«Η ιδεολογία της Ποσοτικής Ανάπτυξης» ήταν το θέμα μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης που έγινε πρόσφατα (13-2-92) στο Ινστιτούτο Goethe. Συμμετείχαν οι Καθηγητές Γκ. Σέρχορν και θ. Λιανός και ο Διευθυντής του περιοδικού «Νέα Οικολογία», Μ. Μοδινός. Από την συζήτηση αναδείχθηκαν οι καταστροφικές οικολογικές αλλά και κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης. Ο καθηγητής Σέρχορν με σοβαρά επιχειρήματα ανέπτυξε το παράδοξο της ευημερίας και την αυταπάτη της ανάπτυξης, ενώ οι συνομιλητές του προσπάθησαν να διαφωτίσουν μερικές πτυχές της ποσοτικής ανάπτυξης. Τα όσα λέχθηκαν στη συζήτηση αυτή αγνόησαν ή δεν ανέδειξαν, πιστεύω, με επάρκεια τον κριτικό λόγο που αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας σχετικά με την ανάπτυξη και την καταστροφή της φύσης. Νομίζω ότι η ανάλυση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή εποχή της βασιλείας του νεοφιλελευθερισμού αφού καταδεικνύει ότι η ελευθερία της αγοράς ευθύνεται για ένα μεγάλο αριθμό οικολογικών προβλημάτων που προέκυψαν στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες.
Επιπλέον, κατά την συζήτηση παρατήρησα ότι εκείνο που παρουσιάστηκε ως ιδεολογία της ποσοτικής ανάπτυξης ήταν μια υπεριστορική και μη διαλεκτική σύλληψη που κατέληγε τελικά σε μια απελπιστική ηθικολογία ή απροσδιοριστίες του τύπου «όλοι γνωρίζουμε ποιες είναι οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου» άρα όλοι μπορούμε να προσδιορίσουμε την «ελάχιστη ανάπτυξη» του καθηγητή Σέρχορν ή την «αποανάπτυξη» του Μ. Μοδινού. Έτσι η συζήτηση αυτή αποτελεί ένα καλό ερέθισμα για να ξανασκεφθούμε πώς συγκροτείται αυτό το «όλοι», πώς «γνωρίζουμε» σαν άτομα ή κοινωνία τις ανάγκες μας και πώς οι ιδέες μας και οι γνώσεις μας επηρεάζουν τον τρόπο ανάπτυξης μας και επομένως τη σχέση φύσης κοινωνίας που τόσο απασχολεί την Οικολογία και την Αριστερά σήμερα.
Η Οικονομική του Περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων
Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι η μεγάλη αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης εμπορευμάτων βασίστηκε στην αλόγιστη χρήση πρώτων υλών και ενέργειας ώστε σήμερα να υπάρχει κίνδυνος εξάντλησης τόσο των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων όσο και των ανανεώσιμων στο βαθμό που ο ρυθμός χρήσης των τελευταίων υπερβαίνει τον ρυθμό της φυσικής τους ανάπτυξης. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση του περιβάλλοντος σαν αποδέκτη διαφόρων καταλοίπων παραγωγής, απορριμμάτων κατανάλωσης και επικίνδυνων ρύπων αναγνωρίζεται ότι έχει επιφέρει σοβαρές διαταραχές στους κύκλους της ζωής με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.
Η οικονομική του Περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων αναπτύχθηκε ως ειδικός κλάδος της οικονομικής θεωρίας προκειμένου να μελετήσει και να δώσει λύση στα προβλήματα αυτά. Η ειδική αυτή θεωρία ερμηνεύει τις αρνητικές συνέπειες της ανάπτυξης ως προβλήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη εξωτερικών οικονομιών και δημόσιων αγαθών τα οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ο μηχανισμός της αγοράς χωρίς παρεμβάσεις. Επιπλέον, όσον αφορά τους φυσικούς πόρους οι τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά για τα σχετικά εμπορεύματα δεν θεωρούνται άριστες διότι συνήθως δεν ενσωματώνουν την πρόσοδο στενότητας που εκπηγάζει από την εξαντλησιμότητα των φυσικών πόρων.
