμήν από το ιδιαίτερο συγγραφικό στυλ του κ. Σαμαρά στις στιγμές του όπου συγκεφαλαιώνει την πρακτική της «ντόπιας χρηματιστικής Ολιγαρχίας»: «Me σιδερένια πυγμή εφάρμοσε, στη θεωρία και την πράξη, την επαίσχυντη πολιτική της υποτέλειας, το σάπιο λάβαρο της «Μεγάλης Ιδέας», που είναι ιδεολογικό ράκος κατάπτυστης εθελοδουλίας» (στο ίδιο σελ. 98).

Εν πάσει περιπτώσει, για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα, το πρόβλημα της εξάρτησης αναδεικνύεται σαν κυρίαρχο και αυτονομείται σχετικά από το πρόβλημα της καπιταλιστικής εξουσίας. Εδώ λοιπόν οι προβληματικές της παραδοσιακής Αριστεράς έρχονται να συναντήσουν και να συμφωνήσουν με τις προβληματικές του χώρου του ΠΑΣΟΚ.

Αυτή η σχετική αυτονόμηση και η αντιστροφή της σειράς και της σημασίας που δίνεται στα προβλήματα «εξάρτηση» και (καπιταλιστική) «ανάπτυξη» έχει σαν αποτέλεσμα το να επιδρά η έννοια της εξάρτησης στην έννοια καπιταλισμός, η (πράγμα που είναι το ίδιο) στην έννοια καπιταλιστική ανάπτυξη, με ένα εντελώς συγκεκριμένο τρόπο. Η εξάρτηση παρουσιάζεται να συνυφαίνεται με τη μη ανάπτυξη η την κίβδηλη, τη στρεβλή κλπ. ανάπτυξη. Η κατάργηση της εξάρτησης συνυφαίνεται με την ίδια την (εν γένει) ανάπτυξη. Γράφει επί του προκειμένου ο κ. Παπανδρέου ότι «ο μητροπολιτικός καπιταλισμός εμποδίζει την ανάπτυξη της περιφέρειας. Κατά συνέπεια, ο σοσιαλισμός είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της περιφέρειας» (δ.π. σελ. 52).

Το κυρίαρχο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η έννοια καπιταλιστική, η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, το στοιχείο που υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη δεν είναι παρά η διευρυμένη αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα, εξαφανίζεται. Η ανάπτυξη δεν είναι τώρα τίποτα περισσότερο από την «πρόοδο της χώρας», δεν είναι παρά η ενσάρκωση (η έστω μία έκφανση) του κοινού συμφέροντος όλου του έθνους, όλων των «πολιτών», εκτός από εκείνους τους ελάχιστους που αποτελούν τα στηρίγματα των ξένων. Οι βαθιές ταξικές διαχωριστικές γραμμές που διαπερνούν απ' άκρου είς άκρον την ελληνική κοινωνία, η πάλη των τάξεων εξαφανίζονται. Ο μαρξισμός κυριαρχείται από την αστική ιδεολογία. Σαν φυσική κατάληξη η στρατηγική της ελληνικής Αριστεράς μας διαβεβαιώνει ότι η κύρια αντίθεση σήμερα στη χώρα μας είναι τελικά η αντίθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του έθνους από τη μια μεριά, που επιδιώκουν από κοινού, έστω σαν άμεσο στόχο, την ουσιαστική ανάπτυξη του τόπου, και τις δυνάμεις που πριμοδοτούν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση από την άλλη.

Η θέση αυτή δεν αποτελεί βέβαια μια «αποκλειστικότητα» της ελληνικής Αριστεράς, αλλά συγκινεί κατά τα τελευταία χρόνια μεγάλες μερίδες της διεθνούς Αριστεράς. Όπως παρατηρεί ο Σάρλ Μπετελέμ στις «θεωρητικές παρατηρήσεις» του στο δοκίμιο του Α. Εμμανουήλ «Η άνιση ανταλλαγή» (Παπαζήσης, 1978, σελ. 425), «μια τέτοια διατύπωση, που συναντά την ιδεολογική θέση περί «προλεταριακών εθνών», μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από την αστική τάξη των ιμπεριαλιστικών χωρών, όσο και από τις αστικές τάξεις των «φτωχών χωρών». Αυτές προσπαθούν πάντα να πείσουν τις εργαζόμενες μάζες των χωρών τους, ότι η αθλιότητα τους οφείλεται όχι στην ταξική εκμετάλλευση της οποίας είναι θύματα, αλλά στην εθνική «εκμετάλλευση», της οποίας φτωχοί και πλούσιοι, καπιταλιστές, αγρότες και εργάτες είναι όλοι θύματα».

