1. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω;

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός της μαζικής προσχώρησης γνωστών και επώνυμων στελεχών της Αριστεράς, και ιδιαίτερα του χώρου που γενικά τιτλοφορείται ανανεωτικός, σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Εντάξει, είναι ένα γεγονός που σοκάρει. Άλλα μπορεί κανείς να κρατήσει τις αποστάσεις του: στο κάτω κάτω πρόκειται για μια χειρονομία που άφορα τους ίδιους, την άποψη, που έχουν για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και για τις λειτουργίες του αστικού κράτους. Άποψη; Πιο σωστά θα έλεγε κανείς σύγχυση. ‘Η και επαγγελματική αποκατάσταση.

Καμία όμως απόσταση δεν μπορεί να κρατηθεί απέναντι στη θεωρητική συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από τα ζητήματα του κράτους, της οικονομίας, της μετάβασης στο σοσιαλισμό και τα τέτοια. Ο χαρακτήρας αυτής - της συζήτησης, τα ερωτήματα που τίθενται και οι απαντήσεις που κυοφορούνται, έχουν κάποια πολιτικά αποτελέσματα, τέτοια που να εμπεδώνουν την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στην Αριστερά και να κάνουν όχι μόνο δυνατές, αλλά και «λογικές» κάποιες πρακτικές, σαν κι αυτές που αναφέρθηκαν στην πρώτη παράγραφο. "Αν είναι λοιπόν να μη νίψουμε τας χείρας μας καταδικάζοντας τον αριβισμό και τις παραφυάδες του, ας σταθούμε στο συνολικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί.

Για παράδειγμα, πρόκειται για ανατριχιαστικής τάξης φαινόμενο να διαβάζει κανείς από την πέννα του Χ. Λαζαρίδη στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 37 (1480): «Μόνο που είτε στο σοσιαλισμό θέλουμε να καταλήγουμε, (και πριν καταλήξουμε πρέπει φυσικά να τον επαναπροσδιορίσουμε), είτε στη σοσιαλδημοκρατία, είτε σε απλό εκσυγχρονισμό του συστήματος, έτσι κι αλλιώς αναγκαστικά πρέπει να ξεκινήσουμε από κάποιου τύπου σοβαρή τομή, στα μέσα, στους στόχους και στη λογική κρατικής παρέμβασης, στην οικονομία. Χωρίς μια τέτοια Αλλαγή, οποιαδήποτε κατεύθυνση κοινωνικής μετεξέλιξης ακυρώνεται». Και για να ολοκληρωθεί η εικόνα του μεγέθους του πράγματος, διαβάζουμε στο εισαγωγικό σχόλιο της σύνταξης του Οικονομικού Ταχυδρόμου: «Όμως η σύνδεση στην οποία προβαίνει ο κ. Λαζαρίδης και η ιδεολογική του προέλευση, κάνουν το άρθρο αυτό ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο για την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά κυρίως για τους αρμόδιους χειριστές της οικονομικής πολιτικής και πρακτικής... αξίζει να διαβαστεί, ιδιαίτερα μάλιστα από τους φορείς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας».

Αν όμως νομίζουμε ότι δεν μας αρμόζει ο ρόλος του αγανακτισμένου πολίτη, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι έχει διαμορφωθεί συνολικά ένα τέτοιο κλίμα που να επιτρέπει χαριεντισμούς μεταξύ καινοφανών οικονομολόγων αξιοσημείωτης (...) ιδεολογικής προέλευσης, της σύνταξης του Οικονομικού Ταχυδρόμου, φορέων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και αρμοδίους υπουργείων.

2. Ο διάλογος με την εξουσία.

Και εξηγούμαι αμέσως: Ήδη από την επαύριο της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ άρχισε ένας διάλογος, που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, γύρω από τα ζητήματα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, της οικονομικής ανάπτυξης, των εθνικών συμφερόντων. Απαιτήθηκε μία εφ' όλης της ύλης συζήτηση των πολιτικών, οικονομικών και θεωρητικών προβλημάτων: «Κρίμα γιατί αν δεν ανοίξει κάποτε αύτη η συζήτηση, θα συνεχίσουμε και του χρόνου και του αντιχρόνου να κουβεντιάζουμε αποκλειστικά για τη συγκυρία», γράφει ο κ. Μ. Παπαγιαννάκης τον Μάιο του '82 στον Πολίτη 50-51. Αλλά μάλλον έχει άδικο. Γιατί αύτη η «συζήτηση» άνοιξε πολύ γρήγορα, μόνο, φαντάζομαι, όχι όπως θα την ήθελε ο κ. Παπαγιαννάκης, και πολλοί άλλοι που αγωνιούν για την πρόοδο του τόπου.

Δεν πρόκειται, βέβαια για μια «ισότιμη» συζήτηση μεταξύ κυρίων, οπού πολύ απλά τίθενται διάφορα επιστημονικά προβλήματα, συλλέγονται οι απόψεις του ΠΑΣΟΚ και της υπόλοιπης Αριστεράς, μέχρι να καταλήξουν οι σύνεδροι αυτού του φανταστικού forum στις καλύτερες λύσεις. Αυτό που έχει ξεχαστεί, φοβάμαι, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ επιχειρηματολογεί με την πρακτική της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, με την άνεση αυτού που θέτει και διαχειρίζεται τα πολιτικά προβλήματα. Κι αυτό έχει ξεχαστεί, έγινε για να ξεχαστεί μαζί του ότι η Αριστερά επιχειρηματολογεί με τη γλώσσα της κριτικής που δεν οδηγείται σε ρήξη με την πολιτική εξουσία. Κριτικής που ανιχνεύει τα θετικά του ΠΑΣΟΚ ελπίζει σε κάτι και γίνεται κριτική υποστήριξη (της εξουσίας), η δεν ελπίζει σε τίποτα και γίνεται κριτική καταγγελία του ρεφορμισμού (της εξουσίας;).

Αυτές οι δύο τοποθετήσεις καταγράφονται ταυτόχρονα στις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ. Διαβάζουμε στη θέση 37: «Το ΠΑΣΟΚ διαπερνάται από αντιφάσεις και ταλαντεύσεις». Και για να μην εκληφθεί αυτή η διατύπωση σαν η εξειδίκευση κάποιας εν γένει φιλοσοφικής αρχής, στο συμπέρασμα της θέσης υπ' αριθμ. 37 πληροφορούμεθα: «Συνεπώς, με την καταλυτική παρέμβαση του μαζικού λαϊκού κινήματος, είναι δυνατό να σημειώνονται θετικές διαφοροποιήσεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ στην κατεύθυνση της πραγματικής αλλαγής».

Έτσι το ΚΚΕ περιγράφει το συνολικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην Αριστερά, με τον καλύτερο ίσως τρόπο.

Ας δούμε αντίστοιχες διατυπώσεις από την εκτός ΚΚΕ Αριστερά: «Απλά το ΠΑΣΟΚ είναι ένα από τα κύρια πεδία οπού διεξάγεται η ταξική πάλη» (Σ. Λυγερός, τετράδια, 4). «Ας υλοποιηθεί, λοιπόν, σε όλη της την έκταση και σε όλο της το βάθος η διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Είναι πολλαπλά επίκαιρη...» (Αντί, σημείωμα της σύνταξης, τεύχος 213). «Πραγματικά, η μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης φαίνεται να παραπαίει ανάμεσα στη λογική ένας «προσοσιαλιστικού» εκσυγχρονισμού (Αντί 330) και, συχνότερα,. ενός «αστικού νοικοκυρέματος της οικονομίας μας» (Α. Ιωάννου, Αντιθέσεις τεύχος 9). «Από τη σκοπιά τουλάχιστον της εξωτερικής πολιτικής, το ΠΑΣΟΚ δε συμπεριφέρεται ως πολιτική πρωτοπορία μιας τάξης, η ενός συνόλου τάξεων, αλλά ως αναμεταδότης προς τα έξω πρωτογενών, ανεπεξέργαστων αναγκών και πόθων». (Δ. Παπαδημητρόπουλος, Πολίτης 47-48).

