Ο Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (1893 - 1900):
Μια επίκαιρη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση1
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή
Ο βασικός πολιτικός στόχος της θεωρητικής παρέμβασης του Λένιν κατά την περίοδο 1893-1900 ήταν να θεμελιώσει τη θέση ότι «η Ρωσία είναι κεφαλαιοκρατική χώρα», παρότι βέβαια «η Ρωσία καθυστερεί ακόμα πολύ στην οικονομική της ανάπτυξη σε σύγκριση με τις άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες» («Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», Λένιν Απαντα - στο εξής Λ.Α. - τόμος 3, σελ. 514, έκδοση 1952).

Πρόκειται για μια θέση βαθιά επαναστατική: όχι μόνο στο επίπεδο της θεωρίας (ενάντια στη αντίληψη ότι στη «λαϊκή οικονομία» της Ρωσίας, όπου δέσποζε ακόμα η αγροτική παραγωγή, δεν είχε κυριαρχήσει το κεφάλαιο), αλλά και για τις συνέπειες που είχε στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής: Από τη θέση αυτή απορρέει ότι η «κινητήρια δύναμη» της κοινωνικής αλλαγής ήταν πλέον η εργατική τάξη, κι αυτό ανεξάρτητα από τα ενδεχόμενα «στάδια» της επαναστατικής διαδικασίας. «Οι σοσιαλιστές (...) είναι απόλυτα σύμφωνοι στη βασική και κύρια θέση ότι η Ρωσία αποτελεί αστική κοινωνία (...) κι ότι ο μοναδικός δρόμος για να σταματήσει η εκμετάλλευση του εργαζόμενου είναι η ταξική πάλη του προλεταριάτου» («Τι είναι οι "φίλοι του λαού" και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες;», Λ. Α. τ. 1, 1952, σελ. 271).

Πιστεύουμε ότι η θέση αυτή του Λένιν είναι ταυτόχρονα και μια θέση επιστημονική, μια θέση που συνάγεται από μια πρωτοπόρο μαρξιστική επιστημονική ανάλυση, κι αυτό παρά τα λάθη που θα εντοπίσουμε, αναφορικά με την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων στην ύπαιθρο, θα τολμήσουμε μάλιστα τη διατύπωση, ότι πρόκειται για μια θέση επαναστατική (τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής) ακριβώς επειδή πρόκειται για μια θέση επιστημονική. Και βέβαια, δεν εννοούμε εδώ απλά ότι η θέση αυτή «αποδείχθηκε από τη ζωή» με την επανάσταση του 1905 και ακόμα περισσότερο με τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, γιατί μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τον εύσχημο τρόπο για να παρακάμψουμε την ανάλυση και τα επιχειρήματα που διατυπώνει ο Λένιν στις 1.500 και πλέον τυπωμένες σελίδες των έργων του της περιόδου 1893-1900. Εννοούμε ότι πρόκειται για μια θέση που συνάγεται από μια θεωρητική ανάλυση, μέλημα και αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επιστημονική κριτική προσέγγιση και αποκρυπτογράφηση των «μορφών» υπό τις οποίες «εμφανίζονταν» οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης που συνείχαν τη Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα.

Στην ανάλυση μας, λοιπόν, θα περιοριστούμε στο επίπεδο της θεωρίας (παρακάμπτοντας μια σε βάθος αναφορά στα ζητήματα της πολιτικής στρατηγικής) και θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι η προσέγγιση του Λένιν σχετικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελεί μια αποφασιστική συμβολή στη μελέτη των πρώιμων μορφών κυριαρχίας και ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού. Αυτό όμως με άλλα λόγια σημαίνει ότι η ανάλυση του Λένιν, λόγω ακριβώς του επιστημονικού της χαρακτήρα αλλά και του ειδικού αντικειμένου της, παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, τουλάχιστον στο πλαίσιο της θεωρητικής συγκυρίας που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες:

Από τη μια μεριά, οι μεθοδολογικές αφετηρίες αλλά και τα θεωρητικά συμπεράσματα των αναλύσεων του Λένιν της περιόδου 1893-1900 «μιλούν» για τη μεθοδολογία και τις θεωρητικές αφετηρίες με βάση τις οποίες είναι δυνατόν να προσεγγισθεί επιστημονικά η ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατά τις πρώτες ιστορικές φάσεις μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους (όπως και των πρώιμων φάσεων καπιταλιστικής ανάπτυξης οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού σχηματισμού). Από την άλλη, «μιλούν» ταυτόχρονα, και κατά κύριο λόγο, για τον τρόπο με τον οποίο οι αριστεροί διανοούμενοι και η Αριστερά αντιλαμβάνονται και επιδιώκουν να διαχειριστούν την Ιστορία, και μέσω αυτής την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας. Γιατί τελικά, οι αντιλήψεις που υιοθετούνται αναφορικά με την Ιστορία δεν είναι συνήθως παρά η προέκταση της ιδεολογικής (ταξικής) τοποθέτησης των φορέων τους στην τρέχουσα (τη «σημερινή») συγκυρία.

Αυτή η επικαιρότητα που πιστεύουμε ότι διατηρούν οι αναλύσεις του Λένιν αναφορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία αποτέλεσε τη βασική αιτία που τις επιλέξαμε ως αντικείμενο μελέτης.

2. Η Ρωσία στη δεκαετία του 1890 - 1900: Το κοινωνικό πλαίσιο και η ιδεολογική συγκυρία στο χώρο της Αριστεράς

2.1 Αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1861
Η κοινωνική εξέλιξη στη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα καθορίστηκε αποφασιστικά από τη μεταρρύθμιση του 1861.

Η μεταρρύθμιση αυτή αποτέλεσε κατ' αρχήν την αφετηρία για την εξάλειψη της δουλοπαροικίας, καταργώντας την αγγαρεία και θεσμοθετώντας τις «πληρωμές εξαγοράς», δηλαδή υποχρεώνοντας τους (πρώην) κολίγους να εξαγοράσουν από τους τσιφλικάδες το κομμάτι γης του τσιφλικιού το οποίο καλλιεργούσαν (στο πλαίσιο των σχέσεων δουλοπαροικίας) για τον εαυτό τους. Για μια ολόκληρη περίοδο μετά τη θεσμοθέτηση της μεταρρύθμισης, οι αγρότες υπόκεινταν στην κατάσταση του «προσωρινού εξαναγκασμού», δηλαδή υποχρεώνονταν να καταβάλλουν «δόσεις» σε χρήμα, είδος, ή εργασία (αγγαρεία) προς τους τσιφλικάδες, μέχρι να εξοφλήσουν ολόκληρο το ποσό της εξαγοράς. Σ' όλο αυτό το (μεταβατικό) διάστημα, λοιπόν, η «εξαγορά έναντι εργασίας» αποτελούσε μια επιβίωση στοιχείων της δουλοπαροικίας με τροποποιημένη μορφή2. Λίγο αργότερα (1866) παραχωρήθηκε ως ιδιωτική ιδιοκτησία η «γη σε τσέτβερτ» στους καλλιεργητές που την νέμονταν: Επρόκειτο για κομμάτια γης στις παραμεθόριες κυρίως περιοχές της αυτοκρατορίας, τα οποία ανήκαν στο κράτος και είχαν παραχωρηθεί από αυτό για καλλιέργεια (νομή) σε απογόνους στρατιωτικών.

Η μεταρρύθμιση αυτή της δεκαετίας του 1860 δεν μετέβαλε εντούτοις σημαντικά το θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο διαβίωσης της πλειοψηφίας των ρώσων αγροτών που ήταν η αγροτική (ασιατική) κοινότητα. Διατηρήθηκε η κρατική ιδιοκτησία επί της (κοινοτικής) γης, η υποχρεωτική διαβίωση της πλειοψηφικής αυτής μερίδας των αγροτών3 στις κοινότητες όπου ανήκαν, διατηρήθηκε ο θεσμός της «ανακαταγραφής», δηλαδή της απογραφής των κοινοτικών αγροτικών οικογενειών και της αναδιανομής της κοινοτικής γης που νεμόταν (καλλιεργούσε) η κάθε οικογένεια ανάλογα με τον αριθμό των μελών της, διατηρήθηκαν θεσμοί όπως η «σέλσκαγια ρασπράβα», δηλαδή το δικαστήριο της κοινότητας με επικεφαλής τον πρόεδρο της, που είχε το δικαίωμα να επιβάλλει στα μέλη της κοινότητας πρόστιμα, καταναγκαστική εργασία ή και σωματικές ποινές (ραβδισμούς). Διατηρήθηκε, τέλος, η βασική σχέση εκμετάλλευσης και απόσπασης της υπερεργασίας στο κοινοτικό σύστημα του ασιατικού τρόπον παραγωγής, ο φόρος προς όφελος του κράτους. Η νομική μορφή αυτής της εκμεταλλευτικής σχέσης ήταν η «αλληλέγγυα ευθύνη», δηλαδή η συλλογική ευθύνη των αγροτών μελών της κοινότητας για την έγκαιρη καταβολή στο κράτος των οφειλόμενων φόρων και δοσιμάτων.

Η κατάργηση της αγγαρείας και η εξαγορά της κολιγικής γης δεν αφορούσε τις κοινότητες, στο εσωτερικό των οποίων δεν υπήρχαν ούτε τσιφλίκια, ούτε τσιφλικάδες, ούτε κολίγοι, ούτε αγγαρεία. Οι κοινωνικές σχέσεις που συνείχαν τις κοινότητες δεν ανάγονταν δηλαδή στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, αλλά στον ασιατικό τρόπο παραγωγής: Η κατοχή (το δικαίωμα χρήσης) των μέσων παραγωγής ανήκε στους μεμονωμένους παραγωγούς, περιερχόταν όμως σ' αυτούς μέσω της κοινοτικής συλλογικότητας (αποκτούσαν γη για καλλιέργεια επειδή ανήκαν στην κοινότητα, ως μέλη της κοινότητας). Η «αλληλέγγυα ευθύνη» ήταν ακριβώς αποτέλεσμα του συλλογικού υπόβαθρου των σχέσεων νομής της γης από τους αγρότες. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (που ισοδυναμεί με την ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος) ανήκε στην άρχουσα τάξη συλλογικά (στο ασιατικό κράτος και όχι στον ατομικό τσιφλικά) και έτσι η απόσπαση του υπερπροϊόντος έπαιρνε τη μορφή του φόρου4.

Η αλλαγή που επέφερε η μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1860 στο κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο των αγροτικών κοινοτήτων εντοπιζόταν κατ' αρχήν στην αναγνώριση του δικαιώματος μίσθωσης κοινοτικών κλήρων μεταξύ των μελών της κοινότητας. Η ρύθμιση αυτή επιτάχυνε τη διαδικασία εκχρηματισμού της κοινοτικής γεωργίας, στροφής των γεωργικών νοικοκυριών από την αυτοκαταναλωτική στην εμπορευματική οικονομία (που ξεπερνάει τα κοινοτικά «σύνορα») και έτσι υποβοήθησε τη δημιουργία ενός ποσοστού γεωργικών εκμεταλλεύσεων με επίπεδο επιχειρηματικών συναλλαγών πολλαπλάσιο του ύψους των φόρων και των δοσιμάτων προς το κράτος. Νέες κοινωνικές σχέσεις και σχέσεις εκμετάλλευσης αναπτύσσονταν, λοιπόν, στο εσωτερικό των κοινοτήτων, οι οποίες σταδιακά γίνονταν κυρίαρχες, επικάλυπταν ή εκτόπιζαν τις παραδοσιακές ασιατικές κοινωνικές σχέσεις. Τέθηκε δηλαδή σε κίνηση μια διαδικασία αποσύνθεσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην ύπαιθρο, αν και με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με τους ρυθμούς διάλυσης των σχέσεων δουλοπαροικίας και του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. (Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δικαίωμα των αγροτών να εγκαταλείψουν την κοινότητα, παίρνοντας τον κοινοτικό τους κλήρο ως ατομική πλέον ιδιοκτησία, θεσμοθετήθηκε στη Ρωσία μισό σχεδόν αιώνα μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας, το 1906, σαν αποτέλεσμα της επανάστασης του 1905).

Βάση γι αυτό το μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων που συνείχαν τις κοινότητες ήταν ο «διφυής» χαρακτήρας της θέσης των αγροτών σ' αυτές: Στην κοινότητα, ο αγρότης από τη μια μεριά δεν έχει ιδιωτική ιδιοκτησία και νέμεται το κομμάτι γης που, μέσω της κοινότητας, του παραχωρείται. Από την άλλη μεριά, όμως, είναι υπεύθυνος για το αποτέλεσμα της παραγωγικής του δραστηριότητας, καρπώνεται ατομικά το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας. Έτσι, από μια εποχή και μετά, όταν οι κοινότητες έχουν χάσει πλέον τον βασικά αυτοκαταναλωτικό χαρακτήρα τους, οι αγρότες λειτουργούν και ως αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί (διαθέτοντας στην αγορά το μέρος του προϊόντος που παραμένει στη διάθεση τους μετά την απόδοση στο κράτος και την κοινότητα των φόρων και δοσιμάτων, ή την κατανάλωση μέρους του προϊόντος από την αγροτική οικογένεια - για διατροφή, ένδυση κ.λπ. - σε φυσική μορφή). Ο Μαρξ, στο γράμμα του προς την V.I. Sassulitsch (1881), αφού αναφέρεται στο κοινωνικό καθεστώς των κοινοτήτων και τις διαφορετικές μορφές του σημειώνει: «Κοινοτική ιδιοκτησία, κατά ατομικούς κλήρους καλλιέργεια του εδάφους, αυτός ο ωφέλιμος συνδυασμός σε παλιότερες εποχές, μετατρέπεται στην εποχή μας σε κίνδυνο» (M.E.W. τ. 19, σελ. 399).

Η τάση μετατροπής μιας μερίδας κοινοτικών αγροτών σε απλούς εμπορευματικούς παραγωγούς ή και (εποχιακούς ή μόνιμους) καπιταλιστές, με τη μίσθωση εργατών γης, ενισχύθηκε όπως είπαμε από τη ρύθμιση για την εκμίσθωση γης μεταξύ των μελών της κοινότητας. Διαμορφώθηκε έτσι ένα στρώμα «πλούσιων αγροτών», που νεμόταν πέρα από την κοινοτική γη που του αναλογούσε και μισθωμένους κλήρους από τους «φτωχούς αγρότες», οι οποίοι μετατρέπονταν έτσι, σε ένα ποσοστό, σε (εποχιακούς) μισθωτούς εργάτες.

Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων στην κοινοτική ύπαιθρο αποτελεί βέβαια όψη του συνολικού μετασχηματισμού της ρωσικής κοινωνίας και σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από αυτόν. Διαπλέκεται, δηλαδή, με την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των διαφορετικών τάξεων της κοινωνίας, αλλαγή που με τη μεταρρύθμιση του 1861 αποκρυσταλλώνεται και σε ένα νέο πολιτικό συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό του κράτους. Πραγματικά, η ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) λειτούργησε ως καταλύτης για τη συσπείρωση και πολιτική επικράτηση μέσα στο κράτος των καπιταλιστικών δυνάμεων της ρωσικής κοινωνίας. Η πολιτική επικράτηση των αστικών δυνάμεων αποκρυσταλλώθηκε στη μεταρρύθμιση του 1861, η οποία - πέρα από τη διάλυση της φεουδαρχίας, που αποτελούσε και την κύρια όψη της - θέσπιζε: α) μέτρα οικονομικού προστατευτισμού για την άνδρωση της εγχώριας βιομηχανίας, β) ρυθμίσεις που καταργούσαν ή έστω άμβλυναν τα φεουδαρχικά και ασιατικά πολιτικά προνόμια, με σημαντικότερες την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για όλους τους πολίτες και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου δικαστικού σώματος, γ) μέτρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όπως η σύσταση γυναικείων γυμνασίων, και η για πρώτη φορά αναγνώριση του δικαιώματος των γυναικών να φοιτούν στα πανεπιστήμια, δ) χαλάρωση της λογοκρισίας, κ.λπ.

Επομένως, ο ασιατικός τρόπος παραγωγής στο εσωτερικό του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπονομεύεται μόνο από την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της κοινότητας, αλλά και από τον ακόμα σημαντικότερο μετασχηματισμό και του άλλου, του κυρίαρχου, πόλου αυτού του τρόπου παραγωγής: του κράτους. Το ρωσικό κράτος παύει να αποτελεί ένα προκαπιταλιστικό (ασιατικό) κράτος, ένα κράτος που συγκροτεί κοινωνικά και πολιτικά μια (ασιατική) άρχουσα τάξη στη βάση της απόσπασης του κοινωνικού υπερπροϊόντος με τη μορφή των φόρων. Γίνεται, αντίθετα, όλο και περισσότερο, ο εκπρόσωπος της αναδυόμενης καπιταλιστικής τάξης. Πρόκειται πλέον, δηλαδή, για ένα απολυταρχικό καπιταλιστικό (μεταβατικό) κράτος που η οικονομική λειτουργία του κατατείνει κυρίως στην επικράτηση και επιτάχυνση των διαδικασιών «πρωταρχικής συσσώρευσης» και καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία.

Η διαδικασία διάλυσης των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη ρωσική ύπαιθρο μετά τη μεταρρύθμιση του 1861 εξελισσόταν, λοιπόν, παράλληλα με την ανάπτυξη του εμπορίου, της καπιταλιστικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, την ταχύτερη αύξηση του πληθυσμού των πόλεων σε σχέση με τον αγροτικό πληθυσμό, κ.λπ.5 Παρόλα αυτά, οι «δείκτες εκβιομηχάνισης» της ρωσικής οικονομίας υστερούσαν στο τέλος του 19ου αιώνα σημαντικά από τους αντίστοιχους δείκτες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.