Η ρύπανση, λοιπόν, αποτελεί μια αρνητική εξωτερική οικονομία η οποία εξ ορισμού υφίσταται όταν η οικονομική μονάδα που την δημιουργεί δεν φέρει η ίδια όλες τις συνέπειες (το εξωτερικό κόστος, εδώ) των δραστηριοτήτων της. Έτσι το ιδιωτικό κόστος παραγωγής ενός εμπορεύματος είναι μικρότερο του κοινωνικού κόστους με αποτέλεσμα να παράγονται μεγαλύτερες από τις άριστες ποσότητες εμπορευμάτων και επομένως να συμπαράγεται μεγάλος όγκος ρύπανσης. Από αυτή την ανάλυση συνάγεται, λοιπόν, η ανάγκη να «εσωτερικευθεί» το εξωτερικό κόστος ώστε «ο ρυπαίνων να πληρώνει» όλο το κόστος που προκαλεί η δραστηριότητα του, μια αρχή τόσο προσφιλής στους οικολόγους. Επιπλέον, από την ανάπτυξη αυτής της ανάλυσης προκύπτουν και μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος όπως είναι τα ανώτατα όρια ρύπανσης, οι φόροι, οι άδειες ρύπανσης, οι επιδοτήσεις, οι δημόσιες επενδύσεις, κλπ., που, όπως είναι εμφανές, στηρίζονται στην παρέμβαση του κράτους.
Στην οικονομική του περιβάλλοντος, η ποιότητα του περιβάλλοντος και η γενετική και οικολογική ποικιλία αποτελούν δημόσια αγαθά. Τα αγαθά αυτά παρότι έχουν πολλαπλές ωφέλειες δεν είναι σε θέση να τα παράγει η ιδιωτική πρωτοβουλία σε κοινωνικά άριστες ποσότητες. Τα αγαθά αυτά αφής στιγμής προσφερθούν για ένα ή λίγα άτομα είναι διαθέσιμα για όλα τα άτομα της κοινωνίας, δηλ. τα αγαθά αυτά παρουσιάζουν αδιαιρετότητες στην κατανάλωση και αδυναμία αποκλεισμού των ατόμων από την κατανάλωση τους. Ο μηχανισμός της αγοράς αδυνατεί να παρέχει τα αγαθά αυτά - τουλάχιστον σε ικανοποιητικές ποσότητες - και έτσι απαιτείται παρέμβαση του κράτους για την παροχή τους.
Τέλος, για τους φυσικούς πόρους η εξήγηση της καταστροφικής τους χρήσης συνήθως εντοπίζεται στην αδυναμία της αγοράς να προβεί σε δυναμικές αναλύσεις ώστε να διαμορφώνονται τιμές - ακόμα και σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού που χαρακτηρίζονται ως άριστες - που να συμπεριλαμβάνουν πέραν του οριακού κόστους εξόρυξης και την πρόσοδο στενότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυρίαρχη θεωρία για τους φυσικούς πόρους, αντίθετα με πολλούς θρησκευόμενους φυσιοκράτες, βασίζει την έννοια και το μέγεθος της προσόδου στενότητας - ή άλλως την εξαντλησιμότητα των πόρων - στις προβλέψεις για τα καταναλωτικά πρότυπα, στις μεταβολές της τεχνολογίας που αφορούν τις μεθόδους εξόρυξης των πόρων, στα υποκατάστατα, αλλά και στη μετάβαση σε άλλες μορφές κάλυψης της σχετικής ανάγκης.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν, κατά την άποψη μου, ότι η οικονομική του περιβάλλοντος που στηρίζεται στις εξωτερικές οικονομίες, στα δημόσια αγαθά και στην πρόσοδο στενότητας αποτελεί από μόνη της μια κριτική της οικονομικής ανάπτυξης και επίσης ένα σοβαρό αντίβαρο στον καλπάζοντα φιλελευθερισμό και μάλιστα με έννοιες που πηγάζουν από την ίδια του τη θεωρητική μήτρα. Το μήνυμα που εκπέμπει αυτή η οικονομική τεκμηρίωση είναι ότι ο μηχανισμός της αγοράς αποτυγχάνει από μόνος του να προστατεύσει το περιβάλλον. Ή μάλλον, είναι ο ίδιος ο μηχανισμός της αγοράς που δεν μπορεί να προσδιορίσει τιμές για το «κακό ρύπανση» ή για τα αγαθά «καθαρό περιβάλλον», διατήρηση της βιολογικής ποικιλίας, την αισθητική αξία της φύσης και, ως εκ τούτου, υπάρχει άμεση ανάγκη πολιτικής παρέμβασης. Στο βαθμό, μάλιστα, που οι Εθνικοί Λογαριασμοί προσμετρούν στο Εθνικό Προϊόν μόνο τα εμπορεύματα, δηλ. μόνο τα προϊόντα και τις υπηρεσίες καθώς και τους παραγωγικούς συντελεστές που αποτιμούνται σε χρηματικούς όρους, αναδεικνύεται στα πλαίσια της κυρίαρχης θεωρίας και το θεμελιακό λάθος της προσμέτρησης της κοινωνικής ευημερίας με το επίπεδο του Εθνικού Προϊόντος.