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το ΠΑΣΟΚ έχει όλη την άνεση να διευρύνει και να αναπαράγει την ηγεμονία του με μια τριπλή, και επιτυχή, χειρονομία. Αναγορεύεται σε έγκυρο διαχειριστή των «ζωτικών εθνικών συμφερόντων» που σχετίζονται με θέματα εξωτερικής πολιτικής. Επιτυγχάνει να ανάγει τις κοινωνικές συγκρούσεις σε προβλήματα διευθετήσεων στα πλαίσια της κρατικής διαχείρισης. Επιβάλλει τα οράματα της οικονομικής ανάπτυξης και της ολοκλήρωσης της δημοκρατίας.

Από μία πολύ τελευταία συνέπεια λοιπόν (την αναφανδόν προσχώρηση κάποιων αριστερών στην υπηρεσία της κρατικής εξουσίας) φθάνουμε σ' αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν ζήτημα:

Βρισκόμαστε σε μία φάση συνολικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην Αριστερά (αλλά και απέναντι στη Δεξιά, όπως θα δούμε).

3. Η σταθερότητα των ταξικών και η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, στις εκλογές του 1981.

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ δεν σήμανε με κανένα τρόπο μια συνολική ανατροπή των ταξικών συσχετισμών, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί σε μια πορεία ήττων από το 1974 μέχρι το 1981. Όπως περιγράφεται και στο άρθρο του Γ. Μηλιού σε αυτό το τεύχος, η «πορεία προς την εξουσία», που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ, πριν απ' όλα απαιτούσε την υιοθέτηση από το ΠΑΣΟΚ της στρατηγικής του αστισμού. Πολύ περισσότερο, όπως θα δούμε, το ΠΑΣΟΚ όχι απλά υιοθέτησε μια τέτοια στρατηγική, αλλά δημιουργικά προχώρησε σε μια σύνθεση, δίνοντας σ' αυτή τη στρατηγική το χρώμα και τη σφραγίδα της Αριστεράς.

Αυτό που ενδιαφέρει εδώ να διαπιστώσουμε είναι ότι με αυτά τον τρόπο το ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε στο πλαίσιο των ήδη υπαρκτών ταξικών συσχετισμών, δεν ενέγραψε στους στόχους του το αίτημα της ανατροπής αυτού του πλαισίου. Οι τροποποιήσεις των ταξικών συσχετισμών και οι αναδιατάξεις που ακολούθησαν τις εκλογές του '81, ιδιαίτερα στα μικροαστικά στρώματα, ποτέ δεν αμφισβήτησαν τα μόνιμα χαρακτηριστικά της προηγούμενης φάσης. εννοούμε πρώτα, την συμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, συμμαχία που εμπεδώθηκε σταθερά στην κοινή επιδίωξη του οράματος του Κράτους Δικαίου και της οικονομικής ανάπτυξης. εννοούμε ακόμη, την χειραγώγηση και υποταγή της εργατικής τάξης, τον αποκλεισμό της οποιασδήποτε δυνατότητας αυτόνομης πολιτικής παρουσίας της μέσα από τις παρεμβάσεις του κράτους, και ιδιαίτερα των κομμάτων της Αριστεράς και των συνδικάτων.

Μιλώντας όμως για τροποποιήσεις στο εσωτερικό του εκσυγχρονιστικού πλαισίου, δεν μπορούμε να μη δούμε τη ριζική και θεαματική τροποποίηση των πολιτικών συσχετισμών που επέφεραν οι εκλογές του '81. Η Δεξιά για πρώτη φορά χάνει την κυβέρνηση και, με διαδοχικές πολιτικές ήττες, βρίσκεται στη χειρότερη απομόνωση. Η Αριστερά αναλαμβάνει την διαχείριση της κρατικής εξουσίας, υλοποιεί μια σειρά παγίων στόχων που είχε υιοθετήσει και προβάλλει από το '74 μέχρι το '81, το κράτος μιλάει με τη γλώσσα της Αριστεράς.

"Άρα, πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για δύο στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ.

Στοιχείο πρώτο, στοιχείο συνέχειας: το ΠΑΣΟΚ σαν έγκυρος διαχειριστής των στρατηγικών οραμάτων του καπιταλισμού αναλαμβάνει τα έργο της εμπέδωσης της συνταγματικής δημοκρατίας της αύξησης των στρατιωτικών εξοπλισμών, της αύξησης της παραγωγικότητας δηλ. της αύξησης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης κλπ.

Στοιχείο δεύτερο, στοιχείο τομής: το ΠΑΣΟΚ σαν ο έγκυρος διαχειριστής των οραμάτων της Αριστεράς αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για

λαϊκή συμμετοχή στην αυτοδιοίκηση, για ειρήνη και αφοπλισμό, καταργεί τον αντεργατικό νόμο 330 κλπ.

Εγγράφεται, έτσι, μία αντίφαση στον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, η αντίφαση ανάμεσα στο στοιχείο της συνέχειας και στο στοιχείο της τομής.

4. Η ιδεολογική αναπαράσταση της αντίφασης

4.1. Εκδοχή πρώτη: κινδυνολογία

Αυτή η αντίφαση έχει καταγραφεί και εκτιμηθεί με διάφορους τρόπους μέχρι τώρα. Και πρώτα πρώτα εκτιμήθηκε, προεκλογικά κυρίως, σαν η αίτια που θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση της πολιτικής εξουσίας κάτω από δυσμενείς για την εργατική τάξη συσχετισμούς. Αποτυχία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και αλλά δεινά με απρόβλεπτες συνέπειες.

Αυτή η κινδυνολογία αποτέλεσε ένα από τους κεντρικούς άξονες της προεκλογικής καμπάνιας της Ν.Δ. Μόνο που η Ν.Δ. ήταν ήδη αφερέγγυα στον ρόλο του κατ' εξοχήν διαχειριστή και θεματοφύλακα των οραμάτων του Κράτους Δικαίου. Έτσι αυτή η κινδυνολογία δεν καρποφόρησε. "Αν και εύρισκε έδαφος ακόμη και στον ίδιο το χώρο της Αριστεράς.

Για το ΚΚΕ, όμως, το πρόβλημα έμπαινε στη θετική του μορφή: «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», που κοντά σε όλα τα αλλά σήμαινε πως το ΚΚΕ ήταν αναγκαίο στήριγμα της νέας κυβέρνησης για να αποκλεισθεί ο δρόμος σε οποιαδήποτε κρίση, για να μην επαναληφθεί η τραγωδία του '67: «Οι εκλογές είναι μία μεγάλη ευκαιρία, και δεν πρέπει να χαθεί, όπως το 1963-67». (Εκλογικό πρόγραμμα του ΚΚΕ).

