Μέρος Α'
Κάθε ιστορία είναι συνάμα και σύγχρονη ιστορία
Ιστορία, επιστήμη τον παρελθόντος, επιστήμη τον παρόντος
Lucien Febvre
«... μια και, όπως λέει ο Vico, η ανθρώπινη ιστορία διαφέρει από τη φυσική ιστορία ως προς το εξής: την πρώτη την κατασκενάζουμε, όχι όμως και τη δεύτερη».
Karl Marx, Το Κεφάλαιο, τομ. Ι, σελ. 387
1. Εισαγωγή
Όταν πριν από μερικά χρόνια τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης μας βομβάρδιζαν καθημερινά με εικόνες και πληροφορίες από τη διαδικασία κατάρρευσης των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, ολόκληρη η ανθρωπότητα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Ακριβώς τις ίδιες στιγμές οι εγκέφαλοι του νεοσυντηρητισμού και οι ιδεολόγοι της νέας τάξης επεξεργάζονταν και διατύπωναν τις θεωρητικές τους θέσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ακολουθώντας την τακτική όλων των κυρίαρχων τάξεων που αισθάνθηκαν για μια στιγμή πανίσχυρες στην πορεία της ιστορίας επιχείρησαν να αποδείξουν ότι το σημερινό κοινωνικό σύστημα είναι αιώνιο και τέλειο. Σύμφωνα με τις απόψεις τους ο καπιταλισμός δεν αποτελεί απλά το ιστορικό στάδιο πραγμάτωσης της ανθρώπινης ελευθερίας αλλά είναι και η τελική μορφή ανθρώπινης κοινωνίας. Ακραία έκφραση αυτών των αντιλήψεων και ο πολύς Francis Fukuyama, υπάλληλος του τμήματος Προπαγάνδας του αμερικανικού Πενταγώνου, ο οποίος ανέλαβε, μέσα από το βιβλίο του The End of History and the Last Man, να αποδείξει το τέλος της ιστορίας «δια της ιστορίας».
Βέβαια είναι γνωστό ότι η απόπειρα μετατροπής της αμετροέπειας και του φανφαρονισμού σε επιστήμη κρύβει πολλούς κινδύνους που προέρχονται κατά κύριο λόγο από την ίδια την πραγματικότητα. Έτσι και εδώ η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η ιστορία για να επιβεβαιώσει το τέλος της δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς. Η αναβίωση των ποικίλων εθνικισμών σε διάφορες περιοχές του πλανήτη έφερε στα ήσυχα λιβάδια της Pax Americana την αταξία και παράλληλα ναρκοθέτησε τα έτσι κι αλλιώς σαθρά θεμέλια των θεωριών που επαγγέλονταν το τέλος της ιστορίας. Εκτός ίσως από τον κύριο Ανδριανόπουλο - που αποκαλύπτει αξιοθαύμαστη πίστη μεσαιωνικού καλογήρου στις απόψεις Fukuyama - όλοι οι άλλοι αρχικοί υποστηρικτές αυτών των θεωριών έσπευσαν να απομακρυνθούν διακριτικά, αντιλαμβανόμενοι ότι η ιστορία όχι μόνο δε σταμάτησε αλλά βρίσκεται στη φάση που αρχίζει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και συναρπαστικά κεφάλαια της. Οι πλέον οξυδερκείς εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων γρήγορα αντιλήφθηκαν όχι μόνο ότι η ιστορία συνεχίζεται αλλά και ότι η επιστήμη της ιστορίας μπορεί να γίνει ένα αρκετά αποτελεσματικό μέσο για τη θεμελίωση των επιδιώξεων τους, δηλαδή των «εθνικών δικαίων».
Παρόμοια είναι η κατάσταση που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό και στην Ελλάδα. Όλο και πιο συχνά οι πολιτικοί γίνονται ιστορικοί ενώ παράλληλα οι ιστορικοί καλούνται να ερμηνεύσουν την πολιτική και να συνδράμουν κι αυτοί στην απόδειξη των έτσι κι αλλιώς αυταπόδεικτων «εθνικών αληθειών». Με αφετηρία τα ιδεολογικά σχήματα του ελληνισμού που πάντα είναι αδικημένος και πάντα καταδιώκεται οι ποικιλώνυμοι χρήστες και καταχραστές της ιστορίας καλούν το έθνος σε μια νέα «επιστημονική» σταυροφορία που θα σαρώσει τα ψεύδη της «άλλης πλευράς» και θα εξασφαλίσει για την «εθνική αλήθεια» το καθεστώς της μοναδικής αυθεντίας. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο ρόλος της ιστορίας από τον Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο, καθηγητή της ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ο τελευταίος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (6.8.1991) θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας «εθνικής στρατηγικής» την επιστημονική έρευνα της ιστορίας των βαλκανικών λαών: «Αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι διαθέτουμε εθνική πολιτική, τότε πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία των βαλκανικών λαών, με τους οποίους συμβιώνουμε. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει την ιστορική εξέλιξη των βαλκανικών λαών...;» Αμέσως μετά όμως η αλήθεια και η σπουδαιότητα της παραπάνω παρατήρησης έρχονται να εκμηδενισθούν από τον ίδιο το συγγραφέα ο οποίος τονίζει με απόλυτα καταφατικό τρόπο: «Το Κυπριακό, το "Μακεδόνικο", το θρακικό δεν είναι μόνο πολιτικά ζητήματα, είναι και πνευματικά - πολιτιστικά και των οποίων η ανάλυση και η ενδελεχής διερεύνηση αποδεικνύει ακριβώς τη διαχρονική ενότητα και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού (Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νεότερος Ελληνισμός)». Χρειάζεται λοιπόν «η ενδελεχής διερεύνηση» για να αποδειχθεί κάτι που έτσι ή αλλιώς εμείς οι Έλληνες το γνωρίζουμε: η συνεχής και κυριαρχική παρουσία του ελληνισμού στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής από καταβολής κόσμου. Να λοιπόν μπροστά μας η χρήση και η κατάχρηση της ιστορίας.
Το παράδειγμα αυτό αν και είναι από τα πιο ενδεικτικά δεν είναι φυσικά ούτε το πρώτο ούτε και το μοναδικό. Η ιστορία της ιστοριογραφίας από τα αρχαία κιόλας χρόνια έχει να επιδείξει ποικίλες περιπτώσεις ιστορικών που η ενασχόληση τους με την ιστορία αποσκοπούσε περισσότερο στη θεμελίωση κάποιων εκ προοιμίου γνωστών συμπερασμάτων παρά στην αναζήτηση απλά και μόνο της αντικειμενικής αλήθειας. Είναι συχνότατες εκείνες οι περιπτώσεις στις οποίες η ιστορική ανάλυση είναι περισσότερο επηρεασμένη από την πραγματικότητα του ιστορικού παρά από την πραγματικότητα των γεγονότων. Το έργο του ιστορικού διαποτίζεται από τις κοσμοθεωρητικές συλλήψεις του καιρού του και η οπτική του προσδιορίζεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, από τις αντιλήψεις της εποχής του. Είναι πια παραδεκτό απ' όλους τους ιστορικούς που σέβονται τον εαυτό τους ότι οι μεθοδολογικές αρχές και η προβληματική μιας επιστήμης που ασχολείται με το παρελθόν έχουν τις ρίζες τους στο παρόν, στο εκάστοτε παρόν. Κάθε προσπάθεια ανάπλασης του παρελθόντος αντανακλά όχι μόνο τη δομή του πνεύματος του ιστορικού αλλά και την περιρρέουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Από την άλλη πάλι η μελέτη του παρελθόντος δεν είναι ένας απλός δέκτης επιρροών αλλά τροφοδοτεί και η ίδια τις θεωρητικές και ιδεολογικές συγκρούσεις του εκάστοτε παρόντος επιδρώντας έτσι ουσιαστικά στη διαμόρφωση του ιδεολογικού τοπίου κάθε εποχής.
