Για τη στρατηγική του αντικαπιταλιστικού κινήματος. Μέρος Γ'
Σε περικυκλωμένο έδαφος
του Ηλία Ιωακείμογλου

Η ισχύς ενός μαχόμενου σχηματισμού είναι ανάλογη της απειλής που δέχεται. Επομένως, η μέγιστη ισχύς του σχηματισμού αντιστοιχεί στο μέγιστο κίνδυνο, και οι έξοδοι διαφυγής και σωτηρίας είναι ένα αδύναμο σημείο του αμυνόμενου σχηματισμού1, αφού μειώνουν τον κίνδυνο άρα και τις δυνάμεις του.

Όπως λέει και ο Sun Tsu:

Ας υποθέσουμε ότι βρίσκομαι σε περικυκλωμένο έδαφος. Εάν ο εχθρός ανοίξει μια διέξοδο διαφυγής στα στρατεύματα μου ώστε να μπουν στον πειρασμό να ξεφύγουν, κλείνω τη δίοδο έτσι ώστε οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες μου να έχουν τη θέληση να αγωνιστούν μέχρι θανάτου.

(«Η τέχνη του πολέμου»)

Δύο case studies αυτής της στρατηγικής, αποτελούν

* το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ευς), και

* η συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα μετά τη στροφή της οικονομικής πολιτικής τον Οκτώβριο του 1985 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, πρόγραμμα λιτότητας)2.

1. Case study 1: το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών

Αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τους λόγους για την εμμονή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο σχέδιο της ΟΝΕ, δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε γιατί η Γερμανία έχει συμφέρον από τη διατήρηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η χώρα αυτή έχει

* το χαμηλότερο πληθωρισμό,

* το ισχυρότερο κοινοτικό νόμισμα (που σημαίνει ότι η πτώση του αμερικανικού νομίσματος ευνοεί το μάρκο έναντι των άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων),

* τη μέγιστη εμπιστοσύνη των κερδοσκόπων που περιφέρουν ανά τον πλανήτη τα κεφάλαια τους σε αναζήτηση του μέγιστου κέρδους, και που απομακρύνονται από το γερμανικό νόμισμα μόνον όταν τα πραγματικά επιτόκια μιας άλλης χώρας είναι ουσιαστικά μεγαλύτερα από τα γερμανικά.

Με αυτά τα δεδομένα, υπό συνθήκες κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, το μάρκο θα έπρεπε να ανατιμηθεί, που σημαίνει ότι το γερμανικό νόμισμα είναι σήμερα υποτιμημένο. Η Γερμανία εμπορεύεται, δηλαδή, με ανατιμημένα τα νομίσματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, και επιτυγχάνει έτσι μια παραπέρα βελτίωση του εμπορικού της ισοζυγίου.

Απομένει όμως το ερώτημα, γιατί οι άλλες χώρες της ΕΟΚ αποδέχονται - και επιπλέον επιδιώκουν την εδραίωση - ενός τέτοιου συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία ενισχύεται περαιτέρω:

Μέσα από τα διαδοχικά σχέδια για την ΟΝΕ και τις επιπτώσεις τους, οι χώρες της Κοινότητας επιδιώκουν, βέβαια, την προώθηση των δικών τους ιδιαίτερων συμφερόντων. Και το πρώτο και κυριότερο συμφέρον κάθε χώρας, μέσα σε συνθήκες κρίσης σαν τη σημερινή, είναι η αναδιάρθρωση της παραγωγής με γνώμονα την αποκατάσταση της κερδοφορίας στα επίπεδα εκείνα που απαιτεί η «υγιής», απρόσκοπτη, λειτουργία του οικονομικού μας συστήματος.

