Πραγματολογική αφετηρία και βάση για την περικύκλωση του ζητήματος που απασχολεί την προκείμενη ανακοίνωση είναι η γνωστή προκήρυξη, την οποία, με τον μερικώς, ως προς το "πίστεως", παραπλανητικό τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος", εξέδωσε και εξαπέστειλε από τις παραδουνάβιες χώρες, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Παραλήπτης της Προκήρυξης ήταν συμπάς ο ελληνισμός· φαινομενικώς όμως, διότι σ' αυτήν εμπεριέχεται και διακηρύσσεται ορισμένο ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο και θεωρητικώς, αν δηλαδή δεν το εγνωρίζαμε πραγματολογικώς, δε χωρούσε συμπάς ο ελληνισμός.
Το κείμενο της Προκήρυξης ορίζεται εδώ ως το κατεξοχήν προγραμματικό μανιφέστο του ήδη εν εξεγέρσει ελληνισμού· δηλαδή ως κατεξοχήν επαναστατικό μανιφέστο, αφού σ' αυτό αιτιολογούνται οι συγκεκριμένοι προκηρυσσόμενοι επαναστατικοί στόχοι.
Η ανακοίνωση που αυτή τη στιγμή αναγιγνώσκεται δεν ανιχνεύει τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες διασποράς και προπαγάνδισης των ιδεών αυτές μας είναι, λίγο πολύ γνωστές· ζητούμενο της είναι η ανίχνευση, η επισήμανση και η ερμηνεία των ευρωπαϊκών ιδεολογικών προβολών και διαστάσεων, όπως και των αντίστοιχων προϋποθέσεων της Προκήρυξης.
Προηγουμένως, προτού δηλαδή επισημανθούν οι εμπεριεχόμενες ιδέες και ανιχνευθεί η ευρωπαϊκή ποιότητα τους, θα είχε αξία η προκαταρκτική υπόδειξη δύο μεταφορικώς εικαστικών διαστάσεων της Προκήρυξης: είναι η εικονογράφηση της Ευρώπης - θα ισχυριστώ σε λίγο ότι η συγκεκριμένη εικόνα δεν είναι πρώτης, αλλά δεύτερης προβολής, ότι δηλαδή προϋπήρχε στην εικονοληπτική πραγματικότητα του ελληνισμού - και είναι η περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του ελληνισμού στη συγκεκριμένη εικόνα.
Ας δούμε λοιπόν την εικαστική, γενική, εν προκειμένω, εντύπωση, που σε πρώτη ματιά σχηματίζεται: η Ευρώπη υπάρχει στην Προκήρυξη ως βάση και κεντρικό σημείο αναφοράς, είτε αμέσως (π.χ. "οι λαοί της Ευρώπης"), είτε εμμέσως, δια των εκπεμπόμενων ιδεών της. Αλλά:
α. δεν πρόκειται για τη γεωγραφική Ευρώπη, αν και προκύπτει και αυτό εμμέσως·
β. πρόκειται για την Ευρώπη «των λαών» και με συγκεκριμένο περιεχόμενο: πλην αριστοκρατών, φεουδαρχών ή τυράννων
γ. πρόκειται για την Ευρώπη της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, για μιαν αντιαυταρχική Ευρώπη δηλαδή· και
δ. πρόκειται για την Ευρώπη οφειλέτη στον ελληνισμό, άρα καταρχήν για την Ευρώπη τη δική μας, με την οποία έχουμε νταραβέρι, και γι' αυτό απορεί που καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, και γι' αυτό "μας προσκαλεί εις μίμησιν".
Η Προκήρυξη έχει παραλάβει και μεταφέρει, προσαρμοσμένα, όπου χρειαζόταν, στις επαναστατικές ανάγκες του ελληνισμού, το σύνολο των κεντρικών κηρυγμάτων του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και των πρακτικών της Γαλλικής Επανάστασης του 1789: Δικαιώματα, Ελευθερία, Φωτισμός, Πατρίδα, Ατομική ιδιοκτησία, Αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Στα δύο πρώτα, στα Δικαιώματα και στην Ελευθερία, εμπεριέχονται και όλα τα άλλα: και για τα δύο, οι "λαοί" της Ευρώπης είχαν αγωνιστεί, παρόλο που κανένα από τα δύο δεν το στερούνταν παντελώς· επειδή όμως η Ελευθερία, το μέγιστο αγαθό, δεν είναι στατική αλλά μικραίνει, μεγαλώνει, στενεύει ή ευρύνεται και επειδή αυτή είναι η προϋπόθεση της ευδαιμονίας, η επιδίωξη όσο το δυνατό "περισσότερης" είναι καθήκον των λαών.