Έτσι το ΚΚΕ διακήρυττε ότι είναι έτοιμο να αναλάβει κάθε ευθύνη, ακόμη και εκείνη της συνδιακυβέρνησης: «Τούτο το εκλογικό πρόγραμμα είναι η βάση του προγράμματος της δημοκρατικής κυβέρνησης», (στο ίδιο).

Αυτό είναι κάτι, εξάλλου, που σποραδικά μέχρι και σήμερα δηλώνεται από το ΚΚΕ, κάτι σαν τον άσσο που κρύβει στο μανίκι του το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος.

Αλλά και από πολύ ευρύτερο φάσμα αριστερών τίθεται το ζήτημα, με όλη την αναγκαία σαφήνεια αλλά και τη λεπτότητα που απαιτούσαν οι στιγμές: δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστούν σαν κινδυνολόγοι, αντικειμενικά στο πλευρό της ΝΔ. Έτσι διαβάζουμε στο Αντί δυο ήμερες πριν τις εκλογές (τεύχος 190): «Η σύγχυση και η απογοήτευση θα προκύψουν αργά η γρήγορα... εξ αιτίας της αδυναμίας... (του ΠΑΣΟΚ) να πραγματοποιήσει έστω και ένα μέρος από όσα έχει κατά καιρούς υποσχεθεί». Και στην ίδια παράγραφο: «...γιατί η Δεξιά, αν βρεθεί στην αντιπολίτευση, μπορεί εξίσου αποτελεσματικά να χρησιμοποιήσει τα όπλα που ως τώρα χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ για να τη φθείρει· γιατί, τέλος, κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να παραβιάσει τα στεγανά των κατασταλτικών μηχανισμών, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι επαγρυπνούν, όπως επαγρυπνούσαν στο παρελθόν». Ο συγγραφέας αυτών των αποσπασμάτων είναι ο πολιτικός σχολιαστής Χρ. Λαζαρίδης, που με την ιδιότητα του σαν οικονομολόγου εντοπίστηκε πρόσφατα από τους κυνηγούς ταλέντων του Οικονομικού Ταχυδρόμου, όπως είδαμε στην πρώτη ενότητα του κειμένου. Το πολύ ενδιαφέρον στην περίπτωση του όμως, και γι' αυτό αφιερώσαμε τέτοια έκταση, είναι ότι κάθε φορά είναι αυτός που καταγράφει με τον καλύτερο τρόπο την κίνηση ενός πολύ πλατειού φάσματος στελεχών της Αριστεράς.

Αντίστοιχα, τέλος, επιχειρήματα υπαινίσσεται και ο Α. Ελεφάντης στον προεκλογικό «Πολίτη» (τεύχος 46) για να πείσει στην ψήφιση του ΚΚΕεσ.: «Γι αυτό μοιάζει δυσοίωνη αυτή η «αλλαγή» που ετοιμάζεται και πολιτικά απερίσκεπτη η 'εκ των προτέρων και άνευ ορών «κριτική υποστήριξη» της». Και τέσσερις αράδες μετά: «Και δια του λόγου το ασφαλές ενθυμούνται, οι λήσμονες, το 1952 η το 1963».

Σήμερα, ένα χρόνο μετά τις εκλογές που ανέδειξαν το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, μία τέτοιου τύπου κριτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ έχει υποσταλεί. Και όχι μόνο αυτό. Οι οροί έχουν ριζικά αντιστραφεί. Είναι το ΠΑΣΟΚ αυτό που τώρα μπορεί να κραδαίνει την δαμόκλειο σπάθη μιας τέτοιας κινδυνολογίας. Έτσι, ο κ. Παπανδρέου απαντάει στον κ. Στ. Παναγούλη γράφοντας: «Επέλεξες, κύριε Παναγούλη, μία νέα μέθοδο αποστασίας... Σήμερα όμως, δεν βρισκόμαστε στα 1965». Αυτό που ηχεί εδώ, δεν είναι ότι δεν βρισκόμαστε στα 1965, αλλά η ανάγκη να προσέξουμε για να μην βρεθούμε εκεί. Η αναμφισβήτητη πλέον σταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ του δίνει όλη την άνεση, ακόμη και της αυτοκινδυνολογίας.

4.2. Εκδοχή δεύτερη - υποστήριξη

Τώρα λοιπόν που καθησυχάστηκαν οι φόβοι των αγωνιούντων για τα «συμφέροντα του λαού και την πρόοδο του τόπου» αυτή η αντίφαση καταγράφεται με αντίστροφο τρόπο. Ο φόβος για το μέλλον της δημοκρατίας, η απέχθεια για τις ταλαντεύσεις του ΠΑΣΟΚ, η Οργή για τις υπαναχωρήσεις του, βρέθηκαν στο παρασκήνιο. Αντικαταστάθηκαν από την αγωνιώδη παρακολούθηση της διελκυστίνδας των αντιφατικών τάσεων της κυβέρνησης, από την προθυμία να υποστηριχθεί η τάση που την αναφέρουμε σαν «στοιχείο τομής».

Έτσι εξηγείται και το φαινόμενο που περιγράψαμε στην πρώτη ενότητα του άρθρου. Δεν είναι, λοιπόν, ότι κάποιοι «προδότες» πουλάνε την ψυχή τους στο διάβολο. Είναι Ότι στο «στοιχείο τομής» η Αριστερά αναγνωρίζει το πρόσωπο της και μάλιστα το πιο αγωνιστικό. Είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει αναλάβει να υλοποιήσει τους στόχους και τα οράματα της Αριστεράς, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από το τέλος του εμφύλιου μέχρι σήμερα. Είναι ότι το ΠΑΣΟΚ είναι κόμμα της Αριστεράς. Είναι ότι η Αριστερά βρίσκεται στην κυβέρνηση.

5. Τομή μέσα σε συνέχεια

Φθάνουμε λοιπόν στο κεντρικό ζήτημα. Το ΠΑΣΟΚ έχει αντιφάσεις. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, έχει σταθεροποιηθεί στην κυβέρνηση. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ερμηνευθεί. Δεν κρατάμε μία στάση σιωπής, γιατί κανείς τώρα δεν μπορεί πλέον να σιωπά. Δεν προβάλουμε πάνω στη συγκυρία τις πολιτικές μας επιδιώξεις νια να ονομάσουμε την εικόνα που σχηματίζεται σαν ερμηνεία του πράγματος.

Και δηλώνουμε απ' ευθείας τη θέση: Ο τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται από μία τομή «μέσα» σε μία συνέχεια. Η μέχρι τώρα φάση διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, και όσο μπορούμε να εκτιμήσουμε τον πολιτικό ορίζοντα, είναι μία φάση σταθεροποίησης.

Φάση σταθεροποίησης, γιατί από κανέναν δεν τίθεται το αίτημα της ανατροπής των ταξικών συσχετισμών. Γιατί το όραμα της Αριστεράς συνιστά μία εκδοχή του οράματος του Κράτους Δικαίου. Γιατί στρατηγικά τοποθετείται η Αριστερά στο ίδιο πλαίσιο που όρισε η ΝΔ μετά το 1974. Έτσι, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση δεν αναποδογύρισε τον κόσμο. Σαν δυνατότητα είχε ήδη εγγραφεί στο νομικοπολιτικό πλαίσιο που η εκσυγχρονιστική πολιτική της ΝΔ είχε επιβάλλει ήδη από την πρώτη τριετία διακυβέρνησης.