Αυτόν λοιπόν ακριβώς τον στόχο εξυπηρετεί η διατήρηση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Διότι, ουσιαστικά ισοδυναμεί με ανατίμηση όλων των ευρωπαϊκών νομισμάτων έναντι του μάρκου:

θέτει ης εθνικές οικονομίες που συμμετέχουν σήμερα στο ΕΝΣ και αύριο στο κοινό νόμισμα, σε κατάσταση «μάχης σε περικυκλωμένο έδαφος»· εκθέτει τα κεφάλαια κάθε μιας από αυτές τις χώρες στη διεθνή ανταγωνιστική πίεση και τα εξωθεί, έτσι, στον εκσυγχρονισμό, που είναι ο μόνος δυνατός τρόπος με τον οποίο μπορούν να επιζήσουν. Βρίσκονται, λοιπόν, σε περικυκλωμένο έδαφος και προσπαθούν να προσαρμοστούν στο «μοντέλο Γερμανία».

Και μόνον όταν αυτή η προσαρμογή δεν είναι άμεσα εφικτή, τότε μετατρέπεται σε κρίση του ΕΝΣ.

Διότι, τόσο η ικανότητα προσαρμογής ενός παραγωγικού συστήματος στο διεθνή ανταγωνισμό, όσο και ο βαθμός ανοχής της αδιάλειπτης μεταφοράς των πιέσεων του διεθνούς ανταγωνισμού στο εσωτερικό, καθορίζονται από τις εθνικές ιστορικές συνθήκες κάθε ξεχωριστής χώρας.

Επομένως, το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΕΝΣ ή ΟΝΕ), είναι από τη φύση του ένα σύστημα σε ασταθή ισορροπία: απειλείται διαρκώς από τη διαφορετική ιστορική εξέλιξη στις χώρες της Ευρώπης, τους άνισους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας (που αντανακλώνται στους άνισους ρυθμούς πληθωρισμού), τις διαφορετικές εθνικές καταναλωτικές συνήθειες, τις διαφορετικές ευαισθησίες των λαών στην (πραγματική ή φαντασιακή) εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους...

Η στρατηγική τον περικυκλωμένου εδάφους ενεργοποιεί, λοιπόν, όλες τις δυνάμεις του μαχόμενου σχηματισμού (που στο παράδειγμα μας είναι ο κάθε ξεχωριστός εθνικός καπιταλισμός). Αυτό το ίδιο παράδειγμα αναδεικνύει όμως και τα εσωτερικά όρια αυτής της στρατηγικής: υπάρχει ένα κατώφλι απειλής πέραν του οποίου η στρατηγική του περικυκλωμένου εδάφους τείνει να εγκαταλειφθεί (στο παράδειγμα μας, το κατώφλι αυτό εξαρτάται από την ικανότητα προσαρμογής του κάθε εθνικού παραγωγικού συστήματος στην πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού).

2. Case sturdy 2: η συσσώρευση κεφαλαίου και η αγορά εργασίας στην Ελλάδα (1986-1992)

2.1. Οι μετασχηματισμοί της συσσώρευσης προκαλούν αλλαγές στην αγορά εργασίας

Η αγορά εργασίας δεν είναι μια αγορά στην οποία παρουσιάζονται ανεξάρτητα, από τη μια μεριά όσοι προσφέρουν εργασία και από την άλλη όσοι ζητούν εργασία3. Διότι, το κεφάλαιο επιδρά πάνω και στις δύο πλευρές - πάνω στην προσφορά, αλλά και πάνω στη ζήτηση: η κίνηση του, η συσσώρευση του, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποσότητα, την ποιότητα και το status (τον τρόπο ύπαρξης), της εργασιακής δύναμης - που είναι το εμπόρευμα το οποίο πωλείται στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, οι ανάγκες υπεραξίωσής του σε διευρυνόμενη κλίμακα, τείνουν να μεταβάλουν, κάθε φορά που αυτό είναι αναγκαίο, τόσο την εργασιακή διαδικασία (δηλαδή τα μέσα και την οργάνωση της εργασίας), όσο και την αγορά εργασίας.

Η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση δεν καθορίζει, όμως, μονοσήμαντα τις αλλαγές στην αγορά εργασίας· έχει δηλαδή αντιφατικά αποτελέσματα πάνω της, για τον πολύ απλό λόγο ότι έχει αντιφατικές ανάγκες:

* Η εργασιακή δύναμη, για να είναι εκμεταλλεύσιμη, πρέπει καταρχήν να έχει τα μέσα να συντηρηθεί. Η καταστροφή της, δηλαδή, δεν είναι επωφελής για το κεφάλαιο (εκτός από ειδικές περιπτώσεις: όταν απειλείται η ίδια η εξουσία του).

