Μια παρατήρηση για την εγγενή «τάση ολοκληρωτισμού» του (κάθε) έθνους
(Με αφορμή την Προκήρυξη τον Α. Υψηλάντη)
του Γιάννη Μηλιού

1. Το έθνος

Οι πρόσφατες εξελίξεις στα Βαλκάνια, με τους εθνικούς πολέμους ανάμεσα στις εθνότητες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, την ανάδυση εθνικών συνειδήσεων και «λαών» που μέχρι πρόσφατα εθεωρούντο ανύπαρκτοι ή χαμένοι στο ιστορικό παρελθόν, όπως το έθνος των Μουσουλμάνων Βοσνίων Ερζεγοβινίων κ.λπ., έφερε ξανά στο πολιτικό και θεωρητικό προσκήνιο το «εθνικό ζήτημα» στην πρωτογενή του μορφή: Τι είναι το έθνος και μέσα από ποιες διαδικασίες συγκροτείται;

Στο θεμελιακό αυτό ερώτημα για τις κοινωνικές επιστήμες και ειδικότερα για τη μαρξιστική θεωρία επιχειρήσαμε να απαντήσουμε διεξοδικά στο παρελθόν (Γ. Μηλιός: «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1988, κυρίως σσ. 59-83). Το κύριο συμπέρασμα εκείνης της ανάλυσης ήταν ότι το έθνος αποτελεί τον «ιδανικό» ιστορικό τύπο ιδεολογικής πολιτιστικής παγίωσης της καπιταλιστικής εξουσίας. Επειδή μάλιστα η εξουσία αυτή αποτελεί ένα συνολικό σύστημα κοινωνικής (οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής) κυριαρχίας, με κατεξοχήν τόπο την οριζόμενη από τα κρατικά σύνορα «εθνική επικράτεια», θα πρέπει να συλλάβουμε το έθνος ως μια όψη αυτής της εξουσίας, εμφανιζόμενη κατ' ανάγκην παράλληλα και «ταυτόχρονα» με τις άλλες όψεις της:

Το (ελληνικό) έθνος με τη σύγχρονη του μορφή (ως κοινότητα γλώσσας και «μοίρας» που ενώνει ανθρώπους ακόμα και πέραν των ορίων του κράτους) δημιουργήθηκε και υπάρχει σαν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, της οποίας οι άλλες όψεις υπήρξαν η διεκδίκηση και κατάκτηση της πολιτικής κρατικής αυτοτέλειας και η κυριαρχία (στον ίδιο ιστορικό χώρο της κρατικής και εθνικής συγκρότησης) των κοινωνικών δυνάμεων του κεφαλαίου. Για να επαναλάβουμε μια διατύπωση του παρελθόντος: «Το έθνος αποτελεί την ιστορικά διαμορφωμένη ειδικά καπιταλιστική ενότητα (συνοχή) ανάμεσα στις ανταγωνιστικές τάξεις ενός κοινωνικού σχηματισμού (...), η οποία τείνει να ενοποιήσει το "εσωτερικό" - δηλαδή το εθνικό - και να το διαχωρίσει ή διαφοροποιήσει από το "εξωτερικό", δηλαδή το μη εθνικό» (Μηλιός, όπ.π. σελ. 71).

Η υπόσταση του έθνους ως όψης μιας ιστορικά συγκεκριμένης συνολικής καπιταλιστικής εξουσίας, σημαίνει ότι η αυτονομία του (της εθνικής ιδεολογίας και «ιδέας») από τις άλλες όψεις αυτής της εξουσίας είναι πάντα σχετική. Αυτή η «σχετικότητα» ερμηνεύει την ευκολία ενσωμάτωσης των απογόνων μεταναστών στο κράτος έθνος όπου μετανάστευσαν οι γονείς ή παππούδες τους, το σχηματισμό «νέων» εθνών, φαινομενικά «εκ του μηδενός», όταν δημιουργούνται νέα κράτη (το αμερικανικό έθνος), ή της μετάλλαξης τμήματος του πληθυσμού ενός έθνους σε «νέο έθνος», σαν αποτέλεσμα της συγκρότησης και μακρόχρονης ιστορικής ύπαρξης αυτού του τμήματος του εθνικού πληθυσμού σε ένα ξεχωριστό κράτος, έξω από τα σύνορα της «μητέρας πατρίδας» (η περίπτωση του αυστριακού έθνους, και όχι μόνο).1