Έτσι λοιπόν αυτή η εποχή της εθνικής μισαλλοδοξίας και του εθνικιστικού φανατισμού που ζούμε σήμερα προσφέρει τα κίνητρα για μια προσπάθεια διερεύνησης των πηγών της νεότερης ελληνικής ιστοριογραφίας. Ο τρόπος συγκρότησης της νεοελληνικής ιστορίας, οι προσπάθειες να κατασκευαστεί μια ελληνική ιστορία καθώς και η καθοριστική συμβολή του Κωνσταντίνου Παππαρηγόπουλου θα αποτελέσουν το αντικείμενο της προσπάθειας που ακολουθεί. Βασική υπόθεση εργασίας την οποία θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε είναι η εκτίμηση ότι η διαμόρφωση της ελληνικής ιστορίας κατά τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα «η θεωρία των τριών σταδίων» έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε στο έργο του Παπαρρηγόπουλου δεν αποτελεί απλά και μόνο την κατάληξη των προσωπικών αναζητήσεων ορισμένων ιστορικών. Η θεωρία της «ακατάλυτης συνέχειας του ελληνισμού» έρχεται να εδραιώσει τη συνείδηση ενός ενιαίου ελληνικού έθνους και να τεκμηριώσει θεωρητικά την ελπίδα δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους που θα συνένωνε τα διάσπαρτα τμήματα του. Με αυτή την έννοια αντανακλά άμεσα τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και αποτελεί έκφραση της ιδεολογίας της, κατάφαση και θεωρητική κατοχύρωση των επιδιώξεων της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
2. Οι προεπαναστατικές διαφοροποιήσεις
Οι διαφοροποιήσεις που συντελούνται στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την προεπαναστατική περίοδο και η διαμόρφωση των βάσεων της νεοελληνικής ιστορίας είναι δύο ζητήματα που συνδέονται. Οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που δρομολογούνται από τα τέλη του 11ου αίωνα αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θα συντελεστούν ανάλογοι ιδεολογικοί αναπροσανατολισμοί εξαιρετικής σπουδαιότητας. Η αναλυτική αναφορά στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές ξεφεύγει έτσι κι αλλιώς από τη δική μας διαπραγμάτευση. Έτσι θα είμαστε σύντομοι, όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον στις αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της ιδεολογίας. Η αναζήτηση και ο εντοπισμός των αιτημάτων που προβάλλει η ανερχόμενη αστική τάξη θα μας βοηθήσει να εξηγήσουμε και την ταυτόχρονη στροφή προς τα ιστορικά ενδιαφέροντα. Η αστική τάξη επιδιώκει την όσο το δυνατόν ταχύτερη δημιουργία ενός νέου κράτους. Η ιστορία λοιπόν μπορεί να «τεκμηριώσει» την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου κράτους, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ιδεολογική θεμελίωση του και έχει τέλος τη δυνατότητα να «επισημοποιήσει» τις όποιες εδαφικές του επιδιώξεις και διεκδικήσεις στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
2.1. Οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές
Στα τέλη του Που αιώνα αρχίζουν να συντελούνται στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σημαντικές αλλαγές. Ο τερματισμός μιας μακράς περιόδου κατακτητικών πολέμων κατά της Δύσης σε συνδυασμό με τις αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώνονται από ορισμένους τοπικούς διοικητές (πασάδες), ειδικά στα ανατολικά του κράτους, σηματοδοτούν την έναρξη μιας περιόδου κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα πλαίσια αυτής της μακρόχρονης και σύνθετης κρίσης λαμβάνουν χώρα πολλοί και διαφορετικοί μετασχηματισμοί οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα.1 Η μετατόπιση του εξαγωγικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας από τις ανατολικές στις δυτικές περιοχές, η σχετική «φιλελευθεροποίηση» του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού και η παραχώρηση στους «απίστους» του δικαιώματος να καταλαμβάνουν ανώτατα κρατικά αξιώματα, οι διαφοροποιήσεις των λειτουργιών των ορεινών και παράκτιων κοινοτήτων, ειδικά του νοτιοβαλκανικού χώρου, είναι τα σημαντικότερα στοιχεία της νέας εποχής που ανατέλλει.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί που συντελούνται καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα με κλιμακούμενη ένταση έχουν ως άμεση συνέπεια ανάλογες διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα η μετατόπιση των κέντρων του εξαγωγικού εμπορίου από τις ανατολικές στις δυτικές περιοχές της Αυτοκρατορίας έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός στρώματος χριστιανών εμπόρων, οι οποίοι παίρνουν στα χέρια τους ένα αξιόλογο τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές εμπορικές σκάλες του οθωμανικού κράτους. Οι έμποροι αυτοί, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι Έλληνες στην καταγωγή, υιοθετούν γρήγορα την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα του Πατριαρχείου, τη γλώσσα πολλών κυβερνητικών αξιωματούχων, τη μοναδική από τις ομιλούμενες στην Αυτοκρατορία γλώσσες στην οποία τυπώνονται ήδη βιβλία.2 Οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές οδηγούν στη διαφοροποίηση και των τρόπων έκφρασης των εσωτερικών αντιθέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλο και περισσότερο οι διάφορες αντιθέσεις παύουν να βρίσκουν την ακριβή τους έκφραση στο χώρο της θρησκευτικής διαφοράς, της διαφοράς θρησκευτικής πίστης. Το αντιθετικό σχήμα «χριστιανοί - μουσουλμάνοι» αρχίζει σε ορισμένες περιπτώσεις να περνά σε δεύτερη μοίρα και η έκφραση των αντιθέσεων παίρνει τη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στον «εκσυγχρονισμό», που χρησιμοποιείται ως οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό αίτημα από την ανερχόμενη αστική τάξη και την «καθυστέρηση» που εκφράζεται μέσα από τις δομές και τα χαρακτηριστικά του οθωμανικού καθεστώτος. Οι σημαντικές οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσει το ελληνόφωνο εμπορικό στοιχείο με τη Δύση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και οικονομικού χώρου που προσανατολίζεται πολύ περισσότερο προς τη Δυτική Ευρώπη παρά προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτές οι στενές σχέσεις που διαμορφώνει η νέα εμπορική αστική τάξη με τη Δυτική Ευρώπη γίνονται με τον καιρό ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς το περιεχόμενο τους δεν είναι σε καμιά περίπτωση αποκλειστικά και μόνο οικονομικό.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή γενικής ανόδου του αστισμού και τα ανερχόμενα εμπορικά στρώματα, που αποτελούν τους φορείς των νέων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και της νέας ιδεολογίας, αρχίζουν να αναζητούν την εθνική τους ταυτότητα. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια η νέα εμπορική αστική τάξη του οθωμανικού κράτους αποτελεί ιδιαίτερα ευαίσθητο δέκτη των ριζοσπαστικών πολιτικών μηνυμάτων που έρχονται από τη Δύση. Κάτω από το βάρος των αλλαγών που συντελούνται μέσα στην ίδια την Αυτοκρατορία καθώς και των επιδράσεων από τη Δύση η ανάπτυξη της ελληνόφωνης εμπορικής αστικής τάξης σηματοδοτεί μια νέα φάση παρουσίας του ελληνικού στοιχείου η οποία αρχίζει κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τερματίζεται με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης. Ένα από τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιεί αυτή τη νέα φάση από το παρελθόν είναι το ότι αξιόλογα τμήματα του ελληνόφωνου πληθυσμού παύουν πια να ταυτίζονται απόλυτα με τον παραδοσιακό ορθόδοξο χριστιανισμό και στη νέα πολιτιστική ταυτότητα που αρχίζουν να διαμορφώνουν σημαίνοντα ρόλο παίζουν τα καθαρά κοσμικά στοιχεία. Τα τμήματα του ελληνόφωνου πληθυσμού στα οποία οι αλλαγές αυτές καταγράφονται με μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια είναι φυσικά τα εμπορικά στρώματα των αστικών κέντρων. Η αναζήτηση μιας «κοσμικής» εθνικής ταυτότητας καθώς και τα πολιτικά εθνικιστικά κινήματα που εκδηλώνονται αυτή την εποχή στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαρτυρούν σαφείς επιδράσεις από την ανάλογη πραγματικότητα της Δυτικής Ευρώπης.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια δε μοιάζει καθόλου παράξενη στον προεπαναστατικό ελλαδικό χώρο η παρουσία ενός εθνικιστικού ρεύματος. Η εμπορική αστική τάξη ενδιαφέρεται έντονα για μια νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης η οποία όχι μόνο θα οδηγήσει στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, αλλά θα αποτελέσει και την αφετηρία μιας «ευρωπαϊκού τύπου» αστικής κοινωνίας. Η διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού γίνεται λοιπόν, από ένα σημείο και έπειτα, όρος απαραίτητος για τη νέα αστική τάξη καθώς είναι πια φανερό ότι μόνο μια τέτοια πολιτική εξουσία μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για την πολιτική της απελευθέρωση και τη σταθερή της οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, οι οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις στην ύπαιθρο, και πρώτα απ' όλα η αποσύνθεση του ασιατικού - κοινοτικού συστήματος και η έμμεση υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο, επέτρεψαν τη διάδοση των νέων επαναστατικών ιδεών και στους αγροτικούς πληθυσμούς των νοτιοελλαδικών (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα) και παράκτιων περιοχών (Γ. Μηλιός 1988, σελ. 177-191).
2.2. Νεοελληνικός Διαφωτισμός και νέοι προσανατολισμοί της ιστορικής σκέψης
Στενά συνδεδεμένοι με τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι και οι ανάλογοι ιδεολογικοί αναπροσανατολισμοί που αρχίζουν να διαφαίνονται. Η συστηματική μορφοποίηση των νέων τάσεων στο χώρο της ιδεολογίας εκφράζεται κυρίως μέσα από το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Το κίνημα αυτό έρχεται να εκφράσει και να επεξεργαστεί στο χώρο της παιδείας, της ιδεολογίας και της κοινωνικής κριτικής τις επιδιώξεις και τις αντιλήψεις που είχαν για τον κόσμο εκείνες οι νέες κοινωνικές ομάδες που εμφανίστηκαν με μεγάλο δυναμισμό στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον 18ο αιώνα. Μ' άλλα λόγια ο νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ένα κίνημα που ενισχύεται κατά κύριο λόγο από εκείνες τις δυνάμεις που αισθάνονται να ασφυκτιούν μέσα στα πλαίσια του θεοκρατικού αυταρχικού καθεστώτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοναδική διέξοδος που βρίσκουν αυτές οι νέες δυνάμεις είναι η έντονη και συστηματική αμφισβήτηση όλων των πλευρών της παραδοσιακής πραγματικότητας. Το νέο αυτό κίνημα θέλει να επιβάλει νέα συστήματα αξιών, νέα συστήματα παιδείας και τελικά - το πιο επικίνδυνο για το οθωμανικό καθεστώς - ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, το σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η εμφάνιση του Διαφωτισμού ταυτίζεται με την εμφάνιση, ουσιαστικά για πρώτη φορά με συνοχή και με συνέχεια μέσα στο χρόνο, ισχυρότατων πιέσεων που τείνουν προς την ανατροπή του συστήματος των παραδοσιακών αξιών καθώς και της παραδοσιακής ιδεολογίας. Αυτή την εποχή έχουμε για πρώτη φορά μια συλλογική και οργανωμένη προσπάθεια να αποδεσμευτεί η νεοελληνική σκέψη από τη θεολογική παράδοση και την εκκλησιαστική αυθεντία, για να τραπεί προς την ελεύθερη έρευνα του φυσικού κόσμου, της κοινωνίας και της ιστορίας.
Το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού ενστερνίζεται την αφετηριακή θέση του αντίστοιχου ευρωπαϊκού κινήματος και πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να εξελιχθεί και κατά συνέπεια ανάλογο δρόμο μπορεί να ακολουθήσει και η ανθρώπινη κοινωνία. Υιοθετώντας τις εκτιμήσεις του Φίλιππου Ηλιού (Φ. Ηλιού 1978) θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νεωτεριστική - κριτική δραστηριότητα του νεοελληνικού Διαφωτισμού οργανώνεται και εκφράζεται σε τέσσερα επίπεδα.
Άρνηση της παραδοσιακής παιδείας και ιδεολογίας. Σύμφωνα με τους διαφωτιστές η παιδεία που ελέγχεται από την εκκλησία δημιουργεί, στηρίζει και αναπαράγει τη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις. Η ελεγχόμενη από την εκκλησία παιδεία σε συνδυασμό με την κυρίαρχη κρατική ιδεολογία βυθίζουν το λαό στην αμάθεια με απώτερο σκοπό την καλύτερη εκμετάλλευση του.