* Η εργασιακή δύναμη, για να είναι εκμεταλλεύσιμη, πρέπει να έχει εκείνες τις ιδιότητες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή (πρέπει να είναι ικανή, δηλαδή, να θέτει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής έτσι ώστε να πραγματοποιείται μια «υγιής», κερδοφόρος, παραγωγή εμπορευμάτων).

* H εργασιακή δύναμη, για να είναι εκμεταλλεύσιμη, πρέπει να είναι πειθαρχημένη στο δεσποτισμό του κεφαλαίου. Από εδώ απορρέει ένα βασικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής χρήσης της εργασιακής δύναμης: η ανασφάλεια της απασχόλησης.

* H εργασιακή δύναμη, για να είναι εκμεταλλεύσιμη, πρέπει να μπορεί να αναπαραχθεί: οι μάζες των εργαζομένων που αποσύρονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την αγορά εργασίας, πρέπει να αντικαθίστανται με άλλες - έτσι ώστε να συνεχίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος. Η αναπαραγωγή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, είτε ενδογενώς, μέσω της βιολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής μιας «αυτόχθονης» εργατικής τάξης, είτε εξωγενώς, μέσω της ενσωμάτωσης στην εργασιακή δύναμη «ήδη έτοιμων» εργατών, που προέρχονται από τον παραδοσιακό τομέα του κοινωνικού σχηματισμού (αγρότες), από άλλες χώρες (μετανάστες), και από την οικιακή εργασιακή διαδικασία (γυναίκες).

* Η εργασιακή δύναμη, για να είναι εκμεταλλεύσιμη, πρέπει να είναι άφθονη.

Έτσι, η συσσώρευση κεφαλαίου παράγει αντιφατικά αποτελέσματα πάνω στην εργασιακή δύναμη. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε αντιφατικούς «στόχους»:

* Ανάμεσα στην προστασία, τη συντήρηση, την αναπαραγωγή και την εκπαίδευση της εργασιακής δύναμης από τη μια, και την καταστροφή, περιθωριοποίηση, εγκατάλειψη της από την άλλη.

* Ανάμεσα στη «θεσμοποίηση» των εργασιακών σχέσεων και την ανάπτυξη των κρατικών μορφών διαχείρισης της εργασιακής δύναμης με σκοπό την αναπαραγωγή της και την αποτελεσματικότερη χρήση της από τη μια, και στην κατάργηση κάθε θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων, την «αντιρύθμιση» της αγοράς εργασίας από την άλλη.

Συνακόλουθα, οι μεταστροφές της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, όταν πραγματοποιούνται, μετασχηματίζουν την αγορά εργασίας, ενισχύοντας την μια ή την άλλη πλευρά των παραπάνω αντιφατικών τάσεων του κεφαλαίου, αναδεικνύοντας σε σημαντικότερο στοιχείο της αγοράς εργασίας, άλλοτε την «αντιρύθμιση» και άλλοτε την «θεσμοποίηση» των εργασιακών σχέσεων άλλοτε την αναβάθμιση των ικανοτήτων των εργαζόμενων τάξεων και άλλοτε την απαξίωση της εργασιακής δύναμης· άλλοτε την ενσωμάτωση των μεταναστών και άλλοτε τον αποκλεισμό τους· άλλοτε την έξοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας και άλλοτε την επιστροφή τους στο νοικοκυριό κ.ο.κ.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ιστορικά, ότι αυτές οι αντιφατικές ανάγκες της συσσώρευσης αναφορικά με την εργασιακή δύναμη, προσδίδουν ενίοτε - και μάλλον συχνά - στην αγορά εργασίας το χαρακτήρα της πολλαπλής αγοράς: η αγορά εργασίας κατακερματίζεται σε τμήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ικανοποιούν καθορισμένες ανάγκες της παραγωγής. Έτσι, η μεταπολεμική αγορά εργασίας στις χώρες της Δ. Ευρώπης διαιρέθηκε, σχηματικά, σε δύο βασικά τμήματα: ένα τμήμα ειδικευμένης εργασιακής δύναμης και ένα τμήμα ανειδίκευτης. Στο πρώτο τμήμα υπήρχαν υψηλότερες αμοιβές, μεγαλύτερη σταθερότητα στην απασχόληση, συνδικαλιστική οργάνωση, πλειοψηφία των λευκών, «αυτοχθόνων» ανδρών, πρόσβαση στα μικροαστικά καταναλωτικά πρότυπα, σαφώς καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, συνεχής επαγγελματική κατάρτιση κ.λ.π. Στο δεύτερο τμήμα, της ανειδίκευτης εργασίας, υπήρχαν μικρότεροι μισθοί, μεγαλύτερη ανασφάλεια, γυναίκες μετανάστες προερχόμενοι από τον αγροτικό τομέα έγχρωμοι, χαλαρό θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης εργασιακών σχέσεων...

