Η Δημοκρατία των Αθηνών
Ουδείς γνωρίζει επακριβώς την ημερομηνία επίσημης ανακήρυξης της Δημοκρατίας των Αθηνών. Ορισμένοι λέγουν ότι πρόκειται για τεχνητό κατασκεύασμα το οποίο επινοήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να επισπεύσουν τις διαδικασίες αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπονόμευσης της Υψηλής Πύλης. Άλλοι πάλι διατείνονται ότι η Δημοκρατία αυτή είναι κατασκεύασμα των οπλαρχηγών που εξωθήθηκαν σε εξέγερση κατά του Σουλτάνου και ήθελαν με αυτό το τέχνασμα να αποκτήσουν εθνικό έρεισμα για τις επιδιώξεις τους. Όπως και αν έχει όμως το πράγμα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το εν λόγω κράτος έχει σήμερα αποκτήσει σάρκα και οστά, δηλαδή πέρα από τη νομική υπόσταση, για την οποία άλλωστε αρκεί η υποστήριξη χωρών με επιρροή σε διεθνείς οργανισμούς, έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει και το ανάλογο εθνικό αίσθημα, το οποίο είναι η καλύτερη εγγύηση για την επιβίωση και διάρκεια του. Για να μη μακρηγορούμε, η Δημοκρατία των Αθηνών είναι σήμερα μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, στο εσωτερικό της χώρας και στις διεθνείς σχέσεις.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε γιατί ασχολούμαστε με ένα τόσο αυτονόητο και σε τελική ανάλυση αδιάφορο ζήτημα; Είναι βέβαιο ότι δεν θα αφιερώναμε το εισαγωγικό μέρος αυτού του άρθρου του περιοδικού, αν δεν ήμασταν πεπεισμένοι ότι έχει προκύψει σοβαρότατο πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα, ακριβώς χάρη στις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί το κράτος αυτό. Κατά πρώτο λόγο, φαίνεται πως δεν του αρκούσε η νομιμοποίηση του από την επανάσταση που του έδωσε την ανεξαρτησία του από την Υψηλή Πύλη, διότι ήδη από τα πρώτα χρόνια της υπόστασης του ως κράτους αναζήτησε το λόγο επανεμφάνισης του στη διεθνοπολιτική κονίστρα σε ιστορικές διαδρομές που χάνονται στα βάθη των χιλιετιών, στην Αρχαία Ελλάδα. Μάλιστα εμφανίστηκε ως ο μοναδικός και αυθεντικός κληρονόμος όλων των πόλεων κρατών της αρχαιότητας, και όχι μόνον εκείνου των Αθηνών. Δεύτερον, την πλαστογράφηση αυτή της ιστορίας συμπλήρωσε και με μια ταυτόχρονη πλαστογράφηση της σημερινής εθνολογικής και πολιτικής πραγματικότητας. Έτσι, το κράτος των Αθηνών αξίωσε και επέτυχε για λογαριασμό του την ονομασία Ελλάς, εφευρίσκοντας με αυτό τον τρόπο αφενός μια νέα εθνότητα που θα μπορούσε εφεξής να καρπωθεί όλη την ιστορία των Αρχαίων Ελλήνων, αφετέρου δε εγγράφοντας στην ημερήσια διάταξη των επιδιώξεων του την προβολή διεκδικήσεων (εδαφικών, οικονομικών, θρησκευτικών, πολιτικών κλπ.) για όσες περιοχές υποτίθεται ότι είχαν επιτυχώς εποικίσει τα αρχαιο-ελληνικά φύλα κατά διάφορες περιόδους της παλαιότερης ιστορίας. Στο πρώτο σημείο οφείλουμε να παρατηρήσουμε ενδεικτικά τον τρόπο που παρουσιάζεται η αρχαία ιστορία στα διδακτικά βιβλία της Δημοκρατίας των Αθηνών, όπου ο ρόλος'της Αρχαίας Αθήνας εξαίρεται διογκούμενος, ενώ υποβαθμίζεται αισθητά η συνεισφορά άλλων πόλεων όπως η Σπάρτη, η Θήβα, η Κόρινθος κλπ. Στο δεύτερο ζήτημα είναι γνωστή η ανησυχία που διακατέχει τις όμορες με το κράτος των Αθηνών χώρες που φοβούνται κύμα διεκδικήσεων λόγω της προκλητικότητας και του αδηφάγου του χαρακτήρα των Αθηναίων. Για παράδειγμα, οι Σικελοί τρέμουν την προσάρτηση τους, εξαιτίας ενός χάρτη που κυκλοφόρησε Αθηναϊκή ημιεπίσημη εκδοτική πηγή, στον οποίο τα σύνορα του κράτους των Αθηνών παρουσιάζονται μετατοπισμένα, προς μεν δυσμάς έως τη Σικελία (ενίοτε δε έως και τη Μασσαλία), προς Ανατολάς δε είναι εντελώς ασαφή εκτεινόμενα έως την Περσία ή τη Μεσοποταμία (ή ακόμη και το Αφγανιστάν), ενώ προς νότον οριοθετούνται κατά βάση από τις άγονες εκτάσεις της ερήμου της Σαχάρας. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει διακρατικό διπλωματικό ή και θερμότερο επεισόδιο οφείλεται μάλλον στην αυτοσυγκράτηση των γειτόνων, παρά στην εγκράτεια των Αθηναίων. Τουναντίον, αν επιχειρούσαμε να παραθέσουμε τις προκλήσεις των Αθηναίων προς τις γειτονικές χώρες, είναι βέβαιο ότι δεν θα επαρκούσε αυτό το άρθρο.
Όταν λοιπόν είναι γνωστό το μέγεθος των Αθηναϊκών προκλήσεων, αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι οι λόγοι που η διεθνής κοινότητα, η οποία έδειξε τόσο μεγάλη ευαισθησία για την προστασία του μικρού έθνους του Κουβέιτ, αδιαφορεί παντελώς για την τύχη των καταπιεσμένων εθνοτήτων εντός και εκτός της Δημοκρατίας των Αθηνών, που είτε υφίστανται τον εξευτελισμό να ονομάζονται έλληνες πολίτες ενώ κατ' ουσίαν είναι υποτακτικοί των Αθηναίων, είτε πάλι ζουν υπό την διαρκή απειλή εδαφικών διεκδικήσεων από μέρους των προκλητικών και αχόρταγων ιθυνόντων του κράτους αυτού, θα αντιτείνει κανείς ότι στην προκείμενη περίπτωση λίγα μπορούν να γίνουν. Και όμως, ποιος μπορεί να μιλάει πλέον για διεθνές δίκαιο, όταν αγνοεί συστηματικά όλες τις ανομίες που έχει διαπράξει το κράτος των Αθηνών; Είναι προφανές ότι πολλά μπορούν να γίνουν, με πρώτο και κυριότερο τον εξαναγκασμό του σε αλλαγή ονομασίας, εγκατάλειψη του ψευδεπίγραφου Ελλάς, έναντι του πραγματικού Δημοκρατία των Αθηνών. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις καταπιεσμένες εθνότητες να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους, εφόσον επ' ουδενί θα επιθυμούν να ονομάζονται Αθηναίοι όταν έλκουν την καταγωγή τους από τους ένδοξους Λακεδαιμόνιους κλπ. Δεν έχει καμία σημασία ότι το όνομα αυτό έχει καθιερωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, διότι ουδέποτε είναι αργά για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Και προπάντων, να περικοπεί στις πραγματικές διαστάσεις του ένα ιστορικό ανοσιούργημα που εμπέδωσε στις διεθνείς σχέσεις την πλαστογραφία ως μέθοδο άσκησης πολιτικής.
Εξωτερική πολιτική: Μπουλβάρ διαρκείας
Όλο το προηγούμενο διάστημα, και όχι μόνο τους τρεις τελευταίους μήνες, παρακολουθούμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση περί την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους, που όμοια της μάλλον δεν έχει εμφανιστεί στην πρόσφατη περίοδο, με εξαίρεση ίσως τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι παρακολουθεί μια σειρά από μονόπρακτα τρίτης διαλογής, που επιπλέον φαίνεται να προέρχονται από το καλάθι των ελληνικών βιντεοταινιών που διαθέτει το βιντεοπωλείο της γειτονιάς. Αρχικά, ένας ζεν-πρεμιέ της Φίνος Φιλμ από τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος σταδιακά αυτονομείται και αναλαμβάνει όλους τους ρόλους του πλατώ: παιδί για τους καφέδες, υποβολέας, κάμεραμαν, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης, παραγωγός, για να υποχρεωθεί στη συνέχεια να εγκαταλείψει τα πάντα λόγω υπερβάλλοντος ζήλου και υπερβολικής αυτοπροβολής. Στη συνέχεια, τα ηνία περιέρχονται στον προεξάρχοντα της ομάδας, φιγούρα που φαίνεται σαν να έχει βγει από καρτούν του Ντίζνεϋ φιλοδοξώντας να μεταπηδήσει από τον κόσμο των κινουμένων σχεδίων σε κανονική ταινία, και αναγκάζεται να εκλιπαρεί την εύνοια των αθέατων σκηνοθετών προκειμένου να ανταποκριθεί σε ένα ρόλο που είναι σαφέστατα έξω από τα μέτρα και τις δυνατότητες του. Τέλος, στην τρίτη και τελευταία φάση των εξελίξεων, η κατάσταση θυμίζει έντονα Μάπετ σόου, όχι μόνο γιατί ο νέος ιθύνων νους προσεγγίζει εμφανισιακά τις συμπαθέστατες κούκλες, αλλά γιατί η όλη κατάσταση θυμίζει έντονα κακή αμερικανική απομίμηση κουκλοθέατρου.
Πέρα όμως από τους πρωταγωνιστές, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος οδηγήθηκε εκουσίως σε μια άνευ προηγουμένου προαναγγελθείσα ήττα, την οποία ουδείς αποπειράθηκε έστω και να μετριάσει, πολύ δε περισσότερο να αποφύγει. Από τη στιγμή που διεφάνη ότι η Γιουγκοσλαβία σύντομα θα κατελάμβανε τη θέση ενός ιστορικού αξιοπερίεργου στα σχολικά εγχειρίδια, έως την πρόσφατη πολυδιαφημισμένη Σύνοδο της ΕΟΚ στο Εδιμβούργο, υπάρχει μια θαυμαστή συνέπεια στην ελληνική εξωτερική πολιτική: η αναζήτηση του κάθε φορά πιο αδιέξοδου δρόμου και η επιλογή εκείνης της τακτικής που θα εκθέσει με τον πλέον ανεπανόρθωτο τρόπο τους εκάστοτε χειρισμούς. Δεν θα προβούμε σε χρονολογική απογραφή των διαφόρων σταδίων από τα οποία διήλθε το «εθνικό θέμα των Σκοπίων», διότι θα ήταν και εξαιρετικά βαρετό συνάμα.
