Αποσπασματικές σκέψεις για το έργο του Λουί Αλτουσέρ. (Η μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης)
του Τάσου Κυπριανίδη

«Αν υπεισήγαγα στην αρχική πρόθεση αυτής της έρευνας που είχε βεβαίως ως αντικείμενο τη σχέση του Μαρξ με το έργο του, μια δεύτερη πρόθεση που το θέμα της ήταν το ιδιαίτερο αντικείμενο του ίδιου του «Κεφαλαίου», υπήρχε προς τούτο αναγκαίος λόγος. Για να μπορέσω να κατανοήσω πραγματικά στο πλήρες βάθος τους, τις παρατηρήσεις, στις οποίες ο Μαρξ εκφράζει τη σχέση του με το έργο του, ήμουν αναγκασμένος να διεισδύσω πέρα από τη γυμνή κυριολεξία τους μέχρι το σημείο που είναι παρόν σε όλες τις σχετικές παρατηρήσεις και έννοιες, και στο οποίο γίνεται ορατή η ιδιαίτερη διαφορά που είναι χαρακτηριστική για το αντικείμενο του «Κεφαλαίου»: ένα σημείο συγχρόνως ορατό και κρυμμένο, παρόν και απόν. Απόν για λόγους που συνδέονται με το ίδιο το είδος της παρουσίας του, με την αντιφατική νεωτερικότητα της ανατρεπτικής ανακάλυψης του Μαρξ. Το γεγονός ότι αυτοί οι λόγοι ήταν από πρώτη ματιά κάπως σαν αόρατοι για μας οφείλεται αναμφισβήτητα στο ότι - όπως κάθε ριζική καινοτομία - ήταν κατ' αρχάς εκτυφλωτικοί για τα μάτια μας» (Lire Le Capital, 1968 τ. Ι, σελ. 93-94).

Αν ο Αλτουσέρ επιχειρούσε να ρητοποιήσει αυτό που όλοι κάνουμε όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, δηλαδή την «ανάγνωση», τη «συμπτωματική» ανάγνωση (αναζήτηση των εσωτερικών αλληλουχιών των όρων, των εννοιών, της προβληματικής, των αποσιωπήσεων, των παρουσιών και των εξαφανίσεων μέσα στην ιστορική πορεία «γραφής» του «Κεφαλαίου»), και θαμπώθηκε από την παρουσία - απουσία των τάσεων που ενυπήρχαν στο μαρξικό έργο, το ίδιο δεν μπορεί παρά να ισχύσει και για μας, για τη δική μας «ανάγνωση» της «ανάγνωσης» που πραγματοποιεί ο Αλτουσέρ. Όντας «ανάγνωση» δευτέρου βαθμού έχει τη δυνατότητα να «τετραγωνίζει» τις ιδιότητες της πρώτης υπό δύο έννοιες: την αλγεβρική, να πολλαπλασιάζει δηλαδή επί τον εαυτό τους τα αποτελέσματα της αλτουσεριανής «μεθόδου», να εξωτερικεύει με περισσότερο ρητό τρόπο το νεωτεριστικό και καινοτόμο στοιχείο της «ανάγνωσης», αλλά και τη γεωμετρική, να εμφανίζει δηλαδή κορυφές, σημεία ασυνέχειας, εκεί όπου μια καμπύλη έχει συνεχή, ομαλή μορφή. Το εγχείρημα εμφανίζει λοιπόν πλεονεκτήματα και κινδύνους: ρητοποιεί αλλά και «παραχαράσσει» το έργο, είναι δυνατόν να εκλαμβάνει τις παρουσίες ως απουσίες και αντιστρόφως, τις αποσιωπήσεις ως κραυγές και αντιστρόφως, τις αντιφάσεις ως αντιθέσεις και τις τομές ως απόλυτες ορθολογικές ρήξεις.