Αναπροσανατολισμός της ελληνικής παιδείας και κυρίως αποκληρικοποίησή της. Αυτό πρακτικά σημαίνει τον περιορισμό έως και την εξαφάνιση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και την αντικατάσταση της από τη μελέτη της αρχαίας παράδοσης. Η διδασκαλία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων δίνει στους διαφωτιστές τη δυνατότητα να μιλήσουν για την αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος και παράλληλα να καλλιεργήσουν στους μαθητές τους ένα νέο κοινωνικό πρότυπο, τον ελεύθερο άνθρωπο πολίτη. Όλα αυτά σημαίνουν απομάκρυνση από τα εκκλησιαστικά δόγματα και στροφή προς την ελεύθερη παρατήρηση της φυσικής αλλά και της κοινωνικής ιστορικής πραγματικότητας.
Εθνική απελευθέρωση. Οι διαφωτιστές υποστηρίζουν εμφατικά την ανάγκη εθνικής απελευθέρωσης και θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου την εισαγωγή νέων, δημοκρατικών ιδεών και την καλλιέργεια της δημοκρατικής παιδείας.
Κοινωνική κριτική και κοινωνική απελευθέρωση. Το πιο ριζοσπαστικό πολιτικά τμήμα των διαφωτιστών, πέρα από τις παραπάνω θέσεις, ασκεί και έντονη κοινωνική κριτική εναντίον εκείνων των ομάδων Ελλήνων που έχουν ταυτιστεί με το οθωμανικό καθεστώς. Τίθεται έτσι άμεσα το πρόβλημα της ανακατανομής της εξουσίας μέσα στις ελληνικές κοινότητες, όσο αυτές λειτουργούν στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους, αλλά παράλληλα προβάλλεται για το μέλλον ένα σχέδιο δημοκρατικής πολιτείας η οποία θα είναι θεμελιωμένη στις αρχές της αστικής ισότητας και της δημοκρατίας. Ειδικά κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα πριν από την επανάσταση, οπότε και εντείνονται οι ιδεολογικές συγκρούσεις στα πλαίσια της υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας, το κίνημα του Διαφωτισμού σφραγίζεται από τη φυσιογνωμία και τις απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή. Διαφοροποιημένος τόσο από την κατεστημένη συντηρητική ιδεολογία της εποχής του όσο και από το ρεύμα του πολιτικού ριζοσπαστισμού ο Κοραής γίνεται ο βασικός εκφραστής της ιδεολογίας του πολιτικού φιλελευθερισμού, στα πλαίσια του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Η βαθιά τομή που έρχεται να χαράξει το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού έχει ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, και μια νέα ώθηση στη μελέτη της ιστορίας, ένα φαινόμενο που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό λίγο πριν και κυρίως μετά το 1750. Χρειάζεται εδώ να τονίσουμε με την απαιτούμενη έμφαση ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η συστηματική διδασκαλία της ιστορίας, στα πλαίσια του ασφυκτικά ελεγχόμενου από την εκκλησία εκπαιδευτικού συστήματος, ήταν κάτι το ουσιαστικά άγνωστο. Τα μόνα στοιχεία ιστορικής παιδείας που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας εντοπίζονται στη διδασκαλία ορισμένων αρχαίων ιστοριογράφων και κάποιων μεταγενέστερων χρονογράφων. Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις το διδασκαλικό ενδιαφέρον εντοπίζεται περισσότερο στη μελέτη των μορφικών χαρακτηριστικών του κειμένου παρά στη μελέτη του ιστορικού του περιεχομένου. Η προσοχή περιορίζεται μάλλον στη χρησιμοποίηση των ιστορικών κειμένων για την ολοκλήρωση της γλωσσικής καλλιέργειας παρά στην καθεαυτό μελέτη της ιστορίας. Βρισκόμαστε ακόμα σ' εκείνη τη φάση που η γραμματική είναι το μοναδικό διδακτικό αντικείμενο αλλά ίσως και η μοναδική σοφία των δασκάλων της εποχής.
Σε αντίθεση μ' αυτή την κατάσταση οι εκπρόσωποι του νεοελληνικού Διαφωτισμού μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο νέες αντιλήψεις όσον αφορά την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα. Βασικό στοιχείο αυτών των νέων επιστημονικών ενδιαφερόντων που εισάγει ο Διαφωτισμός είναι και η στροφή προς την ιστορική μελέτη της κοινωνίας. Δεν είναι όμως μόνο οι ιδεολογικές επιδράσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που προκαλούν την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για την ιστορία. Το ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα της εποχής επιδρά έντονα και ωθεί τις επιστημονικές αναζητήσεις προς την ίδια κατεύθυνση. Η Γαλλική Επανάσταση με τις συνέπειες της και κυρίως η ανάπτυξη του εθνικισμού αποτελούν βασικές αιτίες του νέου αυτού προσανατολισμού και του έντονου ενδιαφέροντος για τη μελέτη της ιστορίας. Αυτή ακριβώς την εποχή η ιστορία γίνεται ένας από τους βασικούς χώρους μέσα στους οποίους οι εθνότητες αναζητούν αποδείξεις και τεκμήρια που να δικαιολογούν τις όποιες «εθνικές» φιλοδοξίες, είτε αυτές συνίστανται στη διασφάλιση των συνόρων κάποιου νέου κράτους και άρα στην εθνική εδραίωση, είτε αποσκοπούν στον επεκτατισμό και την κατάκτηση νέων εδαφών. Όποιος από τους παραπάνω κι αν είναι ο βασικός σκοπός, η μνήμη των τιμημένων προγόνων και η ένδοξη εθνική καταγωγή είναι σε θέση. να τον εξυπηρετήσει.
Οι νέες ιδέες που φέρνει μαζί του ο Διαφωτισμός αρχίζουν σταδιακά να ισχυροποιούνται, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον για τη μελέτη και τη συγγραφή της ιστορίας να γίνεται όλο και πιο έντονο. Οι μαθητές ζητούν να σπουδάσουν την ιστορία αλλά συχνά ακόμα και οι πιο ικανοί από τους παλιούς δασκάλους αποδεικνύονται μάλλον ανεπαρκείς με κριτήριο τις απαιτήσεις της νέας εποχής. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το επεισόδιο που διασώζει και αναφέρει ο Κ.θ. Δημαράς (Κ.θ. Δημαράς 1986, σελ. 42). Λίγο πριν το 1784 «λέγεται ότι οι μαθηταί του μακαρίτου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου εζήτησαν να παραδοθούν τον επιτάφιον λόγον του Λυσίου, αλλ' εκείνος ο σεβάσμιος ανήρ το απέφυγε, λέγων την αλήθειαν ότι δεν δύναται να παραδώση τον λόγον εκείνον, όστις τω όντι είναι αδύνατον να εννοηθή άνευ ιστορίας». Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Καυσοκαλυβίτης, ένας από τους σοφούς γραμματικούς της εποχής, δε διστάζει να ομολογήσει μπροστά στους μαθητές του την ανεπάρκεια του να διαπραγματευτεί ένα αρχαίο κείμενο που απαιτεί και ανάλογες ιστορικές γνώσεις.
Είναι φανερό ότι οι νέες τάσεις που φέρνει μαζί του ο Διαφωτισμός είναι πια αρκετά ισχυρές. Αν και θα ήταν σίγουρα υπερβολικό να πούμε ότι αυτές οι νέες τάσεις έχουν κυριαρχήσει, ωστόσο στα τέλη του 18ου αιώνα η σχολαστική προσήλωση στους τύπους της γραμματικής και η αδυναμία ενασχόλησης με ζητήματα που αφορούν την ιστορία και απαιτούν ανάλογο ιστορικό γνωστικό υπόβαθρο αποτελούν πια παρελθόν. Ο Αδαμάντιος Κοραής διακηρύσσει τώρα ότι προέχει η εθνική μνήμη και ο ίδιος προσπαθεί να εδραιώσει την παρουσία των αρχαίων Ελλήνων μέσα στα πλαίσια της νέας ελληνικής συνείδησης που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Ο έντονος τρόπος με τον οποίο οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού ασκούν κριτική στις ενασχολήσεις των σοφών της εποχής φαίνεται από την εκτίμηση του Κοραή ότι «περισσότερον ήθελ' ωφελήσει το γένος σήμερον όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικός». Λίγο αργότερα ένας άλλος οπαδός των νέων ιδεών, ο Γρηγόριος Παλιουρίτης θα υπογραμμίσει τη σημασία που έχει η ενασχόληση με την ιστορία, λέγοντας ότι «τα Γραμματικά καλά και αναγκαία είναι, αλλά χωρίς την Ιστορίαν, ου μόνον είναι γυμναί λέξεις, αλλά και επιπονέστερα εις τους σπουδάζοντας», ενώ παράλληλα θα υπογραμμίσει την «ολίγην χρήσιν, την οποίαν εις τα σχολεία έχομεν, της προγονικής Ιστορίας». Βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η έντονη έφεση προς τα ιστορικά ενδιαφέροντα σημειώνεται λίγο πριν την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης και ταυτίζεται με την κορύφωση του κινήματος του Διαφωτισμού.
Οι διαφοροποιήσεις που περιγράψαμε παραπάνω αντανακλώνται μ' ένα ξεχωριστό τρόπο και στην ελληνόγλωσση βιβλιοπαραγωγή της περιόδου. Το 1750 κυκλοφορεί η ελληνική έκδοση της «Ιστορίας του Ρολλίνου». Το γεγονός είναι πολύ περισσότερο σημαντικό από την απλή έκδοση ενός βιβλίου, γιατί σηματοδοτεί την έναρξη μιας κίνησης που θα απομακρύνει σταδιακά την ελληνική ιστορική σκέψη από τους έντονα θρησκευτικούς προσδιορισμούς της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Το έργο αυτό του Charles Rollin (16611741), χαρακτηριστικό δείγμα της γαλλικής ιστοριογραφίας της εποχής, μεταφράζεται στα ελληνικά σε δεκαέξι τόμους και σφραγίζει την έναρξη μιας εποχής νέων ιστορικών ενδιαφερόντων της ελληνόγλωσσης ιστορικής σκέψης. Το εντυπωσιακό αυτό δημοσίευμα ακολουθεί μια ολόκληρη σειρά από άλλα έργα ιστορικού ενδιαφέροντος. Αναφέρουμε, ενδεικτικά και μόνο, το έργο «Παγκόσμιος Ιστορία» (1759, 1763) μεταφραστικό εράνεισμα του Γεωργίου Κωνσταντίνου, κάτι ανάμεσα σε ιστορία και γεωγραφία αλλά με σαφή ιστορικά ενδιαφέροντα καθώς και το έργο «Βίβλος Χρονική», παράφραση του Ιωάννη Στάνου (1767). Ταυτόχρονα καταγράφεται σημαντική παρουσία έργων που αντιμετωπίζουν από τη σκοπιά της ιστορίας ορισμένα νεότερα γεγονότα (Μάνθου Ιωάννου, Ιστορία περί της συμφοράς και σκλαβιάς του Μωρέως, περ. 1720) καθώς επίσης και ιστορικά έργα ειδικής ή τοπικής χροιάς (Μελετίου Μήτρου, Εκκλησιαστική ιστορία, 1783, 1784).3 Γίνεται λοιπόν φανερό ότι από τα μέσα κιόλας του 18ου αιώνα τα ιστορικά ενδιαφέροντα αποτελούν σημαντικό τμήμα των επιστημονικών αναζητήσεων της εποχής.