2.2 Δείκτες αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης:
Μια σύγκριση με την Ελλάδα
Για να αντιληφθούμε το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και για να γίνει φανερή η επικαιρότητα (για τις κοινωνικές επιστήμες στη χώρα μας) της θεωρητικής προσέγγισης του Λένιν στο ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη σύγκριση των στοιχείων οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ρωσίας και της Ελλάδας:

Ο αστικός και ημιαστικός (μη αγροτικός) πληθυσμός της Ρωσίας (οικισμοί με περισσότερους από 2.000 κατοίκους) ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού ήταν το 1897, 12,76% σύμφωνα με τα στοιχεία της πρώτης επίσημης απογραφής της αυτοκρατορίας (Λ.Α. τ. 3, - «Η ανάπτυξη. ..», σελ. 573, βλ. και Κρεμμυδάς 1989 σελ. 298). Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι η ρωσική αυτή απογραφή δεν αντιστοιχούσε στα ευρωπαϊκά πρότυπα (οικισμοί με λιγότερους από 2.000 κατοίκους λογίζονται στις πόλεις - Λ.Α. τ.3, σελ. 574 - αλλά και οικισμοί με περισσότερους από 2.000 κατοίκους δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την καταμέτρηση του μη αγροτικού πληθυσμού - όπ. π. σελ. 582), και με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Λένιν στις σελίδες που προαναφέραμε, προκύπτει ότι ο μη αγροτικός πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ρωσίας δεν ξεπερνούσε σε καμιά περίπτωση το 1897 το 15% του συνολικού αντίστοιχου πληθυσμού. Το 1896 ο μη αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν το 31% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού6. Από το ποσοστό αυτό, το 22% αντιστοιχούσε στον αστικό πληθυσμό (οικισμοί με περσσότερους από 5.000 κατοίκους) και το 9% στον ημιαστικό πληθυσμό (οικισμοί με πληθυσμό από 2.0005.000 κατοίκους) (Σβορώνος 1934, σελ. 226, παρατίθεται στο Μηλιός 1988, σελ. 247). Μια αντίστοιχη υπεροχή της διαδικασίας αστικοποίησης στην Ελλάδα προκύπτει και για τις δεκαετίες του 1870 και 1880.

Σε ό,τι αφορά τώρα το βαθμό εκβιομηχάνισης, επιλέξαμε ως κριτήριο την ανά άτομο εγκατεστημένη βιομηχανική ισχύ, ένα δείκτη τον οποίο μπορούμε να υπολογίσουμε με σχετική ακρίβεια. Έτσι στην Ευρωπαϊκή Ρωσία το 1890 ο πληθυσμός ήταν 91 εκατομμύρια (Λ.Α. τ. 1, σελ. 320, εκδ. 1952), ενώ το 1892 η συνολική εγκατεστημένη βιομηχανική ισχύς ήταν 256.469 ίπποι (Λ. Α., τ. 3, σελ. 519). Αν θεωρήσουμε την αύξηση του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ρωσίας τη διετία 18901892 ως αμελητέα, το 1892 αντιστοιχούν, λοιπόν, 2,8 ίπποι εγκατεστημένης ισχύος (το maximum) ανά 1.000 κατοίκους. Ο αντίστοιχος δείκτης για την Ελλάδα ήταν το 1889 3,9 ίπποι εγκατεστημένης ισχύος ανά 1.000 κατοίκους (Παφυλάς 1934 σελ. 144, παρατίθεται στο Μηλιός 1988, σελ. 246-247)7. Ο βαθμός εκβιομηχάνισης της Ελλάδας ήταν επομένως 139% του ρωσικού.

Θα πρέπει να θυμίσουμε βέβαια εδώ ότι η «μεγάλη βιομηχανία» της Ελλάδας του 19ου αιώνα ήταν η βιομηχανία μεταφορών, η εμπορική της ναυτιλία. Έτσι ενώ το 1894 αντιστοιχούσαν σε 1.000 Ελληνες 38 τόννοι χωρητικότητας ατμοκίνητης και και 85 τόννοι ιστιοφόρου ελληνικής ναυτιλίας (Σκαρπέτης 1934, σελ. 201, παρατίθεται στο Μηλιός 1988, σελ. 245 θ 247), οι αντίστοιχοι δείκτες για τη ρωσική αυτοκρατορία ήταν το 1895 1,6 τόννοι ατμοκίνητης και 51,6 τόννοι ιστιοφόρου χωρητικότητας ανά 1.000 άτομα (Λ. Α. τ. 3, σελ. 569 και 513). Με κριτήριο τη (μοντέρνα για την εποχή) ατμοκίνητη χωρητικότητα ανά 1.000 κατοίκους η ρωσική (μοντέρνα) ναυτιλία ήταν 24 φορές μικρότερη από την ελληνική.

Ο χαμηλότερος βαθμός αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης της ρωσικής ως προς την ελληνική οικονομία στα τέλη του 19ου αντανακλάται και στη σύνθεση της απασχόλησης των δύο χωρών.

Για το 1897, και με βάση τα αποτελέσματα της πρώτης γενικής απογραφής του πληθυσμού της ρωσικής αυτοκρατορίας, τα οποία παρουσιάζει και επεξεργάζεται ο Λένιν, ο ρωσικός πληθυσμός κατανέμεται ως εξής, ανάλογα με τους βασικούς τομείς της οικονομίας: 74,6% στην αγροτική οικονομία, 9,8% στη βιομηχανία και βιοτεχνία, 4% στο εμπόριο, 1,5% στις μεταφορές και επικοινωνίες (Λ.Α. τ. 3, σελ. 513).

Για την Ελλάδα, απογραφές της απασχόλησης υπάρχουν για το έτος 1907 (10 χρόνια αργότερα από τα στοιχεία του Λένιν), και για το 1879 (18 χρόνια νωρίτερα). Σύμφωνα με τις απογραφές αυτές ο ενεργός πληθυσμός κατανεμόταν στους διάφορους τομείς απασχόλησης ως εξής:

α) Για το 1879: 56,94% στην αγροτική οικονομία, 10,06% στη βιομηχανία και βιοτεχνία, 11,30% στο εμπόριο και 5,31% στις μεταφορές και επικοινωνίες.

β) Για το 1907: 50,05% στην αγροτική οικονομία, 18,33% στη βιομηχανία και βιοτεχνία, 8,75% στο εμπόριο και 4,85% στις μεταφορές και επικοινωνίες. (Σαν αποτέλεσμα της προσάρτησης της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 191213 και της Δ. Θράκης το 1920 23, καθώς και σαν αποτέλεσμα του κύματος των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, το ποσοστό των απασχολουμένων στην αγροτική οικονομία αυξήθηκε σε 57,52% το 1920 και 61,11% το 1928) (Καλιτσουνάκις 1934, σελ. 413 και Μηλιός 1988, σελ. 246).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ήδη από το 1879 τα ποσοστά των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα της ελληνικής οικονομίας ήταν σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά της Ρωσίας του 1897. Αξίζει ακόμα να προσέξουμε το συγκριτικά ιδιαίτερα ψηλό ποσοστό των Ελλήνων απασχολουμένων στον κλάδο «μεταφορές και συγκοινωνίες» (όπως και «εμπόριο»), λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Η υπεροχή στον κλάδο «βιομηχανία βιοτεχνία» γίνεται φανερή με βάση κυρίως τα στοιχεία του 1907. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα (1901) το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού στη βιομηχανία βιοτεχνία ήταν στην Αγγλία 59,4%, στη Γαλλία 26,7%, στις ΗΠΑ 24,4% και στη Γερμανία (στοιχεία για το 1907) 36,0%. Το ποσοστό των απασχολουμένων στην αγροτική οικονομία ήταν αντίστοιχα 8,9% για την Αγγλία, 41,7% για τη Γαλλία, 35,7% για τις ΗΠΑ και 45,6% (στοιχεία 1907) για τη Γερμανία (Sternberg F. «Der Imperialismus», Berlin 1926, επανέκδοση Frankfurt 1971, σελ. 425,519,553 και 508 αντίστοιχα).

Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε την επικαιρότητα, για τη θεωρητική συζήτηση στη χώρα μας, της ανάλυσης και των συμπερασμάτων του Λένιν αναφορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία: Ο Λένιν ονομάζει «κεφαλαιοκρατική χώρα» και «αστική κοινωνία» μια χώρα με σαφώς χαμηλότερους ως προς την Ελλάδα της εποχής δείκτες ανάπτυξης των κατεξοχήν κεφαλαιοκρατικών κλάδων (βιομηχανία, ναυτιλία, εμπόριο), με σαφώς ψηλότερα ποσοστά αγροτικού πληθυσμού, στην οποία επιπλέον επιβίωναν οι προκαπιταλιστικές μορφές των ασιατικών κοινοτήτων στην ύπαιθρο, μορφές που διαλύθηκαν στην Ελλάδα το αργότερο με την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1821-1827) (Μηλιός 1988, σελ. 163-225).

Ποια έκπληξη θα δοκίμαζαν οι περισσότεροι προοδευτικοί οικονομολόγοι και ιστορικοί μας, αν ποτέ έπεφταν στην αντίληψη τους οι αναλύσεις και τα θεωρητικά συμπεράσματα του Λένιν, όντας πεισμένοι αυτοί ότι η Ελλάδα ήταν τουλάχιστον μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα χώρα προκαπιταλιστική! Δεν αναφερόμαστε φυσικά στο σύνολο των ιστορικών και των οικονομολόγων στη χώρα μας, αλλά σ' αυτούς που οικοδόμησαν ή ανέχθηκαν εκείνο το ιδεολογικό κλίμα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, που επέτρεψε να χαρακτηρίζονται ως επιστημονικές, απόψεις όπως π.χ. εκείνη περί «εμπορικού ή μεταπρατικού προκαπιταλισμού»: δηλαδή ότι όταν το κεφάλαιο επενδύεται στο εμπόριο (και τη ναυτιλία) έχουμε ένα προκαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής!8 (Αφού η Ελλάδα έπρεπε να παρουσιασθεί ως μια προκαπιταλιστική χώρα, και αφού την ύπαρξη των Ελλήνων επιχειρηματιών - μεγαλεμπόρων, εφοπλιστών - που διατηρούσαν κυρίαρχη θέση όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές ολόκληρης της Αν. Μεσογείου δεν μπορούσαν να τους «κρύψουν», ενώ τους «τσιφλικάδες» ή τις κοινότητες ήταν πλέον αδύνατο να τους ανακαλύψουν και να τους αναγορεύσουν σε «κυρίαρχο τρόπο παραγωγής», σκέφτηκαν να ονομάσουν το εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο «προκαπιταλισμό»!) Πρόκειται για τους ίδιους επιστήμονες που αρέσκονται να ονομάζουν ακόμα και τη σημερινή Ελλάδα «χώρα μικροαστική»!

Αλλά ας μην ανησυχούν οι εν λόγω οικονομολόγοι και ιστορικοί μας. Στην προσπάθεια τους να μας πείσουν ότι τα δεινά της κοινωνίας δεν προέρχονται από την κυριαρχία του κεφαλαίου, αλλά ίσα ίσα από τη μη (αρκετά ισχυρή) κυριαρχία του δεν υπήρξαν ποτέ μόνοι!

2.3 Η σημασία της θεωρητικής αντιπαράθεσης του Λένιν με τους ναρόντνικους («φίλους του λαού»)
Οι αναλύσεις του Λένιν αναφορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει (1893-1900) εντάσσονται στη διαμάχη ανάμεσα στα διαφορετικά μαρξιστικά και αριστερά ρεύματα της ρωσικής διανόησης. Πραγματικά, οι ναρόντνικοι, ενάντια στους οποίους κυρίως στρέφει την πολεμική του ο Λένιν με τα έργα του αυτής της περιόδου, ήταν το ιστορικά πρώτο και μέχρι την εποχή που εξετάζουμε (δεκαετία 1890-1900) το ισχυρότερο ρεύμα της αριστερής ρωσικής διανόησης. Η κυρίαρχη θέση του ρεύματος αυτού στο εσωτερικό της ρωσικής διανόησης φαίνεται και από το γεγονός ότι οι ναρόντνικοι υπερίσχυαν στις υπηρεσίες στατιστικής που συστήθηκαν στα κυβερνεία και τους νομούς της αυτοκρατορίας μετά τη μεταρρύθμιση του 1861 και «διενεργούσαν στατιστικές έρευνες (απογραφές κατά νοικοκυριό των αγροτικών και βιοτεχνικών νοικοκυριών, μελέτη των αγροτικών προϋπολογισμών κτλ.) και δημοσίευαν πολυάριθμες μελέτες και στατιστικές συλλογές (...) που περιείχαν υλικό πλούσιο σε στοιχεία» (Λ. Α. τ. 1, σελ. 527, έκδ. 1952, σημείωση των επιμελητών της έκδοσης).

Την εποχή που μας ενδιαφέρει, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι ναρόντνικοι εντάσσονταν στο μαρξισμό, δηλαδή ερμήνευαν τις πολιτικές και ιδεολογικές τους θέσεις με βάση τη θεωρία του Μαρξ. Ο Λένιν ταυτίζοντας τους ναρόντνικους με το «σισμοντισμο» και το ρεύμα του οικονομικού ρομαντισμού επισήμαινε: «Ίσως η πιο σημαντική διαφορά, η διαφορά που επισύρει τη μεγαλύτερη προσοχή να είναι η τάση των ναρόντνικων οικονομολόγων να συγκαλύψουν το ρομαντισμό τους με τη δήλωση ότι "συμφωνούν" με τη νεότατη θεωρία (ενν. το μαρξισμό, Γ. Μ.) και με όσο το δυνατό πιο συχνές παραπομπές σ' αυτήν» («Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού», Λ.Α., τ. 2, έκδ. 1952, σελ. 242).

Ο Πλεχάνοφ (18561918), ο «Νέστορας» της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν από το 1877 μέλος των οργανώσεων τω\ ναρόντνικων. Δημιούργησε την οργάνωση «Απελευθέρωση της εργασίας» το 1883, έχοντας πριν από μικρό χρονικό διάστημα αποχωρήσει από την οργάνωση των ναρόντνικων «Τσιόρνι περεντέλ». Ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους των ναρόντνικων (μαζί με τον Βορόντσοφ) ήταν ο Ν. Φ. Ντάνιελσον (που έγραφε με το ψευδώνυμο Νικολάιον ή Νον, 18441918), ο οποίος μετέφρασε το «Κεφάλαιο» στη ρωσική γλώσσα (η έκδοση του τρίτου τόμου στα ρωσικά έγινε το 1896, δύο μόλις χρόνια μετά την πρώτη γερμανική έκδοση του 1894), και ο οποίος αλληλογραφούσε με τους Μαρξ και Ένγκελς μέχρι το τέλος της ζωής τους9. Ειρωνεύμενος τον Ντάνιελσον ο Λένιν έγραφε: «Ο "πραγματικός" μαρξισμός είναι να μάθει κανείς το "Κεφάλαιο" απ' έξω και να παραθέτει αποσπάσματα εκεί που πρέπει και εκεί που δεν πρέπει... a la κ. Νικολάιον» («Ακριτη κριτική», Λ. Α. τ. 3, σελ. 633)'°.

Οι ναρόντνικοι θεωρούσαν ότι η μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1860, δηλαδή η κατάργηση της δουλοπαροικίας, είχε δημιουργήσει τις κατ' αρχήν προϋποθέσεις για μια «λαϊκή», μη καπιταλιστική εξέλιξη της Ρωσίας με κύρια κινητήρια δύναμη την αγροτιά. Βάση για αυτή την εξέλιξη θα αποτελούσε η αγροτική κοινότητα, της οποίας οι ναρόντνικοι ήταν ένθερμοι υπέρμαχοι (απόρριπταν κάθε πρόταση ιδιωτικοποίησης των κοινοτικών κλήρων που θα οδηγούσε στη διάλυση των κοινοτήτων) και στην οποία κοινότητα «θέλησαν να δουν σπέρματα κομμουνισμού» («Τι είναι οι "φίλοι του λαού". ..», Λ. Α. τ. 1, σελ 281). Η όλη θεωρητική σύλληψη ολοκληρωνόταν με την αντίληψη ότι η περιορισμένη εσωτερική αγορά (λόγω ακριβώς της φτώχειας των λαϊκών μαζών στη Ρωσία, αλλά και της τάσης, όπως πίστευαν, του καπιταλισμού να συρρικνώνει την εσωτερική αγορά μέσα από τη συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των μαζών) δυσχέραινε εξαιρετικά, ή και καθιστούσε αδύνατη την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Σε κάθε περίπτωση" θεωρούσαν τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα εχθρικό προς τη συλλογική υπόσταση και την «κομμουνιστική δυναμική» των κοινοτήτων και Γι αυτό αντιτάσσονταν στην ανάπτυξη του. θεωρούσαν, δηλαδή, ότι η κοινοτικά οργανωμένη αγροτική οικονομία και η χειροτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή αποτελούσαν, στις συνθήκες της Ρωσίας, το αντίπαλο δέος του καπιταλισμού, με το οποίο και συντάσσονταν οι ίδιοι (Βλ. π.χ. «Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε;», Λ. Α. τ. 2, σελ. 495-538).

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η διαμάχη για το χαρακτήρα της ρωσικής κοινωνίας αλλά και για τη δυναμική ανάπτυξης του καπιταλισμού σ' αυτήν συνδεόταν άμεσα με το ζήτημα της πολιτικής στρατηγικής της Αριστεράς, ήταν αδιαχώριστη από τη διαμάχη για τη στρατηγική. Γι αυτό στη θεωρητική αυτή διαμάχη σχετικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία πήραν μέρος, πέρα απ' τους «αριστερούς σοσιαλδημοκράτες» (ή «ορθόδοξους μαρξιστές») και τους ναρόντνικους, όλα τα ρεύματα της ρωσικής Αριστεράς της εποχής, όπως οι μαρξιστές του «νέου κριτικού ρεύματος» («νόμιμοι μαρξιστές») που άσκησαν και αυτοί έντονη κριτική στις απόψεις των ναρόντνικων.12 Γι αυτό, τέλος, η διαμάχη σχετικά με το τι είναι η Ρωσία ήταν ταυτόχρονα και διαμάχη σχετικά με το τι είναι μαρξισμός.13

3. Τα βασικά σημεία της ανάλυσης τον Λένιν
3.1 Η θεωρητική προσέγγιση στο ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης
3.1.1 Η μεθοδολογία
Η μαρξιστική θεωρία έχει συχνά κατηγορηθεί από τους αντιπάλους της, ότι θεωρεί αναπόφευκτη την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε κάθε χώρα όπου κάνουν την εμφάνιση τους, έστω σποραδικά, ορισμένες μορφές κεφαλαίου, ή ότι, ακόμα περισσότερο, θεωρεί «νομοτελειακό» το πέρασμα όλων των χωρών από τα στάδια καπιταλιστικής ανάπτυξης που κυριάρχησαν ιστορικά στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες (βλ. Μηλιός 1983α και 1983β). Πιστεύω ότι η κριτική αυτή είναι απόλυτα λάθος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη θεωρητική ανάλυση που διατύπωσε ο Μαρξ: Ο Μαρξ θεώρησε την καπιταλιστική ανάπτυξη ως ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Από εκεί και πέρα, η ανάλυση του κινήθηκε σε δύο διαφορετικά επίπεδα:

Από τη μια προσέγγισε τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όταν μέσα στην πάλη των τάξεων έχει ήδη επιτευχθεί η ολοκληρωμένη κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής: Υπ' αυτή την προϋπόθεση, έδειξε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η συνεχής «επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων» εγκαθιδρύεται ως μια εγγενής στο κοινωνικό σύστημα τάση (που αναχαιτίζεται μόνο προσωρινά, από τις επίσης εγγενείς στο σύστημα περιοδικές οικονομικές κρίσεις), παρά τις ιδιαίτερες κάθε φορά ιστορικές συνθήκες, καθώς ακριβώς πραγματώνεται μέσω αυτών των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών και μορφών (αυτό είναι, το κατεξοχήν αντικείμενο του «Κεφαλαίου»)14.

