Σχετικά με τον «αναλυτικό μαρξισμό» ή Γιατί οι μαρξιστές πρέπει να βλέπουν με ενδιαφέρον και να αντιμετωπίζουν κριτικά τον αναλυτικό μαρξισμό
του Τόλη Μαλάκου

Ι. Εισαγωγή
Μπορεί ο κύριος Ανδρουλάκης στην ομιλία του στο πρόσφατο συνέδριο του ΚΚΕ, ν' αναρωτήθηκε, κλείνοντας τα μάτια αν βρίσκεται στο 9ο ή στο 10ο συνέδριο του ΚΚΕ, κάποιος που παρακολούθησε πάντως τις ομιλίες και των συντηρητικών ή των «νεοσυντηρητικών» συνέδρων, δεν μπορεί παρά να διαπίστωσε ότι όπως τότε, έτσι και τώρα καμιά ουσιαστική συζήτηση δεν έγινε. Αυτή η συζήτηση πάντως γύρω από τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία, δεν έγινε και δεν γίνεται όχι μόνο στα πλαίσια του ΚΚΕ αλλά και ευρύτερα στην Ελληνική Αριστερά. Οι λόγοι βέβαια έχουν να κάνουν και με τις γενικότερες «αδυναμίες» της ελληνικής κοινωνίας. Τη στιγμή που αριστεροί διανοούμενοι εξαντλούν όλα τους τα επιχειρήματα για να αποδείξουν την αναγκαιότητα ή μη της «ανανέωσης», αναμασώντας γενικότητες και επαναλαμβάνοντας αφηρημένες εκκλήσεις, την ίδια στιγμή αστοί διανοούμενοι επαναλαμβάνουν ακούραστα προτροπές για χάραξη νέας «εθνικής στρατηγικής», οσφρηζόμενοι ψητό, μα χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να μας εξηγήσουν τι είδους νέα στρατηγική είναι αυτή που επαγγέλλονται.

Στη μεταμοντέρνα ελληνική κοινωνία οι λέξεις χάνουν το περιεχόμενο τους, το σημαίνον χάνει το σημαινόμενο κι αποκτά μαγικές ιδιότητες. Έννοιες όπως ανανέωση, εκσυγχρονισμός και διάφορα παράγωγα της λέξης «νέος» αποτελούν τους μύθους της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 90, μύθοι που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να κρύψουν τις πραγματικές διαστάσεις της αποτυχίας και να εμποδίσουν οποιαδήποτε επί της ουσίας συζήτηση.

Για να ξαναγυρίσουμε πάντως στην Αριστερά είναι φανερό ότι κανείς εκτός κάποιων εξαιρέσεων, δεν έχει αίσθηση των διαστάσεων της ήττας. Οι μεν ψάχνουν για κάτι που στράβωσε, έτσι ξαφνικά τα τελευταία χρόνια και αναπολούν χρυσές εποχές. Οι άλλοι ανακαλύπτουν ξανά τη σοσιαλδημοκρατία προσπαθώντας να την επαναπροσδιορίσουν στις νέες συνθήκες, και οι μεν και οι δε προσπαθούν να νεκραναστήσουν τα δύο κυρίαρχα αλλά αποτυχημένα, κατά τη γνώμη μας, ρεύματα του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα, χωρίς να συνειδητοποιούν το μέγεθος της αποτυχίας και του «λενινισμού» και της σοσιαλδημοκρατίας. Η ήττα του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα δεν ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας μόνο του ενός ή του άλλου ρεύματος, αλλά της χρεοκοπίας και των δύο αυτών πολιτικών και θεωρητικών μοντέλων που όντας αντίπαλα. .. για τόσες δεκαετίες, κατάφερναν μέχρι σήμερα να κρύβουν τα κοινά τους στοιχεία. Αναφέρομαι, πρώτα απ' όλα, σε μια κοινή αντίληψη για το σοσιαλισμό η οποία έδινε κεντρικό ρόλο στο κράτος, ενός κράτους αντικείμενου που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση, για οποιουσδήποτε σκοπούς. Η επιμονή από τη σοσιαλδημοκρατία στο ρόλο του (μεταρρυθμισμένου) αστικού κράτους για τη ριζική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, και η ανάλογη επιμονή από το λενινισμό στο ρόλο ενός «εργατικού» κράτους για την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ξεχνούσαν ότι το κράτος δεν αντανακλά απλώς και υποστηρίζει εκμεταλλευτικές σχέσεις που υπάρχουν στην κοινωνία, αλλά σαν οργανωτής της πολιτικής εξουσίας, σαν πολιτικό υποκείμενο και όχι σαν κοινωνικό αντικείμενο, οργανώνει εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα σε τάξεις και κοινωνικές ομάδες, γεννώντας νέες και μεταμορφώνοντας ήδη υπάρχουσες εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Αυτή η κοινή αντίληψη σοσιαλδημοκρατίας και λενινισμού για το κράτος, βασίζεται βέβαια σε μια κοινή θετικιστική αντίληψη της κοινωνικής θεωρίας και μια κοινή επίσης οικονομίστικη παραλλαγή του μαρξισμού που κυριάρχησε από τη δεύτερη διεθνή και μετά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ότι ο Λένιν πριν να χαρακτηρίσει τον Κάουτσκι αποστάτη τον θεωρούσε βράχο της ορθοδοξίας του μαρξισμού και πρότεινε ανεπιφύλακτα τα νεοθετικιστικά βιβλία του.

Αναφέρομαι όμως επίσης και στην κοινή αντίληψη για ένα κίνημα της εργατικής τάξης που χωρίζεται σε πρωτοπορία (γραφειοκρατία) και καθυστερημένες μάζες, σαν κίνημα χωρισμένο σε οικονομικό (μεταρρυθμιστικό) και πολιτικό («ριζικά» μεταρρυθμιστικό ή «επαναστατικό»). Στην κοινή τους περιφρόνηση και χειραγώγηση των εργατικών μαζών, τη χρήση τους σαν μέσο πίεσης και όχι σαν υποκείμενο πολιτικής δράσης και τέλος την κοινή τους αντίληψη για ένα εργατικό κίνημα οργανωμένο σε αστικορεφορμιστικά συνδικάτα πλαισιωμένα με ένα πολιτικό κόμμα πρωτοπορία, η κοινή δηλαδή πεποίθηση ότι ένα αστικορεφορμιστικό εργατικό κίνημα μπορεί ν' αποκτά διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά με τη δράση ενός πολιτικού κόμματος καθοδηγητή που θα το φέρνει στο σωστό δρόμο. Είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην κοινή αντιπαλότητα και των δύο ρευμάτων στην ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλειοψηφικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος από την εργατική τάξη και άλλες εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες, οργανωμένο από το εργοστάσιο μέχρι τη γειτονιά σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής σε εναλλακτική, ριζοσπαστική βάση, έτσι ώστε να μην επιτρέπει στην αστική κοινωνία τη χωρίς αντιστάσεις οργάνωση της ζωής του εργάτη και να δημιουργεί τα θεμέλια μιας αντίπαλης κοινωνικής οργάνωσης.

Δεν μπορώ εδώ παρά μόνο να επισημάνω κάποιες, πρώιμες ίσως, σκέψεις για τα κοινά χαρακτηριστικά του λενινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς να επεκταθώ παραπέρα, τονίζοντας όμως την ανάγκη ν' αρχίσει μια συζήτηση ακριβώς πάνω σ' αυτά τα ζητήματα, αν θέλουμε να καταλάβουμε τα αίτια της ήττας του εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος στον 20ο αιώνα, και να προχωρήσουμε σε μια αναγέννηση της θεωρίας και της πολιτικής του μαρξισμού. Οποιαδήποτε ανανέωση αποτυχημένων μοντέλων θα οδηγήσει σε ακόμα πιο οδυνηρές ήττες. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην στέγη αλλά στα θεμέλια και όπως έλεγε και ο Χέγκελ για την αυτοσυνείδηση, καλύτερα μια κάλτσα σχισμένη παρά μια κάλτσα μανταρισμένη.

Θέλοντας να συνεισφέρω, λοιπόν, σε μια τέτοια συζήτηση, ασχολούμαι σ' αυτήν την εργασία μ' ένα νέο θεωρητικό ρεύμα που αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα την τελευταία δεκαετία στην Αγγλία και την Αμερική, προσπαθώντας να αντικαταστήσει το μαρξιστικό παράδειγμα με μια νέα ατζέντα για τις κοινωνικές επιστήμες. Παρά την αυστηρή κριτική στο μαρξισμό, οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ισχυρίζονται ότι κρατάνε κάποια στοιχεία από τη μεθοδολογία και τη θεωρία της μαρξιστικής θεωρίας. Οι ίδιοι ονομάζουν τη θεωρητική τους προσπάθεια «αναλυτικό μαρξισμό» ή μαρξισμό της «λογικής επιλογής». Οι στόχοι πάντως αυτής της προσπάθειας είναι να ανοικοδομήσει το παραδοσιακό μαρξιστικό μοντέλο ασκώντας του μια εξαντλητική κριτική και να δημιουργήσει ένα νέο θεωρητικό παράδειγμα.

Ο αναλυτικός μαρξισμός περιλαμβάνει συγγραφείς οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες, κάνοντας έτσι δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια συνοπτικής κωδικοποίησης του. Γενικά πάντως, υπάρχει μια επιμονή στο μεθοδολογικό ιντιβιντουαλισμό, στην άποψη δηλαδή ότι βασική μονάδα ανάλυσης πρέπει να είναι το αφηρημένο, ανιστορικό άτομο και ότι οποιαδήποτε συλλογική οντότητα δεν πρέπει να ορίζεται σαν τέτοια αλλά σαν αποτέλεσμα ατομικών δράσεων και επιδράσεων. Η έννοια, δηλαδή, του λογικού ατόμου που επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές πορείες δράσης για να μεγιστοποιήσει τα συμφέροντα του, βασική έννοια μιας τάσης της θετικιστικής αστικής κοινωνικής επιστήμης, γίνεται δεκτή από τον αναλυτικό μαρξισμό και στη βάση αυτή προσπαθεί να αποικοδομήσει όλες τις έννοιες συλλογικών υποκειμένων (τάξη, κίνημα, κράτος) που χρησιμοποιεί ο μαρξισμός και να τις επαναπροσδιορίσει με βάση το άτομο. Οι θεωρητικοί αυτού του πειράματος, επιμένουν να λέγονται μαρξιστές, παρ' όλα αυτά, γιατί πιστεύουν ότι βασικά προβλήματα έρευνας που απασχόλησαν το μαρξισμό (κοινωνική ανισότητα, εκμετάλλευση κ.α.) βρίσκονται και στο δικό τους στόχαστρο, αλλά και γιατί θεωρούν ότι στοιχεία μεθοδολογικού ιντιβιντουαλισμού υπάρχουν και στο έργο του ίδιου του Μαρξ αν και μπλεγμένα μέσα σ' ένα κυκεώνα μεθοδολογικής ασάφειας.

Κατά τη γνώμη μου, μόνο το γεγονός ότι επιχειρείται να οικοδομηθεί ένας «μαρξισμός» σε τέτοια βάση δείχνει το μέγεθος της ήττας της μαρξιστικής θεωρίας, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, αλλά και την επιρροή της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας στη θεωρητική πάλη. Μ' αυτή την έννοια, το ενδιαφέρον αυτού του εγχειρήματος δεν βρίσκεται, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, στη μέθοδο και τα θεωρητικά του αποτελέσματα αλλά στην κριτική που ασκεί στον παραδοσιακό μαρξισμό. Αυτή η κριτική αν και δεν καταλήγει σε χρήσιμα αποτελέσματα για την κοινωνική θεωρία, και ούτε ανοίγει νέους δρόμους για μια νέα ριζοσπαστική κοινωνική σκέψη, έχει κατά τη γνώμη μου, σε αρκετά σημεία βάση και καταδείχνει τις αδυναμίες του παραδοσιακού μαρξιστικού μοντέλου. Γι αυτό ακριβώς χρειάζεται να την πάρουμε σοβαρά.

Ο αναλυτικός μαρξισμός έκανε την εμφάνιση του στις αρχές της δεκαετίας του '80, κυρίως με τις εργασίες του Elster και του Roemer1. Ιδιαίτερα το βιβλίο του πρώτου «Making sense of Marx» κάνοντας μια εξαντλητική κριτική στο μεθοδολογικό πλαίσιο του μαρξισμού θεμελίωσε κάποιες βασικές αρχές του «αναλυτικού μαρξισμού». Οι φιλοσοφικές περισσότερο εργασίες του Elster και οι οικονομικές κοινωνιολογικές έρευνες του Roemer γύρω από την έννοια της εκμετάλλευσης ήταν οι δύο βασικές συνιστώσες ανάπτυξης του «αναλυτικού μαρξισμού». Από κει και πέρα στοιχεία του μοντέλου αυτού άρχισαν να χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σε πιο συγκεκριμένες μελέτες, με πιο σημαντικές τη μελέτη του Adam Przeworski για τη σοσιαλδημοκρατία2 και τη μελέτη του πρώην Αλτουσεριανού Eric Olin Wright «Τάξεις»3 στην οποία, βασιζόμενος σε ορισμένα στοιχεία του νέου μοντέλου, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια της τάξης, χρησιμοποιώντας την για μια νέα ανάλυση των τάξεων στον καπιταλισμό. Από κει και πέρα, σημαντική συζήτηση για τον αναλυτικό μαρξισμό αναπτύχθηκε στην Αμερική, κυρίως στα περιοδικά «Politics and Society» και «Economy and Society» και στην Αγγλία μέσα από τις στήλες του «New Left Review».

Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου συγκεντρώνω την προσοχή μου σε μια βασική μεθοδολογική πρόταση που κάνει το ρεύμα του αναλυτικού μαρξισμού, τη θέση δηλαδή ότι ο μαρξισμός πρέπει να είναι αναλυτικός, θα προσπαθήσω να δείξω τι πραγματικά εννοούν με αυτό τον όρο, θεωρώντας ότι ένα αίτημα λογικής και μεθοδολογικής σαφήνειας είναι παραπλανητικό αν αυτό σημαίνει απλά λογική σαφήνεια και συνέπεια με βάση κάποιες αφηρημένες αρχές της λογικής και έξω από τη σχέση που πρέπει να έχει η διαδικασία της αφαίρεσης και της λογικής επεξεργασίας των εννοιών με την ιστορική πραγματικότητα. Δέχομαι, όμως, ότι η κριτική που κάνουν στο μαρξισμό για το ότι είναι ασαφής στη χρήση των εννοιολογικών του εργαλείων και απρόθυμος να τα αναλύσει διεξοδικά, είναι σε πολλές περιπτώσεις σωστή. Συνεχίζω εξετάζοντας τα επιχειρήματα τους υπέρ του μεθοδολογικού ατομικισμού και τη σημασία που έχει για την μαρξιστική έννοια της τάξης. Προσπαθώ να δείξω ότι με βάση το άτομο δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια θεωρία των κοινωνικών φαινομένων. Δέχομαι όμως την κριτική τους ότι οι μαρξιστικές έννοιες για την τάξη, την ταξική πάλη, την ταξική δομή και πολλούς άλλους σχετικούς όρους, δεν αναπτύχθηκαν με ένα συστηματικό, συνεπή τρόπο μέσα σ' ένα ολοκληρωμένο μεθοδολογικό και θεωρητικό πλαίσιο. Υπάρχουν απλά σαν όροι με ασαφή σημασία που επιτρέπουν διαφορετικές κατανοήσεις και ερμηνείες. Παρ' όλα αυτά, όμως, πιστεύω ότι ένα επαναπροσδιορισμένο μεθοδολογικό και θεωρητικό πλαίσιο ταξικής ανάλυσης είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής θεωρίας και γι' αυτό παραθέτω κάποια σημεία προτάσεις πάνω στα οποία πρέπει κατά τη γνώμη μου ν' αρχίσει η συζήτηση γι' αυτά τα ζητήματα. Τέλος προσπαθώ να κάνω κριτική σε δυο απόπειρες να χρησιμοποιηθεί ένα μοντέλο αναλυτικού μαρξισμού ή τουλάχιστον μερικά του σημεία, πρώτα στην ιστορική ανάλυση του Przeworski για τη σοσιαλδημοκρατία και δεύτερο στην ανάλυση του Ε.Ο. Wright για την ταξική δομή στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.

II. Αναλυτικός μαρξισμός και μεθοδολογικός ιντιβιντουαλισμός
Σύμφωνα με τον J. Roemer τα σημεία στα οποία ο αναλυτικός μαρξισμός διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό μαρξισμό είναι «μια χωρίς ενδοιασμούς υποχρέωση στην ανάγκη για αφαίρεση και αναζήτηση της ουσίας, των βάσεων των εννοιών»1 και μία «μη δογματική» προσέγγιση του μαρξισμού. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί ο Roemer είναι νομίζω χρήσιμο να δούμε πώς ένας άλλος εκπρόσωπος του αναλυτικού μαρξισμού, ο Ε.Ο. Wright, διατύπωσε τις ίδιες διαφορές σε μια διάλεξη του στο Berkeley. Για τον Wright αυτές οι διαφορές έγκεινται σε μια τριπλή επιλογή: επιλογή για έναν «αναλυτικό» μαρξισμό έναντι ενός «δογματικού» μαρξισμού, επιλογή για έναν «επιστημονικό» μαρξισμό έναντι ενός μη επιστημονικού και επιλογή τέλος για έναν εμπειρικό (όχι εμπειρικίστικο) μαρξισμό έναντι ενός «θεωρητικίστικου».2 Η γενικότητα και μόνο αυτών των διατυπώσεων δείχνει ότι είναι σχετικά αυθαίρετες και ότι δεν εξαντλούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μεθοδολογικού μοντέλου τον αναλυτικού μαρξισμού. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου όμως θα περιοριστώ σε μια προσπάθεια κατανόησης αυτών των γενικών σημείων που προτείνουν ο Roemer και ο Wright και σε μια εξέταση του μεθοδολογικού ατομικισμού, που αν και δεν γίνεται δεκτός από όλους τους εκπροσώπους του ρεύματος, βρίσκεται στη βάση των μεθοδολογικών του αναζητήσεων.

Ξεκινώντας, λοιπόν, να συγκρίνουμε τα σημεία που προτείνουν ο Roemer και ο Wright θα λέγαμε ότι όλοι οι οπαδοί ενός επιστημονικού, μη δογματικού μαρξισμού θεωρούν υποχρέωση τους την ανάγκη για αφαίρεση και αναζήτηση θεωρητικών θεμελίων. Το ερώτημα που μπαίνει είναι τι ακριβώς εννοεί ο αναλυτικός μαρξισμός με αυτές τις διατυπώσεις. Ας αρχίσουμε από τη σταθερή επιμονή του Roemer στην ανάγκη της αφαίρεσης, παρακολουθώντας την επιχειρηματολογία του: «Ο παραδοσιακός μαρξισμός είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του διστακτικός να απομακρυνθεί πολύ από την πραγματική ιστορία. Η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο μαρξισμός είναι η βεβαιότητα ότι η ιστορία συνίσταται στη διαδοχή ταξικών κοινωνιών στις οποίες η ολιγοάριθμη τάξη των μη-εργαζόμενων σφετερίζεται ή «απαλλοτριώνει» για δικό της όφελος το οικονομικό πλεόνασμα από την πιο πολυάριθμη τάξη των εργατών. Αν κάποιος ξεφύγει από αυτή τη βάση τι θα τον εμποδίσει από το να βυθιστεί στα βαθιά νερά του αστικού σχολαστικισμού;».1

Ο Roemer, λοιπόν, μας καλεί να απομακρυνθούμε από την ιστορία, αν θέλουμε να «κάνουμε αφαίρεση» και να παράγουμε θεωρία. Το κριτήριο δηλαδή της αφαιρετικής διαδικασίας και τελικά της ίδιας της παραγωγής της θεωρίας δεν μπορεί κατά τον Roemer να είναι η ιστορία γενικά και πολύ περισσότερο μια ιστορία ταξικών συγκρούσεων.

Ο Ε.Ο. Wright προτείνει μια παρόμοια ερμηνεία, επεξηγώντας την επιλογή του για έναν αναλυτικό έναντι ενός δογματικού μαρξισμού: «Ο αναλυτικός μαρξισμός είναι συνεπής στην ανάγκη αποκάλυψης των υποθέσεων που αποτελούν τη βάση των εννοιών και της λεπτομερούς και όσο γίνεται πιο συστηματικής εξήγησης των σταδίων που απαιτούνται για τη σύνδεση τους σε μια ολοκληρωμένη θεωρία».2

Αν κάποιος διαβάσει τις δύο αυτές προτάσεις μαζί είναι εύλογο να καταλήξει στο ότι ο αναλυτικός μαρξισμός δεν επιμένει απλά στην αφαίρεση και την μετέπειτα ανάλυση των αφηρημένων εννοιών, αλλά διατυπώνει και ένα κριτήριο με βάση το οποίο αυτές οι δύο διανοητικές εργασίες πρέπει να γίνονται: Το κριτήριο αυτό είναι μια προσήλωση στη «λογική και αναλυτική» συνέπεια και μια απομάκρυνση από την ιστορική πραγματικότητα. Η απομάκρυνση αυτή είναι τέτοια έτσι ώστε τελικά ο αναλυτικός μαρξισμός, στη δημιουργία των εννοιολογικών του εργαλείων, δεν «αφαιρεί» από την πραγματικότητα αλλά αφαιρεί από «αφηρημένες κατασκευές» της πραγματικότητας. Η αφαίρεση όμως για να είναι θεωρητικά αιτιολογημένη και να βοηθάει στην εξήγηση της πραγματικότητας πρέπει να είναι αφαίρεση από το συγκεκριμένο ή μια ομάδα συγκεκριμένων κοινωνικών φαινομένων και σαν κριτήριο να έχει το κατά πόσο την ίδια στιγμή που απομακρύνεται από την πραγματικότητα μπορεί και διατηρεί το ουσιώδες.

Το πρόβλημα αυτό βέβαια δεν είναι απλό.

Εδώ θέλω να παρατηρήσω ότι ο μαρξισμός, αν και έχει τονίσει, παίρνοντας σαν παράδειγμα τη διαλεκτική του Κεφαλαίου, την ανάγκη η αφαίρεση να μην είναι μόνο λογικά αλλά και ιστορικά συνεπής, δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να προσδιορίσει αυτή τη διαδικασία και να επεξεργαστεί ένα αναλυτικό μεθοδολογικό πλαίσιο. θα έλεγα ακόμα ότι έχω την εντύπωση ότι αυτή η ανάγκη έχει παρανοηθεί από τους μαρξιστές και από τον ίδιο τον Μαρξ, όταν στην περίφημη εισαγωγή στα Grundrisse αναφέρεται στην αφαίρεση σαν μια διπλή διαδικασία: πρώτα από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και μετά προσπάθεια ανασυγκρότησης του συγκεκριμένου ξεκινώντας από το αφηρημένο. Το παράδειγμα βέβαια εδώ είναι το ίδιο το Κεφάλαιο, το οποίο για να γραφεί χρειάστηκαν δύο δεκαετίες σκληρής προσπάθειας του Μαρξ για ν' ανακαλύψει τη βασική σχέση του καπιταλισμού και να την διατυπώσει αφηρημένα, και μετά, έχοντας ανακαλύψει ότι το εμπόρευμα περιέχει αυτή τη βασική εκμεταλλευτική σχέση, να προσπαθήσει να επανασυγκροτήσει το συγκεκριμένο περνώντας συνεχώς από ένα ανώτερο σ' ένα κατώτερο σημείο αφαίρεσης. Το πρόβλημα εδώ είναι το κατά πόσο είναι δυνατό τελικά από αφηρημένες έννοιες και «νόμους» (νόμους δηλαδή που δεν είναι απαραίτητο να επαληθεύονται στην πραγματικότητα αφού έχουν διατυπωθεί κάνοντας αφαίρεση από αυτή) να ανασυγκροτηθεί η πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται όταν σκεφτεί κάποιος, για παράδειγμα, το «νόμο της πτωτικής τάσης του κέρδους». Αυτός ο «νόμος» δεν είναι εμπειρικός νόμος, είναι «νόμος» που διατυπώθηκε κάνοντας αφαίρεση από την πραγματικότητα και γι' αυτό είναι πολύ πιθανό να μην ισχύει στην πραγματικότητα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν εξηγεί τάσεις που μπορεί να υπάρχουν στην πραγματικότητα και οι οποίες «δραστηριοποιούνται» ή «αδρανοποιούνται» από άλλες τάσεις.