Μέσα από την ανασύνδεση με τον αρχαίο κόσμο, που κλιμακώνεται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η μεταβολή στο χώρο της ιστοριογραφίας ωθεί και αυτή με τον τρόπο της και τις δυνάμεις της προς την εκκοσμίκευση της ελληνικής σκέψης και θέτει τα θεμέλια για τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικής συλλογικής ταυτότητας με βάση νέα εθνικά και γλωσσικά κριτήρια που έρχονται σε αντίθεση με το παραδοσιακό της περιεχόμενο που πήγαζε από τη διδασκαλία της ορθόδοξης εκκλησίας. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να μιλήσει κανείς για μια απόπειρα ιδεολογικής ανατροπής που συντελείται αυτή την περίοδο. Άλλωστε σαφείς ενδείξεις μιας τέτοιας αλλαγής του ιδεολογικού κλίματος παρέχονται από διάφορα έργα του ελληνικού Διαφωτισμού με χαρακτηριστικότερο βέβαια παράδειγμα την «Ελληνική Νομαρχία» όπου οι συγγραφείς δεν διστάζουν να συνδέσουν τα αρχαία ελληνικά πρότυπα της πολιτικής δημοκρατίας με την οξύτατη κοινωνική κριτική και τις επαναστατικές της προεκτάσεις.
3. Το νέο κράτος
Ο Διαφωτισμός, ευρωπαϊκός και νεοελληνικός, καθώς και η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται με την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος όπου συνδυάζονται ο κοινωνικός, πολιτικός και εθνικός φιλελευθερισμός με την ταυτόχρονη προσδοκία καλύτερων ημερών καθώς και με την ανάμνηση της αρχαίας δόξας. Αν και το κίνημα του Διαφωτισμού χάνει σε σημαντικό βαθμό την ορμή του πριν την έναρξη της επανάστασης, ωστόσο η ιστοριογραφία της πρώτης μετεπαναστατικής εικοσαετίας χρωματίζεται έντονα από τις τελευταίες αναλαμπές όλων των παραπάνω στοιχείων.
Βέβαια μετά το αίσιο τέλος της επανάστασης εμφανίζεται και ένας άλλος παράγοντας που επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση των κατευθύνσεων της ιστοριογραφίας. Πρόκειται για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το οποίο ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη διαμόρφωση ενός σταθερού ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα βρίσκουν αναφορά οι κρατικές επιλογές αλλά και θα δικαιολογούνται ιστορικά οι όποιες κρατικές επιδιώξεις. Έτσι λοιπόν γίνεται απαραίτητο, πριν προχωρήσει κανείς στη μελέτη της διαδικασίας διαμόρφωσης της «επίσημης» ιδεολογίας κατά την πρώτη φάση ζωής του νεοελληνικού κράτους, να αναφερθεί σύντομα στις κρατικές επιλογές αυτής της περιόδου και στις αντίστοιχες κρατικές προσπάθειες που αποσκοπούσαν στην υλοποίηση αυτών των επιλογών.
3.1. Οι κρατικές προτεραιότητες
Είναι γνωστό ότι η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα σήμανε την έναρξη μιας δεύτερης προσπάθειας συγκρότησης κράτους. Αν η ανάλογη προσπάθεια της καποδιστριακής περιόδου τερματίστηκε με τη δολοφονία του βασικού εμπνευστή της, αυτή η νέα απόπειρα που ξεκινά τώρα μοιάζει και είναι περισσότερο φιλόδοξη, θα αναφερθούμε στη συνέχεια επιγραμματικά στις κρατικές προτεραιότητες αυτής της περιόδου, χωρίς βέβαια να φιλοδοξούμε να τις παρουσιάσουμε αναλυτικά, θα σταθούμε στις βασικές γραμμές της κρατικής πολιτικής έτσι ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να δούμε πώς αυτές επέδρασαν στη διαμόρφωση του αντίστοιχου ιδεολογικού πλαισίου του πρώτου νεοελληνικού κράτους.
Αν και ο Καποδίστριας είχε δώσει με φανατισμό και πάθος τη μάχη για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου και συγκεντρωτικού κράτους, η αντιπαλότητα ανάμεσα στον πολυκεντρισμό και τον συγκεντρωτισμό παρέμενε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα πρόβλημα ακόμα και μετά την άφιξη του Όθωνα. Η βασική λοιπόν συνισταμένη της νέας προσπάθειας που ξεκινά ήδη από τα χρόνια της Αντιβασιλείας εκφράζεται μέσα από την επιθυμία δημιουργίας ενός απολυταρχικού και συγκεντρωτικού κράτους. Βασικά χαρακτηριστικά αυτού του κράτους επιδιώκεται να είναι η απουσία οποιουδήποτε συνταγματικού πλαισίου, η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης σε συγκεντρωτική βάση σε συνδυασμό με την απόπειρα δημιουργίας μιας ισχυρής και αδέσμευτης από τα πολιτικά κόμματα κρατικής γραφειοκρατίας. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συγκρότηση ενός «εθνικού» στρατού πάνω στον οποίο τα κόμματα δεν θα ασκούν καμιά σοβαρή επιρροή.
Ιδιαίτερη σημασία αξίζει να δοθεί στην προσπάθεια εμπέδωσης της απόλυτης μοναρχίας και στη συνακόλουθη απόπειρα περιορισμού ή και εξάλειψης όλων εκείνων των κέντρων που φιλοδοξούσαν να εξασφαλίσουν κάποιο μερίδιο στην άσκηση της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθούν και οι επίμονες και συστηματικές προσπάθειες αποδυνάμωσης των πολιτικών κομμάτων. Το οθωνικό καθεστώς πιστεύοντας ότι η διανομή, με τον οποιονδήποτε τρόπο, της πολιτικής εξουσίας θα ήταν καταστροφική για τον τόπο έθεσε ως στόχο την τελική εξαφάνιση των πολιτικών κομμάτων παραγνωρίζοντας, συχνά με αφελή τρόπο, τις ρίζες που τα κόμματα αυτά είχαν μέσα στον ελληνικό λαό.
Τέλος μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος της προσπάθειας εγκαθίδρυσης απολυταρχίας ήταν και η απόπειρα περιορισμού από το οθωνικό καθεστώς της δράσης της εκκλησίας. Η διακήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας σε συνδυασμό με την προσπάθεια επιβολής καθεστώτος πολιτικού ελέγχου (καισαροπαπισμός) είχαν ως στόχο, ανάμεσα στ' άλλα, τον περιορισμό μιας σημαντικής πολιτικής δύναμης. Ο Μάουρερ, βασικός εμπνευστής της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας, έλεγε χαρακτηριστικά για τους επισκόπους ότι αποτελούσαν για την εκκλησία ότι οι προεστοί για την υπόλοιπη κοινωνία και πρόσθετε ότι ήταν ίσως πιο επικίνδυνοι, γιατί αποτελούσαν μια ομάδα περισσότερο συμπαγή.
Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δεν επαρκούν βέβαια για να περιγράψουν αναλυτικά και σ' όλο τους το βάθος τις προτεραιότητες του οθωνικού κράτους.4 Μπορούν όμως να γίνουν η βάση πάνω στην οποία θα σταθούμε για να ερμηνεύσουμε τα χαρακτηριστικά του αντίστοιχου ιδεολογικού εποικοδομήματος καθώς και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η ιστορία μέσα σ' αυτό.
3.2. Το ιδεολογικό εποικοδόμημα και η ειδική θέση της ιστορίας
Κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πνευματικής ζωής του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού είναι το έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη καθώς και τη συγγραφή της ιστορίας. Οι ιστοριογραφικές αναζητήσεις της εποχής χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία που αφορά τόσο το περιεχόμενο των ιστορικών έργων όσο και τους σκοπούς για τους οποίους γράφονται. Παλιοί αγωνιστές γράφουν για να προβάλλουν την προσωπική τους συμβολή στον επαναστατικό αγώνα. Άλλοι ασχολούνται με τη συγγραφή απομνημονευμάτων. Δε λείπουν ωστόσο και εκείνοι που ενδιαφέρονται για μια περισσότερο επιστημονική προσέγγιση της ιστορίας. Προσωπικότητες όπως ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο Αλέξανδρος Σούτσος, ο Ιωάννης Φιλήμονας και βέβαια ο Σπυρίδων Τρικούπης σφραγίζουν με την παρουσία τους την εποχή. Ανεξάρτητα πάντως από τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται κάθε φορά τα ιστοριογραφικά ενδιαφέροντα εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το γεγονός ότι στο πνευματικό κλίμα της εποχής διάχυτη παρουσιάζεται η έντονη έφεση προς τη μελέτη της ιστορίας. Οι Έλληνες μόλις έχουν δημιουργήσει το πρώτο ανεξάρτητο κράτος στη νεότερη εποχή και μέσα από την ιστορία προσπαθούν να οριοθετήσουν την εθνική τους συνείδηση.
Η τύχη αυτής της προσπάθειας είναι λογικό να ενδιαφέρει άμεσα και το ίδιο το κράτος. Η πολιτική εξουσία αυτής της περιόδου συμμετέχει δραστήρια στην προσπάθεια προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας και οι πολιτικές προτεραιότητες του νέου κράτους επιδρούν καθοριστικά στο «νέο» ιδεολογικό οικοδόμημα που αρχίζει να διαμορφώνεται κατά τη δεκαετία του 1830.