2. Η «τάση ελευθερίας» και η «τάση ολοκληρωτισμού»

Η διαδικασία διαμόρφωσης και πολιτικής συγκρότησης ανεξαρτητοποίησης ενός έθνους, περιέχει από τη φύση της μια «τάση ελευθερίας»: Απελευθέρωση από μια Αυτοκρατορία ή πολυεθνική κρατική οντότητα, η οποία από ένα ιστορικό σημείο και μετά ενσαρκώνει το ασφυκτικό πλαίσιο εθνικής σκλαβιάς και εθνικής καταπίεσης που θέλουν να αποτινάξουν όσοι ανήκουν στο έθνος που ζητά την ανεξαρτησία του. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο η διαδικασία εθνικής ανεξαρτησίας συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την αμετάκλητη απόφαση μεγάλων λαϊκών μερίδων του προς ανεξαρτητοποίηση έθνους να κάνουν πράξη το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος», να θυσιάσουν τη ζωή τους προς χάριν της εθνικής ολοκλήρωσης σε ένα αυτοτελές εθνικό κράτος. Η «τάση ελευθερίας» νομιμοποιεί, άλλωστε, ως πολιτικά ορθή και αναγκαία τη θέση του Λένιν για υιοθέτηση από το αριστερό και εργατικό κίνημα του αιτήματος αυτοδιάθεσης κάθε έθνους.

Η τάση αυτή της ελευθερίας ήταν βεβαίως περισσότερο έντονη και προφανής στα πρώιμα εθνικά κινήματα του περασμένου αιώνα, όπως στην Επανάσταση του 1821: Τα κινήματα αυτά ήταν ταυτόχρονα κοινωνικές επαναστάσεις ενάντια στα «παλιά» (μη καπιταλιστικά) κοινωνικά καθεστώτα της εποχής, έκφραζαν τις επαναστατικές ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης στην ιστορικά πιο «προχωρημένη» τους μορφή: Εθνική αυτοδιάθεση, παράλληλα με την πολιτική δημοκρατία, τη θεσμική ισοπολιτεία και ισονομία, μια καθολική παιδεία ανεξάρτητη από την Εκκλησία και σύμφωνη με τις αρχές του Διαφωτισμού, την προτεραιότητα, ακόμα, της αρχής της δημοκρατίας έναντι της αρχής της νομιμότητας, κ.λπ. (βλ. τα άρθρα των ΕΓ Κρεμμυδά, θ. Σταυρόπουλου και Δ. Ξιφαρά σ' αυτό το τεύχος των «θέσεων»). Αυτός ήταν ο λόγος που τα κινήματα αυτά συνέγειραν τους αστούς διανοούμενους, ριζοσπάστες και επαναστάτες της εποχής σε όλο τον «πολιτισμένο» (αστικό) κόσμο, και τους έφερναν στην πρώτη γραμμή των ένοπλων εθνικών επαναστάσεων, κάτι που δεν συνάντησε ανάλογο του στον 20ο αιώνα (αν εξαιρέσει κανείς τα κινήματα ανατροπής του καπιταλισμού και ειδικότερα τις «Διεθνείς ταξιαρχίες» του ισπανικού εμφυλίου πολέμου).