Μ' αυτά θέλω να δείξω ότι το πρόβλημα για τον μαρξισμό παραμένει και έγκειται στο ποια τελικά είναι τα κριτήρια για την αφαίρεση και την παραγωγή θεωρίας έτσι ώστε αυτή να είναι συνδεμένη με την ιστορική πραγματικότητα, χωρίς όμως να γίνεται εμπειρικίστικη, χωρίς δηλαδή να προσπαθεί να αποδώσει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας με δυο ή τρεις γραμμές κάποιων «νόμων». Πώς είναι δυνατόν αφηρημένοι «νόμοι»-τάσεις να χρησιμοποιηθούν για να αναλυθεί μια συγκεκριμένη πραγματικότητα στην οποία διάφορες τέτοιες τάσεις λειτουργούν;

Αν αυτό είναι το πρόβλημα για τον μαρξισμό, όμως το πρόβλημα για τον αναλυτικό μαρξισμό είναι ότι εξαφανίζει την πραγματικότητα από την εικόνα και το μόνο κριτήριο που δέχεται για την αφαίρεση και τη θεωρητική κατασκευή είναι μια «λογική συνέπεια». Το κριτήριο αυτό όμως είναι προβληματικό. Και για να κατανοηθεί αυτό νομίζω ότι είναι απαραίτητο να κάνω μια διάκριση (παραφράζοντας τον Elster) ανάμεσα σε μια «στενή» και μια «πλατιά» έννοια της λογικής συνέπειας.1 Σύμφωνα με την πρώτη το να είσαι λογικά συνεπής σημαίνει να επιμένεις στο δικό σου σύστημα λογικής ή σε κάποιους γενικούς κανόνες λογικής, δηλαδή στην ανάγκη να σκέφτεσαι με κάποιους τυπικούς «λογικούς κανόνες». Αντίθετα η δεύτερη αναφέρεται στην ανάγκη να προχωρήσει κανείς πέρα από την τυπική λογική θεώρηση και περιλαμβάνει μια εξονυχιστική εξέταση του περιεχομένου των αφηρημένων εννοιών και των επιχειρημάτων και όχι μόνο του αν κατασκευάστηκαν με βάση προδιαγεγραμμένους κανόνες. Το πρόβλημα είναι ότι αν δεν δεχτείς τη δεύτερη αντίληψη θα αναγκαστείς, για να δείξεις ότι τα εννοιολογικά σου εργαλεία δεν είναι μόνο λογικά συνεπή αλλά μπορούν να εξηγήσουν και κάτι, να απομακρυνθείς από την πραγματική ιστορία και να δημιουργήσεις δικούς σου φανταστικούς κόσμους στην εξήγηση των οποίων οι έννοιες θα σου είναι χρήσιμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι αναλυτικοί μαρξιστές, σε πολλές περιπτώσεις για να δείξουν την αποδεικτική ικανότητα κάποιων θεωρημάτων δεν τα εφαρμόζουν σε κάποιο ιστορικό παράδειγμα αλλά εφευρίσκουν παραδείγματα από ένα φανταστικό κόσμο. Ενδεικτική είναι εδώ η κατασκευή της «γενικής θεωρίας της εκμετάλλευσης» από τον J. Roemer και η χρησιμοποίηση αντί του πραγματικού κόσμου φανταστικών «νησίδων», «νησίδων χωρίς εργάτες» και «νησίδων χωρίς κεφάλαιο».

Ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι η επιμονή των αναλυτικών μαρξιστών στο να είναι «αναλυτικοί» με τη συγκεκριμένη έννοια που δίνουν στον όρο τους οδηγεί στο θεωρητικισμό και τη δημιουργία αυθαίρετων θεωρημάτων με μόνο κριτήριο μια τυπική λογική συνέπεια και την «εφευρετικότητα» του μυαλού του ερευνητή. Έτσι τελικά ο αναλυτικός μαρξισμός πέφτει στο θεωρητικισμό, σ' αυτό ακριβώς που φαίνεται ν' απεχθάνεται ο Wright. Συμπλήρωμα αυτού του θεωρητικισμού είναι ένας κουτσουρεμένος εμπειρισμός, ένας εμπερισμός ο οποίος δεν προσπαθεί να εξηγήσει πραγματικές ιστορικές διαδικασίες και να δείξει τη σχέση θεωρίας και πράξης αλλά που διαλέγει κάποια πολύ περιορισμένα κομμάτια της πραγματικότητας για να στηρίξει τα θεωρητικά του κατασκευάσματα. Αντί η πραγματικότητα να χρησιμοποιείται σαν οδηγός για την επιλογή εναλλακτικών δρόμων στην παραγωγή θεωρίας και μετά η ίδια η θεωρία να προσπαθεί να εξηγήσει την πραγματικότητα, ένα μικρό, αυθαίρετα διαλεγμένο κομμάτι της πραγματικότητας υπόκειται σε «εμπειρική έρευνα» σε συνθήκες εργαστηρίου για να αιτιολογήσει συμπεράσματα που ήδη έχουν προσεγγιστεί. Αυτή ακριβώς είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Wright στις «τάξεις», όπου αφού θεωρητικοποιεί χωρίς σύνδεση με την ιστορία και καταλήγει σε συμπεράσματα, χρησιμοποιεί έπειτα μια εμπειρική έρευνα σύγκρισης της ταξικής δομής των Η.Π.Α. και της Σουηδίας για να αποδείξει θεωρήματα για την ταξική δομή του καπιταλισμού γενικά αλλά και για την ταξική δομή προκαπιταλιστικών και μη καπιταλιστικών κοινωνιών. Η επαγωγική μέθοδος, όμως, δηλαδή η επαλήθευση θεωρημάτων με ένα παράδειγμα, δεν ισχύει στις κοινωνικές επιστήμες.

Ένα άλλο στοιχείο που βρίσκεται στο κέντρο της προβληματικής του αναλυτικού μαρξισμού είναι ο μεθοδολογικός ατομικισμός. Πριν προχωρήσουμε σε μια συζήτηση θα ήθελα να τονίσω ότι ο μεθοδολογικός ατομικισμός είναι συνδεδεμένος με την έννοια «αναλυτικός» όπως την χρησιμοποιούν οι αναλυτικοί μαρξιστές. Και αυτό γιατί όταν θεωρείς ότι η κοινωνία αποτελείται από άτομα με συγκεκριμένες ιδιότητες, αμέσως ξεφεύγεις από οποιαδήποτε έννοια ιστορικής πραγματικότητας και δημιουργείς ανιστορικές, αφηρημένες έννοιες. Επίσης, έχοντας το άτομο σαν μεθοδολογική αφετηρία γίνεται δυνατή βέβαια, με μεγαλύτερη ευκολία μια ακριβώς αναλυτική θεώρηση, μόνο αφού, όμως, αποφεύγεται η αχανής πολυπλοκότητα της πραγματικής κοινωνίας χωρίς να κατανοείται στις βασικές της σχέσεις, αφού εκτός από άτομα αποτελείται επίσης από τάξεις, ομάδες και διάφορες σχέσεις μεταξύ τους. Επίσης, για να τελειώνω μ' αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις θα ήθελα να επισημάνω ότι οι μεθοδολογικοί ατομικιστές είναι ρενταξιονιστές με ανάλογο τρόπο με αυτόν που κατηγορούν τους μαρξιστές. Οι πρώτοι ανάγουν την κοινωνία σε άτομα, οι δεύτεροι σε τάξεις. Οι μεθοδολογικοί ατομικιστές όμως είναι απόλυτοι ρενταξιονιστές αφού δεν αφήνουν περιθώριο για τίποτα άλλο εκτός από τα άτομα και τις μεταξύ τους σχέσεις ενώ είναι δυνατός ένας μη ρενταξιονιστικός μαρξισμός ο οποίος παρά το ότι θα επιχειρηματολογεί για την κεντρικότητα της τάξης και επομένως για τη βασική επίδραση που ασκούν οι σχέσεις των τάξεων σε οποιεσδήποτε άλλες κοινωνικές σχέσεις, μπορεί επίσης να δεχτεί ότι εκτός από τις σχέσεις των τάξεων υπάρχουν και άλλες σχέσεις οι οποίες δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με ταξικούς όρους.

Ξαναγυρνώντας στο μεθοδολογικό ατομικισμό πάντως, θα έλεγα ότι είναι ασυμβίβαστος με το μαρξισμό όχι επειδή ο μαρξισμός νομίζει ότι τα άτομα απλά γεμίζουν κενούς ρόλους ή θέσεις, προδιαγεγραμμένες από κάποια ταξική δομή χωρίς να έχουν καμία επιλογή, αλλά γιατί δίνει προτεραιότητα στην κατηγορία της τάξης και όχι του ατόμου. Έτσι φαίνεται απορίας άξιο πώς ο Elster προσπαθεί να υποστηρίξει ότι ο Μαρξ ήταν μεθοδολογικά ατομικιστής, αν και παραδέχεται ότι μερικές φορές έκλινε προς το «λάθος» του κολλεκτιβισμού.

Εκεί που τα επιχειρήματα του Elster έχουν κάποια βάση είναι το ότι ο Μαρξ δεν δημιούργησε μια επεξεργασμένη θεωρία για το ρόλο του ατόμου και τη σχέση του με την τάξη. Είναι αλήθεια ότι τα μέλη μιας τάξης δεν είναι μέλη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, γεμίζοντας ομοιόμορφα κουτάκια. Κάθε ένας είναι, ατομικά, ένα διαφορετικό μέλος της τάξης του από έναν άλλο και η ζωή του δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της αφηρημένης συμμετοχής του στην τάξη.

Η πρόταση όμως ότι χρειαζόμαστε μια μαρξιστική θεωρία για το ρόλο του ατόμου (και όχι της προσωπικότητας όπως έγραφε ο παραδοσιακός μαρξισμός) στην κοινωνία και για να εξηγήσουμε την ατομική ζωή και το ρόλο που παίζει η προσωπική επιλογή, είναι διαφορετική από την πρόταση ότι χρειαζόμαστε έναν μεθοδολογικά ατομικιστικό μαρξισμό.

Βρίσκω τον ισχυρισμό του Elster ότι ο Μαρξ ήταν μεθοδολογικά ατομικιστής εντελώς αναιτιολόγητο.

Ο Elster προβάλλει μια ερμηνεία του Μαρξ που να μπορεί να στηρίξει αυτό του τον ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι ο Μαρξ δίνει έμφαση στις «μη προσχεδιασμένες συνέπειες της ανθρώπινης δράσης μέσα σ' ένα πλαίσιο προσχεδιασμένης ατομικής δράσης».1 Βέβαια είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ τόνισε τις μη προσχεδιασμένες συνέπειες της ανθρώπινης δράσης και παρατήρησε ότι προσπαθούμε ν' αλλάξουμε μια κοινωνία την οποία δεν διαλέξαμε, αλλά δεν θεώρησε αυτές τις μη προσχεδιασμένες συνέπειες αποτέλεσμα ελλειπώς πληροφορημένων ατόμων ή κάποιων εξωτερικών παραγόντων που επέδρασαν πάνω σε ατομικές προτιμήσεις και επιλογές, όπως ο Elster, αλλά σαν αποτέλεσμα του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις. Ο Elster, που κατά τα άλλα φαίνεται να είναι πολύ απασχολημένος με την αναλυτική ακρίβεια και την επιστημονική αυστηρότητα, εδώ δεν αιτιολογεί την ερμηνεία του αυτή του Μαρξ. Αναφέρεται μόνο σε δύο αποσπάσματα από τα «Παρισινά χειρόγραφα» και επίσης υποστηρίζει ότι ο μεθοδολογικός κολλεκτιβισμός απορρίπτεται με έμφαση στην Γερμανική ιδεολογία.

Όσον αφορά το πρώτο παραθέτει την προτροπή του Μαρξ από τα Παρισινά χειρόγραφα που λέει ότι «Πάνω απ' όλα πρέπει να αποφύγουμε να θεωρήσουμε την κοινωνία σαν μια διαφορετική αφαίρεση πέραν του ατόμου». Εδώ ο Elster υποστηρίζει ότι «αυτή η φράση μπορεί επίσης (πέρα δηλαδή από έκφραση μεθοδολογικού ιντιβιντουαλισμού) να θεωρηθεί σαν επιμονή σ' έναν ηθικό ατομικισμό, δηλαδή την άποψη ότι στόχος του Κομμουνισμού είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων και όχι του Ανθρώπου».2

Εδώ έχω να παρατηρήσω ότι, τουλάχιστον σε μένα, είναι φανερό ότι ο Μαρξ γράφοντας την παραπάνω φράση μέσα στο πλαίσιο αναφοράς των Παρισινών Χειρογράφων επιχειρηματολογούσε ενάντια στη μεταφυσική έννοια που έδινε ο Φόυερμπαχ στον άνθρωπο και στο άτομο, και προειδοποιούσε ότι πρέπει να αποφύγουμε μια ανάλογη, μεταφυσική αφαίρεση της κοινωνίας. Ειδικά αυτό το απόσπασμα αντί να αποτελεί ένδειξη για τη δέσμευση του Μαρξ ενάντια στο μεθοδολογικό κολλεκτιβισμό, είναι σαφής ένδειξη ότι είχε ήδη απομακρυνθεί από μια μεταφυσική αντίληψη του ανθρώπου εν γένει, και είχε αρχίσει να κινείται στην κατεύθυνση δημιουργίας νέων εννοιολογικών εργαλείων των οποίων βασική μονάδα δεν θα ήταν η κοινωνία εν γένει αλλά οι κοινωνικά καθορισμένες τάξεις.