Τομή «μέσα» σε συνέχεια, γιατί το ΠΑΣΟΚ στάθηκε συνεπές τελικά στις προεκλογικές του επαγγελίες. Γιατί δεν υπέστειλε στα κύρια συνθήματα του τον ιδεολογικό του λόγο: ήδη από την έπαύριο των εκλογών οι σοσιαλιστικές επαγγελίες και οράματα ρητά εγγράφονται στους στρατηγικούς στόχους της νέας κυβέρνησης. Γιατί τροποποιήθηκε ο τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας.

Γράφουμε: τομή «μέσα» σε συνέχεια, και όχι: τομή «και» συνέχεια, γιατί εκτιμάμε ότι το καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση στοιχείο είναι το στοιχείο της συνέχειας. ‘Ότι δηλαδή η νέα φάση που άνοιξε με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν τροποποιεί ριζικά την στρατηγική του Κράτους Δικαίου. Αλλά την τροποποιεί. Και θα δούμε πως ακόμη, γράφουμε: τομή «μέσα» σε συνέχεια, για να δείξουμε ότι τα δύο αυτά στοιχεία, στο σημερινό σημείο των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών, δεν συνιστούν μία αντίφαση που επιτακτικά βάζει το ζήτημα μιας ρήξης. Ρήξης που θα σήμαινε την αποκλειστική παρουσία του ενός στοιχείου στον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι το στοιχείο της τομής μπορεί πολύ καλά να είναι στοιχείο εσωτερικό του στοιχείου της συνέχειας.

Η λογική της αναμονής της ρήξης είναι αυτή που αναπαριστάνεται με την διελκυστίνδα των «δεξιών» και «αριστερών» απόψεων που ανταγωνίζονται στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ. Είναι η λογική που δίνει σε διάφορους το δικαίωμα να συνδράμουν στο κυβερνητικό έργο. Είναι ίδια και η λογική του ΚΚΕ, πράγμα προφανές: δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει να σχιζοφρενήσει η Κεντρική Επιτροπή καταγγέλλοντας ότι τα μέτρα του ΠΑΣΟΚ, που συνιστούν επίσης το βασικό κορμό των παγίων αιτημάτων του κόμματος, δεν έρχονται σε ρήξη με τον αστισμό.

Αντίθετα όμως προς τις προσδοκίες της Δεξιάς η τις ανησυχίες της Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει να έχει τόσο σοβαρά προβλήματα. Οι αντιθέσεις που παρουσιάζονται στο εσωτερικό του, ακόμη και όταν γίνονται εμφανείς και οξυμένες, φαίνονται λίγο πολύ σαν σποραδικά περιστατικά περιορισμένης εμβέλειας, ανίσχυρα να ανακόψουν η να εκτρέψουν την κατεύθυνση που έχει στην άσκηση της εξουσίας. Ίσα-ίσα, που στην συγκυρία αύτη, το στοιχείο της τομής είναι αυτό που εδραιώνει παραπέρα την στρατηγική του Κράτους Δικαίου. Είναι η πνοή της Αριστεράς που αναζωογονεί τα εκσυγχρονιστικά οράματα. Οράματα που έχουν κλονισθεί από την πρόσφατη διακυβέρνηση της ΝΔ. Έχει, για παράδειγμα, μια νέα άνεση το ΠΑΣΟΚ να ξαναβάλει τα ζητήματα παραγωγικότητας και έντασης της εργασίας, χωρίς να καταγγέλλεται για μονόπλευρη λιτότητα όπως η ΝΔ. Με δύο λόγια, το μπόλιασμα του οράματος του Κράτους Δικαίου από το λόγο της Αριστεράς δίνει μία συναίνεση προς το κράτος τέτοια, που δεν είχαμε ξαναδεί άπα τις εκλογές του '74 και την πρώτη φάση διακυβέρνησης όπα τον κ. Καραμανλή.

Ακόμη πιο πέρα, το ΠΑΣΟΚ, είχε αντιληφθεί ότι για να σταθεροποιηθεί στην κυβέρνηση, για να διατηρήσει δηλαδή τα στοιχείο της συνέχειας, Θα έπρεπε να περάσει και να αναβαπτίσει την εξουσία, μέσα από το στοιχείο της τομής. Έτσι, Ο νέος τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας δεν προκύπτει από έναν αυτοματισμό. Προκύπτει από ένα εγχείρημα που ορίζει ένα σημείο μη επιστροφής. Είναι το εγχείρημα που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ στις 100 πρώτες ήμερες της κυβέρνησης: «Είναι όμως απαραίτητο, το σοσιαλιστικό κόμμα βρισκόμενο στην Κυβέρνηση, να περάσει, να υπερβεί κάποιο ελάχιστο όριο αλλαγών, ώστε να δεσμεύει από το σημείο εκείνο και πέρα την πορεία της χώρας προς τον σοσιαλισμό». (Α. Παπανδρέου, εισαγωγικές παρατηρήσεις στο σεμινάριο «Μετάβαση στο σοσιαλισμό», 30 Ιουνίου 1980).

Έτσι, οποίος περιμένει κρίσεις, δεξιές εκτροπές του ΠΑΣΟΚ, η διανοίξεις των δρόμων προς το σοσιαλισμό, Θα απογοητευθεί. Η σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες ονειροπολήσεις. Μένει όμως ακόμη να μελετηθεί συστηματικά ο τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ.

6. Οι εκατό πρώτες ήμερες των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση

Εδώ αναφερόμαστε σ' όλο εκείνο το χρονικό διάστημα, που χρειάστηκε η νέα κυβέρνηση νια να καταγράψει και να εμπεδώσει την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, όπως αυτοί περιγράφονται από το εκλογικό αποτέλεσμα του Οκτωβρίου του '81. Πρόκειται για μία φάση που επίσημα έκλεισε οκτώ μήνες μετά τις εκλογές, με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Στην πρώτη συνεδρίαση του νέου υπουργικού συμβουλίου ο κ. Παπανδρέου Θα πει: «Αρχίζει σήμερα η δεύτερη φάση της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ». Και αποτιμώντας το έργο της προηγούμενης κυβερνητικής σύνθεσης, θα πει ότι δημιούργησε «το περίγραμμα μέσα στο όποιο θα δράσουν οι ανορθωτικές δυνάμεις της χώρας».

Αν επιμένουμε να μιλάμε για «100 ήμερες» και όχι για οκτώ μήνες, είναι γιατί εκτιμάμε ότι το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη υπερβεί το σημείο μη επιστροφής, είχε ήδη δημιουργήσει το περίγραμμα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, όταν προέβη στον εν λόγω ανασχηματισμό. Έτσι, στη φάση του ανασχηματισμού δεν κλονίστηκε ούτε από τις φημολογίες περί ενδοκομματικής κρίσης, ούτε από την «ανταρσία» Πέτσου κλπ. Αντίθετα, είχε ήδη σταθεροποιηθεί, ώστε να έχει την άνεση να πείθει ότι ο ανασχηματισμός γίνεται προς το καλύτερο, με πιο Ικανά στελέχη και αποδοτικότερη κυβερνητική συγκρότηση (αναδόμηση).

Στις πρώτες λοιπόν ήμερες της νέας κυβέρνησης, αντιμετωπίζουμε ένα καταιγισμό μέτρων και εξαγγελιών που, εγγράφοντας ένα «περίγραμμα», τροφοδότησαν και όσο μπορούμε να προβλέψουμε θα εξακολουθούν να τροφοδοτούν την προβληματική και τις λύσεις που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Δεν είναι στις φιλοδοξίες αυτού του άρθρου να προχωρήσει σε μία συστηματική αποτίμηση των πεπραγμένων σε αυτή την περίοδο. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε χοντρικά τους άξονες που οι εξαγγελίες και τα μέτρα αποκάλυψαν.