Από την άλλη περιέγραψε τους όρους κάτω από τους οποίους καθίσταται δυνατή (όχι όμως και «νομοτελειακή») αυτή η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σ' ένα κοινωνικό σχηματισμό, στο εσωτερικό του οποίου εξακολουθούν να αναπαράγονται ανταγωνιστικοί προς τον καπιταλισμό προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής. Έγραφε λοιπόν ο Μαρξ το 1881 στη ρωσίδα σοσιαλίστρια Vera Sassulitsch, για το πρόβλημα ακριβώς της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία που μας απασχολεί εδώ: «Έχω δείξει στο Κεφάλαιο ότι η μεταμόρφωση της φεουδαλικής παραγωγής σε καπιταλιστική παραγωγή έχει ως αφετηρία της την απαλλοτρίωση των παραγωγών και ιδιαιτέρως ότι η βάση όλης αυτής της εξέλιξης είναι η απαλλοτρίωση των αγροτών (...) Περιόρισα λοιπόν αυτό το "ιστορικά αναπόφευκτο" στις χώρες της δυτικής Ευρώπης (...) Χωρίς άλλο, αν η καπιταλιστική παραγωγή είναι να εγκαθιδρυθεί στη Ρωσία, τότε πρέπει η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, δηλαδή του ρωσικού λαού, να μετατραπεί σε μισθωτούς εργάτες και συνεπώς να απαλλοτριωθεί, μέσα από την προηγούμενη κατάργηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί αυτό που συνέβη στη Δύση να αποδείξει εδώ τίποτα (...) Αυτό που απειλεί τη ζωή της ρώσικης κοινότητας δεν είναι ούτε το ιστορικά αναπότρεπτο ούτε μια θεωρία. Είναι η καταπίεση από τη μεριά του κράτους και η εκμετάλλευση από τους διεισδύοντες καπιταλιστές, οι οποίοι έχουν αυξήσει τη δύναμη τους μέσω αυτού του ίδιου του κράτους και εις βάρος και εναντίον των αγροτών» (M.E.W. τ. 19 σελ. 396, οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ. Για το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία βλ. και Milios 1989, Μηλιός 1988, σελ. 137160).

Η μεθοδολογία του Λένιν δεν ξεφεύγει καθόλου από τη μαρξική προσέγγιση στο ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το 1894, στο «Τι είναι οι "φίλοι του λαού"...» ο Λένιν σημείωνε: «Κανένας μαρξιστής ποτέ και πουθενά δεν έφερε το επιχείρημα ότι στη Ρωσία "θα εμφανιστεί κατανάγκην" ο καπιταλισμός, "επειδή" υπήρξε στη Δύση κτλ. (...) Ποτέ κανένας μαρξιστής δεν στήριξε τις σοσιαλδημοκρατικές του αντιλήψεις σε τίποτε άλλο, εκτός από την αντιστοιχία της θεωρίας με την πραγματικότητα και με την ιστορία των δοσμένων, δηλαδή των ρωσικών, κοινωνικοοικονομικών σχέσεων» (Λ. Α. τ. 1, σελ. 190191). Και παρακάτω: «Είναι αξιοσημείωτο, πως όταν εμφανίστηκε (πριν από 10 περίπου χρόνια) μια ιδιαίτερη ομάδα σοσιαλιστών, που έδωσε καταφατική απάντηση στο πρόβλημα της καπιταλιστικής εξέλιξης της Ρωσίας και που στήριξε αυτή τη λύση στα δεδομένα της οικονομικής πραγματικότητας της Ρωσίας, η ομάδα αυτή δεν συνάντησε ανοιχτή και συγκεκριμένη κριτική στην ουσία του ζητήματος, κριτική που θα υιοθετούσε τις ίδιες γενικές μεθοδολογικές και θεωρητικές σχέσεις και ταυτόχρονα θα εξηγούσε διαφορετικά τα αντίστοιχα δεδομένα» (Λ. Α. τ. 1, σελ. 270-271)15.

Πέρα από αυτή τη γενική μεθοδολογική θέση αναφορικά με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο Λένιν θέτει δύο ακόμα θεωρητικές αφετηρίες για την ανάλυση των μορφών κυριαρχίας και ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία:

α) ότι η επιστημονική ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων που συνέχουν μια συγκεκριμένη κοινωνία (έναν κοινωνικό σχηματισμό) προϋποθέτει τον εντοπισμό και τη μελέτη των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, δηλαδή των ιστορικών τύπων οργάνωσης της κοινωνικής εξουσίας που συνυπάρχουν αντιφατικά στο εσωτερικό της συγκεκριμένης κοινωνίας. «Η θεωρία της ταξικής πάλης αποτελεί τεράστια κατάχτηση της κοινωνικής επιστήμης (...) Η θεωρία αυτή επεξεργάστηκε την έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Πήρε για αφετηρία ένα γεγονός, βασικό για κάθε κοινότητα ανθρώπων, τον τρόπο παραγωγής των μέσων συντήρησης, σύνδεσε με τον τρόπο αυτό τις σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους κάτω από την επίδραση των δοσμένων τρόπων παραγωγής των μέσων συντήρησης, και μέσα στο σύστημα αυτών των σχέσεων (των "σχέσεων παραγωγής" σύμφωνα με την ορολογία του Μαρξ) έδειξε τη βάση της κοινωνίας που περιβάλλεται με πολιτικοοικονομικές μορφές και με ορισμένα ρεύματα της κοινωνικής σκέψης» («Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού», Λ. Α. τ. 1, σελ. 423).

β) ότι το κεφάλαιο δεν αποτελεί ούτε πράγμα (π.χ. το χρήμα), ούτε μια τεχνική παραγωγής (π.χ. το εργοστάσιο), αλλά μια κοινωνική σχέση, η οποία μπορεί να εμφανίζεται υπό διαφορετικές (περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες) μορφές. «Το κεφάλαιο είναι μια ορισμένη σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους, σχέση που παραμένει η ίδια τόσο στις συνθήκες του μεγαλύτερου, όσο και στις συνθήκες του μικρότερου βαθμού ανάπτυξης των κατηγοριών που συγκρίνονται» («Τι είναι οι "φίλοι του λαού"...», Λ. Α. τ. 1, σελ. 218).

Άμεση συνέπεια της θέσης αυτής είναι ότι η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν κρίνεται από τον αριθμό (το ποσοστό) των βιομηχανικών εργατών (ή έστω των μισθωτών). Ο καπιταλισμός κυριαρχεί (με βάση έμμεσες μορφές υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο) πολύ πριν μετατρέψει την πλειοψηφία των εργαζομένων σε μισθωτούς: «Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο, αν και κυριαρχεί πια, κυριαρχεί ωστόσο με μορφή σχετικά πολύ λίγο αναπτυγμένη. Ως την πλέρια ανάπτυξη, ως τον πλέριο αποχωρισμό του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής μεσολαβούν ακόμα πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες (...)» («Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού», Λ. Α. τ. 1, σελ. 482). (Σύμφωνα με τους) «αυτόχθονες μας ερμηνευτές του Μαρξ (...) αυξάνει ο αριθμός των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου - αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός εκπληρώνει καλά το προοδευτικό του έργο. Ελαττώνεται - αυτό σημαίνει ότι "δεν εκπληρώνει καλά την ιστορική του αποστολή" (σελ. 103 του άρθρου του κ. Νικ.ον) και η "διανόηση'' πρέπει "να αναζητά άλλους δρόμους για την πατρίδα της" (...) Ο Μαρξ επεξεργάστηκε το κομμουνιστικό πρόγραμμα από το 1848 ακόμα (...) Πόσο μικρή αριθμητικά ήταν τότε η εργατική τάξη μπορεί να κρίνει κανείς από το γεγονός ότι 27 χρόνια αργότερα, το 1875, ο Μαρξ έγραφε: "ο εργαζόμενος λαός της Γερμανίας αποτελείται στην πλειοψηφία του από αγρότες και όχι από προλετάριους"» («Τι είναι οι "φίλοι του λαού". ..», Παράρτημα Π, Λ.Α. τ. Ι,σελ. 317, 327).

Με βάση τις θεωρητικές αυτές αφετηρίες ο Λένιν θα θεμελιώσει τόσο την ανάλυση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και ανάπτυξης στη Ρωσία, όσο και την κριτική του στις θεωρητικές θέσεις των ναρόντνικων.

3.1.2 Η κριτική προς τη θεωρία των ναρόντνικων και το ζήτημα της εσωτερικής αγοράς
Η κριτική του Λένιν προς τη θεωρητική ανάλυση των ναρόντνικων αναφορικά με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης θεμελιώνεται, συνοπτικά, με βάση την ακόλουθη επιχειρηματολογία:

1) Η εμφάνιση και διευρυνόμενη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια χώρα δημιουργεί και διευρύνει την εσωτερική αγορά (σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονταν οι ναρόντνικοι), καθώς συναρτάται με τις ακόλουθες διαδικασίες: α) Δημιουργία ζήτησης για κεφαλαιουχικά αγαθά (μέσα παραγωγής) από τη μεριά του κεφαλαίου, β) Υποκατάσταση της αυτοκαταναλωτικής προκαπιταλιστικής οικονομίας από την εμπορευματική οικονομία, δηλαδή μετατροπή των μέσων συντήρησης των λαϊκών στρωμάτων σε εμπορεύματα. Η διαδικασία αυτή παίρνει την ολοκληρωμένη μορφή της με τη μετατροπή ενός μέρους του αγροτικού πληθυσμού σε μισθωτούς εργάτες και οδηγεί στη διεύρυνση της αγοράς, ακόμα και όταν συνδυάζεται με το «φτώχεμα του αγρότη»16.

2) Η συνδεόμενη με την καπιταλιστική ανάπτυξη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (και του όγκου των καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων) με ταχύτερους ρυθμούς από ότι τα λαϊκά εισοδήματα δεν οδηγεί σε μια μόνιμη αδυναμία διάθεσης (πραγματοποίησης) αυτών των καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων, δηλαδή δεν προκύπτει ένα μόνιμο «πρόβλημα αγορών». Ο Λένιν (όπως και ορισμένοι από τους «νόμιμους μαρξιστές», βλ. R. Luxemburg 1970, σελ. 227 κ.ε.) θεμελιώνει την επιχειρηματολογία του ως προς το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, σε δύο ειδών θέσεις: α) Τις θέσεις που προκύπτουν από τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ (στο τέλος του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου) , όπου αποδεικνύεται ότι η αναπαραγωγή μιας καπιταλιστικής κοινωνίας είναι δυνατή με τη διεύρυνση και μόνο της εσωτερικής αγοράς, χωρίς να καθίσταται αναγκαία (για τη βιωσιμότητα και διευρυνόμενη αναπαραγωγή αυτής της «αφηρημένης καπιταλιστικής κοινωνίας») η προσφυγή στην εξωτερική (διεθνή) αγορά, ή σε «τρίτα πρόσωπα» (πέραν των μισθωτών εργατών και των καπιταλιστών), β) Τις θέσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συντελείται με γρηγορότερους ρυθμούς στους τομείς παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανές, πρώτες ύλες, υλικά επεξεργασίας κ.λπ.), και επομένως αναπτύσσεται γρηγορότερα η αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών από ότι η αγορά καταναλωτικών αγαθών.

Ως τελικό συμπέρασμα αυτής της θεωρητικής επιχειρηματολογίας του Λένιν (θέσεις 1 θ 2)17 προκύπτει, επομένως, ότι είναι λάθος να θεωρείται αδύνατη (ή εξ ορισμού περιθωριακή) η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία (ή, γενικά, σε μια χώρα χαμηλού βιοτικού επιπέδου, δηλαδή σε μια χώρα που η «αγοραστική δύναμη» της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού είναι εξαιρετικά χαμηλή και επομένως η εσωτερική αγορά καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη): κινητήρια δύναμη για τη διεύρυνση της αγοράς είναι κυρίως η παραγωγική κατανάλωση του κεφαλαίου, η ζήτηση για κεφαλαιακά αγαθά μεταξύ των καπιταλιστών, η οποία στη συνέχεια οδηγεί και στην (με μικρότερους ρυθμούς) διεύρυνση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών, σύμφωνα με τα αναπαραγωγικά σχήματα τον Μαρξ. Με άλλα λόγια, η απόρριψη του «καταφατικού δογματισμού» στο ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης («ο καπιταλισμός θα κυριαρχήσει και θα αναπτυχθεί νομοτελειακά σε όλες τις χώρες») δεν συνεπάγεται την υιοθέτηση του «αρνητικού δογματισμού» («η ανάπτυξη του καπιταλισμού σε μια συγκριτικά φτωχή χώρα θα έχει μόνιμα το χαρακτήρα ενός περιθωριακού φαινομένου»).

Το συμπέρασμα αυτό συνοψίζεται στη θέση ότι το λεγόμενο «ζήτημα των αγορών» δεν τίθεται εξωτερικά ως προς το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά αποτελεί όψη, μορφή εμφάνισης, της καθαυτό καπιταλιστικής ανάπτυξης (η αγορά δεν αποτελεί εξωτερικό περιορισμό της ανάπτυξης - δηλ. της διαδικασίας διερυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά αποτέλεσμα, ή, καλύτερα, αποτύπωση της ανάπτυξης). Για να διατυπώσουμε το ίδιο με τα λόγια του Λένιν: «Δεν υπάρχει καθόλου ζήτημα εσωτερικής αγοράς, σαν ξεχωριστό αυτοτελές ζήτημα που να τίθεται ανεξάρτητα από το ζήτημα του βαθμού ανάπτυξης του καπιταλισμού (...) Ο βαθμός ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς είναι ο βαθμός ανάπτυξης του καπιταλισμού σε μια χώρα» (Λ. Α. τ. 3, σελ. 53-54).

Πιστεύω ότι τα θεωρητικά συμπεράσματα του Λένιν αναφορικά με τα ζητήματα της καπιταλιστικής κυριαρχίας και ανάπτυξης, της αγοράς κ.λπ. θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πολλά στις σύγχρονες οικονομικές και ιστορικές αναλύσεις, αν φυσικά ήταν γνωστά στους φορείς αυτών των αναλύσεων. Παράλληλα, όπως ήδη επισημάναμε στην Εισαγωγή αυτού του άρθρου, δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι εργασίες και τα θεωρητικά συμπεράσματα του Λένιν «έχουν ξεχαστεί» από τους κοινωνικούς επιστήμονες.

3.2 Η θεμελίωση της θέσης ότι ο καπιταλισμός κυριαρχεί στη Ρωσία Το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης του Λένιν, ότι ο καπιταλισμός κυριαρχεί πλέον στη Ρωσία της δεκαετίας 1890-1900, συνάγεται από μια διαπίστωση και μια θεωρητική θέση: «ότι βάση του οικονομικού καθεστώτος μας είναι η εμπορευματική οικονομία (η διαπίστωση, Γ.Μ.) που καθοδηγητική της δύναμη είναι και στη χώρα μας, όπως και παντού αλλού, η αστική τάξη (η θέση, Γ.Μ., οι υπογρ. δικές μου)» («Τι είναι οι "φίλοι.."..», Λ.Α. τ. 1, σελ. 252).

Σαν αποτέλεσμα δηλαδή της μεταρρύθμισης του 1861 και των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που την ακολούθησαν, η ρωσική οικονομία (ακόμα και η κοινοτική αγροτική)18 έχασε τον κλειστό αυτοκαταναλωτικό της χαρακτήρα και μετασχηματίσθηκε σε εμπορευματική οικονομία. Στη συνέχεια, πίσω από την επιφάνεια των εμπορευματικών σχέσεων ο Λένιν ανακαλύπτει και αποκρυπτογραφεί την κυριαρχία του κεφαλαίου, παρά το γεγονός ότι η μισθωτή εργασία και η καπιταλιστική επιχείρηση στην τυπική αναπτυγμένη μορφή τους αποτελούσαν ακόμα ένα περιθωριακό, ή έστω περιορισμένο φαινόμενο.

Κλειδί για το συμπέρασμα αυτό αποτελεί η διαπίστωση ότι η εμπορευματική παραγωγή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό το συνώνυμο της έμμεσης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο: Καθώς τα φεουδαρχικά τσιφλίκια εξαλείφονται, ενώ οι (ασιατικές) κοινότητες έχουν χάσει πλέον τον κλειστό αυτοκαταναλωτικό χαρακτήρα που είχαν στο παρελθόν, όλο και περισσότεροι παραγωγοί (βιοτέχνες και αγρότες) διαθέτουν το προϊόν τους αποκλειστικά σε εμπόρους προαγοραστές. Ο προαγοραστής, επειδή ακριβώς είναι εκείνος που διαθέτει το προϊόν στην ελεύθερη αγορά, καθορίζει το τι και πόσο θα παραχθεί από τον κάθε παραγωγό που δουλεύει για λογαριασμό του, ελέγχοντας έτσι ουσιαστικά την παραγωγική διαδικασία των μεμονωμένων παραγωγών. Ο προαγοραστής μπορεί επομένως να καθηλώνει τις τιμές των εμπορευμάτων που (προαγοράζει από τους παραγωγούς, με αποτέλεσμα αυτοί - αν και διατηρούν τυπικά την οικονομική ανεξαρτησία τους, δηλαδή την ιδιοκτησία των εργαλείων που χρησιμοποιούν ή της γης που καλλιεργούν - να αμείβονται (από τον προαγοραστή) με ένα εισόδημα που στην καλύτερη περίπτωση φθάνει τον εργατικό μισθό19.