Το ζητούμενο από την Αριστερά σήμερα είναι έτσι μία διαφορετική ανάπτυξη, πραγματικά ταχύρυθμη και αυτοδύναμη που να αντιστρατεύεται τις κατευθύνσεις και τις διαστρεβλώσεις που επιβάλλει η ξένη εξάρτηση. Έτσι, το ΚΚΕ προωθώντας το αίτημα της «αυτοτελούς οικονομικής ανάπτυξης», προσβλέπει «στην αποφασιστική διεύρυνση και Ορθολογική αναδιάρθρωση της πραγματικής βάσης της οικονομίας. Στην αύξηση της παραγωγικής απασχόλησης καθώς και της παραγωγικότητας της εργασίας. Στην ανάπτυξη νέων σύγχρονων βιομηχανικών κλάδων. Στη διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό του επιστημονικοτεχνικού εξοπλισμού και στην εξειδίκευση της οικονομίας» (θέση 59, 11ου Συνεδρίου).

Ενώ όμως η Αριστερά μιλάει για την προοπτική της Ορθολογικής ανάπτυξης που θα είναι αποτέλεσμα της εθνικής Ανεξαρτησίας, σε αντίθεση με την «πραγματικότητα» της στρεβλής ανάπτυξης, που αντίστοιχα είναι αποτέλεσμα της εξάρτησης, η πραγματικότητα χωρίς εισαγωγικά παραμένει καπιταλιστική. Τέτοια, που η «Ορθολογική αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας» και η «αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» δεν είναι παρά η σταθεροποίηση και εμπέδωση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας, η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

3. Η διεκδίκηση του «έθνους» από την Αριστερά. Ένα «υποχρεωτικό» ιδεολογικό πλαίσιο.

Η αντιστροφή στην ιεράρχηση των προβλημάτων εξουσία εξάρτηση και η κυριαρχία της εννοίας εξάρτηση που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν αφορά όμως μόνον τα κόμματα της Αριστεράς. Συμπαρασύρει, τουλάχιστον κατά την πρώτη περίοδο μετά τη μεταπολίτευση, ακόμα και εκείνους τους διανοούμενους της Αριστεράς, που οι αναλύσεις τους για την ελληνική κοινωνία, δηλαδή, τελικά, η απάντηση που δίνουν κατ' αρχήν στο πρόβλημα εξουσία, διαφοροποιείται ριζικά από τις απαντήσεις της επίσημης Αριστεράς. Τρεις είναι κατά τη γνώμη μας οι διανοούμενοι της Αριστεράς που διαφοροποιήθηκαν ριζικά σε σχέση με τις αναλύσεις των κομμάτων της Αριστεράς, στο πρόβλημα του χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού: Ο Μάριος Νικολινάκος, ο Νίκος Ψυρούκης και, σε μικρότερο βαθμό, ο Νίκος Πουλαντζας.

Ο Μάριος Νικολινάκος απορρίπτει, στο βιβλίο του «Αντίσταση και αντιπολίτευση 19671974» ('Ολκός 1974), τη θέση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι στρεβλός και σχετικά καθυστερημένος και διαπιστώνει πως «η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας τη μεταμορφώνει πολύ γρήγορα σε μιαν ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα» (σελ. 154). Σε σχέση όμως με το πρόβλημα της εξάρτησης θεωρεί «ότι η Ελλάδα είναι στην πράξη αμερικάνικη αποικία» (σελ. 360). Η εξάρτηση θεωρείται και πάλι σαν το πρωταρχικό ζήτημα κι έτσι συνάγεται το συμπέρασμα «ότι ο αγώνας είναι στην ουσία απελευθερωτικός αγώνας ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό» (σελ. 361). Στήριγμα του αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού θεωρείται η «Ολιγαρχία», ενώ αντίθετα η «μεγαλοαστική τάξη», το μεγάλο κεφάλαιο που στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική αγορά προσανατολίζεται στην Ε.Ο.Κ. Η εξάρτηση καθορίζει τελικά και τη δομή της εξουσίας. Λόγω της εξάρτησης «η Ολιγαρχία και η μεγαλοαστική τάξη έχουν αντιθετικά συμφέροντα και είναι εχθρικές η μια προς την άλλη» (σελ. 189).

Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και Ο Ν. Πουλαντζάς. Παρότι η προσέγγιση του στον ιμπεριαλισμό διαφοροποιείται ριζικά από εκείνη της επίσημης Αριστεράς (βλ. π.χ. τα βιβλία του «Φασισμός και δικτατορία» και «Οι τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό»), παρότι, ακόμα κατ' αρχήν διαπιστώνει για τις χώρες της νότιας Ευρώπης, πως «χάρη στην οικονομική και κοινωνική δομή τους, ανήκουν πλέον στον ευρωπαϊκό χώρο», (Η κρίση των δικτατοριών, Παπαζήσης 1975, σελ. 13), θα υποτάξει τελικά κι αυτός το πρόβλημα εξουσία στο πρόβλημα εξάρτηση, θα υιοθετήσει λοιπόν ένα αντίστοιχο σχήμα για τις κυρίαρχες τάξεις με εκείνο του Μ. Νικολινάκου. Σύμφωνα έτσι και με τον Πουλαντζα η ελληνική αστική τάξη διασπάται σε μια εξαρτημένη από τους αμερικανούς «ολιγαρχία» η «μεταπρατική αστική τάξη» και σε μια «ενδογενή αστική τάξη», που επιδιώκει την ανάπτυξη του τόπου και προσανατολίζεται στην Ε.Ο.Κ. Με βάση αυτή την ανάλυση (που συνέπιπτε άλλωστε σχεδόν απόλυτα - με τις θέσεις του αυθόρμητου λαϊκού αντιιμπεριαλισμού εκείνης της περιόδου για τη διαμάχη της «αμερικανόδουλης» με την «ευρωπαιόφιλη» αστική τάξη), θα υπερασπιστεί ο Πουλαντζας την πολιτική της εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας των (εύρω)κομμουνιστικών κομμάτων, θα ισχυριστεί λοιπόν πως «συγκροτήθηκε η συγκροτείται μια αληθινή τακτική συμμαχία μεγάλων μερίδων της ενδογενούς αστικής τάξης και λαϊκών δυνάμεων» (δ.π. σελ. 83).

Ο Νίκος Ψυρούκης, τέλος, στα μετά τη δικτατορία γραπτά του, υποστηρίζει για την Ελλάδα πως «η χώρα ανήκει στην καπιταλιστική μητρόπολη» («Η διαμάχη στο Αιγαίο», Επικαιρότητα 1977, σελ. 52). Παράλληλα θα υποστηρίξει επίσης ότι «στην Ελλάδα υπάρχει το ιδιόμορφο καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας» (δ.π. σελ. 130), το καθεστώς της «αμερικανοκρατίας», όπως θα πει άλλου. Αποτέλεσμα της «αμερικανοκρατίας» είναι η απειλή ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας: «Έχουμε τον ακήρυχτο πόλεμο της Τουρκίας και όλων εκείνων που φανερά η κρυφά την παρακινούν. Και σ' αυτό το σημείο παρουσιάζεται κοινότητα σκοπού όλων των τάξεων της ελληνικής κοινωνίας» (ο.π. σελ. 175). Και πάλι λοιπόν η πολιτική στρατηγική συνάγεται με βάση την εξάρτηση. Το ζητούμενο είναι έτσι για τον Ψυρούκη η εθνική ενότητα. Η αστική τάξη λόγω της εξάρτησης της, φυσικά θεωρείται ανίκανη να πραγματώσει την εθνική ενότητα. Το ρόλο αυτό καλείται να αναλάβει το προλεταριάτο.

Η μικρή παρέκβαση στις αναλύσεις του Νικολινάκου, του Πουλαντζα και του Ψυρούκη μας πείθει ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου απορρίπτονται η τουλάχιστον δεν υιοθετούνται ρητά οι παραδοσιακές αριστερές θέσεις για τη «στρεβλή» και περιορισμένη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, ακόμη και στις περιπτώσεις, δηλαδή, οπού ο ελληνικός καπιταλισμός θεωρείται ανεπτυγμένος η μητροπολιτικός, και έτσι δεν υποστηρίζεται η «Ορθολογική» ανάπτυξη του, ακόμη και σ' αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, εξακολουθεί η εξάρτηση να αποτελεί την αρχική θέση, από την οποία τελικά συνάγονται τόσο η δομή της εξουσίας, όσο και η στρατηγική του κινήματος. Πρόκειται, λοιπόν για το φαινόμενο που εντοπίσαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι δηλαδή η έννοια της εξάρτησης αυτονομείται σχετικά από όλες τις άλλες έννοιες που περιγράφουν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Δηλαδή, η ελληνική κοινωνία μπορεί να είναι ανεπτυγμένη η υπανάπτυκτη, ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να ανήκει στη μητρόπολη η την περιφέρεια, δεν παύει όμως να δεσπόζει σε όλες αυτές τις αναλύσεις η έννοια της εξάρτησης.