Και πάλι σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας εξυπηρετούσε ανάγκες της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας, ενώ το δεύτερο εν μέρει της βιομηχανίας (ταιηλορισμός φορντισμός) εν μέρει των υπηρεσιών.

Η σύγχρονη κρίση του καπιταλισμού επιφέρει αλλαγές στη συσσώρευση κεφαλαίου που με τη σειρά τους τείνουν να μετατρέψουν και την αγορά εργασίας. Επειδή όμως η συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιείται μέσα σε συγκεκριμένες, ιστορικές, συνθήκες κάθε ξεχωριστής χώρας, η ανάλυση των μεταβολών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην ανάλυση της συσσώρευσης κεφαλαίου στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

2.2. Η πόλωση της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα

Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα εισέρχεται, από το 1986, στη φάση εκείνη κατά την οποία ο διεθνής ανταγωνισμός γίνεται το μέσο για την εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων, για την αναδιάρθρωση της παραγωγής και τον τεχνολογικό της εκσυγχρονισμό, για τη μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της εργασίας, για την ενίσχυση της διευθυντικής εξουσίας της εργοδοσίας πάνω στην παραγωγή και την αύξηση των βαθμών ελευθερίας του κεφαλαίου σε ό,τι αφορά τους μετασχηματισμούς (τεχνολογικούς, οργάνωσης της εργασίας και της αγοράς εργασίας...), για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας, και τελικά για την ανόρθωση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, της κερδοφορίας.

Η ανταγωνιστική πίεση γίνεται, λοιπόν, ο βασικός μοχλός όλων των μετασχηματισμών του ελληνικού καπιταλισμού με σκοπό την αναβάθμιση του στο διεθνές οικονομικό σύστημα.

Ωστόσο, αυτή η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι αφορά καταρχήν μόνον ένα μέρος της ελληνικής οικονομίας: είναι δηλαδή, δυνατό να θεωρήσουμε, σχηματικά, ότι ένα τμήμα της ελληνικής οικονομίας είναι διεθνοποιημένο (υφίσταται δηλαδή τις συνέπειες από τη διείσδυση των εισαγωγών, αλλά και διεκδικεί ένα μερίδιο αγοράς στις ξένες αγορές) και ένα άλλο τμήμα της είναι προφυλαγμένο, εσωστρεφές.

Σχηματικά λοιπόν, στο πρώτο τμήμα της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται το μεγαλύτερο τμήμα της μεταποίησης και της γεωργίας, ο κλάδος των ορυχείων (εκτός ενεργειακών), και ένα σύγχρονο τμήμα των υπηρεσιών. Ενώ στο δεύτερο τμήμα, το προστατευμένο από το διεθνή ανταγωνισμό, περιλαμβάνονται το εμπόριο και οι τηλεπικοινωνίες (προς το παρόν, αφού ήδη εμφανίζεται διείσδυση ξένου κεφαλαίου και στους κλάδους αυτούς), η οικοδομή, ο ηλεκτρισμός ύδρευση, οι μικρές επιχειρήσεις «παραδοσιακών» και «γενικών» υπηρεσιών, και τέλος, ένα μικρό τμήμα της μεταποίησης.