Πρόκειται για μια έμμεση πρώιμη μορφή (άτυπης) υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, η οποία τροφοδοτεί την ανάπτυξη και επέκταση της ώριμης καπιταλιστικής σχέσης (άμεση υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο: μισθωτή εργασία μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση). Παράλληλα, η πρώιμη αυτή μορφή της κεφαλαιακής σχέσης έχει ήδη κυριαρχήσει στο εσωτερικό της ρωσικής κοινωνίας.

Επειδή το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ αποτελεί τον πυρήνα της θεωρητικής αντίληψης του Λένιν αναφορικά με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε με αναλυτικό τρόπο στην ανάπτυξη των θεωρητικών επιχειρημάτων του:

1) Η παραγωγή για τον προαγοραστή αποτελεί μορφή της καπιταλιστικής μανιφακτούρας

«Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανόητο από τη γνώμη πως τάχα η δουλειά για τους προαγοραστές είναι απλώς αποτέλεσμα κάποιας παράβασης, κάποιου τυχαίου περιστατικού, κάποιας "κεφαλαιοκρατικοποίησης του προτσές ανταλλαγής" και όχι της παραγωγής. Αντίθετα, η δουλειά για τον προαγοραστή είναι ίσα ίσα μια ειδική μορφή παραγωγής, μια ειδική οργάνωση των οικονομικών σχέσεων στην παραγωγή, οργάνωση που αναπτύχθηκε άμεσα από τη μικρή εμπορευματική παραγωγή (...) και ως τα τώρα ακόμα συνδέεται μαζί της με χίλια νήματα, γιατί ίσα ίσα οι πιο εύποροι μικρονυκοκυραίοι, οι πιο πρωτοπόροι "βιοτέχνες" εγκαινιάζουν αυτό το σύστημα, επεκτείνοντας τις συναλλαγές τους με το μοίρασμα δουλειάς στα σπίτια (...) Σύμφωνα με την επιστημονική ταξινόμηση των μορφών βιομηχανίας στη διαδοχική τους ανάπτυξη, η δουλειά για τον προαγοραστή ανήκει συνήθως στην κεφαλαιοκρατική μανουφακτούρα, γιατί: 1) στηρίζεται στην παραγωγή που γίνεται με το χέρι και στην πλατιά βάση των μικρών εργαστηρίων 2) εισάγει τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σ' αυτά τα εργαστήρια, αναπτύσσοντας τον και μέσα στο ίδιο το εργαστήρι· 3) βάζει επικεφαλής της παραγωγής τον έμπορο, όπως γίνεται πάντα στη μανουφακτούρα που προϋποθέτει την παραγωγή σε πλατιά κλίμακα, τη χοντρική αγορά πρώτων υλών και την πούληση του προϊόντος - 4) υποβιβάζει τους εργαζόμενους στην κατάσταση μισθωτών εργατών που ασχολούνται στο εργαστήρι του αφεντικού ή στο σπίτι τους (...) Όπως είναι γνωστό αυτή η μορφή βιομηχανίας σημαίνει πια πλέρια κυριαρχία του καπιταλισμού και είναι ο άμεσος πρόδρομος της τελευταίας και ανώτερης μορφής του, δηλαδή της μεγάλης μηχανικής βιομηχανίας. Συνεπώς, η δουλειά για τον προαγοραστή είναι καθυστερημένη μορφή καπιταλισμού, και στη σύγχρονη κοινωνία η καθυστέρηση αυτή έχει σαν επακόλουθο την χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων, που τους εκμεταλλεύονται μια σειρά ενδιάμεσοι ( sweetingsystem), που είναι σκορπισμένοι, αναγκασμένοι να αρκούνται στο πιο χαμηλό μεροκάματο, να εργάζονται μέσα σε ανθυγιεινές συνθήκες και νάχουν υπέρμετρα πολύωρη εργάσιμη ημέρα, και το κυριότερο, να εργάζονται μέσα σε συνθήκες που κάνουν εξαιρετικά δύσκολη τη δυνατότητα ενός κοινωνικού ελέγχου της παραγωγής» («Η βιοτεχνική απογραφή του 1894 95 στο κυβερνείο του Περμ και τα γενικά προβλήματα της "βιοτεχνικής" παραγωγής», Λ.Α. τ. 2, σελ. 43132).

Η ανάλυση των έμμεσων μορφών κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία δίνεται από τον Μαρξ τόσο στον πρώτο (κεφάλαια 11, 12), όσο και κυρίως στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (καθώς και στα Grundrisse). Χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μαρξ: «Ο έμπορος (...) αγοράζει απευθείας από τον ατομικό παραγωγό. Ονομαστικά τον αφήνει ανεξάρτητο και αφήνει αμετάβλητο τον τρόπο παραγωγής του (...) Χωρίς να ανατρέψει τον τρόπο παραγωγής, χειροτερεύει μόνο την κατάσταση των άμεσων παραγωγών, τους μετατρέπει σε απλούς μισθωτούς εργάτες και προλετάριους, κάτω από όρους χειρότερους από εκείνους των εργατών που υπάγονται κατ' ευθείαν στο κεφάλαιο, τη δε υπερεργασία τους την ιδιοποιείται πάνω στη βάση του παλιού τρόπου παραγωγής.» (Το Κεφάλαιο, τ. III, σελ. 424425).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λένιν είχε διατυπώσει τη θέση σχετικά με τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της παραγωγής για τον προαγοραστή ήδη το 1894, στο "Τι είναι οι 'φίλοι του λαού'..." (Βλ. π.χ. Λ.Α. τ. 1, σελ. 209,217), δηλαδή προτού διαβάσει τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (που κυκλοφόρησε στα Γερμανικά το 1894).

2) Η αγροτική κοινότητα ευνοεί την ενίσχυση και διατήρηση των έμμεσων μορφών κυριαρχίας του κεφαλαίου, σε βάρος της ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού.

Το πέρασμα από τη μανιφακτούρα στον βιομηχανικό καπιταλισμό (τη μεγάλη βιομηχανία) σημαίνει ταυτόχρονα και αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στο εμπορικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο. Η μανιφακτούρα (και κυρίως η πρώιμη μορφή της, η ατομική εμπορευματική - χειροτεχνική - παραγωγή για τον προαγοραστή) αποτελεί καπιταλιστική παραγωγή υποταγμένη στο εμπορικό κεφάλαιο, αφού αυτό το τελευταίο εξασφαλίζει την καπιταλιστική συγκεντροποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και τον προσανατολισμό της στη ζήτηση της αγοράς.

Αντίθετα, η μεγάλη βιομηχανία ενσαρκώνει η ίδια την τυπικά καπιταλιστική συγκεντροποίηση και μορφοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας (εργοστασιακός καταμερισμός εργασίας, παραγωγική ιεραρχία και μηχανοποίηση, εργοστασιακός δεσποτισμός), και καταργεί έτσι τη διαμεσολαβητική παρέμβαση του εμπορικού κεφαλαίου στην προηγούμενη μορφή της. Το εμπορικό κεφάλαιο δεν παρεμβαίνει πλέον για να εξασφαλίσει την καπιταλιστική κεντροποίηση και τον καπιταλιστικό καταμερισμό της παραγωγικής διαδικασίας, δεν είναι αυτό που εξασφαλίζει την υπαγωγή του εργαζόμενου στο κεφάλαιο. Η παρέμβαση του εμπορικού κεφαλαίου δεν είναι πλέον αναγκαία ούτε και για την σε πλατιά κλίμακα συγκέντρωση του παραγόμενου προϊόντος που διατίθεται στην αγορά. Η μεγάλη βιομηχανία αποτελεί η ίδια παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Και το κυριότερο, η υπαγωγή του εργαζόμενου στο κεφάλαιο είναι πλέον άμεση (στον βιομήχανο καπιταλιστή). Η βιομηχανική παραγωγή (το βιομηχανικό κεφάλαιο) καθορίζει τώρα το ρόλο του εμπορικού κεφαλαίου, καθώς η παραγωγική δραστηριότητα του τελευταίου έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τη διάθεση των (καπιταλιστικά βιομηχανικά παραχθέντων) εμπορευμάτων στην αγορά.

Την ποιοτική αυτή διαφορά ανάμεσα στην πρώιμη (μανιφακτούρα) και στην ώριμη (μεγάλη βιομηχανία) μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής έχει αναλύσει, όπως ήδη είπαμε, ο Μαρξ τόσο στον πρώτο (κεφ. 12), όσο και στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (κεφ. 20). Ο Λένιν προσεγγίζει τη ρωσική κοινωνία με βάση τις θεωρητικές κατηγορίες του Μαρξ και καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Με βάση τα στοιχεία για τη ρωσική μανουφακτούρα αποδείχνεται πολύ παραστατικά ο νόμος που έχει διατυπώσει ο συγγραφέας του "Κεφαλαίου", ότι ο βαθμός ανάπτυξης του εμπορικού κεφαλαίου είναι αντίστροφα ανάλογος με το βαθμό ανάπτυξης του βιομηχανικού κεφαλαίου. Και πραγματικά, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε όλα τα βιοτεχνικά επαγγέλματα που περιγράψαμε με τον παραπάνω τρόπο: όσο λιγότερα μεγάλα εργαστήρια υπάρχουν σ' αυτά, τόσο περισσότερο είναι αναπτυγμένη η "προαγορά" και αντίστροφα. Αλλάζει μονάχα η μορφή του κεφαλαίου που κυριαρχεί και στη μια και στην άλλη περίπτωση και που φέρνει τον "ανεξάρτητο" βιοτέχνη σε κατάσταση που είναι συχνά ασύγκριτα χειρότερη από την κατάσταση του μισθωτού εργάτη (...) Η μικρή ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου σημαίνει μονάχα την τεράστια ανάπτυξη του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 447-448).

Με βάση αυτό το συμπέρασμα και αυτή την ανάλυση ο Λένιν επισημαίνει στη συνέχεια ότι η ύπαρξη της αγροτικής (ασιατικής) κοινότητας και οι περιορισμοί της ελευθερίας διάθεσης της εργασιακής δύναμης των αγροτών που συνδέονται με το κοινοτικό σύστημα, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την τεράστια ισχύ που διατηρούσαν στη Ρωσία οι πρώιμες μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας, έναντι της ώριμης καπιταλιστικής μορφής που βασίζεται στην άμεση υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο (μισθωτή εργασία): «Το γεγονός ότι ο αγρότης δεν έχει την ελευθερία να μετακινείται, το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένος να ζημιώνει καπότες, πληρώνοντας για να απαλλαχτεί από τη γη (...), το γεγονός ότι η αγροτική κοινότητα έχει κλειστό ταξικό χαρακτήρα - όλα αυτά επεκτείνουν τεχνητά τον τομέα της εφαρμογής της καπιταλιστικής δουλειάς στο σπίτι και δένουν τεχνητά τον αγρότη σ' αυτές τις μορφές εκμετάλλευσης που είναι οι χειρότερες. Έτσι οι απαρχαιωμένοι θεσμοί (...) ασκούν την πιο βλαβερή επίδραση και στη γεωργία και στη βιομηχανία, διατηρώντας τις τεχνητά καθυστερημένες μορφές παραγωγής, που συνδέονται (...) με την πιο βαριά και απελπιστική κατάσταση των εργαζομένων» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 453).

Ο Λένιν, λοιπόν, ακολουθώντας τα θεωρητικά σχήματα του Μαρξ, εντοπίζει και αναλύει τις μορφές κυριαρχίας του κεφαλαίου εκεί που οι ναρόντνικοι της εποχής του έβλεπαν μόνο τη «λαϊκή οικονομία», εκεί δηλαδή που η κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας λάμβανε χώρα ακόμα με έμμεσες μορφές: τις μορφές εκείνες υπαγωγής στο κεφάλαιο που προηγούνται ιστορικά της μισθωτής εργασίας. Βέβαια το γεγονός ότι μέχρι σήμερα ορισμένοι επιμένουν, χωρίς να γελοιοποιούνται, να θεωρούν ως «μη καπιταλιστικές» ακόμα και τις πιο αναπτυγμένες μορφές κεφαλαίου (εφόσον πρόκειται για κεφάλαιο που δεν επενδύεται στους οικονομικούς κλάδους της αρεσκείας τους) αποδεικνύει, όπως ήδη σημειώσαμε, ότι η θεωρητική διαμάχη σχετικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού διαπλέκεται με διαφορετικές πολιτικές-ταξικές τοποθετήσεις απέναντι στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής εξουσίας.

3.3 Η κυριαρχία του καπιταλισμού στους τομείς της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας Η θεωρητική θεμελίωση της θέσης ότι ο καπιταλισμός κυριαρχεί στη Ρωσία, κυρίως στη βάση των έμμεσων μορφών υπαγωγής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, στηρίζεται στην επεξεργασία του στατιστικού υλικού της εποχής από το οποίο συνάγεται ότι «σ' όλα τα ρωσικά χωριά το εμπορικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο υποτάσσει την εργασία και, χωρίς να μετατρέπει τον παραγωγό σε μισθωτό εργάτη, του απομυζά όχι λιγότερη υπεραξία απ' ό,τι το βιομηχανικό κεφάλαιο από τον εργάτη» («Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού», Λ.Α. τ. 1, σελ. 465). Σε ό,τι αφορά καταρχήν τις μη αγροτικές οικονομικές δραστηριότητες στις πόλεις και τα χωριά της Ρωσίας, ο Λένιν, (από το «Τι είναι, οι "φίλοι του λαού". ..» και τη «Βιοτεχνική απογραφή του 1894-95 στο κυβερνείο του Περμ» μέχρι την «Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»), παραθέτει αναλυτικά στοιχεία, για επιμέρους διοικητικές περιφέρειες αλλά και για ολόκληρη την αυτοκρατορία, για επιμέρους οικονομικούς κλάδους, αλλά και το σύνολο των «βιοτεχνικών επαγγελμάτων», που αποδεικνύουν την κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων και μέσω αυτών (προαγοραστές έμμεση υπαγωγή) του κεφαλαίου.

Σε ρήξη, λοιπόν, με τις θέσεις των ναρόντνικων που αντιπαρέθεταν την οικοτεχνία και βιοτεχνία (των οποίων τη διατήρηση επιζητούσαν) στη μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία (την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για όλα τα δεινά του καπιταλισμού), η ανάλυση του Λένιν έκανε φανερή την ενότητα Οικοτεχνίας – βιοτεχνίας μανιφακτούρας βιομηχανίας ως συνάρθρωση και διαδοχή διαφορετικών μορφών κυριαρχίας της κεφαλαιακής σχέσης: «Η "χειροτεχνική βιομηχανία" θεωρούνταν σαν κάτι το οικονομικά ομοιογενές, και την αντιπαραθέτανε ( sic!) στον "καπιταλισμό", που μ' αυτόν υπονοούν χωρίς άλλες περιστροφές τη "φαμπρικοεργοστασιακή" βιομηχανία (...) Πρόκειται για μια απλότητα συγκινητική: "καπιταλισμός"="φαμπρικοεργοστασιακή βιομηχανία", και φαμπρικοεργοστασιακή βιομηχανία=αυτά που αναγράφονται κάτω απ' αυτή την επικεφαλίδα στις επίσημες εκδόσεις. Και πάνω στη βάση μιας τόσο βαθιάς "ανάλυσης" βγάζουν από το λογαριασμό του καπιταλισμού τις μάζες των εργατών που δουλεύουν για καπιταλιστές και τους κατατάσσουν στους "βιοτέχνες". (...) Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόληψη, γιατί κανείς δεν επιχείρησε ποτέ να ρίξει έστω και μια ματιά στα στοιχεία, που δείχνουν ότι σ' όλους τους κλάδους της βιομηχανίας υπάρχει η πιο στενή και αδιάρρηχτη σύνδεση ανάμεσα στη "χειροτεχνική" και τη "φαμπρικοεργοστασιακή" βιομηχανία» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 460-61). «Ας συγκρίνουμε με τη φάμπρικα έστω και μόνο το χωριό που μας περιέγραψε ο ναρόντνικος. Η διαφορά (...) βρίσκεται μόνο στο ότι στο χωριό βλέπουμε "μικρά ζωύφια", ενώ στη φάμπρικα μεγάλα, στο χωριό έχουμε εκμετάλλευση του κάθε ανθρώπου χωριστά με μέθοδες μισοφεουδαρχικές - στη φάμπρικα εκμετάλλευση μαζών, εκμετάλλευση που είναι πια καθαρά κεφαλαιοκρατική. (...) Στο χωριό έχουμε τον ίδιο καπιταλισμό που δεν είναι αναπτυγμένος· και Γι αυτό είναι διαποικιλμένος με τοκογλυφία etc., στο εργοστάσιο είναι ανεπτυγμένος· η ίδια αντίθεση που υπάρχει στο χωριό εκφράζεται εδώ στο ακέραιο» («Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού», Λ.Α. τ. 1, σελ. 391).

Η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας δεν προκύπτει, λοιπόν, παρά ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των αντιφάσεων των πρώιμων μορφών καπιταλισμού:

«Τα γεγονότα αναιρούν απόλυτα τη διαδεδομένη στη χώρα μας άποψη ότι η "εργοστασιακή" βιομηχανία και η "χειροτεχνική" βιομηχανία είναι αποσπασμένες η μια από την άλλη. Αντίθετα, ο χωρισμός τους είναι καθαρά τεχνητός. Η σύνδεση και η διαδοχικότητα των μορφών βιομηχανίας, που αναφέραμε, είναι αμεσότατη και στενότατη. Τα γεγονότα δείχνουν καθαρότατα ότι η βασική τάση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, ειδικά ο σχηματισμός της μανουφακτούρας, και η μανουφακτούρα εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας με τεράστια ταχύτητα σε μεγάλη μηχανική βιομηχανία» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 556).