Θα πείτε, βεβαίως: Η ανησυχία είναι υπερβολική! Αρκεί να μείνουμε στο «γράμμα» των κειμένων, αρκεί να εντοπίσουμε την κυριολεξία του «λόγου», αρκεί να σταθούμε στην αυθεντικότητα των λέξεων. Και οι απουσίες; Πώς ερμηνεύονται οι απουσίες; «Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ χειρίζεται την απουσία μιας έννοιας όπως την απουσία μιας λέξης, όπου δεν πρόκειται για οποιαδήποτε τυχαία έννοια αλλά - όπως θα δούμε  - για μια έννοια, την οποία δεν μπορεί κανείς σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσει ως έννοια υπό το αυστηρό νόημα της λέξης χωρίς να θέσει το ερώτημα που αφορά στην προβληματική επί της οποίας αυτή εδράζεται, δηλαδή το ερώτημα που αφορά στη διαφορά της προβληματικής, στη ρήξη ανάμεσα στον Μαρξ και την κλασική οικονομία» (Lire Le Capital, 1968 τ. I, σελ. 112113).

Αν όμως, ο Μαρξ έρχεται σε ρήξη με την κλασική οικονομία (συνθηματική «λέξη»: κριτική της πολιτικής οικονομίας), ο Αλτουσέρ προβαίνει σε μια άλλη τομή: τη ρήξη με τον παραδεδομένο «μαρξισμό» που παραπαίει ανάμεσα στην απολογητική των σταλινικών αναπαλαιώσεων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (στο όνομα μιας παράδοσης του εργατικού κινήματος που έχει επιβάλλει μια θεωρητική και πρακτική πολιτική σιγή νεκροταφείου στις χώρες του «επίγειου παράδεισου»), και τη βυζαντινολογία των κομματικών διανοουμένων στη δύση. Η μάχη που δίνει ο Αλτουσέρ διεξάγεται φαινομενικά «περί όνου σκιάς», για λέξεις, όρους και έννοιες. Είναι όμως μια πραγματική μάχη, μια «επίθεση» που προκαλεί αντεπιθέσεις επίσης με λέξεις, όρους και έννοιες, αλλά και με σιωπές, αναθεματισμούς, αφορισμούς και καταδίκες, θα αναρωτηθεί, λοιπόν, κανείς: Τόση διαμάχη για λέξεις; Υπάρχει «μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο ενός συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου και του συστήματος των ιδεών και της ορολογίας του. Υποδεικνύει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο, την ορολογία και το αντίστοιχο σύστημα εννοιών, μια σχέση που, όταν αλλάζει το αντικείμενο, οφείλει κατ' ανάγκην να προκαλέσει μια αντίστοιχη μεταβολή στο σύστημα ιδεών και την εννοιολογική ορολογία» (Lire Le Capital, 1968-1. H, σελ. 10).

Ο λόγος γίνεται για τον Μαρξ, όμως εμείς έχουμε κατά νουν τον Αλτουσέρ. Από μια ανάγνωση των έργων του Μαρξ περνάμε σε μια συμπτωματική «ανάγνωση» του Μαρξ, μια προσπάθεια να εντοπιστεί η διαφορά του αντικειμένου, των λέξεων, όρων και εννοιών που αρθρώνουν το μετατεθειμένο αντικείμενο, τις εκφάνσεις μιας νέας επιστήμης. Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για κάποιου τύπου νέο σχολαστικισμό, ούτε για μια απόπειρα αποκάθαρσης του μαρξισμού από παραποιητικές προσμίξεις. Πρόκειται για εγχείρημα πολιτικό-θεωρητικό, για φιλοσοφική μάχη που αντιμετωπίζει το μαρξισμό από τη σκοπιά που του αρμόζει: εκείνη της θεωρητικής ταξικής πάλης. Η ταξική πάλη δεν βρίσκεται έξω από τον μαρξισμό, ο μαρξισμός δεν δημιουργεί μια νέα τοπολογία που εξ ορισμού του αποδίδει την ιδιότητα του «εκτός» της αστικής ιδεολογίας, του «εκτός» των αστικών θεωρητικών πρακτικών γενικότερα, αλλά εγγράφεται ως πολέμιος των τελευταίων στο έδαφος των (θεωρητικών) ταξικών ανταγωνισμών, σε μια διαρκή διαδικασία οριοθέτησης.

«Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η φιλοσοφία έχει μια ιστορία και ότι, παρ' όλα αυτά, τίποτα δεν συμβαίνει σε αυτήν. Γιατί η παρέμβαση κάθε φιλοσοφίας που μετατοπίζει ή τροποποιεί τις υπάρχουσες φιλοσοφικές κατηγορίες και κατά συνέπεια παράγει αυτές τις μεταβολές στους φιλοσοφικούς λόγους όπου η ιστορία της φιλοσοφίας προσφέρει την ύπαρξη της, η παρέμβαση αυτή είναι ακριβώς το φιλοσοφικό τίποτα, που την επιμονή του διαπιστώσαμε, αφού στην πραγματικότητα μια διαχωριστική γραμμή δεν είναι τίποτα, δεν είναι καν γραμμή, ούτε καν χάραξη, αλλά το απλό γεγονός της οριοθέτησης, άρα το κενό μιας κεκτημένης απόστασης. Αυτή η απόσταση αφήνει τα ίχνη της στις διακρίσεις του φιλοσοφικού λόγου, στις κατηγορίες του, στη διάταξή του, που τροποποιούνται, όμως όλες αυτές οι τροποποιήσεις δεν είναι οι ίδιες τίποτα, αφού δεν δρουν παρά μόνο έξω από τη δικιά τους παρουσία, μέσα στην απόσταση ή τη μη απόσταση που χωρίζει τις ανταγωνιστικές τάσεις των επιστημονικών πρακτικών, επίδικο αντικείμενο της πάλης τους. Ό,τι αληθινό φιλοσοφικό μπορεί να υπάρχει σε αυτό το εγχείρημα της ανυπόστατης χάραξης είναι μόνο η μετατόπισή της, η οποία όμως αναφέρεται στην ιστορία των επιστημονικών πρακτικών και των επιστημών» (Lenine et la philosophie, 1969 σ. 40. Αυτό που έστρεψε την προσοχή στον Αλτουσέρ είναι ακριβώς η «μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης», μια μετατόπιση που εμφανίζεται με την παρουσία νέας ορολογίας, νέων εννοιών με την «πρόκληση» απέναντι στη μαρξιστική φιλοσοφία της «ερμηνείας των γραφών», με το «λύγισμα του ραβδιού προς μια κατεύθυνση», με την εικονοκλαστική «μάχη για μια λέξη», με την αυτοκριτική που οδηγεί πάντοτε προς την αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτή που επιθυμούν οι επικριτές του, με την ηθελημένη παραφωνία των κραυγών του μέσα στην ενορχηστρωμένη μαρξολαγνεία των «ανθρωπιστών» ανθρωποφάγων του απολογητικού μαρξισμού. Η διαφορική παρουσία του αλτουσερικού έργου ξεπροβάλλει με τον ίδιο τρόπο που αναδύεται το τεταγμένο «σήμα» μέσα από το «θόρυβο» της τυχαιότητας. Χρειάζεται να «ολοκληρωθεί» το συνολικό «σήμα» για να ληφθεί η διαφορική παρουσία που αποκρύπτεται από τον ορυμαγδό των ομονοούντων απολογητών, θα το ξαναπούμε: αυτό που μετράει είναι η «μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης». Η χάραξη έρχεται στην επιφάνεια μέσω της μετατόπισης.