Επιπλέον ο ίδιος ο Elster αναγνωρίζει ότι αυτό το απόσπασμα δείχνει ακόμα τη δέσμευση του Μαρξ σ' έναν ηθικό ατομικισμό σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, αφού πίστευε ότι σε μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσαν να αναπτυχτούν οι ικανότητες και τα χαρίσματα κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου χωριστά και του ανθρώπου ή του ατόμου γενικά. Γι αυτό ακριβώς το λόγο ένας τέτοιος ηθικός ιντιβιντουαλισμός είναι αντίθετος με το μεθοδολογικό ιντιβιντουαλισμό αφού ο δεύτερος βασίζεται, αντίθετα με τον πρώτο, σε μια αφηρημένη έννοια του ατόμου και προτείνει μια «νομική» ηθική των δικαιωμάτων όπου κάθε άτομο γενικά είναι ελεύθερο να κάνει ορισμένα πράγματα παρ' όλο που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τα κάνει, ενώ ο Μαρξ προτείνει μια ουσιαστική ηθική, όχι μόνο των δικαιωμάτων αλλά και των ευκαιριών και των δυνατοτήτων.

Αν τώρα έρθουμε στον ισχυρισμό του Elster ότι ο μεθοδολογικός κολλεκτιβισμός απορρίπτεται στην Γερμανική ιδεολογία θα δούμε ότι αναβάλλει την υποστήριξη του για το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Όταν επανέρχεται, υποστηρίζει ότι αυτό που στην πραγματικότητα απέρριψε ο Μαρξ στη Γερμανική ιδεολογία ήταν οι τελεολογικές ερμηνείες της ιστορίας, θεωρεί όμως, ο Elster, ότι τέτοιες ερμηνείες έρχονται σε αντίθεση με το μεθοδολογικό ιντιβιντουαλισμό επειδή αυτός στηρίζεται σε δράσεις ατόμων που επιλέγουν στόχους οι οποίοι μπορεί και να μην γίνουν πραγματικότητα. Όμως ο σωστός ισχυρισμός ότι οι τελεολογικές ερμηνείες αντιφάσκουν στο μεθοδολογικό ατομικισμό δεν σημαίνει ότι κάθε μεθοδολογικά μηατομικιστική προσέγγιση είναι τελεολογική. Ο Elster έχει δίκιο να επισημαίνει ότι η Γερμανική ιδεολογία απορρίπτει την τελεολογία, το κάνει όμως αυτό χωρίς να βασίζεται στον μεθοδολογικό ιντιβιντουαλισμό αλλά σε μια ταξική ανάλυση της ιστορίας.

Ο ίδιος ο Elster όμως δεν είναι συνεπής στη χρήση του μεθοδολογικό ατομικισμού στο έργο του, αφού στα τελευταία του έργα φαίνεται να οπισθοχωρεί και να περιλαμβάνει έννοιες μη ατομικιστικές. Έτσι στις «Σολομονικές Κρίσεις» γράφει ότι «το βιβλίο είναι προορισμένο να φέρει μια κάποια αποστασιοποίηση από τη μέθοδο της εξήγησης μέσω των λογικών προθέσεων». Και προχωράει για να περιγράψει μια «κοινωνιολογική εναλλακτική λύση στην οικονομική προσέγγιση» (ατομικιστική) την οποία ονομάζει «θεωρία των κοινωνικών συμβάσεων». Γράφει: «Ορίζω τις κοινωνικές συμβάσεις κυρίως μέσω του ότι δεν στοχεύουν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα όφελος. Ενώ η λογική λέει στους ανθρώπους, αν θέλεις το Χ, κάνε το Υ, οι κοινωνικές συμβάσεις απλά του λένε: κάνε το Υ. Κάποιες κοινωνικές συμβάσεις είναι υποθετικές, κάνουν όμως τη δράση να εξαρτιέται από προηγούμενη συμπεριφορά ή μάλλον να μην εξαρτιέται από τους μελλοντικούς στόχους».1

Μετά προχωράει επιχειρηματολογώντας εναντίον όλων αυτών που «συχνά υποστηρίζουν ότι οι συμβάσεις μπορούν να αναχθούν σε ατομική λογική επιλογή».2 Ενάντια στο επιχείρημα τους ότι «συμπεριφορά που καθοδηγείται από συμβάσεις κανόνες υποστηρίζεται από την απειλή κυρώσεων που κάνουν λογική την υπακοή»,1 υποστηρίζει ότι αρκετές συμβάσεις κανόνες υλοποιούνται παρά την απουσία οποιωνδήποτε παρατηρητών που θα μπορούσαν να επιβάλουν κανόνες. Έτσι τελικά συμπεραίνει ότι μια θεωρία λογικής επιλογής βασισμένη στο άτομο δεν είναι αρκετή για τις κοινωνικές επιστήμες αλλά πρέπει να συμπληρωθεί με μια θεωρία των κοινωνικών συμβάσεων: «τελικά, ο στόχος των κοινωνικών επιστημών πρέπει να είναι η οικοδόμηση μιας γενικής θεωρίας της δράσης που θα περιλαμβάνει τόσο προθέσεις που κατευθύνονται προς συγκεκριμένο αποτέλεσμα όσο και προθέσεις που δεν προσβλέπουν σε κάποιο συγκεκριμένο όφελος».2

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ότι ο ίδιος δεν παρέχει μια τέτοια θεωρία αλλά και το ότι η ίδια η έννοια της πρόθεσης που δεν κατευθύνεται προς συγκεκριμένο αποτέλεσμα καταρρίπτει το αξίωμα του μεθοδολογικού ατομικισμού που δέχεται μόνο άτομα που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ωφέλεια τους. Δεν βλέπω κανένα τρόπο με τον οποίο η ιδέα των κοινωνικών συμβάσεων μπορεί να συμβαδίσει με την πρόταση ότι κάθε κοινωνική πραγματικότητα μπορεί να αναχθεί σε ατομικές δράσεις, μια πρόταση η οποία αναλύεται στο βιβλίο «Κατανοώντας τον Μαρξ» ως εξής:

«Μ' αυτό (μεθοδολογικό ιντιβιντουαλισμό) εννοώ την άποψη ότι όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, η δομή και οι μεταβολές τους είναι εξηγήσιμα με τρόπους που περιλαμβάνουν μόνο τα άτομα, τις ιδιότητες τους, τους στόχους τους, τις πεποιθήσεις τους και τις ενέργειες τους».3

Πριν προχωρήσω παραπέρα, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να επισημάνω ότι αν δεν μπορέσει να περιγράψει ένα μηχανισμό μέσω του οποίου οι ιδιότητες, οι πεποιθήσεις, οι στόχοι και οι ενέργειες των ατόμων δίνονται ή εξηγούνται με τρόπους που περιλαμβάνουν μόνο άτομα, το επιχείρημα του δεν πείθει. Το λέω αυτό, γιατί, ενώ είναι αλήθεια ότι η κοινωνική διαδικασία διαδραματίζεται μέσω της δράσης ατόμων, αυτές οι δράσεις δεν διαμορφώνονται μέσα σ' ένα περιβάλλον που περιλαμβάνει απλά και μόνο την αλληλεπίδραση ατόμων μεταξύ τους. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτές οι ατομικές δράσεις και αλληλεπιδράσεις επιλέγονται και διαδραματίζονται μέσα σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο ομαδικών αλληλεπιδράσεων στο οποίο διαμορφώνονται κοινές, ομαδικές πεποιθήσεις και συναποφασίζονται πορείες δράσης οι οποίες μετά γίνονται καθοριστικές για τις ατομικές επιλογές. Ακόμα και σε μια καπιταλιστική κοινωνία που βασίζεται στην ψευδαίσθηση της «ελευθερίας» των ατόμων που ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, η πραγματικότητα είναι ότι τα «νομικά» ελεύθερα άτομα γεννιούνται, αναπτύσσονται, διαμορφώνουν ατομικές προσωπικότητες και επιλογές μέσα σε συνθήκες ταξικών και άλλων κοινωνικών σχέσεων δοσμένων από πριν.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αποτυχία κάποιας τάξης να λειτουργήσει σαν τάξη και να χαράξει μια συνεπή στρατηγική συλλογικής δράσης, δεν ακυρώνει τη μέθοδο της ταξικής ανάλυσης. Αντίθετα, η ίδια η έννοια της ταξικής πάλης σημαίνει την προσπάθεια που κάνει κάθε τάξη να αποτρέψει τον αντίπαλο της να συνειδητοποιηθεί και να μετασχηματιστεί σε συλλογικό υποκείμενο και να τον οδηγήσει στο να αυτοδιαλυθεί σε ένα άθροισμα ανταγωνιζόμενων ατόμων. Ακόμα και σ' αυτή την περίπτωση όμως η τάξη υπάρχει, δρα, δουλεύει, και ζει μαζί άσχετα αν δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε αποτελεσματικό φορέα συλλογικής, πολιτικής, δράσης.

Μια άλλη αντίρρηση που εκφράζει ο Elster στην έννοια της τάξης είναι ότι η τάξη σαν τέτοια, δεν αποτελεί μια ενιαία θέληση και μια ενιαία συνείδηση για να αποφασίζει και να ενεργεί. Δεν είναι δηλαδή ενιαία, με τον ίδιο τρόπο που είναι ένα άτομο. Αυτό φυσικά ισχύει. Όταν μια τάξη αποφασίζει και δρα, διαφορετικές ατομικές συνειδήσεις κάνουν παρόμοιες ή διαφορετικές επιλογές. Πρέπει εδώ ν' αποφύγουμε την αντίληψη της τάξης προσώπου που είναι συχνή σε μαρξιστικά έργα. Η τάξη μπορεί να μετασχηματιστεί σε πολιτικό υποκείμενο, μεταλλάζοντας τις συνειδήσεις και τις ζωές χιλιάδων ατόμων μελών τους, δεν γίνεται όμως ποτέ πολιτικό«πρόσωπο». Αυτό που ονομάζουμε συλλογική (ταξική) συνείδηση δεν πρέπει να θεωρείται σαν μια «μεταφυσική» συνείδηση μιας τάξης προσώπου αλλά σαν η ουσία των αντιλήψεων μιας τάξης υποκειμένου που αποφασίζει και δρα μέσα από τις αποφάσεις και τις ενέργειες χιλιάδων και χιλιάδων ατόμων.

Σ' αυτό το σημείο πάντως πρέπει να παραδεχτώ ότι η κριτική που κάνει ο αναλυτικός μαρξισμός σχετικά με την ασάφεια της έννοιας της τάξης στον μαρξισμό έχει βάση. Και αυτό γιατί μ' αυτή την έννοια κατανοούνται διαφορετικά πράγματα. Η τάξη ορίζεται στη μαρξιστική θεωρία με διαφορετικούς τρόπους (αντικειμενικούς, υποκειμενικούς, από την άποψη της θέσης της στην κοινωνία ή από την άποψη των κοινών συμφερόντων των μελών της και πολλούς άλλους), και οι σχέσεις μεταξύ της οικονομικής θέσης της τάξης και της διαμόρφωσης της σε άλλα κοινωνικά επίπεδα δεν εξηγούνται, ούτε αναλύονται ικανοποιητικά. Ακόμα υπάρχουν πολλοί όροι, βασισμένοι στην έννοια της τάξης, όπως ταξική πάλη, ταξική δομή, ταξική συνείδηση και άλλοι που παραμένουν ασαφείς και οι σχέσεις μεταξύ τους ακαθόριστες. Αυτές οι αδυναμίες, βέβαια, δεν αποτελούν λόγο για να αρνηθούμε την έννοια της τάξης όπως κάνουν οι αναλυτικοί μαρξιστές, αλλά για να ασχοληθούμε από την αρχή μαζί της.

III. Μερικά σημεία για την έννοια της τάξης
Παρακάτω, κάνοντας μια παρεμβολή, θα προσπαθήσω να δώσω μερικές θέσεις οι οποίες μου φαίνονται χρήσιμες για μια προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα μεθοδολογικό πλαίσιο για την έννοια της τάξης και τη σχετική ορολογία. Αυτές οι θέσεις είναι μάλλον κάποιες, γενικές ακόμα, πρώιμες σκέψεις που κατατίθενται για συζήτηση και ίσως άρνηση, παρά τίποτα περισσότερο.

Πρώτο, ένας ορισμός της τάξης πρέπει να συνίσταται σε αντικειμενικά στοιχεία. Η τάξη υπάρχει αντικειμενικά ανεξάρτητα από τη συνείδηση των μελών της. Έχω τη γνώμη ότι αν και είναι απαραίτητο να αρνηθούμε την αντίληψη που θεωρεί την ταξική συνείδηση απλή αντανάκλαση μιας αντικειμενικής θέσης, οποιαδήποτε προσπάθεια να οριστεί η έννοια της τάξης με βάση υποκειμενικά στοιχεία θα οδηγήσει σ' ένα εννοιολογικό σχετικισμό που στην πράξη θα «καταλύσει» την έννοια της τάξης.

Λεύτερο, ένας αντικειμενικός ορισμός της τάξης, δεν συνίσταται μόνο στο να δώσουμε μια ποσοτική ανάλυση της συγκεκριμένης τάξης, δηλαδή, στο να ορίσουμε την «έκταση» της στην κοινωνία, αλλά επίσης στο να δώσουμε ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Και αυτό γιατί στην αντικειμενική θέση της τάξης δεν περιλαμβάνεται μόνο ο αριθμός των μελών της, αλλά επίσης «ποιοτικά» χαρακτηριστικά που αφορούν τη σύνθεση της, τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της και ανάμεσα σ' αυτήν και άλλες τάξεις, τα «κρυσταλλωμένα» δηλαδή αποτελέσματα παρελθόντων ταξικών αγώνων.