3.4 Η κυριαρχία του καπιταλισμού στην αγροτική οικονομία
3.4.1 Η σειρά παρουσίασης του ζητήματος
Αφήσαμε σκόπιμα τελευταίο το ζήτημα του καπιταλισμού στη ρωσική ύπαιθρο, αν και το ζήτημα αυτό προσεγγίζεται πρώτο από τον Λένιν στο πλαίσιο της ανάλυσης του για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία20, με βάση το ακόλουθο σκεπτικό, το οποίο νομίζουμε ότι εξυπηρετεί την «οικονομία» της μελέτης μας:

α) Η ανάλυση του Λένιν αναφορικά με τη ρωσική ύπαιθρο περιέχει δυο σημαντικά λάθη: Το σημαντικότερο είναι ότι παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα της αγροτικής οικονομίας σε μια καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή την τάση διατήρησης και τη βιωσιμότητα της μικρής και μεσαίας (εμπορευματικής) αγροτικής εκμετάλλευσης, τάση που δρα ανασχετικά προς την προοπτική συγκέντρωσης της γης και κυριαρχίας του «μεγάλου αγροτικού κεφαλαίου» στην ύπαιθρο, κατ' αναλογίαν με ό,τι συμβαίνει στη βιομηχανία. Το λιγότερο σημαντικό, αλλά πάντως όχι χωρίς επιπτώσεις είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνικοοικονομική ιδιαιτερότητα της αγροτικής κοινότητας: Ο Λένιν αντιλαμβάνεται την κοινότητα ως (μετασχηματιζόμενη) μορφή επιβίωσης ενός (όχι πλέον κυρίαρχου) προκαπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά δεν την διαχωρίζει από το φεουδαρχικό προκαπιταλισμό (δουλοπαροικία), δεν αντιλαμβάνεται την ειδοποιό διαφορά του συγκεκριμένου κοινωνικού και παραγωγικού συστήματος. Δεν θέτει έτσι υπό εξέταση την επιβιώνουσα εσωτερική ιεραρχία και κοινωνική πόλωση της κοινότητας (π.χ. προεστοί - απλά μέλη της κοινότητας), ούτε αναλύει την ενδεχόμενη αντιστοιχία ανάμεσα σ' αυτήν την προϋπάρχουσα ιεραρχία και την προκύπτουσα με τις εμπορευματικές σχέσεις νέα οικονομική ιεραρχία (κουλάκοι - φτωχοί μικροπαραγωγοί).

β) Τα λάθη αυτά, αλλά και η επισήμανση τους, δεν αναιρούν κατά τη γνώμη μου την ορθότητα των συμπερασμάτων και της επιχειρηματολογίας του Λένιν αναφορικά με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη ρωσική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα, μέσα (κυρίως) από την έμμεση υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Τα συμπεράσματα αυτά, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, έχουν ισχύ και για την αγροτική οικονομία της Ρωσίας. Μάλιστα, τα λάθη του Λένιν αναφορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην αγροτική οικονομία αποτελούν κατά τη γνώμη μου, ως ένα βαθμό, παρεκκλίσεις από αυτή την ορθή γραμμή ανάλυσης που διαπερνά σαν κόκκινο νήμα όλο το έργο του της περιόδου που εξετάζουμε. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι η πρόταξη της ανάλυσης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων στη γεωργία (και των λαθών που περιέχονται σ' αυτήν), θα μπορούσε ακριβώς να συγκαλύψει την εσωτερική λογική διάρθρωση της ανάλυσης, τη λογική ιεραρχία των θεωρητικών προτάσεων.

Μετά αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, που θα γίνουν, πιστεύουμε, απόλυτα κατανοητές στα αμέσως επόμενα, περνάμε στην κριτική παρουσίαση της προσέγγισης του Λένιν στο ζήτημα της κυριαρχίας του καπιταλισμού στην αγροτική οικονομία.

3.4.2 Έμμεση υπαγωγή των αγροτών στο κεφάλαιο ή πόλωση της αγροτιάς σε αστούς και προλετάριους;
Κατά την προσέγγιση της αγροτικής οικονομίας ο Λένιν κάνει χρήση του σχήματος εμπορευματοποίηση έμμεση υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο: «Σ' όλες τις ομάδες της αγροτιάς το νοικοκυριό έγινε πια σε πολύ σημαντικό βαθμό εμπορευματικό, έπεσε στην εξάρτηση της αγοράς (...) η σημασία του προσωπικού φόρου (...) περνά σε πολύ δευτερεύουσα μοίρα» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 146, 147).

Εντούτοις δεν ακολουθεί με θεωρητική συνέπεια αυτή τη γραμμή ανάλυσης21, αλλά την εγκαταλείπει (δεν εξετάζει το πού και πώς διατίθενται τα αγροτικά προϊόντα, την ύπαρξη και το ρόλο των προαγοραστών κ.λπ.), καθώς παράλληλα υιοθετεί και επιμένει σε ένα άλλο θεωρητικό σχήμα: ότι μέσα από την εμπορευματοποίηση της αγροτικής οικονομίας προκύπτουν τόσο σημαντικές εισοδηματικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των αγροτών, που οδηγούν στη διάσπαση της αγροτιάς σε δύο κυρίως κοινωνικές ομάδες, την αγροτική αστική τάξη και το αγροτικό προλεταριάτο - που υπόκειται πλέον άμεσα (ως μισθωτή εργασία) σε καπιταλιστική εκμετάλλευση από την αγροτική αστική τάξη. Ο Λένιν αφιερώνει, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της ανάλυσης του γύρω από τη ρωσική αγροτική οικονομία στο να δείξει «ότι στο ρωσικό κοινοτικό χωριό ο ρόλος του κεφαλαίου δεν εξαντλείται με την οικονομική υποδούλωση και την τοκογλυφία (δηλαδή δεν εξαντλείται στην έμμεση υπαγωγή, Γ.Μ.), ότι το κεφάλαιο χρησιμοποιείται επίσης και στην παραγωγή, (...) ότι η εύπορη αγροτιά τοποθετεί χρήματα (...) στην καλυτέρευση του νοικοκυριού, στην αγορά και τη μίσθωση γης, στην καλυτέρευση των σύνεργων, στη μίσθωση εργατών (άμεση υπαγωγή, Γ.Μ.) κλπ.» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 176-177).

Η δεύτερη αυτή γραμμή ανάλυσης, γύρω από τις σχέσεις άμεσης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, μοιάζει να έχει ως βασικό στόχο της να αποδείξει ότι «η κοινωνική εξέλιξη στην αγροτική οικονομία ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση με τη βιομηχανία» (Λ.Α. τ. 4, έκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 94). Πραγματικά ο Λένιν εκβιάζει το ακόλουθο συμπέρασμα από την επεξεργασία των στοιχείων της ρωσικής υπαίθρου: «Η παλιά αγροτιά δεν "διαφοροποιείται" μονάχα, μα καταστρέφεται τελείως, παύει να υπάρχει, γιατί εκτοπίζεται από τους εντελώς νέους τύπους του αγροτικού πληθυσμού, τους τύπους που αποτελούν τη βάση της κοινωνίας όπου κυριαρχεί η εμπορευματική οικονομία και η κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Οι τύποι αυτοί είναι η αγροτική αστική τάξη (κυρίως η μικρή) και το αγροτικό προλεταριάτο, η τάξη των εμπορευματοπαραγωγών στη γεωργία και η τάξη των μισθωτών εργατών της γεωργίας» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 165, η υπογρ. δική μου, Γ.Μ.).

Υποστηρίξαμε ότι ο Λένιν εκβιάζει το πιο πάνω συμπέρασμα, γιατί αυτό δεν προκύπτει κατά κανένα τρόπο από τα στοιχεία που ο ίδιος παρουσιάζει αναφορικά με τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις στην ύπαιθρο: Πραγματικά, τα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος ο Λένιν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία χωρίζει την ύπαιθρο σε τρεις κατηγορίες αγροτών: α) Τους πλούσιους αγρότες, από τους οποίους μια μερίδα μόνο είναι με την τυπική έννοια καπιταλιστές (εδώ πρόκειται κυρίως για τους πρώην φεουδάρχες, που μετά τη μεταρρύθμιση του 1861 μετατρέπονται σταδιακά σε καπιταλιστές γαιοκτήμονες) ή «εποχιακοί καπιταλιστές» (χρησιμοποίηση εργασιακής δύναμης μόνο εποχιακά). Οι πλούσιοι αγρότες αποτελούν χοντρικά το 28% του αγροτικού πληθυσμού (20% των νοικοκυριών) και εκμεταλλεύονται το 43% της χρησιμοποιούμενης γης. β) Τη φτωχή αγροτιά, ένα τμήμα της οποίας υποχρεώνεται, σε εποχιακή κυρίως βάση, να προσφέρει μισθωτή εργασία. Πρόκειται για το 40% του αγροτικού πληθυσμού (50% των νοικοκυριών) που εκμεταλλεύεται το 25% της χρησιμοποιούμενης γης. γ) Τη μεσαία αγροτιά, δηλαδή το 32% του αγροτικού πληθυσμού (30% των νοικοκυριών) που εκμεταλλεύεται το 32% της χρησιμοποιούμενης γης.

Εδώ πρέπει όμως να προσέξουμε ότι στην κατηγορία "πλούσιοι αγρότες" ο Λένιν συμπεριλαμβάνει χωρίς διαφοροποίηση τόσο τους τσιφλικάδες (6% των εκμεταλλεύσεων - 21% της γης22) , όσο και τους «κουλάκους», τους πλούσιους κοινοτικούς αγρότες. Αφαιρώντας, λοιπόν, από αυτή την κατηγορία των πλουσίων αγροτών τα τσιφλίκια, μένει για τους υπόλοιπους ότι το 14% των νοικοκυριών καλλιεργεί το 22% της γης, μια αναλογία που δεν διαφέρει ριζικά από εκείνη των μεσαίων αγροτών. Πράγματι, αν λάβουμε υπόψη αποκλειστικά την κοινοτική ύπαιθρο, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα: Οι πλούσιοι αγρότες (20% των νοικοκυριών), εκμεταλλεύονται το 31%, οι φτωχοί αγρότες (50% των νοικοκυριών) το 37% και οι μεσαίοι αγρότες (30% των νοικοκυριών) και πάλι το 32% της χρησιμοποιούμενης γης (Λ.Α. τ. 3, σελ. 120 κ.ε.).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η πόλωση στη ρωσική ύπαιθρο, σε ό,τι αφορά το μέγεθος των κλήρων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, τροφοδοτείται κυρίως (όχι βέβαια αποκλειστικά) από την ύπαρξη των τσιφλικιών, δηλαδή εντοπίζεται έξω από το χώρο της ασιατικής κοινότητας23. Ακόμα, η πόλωση αυτή δεν δικαιολογεί συμπεράσματα του τύπου «η αγροτιά διασπάται με τεράστια ταχύτητα στην αριθμητικά ασήμαντη, όμως δυνατή από την οικονομική της θέση αγροτική κεφαλαιοκρατία, και το αγροτικό προλεταριάτο» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 309). Ο τυπικά αυτοτελής εμπορευματοπαραγωγός αγρότης (και όχι ο καπιταλιστής γαιοκτήμονας και ο αγρεργάτης) αποτελεί το οικονομικό «στοιχείο» που κυρίως χαρακτηρίζει τη δομή της ρωσικής υπαίθρου. Η έμμεση άτυπη υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο αποτελεί και εδώ την κύρια μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Λένιν αποφεύγει να επεξεργαστεί με βάση το εμπειρικό υλικό που είχε στη διάθεση του την «προαγορά» στο χώρο της γεωργίας, κατ' αναλογία με τις επεξεργασίες του για το χώρο της οικοτεχνίας και βιοτεχνίας: Αν μιλούσε για τον προαγοραστή (αν έδειχνε την έκταση και κυριαρχία της προαγοράς, στα σιτηρά, στα εξαγωγικά προϊόντα, στα βιομηχανικά φυτά, κ.λπ.) θα μιλούσε ταυτόχρονα και για τη διατήρηση του αυτοτελούς αγρότη εμπορευματοπαραγωγού, γιατί αυτός ο τελευταίος αποτελεί ακριβώς την προϋπόθεση ύπαρξης του προαγοραστή.

Όμως και ο ίδιος ο Λένιν αντιλαμβάνεται την «ακροβασία» του συμπεράσματος του, πάνω από το έδαφος του συγκεκριμένου εμπειρικού στατιστικού υλικού. Ξέρει, δηλαδή, ότι «ξεφεύγει» από την πραγματικότητα όταν ταυτίζει την «αγροτική αστική τάξη» με την «τάξη των εμπορευματοπαραγωγών στη γεωργία» (βλ. το σχετικό απόσπασμα του Λένιν που παραθέσαμε, Λ.Α. τ. 3, σελ. 165), θέση η οποία εκ πρώτης όψεως μοιάζει να υποστηρίζει ότι όλοι οι εμπορευματοπαραγωγοί έχουν πλέον γίνει καπιταλιστές, δηλαδή εκμεταλλεύονται μισθωτή αγροτική εργασία για την παραγωγή των εμπορευμάτων τους. Εισάγει, έτσι, άλλη μία, τη φορά αυτή θεωρητική, ακροβασία: Αυτός ο υπέρμαχος του επιστημονικού μαρξισμού ορίζει τώρα την αστική τάξη, όχι σε αναφορά με την απόσπαση υπεραξίας μέσα από την άμεση ή έμμεση οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας, αλλά σε αναφορά με την εμπορευματική παραγωγή: «Ας σημειώσουμε ότι η χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας δεν είναι υποχρεωτικό γνώρισμα της έννοιας μικρή αστική τάξη. Αυτή η έννοια περιλαβαίνει κάθε ανεξάρτητη παραγωγή για την αγορά (...)» (Λ.Α. τ. 3 σελ. 168).

Στην πραγματικότητα η μικρή και μεσαία αγροτική επιχείρηση και ο τυπικά αυτοτελής αγρότης ιδιοκτήτης της, που υπόκειται σε έμμεση καπιταλιστική εκμετάλλευση από το (εμπορικό) κεφάλαιο μέσω της προαγοράς (διαμεσολάβηση του εμπορικού κεφαλαίου μεταξύ του μικροπαραγωγού και της τελικής κατανάλωσης) αποτελούσε (και αποτελεί με διαφοροποιημένους όρους μέχρι και σήμερα, Σταυρόπουλος 1979, Μηλιός 1990, Βεργόπουλος 1975) τον κυρίαρχο τρόπο ενσωμάτωσης της γεωργίας στον καπιταλισμό, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στις περισσότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.

Τη θέση αυτή, ότι η μικρή και μεσαία (μη καπιταλιστική) αγροτική εκμετάλλευση γενικεύεται και διατηρείται σ' όλες τις καπιταλιστικές χώρες αντιλαμβάνεται και υιοθετεί ο Λένιν μόλις μετά τη συγγραφή των έργων που εξετάζουμε εδώ, όταν διαβάζει το βιβλίο του Κάουτσκι «Το αγροτικό ζήτημα» («Die Agrarfrage», Dietz Verlag, Stuttgart 1899), το οποίο και ονομάζει «το πιο σημαντικό γεγονός στη νεότερη οικονομική φιλολογία - ύστερα από τον 3ο τόμο του "Κεφαλαίου"» (A.A. τ. 4, σελ. 89).

Σημειώνει, λοιπόν, ο Λένιν υιοθετώντας την ανάλυση και τα συμπεράσματα του Κάουτσκι: «Στη Γερμανία (1895) από τα 5,5 εκατ. αγροτικές επιχειρήσεις τα 4,25 εκατομ., δηλαδή πάνω από τα 3 4, έχουν έκταση κάτω από 5 εκτάρια (τα 58% κάτω από 2 εκτ.). Στο Βέλγιο τα 78% (709,5 χιλιάδες από τις 909 χιλ.) έχουν κάτω από 2 εκτ. Στην Αγγλία (1895) από τις 520 χιλ. οι 118 έχουν κάτω από 2 εκτ. Στη Γαλλία (1892) 2,2 εκατομ. (από τα 5,7 εκατομ.) έχουν κάτω από 1 εκτ., και 4 εκατομ. κάτω από 5 εκτ.» («Ο καπιταλισμός στην αγροτική οικονομία», A.A. τ. 4, σελ. 132). Και συμπεραίνει: «Όπως βλέπουμε, η κίνηση της αγροτικής οικονομίας είναι κάτι το εντελώς ιδιαίτερο, το εντελώς διαφορετικό από την κίνηση του βιομηχανικού και του εμπορικού κεφαλαίου» (απόσπασμα από το βιβλίο του Κάουτσκι, που αποδέχεται και παραθέτει ο Λένιν, όπ. π., A.A. τ. 4, σελ. 140).

Τώρα πια, μετά την υιοθέτηση της ανάλυσης του Κάουτσκι, ούτε κατά διάνοια δεν ταυτίζονται οι εμπορευματοπαραγωγοί αγρότες με τη μικρή αστική τάξη. Το (ορθό) σχήμα της έμμεσης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο υιοθετείται και πάλι: «Όσο ο αγρότης παραμένει απλός εμπορευματοπαραγωγός, μπορεί να αρκείται στο βιωτικό επίπεδο του μισθωτού εργάτη· δεν έχει ανάγκη από κέρδος και γαιοπρόσοδο (...)» («Ο καπιταλισμός στην αγροτική οικονομία», Λ.Α. τ. 4, σελ. 118, οι υπογρ. του Λένιν).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η κριτική που ασκήσαμε στην προσέγγιση του Λένιν στο ζήτημα της εξέλιξης της ρωσικής γεωργίας συνάγεται τόσο από τη θεωρητική του ανάλυση σχετικά με την έμμεση υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και το εμπειρικό υλικό που τη στηρίζει, όσο και από τις μεταγενέστερες θέσεις του σχετικά με την ενσωμάτωση της αγροτικής οικονομίας στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

3.4.3 Οι ασιατικές κοινότητες και ο καπιταλισμός
Σημειώσαμε ήδη ότι μια επιπλέον θεωρητική αδυναμία της ανάλυσης του Λένιν αναφορικά με τη γεωργία έγκειται στη μη αντίληψη από τη μεριά του του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής κοινότητας. Αντίθετα, δηλαδή, με τους Μαρξ και Ένγκελς (βλ. και το Παράρτημα αυτού του άρθρου), ο Λένιν δεν γνωρίζει τον ασιατικό τρόπο παραγωγής και θεωρεί αρχικά την κοινότητα ως μια προκαπιταλιστική μορφή που προκύπτει από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Αρκετές φορές στα έργα του της περιόδου υιοθετεί διατυπώσεις όπως, «ο κλειστός φεουδαρχικός χαρακτήρας της αγροτικής κοινότητας... » (A.A. τ. 3, σελ. 537, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.). Βέβαια, ο Λένιν δεν είχε στη διάθεση του τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς που ρητά αναφέρονται στον ασιατικό τρόπο παραγωγής (κυρίως τα Grundrisse, αλλά και τα γράμματα στη V. Sassulitsch και άλλους ρώσους αριστερούς, καθώς και άρθρα σε εφημερίδες κ.λπ.). Εντούτοις, όμως, ακόμα και ο προσεκτικός αναγνώστης του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου» (τον οποίο γνώριζε ο Λένιν μετά το 1894) μπορεί να αντιληφθεί τη διάκριση που θεμελιώνει η μαρξική θεωρία ανάμεσα στον φεουδαρχικό και τον ασιατικό τρόπο παραγωγής.