3.2.1. Ίδρυση Πανεπιστημίου: οι πολιτικοί και ιδεολογικοί στόχοι
Αν και τα παραδείγματα που αποκαλύπτουν τη συμβολή του κράτους στην αποκρυστάλλωση της εθνικής ιδεολογίας είναι αρκετά, θα περιοριστούμε μόνο σε ένα που αποτελεί κατά τη γνώμη μας μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Το 1836 το οθωνικό καθεστώς με ειδικό βασιλικό διάταγμα αποφασίζει, μετά από πολλές συζητήσεις, να προχωρήσει στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού Πανεπιστημίου. Το ζήτημα της ίδρυσης ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος είχε απασχολήσει την πολιτική ηγεσία από τον πρώτο κιόλας καιρό της επανάστασης αλλά οι διαφορετικές εκπαιδευτικές προτεραιότητες του Ι. Καποδίστρια δεν είχαν βοηθήσει στην υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου στόχου. Τώρα η ίδρυση του Πανεπιστημίου έρχεται να εξυπηρετήσει βασικές κρατικές ανάγκες, καθώς μια νεοσύστατη πολιτεία χρειάζεται λειτουργούς σε διάφορα επίπεδα και με διάφορες αρμοδιότητες. Σίγουρα ο πλέον ορθόδοξος τρόπος για να ικανοποιηθούν αυτές οι κρατικές
και κοινωνικές ανάγκες σε καταρτισμένο έμψυχο δυναμικό είναι να φροντίσει το ίδιο το κράτος για κάτι τέτοιο.
Όμως τα παραπάνω κίνητρα δεν είναι τα μοναδικά που οδηγούν το οθωνικό καθεστώς στην απόφαση ίδρυσης του Πανεπιστημίου, θα τολμούσαμε να πούμε ότι δεν είναι ούτε καν τα πιο σημαντικά. Οι δημιουργοί του πρώτου ελληνικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος οραματίζονται γι' αυτό και έναν άλλο ρόλο περισσότερο σημαντικό από αυτόν που ήδη περιγράψαμε.
Ο Λούντβιχ φον Μάουρερ, υπεύθυνος της Αντιβασιλείας για τα θέματα της εκπαίδευσης, στα 1835 εκθέτει την υψηλή σκοπιμότητα της ίδρυσης Πανεπιστημίου λέγοντας: «Γιατί προορισμός της Ελλάδας είναι να μεταλαμπαδεύσει μια μέρα το φως του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ασία κι ακόμα πιο πέρα, και σε τούτο τη βοηθά η προνομιούχα γεωγραφική της θέση και η πνευματική οξυδέρκεια των κατοίκων της. Και όπως στάθηκε κάποτε η κοιτίδα του πολιτισμού για την Ευρώπη, η οποία της ανταποδίδει τώρα αυτή τη μόρφωση, πρέπει κι εκείνη - σύμφωνα με τους αιώνιους νόμους της ανταλλαγής - να επιστρέψει στην Ασία, στην Αίγυπτο και στις άλλες χώρες της Ανατολής εκείνο που έλαβε κι αυτή από εκείνες πριν από χιλιάδες χρόνια». Τα παραπάνω λόγια που χρησιμοποιεί ο Μάουρερ για να περιγράψει τη λειτουργία και τους σκοπούς του Πανεπιστημίου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Οι όροι «μεταλαμπάδευση» και «προορισμός» είναι εκείνοι που κυριαρχούν και φορτίζουν το λόγο του βαυαρού αντιβασιλέα. Η παρουσία της Ελλάδας σ' αυτό το νοτιοανατολικό άκρο της Βαλκανικής δεν είναι τυχαία. Οι Έλληνες και η χώρα τους βρίσκονται εδώ για να ανταποκριθούν στον «προορισμό» τους που είναι η μεταφορά του ευρωπαϊκού πνεύματος στην Ανατολή.
Μια περαιτέρω επεξεργασία αυτών των εκτιμήσεων του Μάουρερ γίνεται λίγα χρόνια αργότερα από τον Κωνσταντίνο Σχινά, πρώτο πρύτανη του Πανεπιστημίου. Εγκαινιάζοντας το πανεπιστημιακό διδακτήριο, ο Σχινάς βρίσκει αφορμή να προσδιορίσει τη βασική αδυναμία του αρχαίου κόσμου στην απουσία πολιτικής ενότητας και να υπογραμμίσει, με αφετηρία αυτή τη διαπίστωση, ότι το πρώτο και σημαντικότερο επίτευγμα των συγχρόνων του Ελλήνων ήταν το ότι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο και ισχυρό, συγκεντρωτικό κράτος. Συνεχίζοντας ο Σχινάς θα τονίσει ότι το δεύτερο σημαντικότερο επίτευγμα του νέου ελληνισμού είναι η ίδια η ίδρυση του Πανεπιστημίου: «... κείμενον μεταξύ της εσπερίας και της έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνη αφ' ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφ' ου τα ανάπτυξη εν εαυτώ ιδίαν τίνα και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την γείτονα έω νεαρά και καρποφόρα.»
Είδαμε παραπάνω το Μάουρερ να αναφέρεται στην ίδρυση του Πανεπιστημίου τονίζοντας δυο πλευρές του όλου εγχειρήματος: τη «μεταλαμπάδευση» του ευρωπαϊκού πνεύματος στην Ανατολή και τον «προορισμό» του ελληνισμού να κυριαρχήσει σ' αυτή την περιοχή. Τώρα βλέπουμε τον Σχινά να επαναλαμβάνει τις ίδιες εκτιμήσεις προσθέτοντας όμως και τη μαχητική συνηγορία του για τη μεγάλη σημασία που είχε η επίτευξη της πολιτικής ενότητας. Είναι φανερό ότι ο Σχινάς δεν περιορίζεται εδώ στο να κάνει απλά κάποιες παρατηρήσεις προσωπικού χαρακτήρα για τη σημασία της ίδρυσης Πανεπιστημίου. Πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι μέσα από τα λόγια του πρύτανη εκφράζονται τα βασικά στοιχεία της πολιτικής της
Αντιβασιλείας όσον αφορά όχι μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα αλλά συνολικά τις κρατικές προτεραιότητες της περιόδου. Το Πανεπιστήμιο δεν ιδρύεται λοιπόν μόνο για να λύσει τα προβλήματα δημιουργίας μιας καταρτισμένης και πιστής κρατικής γραφειοκρατίας αλλά και για να γίνει το όργανο άσκησης μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής πολιτιστικής παρέμβασης στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής.
Το ιδεολογικό σχήμα «μεταλαμπάδευση - ενότητα - προορισμός» που επεξεργάζονται με τόση προσοχή και έμφαση ο Μάουρερ και ο Σχινάς δεν θα αργήσει να υπερβεί τα στενά όρια της πανεπιστημιακής ζωής και να αποκτήσει ένα πολύ ευρύτερο κύρος. Η ιδέα ενός ελληνικού κράτους που σκορπίζει το φως στην καθυστερημένη Ανατολή φαίνεται να συγκινεί και να έλκει ιδιαίτερα τόσο τον επιστημονικό όσο και - κυρίως - τον πολιτικό κόσμο. Έτσι λίγα χρόνια αργότερα, στα 1842, ένας άλλος διανοούμενος της εποχής, ο Γεώργιος Πεντάδης Δάρβαρης παρομοιάζει την Ελλάδα με τον Προμηθέα «την μεν χείρα εκτείνων προς την Ασίαν την Ελάσσονα, την ετέραν προς θράκην και Μακεδονίαν» (Κ.θ. Δημαράς 1985, σελ. 351). Λίγο αργότερα ένας πολιτικός, ο Ιωάννης Κωλέττης θα τονίσει ότι η Ελλάδα «προώρισται να φώτιση δια της αναγεννήσεως αυτής την Ανατολήν» ενώ στα 1846 ο Παναγιώτης Σούτσος θα υποστηρίξει ότι «η Ελλάς υπήρξε καλλίλυχνος φανός κείμενος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, και τον οποίον ο θεός ανάπτει άλλοτε μεν προς φωτισμόν της Ευρώπης, άλλοτε δε προς φωτισμόν της Ασίας».
Το 1867, όταν πια θα έχει γίνει ολοφάνερη η πολιτική και «εθνική» σημασία της ίδρυσης του Πανεπιστημίου, ένας άλλος λόγιος, ο Σ. Κόμνος, θα καταδείξει εμφατικά τη σχέση ανάμεσα στην πνευματική μεταλαμπάδευση και την «εθνική» ενότητα: «Το Πανεπιστήμιον, μεταδίδον εις την Ανατολήν σύμπασαν την γλώσσα ημών, τας ιδέας και τους θεσμούς, ενσπείρει, ως έπος ειπείν, την Ελλάδα εις την Ανατολήν»... «και προετοιμάζει ούτω την πολιτικήν ένωσιν των διεσπαρμένων μελών της μεγάλης ελληνικής οικογενείας». (Κ.θ. Δημαράς 1985, σελ. 350).
Η μελέτη λοιπόν της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού Πανεπιστημίου μας βοήθησε να καταγράψουμε και τα βασικά χαρακτηριστικά της κατεστημένης ιδεολογίας έτσι όπως αυτή εκφράζεται τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Το τρίπτυχο «μεταλαμπάδευση - ενότητα - προορισμός» συμπυκνώνει και εκφράζει, σ' αυτή την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο, τις βασικές κρατικές προτεραιότητες στο χώρο της ιδεολογίας.
3.2.2. Αρχαία Ελλάδα: το παρελθόν είναι παρόν.
Αφού κάναμε μια επιγραμματική καταγραφή των συντεταγμένων της επίσημης ιδεολογίας του πρώτου νεοελληνικού κράτους, μπορούμε στη συνέχεια να ασχοληθούμε με τη θέση του ιστορικού παρελθόντος μέσα σ' αυτό το οικοδόμημα, θα μας απασχολήσει ο τρόπος ένταξης της αρχαίας Ελλάδας και - κυρίως - του Βυζαντίου στις ιστορικές αναζητήσεις της εποχής, θα προσπαθήσουμε δηλαδή να καταγράψουμε τον βασικό τόνο των εκτιμήσεων για τις δύο αυτές περιόδους λίγο πριν την κατασκευή του σχήματος της «αδιάλειπτου ελληνικής συνέχειας».
Καταρχήν όσον αφορά την αρχαία Ελλάδα και τη θέση της στην επίσημη ιστορία θα είμαστε σύντομοι. Η γενική αποδοχή του - αρχαίου κόσμου και η αναγνώριση του ως βάσης της ελληνικής ιστορίας επιβάλλει κάτι τέτοιο.