Επομένως, η αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικής πίεσης αφορά την οικονομία με άνισο τρόπο, άρα έχει και άνισα αποτελέσματα, πάνω στους δυο τομείς της ελληνικής οικονομίας (τον διεθνοποιημένο και τον προστατευμένο).

Αυτά τα άνισα αποτελέσματα μεταφράζονται και σε διαφορετικές απαιτήσεις σε εργασιακή δύναμη.

Αλλά και σε ό,τι αφορά τον τομέα της ελληνικής οικονομίας που είναι εκτεθειμένος στο διεθνή ανταγωνισμό, παρατηρούνται επίσης άνισα αποτελέσματα:

* ένα τμήμα του εκτεθειμένου τομέα τείνει να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά, να εγκαταστήσει νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας, να εκπαιδεύσει την εργασιακή δύναμη που χρησιμοποιεί, και

* ένα τμήμα του εκτεθειμένου τομέα τείνει σε μια «φυγή προς τα πίσω», δηλαδή σε μια προσαρμογή κακήν κακώς στο διεθνή ανταγωνισμό, κάνοντας χρήση των ευκαιριών άγριας εκμετάλλευσης που του προσφέρει η ίδια η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (χαμηλοί μισθοί, αντιρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κ.λπ.).

Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σ' ένα φαινόμενο πόλωσης της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, όπου οι δύο πόλοι του διεθνοποιημένου παραγωγικού συστήματος ακολουθούν αποκλίνουσα πορεία.

Είναι σαφές, ότι αυτή η πόλωση της συσσώρευσης τείνει να παράγει μια πόλωση στην ίδια την αγορά εργασίας.

Σχηματικά, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα, από το 1986 και μετά, και ιδιαίτερα από το 1990, όταν η αντιρύθμιση γίνεται συστατικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής, τείνει να διαιρεθεί υπό το βάρος δύο διαδικασιών:

* Πρώτον, υπό το βάρος της διαίρεσης της ελληνικής οικονομίας σε δύο τμήματα, ένα διεθνοποιημένο, εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό, και ένα προστατευμένο, προφυλαγμένο και εσωστρεφές.

* Δεύτερον, υπό το βάρος της πόλωσης της συσσώρευσης κεφαλαίου στο εσωτερικό του διεθνοποιημένου τομέα, ανάμεσα σε ένα τμήμα που εκσυγχρονίζεται και αναβαθμίζεται τεχνολογικά και οργανωτικά αφενός, και σε ένα τμήμα που προσαρμόζεται στο διεθνή ανταγωνισμό κακήν κακώς «προς τα πίσω».

2.3. Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας

Έτσι, κατ' αντιστοιχία με τα παραπάνω, η αγορά εργασίας τείνει να διαιρεθεί καταρχήν σε δυο μεγάλα τμήματα:

* Ένα τμήμα ειδικευμένης εργασιακής δύναμης στο οποίο συμμετέχουν άνδρες, ελληνικής υπηκοότητας, που εργάζονται στη μεγάλη βιομηχανία, των οποίων οι μισθοί είναι πάνω από το μέσο εθνικό όρο και των οποίων η εργασία διέπεται από σαφές θεσμικό πλαίσιο. Καθώς, αργά ή γρήγορα γίνεται φανερό ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός στο διεθνοποιημένο τμήμα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συμμετοχή των εργαζομένων, η τάση συγκρότησης ενός τέτοιου τμήματος της αγοράς εργασίας, καθώς και η τάση αποχωρισμού του από την υπόλοιπη εργασιακή δύναμη στο μέλλον θα εντείνονται.