Άξονας πρώτος, άξονας «ολοκλήρωσης της δημοκρατίας». Έχουμε να κάνουμε με την κατάργηση του νόμου 330, την κατάργηση διαφόρων νόμων της μεταξικής δικτατορίας και της πρόσφατης στρατιωτικής χούντας, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου (πολιτικός γάμος), την ισότητα των δύο φύλων, την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων κλπ. Το ζητούμενο από αυτές τις χειρονομίες είναι να αποκατασταθεί μία νέα σχέση ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, να διευρυνθεί η λαϊκή συναίνεση προς την εξουσία: «αναπτύσσουμε μία φιλικότερη σχέση μεταξύ κράτους και ελληνικού λαού», δηλώνει ο κ. Παπανδρέου σε μία συνέντευξη του που προβάλλει το ενημερωτικό δελτίο του ΠΑΣΟΚ, τεύχος 1, 1982. Τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος ήταν και τα καλύτερα δυνατά για την εξουσία. Το κράτος περιεβλήθη και περιβάλλεται με μία πρωτοφανή εμπιστοσύνη, ενσαρκώνει όλο και περισσότερο το ρόλο του αταξικού κράτους, του κράτους «όλων των Ελλήνων» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ΠΑΣΟΚ.

Άξονας δεύτερος, άξονας «κοινωνικής δικαιοσύνης». Πρόκειται για τις αυξήσεις μισθών, την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, τις αυξήσεις στις συντάξεις των αγροτών, τις 4 βδομάδες αδεία, τις εξαγγελίες κοινωνικοποιήσεων μονοπωλιακών η και προβληματικών επιχειρήσεων, κλπ. Εδώ εξαγγέλλεται μία πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος, χειρονομία συμπληρωματική της «ολοκλήρωσης της δημοκρατίας». Σε επόμενη ενότητα Φα δούμε ορισμένα από τα προβλήματα και τις αντιφάσεις αυτής της προσπάθειας.

Άξονας τρίτος, άξονας «εθνικής ανεξαρτησίας». Το ΠΑΣΟΚ τοποθετεί ξανά τα ζητήματα ΕΟΚ, NATO ελληνοτουρκικών σχέσεων, Κυπριακού, πολιτικής στο Μεσανατολικό κλπ. Εδώ έχουμε πραγματικά κάτι νέο που όχι μόνο δηλώνεται αλλά και γίνεται. Δεν είναι μόνο Ο κ. Παπανδρέου που δηλώνει ότι οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις των ΗΠΑ θα γίνουν σε νέο πλαίσιο και όχι σε «οριακές παραλλαγές» του προηγούμενου. Είναι ο κ. Παπανδρέου που χρησιμοποιεί το δικαίωμα αρνησικυρίας στη σύνοδο του NATO, ο ίδιος που αρχίζει μία καμπάνια «αποπυρηνικοποίησης» στα Βαλκάνια, ο ίδιος που προσκαλεί επίσημα τον Αραφάτ στην Αθήνα κλπ.

7. Ένα παράδειγμα: η στάση απέναντι στο NATO

Θα επιμείνουμε σ' αυτά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, κυρίως σαν υπόδειγμα που δείχνει τη διαδικασία σταθεροποίησης του ΠΑΣΟΚ. Οι χειρισμοί του ΠΑΣΟΚ έχουν επιτύχει να ενοποιηθεί το έθνος στις κοινές του επιδιώξεις. Η Αριστερά και η Δεξιά εκφράζουν «φόβους», «επιφυλάξεις» η «βαθιές ανησυχίες», αλλά τελικά ενοποιούνται στα κοινά εθνικά συμφέροντα. Κάθε κριτική (οπό την Δεξιά η την Αριστερά) είναι κριτική που έχει σαν γνώμονα αυτά τα συμφέροντα. Αν έχει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτό το ζήτημα, και ιδιαίτερα οι διαμάχες γύρω από το ζήτημα του NATO, είναι γιατί αποκαλύπτει κάτι πέραν του προφανούς. Το ΠΑΣΟΚ έχει την ευχέρεια να ηγεμονεύει πάνω στην Αριστερά, όχι μόνο με χειρισμούς οπού υλοποιεί κάποιους κοινούς στόχους της Αριστεράς, αλλά ακόμη και με χειρισμούς που καταγράφουν και, μέσα σε κάποια πλαίσια, οξύνουν την αντιπολιτευτική στάση του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ, υπερασπίζοντας σταθερά τα συμφέροντα των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», απαιτεί την άμεση αποχώρηση της χώρας μας άπα το NATO. Ακόμη, καταδικάζει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που «εξαρτούσε για ένα μεγάλο διάστημα την τελική στάση της απέναντι στο NATO από την παροχή αμερικανικών η Νατοϊκών «εγγυήσεων» για τα ανατολικά σύνορα της χώρας» (θέση 76).

Ταυτόχρονα, όμως, αισθάνεται την ανάγκη να στηριχθεί και σε εθνικού χαρακτήρα επιχειρήματα: «οι ιμπεριαλιστές υπερεξοπλίζουν την Τουρκία, ενθαρρύνουν την επιθετικότητα της» (θέση 73) και ακόμη: «με την απαλλαγή της χώρας από τις νατοϊκές δεσμεύσεις μπορούν να αναδιαταχτούν ουσιαστικά οι Ένοπλες Δυνάμεις σύμφωνα με το εθνικό συμφέρον και σύμφωνα με τις ανάγκες της εθνικής μας άμυνας» (θέση 77).

Αν αφήσουμε κατά μέρος την εθνικιστική ιδεολογία που καλλιεργούν εν χορώ δεξιοί και αριστεροί, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι το ΚΚΕ υπονομεύει, με τα δικά του όπλα, το αίτημα του για άμεση αποχώρηση από το NATO. Διότι τοποθετείται στο έδαφος των «εθνικών συμφερόντων» που ηγεμονεύεται προκαταβολικά από την κρατική εξουσία. Αναδεικνύει το αίτημα της αποχώρησης σε ένα δυσμενές προκαταβολικά πλαίσιο. Δεν μπορεί να γίνει πειστικό, να καταγράψει μία ριζικά νέα στάση, να αναπτύξει ένα μαζικό κίνημα διεκδίκησης. Διατηρεί μία διαφωνία, και μόνον αυτό. Γιατί, αν το ζητούμενο της αποχώρησης άπα το NATO είναι η ενίσχυση της άμυνας των ανατολικών συνόρων, τότε σε τίποτα δεν μοιάζει πιο πειστική η πρόταση του ΚΚΕ από εκείνη ν του ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ, προβάλλοντας την μεροληψία των ΗΠΑ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παίρνοντας τη στάση του σκληρού διαπραγματευτή, και προασπιστή της «εθνικής υπερηφάνειας», προβάλλοντας το στρατηγικό όραμα της διάλυσης των δύο στρατιωτικών συνασπισμών, εισάγει τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Που όμως, δεν έρχεται σε ρήξη με την παράδοση της Δεξιάς. Όχι μόνο γιατί συναντώνται στον κοινό τόπο των εθνικών συμφερόντων, αλλά γιατί και η ίδια η Δεξιά δεν διστάζει να καταγγείλει τις ΗΠΑ για μια τέτοια «φιλοτουρκική» στάση, η ακόμη και για στήριξη της δικτατορίας 6774. Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από δύο ομιλίες του κ. Ράλλη στις 25 και 26 Μαΐου, στις ΗΠΑ, όπως δημοσιεύτηκαν σε ειδική έκδοση του περιοδικού «Πολιτικά θέματα»: «Ενώ δυτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πίεζαν την ελληνική χούντα να αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και κρατούσαν μίαν απόσταση από τους συνταγματάρχες, οι ΗΠΑ συνέχιζαν να στέλνουν υψηλής στάθμης αξιωματούχους στην Ελλάδα και μέσα σ' αυτούς τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ». Ακόμα: «οι μεταδικτατορικές κυβερνήσεις του κ. Καραμανλή, και αργότερα η δική μου, είχαν να αντιμετωπίσουν αυτήν την υπερβολική μεροληψία, (εννοεί των ΗΠΑ), ενώ η εικόνα γινόταν ακόμη πιο περίπλοκη, από νέες τουρκικές διεκδικήσεις».