Είδαμε παραπάνω ότι ο νεοελληνικός Διαφωτισμός είχε δώσει στην κλασική αρχαιότητα κυρίαρχη θέση μέσα στην ελληνική ιστορία. Κατά τη μετεπαναστατική περίοδο η θέση αυτή όχι μόνο διατηρείται αλλά και ενισχύεται, με αποτέλεσμα η κλασική αρχαιότητα να επιδρά καθοριστικά στη συνολική διαμόρφωση του ιδεολογικού χαρακτήρα του πρώτου νεοελληνικού σχηματισμού. Η εκτίμηση ότι οι Έλληνες του 1821 αποτελούν κατευθείαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων αποτελεί όχι απλά μια επιστημονική αλήθεια αλλά μια «εθνική αλήθεια» που κανείς δεν έχει τη διάθεση αλλά και την τόλμη να αμφισβητήσει. Πραγματικά σ' όλες τις ιστοριογραφικές αναζητήσεις της εποχής είναι αδύνατον να καταγραφεί η οποιαδήποτε απορριπτική διατύπωση για το αρχαιοελληνικό παρελθόν.
Είναι βέβαια γνωστό ότι η αρμονική σχέση αρχαίων και νέων Ελλήνων είχε καλλιεργηθεί σε σημαντικό βαθμό ήδη πριν την επανάσταση. Ωστόσο η άφιξη του Όθωνα και η εγκαθίδρυση της Βαυαροκρατίας απετέλεσαν έναν ακόμα παράγοντα ενίσχυσης αυτού του κλίματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Όθωνα στην Ελλάδα το κρατικό ενδιαφέρον για τον αρχαίο κόσμο είναι έντονο. Με την ενίσχυση του κράτους ιδρύεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ παράλληλα ιδρύεται η Αρχαιολογική Εταιρεία, η Αρχαιολογική Εφημερίς και συντάσσονται διάφορα βασιλικά διατάγματα που αφορούν τη διάσωση των αρχαιοτήτων, τις ανασκαφές, την άνθηση του νεοκλασικού αρχιτεκτονικού στυλ. Όλα αυτά τα γεγονότα σε συνδυασμό με την απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα καθώς και το όλο κλίμα αρχαιολατρείας που διαμορφώνεται και ενισχύεται από τους Βαυαρούς «καθιστούσαν τον αρχαίο κόσμο οργανωμένα παρόντα μέσα στο Βασίλειο» (Ε. Σκοπετέα 1988, σελ. 171). Γενικά οι Βαυαροί ξεκινώντας από μια αφετηρία κλασικιστικών ενδιαφερόντων, που ούτως ή άλλως ήταν υπαρκτή στη γερμανόφωνη Ευρώπη, ενισχύουν και υποθάλπουν τη στροφή προς το αρχαϊκό παρελθόν.
Βέβαια η τακτική αυτή εμπεριέχει και σημαντικά στοιχεία πολιτικής σκοπιμότητας. Η ταύτιση της Βαυαροκρατίας με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και η εμφάνιση του Όθωνα ως βασικού προστάτη αυτού του παρελθόντος είναι ένας από τους λίγους τρόπους που είχε η βασιλεία για να νομιμοποιηθεί ως θεσμός και να αποκτήσει ρίζες στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Πάντως αυτό το ρεύμα της έντονης αρχαιολατρείας ανακόπτεται αισθητά μετά το 1843 έχοντας όμως ήδη προλάβει να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης ελλαδικής άποψης για το ελληνικό παρελθόν.
3.2.3. Βυζάντιο: το καθεστώς της «μη αποδοχής»
Αν η σύνδεση αρχαίων και νέων Ελλήνων προσλαμβάνει, στα πλαίσια της ιστοριογραφίας και της συνείδησης αυτής της εποχής, το κύρος αυτονόητης αλήθειας, τα πράγματα για το Βυζάντιο και την - ιστορία του δε φαίνεται να είναι και τόσο ρόδινα.
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι δεν θα μπορούσε να γίνει, τουλάχιστον με την επίσημη ενίσχυση του κράτους, καμιά συζήτηση για το θέμα αυτό από τη στιγμή που παρέμενε ανοιχτή η διαμάχη για το Αυτοκέφαλο της ελληνικής εκκλησίας και για τη δήμευση μέρους των εκκλησιαστικών κτημάτων. Η αποκατάσταση του Βυζαντίου θα σήμαινε ουσιαστικά αναγνώριση και κατά συνέπεια νομιμοποίηση ενός είδους κράτους στο οποίο οι κοσμικές αρμοδιότητες των εκκλησιαστικών ηγετών κάθε άλλο παρά περιορισμένες ήταν. Ωστόσο το καθεστώς της Βαυαροκρατίας δεν αντιμετώπισε με ανοιχτή εχθρότητα το Βυζάντιο και την ιστορία του «ανακαλύπτοντας» από νωρίς ότι και αυτό θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην εδραίωση του θεσμού της "μοναρχίας. Έτσι λοιπόν ενώ από τη μια πλευρά η κυρίαρχη ιδεολογία σφραγιζόταν από την αμέριστη εκτίμηση του κλασικού αρχαιοελληνικού παρελθόντος και την απόρριψη του Βυζαντίου, από την άλλη πλευρά η επίσημη κρατική πολιτική ανεχόταν τις λαϊκές δοξασίες που αναφέρονταν στο μύθο του μαρμαρωμένου βασιλιά και το πάρσιμο της κόκκινης Μηλιός. Οι Βαυαροί νωρίς κατάλαβαν ότι μέσα από αυτή τη λαϊκή μυθολογία ο θεσμός της βασιλείας μπορούσε όχι μόνο να αποκτήσει κάποια στοιχεία ελληνικότητας αλλά να εδραιωθεί και ως λαοπρόβλητος. Η «φύσει μοναρχικότητα» του ελληνικού λαού ήταν μια άποψη ιδιαίτερα χρήσιμη για την εξουσία. Έτσι διαμορφώθηκε για το Βυζάντιο και την ιστορία του ένα ιδιότυπο καθεστώς «μη αποδοχής». Επίσημη απόρριψη και ανεπίσημη ανεκτικότητα συμπλέκονταν στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος.
Βέβαια η ανεκτικότητα της οθωνικής μοναρχίας απέναντι στις όποιες λαϊκές δοξασίες που κατάγονταν από τη βυζαντινή εποχή δε σημαίνει ότι ανάλογη στάση κρατούσαν και οι διανοούμενοι της εποχής. Σε αντίθεση με τον αρχαίο κόσμο που φαίνεται να χαίρει γενικής εκτίμησης ο ελληνικός Μεσαίωνας, το Βυζάντιο, κάθε άλλο παρά κατέχει μια ανάλογη θέση.
Αυτή η αντιμετώπιση του Βυζαντίου και της ιστορίας του από τους λόγιους της εποχής είναι, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα και των ανάλογων εκτιμήσεων των ευρωπαίων διανοουμένων και ειδικά εκείνων που συνδέονται στενότερα με το κίνημα του Διαφωτισμού. Το Βυζάντιο αρχίζει να απασχολεί έντονα την ευρωπαϊκή διανόηση κατά την εποχή του Διαφωτισμού. Μέσα στα πλαίσια των ιστορικών αναζητήσεων που αφορούσαν το Βυζάντιο, θεμελιακής σημασίας έργο θεωρήθηκε τότε η μελέτη του Ed. Gibbon, The History of the Decline and Fall of the
Αυτό λοιπόν το πνεύμα της απόρριψης και της εκμηδενιστικής κριτικής του Βυζαντίου κάνει έντονη την παρουσία του και στα έργα των σημαντικότερων διανοουμένων που δρουν στα πλαίσια του ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση. Τα παραδείγματα ούτε λίγα είναι ούτε και περιθωριακά.
Το 1836 ο Σπυρίδων Βαλέτας, ένας από τους πιο φημισμένους δασκάλους και γραμματικούς που κυκλοφορούσαν στα φαναριώτικα σπίτια και τις ηγεμονικές αυλές των παραδουνάβιων ηγεμονιών, αναφέρεται στο Βυζάντιο και δε διστάζει να ζωγραφίσει με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατούσε όσον αφορά τον τρόπο πολιτικής διοίκησης της μεγάλης Αυτοκρατορίας λέγοντας πως «όταν διοική το κράτος ο οινοχόος, ο κλειδούχος, ο κατακοιμιστής, ο αρχιτρίκλινος, - οποίαν άλλην έκβασιν των πραγμάτων δύναται τις ευλόγως να περιμένη;» (Κ.θ. Δημαράς 1989, σελ. 395).
Το 1841 ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους του φαναριώτικου κόσμου στην απελευθερωμένη Ελλάδα μιλά με την ιδιότητα του προέδρου της Αρχαιολογικής Εταιρείας για το Βυζάντιο κάνοντας την ακόλουθη εκτίμηση: «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν, και μακρότατη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων». Σίγουρα εντυπωσιάζει η σφοδρότητα και η απολυτότητα με την οποία κρίνει ένα τέτοιο δημόσιο πρόσωπο το Βυζάντιο και την ιστορία του και η έκπληξη μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη μια και ο Ρίζος Νερουλός δεν περιορίζεται σ' αυτές τις κρίσεις. Αναφερόμενος στη θέση και το ρόλο των Ελλήνων στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκτιμά ότι «πολλοστόν και παρεωραμένον η Ελλάς απετέλει μέρος» υπογραμμίζοντας έτσι ότι οι Έλληνες απλά αποτελούσαν έναν από τους πολλούς λαούς που ζούσαν μέσα στο βυζαντινό κράτος. Όμως οι κρίσεις του Νερουλού δεν σταματούν ούτε και εδώ. Εντύπωση προκαλεί η θέση που παίρνει όσον αφορά το ρόλο των Μακεδόνων στην ελληνική ιστορία. Αφού αναφέρει ότι ο Φίλιππος νίκησε την Ελλάδα στη Χαιρώνεια στη συνέχεια τονίζει ότι «ο Φίλιππος έπραξεν άλλο της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον» (Κ.θ. Δημαράς 1989, σελ. 394395 και Κ.θ. Δημαράς 1986, σελ. 7071).
Ο Μάρκος Ρενιέρης, κατοπινός διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, δημοσιεύει στα εικοσιεπτά του χρόνια ένα κείμενο που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τι είναι η Ελλάς: Ανατολή ή Δύσις;». Το κείμενο είναι ανυπόγραφο και χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη σφοδρότητα με την οποία ο συγγραφέας του επιτίθεται στους «ολίγους των βυζαντινών ιδεών οπαδούς». Γράφει χαρακτηριστικά: «Αλλ' η Ελλάς ημέραν παρ' ημέραν εξαλείφει από το ωραίον σώμα της τα τελευταία ταύτα διεφθαρμένων χρόνων ίχνη, και προς τους ολίγους των βυζαντινών ιδεών οπαδούς απευθύνει τους λόγους τούτους: αν θέλετε, ω μικρόνοες, ν' αντισταθήτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα, πρέπει ν' ανεγείρετε, περί την Ελλάδα, της Κίνας το περιτείχισμα: πρέπει να καταργήσετε όλους τους νόμους όσοι έγιναν από της ημέρας της αναγεννήσεως μου, καθότι εις όλους εμφωλεύει της Δύσεως ο σκώληξ. Πρέπει εις τα σχολεία ν' αντικαταστήσετε τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη δια της Βυζαντίδος: πρέπει έως και αυτόν της Δύσεως τον ιματισμόν ν' απεκδυθήτε, καθότι εις τας πτυχάς αυτού κρύπτονται της Δύσεως αϊ ιδέαι και αϊ αναμνήσεις». (Κ.θ. Δημαράς 1989, σελ. 396).