Τα παραπάνω, που συγκροτούν, παρεμπιπτόντως, το θεωρητικό υπόβαθρο της σοσιαλδημοκρατίας, νομίζω ότι δεν μπορούν να απορρίπτονται με την, ευκολία που επέδειξε ο Μ. Μοδινός στην προαναφερθείσα συζήτηση. Κι αυτό γιατί, έστω και αν αποτελούν διαχείριση της οικολογικής κρίσης στα πλαίσια του συστήματος, δίνουν σοβαρά επιχειρήματα αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο των οικολογικών προβλημάτων και δυνατότητες προσέγγισης μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων που εκτίθενται καθημερινά στην κυρίαρχη ιδεολογία. Επιπλέον, δίνουν και δυνατότητες παρέμβασης της οικολογικής αριστεράς για να διασώσει οτιδήποτε μπορεί να διασωθεί αξιοποιώντας τις ίδιες τις αντιφάσεις του συστήματος. Στο βαθμό, λοιπόν, που θέλουμε να ενεργούμε σαν πολίτες στις συγκεκριμένες καπιταλιστικές κοινωνίες που ζούμε και όχι σαν αναχωρητές για μέρη μακρινά και εξωτικά, αυτές οι γνώσεις είναι πολύ χρήσιμες για την καθημερινή επιστημονική και πολιτική μας παρέμβαση. Βέβαια υπάρχει κίνδυνος να αφομοιωθούμε στη λογική της αναπαραγωγής του συστήματος. Η αντίσταση μας, όμως, στον κίνδυνο αυτό νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι άλλη από έναν ξεκάθαρο και συνεπή θεωρητικό λόγο, στον οποίο θα αναφερθώ παρακάτω.
Αξίζει, επίσης, να αναφέρει κανείς εδώ και τη δυσκολία της μέτρησης των οικολογικών επιπτώσεων και της αποτίμησης τους σε οικονομικούς όρους καθώς και την δυσκολία μέτρησης του κόστους των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάθε οικολογική πολιτική, σοσιαλδημοκρατική ή μη. Πολλοί θα συμφωνούσαμε, επίσης, ότι είναι ηθικά κατακριτέο να προσδίδονται «τιμές» σε επιπτώσεις της ρύπανσης όπως είναι ο θάνατος, η αρρώστια κλπ. Παρά τη θέληση μας, όμως, στις κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς αυτό, δυστυχώς, γίνεται καθημερινά και κλασικό παράδειγμα αποτελούν τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα.