Αρκεί να μνημονεύσουμε μόνο δυο εξόφθαλμες συστηματικές υπονομεύσεις της όποιας γραμμής φάνηκε να υιοθετεί η κρατική διαχείριση. Πρώτον, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα η οποία έθεσε θέμα μειονοτήτων στη Βαλκανική, το «βορειοηπειρωτικό», προτού καν αρχίσει ακόμη ο χορός των εμφυλίων πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και η αποδιάρθρωση του Αλβανικού κράτους, ενώ ήταν η μόνη χώρα που δεν είχε κανένα όφελος από την. προοπτική αναμόχλευσης των εστιών αναταραχής του παρελθόντος στη Βαλκανική και αντιμετωπίζει μονίμως μειονοτικό ζήτημα από την Τουρκία στη Θράκη. Δεύτερον, ακολούθησε εξόχως αντιφατική πολιτική στο ζήτημα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, διότι ενώ υποτίθεται ότι απευχόταν την ανεξαρτητοποίηση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, εντούτοις συγκατατέθηκε στην απαρχή της διαδικασίας αναγνωρίσεων των επιμέρους Δημοκρατιών από την ΕΟΚ, με το σκεπτικό της «αλληλεγγύης» των κοινοτικών εταίρων, ενώ ουδείς είχε δώσει εγγυήσεις για κάτι τέτοιο. Ταυτοχρόνως δε, διακήρυττε την φιλική και συμμαχική σχέση με τη Σερβία, υπακούοντας ταυτόχρονα στο κοινοτικό εμπάργκο, με εμφανή δικαιολογία και πάλι την εντός ΕΟΚ «αλληλεγγύη». Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα αναφορικά με τον αποχρώντα λόγο αυτής της πολιτικής και τα αίτια που την ανήγαγαν σε πυξίδα της σημερινής διαχείρισης, που με τη μόνιμη απόκλιση της συμβάλλει σημαντικά στην κατάρρευση της.
Μια πρώτη αφελής προσέγγιση θα διατεινόταν ότι αποτελεί αναπόφευκτη πολιτική στάση που υπαγορεύεται από τα κελεύσματα των καιρών, και ότι η αρνητική τροπή που έλαβε η υπόθεση είναι απλώς μια ιστορική ατυχία η οποία δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί. Μια τέτοια άποψη παραβλέπει όμως την εσωτερική λογική και πολιτική συνοχή των εξελίξεων, που κάθε άλλο παρά πείθει ότι το σημερινό αδιέξοδο είναι κάποιο παιχνίδι της τύχης. Ούτε βέβαια πρόκειται για κάποιο «λάθος» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά για συστηματική απόκλιση που συνιστά συγκεκριμένη πολιτική παρέμβασης στις εξελίξεις. Αναλύοντας τα στοιχεία αυτής της πολιτικής, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε το πρόσημο της σημερινής διαχείρισης και τις παραμέτρους της πτώσης της.
Έχουμε κατ' αρχάς αδυναμία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να διακρίνει ότι στις νέες μετά το 1989 εξελίξεις, η Γιουγκοσλαβία αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό, μιας και οι φυγόκεντρες τάσεις μετά την κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος θα κλόνιζαν συθέμελα αυτό το πολυεθνικό κράτος. Δεν βρίσκεται όμως μόνο εκεί το πρόβλημα. Η στάση των Ευρωπαίων και των Αμερικανών ενάντια στη Σερβία δεν πηγάζει από κάποιο πρωταρχικό ενδιαφέρον τους να αποκτήσουν κράτη δορυφόρους στην περιοχή, όπως υπαινίσσεται μονίμως η προσφιλής λαϊκή ιδεολογία για το Δ' Ράιχ των Γερμανών, αλλά από μια μόνιμη στρατηγική που χαρακτηρίζει την μετά τον ψυχρό πόλεμο φάση: πρόκειται για τη δημιουργία εστιών κρίσης μεσαίας έντασης, όπου οι συνθήκες τείνουν να αναδείξουν μια (με τα μέτρα της περιοχής) σοβαρή περιφερειακή δύναμη. Η Γιουγκοσλαβία αποτελεί - τηρουμένων των αναλογιών - το ανάτυπο του πολέμου στον κόλπο, διότι πρόκειται για μια χώρα που είχε εξοπλιστεί και από τους δυτικούς κειμένου να διατηρήσει την ανεξαρτησία της από την ΕΣΣΔ, και κατά συνέπεια διαθέτει σημαντικό στρατό, ο οποίος έχει περιέλθει μάλιστα στη νομή της Σερβίας. Εξ' ου και οι περί «χασάπη των Βαλκανίων» αποστροφές της διεθνούς διπλωματίας, καθώς επίσης και η αδυναμία αποτροπής ενός μακρού και εξοντωτικού εμφυλίου. Η κατάσταση όφειλε να οδηγήσει στην ουδετεροποίηση της στρατιωτικής δύναμης, είτε με τη μακροχρόνια φθορά σε πόλεμο χαρακωμάτων, είτε με ανοικτή επέμβαση των «στρατευμάτων του ΟΗΕ», οπότε και θα αποκαθίσταντο οι ισορροπίες στην επιθυμητή χαμηλή κλίμακα. Αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι παίζεται στην περιοχή μας, και θα συνεχιστεί με ίδια ή και μεγαλύτερη αγριότητα έως ότου ελεγχθούν οι προαναφερθείσες παράμετροι. Αλλιώς δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το γιατί, σε παρόμοιες συνθήκες αποσύνθεσης του παλαιού καθεστώτος σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης - που δεν εμφάνιζαν βέβαια τα ίδια γεωπολιτικά χαρακτηριστικά - αποφεύχθηκε ένας παρόμοιος άγριος εμφύλιος πόλεμος, ενώ η Γιουγκοσλαβία οδηγείται σε εμφύλιο με ορίζοντα αρκετών ετών.
Αν αυτός είναι ο διεθνοπολιτικός καμβάς πάνω στον οποίο εξυφαίνεται η διαμάχη των εθνοτήτων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τότε είναι απορίας άξιο πώς πολιτεύεται το ελληνικό κράτος με αυτό τον αντιφατικό τρόπο που του αφαιρεί διαρκώς ερείσματα στη διεθνοπολιτική στρατηγική σκακιέρα. Ενδεικτική είναι σε αυτό το σημείο η διαμάχη παραγόντων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως εμφανίζεται σε μια συζήτηση πρέσβεων στην «Καθημερινή» (25 10 92). Εκεί διακρίνει κανείς μια διαχωριστική γραμμή που χωρίζει δυο πλευρές: από τη μια τους οπαδούς της σύνταξης με την «ευρωπαϊκή γραμμή» (πρέσβυς Ζέπος, καθηγητής Καζάκος) και από την άλλη τους «απορριπτικούς» (πρέσβεις Στοφορόπουλος και Σέκερης). Οι ιδεολογικοί όροι υπό τους οποίους διεξάγεται η συζήτηση φανερώνουν ότι δεν έχουν διαγνωσθεί οι παράμετροι του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα και η μια και η άλλη πλευρά να αεροβατούν στηριζόμενες επί ανύπαρκτων υποθέσεων και δεδομένων. Το ζήτημα του ονόματος της μακεδόνιος, η «εθνική νίκη» ή «ήττα», ως αποτέλεσμα της α ή β στάσης στην δείνα σύσκεψη της ΕΟΚ, είναι απολύτως δευτερεύοντα στοιχεία που ούτε επηρεάζουν, ούτε συμβαδίζουν με τις παραμέτρους του παιχνιδιού. Και το βασικότερο, ουδείς είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει το γεγονός ότι οι όροι του παιχνιδιού αφίστανται αισθητά των μέχρι σήμερα παραδεδομένων κανόνων της διεθνούς διπλωματίας στην περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι· το πιο κάτω απόσπασμα της «Καθημερινής» (15 10 92, παρατίθεται από άρθρο της εφημερίδας της 5 1 92), που ενώ κάνει μια απόπειρα αποφυγής των στερεοτύπων, στη συνέχεια αναμασά τα γνωστά: «Κατά τις εκτιμήσεις διπλωματικών πηγών στην Αθήνα, είναι πλέον σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση, για λόγους μάλλον ακατανόητους, ακολουθεί μια πολιτική αμυντικής περιχαρακώσεως εκτός του πνεύματος της εποχής και καταδικασμένη σε αποτυχία, παραβλέποντας ότι παρέχεται σήμερα μια μοναδική ευκαιρία προβολής της ελληνικής επιρροής πέραν των συνόρων της χώρας σε ασθενή γειτονικά κράτη, όπως η Δημοκρατία των Σκοπίων, που στερούνται σε απόλυτο βαθμό εθνικής ομοιογενείας, στοιχειώδους πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ισχύος... Το τραγικό μειονέκτημα του ελληνικού πολιτικού κόσμου είναι ότι δεν έχει αντιληφθεί την αλλαγή των δεδομένων και μεθόδων που καθορίζουν πλέον τη διαδικασία προβολής της πολιτικής ισχύος για την εξασφάλιση ζωτικών χώρων επιρροής, στοιχεία που κυριαρχούν στην εξωτερική πολιτική των κρατών της Δυτικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων». Το απόσπασμα τούτο περιέχει σε υποδειγματική μορφή την καίρια αντίφαση που διαπερνά τη σύγχρονη απόπειρα διαμόρφωσης μιας νέας εξωτερικής πολιτικής: αναγνωρίζεται αφενός η αλλαγή των όρων του παιχνιδιού, ταυτοχρόνως όμως εντοπίζεται αυτή η αλλαγή στην τροποποίηση των σφαιρών επιρροής, και το θέμα κλείνει πριν ανοίξει καν. Οπότε αποκαλύπτεται ότι και οι δυο γραμμές, εκείνη της εναρμόνισης με τις υποτιθέμενες ευρωπαϊκές στρατηγικές διασφάλισης της επιρροής στις νέες χώρες, εν προκειμένω στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά και η εμμονή στα εθνικά δίκαια που παραγνωρίζονται από τους εταίρους, είναι εξίσου αδιέξοδες, διότι δίνουν μάχη εκτός συγκυρίας και με αντίπαλο τον ίδιο τον εαυτό τους. Αλήθεια, ποια ανάλυση αποδεικνύει ότι η Γερμανία έχει ανάγκη να προσαρτήσει την Κροατία στη σημερινή φάση που βρίσκεται υπό πίεση μετά την ένωση με την πρώην ανατολική Γερμανία; Γιατί τότε δεν προσαρτά την Αυστρία που είναι μια ευημερούσα χώρα, αντί της ημικατεστραμμένης Κροατίας; Και γιατί ενδιαφέρεται για επενδύσεις σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, όπου βέβαια δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχει βλέψεις εδαφικές; Όλα αυτά τα ερωτήματα φαντάζουν εξωτικά, αν διατηρήσει κανείς τη βασική δομή του κυρίαρχου λόγου περί την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, στην «ενδοτική» ή την «απορριπτική» εκδοχή του.
Αντιθέτως, βασικό στοιχείο μιας πραγματικής προσέγγισης στα διεθνοπολιτικά προβήματα της εποχής στην περιοχή των Βαλκανίων, οφείλει να αναγνωρίσει κατά πρώτον ότι η αναταραχή εντάσσεται στη στρατηγική καλλιέργειας συγκρούσεων μεσαίας έντασης, που εγκαινιάστηκε με τον πόλεμο στον κόλπο, άσχετο αν η συγκεκριμένη αναμέτρηση προσέλαβε διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες των αρχικών προβλέψεων λόγω της συνύφανσης των τεκταινομένων με την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Η κρίση στα Βαλκάνια δεν έχει να κάνει πρώτιστα με επιδίωξη νέων σφαιρών επιρροής, μια αναβίωση παλαιών εποχών, αλλά με την ανίχνευση νέων ισορροπιών μετά την αποκλιμάκωση της στρατιωτικής ισχύος της Σερβίας. Προς τούτο επιστρατεύονται οι τοπικοί εθνικισμοί και εξωθούνται στα' άκρα, πράγμα αρκετά εύκολο στην ταραγμένη συγκυρία που ακολούθησε την κατάρρευση του «κομμουνισμού». Αν υπάρχει εξωτερική παρέμβαση τρίτων χωρών στη Βαλκανική (ΕΟΚ, ΗΠΑ), τότε αυτή στοχεύει στη διατήρηση ανοικτών εστιών κρίσης που επιζητούν επιδιαιτησία, για όσο διάστημα συντελούνται οι ανακατατάξεις μετάβασης σε νέο καθεστώς συσσώρευσης. Το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να έχει ταυτιστεί με αυτή τη στρατηγική, αν δεν ήταν προσκολλημένο στη λογική των ζωτικών χώρων και των σφαιρών επιρροής, προϊόντων μιας άλλης συγκυρίας και άλλων γεωπολιτικών και στρατηγικών ισορροπιών. Αντ' αυτού προτίμησε να σκηνοθετήσει μια οπερέτα διαρκείας περί την ονομασία της «Μακεδονίας», που αντί να προβάλλει το ρόλο της Ελλάδας ως επιδιαιτητή σε διαφορές άλλων χωρών της περιοχής, εντάσσει την πολιτική της στα υπό διευθέτηση ζητήματα, γίνεται δηλαδή και αυτή η ίδια αντικείμενο των αναπροσαρμογών που συντελούνται στην περιοχή. Το αίτιο αυτού του λάθους, ακριβέστερα αυτής της απόκλισης, είναι η εσφαλμένη εκτίμηση ότι στην περιοχή επρόκειτο να γίνει διανομή λείας, ενώ το επίδικο αντικείμενο ήταν τελείως διαφορετικό: η αναδιάρθρωση των περιοδικών ισορροπιών στην εποχή της νέας τάξης πραγμάτων.