Φυσικά, η επιζήτηση της Ελευθερίας από τον ελληνισμό έχει πλήρες περιεχόμενο και αντανακλά σε ολικά ζητούμενα, που είναι σύμφωνα με τα κεντρικά κηρύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: ο ελληνισμός, "Ευρωπαίος" για ποικίλους λόγους, δεν είχε το δικαίωμα να μην αγωνιστεί γι' αυτά που "οι λαοί της Ευρώπης" είχαν πιο πριν πολεμήσει, παρότι δεν τους είχαν λείψει εντελώς. Για τον ελληνισμό, εστερημένο των πάντων, ελευθερία, πατρίδα, δίκαια, αποκτούσαν συγχρόνως ιδιαίτερο και όμοιο περιεχόμενο: ο τύραννος, ο εχθρός που εδώ ήταν εθνικός - και θα δούμε σε λίγο γιατί δεν ήταν πια πρωτίστως θρησκευτικός -, δεν έπαυε να είναι και φεουδάρχης - ήταν κάποιος, κάποια πραγματικότητα, που δεν είχε υπερβεί ένα στάδιο παραγωγικών και επέκεινα κοινωνικών σχέσεων, μέσα στο οποίο τα Δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες, δε χωρούσαν. Συγχρόνως, ήταν Ασιανός βάρβαρος - δεν ήταν πολιτισμένος Ευρωπαίος - , καταπατητής και καταπιεστής· σε κάποια επίπεδα όμως κατανομής των εξουσιών, στις οποίες ανιχνεύεται η συνισταμένη της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, δηλαδή της ευδαιμονίας· γιατί σε άλλα δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη κάποιων σχέσεων - και αυτά θα τα πούμε αναλυτικά σε λίγο.
Μαζί μ' αυτά τα συνολικά, πολλές άλλες έννοιες που προβάλλονται ως αξίες στην Προκήρυξη απαιτούν διερεύνηση: τι είναι π.χ. για τον ελληνισμό του 1821 η "πατρίς" και η "Ελλάς", που επανειλημμένα αναφέρονται; σε ποιες πολιτικές, γεωγραφικές και ονοματολογικές προϋποθέσεις υπακούουν; αν η "πατρίς" και η περίπου άγνωστη ονομασία "Ελλάς" αντιστοιχούν στην πατρίδα ή στην Ελλάδα του Μιλτιάδη, του Θεμιστοκλή, του Λεωνίδα ή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, έχουμε να κάνουμε με από κάθε άποψη "στένωση" των δυνατοτήτων και των εθνικών πραγματικοτήτων του ελληνισμού εκείνης της στιγμής. Δεν είναι αυτή η αντιστοιχία: "πατρίς" και "Ελλάς" έχουν ενδυθεί συμβολικό περιεχόμενο, στο επίπεδο της "καλής" ιδεοληψίας, είναι συγχρόνως συγκεκριμένες και αόριστες, παρούσες και άπιαστες, τωρινές και αιώνιες, υποδεικνύουν τη χρησιμότητα και στις χρήσεις ορισμένων εννοιολογικών εργαλείων.
Έχουν όμως και άλλο ιδεολογικό φορτίο: η "πατρίς" ήταν απολύτως συναρτημένη με την επαναστατική συμπεριφορά της εποχής, με τον τύπο του "πατριώτη", η "Ελλάς" παραπέμπει σε εθνοποιητικές ζητήσεις και σε συσπειρωτικές ανάγκες στο επίπεδο του εθνικού.
Η εθνοποίηση του 19ου αιώνα δεν είναι παράλληλο του σχηματισμού των εθνικών κρατών της Ευρώπης του Που αιώνα· τώρα έχουμε να κάνουμε με το σχηματισμό κρατών που, εκτός των άλλων, αντιστοιχούν σε διαμορφωμένες ή υπό διαμόρφωση εθνικές αγορές στο πλαίσιο μιας όλο και περισσότερο παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς· τώρα έχουμε να κάνουμε με εθνικές συσπειρώσεις με όρους αγοράς. Γι αυτό, το κεντρικό εθνικό ζητούμενο δεν είναι απαλλαγμένο από ταξικό περιεχόμενο· ήδη έχει λεχθεί: ο Τούρκος εθνικός εχθρός είναι και φεουδάρχης - κατέχει τη γη της χώρας των Ελλήνων, τους οποίους χρησιμοποιεί και μεταχειρίζεται ως δουλοπάροικους και τους εξουθενώνει υλικά και πνευματικά· είναι Ασιανός τύραννος, ανίκανος να παρακολουθήσει τα της Ευρώπης, τα του πολιτισμού, τα οποία είναι βέβαια αστικά.