Μια ακόμα εντυπωσιακή μαρτυρία όσον αφορά τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι λόγιοι της εποχής το Βυζάντιο καταγράφουμε στο έργο'του Στέφανου Κουμανούδη, μιας από τις τελευταίες αλλά και εξαιρετικά λαμπρές μορφές του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Καθηγητής του Πανεπιστημίου στα 1853 ο Κουμανούδης αναλαμβάνει να εκφωνήσει τον ετήσιο Πανηγυρικό και βρίσκει την ευκαιρία να διατυπώσει τις αρνητικές για την βυζαντινή εποχή απόψεις του. Μάλιστα σχολιάζοντας ο ίδιος αυτές τις απόψεις θα τονίσει: «Πολλοί είναι οι ιστορικοί λόγοι, οίτινες μας πείθουσιν, ούτω να θεωρώμεν την Βυζαντινήν εποχήν. Αλλοι γνωρίζωμεν άλλα δοξάζουσι και νεωστί εξήνεγκον εις το μέσον τας ιδέας των. Κατ' αυτούς ουδέν σχεδόν κακόν ενέσκηψεν εις τον πολύτλαν έλληνα λαόν κατά τους μέσους αιώνας, αλλ' από ατελέστερων εις τελειότερος μεταμορφώσεις ευτυχώς μεταβαίνων, αίφνης έπεσεν εις την δουλείαν των ορδιών της άνανδρου Ασίας. Ημείς προτιμώμεν ν' αποφεύγωμεν τα παράδοξα ταύτα και να συντασσώμεθα μετά των οπαδών της παλαιάς των ιστορικών σχολής». Τα όσα αναφέρει παραπάνω ο Κουμανούδης αποκτούν ιδιαίτερη αξία όχι μόνο γιατί λέγονται από κάποιον με ιδιαίτερη θέση στο επίσημο ιδεολογικό στερέωμα της εποχής. Το γεγονός ότι ο Κουμανούδης για να στηρίξει τις απόψεις του καταφεύγει στην επίκκληση της επιστημονικής ορθοδοξίας της εποχής αποκαλύπτει με τρόπο χαρακτηριστικό και τις εκτιμήσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας όσον αφορά τη θέση του Βυζαντίου στα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας.
Οι απόψεις που αναφέρθηκαν παραπάνω γρήγορα παύουν να διατυπώνονται μόνο από τις πανεπιστημιακές έδρες και αρχίζουν να εμφανίζονται και στον καθημερινό τύπο. Ένα ακόμα δείγμα της σημασίας του όλου ζητήματος. Έτσι, στα 1857, ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, ένας από τους γνωστότερους δημοσιογράφους του αθηναϊκού τύπου δημοσιοποιεί τις απόψεις του για τους βυζαντινούς στην εφημερίδα που εξέδιδε τότε, την «Αθηνά»: «Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινον νουν» (Κ.θ. Δημαράς 1985, σελ. 381).
Δύο μόλις χρόνια αργότερα ο Μιχαήλ Ποτλής εκφωνώντας και πάλι ένα ακαδημαϊκό πανηγυρικό θα βρεί την ευκαιρία να εκφράσει την απόψή του για τις επιστημονικές επιδόσεις και τις πνευματικές αναζητήσεις των Βυζαντινών. «Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, νους στείρος και άγονος, μάθησις ως επί το πολύ ατελής, συνήθως δε επιπόλαιος, επί πάσι δε, έλλειψις κρίσεως, μεθόδου και καλλιτεχνίας είναι ο εν γένει χαρακτήρ των Βυζαντινών καθ' όλους σχεδόν τους κλάδους της επιστήμης εις ους επεδόθησαν».
Τέλος ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία που μας παρέχει ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής, ο Παύλος Καλλιγάς. Εξέχουσα μορφή της πνευματικής ζωής μιλάει το 1864 στην Εθνοσυνέλευση και δεν διστάζει να αντιπαραθέσει τον ελληνισμό προς το Βυζάντιο λέγοντας: «Ποτέ το έθνος το ελληνικόν δεν ανέμιξε θρησκείαν και πολιτείαν» ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1868, μιλώντας ακόμα πιο γενικά για το Βυζάντιο θα τονίσει ότι: «Δύο τινά στοιχεία πρωτεύουν εν τη βυζαντινή κοινωνία, αμφότερα ολέθρια και καταστρεπτικά: ο φανατισμός και η στρατοκρατία.»
Όλοι οι παραπάνω αποτελούν διακεκριμένες φυσιογνωμίες της εποχής και περιβάλλονται με σημαντικό κύρος τόσο από το κράτος, που τους αναθέτει επίσημες θέσεις, όσο και από την κοινωνία. Όπως πολύ χαρακτηριστικά και εύστοχα σημειώνει ο Κ.θ. Δημαράς οι άνθρωποι αυτοί «δεν είναι λοξοί και παραστρατημένοι. Είναι από τα κύρια στελέχη της πνευματικής ηγεσίας του καιρού τους.» (Κ.θ. Δημαράς 1989, σελ. 397).
Το τέλος αυτής της σύντομης σταχυολόγησης των κυριότερων αρνητικών εκτιμήσεων για το Βυζάντιο είναι χρήσιμο να σφραγιστεί με την παρουσία ενός διανοούμενου που μάλλον για τις φιλοβυζαντινές παρά για τις αντιβυζαντινές του θέσεις έχει γίνει γνωστός. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Ο κατοπινός εισηγητής της ελληνικής συνέχειας εκφράζει, στα πρώτα νεανικά του έργα, αρνητικές κρίσεις για το Βυζάντιο ενώ παράλληλα διατυπώνει τη σαφή επιδοκιμασία του για τις αντιβυζαντινές απόψεις του Gibbon. Το 1843 ο Παπαρρηγόπουλος μιλώντας για τον άγγλο συγγραφέα δε διστάζει να τον χαρακτηρίσει «θεσπέσιον» και να εκφράσει το θαυμασμό του «δια την πολυμάθειάν του», ενώ αντίθετα στέκεται με μεγάλη επιφύλαξη απέναντι στις ανάλογες βυζαντινές πηγές υπογραμμίζοντας ότι «τόση αμάθεια και τόσα συμφέροντα εκίνησαν πολλάκις τον κάλαμον του κλήρου της βαρβάρου εκείνης εποχής». Το Σεπτέμβριο του 1845 ο Παπαρρηγόπουλος δημοσιεύει στα ελληνικά τη μετάφραση ενός γαλλικού σχολικού εγχειριδίου του LeviAlvares με τον τίτλο «Στοιχεία της γενικής ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ». Το βιβλίο αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα μια διασκευή του αντίστοιχου γαλλικού έργου αλλά προκειμένου για επικρίσεις προς το Βυζάντιο ο μεταφραστής μένει ιδιαίτερα πιστός στο πρωτότυπο. «Από του θανάτου του Ηρακλείου (641) μέχρι της αναρρήσεως των Κομνηνών (1081), η βυζαντινή ιστορία παρίστησι μονότονον σειράν κακουργημάτων, σπανίως διακοπτόμενων δια της επιφανείας πολεμικών τίνων ηγεμόνων, και έτι σπανιώτερον υπό αυτοκράτορος ενάρετου. Εν μέσω των αδιαφορών τούτων και μικρών μεταβολών, η επικρατούσα δεισιδαιμονία εξευτελίζει το θρήσκευμα και την δημοσίαν ηθικήν, δίδουσα αφορμήν εις απρεπεστέρας θρησκευτικός διενέξεις και όργανον γινομένη της πολιτικής». Σε άλλο σημείο ο αναγνώστης συναντά παρατηρήσεις σαν την παρακάτω: «Κυβέρνησις, στρατιωτική και δεσποτική, έκλυσις ηθών και άσωτος πολιτεία, τοιούτοι είναι οι κυριώτεροι χαρακτήρες του Βυζαντινού κράτους μετά την εποχήν ταύτην και σχεδόν μέχρι της καταστροφής του» (Κ.θ. Δημαράς 1986, δελ. 123124). Ακριβώς τον επόμενο χρόνο ο κατοπινός εθνικός ιστοριογράφος δε θα διστάσει να ταυτιστεί μ' εκείνους που διαχωρίζουν τον ελληνισμό από το Βυζαντινό κράτος: «... την μέσην Ελληνικήν Ιστορίαν αποτελεί η μέση Ελληνική Ιστορία... ουσιωδέστατα δε διακρίνεται από της Βυζαντινής Ιστορίας».
Οι παραπάνω απόψεις του Παπαρρηγόπουλου μας εντυπωσιάζουν ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι τις χρησιμοποιεί ως επιχειρήματα στην ιδεολογική διαμάχη που είχε με έναν άλλο λόγιο της εποχής, το Γεώργιο Παππαδόπουλο. Ο Παππαδόπουλος ήταν ένας από τους πρώτους ιστορικούς αυτής της εποχής που υποστήριξαν ότι η βυζαντινή ιστορία αποτελεί αναπόσπαστο κεφάλαιο της ελληνικής και ο Παπαρρηγόπουλος βασίστηκε στις παραπάνω εκτιμήσεις για να τον αντικρούσει.5 Πάντως το βασικό συμπέρασμα από την αναφορά στις νεανικές απόψεις του Παπαρρηγόπουλου περί βυζαντινής ιστορίας συμπυκνώνεται στη σύμπλευση του με τους άλλους σημαντικούς διανοούμενους της εποχής του καθώς και στη συμφωνία του με την γενική εκτίμηση ότι Βυζάντιο και ελληνισμός δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση.
Τα κείμενα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω διακρίνονται το καθένα για την ιδιαιτερότητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα ο συγγραφέας. Είναι ωστόσο δυνατό να ανιχνεύσουμε μέσα σε όλα δύο βασικές ομοιότητες, δυο κοινά χαρακτηριστικά σημεία.