Αυτή η αμηχανία και το σάστισμα της εξωτερικής πολιτικής γίνεται φανερό και από τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται από παράγοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ειδική ετήσια έκδοση του περιοδικού «Επιλογή» (Νοέμβριος 1992) με θέμα «Βαλκάνια και Ελλάδα». Εδώ θα βρούμε μια σειρά άρθρων που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διατυπώνουν την απορία των «ειδικών» μπροστά στα τεκταινόμενα, εγκαταλείποντας την όποια προσπάθεια για ερμηνεία της κατάστασης. Για παράδειγμα, ο θ. Βερέμης συγκρίνει χωρίς ουσιαστικά να ανιχνεύει τα αίτια, τις διαδικασίες σύγκλισης της Δυτικής με εκείνες της αποσύνθεσης που παρατηρούνται στην Ανατολική Ευρώπη καταλήγοντας στην αποστροφή ότι «ένας ακόμη τρίτος κόσμος τροφοδοτεί τη Δύση με πρόσφυγες και μετανάστες», λες και αυτή είναι η κύρια όψη των φαινομένων μετά την πτώση του «κομμουνισμού». Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης προτείνει ένα γενικό σχήμα ενσωμάτωσης των Βαλκανίων στην Ευρώπη, ως μέσο θεραπείας της κρίσης, λες και η αποσύνθεση προήλθε από την έλλειψη σύνδεσης των χωρών αυτών με την Ευρώπη και όχι από εσωτερικά αίτια αποσύνθεσης του καθεστώτος. Ο Θ.Α. Κουλουμπής προτείνει ένα γενικό σχήμα παρέμβασης της Ελλάδας στο πλέγμα των Βαλκανικών σχέσεων που θα μπορούσε να ισχύει σε οποιαδήποτε περίοδο της μεταπολεμικής ιστορίας, εμμένοντας μάλιστα σε σχήματα παραδοσιακών αξόνων και στο πολυδιαφημισμένο προσόν της Ελλάδας, δηλαδή τη σταθερότητα και ευημερία ως μέλους της ΕΟΚ, ενώ μόνιμο λάιτ-μοτίβ της ανάλυσης του είναι ο «φόβος του άλλου», δηλαδή της Τουρκίας. Ο Δ.Κ. Κώνστας διατυπώνει μεν κάποιες σκέψεις αναφορικά με το ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή που διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα σχήματα περί κακόβουλης ανθελληνικής στάσης, αλλά μένει και αυτός στην επιφανειακή λογική των πραγμάτων, ενώ ο Γ.Γ. Βαληνάκης αναπτύσσει την προσφιλέστατη άποψη περί μουσουλμανικού τόξου υπό την εποπτεία της Τουρκίας στα Βαλκάνια. Την ίδια περίπου άποψη, με ιδιαίτερη έμφαση στο εθνικό φυλετικό στοιχείο εξωτερικεύει και ο Κ.Π. Καλλιγάς που αναζητά τρόπους «διεξόδου του ελληνισμού από τη μακρά και πολύπλευρη κρίση». Η μόνη ανάλυση που διαφοροποιείται από το σχήμα των διεθνών στηριγμάτων της Ελλάδας και του ρόλου που διαδραμάτισαν οι «ξένοι» στη σημερινή κρίση στα Βαλκάνια, είναι εκείνη του Χ. Ροζάκη. Μετά από μια διεξοδική ανάλυση των φάσεων από τις οποίες διήλθε η κοινοτική εξωτερική πολιτική - από την υποστήριξη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, έως τις αναγνωρίσεις των επιμέρους δημοκρατιών - ανάγει τα αίτια αποσύνθεσης της Γιουγκοσλαβίας σε εσωτερικούς παράγοντες που επικαθόρισαν το μετασχηματισμό του ομόσπονδου κράτους. Αλλά προσδιορίζει επίσης και τα σημεία αφερεγγυότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο βαθμό που η τελευταία συνέχισε να λειτουργεί μέσα στο παλαιό γεωπολιτικό πλαίσιο προνομιακών αξόνων και συμμαχιών, και ακόμη στο μέτρο που έδειχνε ότι άξονας της παρέμενε ο φόβος της Τουρκίας. Εδώ εντάσσει ο συγγραφέας και το αδιέξοδο με την ονομασία της «Μακεδονίας», που δείχνει την ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση της χώρας από τα κοινοτικά πλαίσια. Συνολικά, θα παρατηρούσαμε λοιπόν ότι τα ιδεολογήματα που κυριαρχούν την περίοδο αυτή στο νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αποτρέπουν την περέμβασή του στις διεθνοπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας και συρρικνώνουν την εμβέλεια των χειρισμών της όποιας κυβέρνησης.
Όμως αυτή η γενική «τυφλή» γραμμή πλεύσης διανθίζεται από συνοδευτικές κορώνες που αν δεν αντανακλούσαν μετατροπές στους συσχετισμούς δύναμης, θα ήταν ιδιαίτερα απολαυστικά στιγμιότυπα της καθημερινής πολιτικής ζωής. Έτσι, θα διαβάσουμε στη μόνιμη στήλη του υπό καθεστώς ψυχαναλυτικής μετάθεσης τελούντος κ. Μαρίνου («εργαζόμενος νέος» στο Βήμα 22 11 92), συστάσεις για την ακολουθητέα πολιτική στο Μακεδονικό: «... το βέβαιο κύμα των χιλιάδων προσφύγων που θα αρχίσουν να συρρέουν στη χώρα μας από μια τέτοια εξέλιξη, όπως και από την ουσιαστικά ενθαρρυνόμενη από τους 11 εξέγερση των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου για να αποσπασθούν από το σερβικό έδαφος, δεν θα τους ανεχθούμε να αλλοιώσουν την πληθυσμιακή σύνθεση της χώρας μας. Και μια που επίσης δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να τους περιθάλψουμε, θα τους φορτώνουμε σε κρουαζιερόπλοια και θα τους στέλνουμε πεσκέσι στις χώρες που προκάλεσαν τη φυγή τους. Να τονισθεί μάλιστα ότι θα προτιμηθούν τα λιμάνια της Κοπεγχάγης και του Ρότερνταμ, μια και ανήκουν στις δυο χώρες που σέρνουν το χορό της σε βάρος της Ελλάδας αναγνώρισης». Υπάρχουν όμως και οι «ρεαλιστές», οι οποίοι ανακάλυψαν τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα έχει η απομόνωση της χώρας από τους ευρωπαίους εταίρους, ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται σε τρομακτικό αδιέξοδο μεταξύ υπερεθνικισμού μιας πτέρυγας της και κυβερνητικού πραγματισμού που επιτάσσει η κρατική διαχείριση. Εδώ ακριβώς παρεμβάλλεται ο πάντοτε εθνικώς σκεπτόμενος Λ. Κύρκος και προτείνει (τώρα!) τη «μακεδόνικη δημοκρατία του Βαρδάρη» με τα ακόλουθα επιχειρήματα: «[Η Ελλάδα οφείλει] να έχει την πρωτοβουλία για μια αξιοπρεπή και έντιμη διέξοδο στο θέμα της αναγνώρισης αυτής της Δημοκρατίας. Με την πλήρη κατοχύρωση των "δύο όρων" της 16 12 91, με διεθνείς πράξεις και δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στο σύνταγμα και της αφαίρεσης του σήματος της Βεργίνας από τη σημαία των Σκοπίων. Και ως προς το όνομα, η κυβέρνηση εγκαταλείποντας την πρόταση της διπλής ονομασίας, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να συμβάλει σε λύση γεωγραφικού ή φυλετικού προσδιορισμού, που πάντως θα αποκλείει την οικειοποίηση του ονόματος "Μακεδονία" ή τη σύγχυση με την ελληνική Μακεδονία με ό,τι αυτό σημαίνει». (Κυριακάτικη, 6 12 92). Ιδού λοιπόν που τον καιρό που ο Κ. Μητσοτάκης βάλλεται για την παρασκηνιακή προώθηση της διπλής ονομασίας, έρχεται αυτόκλητος αρρωγός του και προτείνει την ακόμη ενδοτικότερη εκδοχή του «επιθετικού προσδιορισμού» εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα νώτα της κυβέρνησης.
Αλλά και το ΚΚΕ που εξαρχής είχε υιοθετήσει μια αρνητική στάση απέναντι στην περί το όνομα διελκυστίνδα, προβαίνει στη συγκεκριμένη συγκυρία σε αντίστοιχες χειρονομίες: «Ο πρωθυπουργός κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να βγει και να πει ανοιχτά: "Πρέπει να αλλάξουμε στάση" και να μη φοβάται τι θα του πει η αξιωματική αντιπολίτευση, αφού αυτή δεν κάνει καμιά πρόταση. Όποτε ερωτάται ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, λέει πως είναι τετελεσμένα τα γεγονότα και επικεντρώνεται στο όνομα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της λεηλασίας των Βαλκανίων...» (Α. Παπαρήγα, Καθημερινή, 8 11 92). Ενώ, κατά το σκέλος της ανάλυσης της συγκυρίας στα Βαλκάνια, η γ.γ. του ΚΚΕ μάλλον εκτιμά ότι βρισκόμαστε στην περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «Κινδυνεύουμε να βρεθούμε στα γρανάζια ενός πολέμου. Αφού και οι εταίροι μας στην ΕΟΚ έχουν σταθερή πολιτική τον τεμαχισμό των Βαλκανίων. Η Ελλάδα δεν πρέπει να πάει ούτε με τη Γερμανία, ούτε με τις ΗΠΑ. Γιατί αν γίνει συνένοχη στον τεμαχισμό των γειτονικών της χωρών από τις μεγάλες δυνάμεις, τότε θα ξαναφουντώσει ο πόλεμος στα Βαλκάνια και θα βρεθούμε σε δυσχερέστερη θέση. Ο διαμελισμός των Σκοπίων θα σήμαινε ότι εμείς θα βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με την Τουρκία.» (στο ίδιο). Ενώ τώρα βρισκόμαστε πλάτη με πλάτη! Εκτός από τη γενική διαπίστωση που μπορεί να γίνει, ότι δηλαδή τα κόμματα αυτά συστηματικά σπεύδουν προς αρρωγήν του Κ. Μητσοτάκη, όποτε ο τελευταίος έχει προβλήματα, αξιοπρόσεκτη είναι και η όλη θεωρητική σύλληψη για το τι πραγματικά συμβαίνει στα Βαλκάνια αυτή την περίοδο.