Άλλωστε, το σύνολο των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού και των πρακτικών της Γαλλικής Επανάστασης απέβλεπαν στην οργάνωση μιας διαφορετικής κοινωνίας, με διαφορετικές σχέσεις εξουσίας· απέβλεπαν στην εξουδετέρωση της κατεστημένης εξουσίας, δηλαδή του ταξικού αντιπάλου. Κηρύγματα και επαναστατικές πρακτικές λοιπόν εμπεριέχουν την κοινωνική σύγκρουση σε ταξικό επίπεδο, που θα πει με στόχο την εξουσία.
Η μεταφορά όλων αυτών στα καθ' ημάς έχει. λόγους να μην προβάλλει εμφανώς κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο, πέρα απ' αυτό που εμπεριέχεται στο εθνικό. Εντούτοις, η πρόσκληση που απευθύνεται με την Προκήρυξη είναι ταξική με την εξής έννοια: το σύνολο του ελληνισμού καλείται, όχι απλώς να λάβει μέρος στην Επανάσταση, αλλά και να αγωνιστεί με σημαία τις ιδέες και τις ανάγκες της αστικής τάξης· καλείται να συμφωνήσει με τους "φωτισμένους" και όχι με τους "μη φωτισμένους" λαούς της Ευρώπης· καλείται το σύνολο του ελληνισμού να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει για τα ατομικά δικαιώματα και την ατομική ιδιοκτησία - η οποία πραγματολογικώς δεν είχε την τουρκική αποκλειστικά εθνικότητα -, για τις ελευθερίες και όχι μόνον και αποκλειστικά για την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό· καλείται να οργανώσει ένα κράτος, με την περίπου αϊστορική ονομασία "Ελλάς", το οποίο θα διακυβερνάται σύμφωνα με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, με βουλή των Αντιπροσώπων δηλαδή. :
Και κάτι άλλο όμως, εξίσου σημαντικό, ως εξίσου ταξικό: αυτούς που δεν θα συμμορφωθούν η "πατρίς", θα τους τιμωρήσει, "θέλει [τους] αποκηρύξει ως νόθα και Ασιανά σπέρματα και θέλει παραδώσει τα ονόματα των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων".
Με πλαίσιο την αστική επαναστατική ιδεολογία του Διαφωτισμού και τις αναδιατάξεις που είχαν επέλθει στην υπόδουλη ελληνική κοινωνία, το κεντρικό σημείο αντίθεσης ανάμεσα στον κατακτητή και στον κατακτημένο έχει μετατεθεί από την πίστη στις κοινωνικές σχέσεις με φόντο την αγορά: στην Προκήρυξη, η διαφορά στην πίστη κατέχει συγκριτικά ασήμαντη θέση ως επαναστατικό προβαλλόμενο· μάλιστα, δε γίνεται λόγος για Χριστιανισμό, αυτό το παλαιό εργαλείο συμμαχιών με τη Δύση κατά του αλλόθρησκου οθωμανισμού, αλλά για Ορθοδοξία, το κοινό δόγμα των υπόδουλων Βαλκανίων, δηλαδή, του πεδίου των εμπορικών συμμαχιών του ελληνισμού. Άλλωστε, ήδη με την έναρξη της Επανάστασης στις παραδουνάβιες χώρες, έχει προβληθεί, ως προς το ζήτημα της πίστης, ένας διπλός συμβολισμός: το πεδίο του "βαλκάνιου ορθόδοξου εμπόρου", που θα έλεγε ο Tr. Stojanovich και που λέγαμε πριν, και,. κυρίως, ο παραμερισμός και η περιφρόνηση του ηγετικού ρόλου του Πατριαρχείου· δεν αποκλείεται μάλιστα να είναι αυτό ο πρωτίστως ειδοποιούμενος μέσω των απειλών, για τις οποίες μιλήσαμε πριν.
Με δεδομένο πλέον το "ευρωπαϊκό" στο χαρακτήρα της, το ευρωπαϊκό στο περιεχόμενο της, στο επίπεδο των ιδεών που περιέχονται στην Προκήρυξη μανιφέστο, οδηγούμαστε στην ανίχνευση των αντίστοιχων, δηλαδή των ευρωπαϊκών, προϋποθέσεων υποδοχής του· στην ανίχνευση τελικά της αντιστοιχίας ανάμεσα στη διακήρυξη και στις προοπτικές δυνατότητες του ελληνισμού.