* Ένα τμήμα ανειδίκευτης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν γυναίκες, μετανάστες, νέοι και το οποίο αφορά κυρίως τη μικρή βιομηχανία (τουλάχιστο αυτή που προσαρμόζεται στο διεθνή ανταγωνισμό με φυγή «προς τα πίσω» ή που είναι εσωστρεφής), το μη διεθνοποιημένο κομμάτι των υπηρεσιών, την οικοδομή, τις οριακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις... Οι μισθοί σ' αυτό το τμήμα εργασίας είναι κάτω από το μέσο όρο, το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων χαλαρό έως ανύπαρκτο, άρα και η εργασιακή δύναμη «ευέλικτη», δηλαδή έρμαιο των διαθέσεων του εργοδότη. Το τμήμα αυτό της αγοράς εργασίας θα τείνει να αναπτυχθεί στο βαθμό που αυξάνεται η ανεργία και η αντιρύθμιση, στο βαθμό που η προσαρμογή κακήν κακώς ενός κομματιού του διεθνοποιημένου τμήματος της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίζεται, και στο βαθμό που θα διατηρούνται ή θα αναπτύσσονται νησίδες παραγωγής προστατευμένες από τον διεθνή ανταγωνισμό.

Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, δημιουργείται και σ' αυτό το θέμα ένας δυϊσμός: στο τμήμα της αγοράς εργασίας που αντιστοιχεί στην αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος υπάρχει, και θα αναπτύσσεται ακόμη παραπέρα στο μέλλον, ένα ευνοϊκό έδαφος, ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες παρέμβασης. Στο τμήμα της αγοράς εργασίας που αντιστοιχεί στον πόλο της «φυγής προς τα πίσω», αντίθετα, η υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων γίνεται δυσκολότερη. Κατά μείζονα λόγο, η συνδικαλιστική δράση αποκτάει προτιμησιακές σχέσεις με τον «πόλο του εκσυγχρονισμού»4.

Η παραπάνω διαίρεση της αγοράς εργασίας, θα γίνεται όλο και πιο έντονη, στο βαθμό που θα εντείνεται παραπέρα η πόλωση της συσσώρευσης και θα δημιουργείται μια οικονομία με διπλή υπόσταση: το κομμάτι της που θα φεύγει «προς τα εμπρός» μέσω εκσυγχρονισμού, και το κομμάτι της που θα φεύγει «προς τα πίσω» μέσω της επαναφοράς των πιο αρχαϊκών μορφών εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης.

Τα δύο τμήματα της αγοράς εργασίας θα τείνουν, έτσι, να ξεχωρίζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, θα χαρακτηρίζονται δηλαδή από σχετική αυτονομία:

* θα διαθέτουν ισχυρούς φραγμούς στην είσοδο. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική κινητικότητα θα περιοριστεί και ότι η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας θα αυξηθεί.

* θα διαθέτουν διαφορετικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής. Η αναπαραγωγή του «ειδικευμένου» τμήματος δεν μπορεί παρά να είναι ενδογενής, δηλαδή να στηρίζεται στην ίδια τη «θεσμοποιημένη» εργασιακή δύναμη, στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της πρόσβασης των εργαζομένων στους «καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης». Η αναπαραγωγή του δεύτερου τμήματος, τείνει αντίθετα να πραγματοποιηθεί με την εκμετάλλευση νέων «κοιτασμάτων» εργασιακής δύναμης, που μετά την εξάντληση τους θα εγκαταλείπονται στην τύχη τους ή θα εκδιώκονται από την αγορά εργασίας (πίσω στον τόπο προέλευσης τους: στην ύπαιθρο, στο νοικοκυριό ή σε άλλες χώρες...).

Οι παρεμβάσεις των συνδικάτων απευθείας στα προβλήματα της αγοράς εργασίας (εργασιακές σχέσεις, μισθοί...), πέρα από τη μεγάλη τους σημασία, δεν παύουν να αποτελούν αμυντικές κινήσεις, οι οποίες προσπαθούν να αναχαιτίσουν τις δυσμενείς - για τις εργαζόμενες τάξεις - επιπτώσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Ειδικότερα, στη σημερινή φάση της πόλωσης της συσσώρευσης και της συνακόλουθης τάσης διαίρεσης της αγοράς εργασίας, η συνδικαλιστική δράση προσπαθεί να αντιμετωπίσει εκ των υστέρων τα αποτελέσματα αυτής της πόλωσης. Έτσι, όμως, αφήνει άθικτη την ίδια τη διαδικασία πόλωσης στην οποία δεν παρεμβαίνει: καταπολεμάει δηλαδή τις επιπτώσεις και όχι την αιτία τους.