Στον αντίποδα αυτής της στρατηγικής βρίσκεται ο Α. Παπανδρέου, ο οποίος ίππευσε όλο αυτό το διάστημα το άτι της αυστηρής κριτικής προς την κυβέρνηση κατηγορώντας την ότι οδηγεί σε εθνική συρρίκνωση, ότι η πολιτική της θα έχει ολέθριες επιπτώσεις στον «Ελληνισμό» και άλλα ηχηρά που τείνουν να συμπληρώσουν την εικόνα αφερεγγυότητας της διαχείρισης που από καιρό συνοδεύει κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία. Όμως, από τον καιρό που η εθνικιστική πτέρυγα μέσα στη ΝΔ έχει αυτονομηθεί από τους κυβερνητικούς χειρισμούς, το έργο αυτό του ΠΑΣΟΚ απαιτεί λεπτότερους χειρισμούς και διαφοροποιημένη προσέγγιση, προκειμένου να μην υπερκαλύπτεται, αλλά ούτε και να ταυτίζεται με την κριτική Σαμαρά, ταυτόχρονα όμως να μην επιτρέπει την επαναπροσέγγιση των ομάδων της ΝΔ, συσπειρώνοντας τις με μια άγρια πολεμική εναντίον όλων συλλήβδην. Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ προσβλέπει σε διαδοχή της ΝΔ στις εκλογές, οι οποίες, ει δυνατόν, θα πρέπει να γίνουν χωρίς αλλαγή φρουράς στην ηγεσία της ΝΔ, το συντομότερο δυνατόν αλλά και με τετελεσμένα στο μακεδόνικο, προκειμένου να μην κληρονομηθεί βραδυφλεγής βόμβα στη νέα κυβερνητική εξουσία. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων κατά τρόπο που να εγγυάται την επιτυχία του εγχειρήματος, είναι η βασική επίδίωξη του ΠΑΣΟΚ αυτή την περίοδο, και όχι η καταδίκη της ΝΔ για ενδοτισμό κλπ. Το τελευταίο γίνεται όποτε εξυπηρετεί τους παραπάνω στόχους στο σύνολο τους. Είναι δε περίπου βέβαιο πως όλα αυτά τα φραστικά πυροτεχνήματα περί ενδοτισμού, προδοσίας κλπ., θα κοσμήσουν το εσωτερικό κάποιων ερμαρίων μόλις η παράταξη αυτή υπερβεί το κυβερνητικό κατώφλι, πράγμα που άλλωστε έγινε κατά κόρον και στο παρελθόν.
Τι συμβαίνει πραγματικά με όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Κυβερνήσεις που λεονταρίζουν εθνικιστικά για να επιδείξουν στη συνέχεια τη μέγιστη δυνατή ενδοτικότητα, αντιπολιτεύσεις που αγωνιούν να δουν τα θέματα στα οποία ασκούν πολεμική να κλείνουν κατά τρόπο οριστικό και τετελεσμένο, εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις που προχωρούν σε ανοιχτή ρήξη με τους ομοτράπεζους τους, συμμαχίες των πλέον ετερόκλητων στοιχείων στην πολιτική σκακιέρα κλπ. Αν τα παραπάνω δεν δείχνουν πολιτική ρευστότητα πρώτου βαθμού, τότε θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για την πολιτική αστάθεια. Φανερώνουν όμως και κάτι άλλο, κυρίως με το στοιχείο των δανείων από το παρελθόν που επιστρατεύουν προκειμένου να στηρίξουν την όποια γραμμή πλεύσης προκρίνουν: την τραγελαφικότητα μιας διαχείρισης που παραπαίει, και που καταφεύγει στη φάρσα, όχι σαν τρόπο εκτόνωσης, αλλά οδηγούμενη από την αόρατη χείρα της απαξίωσης των πολιτικών και στρατηγικών της. Διότι, ενώ από τη μια πλευρά, η στρατηγική του ηγεμονικού μπλοκ ουδέποτε ήταν σαφέστερη όσον αφορά τους στόχους της - καπιταλιστική αναδιάρθρωση, πόλεμος του κεφαλαίου κατά της εργασίας, μαζική απαξίωση της εργασιακής δύναμης και των κοινωνικών κατακτήσεων - εντούτοις τα μέσα που επιστρατεύτηκαν για τη στήριξη του εγχειρήματος αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αναποτελεσματικά. Οπότε, μέσα στο γενικό κλίμα αναπροσαρμογής των στρατηγικών γεωπολιτικών δογμάτων της μετά την κατάρρευση του «κομμουνισμού», η παραπαίουσα διαχείριση ψάχνει απεγνωσμένα στηρίγματα στη νέα αντιφατική ρευστότητα, με αποτέλεσμα κάποτε να πέφτει μέσα σε δίνη, αντί να επιπλέει πάνω σε κάποια σανίδα σωτηρίας που αναζητούσε. Η αδυναμία αντιμετώπισης του κοινού εχθρού, φέρνει στην επιφάνεια φυγόκεντρες τάσεις που αρθρώνονται κατ' αρχάς γύρω από το πλέον πρόσφορο πεδίο συνάρθρωσης των αντιφάσεων (το «εθνικό»), για να προχωρήσουν στη συνέχεια στην προέκταση του στο κοινωνικό, το ιδεολογικό και το καθεαυτό πολιτικό, κατατείνοντας στη διαμόρφωση μιας «εναλλακτικής πρότασης διαχείρισης».
Η περίοδος αυτή βρίθει από μανιφέστα, προτάσεις, εναλλακτικές πολιτικές κλπ., όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη συνέχεια. Στην πραγματικότητα όμως, «η ζωή είναι αλλού». Το πρόβλημα εντοπίζεται στην αστάθεια της διαχείρισης που αντανακλάται και στο παιχνίδι με τις νέες αντιφάσεις στη Βαλκανική. Εδώ εντάσσονται και οι δυο όψεις του ελληνικής «απορίας» στο ζήτημα των γεωπολιτικών ισορροπιών: τόσο η απόπειρα να οπισθοδρομήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική σε μια παρωχημένη τακτική εθνικών διεκδίκησε - ων και έγερσης μειονοτικών ζητημάτων (η αντιδραστική περίπτωση), όσο και η σταθερή προσήλωση στον ευρωπαϊκό ορίζοντα της προόδου και σταθερότητας στην περιοχή («η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα μέλος της ΕΟΚ και του NATO στα Βαλκάνια») και η διεκδίκηση βιώνει ηγεμονικού ρόλου εξαιτίας αυτών των ιδιοτήτων (βλ. και άρθρο Θ.Α. Κουλουμπή, Κυριακάτικη 29. 11. 92). Αντίθετα με την προσφιλή φιλολογία των τελευταίων ετών, εκείνο που βρίσκεται στη βάση της αναποτελεσματικότητας της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει «εθνική στρατηγική», αλλά ότι παραπαίει μονίμως μεταξύ δυο αλληλοσυγκρουόμενων στρατηγικών με αλληλοαποκλειόμενα συνεπαγόμενα αναφορικά με το πρακτέο. Εδώ αξίζει να σημειώσει κανείς ότι και οι δυο προαναφερθείσες στάσεις κινούνται στο εξωσυγκυριακό επίπεδο και αποτυγχάνουν, διότι αδυνατούν να εγγραφούν στη συγκεκριμένη κίνηση των αντιφάσεων. Δεν έχει σημασία αν σήμερα έχει διαφανεί η αποτυχία της πρώτης και προβάλλει σαν χαμένη ευκαιρία η δεύτερη. Είναι ενδεικτικό ότι σε όλη την πρόσφατη περίοδο δοκιμάστηκαν κατ' ουσίαν και οι δυο, χωρίς να εντάσσονται σε κάποιο στρατηγικό πλαίσιο. Και απέτυχαν παταγωδώς, διότι ως μέρη ενός μη δομημένου όλου, απλώς υπονόμευσαν η μια την αποτελεσματικότητα της άλλης, δίνοντας την ευκαιρία μάλιστα να αναδειχθούν και διάφοροι γραφικοί τρόποι άσκησης πολιτικής (όπως το θέατρο με την παραίτηση Σαμαρά), η στήριξη της κυβέρνησης από τους «κάθετα» διαφωνούντες κάθε απόχρωσης, η παλινωδία των ευρωπαϊστών σε εθνικιστικές θέσεις (το «όχι» Έβερτ στη διπλή ονομασία) κλπ. Η αποτυχία αυτή μπορεί μάλιστα να αποτελέσει κομβικό σημείο γύρω από το οποίο θα αποκρυσταλλωθεί το εκρηκτικό μίγμα της κοινωνικής αμφισβήτησης απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ας δούμε λοιπόν πώς διαμορφώνεται η συγκυρία αναλυτικότερα.
Κωμικές νότες σε τραγικό φόντο
Η πολιτική και ιδεολογική συγκυρία της περιόδου σημαδεύεται από όλα όσα έχουμε εκτενώς εκθέσει σε προηγούμενα σημειώματα μας, μόνο που είναι σαφή τα ίχνη μιας προϊούσας αποσύνθεσης του πολιτικού προσωπικού της τρέχουσας διαχείρισης. Όμως, δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε από μια επιφανειακή προβολή των στιγμιότυπων μιας καταρρέουσας πολιτικής τάξης και να λησμονήσουμε την εκπληκτική ευστάθεια του σχεδίου απαξίωσης της εργασίας που έχει από καιρό τεθεί σε εφαρμογή. Πρόκειται για μια στρατηγική η οποία έχει αναδειχθεί στη σημερινή συγκυρία ως μέσο ανατροπής των συσχετισμών υπέρ του κεφαλαίου και ως μέσο εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή έκβαση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της καπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση. Έχοντας την τελευταία επισήμανση κατά νουν είναι εξόχως διδακτικό, αλλά και διασκεδαστικό συνάμα να περιηγηθούμε στα ιλαρά της τρέχουσας συγκυρίας, προτού ασχοληθούμε διεξοδικότερα με το κεντρικό ζήτημα της περιόδου.