Τρίτο, ένας αντικειμενικός ορισμός των τάξεων περιέχει πρώτα απ' όλα οικονομικά στοιχεία, αλλά επίσης και πολιτικά, και ιδεολογικά (όχι όμως υποκειμενικά). Η αντικειμενική σύνθεση και ο καθορισμός μιας συγκεκριμένης τάξης δεν δίνεται μόνο από τη θέση της στις σχέσεις παραγωγής αλλά και από τη θέση της στις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις επίσης, αφού η πολιτική και η ιδεολογία δεν καθορίζονται μόνο υποκειμενικά αλλά και αντικειμενικά, σαν αποκρυστάλλωμα δηλαδή παρελθόντων πολιτικών και ιδεολογικών ανταγωνισμών, σαν ένα σύνολο πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων τις οποίες μια τάξη δεν διαλέγει αλλά τη βαραίνουν σαν κληρονομιά του παρελθόντος.

Τέταρτο, η έννοια του ταξικού συμφέροντος δεν είναι «αντικειμενική» έννοια. Αναφέρεται σε μια υποκειμενική διαδικασία ανάπτυξης ή επιλογής ενός συμφέροντος. Για ν' αποκτήσει κάποιος ένα «συμφέρον» (interest), πρέπει ν' αποφασίσει πριν γι' αυτό, δηλαδή να το διαλέξει ή έστω να το συνειδητοποιήσει. Γι αυτό αν και ένας μαρξιστικός ορισμός της τάξης πρέπει να είναι αντικειμενικός, η έννοια του «αντικειμενικού συμφέροντος» είναι κατά τη γνώμη μου αντιφατική και επιβλαβής για τη μαρξιστική θεωρία, μια και οδηγεί σε μια τελεολογική αντίληψη της ιστορίας που, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να θεωρείται αντιμαρξιστική. Και αυτό γιατί έχοντας αναγνωρίσει ότι μια τάξη έχει ένα και μοναδικό αντικειμενικό συμφέρον, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αργά ή γρήγορα θα υλοποιήσει αυτό το συμφέρον δρώντας ανάλογα με αυτό, κάνοντας πραγματικότητα έτσι το σκοπό της, το «τέλος» της ιστορίας. Για τον μαρξισμό όμως οι τάξεις δεν μπορεί να έχουν μεταφυσικά προκαθορισμένους από την «ιστορία» σκοπούς και η ιστορία δεν μπορεί να έχει «τέλος». Η ίδια η έννοια της ταξικής πάλης, άλλωστε, σημαίνει ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι γνωστό εκ των προτέρων είτε τοποθετείται στο κοντινό είτε στο απώτερο μέλλον. Ταξική πάλη δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι και οι δύο τάξεις έχουν «ανάλογες» πιθανότητες νίκης, ή ότι υπάρχουν δυνατότητες να αναδειχτούν και νέες τάξεις που να σφραγίσουν με τη δράση τους τις εξελίξεις.

Πέμπτο, η μη ύπαρξη «ενιαίου» αντικειμενικού συμφέροντος δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα ανάμεσα σε μέλη μιας τάξης και αντιθετικά συμφέροντα ανάμεσα σε τάξεις. Αυτά τα συμφέροντα είναι αποτέλεσμα υποκειμενικής επεξεργασίας αντικειμενικών δυνατοτήτων για δράση. Οι αντικειμενικές αυτές δυνατότητες και τα επεξεργασμένα υποκειμενικά συμφέροντα δεν ορίζονται όμως, μονοσήμαντα, υπάρχουν στον πληθυντικό αριθμό. Ακριβώς επειδή η αντικειμενική θέση μιας τάξης ορίζεται σαν συνισταμένη διάφορων ταξικών σχέσεων και αποτέλεσμα παρελθόντων ταξικών αγώνων, ακριβώς γι' αυτό περιέχει διάφορες δυνατότητες για δράση που υπόσχονται ευνοϊκά αποτελέσματα, και εξαρτιούνται πάντα από τη δράση ανταγωνιζόμενων τάξεων. Μ' αυτή την έννοια οι τάξεις αντιμετωπίζουν δυνατότητες εκλογής ανάμεσα σε διαφορετικές κατευθύνσεις δράσης και δυνατότητες ορισμού διαφορετικών συμφερόντων σε κάθε περίοδο και συγκυρία. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι υπάρχει μια σειρά συμφέροντα από τα οποία μια τάξη μπορεί να διαλέξει και, επίσης, ότι τα αντιθετικά συμφέροντα ανάμεσα στις τάξεις επίσης δεν ορίζονται ενιαία. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά ζευγάρια αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων ανάμεσα στις τάξεις, και πιο ζευγάρι τελικά θα επικρατήσει και θα γίνει αντικείμενο της δράσης των τάξεων σε μια ιστορική περίοδο εξαρτιέται από τις στρατηγικές επιλογές που κάνουν οι τάξεις και από την ταξική πάλη που αναπτύσεται στη βάση αυτών των επιλογών. Για να το πούμε πιο απλά, τι άλλο παρά την ύπαρξη δυνατοτήτων για μια τέτοια επιλογή μπορεί να σημαίνει η πάλη και οι συγκρούσεις μέσα στα πλαίσια κάθε τάξης, ιδιαίτερα σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους;

Έκτο, η έννοια της «ταξικής δομής» που τόσο χρησιμοποιήθηκε από τους μαρξιστές στο παρελθόν, τουλάχιστον με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε, ήταν όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και πολλές φορές παραπλανητική. Και αυτό γιατί η χρήση αυτού του όρου αφήνει να εννοηθεί ότι εκτός από τις τάξεις και τις σχέσεις τους που βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, υπάρχει μια μυστηριώδης «εν ζωή» δομή, η οποία καθορίζει τελικά την έκδοση της ταξικής πάλης. Είναι σωστό βέβαια ότι οι τάξεις δεν σχηματίζονται στο κενό. Οι τάξεις διαμορφώνονται και μεταμορφώνονται μέσα σ' ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, κοινωνικό περιβάλλον το οποίο όμως δεν συνίσταται σε μια μυστηριώδη δομή η οποία προκαθορίζει ρόλους και «κενές» θέσεις τις οποίες οι τάξεις εκ των υστέρων έρχονται να γεμίσουν. Είναι το αποκρυστάλλωμα, η «σύνθεση» παλιότερων ταξικών στρατηγικών, ταξικών ανταγωνισμών ή και ταξικών συμβιβασμών, οι οποίοι όλοι μαζί συνθέτουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι τάξεις πρέπει να επιλέξουν νέες στρατηγικές και να προχωρήσουν σε νέους αγώνες.

Αυτό το ίδιο το παρελθόν που βαραίνει στο παρόν, χωρίς όμως να το προκαθορίζει δεν είναι παγιωμένο και σταθερά προσανατολισμένο προς ένα συγκεκριμένο και αναπόφευκτο μέλλον αλλά παραμένει σε κίνηση, ακόμα και «μετά θάνατον», αφού ο πλούτος του δεν μπορεί παρά να αφήνει ποικίλες δυνατότητες για διάφορες εξελίξεις. Το παρελθόν της ταξικής πάλης δεν καταλήγει σε δρόμο μονής κατεύθυνσης για το μέλλον αλλά αποτελεί κομβικό σημείο απ' το οποίο ξεκινάν πλήθος διαδρομών μέσα στις οποίες θα ξετυλιχτεί η ταξική πάλη του σήμερα και του αύριο. Μ' αυτή την έννοια, δεν υπάρχει μια παθητική, πανταχού παρούσα και μονοσήμαντα υπερκαθορίζουσα ταξική δομή η οποία οδηγεί την ιστορία με σιδερένια πυγμή και σιδερένιους νόμους.

Έβδομο, το πρόβλημα του ορισμού των εννοιών «τάξη» και «ταξική πάλη» είναι στενά δεμένο με την πολυσυζητημένη σχέση ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα. Η δυσκολία, δηλαδή στο να οριστούν οι τάξεις, οφείλεται και στην αδυναμία να καθοριστεί η σχέση ανάμεσα στον οικονομικό και τον πολιτικό καθορισμό των τάξεων.

Το πρόβλημα αυτό προσπάθησαν να λύσουν διάφορες μαρξιστικές σχολές τις τελευταίες δεκαετίες, χρησιμοποιώντας τη γνωστή έννοια της «σχετικής αυτονομίας» του εποικοδομήματος. Αυτή η έννοια, όμως, κατά τη δική μου κρίση, δεν αποδείχτηκε χρήσιμη κυρίως λόγω του ότι αντί να βοηθά στο να λυθεί το πρόβλημα, μάλλον το περιγράφει. Αν το εποικοδόμημα είναι αυτόνομο, δηλαδή εάν δομείται και λειτουργεί αυτοκαθοριζόμενο, δεχόμενο βέβαια επιδράσεις, τότε αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι ότι κανένα άλλο επίπεδο της κοινωνικής πραγματικότητας, ακόμα και αν το επηρεάζει έμμεσα ή ακόμα και άμεσα, δεν μπορεί να το υπερκαθορίζει. Απ' την άλλη αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας μη - ή σχετικής αυτονομίας ας το κάνει αφού πρώτα εξηγήσει το βαθμό της σχετικότητας. Είναι φανερό όμως ότι έτσι η ίδια η έννοια που δημιούργησε ή χρησιμοποιεί τον οδηγεί σε δύσκολους και μάλλον αδιάβατους δρόμους αφού τον αναγκάζει να παράγει θεωρία σε πολύ αφηρημένο επίπεδο, οικοδομώντας θεωρητικές κατασκευές που σιγά σιγά σαν κριτήριο τους δεν θα έχουν το αν μπορούν να εξηγήσουν την πραγματικότητα αλλά το αν είναι λογικά συνεπείς και πρωτότυπες. Αυτός ακριβώς ήταν ο δρόμος που ακολούθησαν οι λεγόμενοι στρουκτουραλιστές αφού δέχτηκαν την έννοια της «σχετικής αυτονομίας», προσπαθώντας να την αναλύσουν παραπέρα. Αυτή η έννοια όμως, επειδή απλά περιγράφει και τελικά προσπαθεί να συμβιβάσει δυο αντιτιθέμενες διαδικασίες δε λύνει το πρόβλημα. Τελικά μέχρι πιο βαθμό το εποικοδόμημα είναι αυτόνομο και μέχρι πιο βαθμό επηρεάζεται- καθορίζεται από τη βάση; Ακριβώς εδώ έφταναν σε αδιέξοδο προσπάθειες που γίνονταν από μαρξιστές, ιδιαίτερα τη δεκαετία του '60 για να αποφευχθεί μια οικονομίστικη ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Λόγω της αποτυχίας τέτοιων προσπαθειών που επιχείρησαν να μείνουν στα πλαίσια της μαρξιστικής θέσης για τον επικαθορισμό και να λύσουν τα όποια προβλήματα μέσω της έννοιας της σχετικής αυτονομίας, πιο σύγχρονες προσπάθειες να πάνε πέρα από αυτήν την έννοια και το δυϊσμό που περικλείει, κατάληξαν τις περισσότερες φορές σε μια άρνηση οποιουδήποτε καθορισμού στις κοινωνικές σχέσεις, απομακρυνόμενες έτσι οριστικά από τη μαρξιστική προβληματική. Η νέα προβληματική που αναπτύχθηκε βασιζόταν στο επιχείρημα ότι σε οποιαδήποτε κοινωνική οργάνωση υπάρχουν πολυδιάστατες, πολυεπίπεδες σχέσεις, οι οποίες, αφού καθορίζονται και καθορίζουν ταυτόχρονα, «διατρέχοντας» την κοινωνική ζωή προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν μπορούν να οριστούν στη βάση της προτεραιότητας κάποιων σχέσεων πάνω σε άλλες. Η βασική ιδέα τώρα είναι η εξάρτηση προς όλες τις κατευθύνσεις (contingency), εξάρτηση όλων απ' όλα, ξαναγυρνώντας σε μια Βεμπεριανή αντίληψη σύμφωνα με την οποία δεν έχει νόημα να λυθεί σε αφηρημένο επίπεδο ποια από τις κοινωνικές σχέσεις είναι πιο σημαντική, αλλά αυτό πρέπει να αναλύεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτή η αντίληψη κατά τη γνώμη μου δεν είναι ικανοποιητική, αφού «καταργεί» στην ουσία οποιαδήποτε προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, και καταλήγει σ' έναν απόλυτο εμπειρισμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η κοινωνική θεωρία μπορεί να συνθέσει ένα αναλυτικό και αφηρημένο οικοδόμημα εννοιών που να εξηγεί οποιαδήποτε κοινωνική σχέση και φαινόμενο, ούτε σημαίνει ότι σε διαφορετικές κοινωνίες, σχέσεις ανάμεσα σε ανάλογα κοινωνικά φαινόμενα θα είναι ανάλογες και πολύ περισσότερο ταυτόσημες. Αυτό που σημαίνει όμως είναι ότι η κοινωνική θεωρία πρέπει και μπορεί να ψάχνει για ένα βασικό περίγραμμα συσχέτισης το οποίο αναπαράγεται με διαφορετικούς τρόπους και συντελεί σε διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη συσχέτιση διάφορων κοινωνικών δράσεων μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Μ' αυτή την έννοια έχει σημασία να μείνουμε μέσα στα πλαίσια της μαρξιστικής προσπάθειας, επιχειρώντας να ορίσουμε ένα τέτοιο περίγραμμα, χωρίς όμως να είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε το συγκεκριμένο περίγραμμα που προτείνει ο παραδοσιακός μαρξισμός.