Επομένως, ο συντονισμός των συνδικαλιστικών προσπαθειών, σε κεντρικό επίπεδο, για την ενίσχυση των υπαρκτών τάσεων αναβάθμισης του παραγωγικού συστήματος και ανακοπής της «φυγής προς τα πίσω» ενός ολόκληρου τμήματος της ελληνικής οικονομίας, μπορεί και πρέπει να αποτελεί ένα πεδίο παρέμβασης των συνδικάτων. Διότι, το ζήτημα δεν είναι να απαλυνθούν οι επιπτώσεις από τη διόγκωση του δευτέρου τμήματος της αγοράς εργασίας, αλλά να ανακοπεί η ανάπτυξη του και στη συνέχεια να συρρικνωθεί σε όφελος του πρώτου τμήματος.

Το πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας, αυτό που θα τείνει να αντιστοιχεί όλο και πιο πολύ στον πόλο του εκσυγχρονιζόμενου τμήματος της ελληνικής βιομηχανίας, αποτελεί προφανώς το πιο ευνοϊκό έδαφος της συνδικαλιστικής παρέμβασης. Αλλά υπό τον όρο ότι θα γίνει αντιληπτή, από τους συνδικαλιστές, η σημασία των νέων επίδικων αντικειμένων που είναι οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις ειδικότητες, το περιεχόμενο της εργασίας, την εκπαίδευση κατάρτιση, την ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής...

Το δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας, κατά τα φαινόμενα, έχει ήδη υποκύψει στις απαιτήσεις της «αντιρύθμισης», λειτουργεί όλο και περισσότερο χωρίς θεσμικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, με χαμηλές αμοιβές και φθίνουσα συνδικαλιστική οργάνωση.

Ενώ το πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας μπορεί να αποτελέσει το έδαφος εγκατάστασης των συνδικαλιστικών φρουρίων, το δεύτερο τμήμα, πέρα από τον χαμηλό βαθμό συνδικαλισμού, μπορεί να αποτελέσει και την πηγή μιας σειράς άλλων προβλημάτων:

* Μπορεί να αποτελέσει τον χώρο υποδοχής, αλλά και της μόνιμης διατήρησης στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, των μεταναστών, οι οποίοι θα διατελούν έτσι υπό μόνιμο καθεστώς «επισκεπτών» και «ξένων». Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να αναπτυχθούν παραπέρα η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. Όμως, αυτό θα έχει δύο σοβαρές συνέπειες: Πρώτον, η ανάπτυξη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού λειτουργούν αρνητικά για τις εργαζόμενες τάξεις στο σύνολο τους, διότι αποτελούν εφαλτήριο της πιο αντεργατικής και αντιδραστικής πολιτικής που εμφανίστηκε ποτέ στην ιστορία. Δεύτερον, διότι μακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία χρειάζεται τους μετανάστες, αφού η χώρα εισέρχεται σε περίοδο δημογραφικού χειμώνα.

* Μπορεί να ανακόψει τη διαδικασία αναβάθμισης της ποιότητας της εργασιακής δύναμης στην Ελλάδα: διαδικασία ορατή πλέον στα στατιστικά στοιχεία της εκπαίδευσης.

3. Η στρατηγική τον περικυκλωμένου εδάφους, μια διαδικασία υπεράνω πολιτικής βούλησης

Η στρατηγική του περικυκλωμένου εδάφους δεν αποτελεί μια συνειδητή επιλογή της εξουσίας (όπως είναι δυνατό να αποδειχθεί μέσω της ανάλυσης της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα), αλλά μια αναγκαστική (αντικειμενική) κίνηση των δυνάμεων της αστικής τάξης που ακολουθεί το δρόμο της ελαχίστης αντίστασης.