Έτσι, μπορεί το στοιχείο της τομής να είναι πολύ καλά στοιχείο «εσωτερικό» του στοιχείου της συνέχειας. Και για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το κλίμα ομοψυχίας ας δούμε τι γράφει για το ζήτημα η Αριστερά που εκφράζεται μέσα από το περιοδικό Πολίτης, καταγγέλλοντας σαν εθνικά ζημιογόνο την αποχώρηση μας από το NATO: «Αλλά αν μέχρι σήμερα μπορεί κανείς να σιωπά, αφήνοντας τη Δεξιά να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, μια και η ίδια τα έψηνε εκεί τόσον καιρό, εντούτοις, μετά τις εκλογές είναι πιθανά να αλλάξει η κατάσταση, εφόσον πλειοψηφήσει το διακηρυγμένα αντινατοϊκό ΠΑΣΟΚ. Χωρίς να αποκλείεται η υπαναχώρηση του κόμματος αυτού στο ζήτημα του NATO, όπως συνέβη και σε πολλά άλλα θέματα, είναι εντούτοις βέβαιο ότι θα υπάρξουν πολλές πιέσεις, τόσο από το εσωτερικό του κόμματος, όσο κυρίως από το ΚΚΕ για να αποχωρήσει η χώρα άπα το NATO. Η «εξ αριστερών» αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ θα επικεντρωθεί για άλλη μία φορά πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Η ανανεωτική Αριστερά θα πρέπει να μη ντραπεί ν' αντιταχθεί σ' αυτή την ιστορία, ακόμα καινά βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ» (Δ. Παπαδημητρόπουλος, Πολίτης 46, Σεπτέμβριος 81).

Αν δώσαμε τέτοια έκταση στο ζήτημα του NATO, έγινε για να αποκαλύψουμε παραδειγματικά την ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να ηγεμονεύει ακόμη και σε ζητήματα που η Δεξιά ή το ΚΚΕ εκφράζουν ρητά διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Που όμως εγγράφονται στο ίδιο πλαίσιο του εθνικού συμφέροντος, που προνομιακά διαχειρίζεται το ΠΑΣΟΚ μέσα άπα την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Μάλιστα με τέτοιο τρόπο, που οι πολιτικές προτάσεις τόσο της ΝΔ, όσο και του ΚΚΕ, όχι μόνο να μην έρχονται σε ρήξη με την πολιτική της εξουσίας, αλλά και να καταγράφονται σαν πιθανές εναλλακτικές λύσεις, αν η «κεντρίστικη» τάση του ΠΑΣΟΚ σκοντάψει σε κάποια σοβαρά εμπόδια.

Αυτό καταλαβαίνουμε όταν διαβάζουμε στο σημείο 48ε του «συμβολαίου με το Λαό» του ΠΑΣΟΚ: «Το ΠΑΣΟΚ έχει ήδη δηλώσει, πως θα φέρει τη συμφωνία Rogers στη Βουλή προς καταψήφιση της», και μόνον αυτό. Δηλαδή, και μετά; Βλέποντας και κάνοντας προφανώς, στις διαπραγματεύσεις για την εγγύηση των Ανατολικών συνόρων. Αυτό λοιπόν που από πολλούς καταλογίστηκε στο ΠΑΣΟΚ, σαν σοβαρή αδυναμία εγκυμονούσα κινδύνους (η έλλειψη προγράμματος) γίνεται ένα τεράστιο πλεονέκτημα στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ενοποιεί το έθνος.

Θα μπορούσε πολλά να πει κανείς για την «αλλαγή» στις σχέσεις με την ΕΟΚ, η στις παραδοσιακές ελληνοαραβικές σχέσεις φιλίας η στην διαβαλκανική συνεργασία, θα μπορούσε πολλά να πει για την διατήρηση της δομής του κρατικού συνδικαλισμού παρά την κατάργηση του 330 και την αλλαγή ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Αλλά ούτε και αυτά τα ζητήματα θα εξαντλούσαν κάθε πλευρά του θέματος. Μία εξαντλητική μελέτη, όμως τώρα, μάλλον δε θα φώτιζε περισσότερο τις κύριες όψεις της διαδικασίας που την ονομάσαμε τομή «μέσα» σε συνέχεια.

8. Οι οροί της άνετης σταθεροποίησης του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία

Πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τους πολιτικούς ορούς που στάθηκαν ευνοϊκοί στο ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά τις εκλογές, πρέπει να καταστήσουμε καθαρό ένα ζήτημα. Δεν αποτελεί εξαιρετικής τάξης φαινόμενο το να εντοπίζονται αντιφάσεις στον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ούτε αποτελεί εξαιρετικής τάξης φαινόμενο το να διαπιστώνεται ότι η κρατική εξουσία έχει την άνεση να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τέτοιας μορφής αντιφάσεις. Αντίθετα, μία τέτοια λειτουργία αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του αστικού κράτους: «πρόκειται ακριβώς για το γεγονός ότι ο αστικός κρατικός μηχανισμός πραγματώνει πολύ καλύτερα και πολύ πιο ολοκληρωμένα από τις προηγούμενες μορφές κράτους, τη συγχώνευση ή την ενοποίηση των δύο βασικών του λειτουργιών: την οργάνωση της άρχουσας τάξης και την οργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας» (Ε. Μπαλιμπάρ. Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, σελ. 82, έκδ. Οδυσσέας).

Όταν μιλάμε για τομή «μέσα» σε συνέχεια, με καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση το στοιχείο της συνέχειας, εννοούμε ακριβώς μία τέτοια λειτουργία «συγχώνευσης». Και αν προσπαθήσαμε να δείξουμε κάτι, ήταν τα πως μέσα από τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα, πως μέσα από τις λειτουργίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων έγινε δυνατή μία τέτοια «συγχώνευση» στα πλαίσια των «συμφερόντων όλων των Ελλήνων». Πως, δηλαδή η Αριστερά υποκατέστησε την ανάλυση των σχέσεων εξουσίας του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με το λόγο του κράτους περί ισονομίας και οικονομικής προόδου. Μία τέτοια θέση διατυπώνεται από τον κ. Παπανδρέου με την ελαφρότητα ενός καλαμπουριού: Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «είναι Κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Δεν υπάρχει άλλη Κυβέρνηση. Είναι μία, και κατ' ανάγκη εκφράζει τη χώρα στο σύνολο της» (ομιλία στο Σπόρτιγκ, 31182).