Έτσι η δομή της εξουσίας και η πολιτική στρατηγική του κινήματος παραπέμπουν και συνδέονται σε κάθε αριστερή ανάλυση της περιόδου αυτής, με την «αντικειμενική αναγκαιότητα» να συμπορευτούν οι «δυνάμεις του έθνους» για να αντιμετωπίσουν τις «δυνάμεις της εξάρτησης». Η κυριαρχία της εννοίας «εξάρτηση» πάνω στην έννοια «καπιταλιστική εξουσία» υποβαθμίζει λοιπόν την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, υποκρύπτει δηλαδή την προτεραιότητα της πάλης των τάξεων στο «εσωτερικό του έθνους».

Εντούτοις έχουμε εδώ να κάνουμε μ' ένα «υποχρεωτικό» ιδεολογικό πλαίσιο στο χώρο της Αριστεράς, που επιβάλλει την έννοια της εξάρτησης σαν κυρίαρχης και θεωρητικά πρωταρχικής για τον καθένα που θα επιχειρούσε να αναλύσει την ελληνική πραγματικότητα. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει τη θέση που διατυπώσαμε στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του κειμένου, ότι δηλαδή η κυριαρχία της έννοιας «εξάρτηση» στις αναλύσεις της Αριστεράς, η αντιστροφή στην ιεράρχηση των προβλημάτων εξουσία εξάρτηση, η υποτίμηση της πάλης των τάξεων που απορρέει απ' αυτήν κλπ., δεν είναι το αποτέλεσμα της ιδεολογικής ταχυδακτυλουργίας κάποιων κομματικών ηγεσιών. Είναι αντίθετα το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας, μέσα στην Οποία η Αριστερά έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο. Δεν αρκεί λοιπόν να διαπιστώνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας μέσα στη θεωρία της Αριστεράς. Χρειάζεται να υποδεικνύουμε και τους όρους κάτω από τους οποίους συντελείται αυτή η κυριαρχία, η έστω τους όρους που καθορίζουν τις ιδιαίτερες μορφές αυτής της κυριαρχίας.

Οι βασικοί οροί κάτω από τους Οποίους διαμορφώθηκε το ιδεολογικό πλαίσιο που περιγράψαμε προηγούμενα, δημιουργούνται με τη συντριβή του λαϊκού κινήματος μετά την απελευθέρωση και την οικοδόμηση του αστικού κράτους πάνω στα συντρίμμια του ΕΑΜικού κινήματος. Όπως είχαμε την ευκαιρία να αναλύσουμε στο πρώτο τεύχος των θέσεων, επρόκειτο για ένα κράτος «πολιτικοποιημένο», το «κράτος των εθνικοφρόνων», που αφόριζε και απέκλειε από τον εθνικό κορμό μια μερίδα «πολιτών», αυτούς που δεν ήταν «εθνικόφρονες», τους «ξενοκίνητους», τους «εαμοβούλγαρους», δηλαδή την Αριστερά.

Η αστική ιδεολογία γενικά, αλλά και πιο συγκεκριμένα η αστική ιδεολογία για το έθνος, βασίζεται στο αντιθετικό ιδεολογικό ζεύγος «εσωτερικό» «εξωτερικό», στην αντίθεση ανάμεσα στο «εμείς» και στους «άλλους», οπού πρώτα απ' όλα αναπλάθεται ιδεολογικά το «εμείς», παρουσιάζεται σαν κάτι το προφανές, σαν κάτι που προϋπάρχει. Έτσι το εσωτερικό στοιχείο, το «εμείς», θεωρείται σαν ένας Ομογενοποιημένος χώρος χωρίς ανταγωνιστικές αντιθέσεις, που αντιδιαστέλλεται ποιοτικά (μόνο) ως προς το εξωτερικό στοιχείο. Μια τέτοια «εσωτερικότητα» είναι στα πλαίσια της αστικής ιδεολογίας πρώτα απ' όλα το έθνος. Ο κόσμος χωρίζεται για μας σε Έλληνες και ξένους. Σε εθνικό και σε μη εθνικό χώρο, σε εθνικές και σε μη εθνικές δυνάμεις.