«Μια και, όσο με αφορά, γνώριζα κάποια πράγματα για την προαναφερθείσα σχέση μεταξύ πολιτικής και φιλοσοφίας, θυμήθηκα λοιπόν τον Μακιαβέλι, ο οποίος είχε τον σπανίως εκφραζόμενο αλλά πάντοτε πρακτικά εφαρμοζόμενο μεθοδικό κανόνα να οδηγεί τη σκέψη του στα άκρα: αν βρίσκεται κανείς σε μια κατάσταση, στην οποία εκφράζει θέσεις που αγγίζουν τα όρια του κατανοητού, τότε θα πρέπει να υιοθετήσει τη θέση του αδύνατου, ώστε να κάνει δυνατή τη σκέψη... Ναι, λοιπόν, απολύτως συνειδητά θεώρησα και αντιμετώπισα τη σχέση μεταξύ ιδεών ως συσχετισμό δυνάμεων. Ναι, απολύτως συνειδητά "οδήγησα τη σκέψη μου στα άκρα" σε ορισμένα σημεία που μου φαίνονταν σημαντικά, και λύγισα το ραβδί προς την άλλη κατεύθυνση. Δεν το έκανα επειδή μου αρέσει να προκαλώ, αλλά για να στρέψω την προσοχή του αναγνώστη προς αυτή την κατεύθυνση, να τον προκαλέσω σ' αυτό το σημείο και να τον δημιουργήσω ορισμένα συμπτώματα. Όχι εξαιτίας μιας οποιασδήποτε ιδεαλιστικής πίστης στην παντοδυναμία της θεωρίας, την οποία μου προσήψαν μερικοί αρχιεπιστάτες της φιλοσοφίας, αλλά εντελώς αντίθετα, επειδή είχα υλιστική συνείδηση της αδυναμίας που εμφανίζει μια θεωρία αν αφεθεί στην τύχη της, δηλ. συνείδηση των δυναμικών συνθηκών, τις οποίες οφείλει να αναγνωρίσει μια θεωρία και στις οποίες οφείλει να υπαχθεί, αν θέλει να έχει κάποια δυνατότητα να μετατραπεί σε δύναμη» (Positionen, σ. 56-57). Θα προτρέξει εδώ ο αντιρρησίας και θα προτάξει: η φιλοσοφία του Αλτουσέρ, αυτή η θεοποίηση της «μετατόπισης μιας ανυπόστατης χάραξης» δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με τις λέξεις, μια υποκρισία της θεωρητικής διαφορότητας, ένα ατομιστικό στίγμα μέσα στα «σκουπίδια» του μαρξιστικού απολογητισμού. Δεν θα προσπαθήσουμε εδώ να μεταπείσουμε τον αντιρρησία, γιατί το επίδικο αντικείμενο δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τους κανόνες του «ορθού λόγου», με κάποια «απόδειξη της ορθότητας» των αλτουσεριανών θέσεων, θα υποβιβάζαμε μ' αυτό τον τρόπο τις θέσεις του Αλτουσέρ σε μια μανιέρα, μια αισθητικά τροποποιημένη επαναπροβολή του γνωστού, σ' ένα «νέο τραγούδι για μια παλιά ιεροτελεστία»: Η μάχη, η υπερβολή, η πρόκληση, το «εντυπωσιακό» είναι ένα μορφολογικό στίγμα που ενέχει τη θέση σηματοδότη, που η λειτουργία του έχει σταθερά εγκλωβιστεί στη θέση «κόκκινο». Κόκκινο, όχι ως εικονογράφηση της δόξας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, των αγώνων και του αίματος που έχει χυθεί σ' αυτούς. Αλλά κόκκινο, ως σήμα κινδύνου για μια πορεία που μόνο κατ' όνομα αναφερόταν στον μαρξισμό, μια πορεία που στην ουσία λειτουργούσε απαγορευτικά για την προσπάθεια μαρξιστικής ανάλυσης του μαρξιστικού έργου. Έτσι γυρίζουμε ξανά στο σημείο εκκίνησής μας, την «ανάγνωση» που θα επιτρέπει να διακρίνουμε, μέσα από τις θετικές και αρνητικές μετατοπίσεις την ύπαρξη αυτής της «ανυπόστατης χάραξης».

Αυτό το εγχείρημα ονομάστηκε «επιστημολογική τομή». Δεν θα ασχοληθούμε με τον ορισμό, τη γενεαλογία και την ακριβή οριοθέτησή της, γιατί η σημασία της δεν εξαντλείται στον ορισμό και την περιγραφή της: τη μετατόπιση από κατηγορίες όπως «άνθρωπος», «αλλοτρίωση», «αδικία», «ελευθερία», «ανάγκες» κλπ. σε νέες κατηγορίες όπως «τρόπος παραγωγής», «παραγωγικές δυνάμεις», «παραγωγικές σχέσεις», «κοινωνικός σχηματισμός», «βάση», «εποικοδόμημα», «ιδεολογίες», «τάξεις», «πάλη των τάξεων» κλπ. Εκείνο που ενδιαφέρει πολύ περισσότερο είναι η πρακτική μορφή ύπαρξης της «επιστημολογικής τομής» μέσα στην ιστορία του εργατικού κινήματος, η ιστορία των πρακτικών μετατοπίσεων που συνέβησαν πραγματικά ως απότοκο, με την ευρύτερη δυνατή έννοια, των θεωρητικών μετατοπίσεων μέσα από το διαρκές παιχνίδι της παρουσίας - απουσίας τους. Ας κρατήσουμε μόνο ένα πράγμα ως πυξίδα στην πορεία μας: αυτό που δίνει ζωή στην «ανυπόστατη χάραξη» απέναντι στη θεωρία, ιδεολογία και πρακτική του αστισμού είναι η μετατόπιση από τις εκφάνσεις του. Η «χάραξη» δεν προϋπάρχει της «μετατόπισης», όπως ακριβώς οι τάξεις δεν προϋπάρχουν της ταξικής πάλης. Και οι δύο όψεις αποτελούν μαζί συστατικό στοιχείο της κοινωνικής τοπολογίας. Ας δούμε όμως τις πρακτικές μετατοπίσεις.