Θα σταθούμε κατ' αρχάς στο ζήτημα επανάκαμψης των σκανδάλων, και μάλιστα σκανδάλων που κινούνται σε μεγέθη που είναι κατά δυο έως τρεις τάξεις μεγέθους υψηλότερα από το αυτάρεσκα αποκληθέν «σκάνδαλο του αιώνα», της περιόδου 87-89. Καταγγέλλονται σκάνδαλα στην ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, μέρους των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ, στις κοινοτικές επιδοτήσεις του λαδιού και του βάμβακα, σκάνδαλα στις αναθέσεις σε συγγενείς κυβερνητικών αξιωματούχων, και άλλα πολλά που δεν αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε εδώ. Εκείνο που είναι ενδεικτικό για την εποχή των ιδιωτικοποιήσεων, είναι η περίπτωση του γνωστού «συγκυβερνήτη», αντιπροέδρου της κυβέρνησης της ΝΔ, ο οποίος σε άλλες εποχές υψηλού δείκτη φαντασιώσεων, είχε προβληθεί ως εκθέτης ενός «άλλου προσώπου» της Δεξιάς, και που αποδείχθηκε στη σημερινή περίοδο απλός πλασιέ των προϊόντων καναδικής εταιρείας δασοπυρόσβεσης, οπερατέρ προβολής του διαφημιστικού της. Ή ακόμη, η περίπτωση δυο υφυπουργών του προ του ανασχηματισμού κυβερνητικού σχήματος, που επιδοτούσαν ο ένας τον αδελφό του άλλου σε εργασίες εμπίπτουσες στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους αντιστοίχως, και δεν έδειξαν την παραμικρή ευαισθησία απέναντι στη δημόσια κριτική, για να μη μιλήσουμε για τον πρωθυπουργό που επιβράβευσε τη στάση τους διατηρώντας τους στην κυβέρνηση. Ακόμη πιο συναρπαστική είναι όμως η στάση των παραιτουμένων υπουργών, που δρασκελώντας το κατώφλι του υπουργείου τους, ανακαλύπτουν εκπληκτικές καταγγελίες για «σαπίλα», «καταχραστές», '«τρωκτικά» κλπ., με ύφος που προσιδιάζει σε άτομο που μόλις έλαβε άφεση αμαρτιών στην ιερά μετάληψη, και απελευθερωμένο αποδύεται στην επιδίωξη του καλού (του τόπου, εν προκειμένω), [θα άξιζε στο σημείο αυτό να δει κανείς, προς εμπέδωση των προαναφερθέντων, το βίντεο του Γ. Σούρλα που, δίκην Ντούτσε, εξαπολύει μύδρους κατά παντός υπευθύνου, αυτός ο μόνος άμωμος και άσπιλος στην αγέλη των λύκων]. Ομολογουμένως, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που γευθήκαμε για τελευταία φορά τέτοιο οχετό φασίζοντος λαϊκισμού, που έχει πάντοτε σαν στόχο την αποκάθαρση των μηχανισμών (Γ. Σούρλας: «η παράταξη των τιμίων») και την ενοχοποίηση των υποκειμένων («οι ανέντιμοι»). Και μάλιστα, πρόκειται για λαϊκισμό που βρίσκεται στο απυρόβλητο έναντι κάθε εξωτερικής απειλής, διότι καταγγέλλει «τον εαυτό του», εν ονόματι του λαού (και του εθνικού συμφέροντος, εννοείται). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που δεν βρέθηκε κανείς να τον καταγγείλει σαν τέτοιο, διότι ασχολήθηκαν όλοι με τη δευτερεύουσα όψη του («η σήψη στην κυβερνητική παράταξη»), παρέχοντας κατ' ουσίαν άσυλο στην κύρια αιχμή της λειτουργίας του.
Αλλά τι να περιμένει κανείς από διανοουμένους που έχουν νυχτώσει μέσα στα κλουβιά της ατομικότητας τους («πνευματική δημιουργία» το λένε τώρα), χαρούμενοι που έχουν αποκατασταθεί οι ταραγμένες σχέσεις ιεραρχίας, που η χαλάρωση τους τόσο τους είχε κλονίσει προς το τέλος της δεκαετίας του '80, ώστε αναγκάστηκαν να βγουν στο δρόμο και να κατακεραυνώσουν τη φθορά συνειδήσεων που είχε προκαλέσει το ΠΑΣΟΚ! Η μόνη απορία που μένει σαν κατακάθι από όλη αυτή την τραυματική περίοδο, είναι ότι η συνείδηση του άλλου παραμένει απρόσιτη και τελικά άγνωστη, ενώ το μόνο που γνωρίζει κανείς (έστω μερικώς) είναι η ίδια η συνείδηση του εαυτού του. Οπότε ανακύπτει το ερώτημα, μήπως οι τότε επισημάνσεις των διανοουμένων ήταν δόκιμες και ορθές, διότι αφορούσαν κάτι το οποίο εγνώριζαν κατά τεκμήριο αρκετά καλά, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό τους. Μήπως η όλη πολεμική που προέκυψε οφειλόταν σε μια τεράστια παρεξήγηση;
Ας είναι. Τα σημερινά σκάνδαλα αποτελούν εξωτερίκευση της οξύτατης διαμάχης στο εσωτερικό του κυρίαρχου μπλοκ, για τη νομή της λείας της ιδιωτικοποίησης, αλλά κυρίως μια σύγκρουση που τροφοδοτείται από την αστάθεια των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Ένα σκέλος της παρατηρούμενης έλλειψης σταθερότητας τροφοδοτείται από τις κοινωνικές αντιθέσεις που παράγονται σε οξυμένη μορφή από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Οι στρατιές ανέργων, η περιστολή των εισοδημάτων, η ύφεση ως μέσο για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση έχουν προκαλέσει αφενός κλονισμό των όποιων λαϊκών ερεισμάτων είχε η κυβερνητική πολιτική, αφετέρου δε - και τούτο είναι νέο σημάδι - την ανοιχτή αντίθεση μερίδων του κεφαλαίου που η περιστολή της εγχώριας ζήτησης σε συνδυασμό με την ύφεση στην παγκόσμια οικονομία έχει φέρει σε δύσκολη θέση, δημιουργώντας (έστω πρόσκαιρα) εμπόδια στον κύκλο συσσώρευσης. Ο κλονισμός των ερεισμάτων αυτής της πολιτικής αναδύεται στην κοινωνική επιφάνεια με τη μορφή των σκανδάλων, αλλά και με τη μορφή της τραυματισμένης συνοχής του κυβερνητικού μπλοκ που δεν περιορίζεται μόνο στην αύξουσα απόσταση που προσπαθούν να έχουν συγκεκριμένοι εκθέτες της παράταξης από τις σημερινές πρακτικές, αλλά εκτείνεται και στην πολιτική διαφοροποίηση τους, η οποία προσλαμβάνει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Όποιος σκέφτεται την πολιτική επιβίωση του στη μετά τη σημερινή συγκυρία εποχή, καταθέτει σήμερα και μια πολιτική πρόταση, η οποία βεβαίως διαφοροποιείται, και κυρίως προβάλλει αυτή τη διαφοροποίηση, από βασικές κατευθύνσεις της τρέχουσας πολιτικής της ΝΔ. θα έχουμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε αυτό το σημείο διεξοδικότερα στη συνέχεια, και γι' αυτό δεν θα επεκταθούμε περισσότερο εδώ. θα προκαταλάβουμε μόνο ένα συμπέρασμα στο οποίο οδηγεί η ανάλυση που επιχειρούμε, λέγοντας ότι κομβικό σημείο των «εναλλακτικών» προτάσεων είναι ο ρόλος του κράτους, ένας άλλος, περισσότερο παρεμβατικός ρόλος, με έντονες αναφορές στο κοινωνικό στοιχείο, ιδιαίτερα την κοινωνική συνοχή και την προστασία του εισοδήματος των «ασθενέστερων οικονομικά τάξεων». Έχουμε τους λόγους μας που επισημαίνουμε κάτι τέτοιο: θα δούμε στη συνέχεια κλείνοντας αυτή την ενότητα, πόσο υπολείπεται η διορατικότητα των διανοουμένων μας εκείνης των νέων και φιλόδοξων πολιτικών, για τους οποίους ουδείς έως σήμερα ισχυρίστηκε ότι έχουν κάποιο χάρισμα μεγαλύτερο εκείνου του μέσου ανθρώπου.
Κάποιοι εντοπίζουν τα αίτια της κρίσης σε αίτια κοινωνιολογικού ή ψυχαναλυτικού χαρακτήρα: «Σε μια κατ' εξοχήν "χώρα κωλοελλήνων" το Σχέδιο δεν συνάντησε μόνο ευγενείς αποδέκτες. Επαρχιώτικης προέλευσης, όπως οι περισσότεροι από μας, τύποι του "να πιάσουμε χωρίς κόπο την καλή", τεμπέληδες, εξυπνάκηδες, άτομα που θεωρούν τον "δικό τους πολιτισμό(!) ανώτερο των άλλων", κομπλεξικοί, γύφτοι, "κοντοπόδαροι", "σκαλιστές ψυχές, μακροχέρηδες"... Πολλοί ζουν, όσο φρικώδες και αν είναι αυτό, χάρη στο αίμα αυτών που πούλησαν, που ξεγέλασαν, που κορόιδεψαν. Άφιλοι; Όχι! Κυρίως ματαιόδοξοι και θρασύδειλοι. Αυτή η φυλή που ευδοκιμεί εν μέσω των Ελλήνων και πολλές φορές σε υπεύθυνες θέσεις» (Γ.Σ. Μαθιανάκης, Το Βήμα 22 11 92). Άλλοι «φιλοσοφούν»: «Αλλά το πιο φανταστικό αμάλγαμα παρουσιάζεται όταν ο διανοούμενος πετυχαίνει, ύψιστο κατόρθωμα, να συνδέσει την κριτική της πραγματικότητας με τη λατρεία της δύναμης και της εξουσίας. Αυτό το κατόρθωμα γίνεται στοιχειώδες από τη στιγμή που κάπου εμφανίζεται μια "επαναστατική εξουσία". Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η χρυσή εποχή των συνοδοιπόρων, που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την πολυτέλεια μιας αντίθεσης φαινομενικά ανένδοτης εναντίον ενός τμήματος της πραγματικότητας, της πραγματικότητας "οίκοι", με την αποθέωση ενός τμήματος αυτής της ίδιας πραγματικότητας - εκεί κάτω, αλλού, στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα, στην Αλγερία, στο Βιετνάμ ή και στην Αλβανία» (Κ. Καστοριάδης, Το Βήμα, 6. 12. 92). Ενώ ο «φιλόσοφος» ασχολείτο ανέκαθεν μόνο με το "εδώ και τώρα", σταθερός υπέρμαχος των δικαίων των ανελεύθερων και αδυνάτων! Και ένας προσγειωμένος διανοούμενος θα πει: «Η άκρως παρασιτική, πολιτικοποιημένη και διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση και τα ρουσφετολογικά κόμματα που την ελέγχουν, αποτελούν το πιο βασικό εμπόδιο για ένα δημιουργικό εκσυγχρονισμό στην Ελλάδα» (Ν. Μουζέλης, Κυριακάτικη, 29 11 92). Εδώ θα πρέπει να εκτιμηθεί κυρίως η υπερσυγκυριακή διάρκεια της επιχειρηματολογίας και το βάθος της προβληματικής.
Αυτά τα λίγα αρκούν. Όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερα ιλαροτραγικά της σύγχρονης πολιτικής και ιδεολογικής συγκυρίας, ας ανατρέξουν στο πόνημα του Μ. Ανδρουλάκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα και που αποδεικνύει ότι τα παιδικά λάθη, εφόσον ομολογούνται ευθαρσώς και με κατάλληλους αποδέκτες, δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για τους φερέλπιδες νέους(;) στην προσπάθεια ανέλιξης τους. [Μόνο που παραμένει αναπάντητο το ερώτημα ποιος επιτέλους πήρε εκείνη την περίφημη απόφαση για τη συγκυβέρνηση του καλοκαιριού '89, διότι αποδεδειγμένα πλέον ουδείς παρίστατο σε εκείνη την ιστορική συνεδρίαση του Συνασπισμού, όπου και τα κενά έδρανα αποφάσισαν την κοινοπραξία]. Τέλος για περισσότερη ποικιλία στην εν εξελίξει φάρσα, μπορεί να ανατρέξει κανείς στη μέχρι στιγμής τελευταία συνέντευξη Σαββόπουλου (Κυριακάτικη), όπου μας πληροφορεί ότι τώρα τυρβάζει περί τα ζητήματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής («Δείχνει ευαισθησία σ' αυτά τα θέματα, αγορές όπλων κλπ., αυτός ο Βαρβιτσιώτης»), ενώ έχει εντοπίσει εκείνα τα σημεία που καθιστούν ποιοτικά διαφορετικό τον ελληνικό εθνικισμό από τον «ευρωπαϊκό».