Η συντριβή της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο επέτρεψε στο αστικό κράτος να ισχυρίζεται ότι η Αριστερά δεν εντάσσεται στην εσωτερική ενότητα, στο «εμείς», στους «πολίτες» που τη θέληση τους εκφράζει το κράτος, στο έθνος. Ότι αντίθετα η Αριστερά ήταν «αντεθνική και ξενοκίνητη». Σ' αυτό τον κρατικό λόγο η Αριστερά αντιτάχθηκε και αμύνθηκε, όπως φυσικά όφειλε να κάνει. Μόνο που απάντησε αποκλειστικά και μόνο μέσα στο τεραίν του αντιπάλου, μέσα στα πλαίσια του αντιθετικού ιδεολογικού ζεύγους εθνικές αντεθνικές δυνάμεις. Δεν επιχείρησε, όπως κατά κύριο λόγο όφειλε να κάνει, να καταδείξει τις ταξικές αντιθέσεις, να αποδιαρθρώσει δηλαδή το μύθο για την αντίθεση ανάμεσα στο Ομογενοποιημένο «έθνος» και τις «αντεθνικές δυνάμεις». Να καταδείξει τη βασική και ασυμφιλίωτη αντίθεση μέσα στο ίδιο το έθνος, την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο απ' τη μια που μιλάει εξ ονόματος του «έθνους» και τις λαϊκές τάξεις απ' την άλλη.

Η Αριστερά περιορίστηκε, κάτω από την πίεση και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, να αντιστρέψει απλά και μόνο το μύθο της κρατικής προπαγάνδας. Εμείς, η Αριστερά, αγωνιζόμαστε για τα συμφέροντα του έθνους και την προκοπή του τόπου, ισχυρίστηκε. Αντεθνική και ξενόδουλη είναι η ολιγαρχία και η Δεξιά που την εκπροσωπεί. Με ένα αντίστοιχο Ιδεολογικό σχήμα ανέλαβε η Αριστερά να ερμηνεύσει όχι μόνο την ιστορία του τόπου αλλά και τη δική της ιστορία, σαν ιστορία των ξένων επεμβάσεων. Επεμβάσεων, που καθοδηγούνται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και εκτελούνται από τους ντόπιους πράκτορες τους. Έτσι, σε κάθε στιγμή απολογισμού η Αριστερά είχε να εκθέσει μία πολυμελή σειρά πρακτόρων, κλίκων, πεμπτοφαλαγγιτών και άλλων προδοτών.

Το ιδεολογικό αυτό πλαίσιο αναδείχτηκε σε σημαία της Αριστεράς Ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Αρχικά επρόκειτο για μια στάση αμυντική. Καθώς όμως το λαϊκό κίνημα ανασυγκροτείται, στα τέλη της δεκαετίας του '50, και μέχρι το πραξικόπημα του '67, η ιδεολογία αυτή, και η πολιτική που συνδέεται μαζί της, αποκτά επιθετικά χαρακτηριστικά. Διεκδικεί τη νομιμοποίηση της Αριστεράς σαν δύναμης κατ' εξοχήν εθνικής. Διακηρύσσει και διεκδικεί την αποτίναξη της εξάρτησης, την εθνική ανεξαρτησία. "Αν ο σοσιαλισμός ήταν ο απώτερος στόχος της Αριστεράς, η εθνική ανεξαρτησία ήταν ο άμεσος στόχος της και φυσικά η προϋπόθεση για την οποιαδήποτε αλλαγή.

Η ιδεολογία αυτή φορτίζει τους λαϊκούς αγώνες, τροφοδοτείται όμως παράλληλα και από τον αυθόρμητο λαϊκό αντιιμπεριαλισμό. Έτσι, για μια μακριά περίοδο, η Αριστερά, προτάσσοντας το ζήτημα της εξάρτησης, κατορθώνει να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες, να θέτει ανατρεπτικά για τη συνοχή του «κράτους των εθνικοφρόνων» πολιτικά αιτήματα, να κατακτά κάποιες νίκες. Αυτή η στρατηγική λοιπόν φαίνεται επιτυχής, η Αριστερά φαίνεται σαν η πρωτοπορία των λαϊκών αγώνων.