Α. θεωρητικός αντιανθρωπισμός
 
«Ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός τον Μαρξ στον Ιστορικό Υλισμό συνεπάγεται λοιπόν την άρνηση του να επιχειρήσει την ερμηνεία των κοινωνικών οχημάτων και της ιστορίας τους στη βάση μιας έννοιας τον ανθρώπου με θεωρητικές αξιώσεις, δηλαδή του ανθρώπου ως πρωταρχικού υποκειμένου των αναγκών τον (homo economicus), των σκέψεων του (homo rationalis), των πράξεων τον και των αγώνων του (homo moralis, juridicus et politicus). Γιατί αν ξεκινήσει κανείς από τον άνθρωπο, δεν μπορεί ν' αντισταθεί στον ιδεαλιστικό πειρασμό της παντοδυναμίας της ελευθερίας ή της δημιουργικής εργασίας, δηλαδή υπάγεται απλά  - με πλήρη "ελευθερία" - στην παντοδυναμία της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, που η λειτουργία της είναι να επιβάλλει, και ταυτόχρονα να συγκαλύπτει, στις απατηλές μορφές της εξουσίας του ανθρώπου μια άλλη εξουσία, που είναι άνισα πραγματικότερη και ισχυρότερη, δηλαδή εκείνη του καπιταλισμού... Ο Μαρξ ξεκινάει από τον δεδομένο οικονομικό σχηματισμό, δηλαδή στο «Κεφάλαιο» από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις σχέσεις που αυτές προσδιορίζουν σε τελική ανάλυση στο εποικοδόμημα. Και δείχνει κάθε φορά, ότι αυτές οι σχέσεις προσδιορίζουν και σημαδεύουν τους ανθρώπους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τους σημαδεύουν στη συγκεκριμένη ζωή τους, 'και πώς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι προσδιορίζονται μέσω του συστήματος της ταξικής πάλης από το σύστημα αυτών των σχέσεων... Αν, λοιπόν, [ο Μαρξ] πραγματοποιεί την παρακαμπτήριο μέσω αυτών των σχέσεων, που οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι "φορείς" τους, το κάνει μόνο για να πετύχει τη γνώση των νόμων που καθορίζουν τόσο τη ζωή όσο και τους αγώνες τους». (Positionen, σ. 86).

Β. Επιστήμη του κοινωνικού.
 
«Ο Μαρξ θεμελίωσε μια νέα επιστήμη: την επιστήμη της ιστορίας, θα πρόσθετα: αυτή η επιστημονική ανακάλυψη είναι ένα θεωρητικό και πολιτικό συμβάν που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και θα διευκρίνιζα: αυτό το συμβάν είναι μη αναστρεπτό. Ένα θεωρητικό συμβάν. Πριν από τον Μαρξ, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε "ήπειρο της ιστορίας", κατεχόταν από ιδεολογικές αντιλήψεις θρησκευτικού, ηθικού ή δικαιοπολιτικού τύπου, με μια λέξη από φιλοσοφίες της ιστορίας... Επρόκειτο στην ουσία για θεωρητικά παραρτήματα πρακτικών ιδεολογιών (θρησκεία, ηθική, ιδεολογία του δικαίου, πολιτική κλπ.), η αποφασιστική λειτουργία των οποίων συνίσταται στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής (=εκμετάλλευσης) των ταξικών κοινωνιών. Πραγματοποιώντας τη ρήξη μ' αυτές τις ιδεολογικές αντιλήψεις, ο Μαρξ διάνοιξε την "ήπειρο της ιστορίας". Διάνοιξε: με τις αρχές του ιστορικού υλισμού, με το "Κεφάλαιο" και τα άλλα έργα του. Διάνοιξε: γιατί, όπως λέει ο Λένιν, ο Μαρξ έθεσε μόνο τους "ακρογωνιαίους λίθους" μιας εκτεταμένης περιοχής, την οποία εξερεύνησαν παραπέρα οι διάδοχοι τον, η τεράστια έκταση της οποίας καθώς και τα νέα προβλήματα που προκύπτουν απαιτούν συνεχώς νέες προσπάθειες». (Was ist Renolutionärer Marxismus?  - WRM, σ. 78).