Αν τέλος υπάρχει διακαής επιθυμία να ανασκαλέψει κανείς και το χώρο της πολιτικής γελοιογραφίας, συνιστούμε ανεπιφύλακτα την συνέντευξη Λ. Κύρκου (Καθημερινή, 22 11 92), όπου ειπώθηκε το συγκλονιστικά πρωτότυπο: «Αυτός ο λαός χρειάζεται ένα καινούργιο όραμα, μια νέα κουλτούρα». Ίσως και λιγότερες κοινοτυπίες... Και το κλου της ενότητας αυτής: «Οι εκλογές είναι εμπειρία. Η εκλογική περιφέρεια αγκαλιάζει έως οκτώ δήμους. Μαζεύονται κατά γειτονιά οι κάτοικοι. Απολογισμός του τοπικού βουλευτή. Κριτική αποτίμηση της δουλειάς. Διαμόρφωση λίστας με δημοκρατικές διαδικασίες και κάθοδος των υποψηφίων. Συνεχής ανανέωση. Νέοι άνθρωποι. Το εκλογικό σύστημα της Κούβας περνάει σε νέο ανώτερο στάδιο, παρά το εμπάργκο.» (Α. Παπαρήγα, Τα Νέα, 14 12 92). θα τολμήσουμε μια πρόβλεψη: μετά από μερικές δεκαετίες, η Κούβα θα έχει περάσει στην ιστορία μάλλον χάριν στην επανάσταση της, παρά με το «ανώτερο στάδιο» που αντιπροσωπεύει το εκλογικό της σύστημα. Πάντως το ΚΚΕ εξακολουθεί να βλέπει μακριά...
Η Οικονομία: γιατί επανακάμπτει το «κράτος»;
Είδαμε στα προηγούμενα ότι το σκηνικό της κατάρρευσης του κυβερνητικού μπλοκ εξωτερικεύεται με αφορμή την αποτυχία στο «εθνικό θέμα των Σκοπίων», αλλά συναρθρώνεται με βασικές πολιτικές αποτυχίες στην τρέχουσα διαχείριση. Το φάσμα της κατάρρευσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διατεταγμένη ύφεση, την πυροδότηση κοινωνικών αντιθέσεων, την πολιτική της ιδιωτικοποίησης, την ανεργία, την υποβάθμιση του βιωτικού επιπέδου μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, την αφερεγγυότητα της κρατικής διαχείρισης στο σύνολο της. Όλοι αυτοί οι λόγοι θα ήταν αρκετοί για να εξηγήσουν την εστίαση της κριτικής που ασκείται στην κυβέρνηση στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Και να ερμηνεύσουν το λόγο για τον οποίο κάθε αμφισβήτηση που διατυπώνεται σε τυχαίες όψεις της κυβερνητικής πρακτικής, αισθάνεται την υποχρέωση να διατυπώσει και κάποιο εναλλακτικό προφίλ στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, εμφανίζοντας μάλιστα και μια διάσταση διαφωνίας περί τα οικονομικά, που από πολλούς κρίνεται υπερβολική αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι σημαντικοί «διαφωνούντες» ήσαν έως πρόσφατα ένθερμοι υποστηρικτές ή εν πάσει περιπτώσει θετικοί συνοδοιπόροι του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος. Ποια είναι λοιπόν τα βαθύτερα αίτια αυτής της όψιμης ετεροδοξίας; Για να απαντήσουμε πειστικά στο ερώτημα αυτό, είμαστε αναγκασμένοι να πραγματοποιήσουμε μια σύντομη παρακαμπτήριο μέσα από τα απτά ίχνη της κριτικής που αρθρώθηκε το τελευταίο διάστημα.
Ένα βασικό επιχείρημα ενάντια στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική είναι εκείνο της οικονομικής ύφεσης. Ο Ν. Νικολάου στο Βήμα παρουσιάζει μια ζοφερή εικόνα των εξελίξεων με παραλλάσσουσες κάθε φορά αιχμές: την αναξιοπιστία του προϋπολογισμού και τις πιθανές υστερήσεις εσόδων, όπως άλλωστε συνέβη και στο παρελθόν (6. 12. 92), την αντιαναπτυξιακή και καθαρά ταμιευτική λογική του (8. 11. 92), την πληθωριστική λειτουργία του λόγω της αντιαναπτυξιακής κατεύθυνσης που τον διακρίνει και των υψηλών επιτοκίων που συνοδεύουν την πολιτική σκληρής δραχμής (15. 11. 92), την αναποδοτικότητα της περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής και της σκληρής νομισματικής πολιτικής ως επικουρικού στοιχείου σε μια αφερέγγυα δημοσιονομική πολιτική που αυξάνει διαρκώς τους έμμεσους φόρους (27. 9. 92). Ο ίδιος αρθρογράφος στα Μα στηλιτεύει την οικονομική πολιτική με γενικότερα κριτήρια, όπως την αντιλαϊκότητα και τη συνεχή μεταβολή των κανόνων του παιχνιδιού (19. 11. 92), ενώ σε άλλη τοποθέτηση του θέτει γενικότερα ζήτημα αναχρονισμού των νεοφιλελεύθερων συνταγών: «Η δεκαετία του '90 λοιπόν, αρχίζει με ενταφιασμό της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και την προσφυγή από όλες τις κυβερνήσεις σε δραστηριοποίηση του κράτους για να τονωθούν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας» (12 11 92). Βεβαίως ο αρθρογράφος σπεύδει να διευκρινίσει ότι τούτο δεν σημαίνει την επιστροφή στο κράτος πρόνοιας των δεκαετιών '50 και '60, διότι ο πληθωρισμός παραμένει απειλητικός και η διεθνοποίηση επιτάσσει μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. «Όμως, η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, η κατάρρευση της υποδομής (δρόμοι, συστήματα υγείας κλπ.), η ανεργία που φθάνει σε όρια ρεκόρ ακόμη και στη Γερμανία, και προπαντός η οικονομική οπισθοδρόμηση που στην ουσία σημαίνει κοινωνική οπισθοδρόμηση, απέδειξαν ότι δεν αρκούν οι δυνάμεις της αγοράς για να λυθούν τα προβλήματα και προπαντός για να εξασφαλιστεί ένα ανεκτό επίπεδο ζωής για όλες τις κοινωνικές τάξεις». Δηλαδή, για να διυλίσουμε τον πυρήνα αυτής της σκέψης συνέβη το εξής κατά την προηγούμενη δεκαετία: κάποιοι ξέχασαν τι γράφουν τα εγχειρίδια πρωτοετών της οικονομικής και πειραματίστηκαν με την αγορά διότι υποτίθεται ότι ανακάλυψαν ξανά τον Ανταμ Σμιθ. Ακολούθως, οι σοφοί της οικονομικής επιστήμης που από ανεκτικότητα προς τους μαθητευόμενους μάγους τους άφησαν να πειραματιστούν πάνω στις ζωές εκατομμυρίων, τους τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια λέγοντας, «ως εδώ!», και επανέφεραν τα παλαιά δόγματα στην ημερήσια διάταξη, έστω και κάπως τροποποιημένα διότι ενσωματώνουν την εμπειρία του πρόσφατου πειραματισμού, ο οποίος όμως αποδείχθηκε καταστροφικός! Αν βγάζετε κάποιο συμπέρασμα, τότε θα πρέπει να έχετε διεισδύσει στην παράδοξη λογική του αρθρογράφου. Προφανώς διαφωνεί με τον προϋπολογισμό της ΝΔ, την περιστολή των εισοδημάτων, τη λιτότητα, την έμμεση φορολογία κλπ. Φαίνεται όμως ότι ο πυρήνας της αντίθεσης του είναι εκείνος που όλο και πιο φωναχτά ακούγεται από την πλευρά του ΣΕΒ: το ασφυκτικό πλαίσιο της ύφεσης. Η περιστολή των εισοδημάτων, η αντιλαϊκότητα κλπ. είναι απλώς αρνητικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του επιπέδου της ζήτησης, άρα συντελεστές της ύφεσης, και απορρίπτονται από αυτή την οπτική. Άρα, δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν έχει κάποια καινοτομία αυτή η οπτική. Ας συνεχίσουμε λοιπόν την περιήγηση μας.
Από το κυβερνητικό στρατόπεδο έχουν μέχρι τώρα διαφανεί δυο εναλλακτικές στρατηγικές στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής. Πρόκειται για την πρόταση νόμου των «3», στην ουσία το οικονομικό μανιφέστο του Μ. Έβερτ που συνιστά μια αναθέρμανση της κρατικής παρέμβασης με τα ακόλουθα κέντρα βάρους: φορολογικές ελαφρύνσεις στις επενδύουσες επιχειρήσεις και εκείνες που εισάγονται στο χρηματιστήριο, ειδικές φορολογικές ελαφρύνσεις στις παραμεθόριες περιοχές, απλούστευση των διαδικασιών έγκρισης επενδύσεων, κίνητρα για δημογραφική ανάκαμψη, και επανέλεγχος των κρατικών δαπανών με στόχο την «περικοπή των μη παραγωγικών». Ακόμη, η μόνη άμεση επενδυτική δραστηριότητα του κράτους που προτείνεται είναι η συμμετοχή του σε κάποιο ποσοστό σε επενδυτικές δραστηριότητες που θα αναλάβουν οι δήμοι και οι κοινότητες (Το Βήμα, 8 11 92). Βλέπουμε λοιπόν ότι η «νέα» παρεμβατικότητα που προτείνεται δεν υπερβαίνει τη φιλελεύθερη συνταγή των φορολογικών κινήτρων, ενώ οι άμεσες επενδύσεις δεν δέχονται καμία σημαντική ώθηση. Οπότε θα πρέπει να δώσουμε αυτή τη φορά δίκιο στον Κ. Μητσοτάκη που δήλωσε ότι θεωρεί την πρόταση των τριών απολύτως συμβατή με την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Μόνο που η δημοσιότητα που .δημιούργησε και το πακετάρισμα με το οποίο διετέθη το νέο προϊόν έδωσαν μια εικόνα εντελώς διαφορετική, που μάλιστα ενισχύθηκε και από τις προ και μετά τις αμερικανικές εκλογές δηλώσεις των «3» ότι συμφωνούν απόλυτα με το οικονομικό πρόγραμμα των Δημοκρατικών που προβλέπει μια δυναμικότερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Εκείνο πάντως που δεν αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιου διαλόγου και προβληματισμού, είναι το σημείο που αφορά στην «από μηδενική βάση» εξέταση των κρατικών δαπανών, δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχει και το σχετικό έργο του Μ. Έβερτ στο υπουργείο Προεδρίας, όπου και πρωτοστάτησε στη μάχη των μετατάξεων. Κοντολογίς, προτάθηκε απλά ένα λιγότερο «σπάταλο», αυταρχικό κράτος που αισθάνεται υποχρέωση του να βοηθήσει ακόμη περισσότερο την ιδιωτική πρωτοβουλία στο μεγάλο έργο της.