Η εμβέλεια αυτής της ιδεολογίας φθάνει στο ύψιστο σημείο της αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Τότε ήταν σχεδόν αυταπόδεικτο ότι οι «επίορκοι πραξικοπηματίες» ήταν «πράκτορες των ξένων», ότι όλα τα οργανώνουν και τα εκτελούν οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, η CIA. Από την πολιτική κρίση, την κρίση εξουσίας, ως το πραξικόπημα, ίσως ακόμη και ως την πτώση της δικτατορίας, όλα αυτά οι Αμερικάνοι τα σχεδίασαν και τα εκτέλεσαν. Μέσα σ' αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, ακόμη και οι διανοούμενοι που ήθελαν να αποφύγουν τις ακραία μηχανιστικές προσεγγίσεις, που ήθελαν να υποδείξουν ότι πριν από τους πράκτορες υπάρχουν οι κοινωνικές αντιθέσεις, ήταν εντούτοις υποχρεωμένοι, για να μη ξεφύγουν από το κλίμα της εποχής, από το λόγο της Αριστεράς, να ξεκινήσουν από το πρόβλημα της εξάρτησης.

4. Η κρίση της ιδεολογίας της εξάρτησης.

"Αν σήμερα είναι σχετικά εύκολο να προβαίνουμε σε μια τέτοια κριτική της ιδεολογίας της εξάρτησης, αν είναι σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε τη θεωρητική αντιστροφή ανάμεσα στις έννοιες εξουσία και εξάρτηση, είναι γιατί η εμβέλεια αυτής της ιδεολογίας έχει σε μεγάλο βαθμό συρρικνωθεί. "Αν σήμερα είναι σχετικά εύκολο να δείξουμε τις θεωρητικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της αντιστροφής, είναι γιατί σε μία πορεία από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα αυτή η ιδεολογία κρίθηκε, και πρώτ' από όλα κρίθηκε στις πολιτικές της συνέπειες, σαν ανίκανη να καθοδηγήσει τους λαϊκούς αγώνες. Έτσι, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για κρίση αυτής της ιδεολογίας, κρίση που καθιστά ορατό αυτό που προηγούμενα δεν ήταν: ότι δηλαδή η δεσπόζουσα θέση της εννοίας της εξάρτησης στις αναλύσεις της Αριστεράς δεν συνιστά παρά την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό του μαρξισμού.

Κρίση της ιδεολογίας της εξάρτησης: δεν εννοούμε με κανένα τρόπο εγκατάλειψη αυτής της ιδεολογίας από την Αριστερά. Η Αριστερά εξακολουθεί να υιοθετεί το σχήμα που στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράψαμε. 'Αλλά υποχρεώθηκε να μετασχηματίσει σημαντικά στοιχεία αυτής της ιδεολογίας με αποτέλεσμα να γίνουν ορατές οι αντιφάσεις του σχήματος. 'Ακόμη, είμαστε μάρτυρες μιας ραγδαίας κάμψης του αυθόρμητου λαϊκού αντιιμπεριαλισμού, με μια παράλληλη υποστολή των κύριων πολιτικών μετώπων που αυτή η ιδεολογία είχε ανοίξει, θα συνοψίσουμε αυτή την ιστορική διαδικασία, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι στις προθέσεις του άρθρου να αναλύσει, σε τρία σημεία.

Σημείο πρώτο: η τομή του «κράτους δικαίου» από τις κυβερνήσεις Καραμανλή και οι επιπτώσεις αυτής της τομής στην εξωτερική πολιτική.

Me την αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO, με την «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, την πολιτική της «διαβαλκανικής συνεργασίας» κλπ. που υιοθέτησε ο κ. Καραμανλής φάνηκαν ότι οι εκτιμήσεις του τύπου ότι η μεταπολίτευση δεν ήταν παρά αλλαγή Νατοϊκής φρουράς άμεσο πολιτικό συμπέρασμα της ιδεολογίας της εξάρτησης έπρεπε να παραμεριστούν. Έτσι, ακριβώς στην περίοδο της μεταπολίτευσης, που όπως είπαμε ήταν η περίοδος που η ιδεολογία της εξάρτησης φαίνεται να δικαιώνεται, τότε ακριβώς εγγράφονται για πρώτη φορά και οι αδυναμίες αυτής της προσέγγισης. Είναι εκεί που το ΚΚΕεσ. ανακαλύπτει το σχήμα του εκκρεμούς για να διασώσει με πειστικό τρόπο την παράδοση. Η κυβέρνηση της Δεξιάς δεν είναι, σύμφωνα με το σχήμα αυτό, ούτε ξενόδουλη ούτε προστάτιδα των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων, με τρόπο μονοσήμαντο. Είναι ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ακραίους πόλους και φυσικά είναι καθήκον των κομμουνιστών (όχι μόνο των κομμουνιστών, αλλά και των σοσιαλιστών και των χριστιανών, κάθε δημοκράτη, πατριώτη κλπ.) να ωθήσουν το εκκρεμές στην κατάλληλη θέση. Τα κόμματα όμως έρχονται και παρέρχονται αλλά οι ανακαλύψεις τους μένουν, γιατί όπως είδαμε και στο προηγούμενο τεύχος των θέσεων, το ΚΚΕ πολύ δημιουργικά υιοθετεί την ιδέα του εκκρεμούς για να ερμηνεύσει το κυβερνητικό έργο του ΠΑΣΟΚ.