Η έννοια του κόστους στη διαχείριση των οικολογικών προβλημάτων δεν πρέπει, κατά την γνώμη μου, να εγκαταλειφθεί λόγω δυσκολιών προσμέτρησης του, ούτε να παρουσιάζεται αντιπαραθετικά με την ανάγκη λήψης πολιτικών αποφάσεων, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Μ. Μοδινός. Το κόστος και η πολιτική απόφαση δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα αλλά μάλλον συμπληρωματικά στοιχεία. Καταρχήν είναι προφανές ότι για το περιβάλλον, όπως και για άλλα κοινωνικά προβλήματα, σαφώς εμπλέκονται και οι πολιτικές διαδικασίες. Όμως, οι δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων απαιτούν πληροφορημένους πολίτες, απαιτούν επιστημονική τεκμηρίωση εναλλακτικών προτάσεων από τις οποίες θα επιλέξουν οι πολίτες, και, επομένως, σημαίνουν προσμέτρηση και του οικονομικού κόστους (χρηματικού ή κόστους ευκαιρίας), όσο και αν αυτό είναι δύσκολο. Δεν μπορώ π.χ. να φανταστώ ότι μια απόφαση για την επιλογή μιας αντιρρυπαντικής τεχνολογίας μεταξύ εναλλακτικών διαθέσιμων, που είτε λαμβάνεται από την επιχείρηση είτε από την πολιτεία, δεν θα βασίζεται στην μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με συνυπολογισμό του κόστους. Στον καπιταλισμό, επιπλέον, μια πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος δεν πρόκειται να επιφέρει αποτέλεσμα αν δεν συσχετίζεται, με τη μορφή κινήτρου ή αντικινήτρου, με τη λογική του κέρδους που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ακόμα και σε μια εναλλακτική μετά καπιταλιστική κοινωνία, που θα έχει κληρονομήσει πολλά οικολογικά προβλήματα προς λύση, θα πρέπει να αποφασίζουμε σε ποιες δραστηριότητες θα κατανέμουμε τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις (δηλ. να υπολογίζουμε το εναλλακτικό κόστος των ενεργειών μας), όση προτεραιότητα και αν δίνουμε στα οικολογικά θέματα. Οι απόψεις του τύπου ότι «οι αποφάσεις είναι πολιτικές» εγκλείουν απλουστευτικές θεωρήσεις του πολιτικού επιπέδου, τείνουν να αγνοούν την αρχή της επίτευξης ενός στόχου με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια και ενέχουν κινδύνους κατασπατάλησης πόρων.
Η ριζοσπαστική Οικολογική Κριτική
Στα πλαίσια της συζήτησης για την ιδεολογία της ποσοτικής ανάπτυξης, ο καθηγητής Σέρχορν επέκρινε την «μέγιστη οικονομική ανάπτυξη» με σοβαρά επιχειρήματα, ιδιαίτερα για τα οικολογικά προβλήματα που αυτή δημιούργησε. Από την ομιλία του αποκόμισα την εντύπωση ότι θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της μέγιστης ανάπτυξης το δίκαιο του ισχυρότερου, την αρχή της δύναμης, που διέπει την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις κοινωνίες, όπως είπε, από αρχαιοτάτων χρόνων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή «η προσωπική θέση ορίζεται μέσω της υπεροχής προς
τους άλλους και η προσωπική ευημερία οικοδομείται πάνω στην κυριαρχία και την ιδιοποίηση». Με βάση αυτή τη λογική, ο αντίποδας της μέγιστης ανάπτυξης, η ελάχιστη ανάπτυξη, κατά τον καθηγητή Σέρχορν, συνάδει με «την ηθική της υπευθυνότητας και τον μεταϋλιστικό τρόπο ζωής». Είναι προφανές, λοιπόν, ότι μια ανάπτυξη που θα βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση θα προκύψει, σε τελική ανάλυση, από την αλλαγή των (εσφαλμένων) πεποιθήσεων μας για το τι αποτελεί ευημερία, από μία αλλαγή, δηλ., στην κουλτούρα μας. Και ο Μ. Μοδινός ουσιαστικά προσυπέγραψε το συμπέρασμα αυτό αφού ανέλυσε την άποψη του ότι η ανάπτυξη είναι ιδεολογία και επομένως για να βγούμε από το φαύλο κύκλο της ανάπτυξης θα πρέπει να επιδιώξουμε μια νέα αντίληψη για την κοινωνική ευημερία που θα στηρίζεται στην «αποανάπτυξη».
Όλα αυτά ακούγονται πολύ όμορφα και ενθαρρυντικά. Και αυτό γιατί οπωσδήποτε χρειαζόμαστε μια νέα κουλτούρα, μια νέα συνείδηση για την ζωή μας, για τη σχέση μας με τη φύση, για τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. Σίγουρα απαιτείται η συνειδητοποίηση ότι το ευ ζην δεν διασφαλίζεται με την κατοχή εμπορευμάτων, τις ανέσεις και την καταξίωση σε θέσεις εξουσίας. Η ευτυχία του ανθρώπου, όπως θα έλεγε και ο Marx, έχει σχέση με τη σφαιρική ολοκλήρωση της προσωπικότητας του, με την ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του. Το ευ ζην αφορά το «είναι» σε αντίθεση με το «έχειν», και αυτού του είδους η συνειδητοποίηση θα τείνει να απελευθερώσει τον σύγχρονο άνθρωπο και από τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Σ' αυτά πιστεύω οι περισσότεροι θα συμφωνούσαμε. Όπως, επίσης, θα συμφωνούσαμε ότι οι ιδεολογικές πεποιθήσεις είναι μια σημαντική κοινωνική συνιστώσα που συνεργεί τόσο στη συγκρότηση όσο και στην αλλαγή της κοινωνίας, και, επομένως, και της σχέσης ανθρώπου φύσης.