Θα ήθελα εδώ να προτείνω μόνο μερικές βασικές θέσεις πάνω σ' αυτό το πρόβλημα. Κατά τη γνώμη μου, για τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τη σχέση ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα ευθύνεται η αντίληψη της βάσης σαν επικαθορίζουσας «σε τελική ανάλυση». Αυτή η αντίληψη στην ουσία αντιφάσκει με την έννοια της «προτεραιότητας» των οικονομικών σχέσεων οι οποίες είτε μπορεί να είναι καθορίζουσες σε πρώτη ανάλυση, δίνοντας δηλαδή τα βασικά υλικά, την πρώτη ύλη της κοινωνικής πραγματικότητας, είτε είναι καθορίζουσες σε τελική ανάλυση, δίνοντας δηλαδή τις κατευθύνσεις με βάση τις οποίες τα διάφορα «υλικά» της κοινωνικής πραγματικότητας θα διαμορφωθούν. Με άλλα λόγια μπορούν ή να είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται άλλες κοινωνικές σχέσεις δίνοντας έτσι τον πρωταρχικό (αλλά όχι τελικά κρίσιμο) καθορισμό, ή να είναι το κομβικό εκείνο σημείο στο οποίο όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις λύνονται και όλες οι κοινωνικές σχέσεις τελικά καθορίζονται. Αν οι οικονομικές σχέσεις είναι και τα δύο, τότε αυτές επισκιάζουν κάθε άλλη κοινωνική σχέση μέχρι σημείου να την απορροφούν στερώντας την από οποιοδήποτε νόημα. Η πολιτική, η ιδεολογία και άλλα επίπεδα κοινωνικής δραστηριότητας ανάγονται τότε σε απλές «στιγμές» της οικονομίας.

Η πρόταση, λοιπόν, ότι η οικονομία δεν είναι καθοριστική σε τελική ανάλυση δεν αποκλείει τη δυνατότητα να είναι καθορίζουσα σε πρώτη ανάλυση.

Η θέση που προτείνω είναι, ότι ενώ οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται άλλες κοινωνικές έννοιες, οι πολιτικές σχέσεις αποτελούν το πεδίο εκείνο, στο οποίο σε τελική ανάλυση, οι κοινωνικές σχέσεις οι οποίες έχουν αναπτυχθεί πάνω σε μια συγκεκριμένη οικονομική βάση, καθορίζονται. Αυτή η θέση, αν και χρειάζεται παραπέρα επεξεργασία και επεξήγηση, ιδιαίτερα όσον αφορά την προβληματική κατά τη γνώμη μου έννοια των χωριστών «επιπέδων» της κοινωνικής δράσης, μου φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη για την ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας. Για να δώσω ένα παράδειγμα, οι μαρξιστές μέχρι τώρα δεν μπορούν να εξηγήσουν το ενδεχόμενο σύμφωνα με το οποίο οικονομικές κρίσεις δεν καταλήγουν σε πολιτικές κρίσεις, αφού σύμφωνα με την γνώμη τους η οικονομία είναι σε τελική ανάλυση καθοριστική και μ' αυτή την έννοια οποιαδήποτε «σχετική» αυτονομία της πολιτικής δεν μπορεί να εμποδίσει, σε τελική ανάλυση, τα φαινόμενα της κρίσης να επεκταθούν στον πολιτικό τομέα. Η προβληματική που προτάθηκε παραπάνω, όμως, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μια οικονομική κρίση, ακόμα και η πιο βαθιά και διαρθρωτική, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά τη βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν οι ταξικές σχέσεις σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Το αν θα οδηγήσει σε πολιτική κρίση ή όχι, καθώς και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας κρίσης, τελικά θα καθοριστεί από τις πολιτικές επιλογές του παρελθόντος και του παρόντος που κάνουν οι τάξεις. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η βαθιά, διαρθρωτική οικονομική κρίση του καπιταλισμού στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα δεν οδήγησε στην πτώση του, αν κοιτάξουμε τις πολιτικές στρατηγικές και ταχτικές επιλογές των τάξεων, για παράδειγμα τα ηγεμονικά σχέδια με τα οποία η αστική τάξη στις διάφορες χώρες μπόρεσε να αναδιοργανώσει τις οικονομικές σχέσεις και το πολιτικό σύστημα και εμπόδισε την εργατική τάξη απ' το να αναπτύξει ένα δικό της ηγεμονικό σχέδιο, περιορίζοντας την στο συμπληρωματικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης, ή στον άχαρο ρόλο μιας καλούσας σε εξέγερση μειοψηφίας, ανήμπορης όμως να ταράξει τα νερά της αστικής νομιμότητας.

Για να δώσω ένα δεύτερο παράδειγμα, οι μαρξιστές δεν μπόρεσαν να ορίσουν αλλά και να εξηγήσουν τις αιτίες ανάπτυξης του «γραφειοκρατικού κράτους»4στη Σοβιετική Ένωση, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι δέχονταν ότι στις οικονομικές σχέσεις, από ένα σημείο και μετά, υπήρξε ριζικός μετασχηματισμός. Η προσπάθεια που έγινε να λυθεί αυτό το πρόβλημα έπεφτε στο παρακάτω δίλημμα: Ή έπρεπε να παραδεχτεί ότι υπήρχε μια μυστηριώδης «στρέβλωση» στο πολιτικό επίπεδο (ένα στρεβλό εργατικό κράτος), ή ότι οι οικονομικές σχέσεις στην ουσία δεν είχαν αλλάξει, δηλαδή παράμεναν στη βάση τους αστικές και αυτό ήταν που εξηγούσε το μη σοσιαλιστικό «κρατικό καπιταλιστικό» κράτος.

Οι σκέψεις που παράθεσα πιο πάνω, όμως, επιτρέπουν την προσωρινή τουλάχιστον δυνατότητα για μια σοσιαλιστική ή τουλάχιστον, μεταβαίνουσα προς σοσιαλιστική, οικονομία (μιλάμε για τα πρώτα 4 χρόνια μετά το 1917), χωρίς την κατ' ανάγκη δημιουργία σοσιαλιστικού κράτους. Κάποιες, δηλαδή, ριζικές οικονομικές αλλαγές δεν προεξοφλούσαν και «αντίστοιχους» πολιτικούς μετασχηματισμούς. Η ριζική αλλαγή στις οικονομικές σχέσεις μπορεί να ταν η βάση για ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, η έκβαση αυτού του εγχειρήματος, όμως, θα αποφασιζόταν και αποφασίστηκε σε τελική ανάλυση από το αν η εργατική τάξη θα ήταν ικανή να προχωρήσει σε πολιτικούς μετασχηματισμούς, δημιουργώντας ένα σοσιαλιστικό πολιτικό σύστημα. Αν όμως αυτό δεν γινόταν  - όπως και δεν έγινε και οι «εκπρόσωποι» της εργατικής τάξης είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν αυτοί την πολιτική διαχείριση της κοινωνίας, αντί να την πάρει η ίδια στα χέρια της, τότε πολύ σύντομα αυτοί οι πρώην πια «εκπρόσωποι» θα ανεξαρτητοποιούνταν από την τάξη και τις οικονομικές σχέσεις, δημιουργώντας ένα νέο ταξικό τρόπο παραγωγής. Αυτό που συνέβη στη Σοβιετική Ένωση στην περίοδο της εκτατικής εκβιομηχάνισης στα τέλη της δεκαετίας του '20 και στις αρχές του '30, ήταν μια πολύ γοργή και ριζική αλλαγή στην ιδιοκτησία παραγωγής. Η συλλογική γραφειοκρατία που αναδείχτηκε στην πρώτη μετεπαναστική περίοδο σαν ο κύριος φορέας της εξουσίας τώρα υλοποιούσε τις οικονομικές της απαιτήσεις, μεταφέροντας την ιδιοκτησία και την διεύθυνση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας υπό τον έλεγχο της, κάνοντας μαζικές κρατικοποιήσεις (δηλαδή απαλλοτριώσεις προς όφελος της) και προχωρώντας σε όλο και πιο εκτατική συγκέντρωση των οικονομικών αποφάσεων στα χέρια της. Έτσι μετατρέποντας τον εαυτό της από «αυτονομημένη γραφειοκρατία» σε κυρίαρχη, εξουσιάζουσα, γραφειοκρατία μετασχηματίστηκε στην πορεία σε νέα κυρίαρχη και εκμεταλλεύτρια πια τάξη.

Κλείνοντας αυτή τη μεγάλη αλλά, πιστεύω, όχι μακριά από το θέμα παρένθεση, θα ήθελα να σημειώσω ξανά ότι υπάρχει και χώρος και ανάγκη για ένα ανανεωμένο, σύνθετο μα όχι αντιφατικό, ταξικό μοντέλο ανάλυσης στην κοινωνική θεωρία, το οποίο θα αντιπαρατίθεται στην πράξη, παράγοντας ερμηνευτικά αποτελέσματα, στο μεθοδολογικά ιντιβιντουαλιστικό μοντέλο του αναλυτικού μαρξισμού.

IV. Adam Przeworski: Η εργατική τάξη και η λογική επιλογή τον συμβιβασμού
θα προσπαθήσω στο τελευταίο μέρος αυτού του άρθρου να παρουσιάσω συνοπτικά δύο παραδείγματα δουλειάς τα οποία προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την προβληματική και τη μέθοδο του αναλυτικού μαρξισμού σε συγκεκριμένους τομείς έρευνας. Ας ξεκινήσουμε με την προσπάθεια του Przeworski να εφαρμόσει αυτή την προβληματική σε μια ιστορικοθεωρητική ανάλυση της σοσιαλδημοκρατίας. Σ' αυτό του το εγχείρημα έχει σα στόχο να αντικρούσει μια ταξική ανάλυση της ιστορίας στηριζόμενος σε μια μεθοδολογικά ιντιβιντουαλιστική ανάλυση. Επειδή ακριβώς αυτή η μεθοδολογική πλευρά της θεωρητικής του προσπάθειας συνδέεται πιο άμεσα με ό,τι έχουμε συζητήσει μέχρι τώρα, θα θελα ν' αρχίσω με αυτή.

Για να φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι δράσεις των τάξεων μπορούν να εξηγηθούν με όρους ατομικών επιλογών και μόνο και για να επιχειρηματολογήσει τελικά υπέρ ενός ακραία υποκειμενικού σχηματισμού των τάξεων, («Αν η κυρία Jones γίνεται εργάτρια, δεν είναι λόγω κάποιας εσωτερικευμένης κοινωνικής διάρθρωσης, ούτε επειδή δεν έχει άλλη επιλογή· γίνεται εργάτρια επειδή διαλέγει να γίνει εργάτρια»1) , ο Przeworski ξεκινάει διατυπώνοντας ένα βασικό, κατά τη γνώμη του πρόβλημα που υπάρχει στη μαρξιστική θεωρία: «Αν οι τάξεις υπάρχουν αντικειμενικά στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής, τότε κατά τη διάρκεια πολλών ιστορικών περιόδων η έννοια της τάξης δεν είναι χρήσιμη για την εξήγηση της ιστορίας. Τέτοιες περίοδοι υπήρξαν όταν αυτές οι τάξεις δεν ανάπτυξαν αλληλεγγύη και συνείδηση (παραμένοντας αθροίσματα ατόμων) ή όταν απλά είναι πολιτικά αναποτελεσματικές»2.

Σε σχέση με αυτή τη θέση, πιστεύω ότι έδειξα παραπάνω ότι μια περίπτωση κατά την οποία μια ή περισσότερες τάξεις δεν είναι ικανή να αναπτύξει αλληλεγγύη και να δράσει συλλογικά, δεν αποδεικνύει το ότι δεν υπάρχει, ή ότι μια ταξική ανάλυση δεν προσφέρει τίποτα σε μια προσπάθεια εξήγησης της πραγματικότητας. Είναι πολύ πιθανό κάποια τάξη να μην ήταν ικανή να οργανωθεί γύρω από ένα συλλογικό πρόγραμμα επειδή οι αντίπαλοι της στην ταξική πάλη κατάφεραν να την αδρανοποιήσουν και να την αποδιοργανώσουν, προβάλλοντας ένα εναλλακτικό ηγεμονικό σχέδιο με επιτυχία. Επίσης, είναι φανερό ότι ακόμα και αν μια τάξη δεν δράσει συλλογικά, η παρουσία της, έστω και αδρανής ή εν δυνάμει, έχει πάντα πολιτικά αποτελέσματα, ακόμα και όταν επηρεάζει άλλες τάξεις οι οποίες παίρνουν υπόψη την παρουσία της στην πολιτική τους οργάνωση και δράση.