Η πρώτη ομοιότητα συνίσταται στην κοινή εκτίμηση ότι ο ελληνισμός σε κάποια στιγμή έπαψε να έχει έντονη και αξιόλογη παρουσία μέσα στο χώρο της ιστορίας και κατόπιν επανεμφανίστηκε με την Ελληνική Επανάσταση. Για τους παραπάνω συγγραφείς αλλά και για την κατεστημένη ιδεολογία της εποχής υπάρχει το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν και το ένδοξο παρόν της επανάστασης. Οι Έλληνες που ξεκίνησαν τον Αγώνα· και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν το πρώτο νεοελληνικό κράτος αποτελούν κατευθείαν απογόνους των αρχαίων, τους άμεσους κληρονόμους της αρχαίας δόξας.
Η δεύτερη ομοιότητα έχει να κάνει με την κοινή εκτίμηση ότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους ζούσε ένα έθνος που ήταν μεν ελληνικό αλλά δεν είχε καμία επίσημη σχέση με την κρατική οργάνωση του Βυζαντίου. Οι Έλληνες, ένας από τους πολλούς λαούς της πολυεθνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατορθώνουν αυτή την εποχή απλά να επιβιώσουν, χωρίς όμως να μεγαλουργούν όπως έκαναν τα αρχαία χρόνια.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο σε όλα τα κείμενα που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα είναι το γεγονός ότι ο αποκλεισμός του Βυζαντίου από την ιστορική πορεία των Ελλήνων αποτελεί επιστημονική ορθοδοξία για εκείνη την εποχή και όχι άποψη κάποιων που εκφράζουν την επιστημονική μειοψηφία ή κάποιες περιθωριακές απόψεις. Η θέση ότι η Ελλάδα της μετεπαναστατικής εποχής ελάχιστη σχέση έχει με το βυζαντινό κόσμο φαίνεται να είναι γερά εδραιωμένη στα πλαίσια της κατεστημένης ιδεολογίας. Ενδεικτικό μάλιστα του κύρους και της βαρύτητας που είχαν οι παραπάνω αντιβυζαντινές απόψεις είναι και το γεγονός ότι αρκετά χρόνια μετά τη διατύπωση των φιλοβυζαντινών και ενωτικών απόψεων του Παπαρρηγόπουλου και αφού πια οι απόψεις αυτές έχουν αρχίσει να περιβάλλονται το μανδύα της επιστημονικής ορθοδοξίας δεν απουσιάζουν εκείνοι που εξακολουθούν να διαμαρτύρονται για την περιφρόνηση του βυζαντινού κόσμου.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ένα δημοσίευμα στον περιοδικό τύπο της εποχής. Το 1867, αρκετά χρόνια δηλαδή μετά την έκδοση του πρώτου τόμου της «Ιστορίας του ελληνικού έθνους» του Παπαρρηγόπουλου, συναντάμε στο περιοδικό «Ελπίς» ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον εκείνων που περιφρονούν τη μελέτη της βυζαντινής ιστορίας: «Ημείς έχομεν εστραμμένον τον μεν ένα των οφθαλμών εις την κλασσικήν αρχαιότητα, τον δ' έτερον προς την κλασσικήν νεότητα, και αφήνομεν αόρατον την μεσότητα, και δια τούτο πάσχομεν κλασσικόν στραβισμόν, και αφήσαμεν τον μέσον αιώνα αόρατον και απαρασκεύαστον, και τους πειρωμένους να εξερευνήσωσι τα κατ' αυτόν και να φέρωσι σύνδεσμον και ενότητα εις τας δύο του ελληνικού βίου ακρότητας θεωρούμεν ως ματαιοπονούντας».6
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1830 και τις αρχές της επόμενης δεκαετίας αυτά είναι τα βασικά γνωρίσματα της επίσημης ιδεολογίας στα πλαίσια του πρώτου νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Το βασικό στοιχείο που προσδιορίζει την Ελλάδα μέσα στον ιστορικό χώρο και χρόνο είναι το ότι αποτελεί συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας. Η κατεστημένη ιδεολογία της εποχής θέλει το νεοσύστατο κράτος κληρονόμο και ιστορικό διάδοχο του αρχαίου κόσμου, άσχετομε οτιδήποτε και οποιονδήποτε πέρασε ή έζησε κατά καιρούς στα χώματα του, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Τούρκοι. Βέβαια οι φωνές που αμφισβητούν τις παραπάνω εκτιμήσεις έχουν αρχίσει ήδη να ακούγονται. Οι επεκτατικές βλέψεις της κυρίαρχης τάξης και η συνακόλουθη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας θα επιτρέψουν σ' αυτές τις φωνές να γίνουν πιο ισχυρές και«πειστικές» ενώ παράλληλα θα οδηγήσουν σε κρίση και παρακμή τα προϋπάρχοντα ιδεολογικά και ιστορικά σχήματαν
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΑΡΩΝΗ ΤΣΙΧΛΗ Καίτη: Αγροτικές εξεγέρσεις στην Παλιά Ελλάδα (1833 1881), Παπαζήσης, Αθήνα 1989
2. ΒΕΛΟΥΔΗΣ Γιώργος: Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμοΐι, Μνήμων, Αθήνα 1982
3. ΔΗΜΑΡΑΣ Κωνσταντίνος θ.: «Η νέα ελληνική συνείδηση και τα ιστορικά της. θέσεις, αντιθέσεις, συγκερασμός», Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1978
4. ΔΗΜΑΡΑΣ Κωνσταντίνος θ.: Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1985
5. ΔΗΜΑΡΑΣ Κωνσταντίνος θ.: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1986
6. ΔΗΜΑΡΑΣ Κωνσταντίνος θ.: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 1989
7. ΕΛΛΑΣ. Πολιτική κατάστασις αυτής (ημιεπίσημο ανώνυμο κείμενο) Σεπτέμβριος 1837, Αθήνα 1857
8. ΗΛΙΟΥ Φίλιππος: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Νεωτεριστικές προκλήσεις και παραδοσιακές αντιστάσεις», Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1978
9. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ Πασχάλης Μ.: «Το ελληνικό κράτος ως εθνικό κέντρο», Σύγχρονα θέματα, τχ. 13, Δεκέμβριος 1981
10. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ Πασχάλης Μ.: «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα: προοπτικές από τον ελληνικό 19ο αιώνα», στο συλλογικό 'Οψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, σελ. 107-121, επιμ. Δ.Γ. Τσαούσης, Εστία, Αθήνα 1984.
11. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ Πασχάλης Μ.: «Ιδεολογικές επιλογές και ιστοριογραφική πράξη. Σπυρίδων Παπαδόπουλος και Domenico Caminer», θησαυρίσματα, τομ. 20(1990), σελ. 500-517
12. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ Πασχάλης Μ.: «Το ιστορικό εκκρεμές και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος», Νέα Εστία, τχ. 1546, Δεκέμβριος 1991
13. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ Βασίλης: Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), β1 έκδοση, Εξάντας, Αθήνα 1988
14. ΛΑΪΟΣ Γ. Α.: «Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος», Μνημοσύνη, τομ. 5 (1974-1975), σελ. 284-324
15. ΑΙΑΚΟΣ Αντώνης: Η ιταλική ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα, 1859-1862, θεμέλιο, Αθήνα 1985
16. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Απομνημονεύματα, εισαγωγή και σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμοι Α' και Β', Αθήνα 1947
17. ΜΗΛΙΟΣ Γιάννης: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Εξάντας, Αθήνα 1988
18. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος: Ιστορία του ελληνικού έθνους, συμπληρώσεις Π. Καρολίδη, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932
19. PETROPULOS John Ν.: Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), τόμοι Α1 και Β', Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985
20. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος: Ο Heinrich Kiepert και το εθνογραφικό πρόβλημα εις την χερσόνησον του Αίμου. Η ανέκδοτος αλληλογραφία του Γερμανού χαρτογράφου με τον Κωνσταντίνον Παπαρρηγόπουλον (1877-1878), Αθήνα 1974
21. ΣΒΟΡΩΝΟΣ Νίκος Γ.: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, γ' έκδοση, θεμέλιο, Αθήνα 1987
22. ΣΚΟΠΕΤΕΑ Έλλη: Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (18301880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988
23. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κωνσταντίνος: Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, ε' έκδοση, θεμέλιο, Αθήνα 1987
24. ΦΑΛΛΜΕΡΑΥΕΡ Ι. Φ.: Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, εισαγωγή - σχόλια Κ. Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984
25. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Αικατερίνη: Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και το σλαβικό ζήτημα, Νέα Εστία, τχ. 1546, Δεκέμβριος 1991
26. Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων: Η δράσις του Συλλόγου κατά την εκατονταετίαν 1869-1969, επιμ. A.N. Παπακώστας, Αθήνα 1970.
Σημειώσεις
1. Για μια περιγραφή αυτών των αλλαγών καθώς και του νέου οικονομικού και κοινωνικού ρόλου που αναλαμβάνουν οι ελληνόφωνοι έμποροι βλ., Ν. Σβορώνος: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, θεμέλιο, σελ. 173196, Κ. Τσουκαλάς: Εξάρτηση και αναπαραγωγή, θεμέλιο, σελ. 3157, Γ. Μηλιός: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας, σελ. 163206 και Β. Κρεμμυδάς: Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (17001821), Εξάντας.
2. Για το ρόλο της ελληνικής γλώσσας και της ελληνόγλωσσης τυπογραφίας αυτή την εποχή, βλ., Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σελ. 3157.
3. Για μια περισσότερο αναλυτική παρουσίαση της ιστορικής βιβλιοπαραγωγής αυτής της περιόδου, βλ. Κ.θ. Δημαράς 1986, σελ. 5055.
4.. Για μια περισσότερο διεξοδική παρουσίαση και κριτική του κρατικού προγράμματος αυτής της περιόδου ενδεικτικά και μόνο βλ., John A. Petropulos 1985, τομ. Α', σελ. 190255 και 271293 και Γ. Μηλιός 1988, σελ. 209224. Για μια αναλυτικότερη αναφορά στο ζήτημα των ιδεολογικών παραμέτρων αυτού του κρατικού προγράμματος βλ., Π. Κιτρομηλίδης 1984.
5.. Για την οξεία σύγκρουση Παππαδόπουλου - Παπαρρηγόπουλου και τις διάφορες άλλες παραμέτρους της βλ., Κ.θ. Δημαράς 1986, σελ. 122125.
6. Περιοδικό Η Ελπίς, 12.9.1867, αναφέρεται στο Ε. Σκοπετέα 1988, σελ. 182.