Έτσι, στο κεφ. 47 του 3ου τόμου, στο τμήμα που φέρει τον τίτλο «Η πρόσοδος σε εργασία», ο Μαρξ εκεί διευκρινίζει ότι σ' όλους τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής ο άμεσος εργαζόμενος παραμένει κάτοχος (όχι ιδιοκτήτης) των μέσων παραγωγής (κατέχει το δικαίωμα χρήσης των μέσων παραγωγής, τα οποία όμως βρίσκονται στην ιδιοκτησία της άρχουσας τάξης, δηλαδή η τάξη αυτή ιδιοποιείται το υπερπροϊόν), πράγμα που σημαίνει ότι «η σχέση ιδιοκτησίας πρέπει να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως άμεση σχέση κυριαρχίας και υποδούλωσης, δηλαδή ο άμεσος παραγωγός εμφανίζεται ως μη ελεύθερος» (Μαρξ 1978 σελ. 971, Μαρξ 1989, σελ. 307). Στη συνέχεια, αφού αναφέρεται στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, στη «δουλοπάροικη υποταγή» των αγροτών στον ατομικό φεουδάρχη γαιοκτήμονα (ιδιοκτησία της γης), αντιδιαστέλλει τη μορφή αυτή με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής τονίζοντας: «Αν αυτός που αντιπαρατίθεται άμεσα στους παραγωγούς σαν γαιοκτήμονας και ταυτόχρονα σαν κυρίαρχος δεν είναι ο ιδιωτικός γαιοκτήμονας, αλλά είναι, όπως γίνεται στην Ασία, το κράτος, τότε η πρόσοδος και ο φόρος συμπίπτουν (...) Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σχέση εξάρτησης δεν χρειάζεται πολιτικά και οικονομικά να έχει σκληρότερη μορφή από εκείνη που είναι κοινή για όλους τους υπηκόους αυτού του κράτους. Το κράτος είναι εδώ ο ανώτατος γαιοκτήμονας. (...) Δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή ατομική ιδιοκτησία της γης, παρ' όλο ότι υπάρχει και ατομική και συλλογική κατοχή και χρησιμοποίηση της γης» (Μαρξ 1978 σελ. 972, Μαρξ 1989, σελ. 308).

Ο Λένιν δεν κατανοεί, λοιπόν, τον ιδιαίτερο κοινωνικό χαρακτήρα (ως προς τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και ιδίως ως προς τη φεουδαρχία) των αγροτικών κοινοτήτων. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού προκύπτει κατ' αρχήν στο έργο του της περιόδου που εξετάζουμε ένα θεωρητικό κενό: Δεν αναλύει (ούτε καν προσπαθεί να προσεγγίσει) τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που συνέχουν την κοινότητα, ως ιστορική δομή με δεδομένα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κάτι τέτοιο επιχειρεί μόνο αναφορικά με το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής (τσιφλίκια, σχέσεις δουλοπαροικίας και διαδικασία αποσύνθεσης τους, βλ. π.χ. «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» κεφάλαιο III, Λ. Α. τ. 3, σελ. 181-245).

Το θεωρητικό αυτό κενό καλύπτουν μια σειρά αντιφατικές διατυπώσεις, οι οποίες άλλοτε ταυτίζουν κι άλλοτε διακρίνουν την κοινότητα και το κοινωνικό καθεστώς της (αποσυντιθέμενης) φεουδαρχίας. Έτσι, δίπλα στις διατυπώσεις σχετικά με το «φεουδαρχικό χαρακτήρα» της κοινότητας, βρίσκουμε (μετά το 1894, χρονιά έκδοσης του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου») και διατυπώσεις που μιλούν για τον «ασιατισμό»24, για «τις ασιατικές μορφές εργασίας με την απέραντα αναπτυγμένη υποδούλωση» («Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε;», Λ. Α. τ. 2, σελ. 537), ή επιχειρούν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής: «πατριαρχικές αγροτικές οικογένειες, πρωτόγονες αγροτικές κοινότητες, φεουδαρχικά τσιφλίκια» (Λ. Α. τ. 3, σελ. 20). Αλλοτε πάλι, όταν γίνεται αναφορά στον εκχρηματισμό των οικονομικών συναλλαγών στην ύπαιθρο, την κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων που υποβαθμίζουν τη σημασία των φόρων και δοσιμάτων κ.λπ., κοντολογίς όταν περιγράφεται η αποσύνθεση των προκαπιταλιστικών σχέσεων στην ύπαιθρο, υποστηρίζεται ότι «το καθεστώς των οικονομικών σχέσεων στο "κοινοτικό" χωριό δεν αποτελεί καθόλου ένα ιδιαίτερο καθεστώς ("λαϊκής παραγωγής" κτλ.), μα το συνηθισμένο μικροαστικό καθεστώς» (A.A. τ. 3, σελ. 164, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Το θεωρητικό κενό (η απουσία των εννοιών του ασιατικού τρόπου παραγωγής) στο έργο του Λένιν περιορίζει τη δυνατότητα του να αναλύσει τις κοινωνικές σχέσεις στην κοινοτική ύπαιθρο: Προκύπτει δηλαδή ένα κενό ανάλυσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, συνίσταται στη μη διερεύνηση της συσχέτισης που ενδεχόμενα υφίσταται ανάμεσα στην κοινωνικοπολιτική ιεραρχία που είχε ιστορικά εγκαθιδρύσει ο ασιατικός τρόπος παραγωγής στο επίπεδο της κοινότητας (κοινωνικό στρώμα διοικούντων και συνδέσμων με την κεντρική εξουσία, προεστοί, υπεύθυνοι για τη συγκέντρωση των φόρων κ.λπ.) και στη νέα κοινωνικοοικονομική ιεραρχία που προκύπτει από την ανάπτυξη της εμπορευματικής οικονομίας και του καπιταλισμού. Η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα πριν την Επανάσταση του 1821, για παράδειγμα, από τα μέσα ήδη του 18ου αιώνα, δείχνει ότι ήταν ακριβώς οι προεστοί εκείνοι που μέσα από την αποσύνθεση του ασιατικού τρόπου παραγωγής αναδείχθηκαν σε καπιταλιστές (οι έμποροι και εφοπλιστές των νησιών και των παράκτιων περιοχών), ή «ενδιάμεσοι» ανάμεσα στο εμπορικό κεφάλαιο των μεγάλων λιμανιών και τους αγρότες ή βιοτέχνες μικροπαραγωγούς των χωριών. Οι πρώιμες καπιταλιστικές επιχειρήσεις του ελλαδικού χώρου (οι εφοπλιστικές επιχειρήσεις στα νησιά ή οι μανιφακτούρες, όπως, π.χ., στα Αμπελάκια) εμφανίζονταν υπό «συνεταιριστικές» μορφές, ακριβώς επειδή οικοδομούνταν πάνω στην κληρονομιά της ασιατικής κοινοτικής συλλογικότητας και ιεραρχίας (βλ. αναλυτικότερα Μηλιός 1988, σελ. 177206). Το αν η αντιστοιχία αυτή ανάμεσα στην «παλιά» (ασιατική) και τη νέα (καπιταλιστική) κοινωνική ιεραρχία χαρακτηρίζει, πέρα από την ελληνική περίπτωση, και τη διαδικασία διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής στη Ρωσία δεν το γνωρίζουμε. Ο Λένιν δεν μας παρέχει καμιά πληροφορία σχετικά με αυτή την υπόθεση.

Ο Λένιν, βέβαια, δεν ενδιαφέρεται πρωταρχικά να σκιαγραφήσει τις προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες εποχές στη Ρωσία. Ενδιαφέρεται κυρίως να δείξει ότι το προκαπιταλιστικό οικονομικό περιβάλλον και ειδικότερα η προκαπιταλιστική κοινότητα (της οποίας το ακριβές κοινωνικό περιεχόμενο δεν γνωρίζει) αποσυντίθεται, ότι αποτελεί τόπο ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων και του κεφαλαίου, ότι επιπλέον στο εσωτερικό της έχει κυριαρχήσει * ήδη το κεφάλαιο, παρά τα εμπόδια που οι επιβιώνοντες κοινοτικοί θεσμοί εξακολουθούν να θέτουν στην καπιταλιστική ανάπτυξη.25 Μάλιστα, η ανάλυση του Λένιν μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε το συμπέρασμα ότι ο ασιατικός τρόπος παραγωγής επιτρέπει υπό συγκεκριμένους όρους το πέρασμα στον καπιταλισμό, μέσα από τη μετατροπή των ίδιων των φορέων των ασιατικών κοινωνικών σχέσεων σε φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων: Η απουσία της μεγάλης γαιοκτησίας από τη μια και η «δισυπόστατη» θέση των αγροτών στις κοινότητες (συλλογική κατοχή της γης, όμως κατά ατομικούς κλήρους καλλιέργεια του εδάφους βλ. και κεφ. 2.1) διευκολύνουν την κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων και μέσω αυτών της έμμεσης και άμεσης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Σ' αυτό το επίπεδο ανάλυσης, η κύρια επίπτωση από τη μη κατανόηση της κοινοτικής κοινωνικής ιδιαιτερότητας είναι, όπως ήδη αναφέραμε στο κεφάλαιο 3.4.2, το ότι συναθροίζονται και συγχέονται τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την κοινοτική ύπαιθρο με αυτά που αφορούν τα τσιφλίκια ή τους μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές, στην προσπάθεια μάλιστα να υποστηριχθεί η θέση ότι η αγροτιά διασπάται σε αστική τάξη και προλεταριάτο. Με άλλα λόγια, οι επιπτώσεις που προκύπτουν αναφορικά με τον κύριο θεωρητικό στόχο του Λένιν (τη μελέτη της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία), από το θεωρητικό κενό και το κενό συγκεκριμένης ανάλυσης που εδώ εντοπίσαμε, επικαλύπτονται και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με τις επιπτώσεις από το λάθος που εντοπίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, την παρέκκλιση από το θεωρητικό σχήμα της έμμεσης (άτυπης) υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και την υιοθέτηση του ισχυρισμού ότι η αγροτιά διασπάται σε μισθωτούς εργάτες και αγρότες καπιταλιστές.

Αυτός είναι ο λόγος που θεωρήσαμε ότι η μη κατανόηση από τον Λένιν των κοινωνικών σχέσεων του ασιατικού τρόπου παραγωγής αποτελεί μια λιγότερο σημαντική αδυναμία της ανάλυσης του, σε σύγκριση με τη θεωρητική αδυναμία που προσεγγίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή την παραγνώριση της τάσης για διατήρηση και βιωσιμότητα της μικρής και μεσαίας «εμπορευματικής» αγροτικής εκμετάλλευσης, τάση που γενικεύεται παράλληλα με την έμμεση υποταγή των "ανεξάρτητων" καλλιεργητών στο εμπορικό κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση, παρά τις θεωρητικές αδυναμίες που εδώ εντοπίσαμε, η ανάλυση του Λένιν είναι αυτή που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι πίσω από τις οικονομικές μορφές του μικροπαραγωγού, του προαγοραστή και του εμπόρου κρύβεται η έμμεση (άτυπη) υπαγωγή των αγροτών (όπως και των χειροτεχνών και βιοτεχνών) στο κεφάλαιο. Ότι ακόμα, ανάμεσα στη «λαϊκή οικονομία» των μικροπαραγωγών στα χωριά και τις πόλεις και στη μεγάλη βιομηχανία που συνενώνει αντιθετικά τη σύγχρονη αστική τάξη και το σύγχρονο προλεταριάτο υφίσταται (σε συνθήκες αποσύνθεσης των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής) μια ενότητα περιεχομένου και «ουσίας»: η καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Επίλογος
Τα θεωρητικά έργα του Λένιν της περιόδου 1893-1900 που εξετάσαμε εδώ δεν κατατάσσονται συνήθως σε εκείνο το σύνολο των ιδεών που η παραδοσιακή Αριστερά ονόμαζε «λενινισμό». Αν εντούτοις, θεωρήσουμε το λενινισμό ως τη θεωρία των προϋποθέσεων και ιστορικών όρων της σοσιαλιστικής επανάστασης26, τότε αναμφίβολα τα έργα της περιόδου αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της «λενινιστικής προσέγγισης».

Παράρτημα: Οι ΜαρξΈνγκελς και οι ναρόντνιχοι
Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής των Μαρξ και Ένγκελς το κυρίαρχο σοσιαλιστικό ρεύμα στη Ρωσία ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, οι ναρόντνικοι. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Μαρξ και Ένγκελς να σχολιάσουν επανειλημμένα και να ασκήσουν κριτική στις απόψεις των ναρόντνικων. Εδώ θα παρουσιάσουμε συνοπτικά ορισμένα από τα σημαντικότερα σημεία αυτής της κριτικής που σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία και, όπως θα δούμε, κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση με την κριτική που άσκησε και τις θέσεις που υποστήριξε αργότερα ο Λένιν.

Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα κριτικής προς τους ναρόντνικους γράφτηκε από τον Ένγκελς ήδη το 1875 (όταν ο Λένιν ήταν μόλις 5 ετών) και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Der Volksstaat», Nr. 45, 21.4.1875 (Marx Engels Werke τ. 18, σελ. 562567, απ' όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν). Στο άρθρο αυτό ο Ένγκελς ασκεί κριτική στον ναρόντνικο Τκατσόφ, ο οποίος υποστήριζε: «Ο λαός μας... στη μεγάλη του πλειοψηφία ... είναι διαποτισμένος από τις αρχές της κοινοκτημοσύνης της γης· είναι (ο λαός, Γ.Μ.), αν μπορεί κανείς να το διατυπώσει έτσι, ενστικτωδώς, παραδοσιακά κομμουνιστής. Η ιδέα της συλλογικής ιδιοκτησίας είναι τόσο βαθιά συνυφασμένη με όλη την κοσμοθεωρία του ρωσικού λαού, ώστε τώρα που η κυβέρνηση (...) θέλει να χαράξει στη λαϊκή συνείδηση και στη λαϊκή ζωή την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, θα μπορέσει να το πετύχει αυτό μόνο με την αρρωγή της ξιφολόγχης και του κνούτου. Αυτό κάνει φανερό ότι ο λαός μας, παρά την αμάθεια του, βρίσκεται πολύ πλησιέστερα στο σοσιαλισμό από τους λαούς της δυτικής Ευρώπης» (σελ. 562).

Στις απόψεις αυτές των ναρόντνικων ο Ένγκελς αντιπαραθέτει τα ακόλουθα: «Στην πραγματικότητα η κοινοτική ιδιοκτησία της γης είναι μια ρύθμιση, που τη συναντάμε σ' όλους τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς από τις Ινδίες μέχρι την Ιρλανδία, σε ένα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης (...) Ο Ρώσος αγρότης ζει και περιφέρεται μόνο στην κοινότητα του. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος υφίσταται γι αυτόν μόνο στο βαθμό που αναμειγνύεται (ο κόσμος, Γ.Μ.) στην κοινότητα του. Αυτό είναι πραγματικό σε τέτοιο βαθμό ώστε στα ρωσικά η ίδια λέξη "μιρ" από τη μια σημαίνει "ο κόσμος", ενώ από την άλλη σημαίνει "αγροτική κοινότητα". (...) Μια τέτοια απόλυτη απομόνωση των μεμονωμένων κοινοτήτων μεταξύ τους (...) είναι το αυτοφυές θεμέλιο του ανατολικού δεσποτισμού. Η παραπέρα εξέλιξη της Ρωσίας σε αστική κατεύθυνση θα εκμηδενίσει και εδώ σιγά σιγά την κοινοτική ιδιοκτησία, χωρίς να χρειάζεται να παρέμβει η ρωσική κυβέρνηση με "ξιφολόγχη και κνούτο". Και αυτό πολύ περισσότερο που η κοινοτική γη στη Ρωσία δεν καλλιεργείται από κοινού από τους αγρότες και μετά μοιράζεται το προϊόν, όπως συμβαίνει ακόμα σε μερικές περιοχές της Ινδίας. Αντίθετα, η γη μοιράζεται από καιρό σε καιρό μεταξύ των μεμονωμένων αρχηγών οικογενειών, και ο καθένας καλλιεργεί το μερίδιο του για τον εαυτό του. Είναι ως εκ τούτου δυνατή μια μεγάλη διαφοροποίηση της ευημερίας (Wohlstand: ευπορίας) μεταξύ των μελών της κοινότητας, και αυτό ισχύει στην πραγματικότητα. Σχεδόν παντού υπάρχουν μεταξύ τους μερικοί πλούσιοι αγρότες - εδώ και εκεί εκατομμυριούχοι - οι οποίοι κάνουν τους τοκογλύφους και απομυζούν τη μάζα των αγροτών. Κανένας δεν το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον κύριο Τκατσόφ (...) (ο οποίος) αφηγείται στην μπροσούρα του (που εκδόθηκε, Γ.Μ.) στα ρωσικά, σελ. 15: "Στο μέσο των αγροτών επωφελείται οικονομικά μια τάξη τοκογλύφων (κουλάκοι), προαγοραστών (Aufkaeufer: αγοραστές του συνολικού προϊόντος), και μισθωτών αγροτικών κτημάτων και κτημάτων των ευγενών - μια αγροτική αριστοκρατία". Βλέπουμε, ότι η κοινοτική ιδιοκτησία στη Ρωσία έχει από καιρό περάσει την εποχή της άνθισης της και πορεύεται κατά τις ενδείξεις προς τη διάλυση της» (Marx Engels Werke τ. 18, σελ. 562567, οι υπογρ. του Engels).