Έτσι, η σταθεροποίηση που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί ένα γεγονός μοναδικής σπανιότητας. Αντίθετα υπαγορεύτηκε από τις λειτουργίες άσκησης της αστικής πολιτικής εξουσίας, επιβλήθηκε από μία πολιτική συγκυρία. Συνακόλουθα η σταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν το αποτέλεσμα μιας φάσης, το πέρασμα από ένα σημείο μη επιστροφής. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο δεν ήταν άμεσα ορατό εξαιτίας της χαλαρής αντίστασης που γνώρισε το ΠΑΣΟΚ και της συνακόλουθα άνετης σταθεροποίησης του.

Πράγματι, αν υπάρχει κάτι το εξαιρετικό στην ιστορία της σταθεροποίησης του ΠΑΣΟΚ, αυτό είναι οι εξαιρετικά ευνοϊκοί πολιτικοί οροί που κυριάρχησαν μετά το εκλογικό αποτέλεσμα. Και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά σε όσα ήδη αναφέραμε για τη στάση της Δεξιάς η της Αριστεράς. Αναφερόμαστε ακόμη στο κλίμα της γενικότερης ευφορίας και προσήλωσης στην εξουσία που γνωρίσαμε στην αμέσως μετεκλογική περίοδο. Αναφερόμαστε στην πρόσθετη αμηχανία του ΚΚΕ μετά την αποτυχία του στο στόχο του 17%. Αναφερόμαστε, τέλος, στην κρίση που αντιμετώπισε η Δεξιά και που καταγράφηκε στην φάση εκείνη σαν ανοικτή κρίση ηγεσίας.

Έτσι, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να αναδείξει τη φάση σταθεροποίησης σαν «περίοδο χάριτος». Περίοδος χάριτος για ποιόν και από ποιόν;

Από το έθνος προς την πολιτική εξουσία ώστε να αναδιαρθρώσει τον πολιτικό της λόγο.

9. Ο ιδεολογικός ορίζοντας του οικονομικού προβλήματος

Πολύ σύντομα, Θα μιλήσουμε νια τα προβλήματα οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Δεν πρόκειται εδώ να γίνει μία ανάλυση των οικονομικών μεγεθών που καθορίζουν τα όρια και τα προβλήματα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, ούτε ένας απολογισμός των πρωτοβουλιών που πήρε η κυβέρνηση σε αυτά τα ζητήματα. Άπλα Θα ξεκινήσουμε από μία διαπίστωση: ο τομέας της οικονομίας, η της «κοινωνικής δικαιοσύνης και προόδου» για να χρησιμοποιήσουμε την κρατική ιδεολογία, είναι αυτός που το ΠΑΣΟΚ έχει αποδειχθεί ελάχιστα πειστικό και αδύναμο να προβεί σε χειρισμούς ανάλογης εμβέλειας, έμπνευσης και αποτελεσματικότητας, με ό,τι έχει επιτύχει σε άλλα ζητήματα.

Δεν θα προχωρήσουμε όμως σε κάποια εκτίμηση που Θα μιλάει για επιτυχίες η ήττες του λαού στα οικονομικά ζητήματα, γιατί τέτοιου τύπου τοποθετήσεις έχουν εγγραφεί ηγεμονικά (από την Αριστερά) σε ένα ορίζοντα που κυριαρχείται από την αστική ιδεολογία. Εξ άλλου, αυτό που συνολικά κρίνεται δεν είναι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού, αλλά η σταθεροποίηση και η διευρυνόμενη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, θα δούμε όμως το κατά πόσον αυτή η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ αποτελεί πρόβλημα τέτοιας τάξης που να παράγει αποσταθεροποιητικά πολιτικά αποτελέσματα σ' αύτη τη φάση.

Το ΠΑΣΟΚ δικαιολογεί τις δυσκολίες που βρίσκει αναφέροντας τις εξής αιτίες: «τη συσσώρευση προβλημάτων οικονομικών και κοινωνικών που είχαν παραμεληθεί κατά τη διάρκεια ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου», «τη διεθνή οικονομική κρίση που χαρακτηρίζεται από στασιμοπληθωρισμό» και «την πολιτική που ακολούθησε τα τρία τελευταία χρόνια η ΝΔ» (Α. Παπανδρέου - πρώτη δέσμη οικονομικών μέτρων, 14/12/81). Το σχήμα αυτό: «παγκόσμια κρίση - κακή διαχείριση των προηγούμενων κυβερνήσεων», σχήμα που κατά κόρον χρησιμοποίησαν και οι Κυβερνήσεις του κ. Καραμανλή (εδώ οι «προηγούμενοι» ήταν βέβαια οι συνταγματάρχες και μόνο) σίγουρα δεν δίνει μία πειστική απάντηση. Τονίζουμε και πάλι πως δεν εννοούμε μία πειστική απάντηση στα «οικονομικά προβλήματα», αν θα μπορούσε κανείς να τα ορίσει με κάποιο τρόπο. Αλλά, στο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στο έδαφος τέτοιων «προβλημάτων». Δίνει όμως το σχήμα αυτό μία κατ' αρχάς ευχέρεια στην κυβέρνηση να αποκρούει τις κριτικές της ΝΔ.

Αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν σταματά μόνο εκεί. Επιχειρεί να τοποθετήσει τα ζήτημα της οικονομικής διαχείρισης σαν ζήτημα που «αντικειμενικά», λόγω των δυσκολιών που παρουσιάζει τίθεται σε δεύτερο πλάνο και ηγεμονεύεται από τις θεσμικές αλλαγές που αποτελούν και το προνομιακό πεδίο της πρακτικής του: «Πέρα από τις οικονομικές διεκδικήσεις, που είναι νόμιμες, θα πρέπει να μην ξεχνάμε πως η θεσμική αλλαγή, η αλλαγή των θεσμών είναι το θεμέλιο πάνω στο όποιο θα χτίσουμε την νέα Ελλάδα». (Α. Παπανδρέου, ομιλία στη γιορτή νεολαίας '82, 3982).

Έχουμε λοιπόν τελικά να αντιμετωπίσουμε ένα ιδιόμορφο υβρίδιο πολιτικισμού και οικονομισμού που εναποθέτει το πρόβλημα του σοσιαλισμού στις επιθυμίες και τις διακυμάνσεις της «πολιτικής βούλησης» της κυβέρνησης και τις κληροδοτημένες αδυναμίες της οικονομίας. Παραπέμπουμε και εδώ στα άρθρα του Γ. Μηλιού και των Β. Μύλλερ και Κ. Νόυζυς που περιέχονται σ' αυτό το τεύχος.

Ο τόπος που ορίζεται από αυτή τη διασταύρωση είναι προνομιακά το κράτος. Το κράτος που αναλαμβάνει να εμπεδώσει την κοινωνική δικαιοσύνη και πρόνοια. Ένα τέτοιο όραμα υιοθετείται και από το ΚΚΕ.

Ας δούμε πως το κόμμα αυτό αντιλαμβάνεται την «αντιμονοπωλιακή οικονομική ανάπτυξη» στις θέσεις της ΚΕ του, οπού διαβάζουμε: «Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση απαιτεί την κατάργηση της ασυδοσίας των μονοπωλίων και το συστηματικό περιορισμό της δύναμης τους με παράλληλη ενίσχυση και αναπροσανατολισμό της δράσης του δημόσιου τομέα. Αυτό σημαίνει: Να καταργηθούν οι προνομιακοί νόμοι για τα ξένα και ντόπια μονοπώλια» (Θέση 51), ακόμη σημαίνει «ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων» (Θέση 52), «διεύρυνση του δημόσιου τομέα με νέες παραγωγικές επενδύσεις» (Θέση 53), «οικονομική εξυγίανση και βελτίωση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα» (Θέση 54), «ανάπτυξη και ολόπλευρη ενίσχυση των δημοτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων» (Θέση 55).