Εκεί όμως που η Δεξιά με επιθετικό τρόπο κατόρθωσε να αντιπαρατεθεί στην ιδεολογία της εξάρτησης, ήταν το ζήτημα της ΕΟΚ. Ήταν δύσκολο για την Αριστερά να ερμηνεύσει γιατί μία «αποικία», μία «χώρα της περιφέρειας» η έστω μια «εξαρτημένη χώρα μεσαίας ανάπτυξης» διεκδικούσε το ρόλο του εταίρου των δυτικοευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό είναι το θεωρητικό πρόβλημα. 'Αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να υπογραμμισθεί η πολιτική ήττα: η ένταξη στην ΕΟΚ έγινε χωρίς να κατορθώσει η 'Αριστερά να δώσει καν τη μάχη της, να εγγράψει με τρόπο δυναμικό, πέραν των ανακοινώσεων, τη θέληση της να θέσει σε μία επόμενη φάση και πάλι το αίτημα της αποχώρησης από την ΕΟΚ. Φαίνεται, πως αν υπήρχε γραφείο ευρεσιτεχνιών για τις πολιτικές ανακαλύψεις, το ΚΚΕεσ. θα έπαυε να έχει οικονομικά προβλήματα. Γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι δική του ανακάλυψη ήταν ότι η 'Αριστερά θα έπρεπε να δεχθεί την ένταξη, διαπραγματευόμενη τους όρους της. 'Ανακάλυψη που, κατά την εκποίηση της πολιτικής περιουσίας του ΚΚΕεσ. μετά τις εκλογές του '81, με προθυμία έθεσε σε εφαρμογή το ΠΑΣΟΚ.

Έτσι μπορούμε να μιλάμε για συρρίκνωση των ορίων της ιδεολογίας της εξάρτησης. Όρια, που τώρα πια τίθενται από την ήττα της ένταξης στην ΕΟΚ και την ήττα της επανένταξης στο NATO. Όρια που δεν φαίνονται ανατρέψιμα από την 'Αριστερά, όσο το θεωρητικό κενό που διαπερνά τις αναλύσεις της δεν της δίνει δυνατότητες για να επεξεργασθεί μιαν άλλη στρατηγική.

Πολύ περισσότερο, γιατί, όπως είπαμε έχει υποσταλθεί και η αυθόρμητη λαϊκή αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία. Φαίνεται πως το δράμα της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ είχε πολύ βαθύτερες επιπτώσεις στην τροποποίηση των αυθόρμητων λαϊκών ιδεολογιών. Γιατί αυτό το δράμα δεν αποτελούσε άπλα ένα στόχο οικονομικό (ανάπτυξη) και πολιτικό (κοινοβουλευτική δημοκρατία). 'Αλλά ένα δράμα που αρθρώθηκε σε αυτό που λέμε «τρόπο ζωής». Οι σοβαρές αλλαγές που συντελέστηκαν στην κοινωνική διάρθρωση στη χώρα μας μετά τον πόλεμο κατέτειναν στην επιβολή πάνω σε πλατειές λαϊκές μάζες των προτύπων του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Είναι αυτό που από παντού και με κάθε τρόπο διακηρύσσεται: είμαστε Ευρωπαίοι.