Παρόμοια επιχειρηματολογία αναπτύσσει τόσο ο Μαρξ στην αλληλογραφία του με τη V. Sassulitsch (1881, Marx Engels Werke τ. 19, σελ. 384406), όσο και πάλι ο Ένγκελς, στην αλληλογραφία του με τον Ντάνιελσον, κυρίως κατά την περίοδο 189195 (βλ. Marx Engels Werke τ. 38, σελ. 195197, 303306, 363368, 467470 και τ. 39, σελ. 3638, 148150, 328329, 416). Χαρακτηριστικό για τη διαφωνία του Ένγκελς με τις απόψεις των ναρόντνικων είναι το ακόλουθο απόσπασμα από γράμμα του προς τον Πλεχάνοφ, με ημερομηνία 26.2.1895: «Σε ό,τι αφορά τον Ντάνιελσον, φοβάμαι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα (...) Είναι εντελώς αδύνατο να συζητήσει κανείς με αυτή τη γενιά των Ρώσων, στην οποία και αυτός ανήκει και η οποία πιστεύει ακόμα στην αυθόρμητη κομμουνιστική αποστολή, που διαφοροποιεί τη Ρωσία, την αληθινή αγία Ρωσία (ρωσικά στο πρωτότυπο, Γ.Μ.), από τους άλλους, βέβηλους, λαούς. Πάντως, σε μια χώρα σαν τη δικιά σας, όπου η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία είναι μπολιασμένη πάνω στην αρχέγονη αγροτική κοινότητα και όλες οι ενδιάμεσες φάσεις του πολιτισμού υφίστανται η μια δίπλα στην άλλη, σε μια χώρα, η οποία, εκτός τούτου, περιβάλλεται από ένα περισσότερο ή λιγότερο δραστικό πνευματικό σινικό τείχος, που το ανήγειρε ο δεσποτισμός, σε μια τέτοια χώρα δεν θα πρέπει να απορεί κανείς, όταν γεννιούνται εκεί οι πιο σπάνιες και απίθανες συνενώσεις ιδεών» (Marx Engels Werket. 39, σελ. 416 417).

Βέβαια, για λόγους που ίσως ανάγονται στην πολιτική ισχύ των ναρόντνικων, στους συσχετισμούς μέσα στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά και στον (ιδιότυπο) προσανατολισμό των ναρόντνικων προς τη μαρξική θεωρία (βλ. κεφ. 2.3), η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς προς τις απόψεις τους δεν πήρε ποτέ ένα οξύ ή, πολύ περισσότερο, πολεμικό χαρακτήρα, ανάλογο με εκείνον της κριτικής του Λένιν. Μάλιστα, στον Πρόλογο για τη δεύτερη ρωσική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που έγραψαν οι Μαρξ και Ένγκελς το Γενάρη του 1882, η ιδέα των ναρόντνικων για πέρασμα από την ασιατική κοινοτική κοινοκτημοσύνη στην κοινοκτημοσύνη του σοσιαλισμού δεν απορρίπτεται ευθέως, αλλά θεωρείται πραγματοποιήσιμη, εφόσον βέβαια προκύψει σαν αποτέλεσμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Πρόκειται για μια έμμεση και άκρως «διπλωματική» κριτική: «Καθήκον του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ήταν να διακηρύξει ότι ήταν αναπόφευκτη η επικείμενη κατάργηση της σύγχρονης αστικής ιδιοκτησίας. Στη Ρωσία όμως, πλάι στην καπιταλιστική αγυρτεία που ανθίζει γρήγορα, και στην αστική γαιοκτησία που μόλις τώρα αναπτύσσεται, βλέπουμε ότι η μισή και πλέον γη είναι κοινή ιδιοκτησία των αγροτών. Τώρα μπαίνει το ερώτημα: μπορεί άραγε η ρωσική Ομπστσίνα, αυτή η σε μεγάλο βαθμό υπονομευμένη μορφή της παμπάλαιας κοινοκτημοσύνης της γης, να περάσει κατευθείαν στην ανώτερη, στην κομμουνιστική μορφή της κοινής γαιοκτησίας; Ή αντίθετα θα πρέπει να διατρέξει πρώτα την ίδια πορεία διάλυσης που χαρακτηρίζει την ιστορική εξέλιξη της Δύσης; Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί σήμερα σ' αυτό είναι: αν η ρωσική επανάσταση αποτελέσει το σύνθημα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, έτσι που οι δυο μαζί να συμπληρώνουν η μια την άλλη, τότε η τωρινή κοινή ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει σαν αφετηρία για μια κομμουνιστική εξέλιξη» (Μαρξ Ένγκελς 1965, σελ. 12).

Σημειώσεις

1.. Το άρθρο αυτό αποτελεί ανάπτυξη της εισήγησης του συγγραφέα στο διεθνές Συνέδριο, που υπό τον τίτλο «Ο Λένιν στην εποχή του και σήμερα» έλαβε χώρα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κατά το χρονικό διάστημα 30.103.11.1991.

2. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Μαρξ, την 1. 1. 1878, δηλαδή 17 χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση, παρέμενε σε κατάσταση «προσωρινού εξαναγκασμού» το 25% περίπου των πρώην δουλοπάροικων (Κ. Marx, «Notizen zur Reform von 1861 in Russland», M.E.W, τ. 19, σελ. 416417). Ο Μαρξ παρατηρεί: «Η απελευθέρωση οδηγεί στο ότι ο ευγενής γαιοκτήμονας δεν εξουσιάζει πλέον το πρόσωπο του αγρότη, δεν μπορεί να τον πουλήσει κ.λπ. Αυτή η προσωπική δουλοπαροικία καταργήθηκε. Εχασαν την προσωπική εξουσία που κατείχαν πάνω στο πρόσωπο του αγρότη (..) Ο αγρότης περιήλθε σε οικονομική εξάρτηση από τον πρώην γαιοκτήμονα του» (όπ. π. σελ. 414, όλες οι υπογρ. του Μαρξ).

Σχετικά με την «προσωπική εξουσία» των φεουδαρχών επί των δουλοπάροικων μέχρι το 1861, ο θ. Βελλιανίτης γράφει: «Επώλουν αυτούς, λέγει ο Αρτάμωφ, ως τα τυχόντα τετράποδα, αντήλλασσον αυτούς αντί σκύλων (...) Απεκόπτεντο αϊ κόμαι των νεανίδων και επωλούντο υπέρ του κυρίου των, όστις προς τούτοις κατά το 15ον ή 1βον έτος της ηλικίας των, οσάκις ήσαν ωραίαι, επλήρου τας στυγεράς αυτού ιδιοτροπίας προτού νύμφευση αυτός» (θ. Βελλιανίτη, «Αλέξανδρος Β' Νικολάιεβιτς, αυτοκράτωρ της Ρωσίας», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ', σελ. 685, Αθήνα 1927).

3.0 δουλοπάροικος αγροτικός πληθυσμός που απελευθερώθηκε από τη μεταρρύθμιση του 1861 ήταν 22,5 εκατομμύρια άνθρωποι, σε ένα συνολικό αγροτικό πληθυσμό που πλησίαζε τα 55 εκατομμύρια. Αν εξαιρέσει κανείς τις 110 χιλιάδες γαιοκτήμονες, τα υπόλοιπα 32 εκατομμύρια αγροτών ανήκαν στις ασιατικές κοινότητες (M.E.W. τ. 12, σελ. 677, M.E.W. τ. 38, σελ. 642). Το 1877, στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, ανήκαν στις κοινοτικές γαίες 116,7 εκατ. ντεσιατίνες (1 ντες.=1,092 εκτάρια) καλλιεργήσιμης γης (55% του συνόλου), έναντι 94 εκατ. ντες. που ήταν υπό καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας (Β. Rabehl, «Marx und Lenin», Westberlin 1973, σελ. 153, ανάλογα στοιχεία για το 1881 παρατίθενται στο Foreign Office 1888, σελ. 18). Για το 1905 ο Τρότσκι μας δίνει τα ακόλουθα στοιχεία: «Τις παραμονές της πρώτης επανάστασης, η συνολική επιφάνεια καλλιεργήσιμης γης, στα όρια της ευρωπαϊκής Ρωσίας, είχε υπολογιστεί σε 280 εκατ. ντεσιατίνες. Πάνω κάτω 140 εκατ. ήταν οι κοινοτικοί αγροτικοί κλήροι. Πάνω από 5 εκατ. ήταν βασιλικά κτήματα. Η Εκκλησία και τα μοναστήρια κρατούσαν πάνω κάτω 2,5 εκατ. ντεσιατίνες. Η ιδιωτική ιδιοκτησία, που αντιπροσωπευόταν από 30.000 μεγαλοϊδιοκτήτες που καθένας τους κρατούσε πάνω από 500 ντεσιατίνες, έφθανε τα 70 εκατ. ντεσιατίνες, δηλ. όση έκταση κρατούσαν πάνωκάτω 10 εκατ. αγροτικές οικογένειες» (Ιστορία της ρωσικής επανάστασης, τ. α', σελ. 51, νέοι στόχοι 1972).

4. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται περισσότερο για το ζήτημα του ασιατικού τρόπου παραγωγής μπορεί να απευθυνθεί και στα εξής βιβλία:

α) Καρλ Μαρξ, «Grundrisse» , τ. Β', εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1990, πρόλογος μετάφραση Δ. Διβάρης, σελ. 358389.

β) Καρλ Μαρξ, «Για το κράτος», Εξάντας 1989, σελ. 283308. (Συλλογή κειμένων, επιμέλεια Γιάννης Μηλιός, μετάφραση Τάσος Κυπριανίδης).

γ) Φέρεντς Τοκάι, «Για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής», εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χωρίς χρονολογία έκδοσης. (Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960 στα ουγγρικά. Η ελληνική μετάφραση παρότι παραπέμπει στην ουγγρική αυτή έκδοση, στην πραγματικότητα έγινε από τη γερμανική μετάφραση του 1967).

δ) Μωρίς Γκοντλιέ, «Ο όρος ασιατικός τρόπος παραγωγής και τα μαρξιστικά σχήματα εξέλιξης των κοινωνιών», Εισαγωγή μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Περιοδικό «Δύο». Ιούλιος 1973, (Παράρτημα, σελ. 147. Υπεύθυνος του περιοδικού ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης. Βέβαια, αντίτυπα του περιοδικού είναι σήμερα πολύ δύσκολο να βρεθούν).

ε) Θόδωρου Σταυρόπουλου, «Ιστορική ανάλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα», εκδ. Νέα Σύνορα Αθήνα 1979, τόμος Α', σελ. 175450.

στ) Γιάννη Μηλιού, «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988, κεφάλαιο 8, σελ. 163206.

5. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιέγραφε το 1912 ως εξής την εξέλιξη του ρωσικού καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα: «Η "πρωτόγονη συσσώρευση" του κεφαλαίου ευδοκιμούσε λαμπρά στη Ρωσία υπό τη σκέπη των κάθε είδους κρατικών επιχορηγήσεων, εγγυήσεων, επιδοτήσεων και κρατικών παραγγελιών και συγκόμιζε κέρδη, που την εποχή εκείνη στη Δύση ανήκαν ήόη στο βασίλειο του μύθου» (R. Luxemburg, «Die Akkumulation des Kapitals», Frankfurt M. 1970,4η έκδοση). Χαρακτηριστικό του κρατικού παρεμβατισμού για τη δημιουργία των υλικών όρων της κεφαλαιακής συσσώρευσης είναι ότι στο Α' μισό της δεκαετίας του 1890 η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών απορροφούσε περισσότερο από το 1 3 των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού (34% το 1893, 62% το 1894,27% το 1896, Β. Rabehl, «Marx und Lenin», Westberlin 1973, σελ. 175).

6. Το 1891, ο μη αγροτικός πληθυσμός (οικισμοί με περισσότερους από 2.000 κατοίκους) της Γαλλίας ήταν το 37,4%, των ΗΠΑ 35,3% και της Γερμανίας το 47,0% του συνολικού πληθυσμού (Sternberg F. «Der Imperialismus», Berlin 1926, επανέκδοση Frankfurt 1971, σελ. 520).

7. Ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας το 1889 ήταν 2.187.208 άτομα. Επίσης, «οία το 1889 έχομεν τους υπολογισμούς του Bickford Smith, όστις αναβιβάζει τα υπάρχοντα τότε εργοστάσια εις 145, με κινητήριον δύναμιν 8.568 ίππων» (Π. Παφυλάς, «Ιστορική επισκόπησης της ελληνικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ (Ελλάς), σελ. 144, Αθήνα 1934).

8. «Και αν ακόμα το σωρευόμενο κεφάλαιο δεν αποθησαυρίζεται αλλά επενδύεται, μια επένδυση στον εμπορικό τομέα δεν αποτελεί εξέλιξη που να υπερβαίνει τις συνθήκες προκαπιταλισμού, αλλά μια ποσοτική αλλαγή μέσα στον ίδιο προκαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μεταβολή και κυριαρχία ενός νέου τρόπου παραγωγής επέρχεται όχι όταν ο σωρευόμενος πλούτος απλώς επενδυθεί, αλλά όταν επενδυθεί στη βιομηχανία (...) Σε αυτή τη συγκεκριμένη κοινωνία, ο κυριαρχικός τρόπος παραγωγής μπορεί να ονομαστεί, με πολλές έστω επιφυλάξεις, εμπορικός ή μεταπρατικός προκαπιταλισμός» (Δερτιλής, Γ., «Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση», Εξάντας 1985, σελ. 94 και 102). Μια κριτική απόψεων αυτού του τύπου μπορεί να βρει ο αναγνώστης στα: α) Σταμάτης, Γ. (1989α): «Αγροτικό πλεόνασμα, παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, άνιση ανταλλαγή και παραοικονομία: Η θαυμαστή καριέρα ορισμένων εννοιών της μαρξικής πολιτικής οικονομίας», θέσεις. τ. 27,4. - 6. S9, Αθήνα, β) Σταμάτης, Γ. (1989β): «Η θέση της "κυκλοφορίας" στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος και στην παραγωγή υπεραξίας και κέρδους», θέσεις, τ. 29, 10.12. 89, Αθήνα.

9. Στους τόμους 3339 των απάντων των Marx Engels (M.E.W.) δημοσιεύονται αρκετέ; δεκάδες επιστολές των Μαρξ και Ένγκελς, (αλλά και της κόρης του Μαρξ Eleanor και του γαμπρού του - συζύγου της κόρης του Laura - Lafarque) προς τον Ντάνιελσον.

10. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρατηρούσε το 1912 σχετικά με το χαρακτήρα τη; θεωρητικής διαμάχης που εξετάζουμε εδώ: «Τη φορά αυτή δεν πρόκειται πλέον για μια διαμάχη μεταξύ των Μαντσεστεριανών (οπαδών του οικονομικού φιλελευθερισμού, Γ.Μ.) και του σοσιαλρεφορμισμού. αλλά μεταξύ δύο εκδοχών του σοσιαλισμού» (R. Luxemburg, «Die Akkumulation des Kapitals», Frankfurt M. 1970, σελ. 206).

11. Μια αναλυτική παρουσίαση των απόψεων του Βορόντσοφ και του Ντάνιελσον βρίσκουμε στο βιβλίο της R. Luxemburg, «Die Akkumulation des Kapitals», Frankfurt M. 1970, o. 203221. Οι ναρόντνικοι θεωρούσαν αρχικά (στη όεκαετία του 1870) αδύνατη την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Στη συνέχεια, όταν κανείς πλέον δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε ορισμένους κλάδους της ρωσικής οικονομίας, υποστήριζαν είτε ότι ο καπιταλισμός δεν θα αγκαλιάσει «ολόκληρη την παραγωγή της Ρωσίας» (Βορόντσοφ), είτε ότι ο καπιταλισμός, όσο αναπτύσσεται, θα έχει το χαρακτήρα μιας κοινωνικής μάστιγας (Ντάνιελσον). Η άποψη αυτή του Ντάνιελσον στηριζόταν στη θέση ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη (γενικά, όχι μόνο στη Ρωσία) έχει ως προϋπόθεση την απαλλοτρίωση των αγροτών από τα μέσα παραγωγής τους, τη δημιουργία ενός «εφεδρικού στρατού» ανέργων κ.λπ., δηλαδή, τελικά τη συμπίεση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου και τη συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς. Προκύπτει έτσι ένα πρόβλημα διάθεσης (πραγματοποίησης) των καπιταλιστικά παραγομένων εμπορευμάτων, το οποίο οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις επιλύουν με τη ραγδαία αύξηση των εξαγωγών τους. Η Ρωσία δεν μπορούσε, όμως, υποστήριζε, να κάνει χρήση αυτής της διεξόδου, γιατί δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις άλλες καπιταλιστικές χώρες στη διεθνή αγορά. Ο ρωσικός καπιταλισμός δεν μπορούσε επομένως, σύμφωνα με τον Ν.ον, να ξεπεράσει το «πρόβλημα των αγορών», με αποτέλεσμα τη χαμηλή ανάπτυξη του από τη μια, και τη διατήρηση της δυνατότητας αντικατάστασης του από την κοινοτική «λαϊκή οικονομία» από την άλλη. Για την πολεμική Λένινναρόντνικων βλ. επίσης Rosdolsky (1969) και - με υιοθέτηση των απόψεων των ναρόντνικων - Dutschke (1974).

12. Το 1893 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ντάνιελσον «Δοκίμια για την κοινωνική μας οικονομία μετά τη μεταρρύθμιση». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν τα έργα του Λένιν «Νέες οικονομικές αλλαγές στην αγροτική ζωή» και «Απ' αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών», που αποτελούν πρόπλασμα τμημάτων του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» και στα οποία ασκείται κριτική στις απόψεις των ναρόντνικων από τη σκοπιά του λεγόμενου «ορθόδοξου μαρξισμού». Παράλληλα, το 18931894 κυκλοφόρησαν άρθρα και εργασίες των εκπροσώπων του «νόμιμου μαρξισμού» Τουγκάν Μπαρανόφσκι, Στρούβε (το βιβλίο του με τίτλο «Κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με το πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας» κυκλοφόρησε το 1894) και αργότερα του Μπουλγκάκοφ (το βιβλίο του «Σχετικά με τις αγορές διάθεσης της καπιταλιστικής παραγωγής» εκδόθηκε το 1897). Οι «νόμιμοι μαρξιστές» ασκούσαν επίσης πολεμική στους ναρόντνικους και οι απόψεις τους (κυρίως αυτές του Μπουλγκάκοφ και σε μικρότερο βαθμό του Μπαρανόφσκι) ήταν, την εποχή αυτή, σε πολλά σημεία ταυτόσημες με αυτές του Λένιν. Η R. Luxemburg αναφέρει ότι στη συζήτηση έλαβαν μέρος (πέρα από τους Λένιν, Μπαρανόφοκι, Στρούβε, Μπουλγκάκοφ) και οι καθηγητές Καμπλούκοφ, Μανουήλοφ, Ισάγιεφ και Σκβορτσόφ (R. Luxemburg, "Die Akkumulation des Kapitals", σελ. 207).

13. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη κριτική που απευθύνει στον Λένιν ένας οπαδός του «νόμιμου μαρξισμού», ο Αβίλοφ: «Ο κ. Ιλγίν (ψευδώνυμο του Λένιν, Γ. Μ.) είναι υπέρ της "ορθοδοξίας". Μου φαίνεται όμως ότι για την ορθοδοξία, δηλαδή για την απλή ερμηνεία του Μαρξ υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση». (Παρατίθεται στο «Ακριτη Κριτική», Λ. Α. τ.3, σελ. 650).

14. «Γενικά παραγωγικότητα της εργασίας = μάξιμουμ του προϊόντος με μίνιμουμ της εργασίας, άρα όσο το δυνατόν υποτίμηση των εμπορευμάτων. Σ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αυτό γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή (...) Ο σκοπός είναι, το καθένα προϊόν κ.λ.π. να περιέχει όσο to δυνατόν περισσότερη απλήρωτη εργασία και αυτό είναι κατορθωτό μόνο μέσα από παραγωγή για χάρη της παραγωγής (...) Ωστόσο αυτή η ενυπάρχουσα τάση της καπιταλιστικής σχέσης πραγματοποιείται κατ' αρχήν με επαρκή τρόπο - και γίνεται η ίδια μια αναγκαία προϋπόθεση ακόμα και τεχνολογικά - μόλις αρχίζει να αναπτύσσεται ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και μαζί μ' αυτόν η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο» (Κ. Μαρξ, «Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής», Α συνέχεια, Αθήνα 1983, σελ. 126 127).

15. θα δούμε στο Παράρτημα αυτού του άρθρου ότι, αρκετά χρόνια πριν από τον Λένιν, οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν ήόη αντιπαρατεθεί στις αναλύσει; των ναρόντνικων αναφορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ροκιία.

16. «Η ανάπτυξη της εμπορευματική; γεωργίας δημιουργεί την εσωτερική αγορά για τον καπιταλισμό. Πρώτα, η ειδίκευση της γεωργίας προκαλεί την ανταλλαγή (...) Δεύτερο, (...) αναπτύσσεται η ζήτηση των προϊόντων της βιομηχανίας επεξεργασίας, που χρησιμεύουν για ατομική κατανάλωση του αγροτικού πληθυσμού (...) τρίτο, αναπτύσσεται η ζήτηση μέσων παραγωγής, γιατί με τα παμπάλαια εργαλεία (...) ούτε ο μικρός, ούτε ο μεγάλος αγρότης επιχειρηματίας δεν μπορούν να ασκήσουν τη νέα, εμπορευματική γεωργία. Τέλος, τέταρτο, δημιουργείται ζήτηση εργατικής δύναμης (...)» (Λ. Α. τ. 3, σελ. 311). «Η πτώση της ευημερίας του πατριαρχικού αγρότη (...), συμβιβάζεται απόλυτα με την αύξηση των χρηματικών μέσων που διαθέτει, γιατί όσο περισσότερο καταστρέφεται ένας τέτοιος αγρότης, τόσο περισσότερο είναι αναγκασμένος να καταφεύγει στην πώληση της εργατικής του δύναμης, τόσο μεγαλύτερο μέρος από τα μέσα (έστω και τα πιο πενιχρά), που χρειάζονται για την ύπαρξη του, είναι υποχρεωμένος να τα προμηθεύεται από την αγορά» (Λ. Α. τ. 3, σελ. 24).

17.. Βλ. κυρίως: «Απ' αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών», Λ. Α. τ. 1, σελ. 67119, «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού», Λ. Α. τ. 2, σελ 117257, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», κεφάλαιο Ι, Λ. Α. τ. 3, σελ. 1954.

18.. «Το βασικό γνώρισμα της εξέλιξης της αγροτικής οικονομίας ύστερα από τη μεταρρύθμιση βρίσκεται στο ότι παίρνει εμπορευματικό επιχειρηματικό χαρακτήρα» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 310).

«Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη ρωσική αγροτιά είναι η εμπορευματική οικονομία» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 163).

19.. «Αγοράζοντας τα προϊόντα (ή τις πρώτες ύλες) σε πλατιά κλίμακα, οι προαγοραστές ελάττωναν έτσι τα έξοδα της πούλησης και μετέτρεπαν την πούληση από λιανική τυχαία σε χοντρική και συνεχή (...) Μέσα στις συνθήκες της εμπορευματικής οικονομίας ο μικρός παραγωγός πέφτει αναπόφευκτα στην εξάρτηση του εμπορικού κεφαλαίου, εξαιτίας της καθαρά οικονομικής υπεροχής της μεγάλης χοντρικής πούλησης απέναντι στη σκόρπια λιανική πούληση» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 363).

20.. Το χρονικά πρώτο κείμενο του Λένιν της περιόδου που εξετάζουμε είναι το «Νέε; οικονομικές αλλαγές στην αγροτική ζωή» (1893, Λ.Α. τ. 1, σελ. 166), το οποίο πραγματεύεται ακριβώς την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη ρωσική αγροτική οικονομία. Εξάλλου, στην «Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1899, Λ.Α. τ. 3), το πιο ολοκληρωμένο έργο της περιόδου, το οποίο συγκεντρώνει και αναπτύσσει περαιτέρω τις αναλύσεις, τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα των προηγούμενων έργων του Λένιν, η ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων στη ρωσική γεωργία (κεφάλαια II, III και IV) ακολουθεί αμέσως μετά το καθαρά θεωρητικό πρώτο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο «ζήτημα των αγορών» και της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλισμού.

21.. Εκτός λίγων εξαιρέσεων, όπως η ακόλουθη: «Η πούληση του γάλακτος γίνεται με δύο τρόπους: 1) στους προαγοραστές επί τόπου και 2) στην Πετρούπολη στις "γαλακτοκομικές φόρμες" κτλ. (...) Το εμπορικό κεφάλαιο των νοικοκυραίων κτηνοτρόφων έθεσε κάτω από την πλήρη εξάρτηση του τους μικρούς αγρότες, τους μετέτρεψε σε αγελαδάρηδες του που - μ μια μηδαμινή αμοιβή διατρέφουν ζώα για λογαριασμό τους» (Λ.Α. τ. 3, σελ 274 θ 270).

22.. Στο εσωτερικό των τσιφλικάδων υπήρχαν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το μεγαλύτερο ποσοστό της γης των τσιφλικιών κατείχαν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, που η γεωργική τους εκμετάλλευση ξεπερνούσε τις 500 ντεσιατίνες. Οι τσιφλικάδες αυτοί δεν αποτελούσαν περισσότερο από 0,3% του αγροτικού πληθυσμού. Ο Λένιν σημειώνει σχετικά: «Όλη τη μάζα του αγροτικού πληθυσμού της Ρωσίας μπορούμε απόλυτα να την πάρουμε για αγροτιά, μια και ο αριθμός των τσιφλικάδων στο γενικό σύνολο είναι εντελώς μηδαμινός» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 515).

23.. Ο Λένιν αναγκάζεται άλλωστε, σε απάντηση μιας βιβλιοκριτικής που του έγινε, να αναγνωρίσει ότι από τα στοιχεία που παραθέτει προκύπτει μια σχετικά μικρότερη κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό της κοινοτικής γεωργίας: «Για μια σειρά νομούς δείχνω ότι η κατανομή της γης των κοινοτικών κλήρων χαρακτηρίζεται ακόμα και σήμερα από μια σχετικά σημαντική "ισοπέδωση" (σε 20% ευκατάστατων νοικοκυριών με 2630% του πληθυσμού αναλογούν τα 2936% της γης των κοινοτικών κλήρων ...)» («Ακριτη κριτική», Λ.Α. τ. 3, σελ. 648). Η διάκριση μεταξύ πλούσιων και φτωχών αγροτών στο εσωτερικό της κοινότητας προκύπτει όχι τόσο από τις διαφορές στην έκταση των κοινοτικών κλήρων, όσο κυρίως από τις πολύ πιο σημαντικές διαφορές στα χρησιμοποιούμενα μέσα παραγωγής, που αποφέρουν στην πρώτη κατηγορία αγροτών (κουλάκοι) ένα σημαντικά ψηλότερο εισόδημα, το οποίο και τους δίνει τη δυνατότητα στη συνέχεια να εκμεταλλεύονται καπιταλιστικά τους μικρούς και μεσαίους αγρότες ως προαγοραστές και τοκογλύφοι (έμμεση άτυπη υπαγωγή). Ορισμένοι πλούσιοι αγρότες χρησιμοποιούν εποχιακά μισθωτή εργασία (άμεση υπαγωγή φτωχών αγροτών) ή λειτουργούν συχνά και ως προαγοραστές σε αναφορά με την οικοτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή του χωριού: «Και τι άλλο είναι ο κουλάκος, αν όχι ένας βιοτέχνης που έχει κεφάλαιο;» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 368).

24.. «Από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη εκτόπιση του ασιατισμού και τη διάβαση του πολιτισμού στο χωριό μας εξαρτάται ποια από τις μορφές του κεφαλαίου θα αναπτυχθεί σε βάρος της άλλης» (Λ.Α. τ. 3, σελ. 65).

25.. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3.2, ο Λένιν συνδέει σωστά τη σταθερότητα των έμμεσων μορφών κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της εργασίας με τη διατήρηση των κοινοτικών θεσμών, θεωρεί, δηλαδή, την κοινότητα ως εμπόδιο για την ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας. Χαρακτηριστικά στο «Η βιοτεχνική απογραφή του 1894 95 στο κυβερνείο του Περμ» έγραφε: «Μήπως το γεγονός, ότι ο αγρότης δεν έχει το δικαίωμα να βγει από την κοινότητα, δεν έχει το δικαίωμα να ασχοληθεί με οποιοδήποτε επάγγελμα ή με άλλη δουλειά, δεν αποτελεί πολύ πιο ουσιαστικό περιορισμό της "ελευθερίας της βιομηχανίας"; Μήπως η έλλειψη ελευθερίας μετακίνησης, η μη αναγνώριση από τους νόμους του δικαιώματος κάθε πολίτη να διαλέγει για τόπο. κατοικίας οποιαδήποτε κοινότητα, πόλη ή χωριό μέσα στο κράτος δεν περιορίζει την ελευθερία της βιομηχανίας; (...) Μήπως η αλληλέγγυα ευθύνη, το μη εκποιήσιμο των κλήρων, οι ειδικοί νόμοι της κλειστής τάξης και οι κανονισμοί για τις μετακινήσεις, για τις μεταβιβάσεις κυριότητας, για τα βιοτεχνικά επαγγέλματα και τις διάφορες ασχολίες δεν αποτελούν "έκτακτα δεσμά"; (...) Υπάρχουν ένα σωρό υπολείμματα τέτοιας "οργάνωσης της εργασίας", που η προέλευση τους ανάγεται στην περίοδο του τιμαριωτισμού και που βρίσκεται στην πιο χτυπητή αντίφαση με το σύγχρονο οικονομικό καθεστώς, με όλη την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» (Λ. Α. τ. 2, σελ. 453454). Για τη διαδικασία παροχής από την κοινότητα σε αγρότες μέλη της διαβατηρίων ετήσιας διάρκειας, για να ταξιδεύσουν σε άλλες περιοχές της χώρας, βλ. Foreign Office, 1892, Miscellaneous series, No 217, Report on the Condition of Labour in Russia, σελ. 4.

26.. Δηλαδή, ως τη θεωρία εκείνη που επιχειρεί να θεμελιώσει, με όρους επιστημονικής μαρξιστικής ανάλυσης, τη θέση ότι η ιστορική κίνηση δημιουργεί τις συνθήκες για την ανατροπή του καπιταλισμού και όχι απλώς για τη διαχείριση του, στη μια ή την άλλη κατεύθυνση: την «παράκαμψη» του - ναρόντνικοι, σύγχρονες τριτοκοσμικές προσεγγίσεις, τη «βελτίωση» του με το «κράτος πρόνοιας» - δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, τη μεταρρύθμιση και σταδιακή «μετάλλαξη» του - αριστεροί σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλιστές, παραδοσιακά Κομμουνιστικά Κόμματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βελλιανίτης θ., «Αλέξανδρος Β' Νικολάιεβιτς, αυτοκράτωρ της Ρωσίας», στο Μεγάλη

Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ', σελ. 685, Αθήνα 1927). Βεργόπουλος Κώστας, «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975. Γκοντελιέ Μωρίς, «Ο όρος ασιατικός τρόπος παραγωγής και τα μαρξιστικά σχήματα εξέλιξης των κοινωνιών», Εισαγωγή μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Περιοδικό «Δύο», Ιούλιος 1973. Δερτιλής, Γ., «Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση», Εξάντας 1985.

Dutschke R., «Versuch, Lenin auf die Füße zu stellen», Berlin 1974. Καλιτσουνάκις Δ.Ε., «Οικισμοί Αστυφιλία», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ (Ελλάς), σελ. 412413, Αθήνα 1934. Kautsky Karl, «Die Agrarfrage», φωτομηχανική αναπαραγωγή της έκδοσης του 1899,

Graz 1971. Κρεμμυδάς Βασίλης, «Εισαγωγή στην οικονομική ιστορία της Ευρώπης. 1βος20ος αιώνας», εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989.

Λένιν Β.Ι., «Άπαντα» (A.A.), τόμοι 1,2, 3, 5, έκδοση Νέα Ελλάδα, 1952. Λένιν Β.Ι., «Απαντα» (Λ.Α.), τόμος 4, έκδοση Σύγχρονη Εποχή, 1980. Luxemburg Rosa, «Die Akkumulation des Kapitals», Verlag Neue Kritik, Frankfurt 1970. Μαρξ Καρλ, «Το Κεφάλαιο», Ι, Π, III, τόμοι AI, A2 και Β εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1963 - τόμος Γ εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978. Μαρξ Καρλ, «Για το κράτος», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1989. Μαρξ Καρλ, « Grundrisse», τ. Β', εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1990. Μαρξ Κ., «Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής», εκδ. Α συνέχεια, Αθήνα 1983.

Marx Karl, «Προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί», εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1983. Μαρξ Κ. Ένγκελς Φρ., «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. Παπακώστα, Αθήνα 1965.

Marx Engels Werke (MEW), τόμοι 12, 14, 15, 18, 19, 37, 38, 39, Berlin (Ost) 1977. Μηλιός Γιάννης, «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας», μέρος

Α', θέσεις, τ. 4, Ιούλιος 1983α. Μηλιός Γιάννης, «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης - περιφέρειας», μέρος Β1, θέσεις, τ. 5, Οκτώβριος 1983β. Μηλιός Γιάννης, «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988. Μηλιός Γιάννης, «Ο μαρξισμός στο Μεσοπόλεμο και ο Σεραφείμ Μάξιμος», θέσεις τ. 26, Ιανουάριος 1989.

Μηλιός Γιάννης, «Τρόποι παραγωγής και κοινωνικές σχέσεις στην ύπαιθρο (19ος και 20ος αιώνας)», περιοδ. Επιστημονική Σκέψη41, 5.6. 1990.

Milios J., «The Problem of Capitalist Development: Theoretical Considerations in View of the Industrial Countries and the New Industrial Countries», in «Capitalist Development and Crisis Theory», edited by Gottdiener Komninos, MACMILLAN, London 1989.

Παφυλάς Π., «Ιστορική επισκόπησις της ελληνικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ (Ελλάς), σελ. 144, Αθήνα 1934.

Philip Α., «Ιστορία της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως», Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήναι 1973.

Rabehl, B., «Marx und Lenin», Westberlin 1973.

Rosdolsky R., «Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen "Kapital"», Band II, EVA, Frankfurt M. 1969.

Σβορώνος Ν.Ι., «Πληθυσμός και κάτοικοι», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ (Ελλάς), σελ. 223236, Αθήνα 1934.

Σκαρπέτης Β., «Ναυτιλία», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Γ (Ελλάς), σελ. 200205, Αθήνα 1934.

Σταμάτης Γ., «Αγροτικό πλεόνασμα, παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, άνιση ανταλλαγή και παραοικονομία: Η θαυμαστή καριέρα ορισμένων εννοιών της μαρξικής πολιτικής οικονομίας», θέσεις, τ. 27,4,6, 1989α, Αθήνα.

Σταμάτης Γ., «Η θέση της "κυκλοφορίας" στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος και στην παραγωγή υπεραξίας και κέρδους», θέσεις, τ. 29, 10.12. 1989β, Αθήνα.

Σταυρόπουλος Θόδωρος, «Ιστορική ανάλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα», εκδ. Νέα Σύνορα Αθήνα 1979, 2 τόμοι.

Sternberg F. «Der Imperialismus», Berlin 1926, επανέκδοση Frankfurt M 1971

Τοκάι Φέρεντς, «Για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής», εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χωρίς χρονολογία έκδοσης.

Τρότσκι Α., «Ιστορία της ρωσικής επανάστασης», τ. α', νέοι στόχοι, Αθήνα 1972.

Foreign Office 1887, Miscellaneous series, No 62, Report on Pauperism, Benevolent Institutions, and Industrial Establishments in Russia. (Ιστορικό Αρχείο Εθν. Τράπεζας).

- 1888, Miscellaneous series, No 82, Report on Russian Agriculture 18861887. (Ιστορικό Αρχείο Εθν. Τράπεζας).

- 1892, Miscellaneous series, No 217, Report on the Condition of Labour in Russia. (Ιστορικό Αρχείο Εθν. Τράπεζας).

- 1892, Miscellaneous series, No 254, Report on Russian Agriculture and the Failure of Harvest in 1891. (Ιστορικό Αρχείο Εθν. Τράπεζας).

- 1895, Miscellaneous series, No 356, Report on the Agricultural Position of Russia. (Ιστορικό Αρχείο Εθν. Τράπεζας).