Όσο και αν εντυπωσιάζει η ομοιότητα των θέσεων του ΚΚΕ με τις οικονομικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ, το κύριο που εντοπίζεται εδώ είναι ότι και για το ΚΚΕ η κρατική διοίκηση, ακόμη και αν την θεωρεί αξία καταγγελιών, είναι εκείνη η δύναμη που θα δώσει λύσεις στα οικονομικά προβλήματα. Έτσι, ας μην εντυπωσιάζει το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ παρ' ό,τι ακολουθεί μία πολιτική λιτότητας δεν κλονίζεται και δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από τα «αριστερά». Ούτε και το γεγονός ότι πολύ γρήγορα το ζήτημα του περιορισμού των «ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα», αναγορεύτηκε από όλες τις πλευρές σαν τα πρώτο καθήκον της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Και εδώ, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ δεν υφίσταται σοβαρό πολιτικό κόστος, όχι βέβαια με μία στάση θριαμβευτική και επιθετική (όπως στα «θεσμικά» ζητήματα) αλλά με μία στάση απόκρυψης και αναγωγής του οικονομικού στο υπερπέραν του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

10. Η πολιτική σκηνή

Η σταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έχει σαν αποτέλεσμα και την σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής, που συνολικά βρίσκεται κάτω από την ηγεμονία του κυβερνώντος κόμματος. "Αλλωστε, η πολιτική σκηνή τότε μόνο σταθεροποιείται, όταν ένα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα αναδειχθεί σε ηγέτη του παιχνιδιού που παίζεται σ' αυτήν. Έτσι, αν και μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος συμφώνησε ότι «φτώχυνε» το κοινοβούλιο εξ αιτίας του καταποντισμού των «αντιπολωτικών» δυνάμεων (ΕΔΗΚ, ΚΟΔΗΣΟ, ΚΚΕεσ.) και ευχήθηκε την ανασυγκρότηση τους, κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό. Αντίθετα, έχει γίνει αρκετά καθαρό ότι αποκλείεται κάποια ριζική ανατροπή στη «διανομή» των ρόλων, τουλάχιστον σε ότι δεν άφορα τη ΝΔ.

Έτσι, προχώρησε περισσότερο από ποτέ η διαδικασία συρρίκνωσης και αποσύνδεσης του ΚΚΕέσ., ώστε τα στελέχη που βρίσκονται στις γραμμές του η στον ευρύτερο κύκλο «ακτινοβολίας» του, όλο και περισσότερο να αναλαμβάνουν προσωπικές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή, μέσα από τα περιοδικά, τις εφημερίδες η την κρατική διοίκηση.

Ακόμη, έγινε φανερό ότι οι προσπάθειες για κάποιου τύπου θεαματικές χειρονομίες στην πολιτική σκηνή μπορούν πολύ εύκολα να αποδειχθούν άκαρπες η και καταστροφικές. Πολύ λιγότερα από όσα θα περίμενε κανείς ωφελήθηκε το ΚΟΔΗΣΟ κερδίζοντας κοινοβουλευτική εκπροσώπηση με την προσχώρηση του κ. Πλυτά σ' αυτό, ενώ σκοτεινό διαγράφεται το πολιτικό μέλλον του κ. Παναγούλη.

Το ΚΚΕ, από την άλλη πλευρά, χωρίς να διέρχεται κανενός είδους κρίση χαρακτηρίζεται από μία αύξουσα αναποτελεσματικότητα. Δεν διέρχεται κανενός είδους κρίση γιατί δεν βιώνει κάποια απομόνωση από την πολιτική ζωή του τόπου. Έχει λόγο για όλα τα ζητήματα, υπάρχει το έδαφος για να διατυπώνει τις θέσεις του που γίνονται αντικείμενο ευρύτερης συζήτησης άπα τα κόμματα, τον ημερήσιο τίτλο κλπ. Μόνο που τώρα πια, στο τέλος μιας πορείας που άρχισε από την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ, με κανένα τρόπο δεν αποτελεί το αντίπαλο δέος του αστισμού, τον άλλο πόλο της πολιτικής σκηνής. Το τίμημα είναι βαρύ: το ΚΚΕ δεν αποτελεί πια την Αριστερά, αλλά μία εκδοχή της. Και συνακόλουθα, οι προσβάσεις του στα λαϊκά στρώματα και τη διανόηση δεν έχουν δυνατότητες περαιτέρω διεύρυνσης.

Ο περισσότερο ασταθής πρωταγωνιστής της πολιτικής σκηνής είναι, βεβαία, η ΝΔ, χωρίς κάτι τέτοιο, όμως, να προεξοφλεί και διασπάσεις, αναμορφώσεις η ό,τι άλλο ελπίζει ο φιλοκυβερνητικός τύπος. Όμως, η ΝΔ έχοντας ουσιαστικά το ίδιο ερμηνευτικό σχήμα για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ με αυτό της Αριστεράς (διελκυνστίδα τάσεων κλπ) δεν μπορεί να διατυπώσει μία πειστική πολιτική πρόταση. Ακολουθώντας μία αλλοπρόσαλλη πολιτική που συχνά την τοποθετεί εκτός των συμφερόντων του έθνους (από την 'Εθνική Αντίσταση και την υποψηφιότητα του Σκυλίτση, μέχρι την καλοκαιρινή κωμωδία της λαχαναγοράς) κλονίζει σοβαρά και την εσωκομματική της συνοχή. Αυτό που η κινδυνολογία πριν τις εκλογές προδίκαζε η υπαινίσσετο, δηλαδή την γενικευμένη κρίση και αποδιάρθρωση της πολιτικής σκηνής, έμελλε να αποδειχθεί ότι, τηρουμένων των αναλογιών, Θα αποτελούσε εσωτερική υπόθεση της Δεξιάς παράταξης. Αλλά αρκετά φαίνονται όσα γράφτηκαν μέχρις εδώ, γιατί το πιο ενδιαφέρον ζήτημα δεν είναι η κρίση της Δεξιάς, αλλά η σταθεροποίηση της Αριστεράς, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για την ανάδειξη μιας άλλης προοπτικής που θα ερχόταν σε ρήξη με τον αστισμό.

11. Επίλογος

Έτσι, η κατάσταση φαίνεται δυσοίωνη για όσους προσβλέπουν σε μία άλλη προοπτική, για όσους αρνούνται να υπηρετήσουν την πολιτική εξουσία, για όσους δεν εξαντλούν την κριτική στο ΠΑΣΟΚ στην έλλειψη προγράμματος, στην ατολμία του η στην επικρατούσα προσωπολατρεία του Ανδρέα. Φαίνεται, και είναι δυσοίωνη. Το άρθρο δεν υιοθετεί την λύση του happy-end. Αλλά την επανάληψη ενός πολιτικού αιτήματος: η κριτική της αστικής πολιτικής εξουσίας θα γίνει τότε μόνο αποτελεσματική, όταν θα περάσει μέσα από την κριτική των οραμάτων της Αριστεράς.