Δίπλα όμως στην «τάση ελευθερίας», εξίσου εγγενής στη διαδικασία εθνικής συγκρότησης και στην υπόσταση κάθε έθνους, εμφανίζεται και μια άλλη τάση, την οποία προτείνω να ονομάσουμε «τάση ολοκληρωτισμού»: Πρόκειται για την τάση ομογενοποίησης του «εσωτερικού» της εθνικής επικράτειας, δηλαδή για την πολιτιστική εθνική ομογενοποίηση των πληθυσμών που βρίσκονται στο εσωτερικό αυτής της επικράτειας, και την υποταγή τους ως ένα ενιαίο σύνολο στους κανόνες και τις νόρμες της (νέας) ταξικής κυριαρχίας και εξουσίας. Μιας ταξικής εξουσίας, η οποία διαφορίζεται από άλλα όμορα συστήματα ταξικής εξουσίας με βάση τα ιδιαίτερα εθνικά της χαρακτηριστικά.

Η «τάση ολοκληρωτισμού» γίνεται, κατά τη γνώμη μου, εμφανής ακόμα και στα επαναστατικά κινήματα των αρχών του περασμένου αιώνα, και εύκολα νομίζω ότι μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στο ακόλουθο απόσπασμα της Προκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις 24.2.1821, που δημοσιεύεται σε προηγούμενες σελίδες του περιοδικού: «Ο Μωρέας, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτίναξη τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων». (Η υπογρ. δική μου Γ.Μ.)

Το απόσπασμα αυτό δεν αποτελεί προϊόν μιας προσωπικής εκτίμησης του συγγραφέα του, ούτε εντάσσεται στην πολιτική στρατηγική κάποιας ιδιαίτερης πτέρυγας της Επανάστασης. Εκφράζει, αντίθετα, την κοινή πεποίθηση εκείνων των ορθόδοξων διανοουμένων αλλά και εκείνων των λαϊκών μαζών της εποχής που είχαν έμπρακτα ταχθεί υπέρ του επαναστατικού αγώνα κατά του «παλιού καθεστώτος» (για τη διαμόρφωση μια σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας), και αναγκαστικά αντιλαμβάνονταν τον αγώνα αυτό ως εθνικό, αγώνα εθνικής απελευθέρωσης. Οι μάζες αυτές, όντας οι ίδιες προϊόν μιας εξελισσόμενης διαδικασίας μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων, εντοπίζονταν κυρίως στις νότιες, τις παράκτιες και ορισμένες ορεινές περιοχές της σημερινής Ελλάδας, και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως Έλληνες, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν ή τις ιδιαίτερες πολιτιστικές παραδόσεις τους (περίπτωση αλβανοφώνων στην Ύδρα, το Σούλι, περιοχές της Στερεάς, της Πελοποννήσου, και αλλού. Οι Κουντουριώτηδες, οι Μποτσαρέοι, κ.λπ., ήταν έτσι Έλληνες και όχι Αλβανοί, αν και ήταν αλβανόφωνοι).

Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Υψηλάντης καλεί, μεταξύ των άλλων, Σέρβους και Βουλγάρους να αγωνιστούν για την ελευθερία της «φίλης ημών Πατρίδος Ελλάδος», σε αρμονία με το πνεύμα των «Πατέρων» των, που θυσιάστηκαν στο Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες, «κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους (...) συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν» κ.λπ. (βλ. την Προκήρυξη «Μάχου. ..»). Άλλωστε, ανάλογες διατυπώσεις βρίσκουμε σ' όλα τα επαναστατικά κείμενα της εποχής. Ο Ρήγας δεν οραματιζόταν μια «βαλκανική ομοσπονδία», αλλά μια ελληνική αυτοκρατορία: Στον περίφημο «Όρκο κατά της τυραννίας και αναρχίας» έγραφε: «Βούλγαροι κι Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, Αράπιδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή, Για την ελευθερία να ζώσωμεν σπαθί (...) Οι Νόμοι σας προστάζουν, να βάλλεται φωτιά. Μ' εμάς και σεις Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί, Κατά της Τυραννίας, ριχθήτε με ορμή. Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί, Ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν ορμή» (Απ. Β. Δασκαλάκη, «Τα εθνεγερτικά τραγούδια του Ρήγα Βελεστινλή», εκδ. Βαγιονάκη, Αθήναι 1977, σελ. 4041). Ομοίως στο Σύνταγμα του Ρήγα, με τίτλο «Νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», ο συγγραφέας ορίζει τους χριστιανούς πολίτες του προς ίδρυση κράτους ως «λαό απόγονο των αρχαίων Ελλήνων». Αλλά και στην «Ελληνική Νομαρχία», Ανωνύμου του Έλληνος, έργο που εκδόθηκε το 1806, διαβάζουμε: «Το Οθωμανικόν βασίλειον εις την Ευρώπην διαιρείται εις τας ακολούθους δεκατρείς επαρχίας, δηλαδή Βλαχίαν, Μολδαβίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μπόσυαν, Βαλματίαν, Αλβανίαν, Ήπειρον, θεσσαλίαν, Λειβαδίαν, Πελοπόννησον, Μακεδονίαν και Ρούμελην. Οι κάτοικοι δε είναι σχεδόν δέκα οκτώ μιλλιούνια, μαζί με τους Νησιώτας του Αρχιπελάγους. Οι δε χριστιανοί προς τους Οθωμανούς, είναι ως το 115 προς το 29 (...) Τόσον πλήθος Ελλήνων, ω αγαπητοί, πώς άραγε να ζη;» («Ελληνική Νομαρχία», εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1977, σελ. 99, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Η «τάση ολοκληρωτισμού», η τάση εθνικής ομογενοποίησης όλων ανεξαίρετα των πληθυσμών της διεκδικούμενης επικράτειας και υπαγωγής τους στη νέα ταξική κυριαρχία η οποία βρίσκεται στη διαδικασία της κρατικής της συγκρότησης, είναι λοιπόν εγγενής ακόμα και στις πιο δημοκρατικές και φιλελεύθερες εκδοχές της αστικής εξουσίας (όταν η αστική τάξη καθοδηγεί τον ένοπλο αγώνα για ένα δημοκρατικό ανεξάρτητο εθνικό κράτος). Στην περίπτωση που εξετάσαμε, όλοι οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων βαπτίζονται Έλληνες, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, πολίτες της υπό διαμόρφωση Ελλάδας. Είναι προφανές ότι αυτό μπορεί να γίνει γιατί, απουσιάζουν ακόμη, την εποχή αυτή, οι αντίστοιχες διαδικασίες εθνικής κρατικής συγκρότησης των άλλων βαλκανικών λαών. Το κενό έρχεται να καταλάβει ο μόνος ήδη διαμορφωμένος εθνικισμός, ο ελληνικός.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η «τάση ολοκληρωτισμού», η τάση εθνικής ομογενοποίησης των πληθυσμών, δεν δρα μόνο «προς τα μέσα», στο εσωτερικό μιας πολιτιστικής γλωσσικής πληθυσμιακής ενότητας και των τυχόν «μειονοτήτων» που βρίσκονται στο έδαφος όπου αυτή ζει. Δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στο εσωτερικό μιας γλωσσοπολιτιστικής εθνότητας η οποία μετεξελίσσεται σε έθνος με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Δρα ταυτόχρονα και «προς τα έξω», επιδιώκει να επεκταθεί παντού όπου δεν βρίσκει ικανή (εθνική) αντίσταση, να ενσωματώσει και να ομογενοποιήσει κάθε άλλη εθνότητα, υπάγοντας την στην προοπτική της εθνικής κρατικής συγκρότησης της κυρίαρχης εθνότητας.