Σημείο δεύτερο: Η διαχείριση του ζητήματος της εξάρτησης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είμαστε μία χώρα εξαρτημένη και ότι το ζήτημα της εξάρτησης είναι το πρώτο και θεμελιώδες που πρέπει να λυθεί. Η σχετική αυτονόμηση όμως, που όπως είδαμε έχει η έννοια της εξάρτησης, δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να εναποθέτει την άρση της εξάρτησης στο υπερπέραν της Αλλαγής. Εδώ και τώρα, στο προσκήνιο της Αλλαγής μπαίνουν τα άμεσα θεσμικά μέτρα που θα αλλάξουν τις «απαρχαιωμένες δομές» που θα προετοιμάσουν το έδαφος για το σοσιαλισμό. Όσο και αν αυτή η στάση έχει τη λογική της, που όσο μπορέσαμε προσπαθήσαμε να συναρμολογήσουμε, δεν παύει να είναι αντιφατική και συχνά κουτοπόνηρη. Έτσι, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ σαν κυβέρνηση διαπραγματεύεται το ζήτημα των αμερικάνικων βάσεων, την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ σαν κόμμα διαδηλώνει απαιτώντας την άμεση αποχώρηση τους. Και ουδέν πρόβλημα, όπως μας πληροφορεί ο κ. Πρωθυπουργός. Διότι το κόμμα προβάλλει τα «οράματα» και η κυβέρνηση υλοποιεί τους «εφικτούς» άμεσους στόχους. Νομίζουμε ότι δεν αποτελεί προσωπική μας μόνο εκτίμηση ότι η ιδεολογία της εξάρτησης έχει καταστήσει ορατές τις αδυναμίες και αντιφάσεις της, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε αντικείμενο κυβερνητικής διαχείρισης από μεριάς των σοσιαλιστών.

Σημείο τρίτο: Η αδυναμία του ΚΚΕ να αντιπολιτευθεί το ΠΑΣΟΚ στον τρόπο που διαχειρίζεται το πρόβλημα της εξάρτησης.

"Αν και είναι ορατό το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δεν τοποθετεί το ζήτημα της εξάρτησης σαν άμεσο πολιτικό στόχο, αν και είναι Ορατό ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πάρει τις πολιτικές πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν στην αποχώρηση της χώρας μας από το NATO και την ΕΟΚ η στην αποχώρηση των αμερικάνικων βάσεων, δεν διαπιστώνεται από πουθενά κάποια σημαντική λαϊκή αντίσταση στην πολιτική της κυβέρνησης της Αλλαγής. "Αν και το ΚΚΕ στο ζήτημα της εξάρτησης προσπαθεί προνομιακά να στηρίξει την κριτική του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, δεν φαίνεται να έχει σοβαρές επιτυχίες. Γιατί, και ιδιαίτερα για το ΚΚΕ, δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι το ΠΑΣΟΚ υπαναχωρεί. Πρώτα γιατί το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ρητά ότι θα απελευθερώσει τη χώρα από τον αμερικάνικο ζυγό μέσα από μία μακριά και επίπονη πορεία. 'Αλλά και γιατί αυτό το επιχείρημα έχει μία ιδιαίτερη δύναμη απέναντι στο ΚΚΕ που, όπως είδαμε, ουσιαστικά ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ στον τρόπο με τον όποιο προσεγγίζει το πρόβλημα της εξάρτησης. Διότι, αν η εξάρτηση είναι το δέντρο του κόσμου, αν αυτή είναι το θεμέλιο πάνω στο όποιο οικοδομούνται οι σχέσεις εξουσίας στη χώρα μας, δεν είναι απλό και αυτονόητα επιτυχές το εγχείρημα της άρσης της. θα χρειαστούν κόποι, θυσίες, χρόνος και αγώνες για να επιτευχθεί η εθνική ανεξαρτησία. Έτσι η κριτική του ΚΚΕ μοιάζει πιο πολύ με μία εποικοδομητική κριτική, με μία διαφωνία στους ρυθμούς υλοποίησης ενός προγράμματος. Το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται στην ίδια όχθη διαφωνώντας.

Όσο και αν επιδιώκει το ΚΚΕ να κερδίσει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ τονίζοντας το ζήτημα των βάσεων, είναι πολύ καθαρό ότι νούμερο ένα θέμα αντιπολίτευσης σήμερα είναι η πολιτική μισθών και ημερομισθίων. Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, τότε, χάθηκε; Ναι, όσο ακριβώς δόθηκε και η μάχη. Όχι, αν τα πολιτικά αιτήματα τοποθετηθούν και πάλι και η μάχη διεξαχθεί έξω από το πεδίο της αστικής ιδεολογίας του έθνους.

Επίλογος

Είναι μάλλον αδύνατο να γράψει κανείς ένα επίλογο για ένα θέμα που μόλις ανοίγει. Και αυτός είναι ο επίλογος μας: το πρόβλημα της εξάρτησης μόλις τώρα ανοίγει. Πρέπει να μελετηθεί και πάλι από τη σκοπιά του μαρξισμού σαν μία αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας υποταγμένη στη θεμελιώδη αντίθεση κεφαλαίου εργασίας.