Μια απλοϊκή σχετικά προσέγγιση θα ήταν η ακόλουθη: ενόψει επαναστατικού γενικού ξεσηκωμού, θα ήταν δυνατό μια επαναστατική ηγεσία να εκπέμπει μη προσλήψιμα κηρύγματα; αυτή όμως είναι μια με αρνητικούς ρητορικούς όρους ερωτηματική πλαγιοκόπηση του προβλήματος, παρόλο που η αξία της ως υπόθεσης εργασίας δεν είναι καθόλου περιφρονητέα.
Καλύτερη εν προκειμένω προσέγγιση θα ήταν η ανίχνευση των κοινωνικών σχέσεων που είχαν επιτρέψει την υποδοχή των ευρωπαϊκών ιδεών από πριν και είχαν καταστήσει εύληπτη την επαναστατική χρήση τους που γίνεται στην Προκήρυξη· επομένως, η ανίχνευση μας πρέπει να εκταθεί στο χρόνο στα 3040 χρόνια πριν από το 1821. θα ψάξουμε λοιπόν να βρούμε αν η απελευθέρωση της σκέψης από όλα τα δεσμά, που είναι κεντρικός στόχος του Διαφωτισμού είχε ως ένα βαθμό επιτευχθεί και αν, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, υπήρχε συνείδηση του γεγονότος, γιατί η συνειδητοποίηση, που δεν είναι αναγκαστικό, ούτε άμεσο, συνακόλουθο, συνιστά τη βάση για την επαναστατικοποίηση. Για να οδηγηθούμε όμως σ' αυτήν την ανίχνευση, σ' αυτό το ψάξιμο, μας χρειάζεται, ως ερμηνευτικό εργαλείο, η οικονομική βάση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων μας χρειάζεται να γνωρίζουμε, αν και σε ποιο βαθμό και με ποια ποιότητα ο ελληνισμός και ο ελληνικός χώρος είχαν κοινή και ανάλογη εξέλιξη με την Ευρώπη, αν η ελληνική κοινωνία, ως σύνολο, είχε να εμφανίσει αναδιατάξεις ανάλογες με τις ευρωπαϊκές.
Στην Προκήρυξη, ας επανέλθουμε σ' αυτήν, ως ιστορικό υποκείμενο προβάλλεται το σύνολο του ελληνισμού - όχι για να διευρυνθεί ο χώρος και να χωρέσουν όσο γίνεται περισσότερες ευρωπαϊκές ιδέες, για να διευρυνθεί δηλαδή η υποδεκτική βάση τους, επειδή ο χώρος του συμπαγούς και υπόδουλου ελληνισμού δεν προσέφερε ισχυρά προς τούτο ερείσματα, αλλά επειδή υπόδουλο και εν εξεγέρσει θεωρούνταν το σύνολο του ελληνισμού, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό και πολιτισμικό χώρο δράσης του.
Αυτός ο ελληνισμός λοιπόν είχε διαβεί από μερικές δεκαετίες πριν, τουλάχιστον τρεις, την πύλη μιας μετάβασης προς σχέσεις καπιταλιστικού τύπου και είχε αρχίσει να εντάσσεται, ακόμη πιο πριν, σ' αυτό που ήταν η ενιαία παγκόσμια καπιταλιστική αγορά· από δεκαετίες, αυτός ο ελληνισμός είχε παιδευθεί σε μια παιδεία σύγχρονη και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και είχε συμμετάσχει σ' αυτό που ήταν η έντονη πάλη των ιδεών και η διαμόρφωση νέων ιδεολογικών πλαισίων στην Ευρώπη· από δεκαετίες πριν, αυτός ο σύνολος ελληνισμός είχε αντιληφθεί πόσο μεγάλη αξία είχε η απελευθέρωση της σκέψης από τα ποικίλα δεσμά, αυτό ακριβώς που ήταν το περιεχόμενο της Ελευθερίας για τη νέα ευρωπαϊκή αντίληψη της εποχής.
Στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, η αναδιάταξη στην περιοχή των οικονομικών δραστηριοτήτων επέσυρε με γρήγορους ρυθμούς την αναδιάταξη και στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Μια αστική τάξη, με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών, που γεννήθηκε και ισχυροποιήθηκε στο πλαίσιο αυτών των αναδιατάξεων, αναδείχτηκε σε όχημα για την ταχύτερη προώθηση τους και σε κεντρικό σημείο αναφοράς για τη διεκδίκηση μιας νέου τύπου εξουσίας, γνωστής και αυτής στην Ευρώπη, όχι όμως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με διαφορετικά κοινωνικά και ιδεολογικά στηρίγματα, με διαφορετικές κατανομές, με διαφορετικό τρόπο ανάδειξης της και με διαφορετικό περιεχόμενο.