Όμως από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου να θεωρήσουμε ότι η ανάπτυξη είναι ιδεολογία ή ότι η κινητήρια δύναμη της μέγιστης ανάπτυξης είναι το δίκαιο του ισχυρότερου υπάρχει μεγάλη απόσταση. Υπάρχει η αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ ιδεαλισμού και μαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως προσωπικά την κατανοώ. Γιατί ενώ η ανάπτυξη είναι και ιδεολογία, η ανάπτυξη δεν είναι μόνο αυτό. Η ανάπτυξη σ' όλες τις ταξικές - αλλά και μη ταξικές - κοινωνίες είναι μια δυναμική διαδικασία που συγκροτείται πολύπλοκα και μη ντετερμινιστικά από τις φυσικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές συνιστώσες. Η ανάπτυξη που αφορά στην αναπαραγωγή ή στην αλλαγή μιας κοινωνίας δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μονομερώς ούτε στους φυσικούς πόρους, ούτε στα φυλετικά χαρακτηριστικά των ατόμων, ούτε στις ιδέες που έχουν τα άτομα για τη ζωή τους και τη θέση τους στον κόσμο. Όσο ουμανιστική και αν φαίνεται η θέση ότι αρκεί να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας για να αλλάξουμε την κοινωνία μας, είναι, εντούτοις, άκρως ιδεαλιστική και απολήγει τελικά σε ηθικολογίες. Γιατί το ουσιαστικό ερώτημα εδώ είναι πώς διαμορφώνονται οι αντιλήψεις των ανθρώπων γενικά και η οικολογική συνείδηση ειδικά και στη συνέχεια ποια η σημασία τους για τη συγκρότηση της κοινωνικής πραγματικότητας.
«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξη τους, αλλά αντίθετα είναι η κοινωνική ύπαρξη που καθορίζει την συνείδηση τους», ανέφερε ο ριπτόμενος σήμερα στην πυρά Marx. Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσουμε από το κοινωνικό γίγνεσθαι και να αναλύσουμε πώς σε μια κοινωνία αναπτύσσεται και συναρθρώνεται η ιδεολογία με τις άλλες, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες ώστε να ερμηνεύσουμε την προσκόλληση των ανθρώπων σε κάποιες ιδέες που εκτρέφουν την «αναπτυξιομανία». Αναλύοντας π.χ. τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του καταναλωτισμού στις συνιστώσες της είναι, ο μόνος τρόπος για να προσδιορισθούν και να ενεργοποιηθούν οι δυνάμεις για την ανατροπή της. Αυτή η προσέγγιση της ιδεολογικής πλευράς της μέγιστης ανάπτυξης αποφεύγει τις ηθικολογίες και έχει πραγματικές δυνατότητες να καταστήσει την ιδεολογία μια σημαντική συνιστώσα για την κοινωνική αλλαγή.
Για παράδειγμα η ιδεολογία του καταναλωτισμού, της κοινωνικής προβολής και επιβολής μέσω της απόκτησης εμπορευμάτων και θέσεων εξουσίας, έχει άμεση σχέση με την αναπαραγωγή της υλικής παραγωγής στον καπιταλισμό. Η παραγωγή στον καπιταλισμό δεν παράγει προϊόντα απλά για την κάλυψη των βασικών αναγκών του ανθρώπου. Η καπιταλιστική παραγωγή εκκινείται και οργανώνεται με στόχο την ιδιοποίηση κέρδους. Η διεύρυνση της παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, στόχο έχουν την αύξηση της μάζας του κέρδους. Η διευρυνόμενη παραγωγή έχει ανάγκη και διευρυνόμενης κατανάλωσης προκειμένου να ρευστοποιηθεί στην αξία της. Μία σοβαρή αιτία της αύξησης της κατανάλωσης απορρέει από την ίδια την παραγωγή, γι' αυτό και οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τη διαφήμιση για να πείσουν τα άτομα ότι η ευτυχία τους εξαρτάται από το Χ άρωμα ή το Ψ σαπούνι ώστε να διευρύνουν την κατανάλωση τους. Έτσι, δημιουργούνται πρότυπα και αξίες που συγκροτούν τον καταναλωτισμό και απολήγουν σε σοβαρές πιέσεις επί του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και προσδένουν τα άτομα στο κεφάλαιο.