Βέβαια όλα αυτά δεν αναιρούν ένα σοβαρό θεωρητικό πρόβλημα που βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στο κέντρο της μαρξιστικής θεωρίας, το οποίο ο Przeworski αν και αγγίζει το κατανοεί λάθος. Το πρόβλημα αυτό συνίσταται στο γιατί μια τάξη πολλές φορές δεν μετασχηματίζεται σε συλλογικό πρωταγωνιστή αλλά αποδιοργανώνεται και διαχέεται σε κοινωνικές δραστηριότητες οι οποίες ηγεμονεύονται από αντίπαλες τάξεις. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από το πρόβλημα που διατυπώνει o Przeworski και η ύπαρξη του δεν δείχνει ότι η έννοια της τάξης δεν είναι χρήσιμη στην κοινωνική ανάλυση.

Για να στηρίξει πάντως ο Przeworski την άποψη του ότι οι τάξεις είναι αθροίσματα ατόμων που «αποφασίζουν» να γίνουν μέλη μιας τάξης, προχωράει σε μια πολύ σημαντική διατύπωση: «οι τάξεις σχηματίζονται κατά τη διάρκεια κοινωνικών αγώνων οι οποίοι διαρθρώνονται και διαδραματίζονται μέσα σε συγκεκριμένες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες. Αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες επηρεάζουν και κατευθύνουν τις πρακτικές κινημάτων που προσπαθούν να οργανώσουν τους εργάτες σε μια τάξη. Μ' αυτή την έννοια οι τάξεις δεν είναι δοσμένες πριν από την ιστορία συγκεκριμένων ταξικών αγώνων».1

Αυτή η διατύπωση βέβαια μπορεί να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους. Ένας απ' αυτούς νομίζω ότι θα οδηγούσε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αφού θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παραπάνω διατύπωση εκφράζει την άποψη ότι οι τάξεις βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, οργανώνονται, αποδιοργανώνονται και μετασχηματίζονται μέσα στην κοινωνική πάλη. Έτσι μας οδηγεί πέρα από μια στατική αντίληψη παγιωμένων και μεταφυσικών ταξικών δομών και στην υπέρβαση του διχασμού ανάμεσα στον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα και ανάμεσα στις έννοιες της ταξικής δομής και της ταξικής πάλης. Έτσι θα μπορούσαμε να προτείνουμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες οι τάξεις και οι σχέσεις τους σχηματίζονται δεν είναι τίποτα άλλο από κρυσταλλώσεις  - όχι παγιωμένες αλλά ρέουσες - συγκεκριμένων ταξικών αγώνων ανάμεσα σε τάξεις και στο εσωτερικό των τάξεων. Ο Przeworski όμως εννοεί κάτι εντελώς διαφορετικό αφού συνεχίζει θέτοντας τις παρακάτω ερωτήσεις: «Αλλά ποιοι είναι αυτοί που παλεύουν αφού η πάλη υπάρχει πριν το σχηματισμό των τάξεων; Με ποια έννοια η πάλη προϋπάρχει των τάξεων; Είναι όλοι οι κοινωνικοί αγώνες ταξικοί αγώνες; Ποιος παλεύει με αναφορά στις τάξεις αν η πάλη προϋπάρχει των τάξεων;»2

Αυτό στο οποίο ο Przeworski προσπαθεί να φτάσει βάζοντας αυτά τα ερωτήματα είναι η άποψη ότι αφού οι τάξεις είναι αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων, τότε αυτοί οι αγώνες που διαδραματίζονται πριν το σχηματισμό των τάξεων δεν πρέπει να είναι ταξικοί αγώνες αλλά κάτι άλλο.

Πρέπει να πω εδώ ότι δεν θέλω να υπερασπιστώ την άποψη που ισχυρίζεται ότι στην κοινωνία υπάρχουν μόνο ταξικοί αγώνες, αν και πιστεύω ότι οποιεσδήποτε άλλες συγκρούσεις και ανταγωνισμοί ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και άλλες συλλογικότητες διαμορφώνονται μέσα σε ένα ταξικό περιβάλλον. Η ύπαρξη άλλων κοινωνικών αγώνων, όμως, παράλληλα ή «μέσα» στους ταξικούς αγώνες, δεν σημαίνει ότι αγώνες που διαδραματίζονται πριν το σχηματισμό των τάξεων δεν μπορεί να είναι ταξικοί αγώνες. Οι σημερινοί κοινωνικοί αγώνες μέσα στους οποίους ή ακόμα και μετά τους οποίους σχηματίζονται οι τάξεις του σήμερα και του αύριο, δεν είναι αταξικοί αγώνες, αλλά αποτελέσματα, αποκρυσταλλώματα ταξικών αγώνων ενός παρελθόντος χρόνου. Με αυτή την έννοια από τη σωστή υπόθεση ότι οι τάξεις είναι αποτελέσματα αγώνων, δεν προκύπτει το αναγκαίο συμπέρασμα ότι οι αγώνες αυτοί προϋπάρχουν των τάξεων. Μπορεί να προϋπάρχουν ή μάλλον να είναι ταυτόχρονοι με το σχηματισμό των τάξεων του παρόντος, αλλά είναι αποτελέσματα των ταξικών αγώνων του παρελθόντος. Έτσι, οι ταξικοί αγώνες του παρελθόντος, είναι αγώνες που προϋπάρχουν του σχηματισμού των τάξεων του παρόντος, υπάρχουν δηλαδή αγώνες που προϋπάρχουν του σχηματισμού των τάξεων, μόνο που είναι και αυτοί, σε μεγάλο βαθμό, ταξικοί αγώνες.

Αυτό που προσπαθεί ν' αποδείξει ο Przeworski είναι ότι οι τάξεις και οι αγώνες ανάμεσα σε τάξεις είναι παράγωγα αγώνων «για τις τάξεις» κατά τη διάρκεια των οποίων τα αγωνιζόμενα υποκείμενα δεν είναι ταξικοί φορείς αλλά, όπως μάλλον θα ήταν αναμενόμενο για έναν αναλυτικό μαρξιστή, άτομα. Έτσι συμπεραίνει:

«Τελικά πρέπει να εγκαταλείψουμε και τον τίτλο. Δεν είναι το προλεταριάτο που σχηματίζεται σε τάξη. Είναι μια ποικιλία προσώπων, μερικά από τα οποία είναι αποκλεισμένα από το σύστημα παραγωγής».1

Κατά τη γνώμη μου ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν στέκει. Βέβαια έχει αξία να σκεφτούμε ότι κατά το σχηματισμό των τάξεων, ατομικά μυαλά αποφασίζουν και άτομα δρουν. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ατομικοί φορείς σχηματίζονται έξω και πριν το σχηματισμό των τάξεων σημαίνει μάλλον ότι τα άτομα σχηματίζονται ταυτόχρονα και «μέσα» στο σχηματισμό των τάξεων. Για ν' αποδείξει κάποιος την προτεραιότητα των ατόμων, πρέπει να δείξει ότι υπάρχουν και σχηματίζονται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ταξική κατάσταση και πάλη. Αυτό όμως ο Przeworski δεν το αποδεικνύει. Και βέβαια είναι δύσκολο να το αποδείξει αφού τα άτομα που «αποφασίζουν» να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη διαλέγοντας τη ζωή του εργάτη, δεν ξυπνούν κάποια μέρα λέγοντας «ας γίνω εργάτης, ωραία ιδέα», αλλά παίρνουν αυτή την απόφαση μέσα σ' ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων στο οποίο γεννιούνται και διαμορφώνονται. Έτσι αν και είναι λάθος να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια παγιωμένη κοινωνική δομή μοίρα που έχει δημιουργήσει θέσεις και συγκεκριμένους ρόλους για συγκεκριμένα άτομα, μοίρα από την οποία κανένα άτομο δεν μπορεί να ξεφύγει, από την άλλη είναι σωστό ότι η κλίμακα των ρόλων που τα ίδια τα άτομα μπορούν να διαλέξουν και διαλέγουν για τον εαυτό τους δεν είναι απεριόριστη, αλλά οι ρόλοι αυτοί διαμορφώνονται μέσα στο πλαίσιο αδιάκοπα εξελισσόμενων κοινωνικών και ταξικών σχέσεων. Ο μαρξισμός πρέπει κατά τη γνώμη μου να τονίσει τη σημασία της προσωπικής επιλογής ενάντια σε κοινωνικές νόρμες και να μην αφεθεί σε μια «μοιρολατρική» αντιμετώπιση της ατομικής ζωής όπου τα πάντα εξηγούνται από την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών και έτσι όλες οι ατομικές επιλογές στην ουσία δικαιολογούνται. Μπορεί να το κάνει όμως αυτό χωρίς να πέσει στον υποκειμενισμό του αναλυτικού μαρξισμού θεωρώντας ότι ο καθένας είναι «ελεύθερος» να επιλέξει οτιδήποτε.

Μ' αυτή την έννοια ο προλετάριος είναι προλετάριος ακόμα και πριν αποφασίσει ο ίδιος γι' αυτό, ή ίσως ακόμα και πριν το πάρει απόφαση ή ακόμα και χωρίς να το πάρει απόφαση, αφού αυτή είναι, τις περισσότερες φορές, η μόνη δυνατή επιλογή που έχει. Μ' αυτή την έννοια αν και είναι σωστό ότι δεν είναι το προλεταριάτο που σχηματίζεται σε τάξη, αφού κάτι δεν μπορεί να είναι αιτία του ίδιου του του εαυτού, είναι επίσης σωστό ότι οι προλετάριοι (και όχι άτομα εν γένει) σχηματίζουν και μετασχηματίζουν την τάξη τους με συνεχείς αποφάσεις και στρατηγικές επιλογές που κάνουν ο καθένας προσωπικά αλλά μέσα σε συλλογικές διαδικασίες, ακόμα αν και αυτές είναι ανοργάνωτες και μη σχεδιασμένες.

Ας προχωρήσουμε τώρα στην ιστορική ανάλυση της σοσιαλδημοκρατίας την οποία παραθέτει ο Przeworski και ειδικά σε δυο, βασικά κατά τη γνώμη μου, σημεία της. Πρώτο, στον ισχυρισμό του ότι οποιαδήποτε συμμετοχή του εργατικού κινήματος στην εκλογική, κοινοβουλευτική διαδικασία είναι αντιφατική από τη φύση της και δεύτερο στο συμπέρασμα του ότι η επιλογή της εργατικής τάξης υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν λογική και αναμενόμενη, αφού οι εργάτες δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το όφελος τους, στόχος ο οποίος μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσω του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού.

Ο ισχυρισμός του Przeworski για την αντιφατική φύση οποιαδήποτε συμμετοχής του εργατικού κινήματος στην εκλογική διαδικασία, βασίζεται στην υπόθεση ότι η εργατική τάξη είναι πάντα μια μειοψηφία στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και γι' αυτό, για να μπορέσει να γίνει εκλογική πλειοψηφία, είναι αναγκασμένη να αναζητά συμμάχους και να μην προωθεί εκείνα από τα συμφέροντα της τα οποία έρχονται σε αντίθεση με αυτά των συμμάχων της. Το σημαντικό είναι ότι ο Przeworski δεν προσπαθεί να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι η εργατική τάξη αποτελεί πάντα μια μειοψηφία αλλά απλά αναπαράγει κάποια γνωστά επιχειρήματα για το αναπόφευχτο της ύπαρξης πολυπληθών μεσαίων στρωμάτων τα οποία περιορίζουν την εργατική τάξη στο ρόλο της μειοψηφίας. Εδώ ας σημειώσουμε ότι μια ανάλογη προβληματική γύρω από τη μειοψηφική κατάσταση της εργατικής τάξης παραθέτει και ο Ε.Ο. Wright, αν και σε μια πιο αναπτυγμένη και λεπτομερή μορφή. Ενώ ο Przeworski αντιλαμβάνεται την εργατική τάξη σαν μια παραγωγική, εκτελεστική και χειρωνακτική τάξη που πουλάει την εργατική της δύναμη1 (όντας έτσι πολύ κοντά στην αντίληψη του Πουλαντζά για την εργατική τάξη), ο Ε.Ο. Wright την ορίζει σαν μια εκτελεστική, τελείως ανειδίκευτη, μισθωτή τάξη.2

Δεν μπορώ εδώ να ασχοληθώ με τη σημασία των διαφορών αυτών των δύο ορισμών, μπορώ όμως να πω ότι το πρόβλημα που υπάρχει και με τους δύο είναι ότι η εργατική τάξη ορίζεται σαν μια πολύ περιορισμένη μερίδα των εργαζομένων μισθωτών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Ο Przeworski, περιορίζοντας την εργατική τάξη μόνο σ' αυτούς που παράγουν αγαθά (και όχι υπηρεσίες) χειρωνακτικά και έχουν εκτελεστικό ρόλο στην παραγωγή, αποκλείει τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στις σύγχρονες, αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Αποκλείει από την εργατική τάξη, όλους όσους δουλεύουν στις υπηρεσίες, όλους όσους ελέγχουν ακόμα και ένα πολύ μικρό αριθμό εργατών (είναι γνωστό ότι ιδιαίτερα με τις σημερινές «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις ο ένας στους τρεις εργαζόμενους γίνεται πολλές φορές προϊστάμενος), και όλους αυτούς που ενέχουν στην εργασία τους πνευματική δουλειά. Ο Wright, από την άλλη, προσπαθώντας να ορίσει τις τάξεις γενικά όχι μόνο με βάση την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και με βάση την «ιδιοκτησία» πιστοποιητικών ειδίκευσης και οργανωτικών ελεγκτικών ικανοτήτων, καταλήγει να βρίσκει τουλάχιστον δώδεκα «τάξεις» στις σύγχρονες, αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, από τις οποίες μόνο η τελευταία, αυτή που βρίσκεται στο κάτω σημείο της κλίμακας, που δεν κατέχει δηλαδή κανένα «τίτλο ιδιοκτησίας» αποτελεί την εργατική τάξη. Έτσι αποκλείει οποιονδήποτε ο οποίος κατέχει και την παραμικρή ειδίκευση, ακόμα και την πιο απαραίτητη, ελάχιστη γνώση μιας «τέχνης», ικανής να του εξασφαλίσει μια κάποια δουλειά.