Αλλά και ο Α. Σαμαράς επεξέτεινε τη διαφωνία του στα οικονομικά, δηλώνοντας κατ' αρχάς ότι διαφωνεί τόσο με την κυβερνητική πολιτική περιστολής του εισοδήματος των χαμηλόμισθων, όσο και με τη «λογική» της πρότασης των «3». Χαρακτηριστικός πυρήνας της πρότασης Σαμαρά είναι η προγραμματισμένη διολίσθηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής για μια τριετία ώστε να αποκατασταθεί η τρωθείσα ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στην ελληνική και στις διεθνείς αγορές, η σταδιακή μείωση των ονομαστικών και των πραγματικών επιτοκίων, η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων έξω από τον κύκλο ύφεσης που παράγει η τρέχουσα πολιτική, η προστασία των χαμηλόμισθων κλπ. (Το Βήμα, 20 12 92). Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η πρόταση αυτή διατυπώνει με ρητό τρόπο την απόπειρα θεμελίωσης ενός κρατικού παρεμβατισμού, μολονότι παραμένει κατά βάση στο περίγραμμα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Εκείνο που διαφαίνεται σαφώς είναι η προσπάθεια να εμπλακεί το κράτος στην οικονομική πολιτική με την ενεργότερη παρέμβαση του σε ζητήματα που απορρέουν από τον διεθνή ανταγωνισμό στην εσωτερική και τις διεθνείς αγορές, και λιγότερο με τον παραδοσιακό τρόπο παρεμβολής του στη διανομή, κατά το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. «Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης πάσχει ως σύστημα, από έλλειψη εσωτερικής συνέπειας, δηλαδή στερείται, λόγω υποταγής της συναλλαγματικής πολιτικής στον στόχο της σταθεροποίησης, του αναγκαίου αριθμού ανεξαρτήτων μέσων πολιτικής για την επίτευξη των στόχων της, που ήταν η σταθεροποίηση με ταυτόχρονη ανάπτυξη» (Α. Σαμαράς, Το Βήμα, 20.12.92). Ο Α. Σαμαράς είναι στο σημείο αυτό πιο μπροστά από τον Κ. Σημίτη που επαναλαμβάνει μονότονα το από τριετίας και πλέον (κυβερνητικό) θέσφατο ότι «χωρίς τη δραστική μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων δεν είναι δυνατόν να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός και να επιτευχθεί η οικονομική σταθεροποίηση, που είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας» (Το Βήμα, 22 11 92), αν και ο τελευταίος συμφωνεί στην ανάγκη ελαστικότερης συναλλαγματικής, πολιτικής ιδίως στην προοπτική ένταξης της δραχμής στο ΕΝΣ.
Εκείνο που προβάλλει επιτακτικά στο προσκήνιο είναι αυτός ο νέος κρατικός παρεμβατισμός, που οφείλει να λειτουργήσει ρυθμιστικά στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές. Κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο σε μια εποχή, ιδίως μετά το Μάαστριχτ, όπου υποτίθεται αποφασίστηκαν οι λεπτομέρειες της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Όμως, από τότε υπήρξαν μια σειρά ανατροπές: οι δυο σημαντικές αναταράξεις που υπέστη το ΕΝΣ με την αποχώρηση και υποτίμηση της στερλίνας, της ιταλικής λίρας και του ισπανικού και πορτογαλικού νομίσματος, η ένταση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για τα υψηλά γερμανικά επιτόκια (απότοκο του κόστους της ενοποίησης) και την ταύτιση της Γαλλίας με την πολιτική αυτή, ο νέος εμπορικός πόλεμος που διαφαίνεται στον ορίζοντα μεταξύ ΕΟΚ και ΗΠΑ, ιδίως μετά την εκλογή του Κλίντον και το αμερικανικό τελεσίγραφο στις διαπραγματεύσεις του
GATT, καθώς και άλλα γεγονότα ελάσσονος σημασίας. Τελικά άρχισε να διακρίνεται στον ορίζοντα ότι η προοπτική της ενοποίησης ενός συνόλου χωρών με αρκετά διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες υπό καθεστώς νομισματικής σύγκλισης, όπως προβλέπει η συνθήκη του Μάαστριχτ, θα ήταν μια ονομαστική σύγκλιση που θα διαιώνιζε τις διαρκείς αποκλίσεις. Μπροστά σε αυτό το φάσμα που ήρθε στην επιφάνεια από την κίνηση των αντιφάσεων της συγκεκριμένης πορείας, ανέκυψε η αναγκαιότητα αυτού του κρατικού παρεμβατισμού νέου τύπου, που λίγο έχει να κάνει με το κράτος πρόνοια, αλλά μάλλον προβάλλει το κράτος μάνατζερ. Συνθηματολογική επικάλυψη αυτού του νέου ορίζοντα του προηγμένου καπιταλισμού είναι η «ανάγκη βιομηχανικής πολιτικής», που έχει το πλεονέκτημα να λανσάρει μια εντελώς νέα πραγματικότητα με την ορολογία του παρελθόντος, χωρίς να υποπίπτει όμως στο σφάλμα του να υποθάλπει προσδοκίες κοινωνικής πρόνοιας, που θα αναιρούσαν όλα τα «επιτεύγματα» της καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης της τελευταίας εικοσαετίας. Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο σε τούτη την περίφημη «βιομηχανική πολιτική».
Υπάρχουν κάποιοι που ακόμα και σήμερα, ακούγοντας τα περί βιομηχανικής πολιτικής, εννοούν την παρέμβαση του κράτους για τη σωτηρία επιχειρήσεων, τη «διάσωση του παραγωγικού δυναμικού» που πλήττεται βάναυσα από την κρίση και την καπιταλιστική αναδιάρθρωση. «Μπορεί μια κυβέρνηση που έχει εκλεγεί για να ανορθώσει την οικονομία, να κλείσει τα μάτια και να αδιαφορήσει γι' αυτόν τον τυφλό πόλεμο της ζούγκλας;... Αν αφεθούμε στη λειτουργία μόνο των νόμων της αγοράς, είναι μαθηματικώς βέβαιο πως όταν κλείσει ο κύκλος της ύφεσης θα έχουμε χάσει το 40% του παραγωγικού μας δυναμικού» (Ν. Νικολάου, Το Βήμα, 22 11 92). Όμως μια τέτοια λογική προσκρούει σε αυτή καθεαυτή τη λογική της κρίσης και δεν έχει να κάνει με κάποια φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη. Διότι όπως επισημαίνει η έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, «η ύφεση στη βιομηχανία φαίνεται ότι προκαλεί καθαρτήριες επιπτώσεις καθώς συγκεντρώνεται στις λιγότερο αποδοτικές μονάδες, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Αντίθετα οι υγιείς επιχειρήσεις προχωρούν με ικανοποιητικό ρυθμό» (στο ίδιο). Άρα, βιομηχανική πολιτική αποτελεί σύνθημα που προσβλέπει σε άλλα από αυτά που υποδηλώνει το άμεσο νόημα του: αν η κρίση οφείλει να λειτουργήσει «καθαρτήρια» στο εσωτερικό της χώρας, να αναδιατάξει συσχετισμούς και ισορροπίες, όσον αφορά τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων στη διαρκώς και περισσότερο διεθνοποιούμενη εσωτερική αγορά, αλλά και στην παγκόσμια, σημαίνει την ενεργό στήριξη των κεφαλαίων της χώρας διαμέσου της συναλλαγματικής πολιτικής, όπως και με άλλους έμμεσους τρόπους, στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Τούτο γίνεται ιδιαίτερα σαφές από την αλλαγή κλίματος που καταγράφεται διεθνώς κατά την τελευταία περίοδο, μια αλλαγή που οφείλεται σε μια σειρά ανεξάρτητους παράγοντες που συνευρέθηκαν συντονιζόμενοι την τρέχουσα περίοδο. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στις αντιδράσεις χωρών της ΕΟΚ απέναντι στο σύστημα σχεδόν σταθερών ισοτιμιών, αλλά και στα σημάδια που έφθασαν από την υπερπόντια Δημοκρατία μετά την εκλογική νίκη του Κλίντον, όπως και από την όλο και συχνότερη αναφορά στο ιαπωνικό παράδειγμα βιομηχανικής πολιτικής που φέρεται να έχει αποδώσει θεαματικά (έστω και αν την εποχή άνθισης του νεοφιλελευθερισμού, η αναφορά στον ακόμα πιο επίκαιρο ιαπωνικό κρατισμό προκαλούσε την αλλεργία των ιθυνόντων). Ας δούμε λοιπόν αυτή τη διεθνή συγκυρία όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις αμερικανικές εκλογές και τη σύνοδο της ΕΟΚ στο Εδιμβούργο.
Διεθνής Οικονομία: Ζήτω η κρίση!
Εκείνο που πραγματικά προκαλεί την έκπληξη και τον θαυμασμό όταν παρακολουθεί κανείς τη διεθνή συζήτηση για την προσήκουσα διέξοδο από την κρίση, είναι η αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η προϊστορία από όλους όσους ταυτίστηκαν με τις κυρίαρχες επιλογές κατά τη ροή των γεγονότων ενδύοντας τα με τον μανδύα των αναγκαίων προσαρμογών της οικονομίας προκειμένου να περισωθεί από μια κρίση που υποτίθεται ότι οφειλόταν σε εσφαλμένες πολιτικές επιλογές. Με την ίδια αθωότητα διαπιστώνεται σήμερα ότι οι θαυματουργές πολιτικές λιτότητας και εξυγίανσης δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να βυθίσουν συντονισμένα μια σειρά χώρες στην ύφεση, τη μαζική ανεργία, το κλείσιμο βιομηχανιών κλπ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα στοιχεία για τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ιταλία (1,9%), τη μείωση των επενδύσεων στη βιομηχανία της Γαλλίας (11%), αντίστοιχες καταστάσεις στην Ισπανία και τη Σουηδία, ενώ παντού σημειώνεται αυξητική τάση στο ποσοστό της ανεργίας που αγγίζει σε κοινοτικό μέσο όρο το 10% (Καθημερινή, 29 11 92). Σε όλο τον κόσμο διαπιστώνεται επίσης ότι η πολιτική περιστολής των δημοσιονομικών ελλειμμάτων επιφέρει μείωση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και ανεργία (Καθημερινή, 27 9 92), Μέσα σε αυτό το γενικευμένο φάσμα αποτυχίας των δογμάτων της τελευταίας δεκαετίας πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη της ΕΟΚ στο Εδιμβούργο, η οποία είχε μάλιστα να αντιμετωπίσει την αποσταθεροποίηση του ΕΝΣ και την ογκούμενη σιωπηρή ή ενεργό αντίδραση ευρωπαϊκών χωρών στη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Παρά τις αρκετά ζοφερές προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί αναφορικά με τη διάσκεψη αυτή, είναι τώρα πλέον σαφές ότι κατέληξε στο μέγιστο δυνατό θετικό αποτέλεσμα, αν λάβει κανείς υπόψη τους κινδύνους που αντιμετώπιζε. Η Δανία έλαβε κάποιες διαβεβαιώσεις για ειδικό στάτους στην ΕΟΚ, με αντάλλαγμα τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος, θετικού όπως ελπίζεται για τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Επιβεβαιώθηκε η ενιαία αγορά της 1 1 93. Το δεύτερο πακέτο Ντελόρ έγινε δεκτό, έστω και με ελαφρά μείωση του όγκου του. Αποφασίστηκε να αρχίσουν σε ένα μήνα οι διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση της Κοινότητας με την Αυστρία, τη Σουηδία, τη Φιλανδία και τη Νορβηγία. Αποφασίστηκε η δημιουργία ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τις επενδύσεις με στόχο την εναρμόνιση των οικονομικών πολιτικών και την ανάκαμψη των επενδύσεων στις χώρες της ΕΟΚ. Τέλος, δεν συζητήθηκε το ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με τη διαφωνία της Γαλλίας για τη στάση που τήρησαν οι εκπρόσωποι της ΕΟΚ στις διαπραγματεύσεις του GATT, ούτε και το ζήτημα του Ευς. Έτσι, με την παράκαμψη ορισμένων ακανθωδών θεμάτων και τη διάθεση για αμοιβαίο συμβιβασμό, μια διάσκεψη που πολλοί ανέφεραν ως ενδεχομένως μοιραία, διατήρησε το στάτους κβο χωρίς να διακινδυνεύει, αλλά ούτε και να επενδύει υπερβολικά στο (άδηλο) μέλλον.