Αυτή η ελληνική αστική τάξη, όχι μόνο δεν αρνήθηκε πρότυπα και ρίζες, αλλά και επιδίωξε τη σύνδεση της μ' αυτά· η ελληνική αρχαιότητα πρόσφερε πλούσια και τα δύο και, επιπλέον, κάλυπτε και μέρος από τις πρακτικές επαναστατικές ανάγκες: κατά των Ασιανών βαρβάρων είχαν πολεμήσει και οι αρχαίοι πρόγονοι - πολιτισμό αξιοθαύμαστο και αστραφτερό είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει· φώτα είχαν και εκείνοι εκπέμψει στη σκέψη, στις επιστήμες και στις τέχνες· τη δημοκρατία είχαν οργανώσει. Εξάλλου, αυτή η αρχαιοελληνική πραγματικότητα έκανε στενότερες τις ιδεολογικές σχέσεις της ελληνικής αστικής τάξης με τις ευρωπαϊκές και της επέτρεπε να διεκδικεί απ' αυτές ανταποδοτικά την κοινή κληρονομιά και να συνδέεται αυτομάτως με την Ευρώπη, τον πολιτισμικό αντίποδα της Ασιανής βαρβαρότητας.
Σε αντίστοιχες διεργασίες, στο επίπεδο των αντιλήψεων και της παραγωγής ιδεολογίας, πρέπει να ανιχνευθεί και η παράκαμψη ενός άλλου προτύπου, του βυζαντινού: ο νέος ελληνικός κόσμος δεν ήταν δυνατό να στηριχθεί στο πρότυπο μιας θεοκρατικής εξουσιαστικής πραγματικότητας· ούτε σε φεουδαρχικού τύπου οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, σε δύο δηλαδή συστήματα παρόμοια με αυτά της οθωμανικής υπόστασης· πολύ περισσότερο που σε ευρωπαϊκή κλίμακα η φεουδαρχία και η θεόπεμπτη απόλυτη μοναρχία ήταν που έπρεπε να γκρεμιστούν, προκειμένου να ευδοκιμήσει ο δια και υπέρ των αστικών τάξεων καπιταλισμός..
Η προβληματική που παρουσιάζεται εδώ, ένα είδος πρότασης για την ερμηνευτική των πραγμάτων, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: οι προϋποθέσεις και οι όροι υποδοχής των ευρωπαϊκών ιδεών από τον όλο ελληνισμό στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της Προκήρυξης "μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος" ανιχνεύονται στις κοινωνικές αναδιατάξεις, στην περιοχή του ιστορικού, εν προκειμένω του υποδεκτικού, υποκειμένου· εννοείται, στο είδος, το εύρος και την ποιότητα των αναδιατάξεων. Και με άλλα λόγια: εάν αυτές οι ευρωπαϊκές ιδέες συνιστούν για την Ευρώπη το θεωρητικό βάθρο της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, προφανέστατα οι υποδεκτικές προϋποθέσεις του ελληνισμού ανιχνεύονται σε ανάλογου τύπου αναδιατάξεις και σε ανάλογα ή παράλληλα ζητούμενα της διχοτομημένης σε υπόδουλη και παροικιακή ελληνικής κοινωνίας.
Η ιστορική ύλη συνηγορεί υπέρ τέτοιων, δηλαδή καπιταλιστικού τύπου, αναδιατάξεων στους κόλπους του ελληνισμού. Η Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπως και άλλα παρόμοια κείμενα της στιγμής, προσθέτει στην ιστορική ύλη, συναιρώντας πολύμορφες μεταβολές, το κεντρικό αίτημα μιας εν εξεγέρσει 'συνειδητά εθνικής οντότητας και μιας, εν εξεγέρσει επίσης, υπόδουλης κοινωνίας: σύγχρονο εθνικό κράτος. Δηλαδή: αστικό κράτος, εντελώς διαφορετικό από το σουλτανικό, τροφοδοτούμενο από μια κοινωνία συνεχώς διαφοροποιούμενη από την οθωμανική και προωθητικό των αστικών σχέσεων στη λογική και στις πρακτικές του.
Ανάμεσα λοιπόν στις ευρωπαϊκές ιδέες, στις υποδεκτικές δυνατότητες του ελληνισμού και στα αιτήματα μιας αρξαμένης και εν εξελίξει επαναστατικής διαδικασίας, αναδεικνύεται μια συνάφεια, η συνάφεια του πολιτικού στα επίπεδα των αιτημάτων και των πραγματώσεων.