Όμως, αυτό που αναδεικνύει η ανάλυση των παραπάνω παραδειγμάτων είναι ότι

* η στρατηγική του περικυκλωμένου εδάφους (που είναι τελικά μια αναγκαστική κίνηση των αστικών δυνάμεων, η στιγμή μιας διαδικασίας, της διαδικασίας εκκαθάρισης των πιο αδύναμων κεφαλαίων) έχει εσωτερικά όρια που ορίζονται από κατώφλια απειλής, όρια αντοχής και προσαρμοστικότητας του σχηματισμού που υφίσταται την πίεση του αυξημένου κινδύνου

* η ύπαρξη εξόδων διαφυγής και σωτηρίας είναι λίγο πολύ δεδομένες αντικειμενικά, και επιπλέον δεν αφορούν εξίσου όλα τα τμήματα του αμυνόμενου σχηματισμού

* επομένως και η μάχη σε περικυκλωμένο έδαφος παράγει διαφοροποιημένα, άνισα, αποτελέσματα πάνω σ' αυτά τα διαφορετικά τμήματα

* τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι αναγκαστικά επιθυμητά εκ μέρους του «φορέα» της στρατηγικής (του «στρατηγού», στα παραδείγματα μας της κυβέρνησης)

* η στρατηγική του περικυκλωμένου εδάφους δεν ορίζει παρά μόνον μια γενική κατεύθυνση του ανταγωνισμού, ένα γενικό πλαίσιο των μελλοντικών μαχών - των οποίων η λεπτομερής διεξαγωγή και έκβαση παραμένει αδιαφανής σε κάθε είδους απόπειρα προγραμματισμού ή πρόβλεψης

*. ..αλλά μετατρέπει αποφασιστικά το τοπίο (το έδαφος, τις αντικειμενικές συνθήκες) της σύγκρουσης, μετασχηματίζει τους ίδιους τους μαχόμενους σχηματισμούς σε ό,τι αφορά τη διάταξη τους, τις δυνάμεις τους, το μέγεθος των μερίδων τους, τους «βαθμούς ελευθερίας» τους σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές τους κινήσεις και συμμαχίες κ.λπ.

Ίσως τελικά, το πιο σημαντικό από την ανάλυση των παραπάνω περιπτώσεων, να είναι η διαπίστωση ότι η εξέλιξη της ταξικής σύγκρουσης εμφανίζεται στην οπτική που υιοθετήσαμε ως αποτέλεσμα μιας «τυφλής» διαδικασίας· διαδικασίας η οποία έχει γενική κατεύθυνση που είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε· διαδικασίας η οποία ακολουθεί το δρόμο της ελάχιστης αντίστασης - δρόμο που «ανακαλύπτει» μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις και απόπειρες, ακριβώς όπως ένας ορειβάτης που γνωρίζει σε ποια κορυφή θέλει να φτάσει αλλά δεν γνωρίζει το δρόμο· απλώς τον ανακαλύπτει με μια «ευριστική» μέθοδο διαδοχικών προσεγγίσεων, βήμα προς βήμα.

1. Βλέπε στο δεύτερο μέρος του άρθρου στις «θέσεις» No 41, ΟκτώβριοςΔεκέμβριος 1992.

2. «Κρίση και λιτότητα. Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου», «θέσεις» No 14.

3. Βλ. Suzanne de Brunhoff, «Etat et Capital» και Claude Meillassoux, «Femmes, Greniers et Capitaux», αμφότερα στις εκδόσεις Maspero.

4.. Βέβαια, πέρα από την παραπάνω διαίρεση της αγοράς εργασίας, υπάρχουν και παραπέρα διαφοροποιήσεις. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ύπαρξη ενός σημαντικού δημόσιου τομέα, τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες, στον οποίο απασχολείται μια μερίδα της εργασιακής δύναμης που ανήκει κυρίως στο πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας, αλλά διαθέτει επιπλέον μικρότερη εργασιακή ανασφάλεια και επομένως ευνοϊκότερους όρους υπεράσπισης των εργασιακών της δικαιωμάτων.