Η άλλη ρίζα της καταναλωτικής κουλτούρας μας βρίσκεται στην αλλοτρίωση του ανθρώπου στις σύγχρονες κοινωνίες. Οι πάσης φύσεως καταναγκασμοί, η αδυναμία ουσιαστικών επιλογών σε βασικά θέματα στη ζωή μας, οι συνεχώς περιοριζόμενες δυνατότητες ανθρώπινης επικοινωνίας μας ωθούν στις «βάσεις της καταναλωτικής ελευθερίας». Στην άβυσσο και όχι στην όαση, όμως, της κατανάλωσης μόνο βαθύτερα μπορούμε να πέσουμε. Η ιεραρχική κοινωνική δομή «διαστρωματώνει» και την κατανάλωση μέσω της ανάδειξης ενός αριθμού εμπορευμάτων σε σύμβολα κοινωνικής θέσης (status symbols) που, ενώ προβάλλονται ως κοινωνικά πρότυπα, είναι αδύνατο να αποκτηθούν από τους πολλούς.
Είναι, λοιπόν, δυνατόν να αλλάξουν οι ιδέες των ανθρώπων όταν τα άλλα στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας που τις συγκροτούν αλλά και στων οποίων (στοιχείων) την αναπαραγωγή συντελούν οι ιδέες, παραμένουν αμετάβλητα; Ενώ, λοιπόν, εκφράζεται πολλές φορές η ελπίδα ότι τα άτομα μπορούν να αλλάξουν τις ιδέες τους ώστε να δημιουργήσουν μια αρμονική σχέση φύσης-ανθρώπου, δεν συναρθρώνεται αυτή η αλλαγή με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, της ατομικής ιδιοποίησης του πλεονάσματος, των εξουσιαστικών πολιτικών δομών κλπ. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Εκπηγάζει από μια ιδεαλιστική, σε τελική ανάλυση, αντίληψη της εξέλιξης των κοινωνιών. Εκπηγάζει από θεωρήσεις που δεν είναι τίποτα άλλο από φαινομενολογία. Και το πιο σημαντικό είναι ότι τέτοιες θεωρήσεις δεν πρόκειται να αφυπνίσουν «τον πολύ κόσμο που στριμώχνεται στην ουρά του μεγάλου σούπερ-μάρκετ».
Το πρόβλημα, νομίζω είναι μεγαλύτερο από αυτό που διαφάνηκε μέχρι τώρα. Αφορά στο πώς συγκροτεί η οικολογία το θεωρητικό της πεδίο και πώς αντιλαμβάνεται την κοινωνική πρακτική της. Και ο Μ. Μοδινός έχει δίκιο όταν παρατηρεί ότι «η οικολογία ασχολείται περισσότερο με τη φύση απ' ό,τι με τον άνθρωπο».
Πολλοί οικολόγοι προσπαθούν να προσδώσουν στη φύση μια θεϊκή υπόσταση και εγκαλούν τους ανθρώπους να την λατρέψουν. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ομολογουμένως σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, «αναχωρούν» από αυτή: πρακτικά σε μέρη μαγικά και ονειρεμένα, θεωρητικά στην θεοποίηση της φύσης συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης φύσης.