Φυσικά, αν ορίσει κανείς την εργατική τάξη με τέτοιο τρόπο, και αν ορίσει ακόμα και την αστική τάξη με τον ίδιο τρόπο (σύμφωνα με τον Wright μόνο το πιο πάνω κομμάτι στην κλίμακα που έφτιαξε, δηλαδή μόνο αυτοί που είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής αποτελούν την αστική τάξη αφήνοντας έτσι έξω ακόμα και τους πιο ειδικευμένους και καλοπληρωμένους μάνατζερς), τότε είναι λογικό να ανακαλύπτεις μια τεράστια μεσαία τάξη ή πολυπληθέστατα μεσαία στρώματα και τάξεις. Σύμφωνα με τον Wright, λοιπόν, οι «μεσαίες» τάξεις εκτείνονται σ' όλη την κλίμακα της ιεράρχησης του από το πρώτο κορυφαίο κομμάτι μέχρι το τελευταίο δωδέκατο.

Σ' αυτή την περίπτωση φυσικά η εργατική τάξη δεν είναι μόνο μειοψηφία αλλά μια πολύ περιορισμένη μειοψηφία και οποιαδήποτε προοπτική ενός πλειοψηφικού πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης είναι παράλογη. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν με τέτοιου είδους ορισμούς η εργατική τάξη είναι μειοψηφία, μια και αυτό μάλλον είναι ταυτολογία, αλλά εάν τέτοιοι ορισμοί ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κατά τη γνώμη μου, αν ήταν κάποτε δυνατό να ταυτιστεί η εργατική τάξη με τους χειρώνακτες, ανειδίκευτους εργαζόμενους, μια τέτοια δυνατότητα έχει εκλείψει προ πολλού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Σ' αυτές τις κοινωνίες η εργατική τάξη αποτελείται κυρίως από μη χειρώνακτες, ειδικευμένους ή ημιειδικευμένους εργαζόμενους. Όσον αφορά το διαχωρισμό ανάμεσα σε πνευματική και χειρωνακτική εργασία, θα ήθελα να πω ότι πάντα ήταν ασαφής, αφού ακόμα και η πιο βαριά, χειρωνακτική δουλειά περιείχε πνευματική εργασία. Επίσης όπως ο ίδιος ο Ε.Ο. Wright παρατηρεί, αυτός ο διαχωρισμός «έχει σαν αποτέλεσμα την τοποθέτηση υπαλληλικών εργασιών ρουτίνας, δακτυλογράφων, κ.α. οι οποίες περιλαμβάνουν λιγότερη πνευματική εργασία απ' ό,τι πολλές χειρωνακτικές δουλειές, στη μεσαία τάξη»1. Το ίδιο σημαντικό είναι όμως και το ότι αν και αυτός ο διαχωρισμός ήταν πάντα ασαφής, σήμερα είναι τελείως ανεδαφικός, επειδή σήμερα ο καπιταλισμός δεν χρησιμοποιεί πια «καθαρή» χειρωνακτική εργασία στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας. Με την ανάπτυξη της πληροφορικής και την είσοδο της αυτοματοποίησης στην παραγωγή, το ανειδίκευτο, χειρωνακτικό προσωπικό παύει να αποτελεί τη βάση της εργατικής δύναμης, αντίθετα δηλαδή με αυτό που συνέβη στην αρχή του αιώνα όταν η ανάπτυξη των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και η μηχανοποίηση της παραγωγής συντέλεσαν στην αντικατάσταση ειδικευμένου προσωπικού από ανειδίκευτο. Αντίθετα σήμερα η αυτοματοποίηση και η αυξανόμενη χρήση ειδικευμένης εργασίας στην παραγωγή στην ουσία «κατάργησε» τους ανειδίκευτους εργάτες, καταδικάζοντας τους στην «περιθωριοποίηση» στα όρια της παραγωγικής διαδικασίας και σε μεγάλες περιόδους ανεργίας.

Σημασία εδώ, βέβαια, έχει και το γεγονός ότι σήμερα ο βαθμός εκμετάλλευσης στις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο ειδικευμένο και ημιειδικευμένο προσωπικό φτάνει σε τεράστια επίπεδα. Αντίθετα στις αρχές του αιώνα ο βαθμός εκμετάλλευσης έφτανε σε υψηλότερα επίπεδα στις μεγάλες βιομηχανίες που χρησιμοποιούσαν μηχανές και ανειδίκευτο προσωπικό, παρά στις μικρότερες βιομηχανίες που χρησιμοποιούσαν ειδικευμένους τεχνίτες. Και από αυτή τη σκοπιά, λοιπόν, έχουμε την ίδια αντιστροφή που έχει σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό της ανειδίκευτης εργασίας από την παραγωγή και την αντικατάσταση της με ειδικευμένη εργασία. Μ' αυτή την έννοια οποιοσδήποτε ορισμός της εργατικής τάξης στις σύγχρονες, αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες στη βάση των ανειδίκευτων ή χειρωνακτών εργαζομένων είναι ανεδαφικός. Ένας ορισμός της εργατικής τάξης, όμως, που θα τοποθετεί στο κέντρο της το όλο και αυξανόμενο ειδικευμένο εργατικό προσωπικό ίσως αναιρεί και τον ισχυρισμό ότι η εργατική τάξη είναι μειοψηφία, αφού πια μια σειρά κοινωνικά στρώματα που πριν θεωρούνταν ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη, τώρα τοποθετούνται στην καρδιά της εργατικής τάξης. Αν ισχύει αυτό, τότε βέβαια και το επιχείρημα του Przeworski ότι ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός είναι απαραίτητος σε μια μειοψηφική εργατική τάξη για να βρει συμμάχους και να αναδειχθεί σε κοινοδουλευτική πλειοψηφία, ίσως δεν έχει βάση.

Στις αρχές του αιώνα, πάντως αυτός ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός ήταν το μόνο ολοκληρωμένο και οργανωτικά υλοποιήσιμο πολιτικό σχέδιο που είχε μπροστά της η εργατική τάξη στη Δυτ. Ευρώπη. Και αυτό όχι γιατί οι εργατικές μάζες το «επιλέξαν», ούτε γιατί δεν προσπάθησαν να το ξεπεράσουν. Στην πραγματικότητα, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα η εργατική τάξη έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να αμφισβητήσει στην πράξη το σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό, να απεργήσει και να καταλάβει εργοστάσια παρά τις αντίθετες εκκλήσεις της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, να διαδηλώσει και να οργανώσει «μη νόμιμη» αντίσταση παρά τις προσπάθειες για το αντίθετο από τα επίσημα συνδικάτα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ, η εργατική τάξη δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον αυθόρμητο χαρακτήρα αυτού του κινήματος και να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και οργανωτικά υλοποιήσιμη (δημιουργώντας εναλλακτικές μορφές αυτοοργάνωσης) στρατηγική, η οποία θα αμφισβητούσε στην πράξη τη σοσιαλδημοκρατική ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι ότι προσπάθειες για κάτι τέτοιο ήρθαν πολύ αργά, όταν ήδη το σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχέδιο είχε πάρει σάρκα και οστά και είχε «ενεργοποιηθεί» στα πλαίσια ενός ανανεωμένου αστικού πολιτικού συστήματος, το οποίο αν και δεν ήταν ακόμα σταθεροποιημένο, παρέμεινε ικανό να ξεπεράσει τις σοβαρές κρίσεις του Μεσοπολέμου και να αναδειχτεί, διαφοροποιημένο αλλά σταθεροποιημένο όσο ποτέ, νικηφόρο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Αυτό που ισχυρίζομαι εδώ δεν είναι ότι ένα εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό ηγεμονικό σχέδιο ήταν αδύνατο, αλλά ότι λόγω συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και παλιότερων και σύγχρονων ταξικών αγώνων αυτή η δυνατότητα δεν έγινε τελικά πραγματικότητα. Έτσι οι εργατικές μάζες στην ουσία δεν είχαν τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και ένα αντίπαλο ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο, αφού αυτό το τελευταίο υπήρξε μόνο σε εμβρυακές μορφές και στην ουσία δεν διατυπώθηκε. Μ' αυτή την έννοια, οι εργάτες δεν «διάλεξαν» τη σοσιαλδημοκρατία όπως ισχυρίζεται ο Przeworski αλλά απλά την «υποστήριξαν» επειδή δεν είχαν εναλλακτική λύση

Γι αυτό το λόγο, το γεγονός ότι οι εργάτες στην πλειοψηφία τους υποστήριξαν τη σοσιαλδημοκρατία σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δεν αποδεικνύει ότι οι «λογικοί» εργάτες εν γένει προτιμούν τον ταξικό συμβιβασμό, όντες μετριοπαθείς και αποφεύγοντες συγκρούσεις. Ένας αντίθετος, αντικαπιταλιστικός δρόμος για την κοινωνία ίσως, τελικά, να μην είναι τόσο παράλογος όσο ορισμένοι θα ήθελαν να βεβαιώσουν. Για να επιλέξουν, όμως, οι εργαζόμενες μάζες έναν τέτοιο δρόμο, αυτός θα πρέπει να φανεί στον ορίζοντα με καθαρότητα. Μόνο τότε θα υπάρξει επιλογή.

Λονδίνο, Μάης 1991.

Σημειώσεις
 

1. Δες y. Elster, «Making sense of Marx», Cambridge University Press, Cambridge, 1983. Και.. Roemer, «A General theory of exploitation and class». Harvard University Press, Cambridge Massachusets, 1982.

2. Δες A. Przeworski, «Social democracy as a historical phenomenon», New Left Review 122. Επίβης A. Przeworski, «Proletariat into a class: The process of class formation from Karl Kautsky's "the class struggle" to recent controversies...». Politics and Society, vol 7. no 4, pp 343401. Και το σχετικό του βιβλίο, A. Przeworski, «Capitalism and Social Democracy», Cambridge University Press, Cambridge, 1988.

3. Eric Olin Wright, «Classes», Verso, London, 1985

Και Eric Olin Wright, «The debate on classes», Verso, London 1989, όπου απαντάει otic κριτικές που του γίνογΚΜ·

1. J. Roemer (ed). «Analytical Marxism», Cambridge University Press, Cambridge, 1986 pp. 34.

2. E.O. Wright, «The debate on classes», pp. 5254.

1. E.G. Wright, ibid, p. 53.

2. E.G. Wright, ibid, p. 53.

1. ]. Elster, «Sour grapes», Cambridge University Press, Cambridge, 1983, <πο Ιο κεφάλαιο.

1. J. Elster, «Making sense of Marx», pp. 45.

2. ibid, p. 8.

1. J. Elster, «Solomonic judgements», Cambridge University Press, Cambridge, 1989, p. 32.

2. ibid, p. 24.

1.ibid,p. 24.

2.ibid, p. 35.

3J. Elster, «Making sense of Marx», p. 5.

1. A. Przeworski, «Capitalism and Social Democracy», p. 95.

2. ibid, p. 68.

1. ibid, p. 69.

2. ibid, p. 79.

1. ibid, p. 90.

1. ibid. p. 24.

2. Ε. Ο. Wright, «Classes», p. !

1. ibid,p. 153-154.