Εγγενής, λοιπόν, της κρατικής συγκρότησης είναι τόσο η τάση εθνικής ομογενοποίησης της επικράτειας όσο και ο εδαφικός επεκτατισμός, η τάση για επέκταση των ορίων του προς εθνική ομογενοποίηση εδαφικού χώρου. Με άλλη διατύπωση, θα λέγαμε ότι η «τάση ολοκληρωτισμού» δεν περιέχει μόνο μια εσωστρεφή ροπή (εθνική εξομάλυνση ομογενοποίηση), αλλά και μια εξωστρεφή ροπή, τον εθνικιστικό επεκτατισμό. Η «ιστορία» (ο προαιώνια «εθνικός χαρακτήρας» του διεκδικούμενου ή αμφισβητούμενου εδάφους), αλλά και η ύπαρξη εθνικών πληθυσμών ή μειονοτήτων αρκούν για να θρέφουν την εξωστρεφή αυτή ροπή της «τάσης ολοκληρωτισμού», ακόμα και όταν η επικράτηση της δεν είναι πλέον ιδιαίτερα πιθανή. Η εθνική συγκρότηση ενός λαού περνάει έτσι μέσα από την εθνικιστική σύγκρουση (που δεν είναι απαραίτητο να φθάνει πάντα μέχρι τον πόλεμο), καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τη διαδικασία ομογενοποίησης επέκτασης που επιχειρεί το γειτονικό ή το κυρίαρχο έθνος. Η ιστορία του ελληνικού κράτους από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της τη σύγκρουση με τους αναδυόμενους εθνικισμούς των άλλων βαλκανικών λαών, και ιδίως το βουλγαρικό εθνικισμό. Μέσα σε δυο ή τρεις δεκαετίες το απόσπασμα της Προκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που πιο πάνω παραθέσαμε, μετατράπηκε από προσκλητήριο αγώνα σε παραδοξολογία.

Αν στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και πολύ αργότερα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ως κύρια πλευρά των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης εμφανιζόταν η «τάση ελευθερίας», σήμερα η «τάση ολοκληρωτισμού» φαίνεται να έχει κερδίσει τόσο έδαφος, ώστε να καθιστά σε ορισμένες περιπτώσεις δυσδιάκριτη την «τάση ελευθερίας» (όπως στους πολέμους ανάμεσα στα έθνη της πρώην Γιουγκοσλαβίας).

Σε κάθε περίπτωση είναι πάντως περισσότερο σημαντικό να αντιληφθούμε, πως όταν η διαδικασία συγκρότησης του εθνικού κράτους ολοκληρωθεί, μετά δηλαδή την περιπόθητη εθνική ανεξαρτησία, η «τάση ολοκληρωτισμού» εγκαθίσταται ως η κυρίαρχη όψη των ιδεολογικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας. Ας κλείσουμε αυτό το σημείωμα με μια φράση του Νίκου Πουλαντζά: «Τα περιφράγματα που συνεπάγεται η συγκρότηση του σύγχρονου λαού έθνους δεν είναι τόσο τρομερά παρά μόνο επειδή είναι ταυτόχρονα κομμάτια μιας υλοποιημένης και κεφαλαιοποιημένης από το κράτος ιστορίας. Οι γενοκτονίες είναι απεκβολές αυτών που γίνονται "ξένα σώματα" μέσα στο εθνικό έδαφος και στην εθνική ιστορία, αποκλεισμοί έξω από τον χώρο και έξω από τον χρόνο (...) Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι μια σύγχρονη επινόηση και με την έννοια ότι τα συνοριακά δίφρακτα κατεβάζονται και για τους "αντεθνικούς", που είναι χρονικά μετέωροι, σε εκκρεμότητα εθνικής ιστορικότητας» (Ν. Πουλαντζά: «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», εκδ. θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ. 164).

16.11.92

* Ανακοίνωση του συγγραφέα στο ΣΥΝΕΔΡΙΟ: "ΕΥΡΩΠΗ, ιδέες, συλλογικές νοοτροπίες και πραγματικότητες", ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 24-28.9.1992

1: Για τα θεωρητικά ζητήματα που θίγονται εδώ βλ. επίσης τη σχετική αρθρογραφία στα τεύχη 25, 38 & 39 των «Θέσεων»