Αν τυπικά λοιπόν, η συνθήκη του Μάαστριχτ παραμένει αλώβητη από τα όσα διαδραματίστηκαν στο ενδιάμεσο διάστημα, τότε είναι ενδιαφέρον να δούμε τι απέγινε με το πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Το πρόγραμμα σύγκλισης που παρουσίασε η κυβέρνηση της ΝΔ στηρίζεται σε μια φιλοσοφία που εναρμονίζεται πλήρως με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές που υπερίσχυσαν κατά την υιοθέτηση της συνθήκης του Μάαστριχτ. Περιορισμός των ελλειμμάτων με μείωση των κρατικών δαπανών, εισαγωγή της δραχμής στον μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευς, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, μείωση του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος και της πιστωτικής επέκτασης, ενώ προβλέπονται υψηλά ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ (περί το 4% από το 1994) και των δημοσίων επενδύσεων (10% από το 1993 και σταθεροποίηση στο 6% του ΑΕΠ) (Το Βήμα, 6 12 92). Είναι προφανές ότι όλα τα παραπάνω, με εξαίρεση βέβαια την περιοριστική πολιτική λόγω ελλειμμάτων και τη στήριξη της ισοτιμίας της δραχμής μέσω υψηλών επιτοκίων, αποτελούν ευχολόγιο και γενικό περίγραμμα εξαγγελιών, παρά χρονοδιάγραμμα για την πορεία προς το ενιαίο νόμισμα. Τούτο γίνεται ιδιαίτερα προφανές αν λάβει κανείς υπόψη ότι δηλώνεται ήδη ρητά ότι ο ένας από τους όρους του Μάαστριχτ (δηλαδή, το ύψους 60% του ΑΕΠ δημόσιο χρέος) δεν πρόκειται να επιτευχθεί έως την καταληκτική ημερομηνία.
Το πρόγραμμα σύγκλισης που προτείνει το ΠΑΣΟΚ, διαφοροποιείται ήδη από το θεωρητικό του σκέλος, καθότι διακρίνει την ονομαστική από την πραγματική σύγκλιση, που εκτιμά ότι για λόγους κοινωνικής πολιτικής θα πραγματοποιηθεί με αργότερους από τους προβλεπόμενους ρυθμούς. Εξαιρεί από τη μείωση των κρατικών δαπανών την υγεία και την παιδεία και προβλέπει περιορισμό των ελλειμμάτων στο 3,6% του ΑΕΠ το 2000. Προτείνει διπλασιασμό των εσόδων από άμεση φορολογία (από 8,2% το '92 σε 14% το 2000), ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 2,5%, αύξηση των εξαγωγών με ρυθμούς της τάξης του 9% ετησίως και αύξηση του ΑΕΠ περί το 4% ετησίως, ενώ επιδίωξη είναι η ανεργία να πέσει στο 6% το 2000. Υποστηρίζει τέλος ότι «η πολιτική περιορισμού της ζήτησης και της μονόπλευρης λιτότητας που ακολουθεί η ΝΔ οδηγεί μαθηματικά στην πραγματική απόκλιση της οικονομίας από τις οικονομίες των άλλων κρατών μελών της ΕΟΚ» (Κυριακάτικη, Βήμα, 6 12 92).
Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής είναι ότι σε όλες τις εκδοχές των προγραμμάτων σύγκλισης δεν αμφισβητείται η πορεία προς την ευρωπαϊκή ΟΝΕ και το ενιαίο νόμισμα, παρά μόνο οι ρυθμοί μετάβασης και η καταληκτική ημερομηνία, γεγονός που οξύνει ή αμβλύνει αντιστοίχως την κοινωνική επιθετικότητα της ακολουθητέας πολιτικής. Παραμένει όμως στη σκιά των εξελίξεων το γεγονός ότι η νομισματική ένωση που κατ' ουσίαν προτείνεται στη συνθήκη, θα λειτουργήσει ως μηχανισμός απόκλισης των πραγματικών οικονομικών μεγεθών αφού θα έχει αφαιρεθεί από τα εθνικά κράτη ένας σημαντικός μηχανισμός παρέμβασης στις διαδικασίες συσσώρευσης, η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Κάτι που δηλώνεται ρητά από πηγή που δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αριστερή και δογματίζουσα. «Ο κίνδυνος δεν είναι ότι η διαδικασία του Μάαστριχτ θα πραγματοποιηθεί με διαφορετικές ταχύτητες, όπου ένας μικρός αριθμός χωρών θα προηγείται στην αρχή. Αυτή η εξέλιξη είναι ο μόνος εφικτός τρόπος για να προχωρήσει η νομισματική ένωση και ενυπήρχε, χωρίς να αναφέρεται ρητά, στο χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε πέρσι» (από το κύριο άρθρο των Financial Times, 1 10 92). Όσο για τα λεγόμενα περί «αυτόματου» συντονισμού των αγώνων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος σε επίπεδο ΕΟΚ που προβάλλονται κατά καιρούς από τους εξ αριστερών υποστηρικτές του Μάαστριχτ, καλό θα είναι να μελετήσει κανείς τη συνθήκη, οπότε θα δει ότι ένα μεγάλο τμήμα του εργατικού δικαίου είναι εκτός κοινοτικής αρμοδιότητας, γεγονός που μειώνει τη διαπραγματευτική ικανότητα της εργασίας (Γ.Φ. Κουκούλες, Εποχή, 22 11 92).
Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας
Είδαμε σε όσα εκθέσαμε παραπάνω ότι η κρίση συνεχίζεται και επιτείνει τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της, ταυτόχρονα όμως παρατηρείται και ένα διεθνές κλίμα «επιστροφής» σε περισσότερο παρεμβατικές μορφές κρατικής πολιτικής, το οποίο διαφημίστηκε μάλιστα ως επιστροφή στην οικονομική πολιτική των δεκαετιών πριν από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Η εικόνα αυτή δεν ευσταθεί. Υπάρχει βέβαια η ανάγκη ειρήνευσης μιας υποβόσκουσας αναταραχής λόγω της διόγκωσης της ανεργίας, οπότε η εικόνα αυτή προβάλλει στο κοινωνικό ασυνείδητο παραπέμποντας σε άλλες εποχές εφόσον κανείς δεν καταφέρνει να προβάλει οράματα για το αύριο, οράματα που να συνεγείρουν. Όμως αληθεύει εν μέρει ότι συχνά προπαγανδίζεται ρητά η επιστροφή ενός (τραυματισμένου βέβαια, και κουτσουρεμένου) κεϋνσιανισμού: «Φαίνεται πως επιστρέφει η μόδα του κρατικού παρεμβατισμού σε πολλά μέρη του πλούσιου κόσμου, όσο και αν φαίνεται παράξενο κάτι τέτοιο, και μάλιστα τόσο σύντομα μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής εναλλακτικής λύσης στον καπιταλισμό της αγοράς. Μήπως τέλειωσαν άραγε οι μέρες του καπιταλισμού της αγοράς, της ιδεολογίας που θριάμβευσε κατά τη δεκαετία του '80;... Η πρόκληση για το κράτος κατά το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας θα είναι να ανταποκριθεί στο λαϊκό αίτημα για δράση, χωρίς να φέρει εκείνη τη συντριπτική απογοήτευση που μας έδωσαν τα παρεμβατικά κράτη στο παρελθόν. Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα θα δώσει το παράδειγμα η Αμερική...» (The Economist, After the market, 14 11 92).
Είναι λοιπόν φανερό ότι κάτι έχει προκύψει που, με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές και την πολιτική μετατόπιση που προκάλεσαν, επιφέρει αναδιατάξεις στις αντιλήψεις που προπαγανδίζονται διεθνώς αναφορικά με το. ρόλο του κράτους στις οικονομικές διεργασίες. Οι παράγοντες που έχουν μεταβληθεί είναι αρκετοί. Εκείνο που δικαιολογεί όμως τη στροφή προς ένα νέο παρεμβατισμό είναι ο συντονισμός των επί μέρους κρίσεων που παρατηρούνται στις διάφορες χρηματαγορές και η αδυναμία της νομισματικής πολιτικής των βασικών καπιταλιστικών χωρών να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως υποκατάστατο του παλαιού παρεμβατισμού. Η ύφεση που πλήττει την Αμερική, την Ιαπωνία και τη Γερμανία και που οφείλεται σε σχετικώς διαφορετικά για κάθε περίπτωση αίτια εντείνει τις ανταγωνιστικές σχέσεις και επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το «κράτος», ως μέσο συντονισμένης παρέμβασης στον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό το «κράτος» είναι που επιστρέφει και όχι κάποια αναβίωση του κράτους πρόνοια ή το κοινωνικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας. Η σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις του GATT, η αναμενόμενη επιθετική πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Κλίντον έναντι της ΕΟΚ και της Ιαπωνίας στις διεθνείς αγορές, η ένταση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της ΕΟΚ, όλα αυτά απαιτούν ένα κεντρικό συντονισμό και κάποια έστω έμμεση προστατευτική λειτουργία για τα εθνικά κεφάλαια. Τα υπόλοιπα περί παρέμβασης του κράτους μετά τη συντριβή της οικονομίας από το νεοφιλελευθερισμό αποτελούν απλώς προκάλυμμα νομιμοποίησης του κράτους, ιδιαίτερα αφερέγγυου μάλιστα μετά την άκρως απορρυθμιστική παρουσία του στο προσκήνιο κατά τη δεκαετία του '80. Επιστρέφει λοιπόν η γηραιά κυρία, πρόκειται όμως για μια εικονική επιστροφή, για ένα φανταστικό είδωλο από έναν αόρατο καθρέφτη.
Επίλογος
Η ιστορία τελικά δεν επαναλαμβάνεται. Η φάρσα που ζούμε σήμερα λίγα, πολύ λίγα κοινά έχει με μια προπαγανδιζόμενη επιστροφή του παρελθόντος, είτε πρόκειται για την «πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων», είτε για την «κυβέρνηση των σκανδάλων», είτε τέλος για την «κατάρρευση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών» και την επιστροφή του κεϋνσιανισμού. Η ιστορία διαμορφώνεται πάνω στον καμβά των συσχετισμών δύναμης που έχουν αποτυπωθεί από μια παρελθούσα εξέλιξη, η οποία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η θεωρία της αέναης επαναφοράς ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας, αρμόζει μάλλον στη μυθιστοριογραφία και το συμπαθές είδος της επιστημονικής φαντασίας, ενώ η προβολή της στο χώρο της πολιτικής αποτελεί συνέχιση του αμείλικτου κοινωνικού πολέμου με άλλα μέσα, εξίσου άγρια και πρωτόγονα όπως είναι εκείνα της απαξίωσης της εργασίας και της πρωτοκαθεδρίας του κεφαλαίου. Ο πόλεμος του κεφαλαίου συνεχίζεται αμείλικτος, και αν διαπιστώνουμε την κατάρρευση μιας πολιτικής διαχείρισης και των φορέων της, οφείλουμε εντούτοις να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά για τις νέες απειλές που καραδοκούν, ενδεδυμένες έστω τη λεοντή οικείων παραστάσεων από το παρελθόν. Γιατί το παρελθόν μπορεί να είναι λειτουργικό μόνο αν εγγράφεται στην κίνηση των αντιφάσεων του παρόντος και στις προοπτικές εξέλιξης τους που εμπεριέχουν εν σπέρματι το μέλλον. Και αυτό το τελευταίο, όσο και αν παραμένει ανοιχτό, έχει κάτι από τη ζοφερή πραγματικότητα που όλοι έχουμε ζήσει σ' αυτή την ταραγμένη περίοδο που διανύουμε...