Αυτού του είδους οι οικολόγοι φέρνουν στο νου την ανάλυση του Φόϋερμπαχ για το θεό. Ο άνθρωπος, κατά τον Φόϋερμπαχ, χρειάζεται τον θεό επειδή η θρησκεία του ικανοποιεί μια συναισθηματική ανάγκη. Για να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή, ο άνθρωπος προέκτεινε τις καλύτερες ιδιότητες του σε μια μορφή θεού, και λατρεύοντας τον (το θεό), έφθασε τελικά ο θεός να έχει μια ανεξάρτητη ύπαρξη στη συνείδηση του ανθρώπου. Για να ξανακερδίσει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του, λέει ο Φόϋερμπαχ, χρειάστηκε να αντικαταστήσει την αγάπη για τους συνανθρώπους του με την αγάπη για το θεό. Ο Marx εντυπωσιάστηκε από τη σύλληψη του Φόϋερμπαχ, όπως και εμείς σήμερα συγκινιόμαστε από την οικολογική σκέψη, αλλά τον επέκρινε γιατί έβλεπε τον άνθρωπο σαν ένα άτομο που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει την ανθρώπινη φύση του, και όχι σαν μια κοινωνική ύπαρξη. Για τον Marx ήταν σημαντικό να εξηγήσει την καταγωγή της συναισθηματικής ανάγκης του ανθρώπου που ικανοποιείτο μέσα από τη θρησκεία και έτσι ξεπέρασε τον ιδεαλισμό της γερμανικής φιλοσοφίας.
Σήμερα, η ανάγκη να οργανώσουμε τη ζωή μας διαφορετικά, μας στρέφει προς τη φύση. Αλλά αν θέλουμε να πετύχουμε την απελευθέρωση μας, πρέπει να καταλάβουμε ότι η αγάπη για τη φύση δεν μπορεί παρά να είναι αγάπη για τον άνθρωπο μέσα στο χρόνο και το χώρο που ζούμε και λαμβάνοντας υπ' όψη την υλική μας κατάσταση. Αυτό, νομίζω, πρέπει να είναι το επιστημολογικό υπόβαθρο της Οικολογικής Αριστεράς σήμερα αφού κάθε κατανόηση και προσέγγιση της φύσης δεν μπορεί παρά να πραγματοποιείται με θεωρητικά παραδείγματα και κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν ιστορικά από τις κοινωνίες των ανθρώπων.
18 Φεβρουαρίου 1992
Βιβλιογραφία
Αλτουσέρ Λ., Για τον Marx. Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1978.
Βλάχου Α., Περιβάλλον, Φυσικοί και Ανθρώπινοι Πόροι, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1990.
Βλάχου Α., «Για μια Μαρξιστική προσέγγιση των προβλημάτων του περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων», «Θέσεις», 33, Οκτ.-Δεκ. 1990.
Κυπριανίδης T., «Σημειώσεις για την Οικολογία και την Αριστερά», «Θέσεις» 29, Οκτ.-Δεκ. 1989.
Μοδινός, Μ. «Για μια οικολογική Αριστερά», Εποχή (16.2.92)
Scherhorn, G. «To παράδοξο της ευημερίας και η αυταπάτη της ανάπτυξης». Διάλεξη στην ημερίδα του Ινστιτούτου Γκαίτε με θέμα «Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της ανάπτυξης. Οικονομικά συμφέροντα και Οικολογικός Λόγος στις αναπτυξιακές διαδικασίες», 13 και 14 Φεβρουαρίου 1992.
Φάϊν Μπ., Τι είναι το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1976.
1. Στα όσα ακολουθούν θα διατηρήσουμε τον όρο του «βιομηχανικού κλάδου» για το σύνολο των παραπάνω κατηγοριών. Ωστόσο, οι δύο πρώτοι κλάδοι της παραπάνω ταξινόμησης περιέχουν και προϊόντα που δεν είναι βιομηχανικά.
2. Η φιλολογία της εξειδίκευσης σε κλάδους έντασης εργασίας αντιμετωπίζει και άλλου είδους μεθοδολογικά προβλήματα: η υφαντουργία για παράδειγμα την οποία συχνά κατατάσσουν στους κλάδους έντασης εργασίας, έχει εργατικό κόστος που ανέρχεται μόνον στο 25-35% του συνολικού κόστους, ανάλογα με τη χώρα. Ο κλάδος των μηχανών βιομηχανικής χρήση; (μέσα παραγωγής), που αντίθετα αναφέρεται συχνά ως κλάδος έντασης κεφαλαίου, έχει κόστος εργασίας 3545% του συνολικού κόστους. Στη δυτική Γερμανία, μάλιστα, που εξειδικεύεται στον κλάδο αυτό, και έχει επιπλέον και τους μεγαλύτερους μισθούς στην ΕΟΚ, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46% (Mathis I, Mazier J., Rivaud-Danset D.,«La competitivite industrielle», Dunod 1988).