Γ. Διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος σκοπό.
 
«Όταν προβάλλω τη θέση μιας "διαδικασίας χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος σκοπό" θέλω να πω απλά και καθαρά το εξής. Για να είναι διαλεκτική υλιστική, η μαρξιστική φιλοσοφία οφείλει να έρθει σε ρήξη με την ιδεαλιστική κατηγορία του "υποκειμένου" που στην εσωτερικότητα του είναι υπεύθυνο για όλους τους προσδιορισμούς του εξωτερικού "αντικειμένου", του οποίου χαρακτηρίζεται ως το εσωτερικό "υποκείμενο"... Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι, δηλαδή τα κοινωνικά άτομα είναι ενεργά στην ιστορία  - ως φορείς των διαφόρων κοινωνικών πρακτικών της ιστορικής διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής. Όμως, αν τα άτομα ειδωθούν ως φορείς δεν είναι "ελεύθερα" και "καταστατικά" υποκείμενα, με τη φιλοσοφική έννοια αυτών των εκφράσεων. Δρουν μέσα και υπό τον προσδιορισμό των ιστορικών μορφών ύπαρξης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και αναπαραγωγής (εργασιακή διαδικασία, διαίρεση και οργάνωση της εργασίας, διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής, ταξική πάλη κλπ.). Αλλά θα πρέπει να προχωρήσουμε ακόμη ένα βήμα. Αυτοί οι φορείς μπορούν να είναι φορείς μόνο αν είναι υποκείμενα... Με την πρόταση της κατηγορίας "διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος σκοπό", χαράσσουμε λοιπόν μια διαχωριστική γραμμή (Λένιν) ανάμεσα στις διαλεκτικο-υλιστικές θέσεις και τις αστικές και μικροαστικές ιδεαλιστικές θέσεις... Η ιστορία είναι μια "διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος-σκοπό", οι προκύπτουσες περιστάσεις της οποίας, περιστάσεις στις οποίες "οι άνθρωποι" δρουν ως υποκείμενα υπό τον καθορισμό των κοινωνικών σχέσεων, είναι αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Υπό τη φιλοσοφική έννοια του όρου, λοιπόν, η ιστορία δεν έχει υποκείμενο, αλλά κινητήρια δύναμη: την ταξική πάλη». (WRM σ. 90-94)

Δ. Ιδεολογία.
 
«...θα διαπιστώσει κανείς ότι μια θεωρία των ιδεολογιών βασίζεται σε τελική ανάλυση στην ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών, δηλαδή στο συνδυασμό των τρόπων παραγωγής στους κοινωνικούς σχηματισμούς και στους ταξικούς αγώνες που αναπτύσσονται εκεί. Υπ' αυτή την έννοια είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για μια θεωρία των ιδεολογιών εν γένει, γιατί οι ιδεολογίας (αν ορίζονται με τον προαναφερθέντα τρόπο ως περιοχικές και ειδικά ταξικές) έχουν ιστορία, ο καθορισμός των οποίων βρίσκεται φυσικά σε τελική ανάλυση έξω από τις καθαρές ιδεολογίες, παρ' όλο που τις αφορά. Αν απέναντι σ' αυτό μπορώ να διατυπώσω το σχέδιο μιας θεωρίας της ιδεολογίας εν γένει και αν αυτή η θεωρία είναι πράγματι ένα από τα στοιχεία από τα οποία εξαρτώνται οι θεωρίες των ιδεολογιών, τότε αυτό συνεπάγεται έναν ισχυρισμό που φαντάζει φαινομενικά παράδοξος και τον οποίο θα διατυπώσω ως εξής: Η ιδεολογία δεν έχει ιστορία... Η ιδιομορφία της ιδεολογίας έγκειται στο ότι έχει μια δομή και έναν τρόπο λειτουργίας που την κάνουν να είναι μια αντιιστορική, δηλαδή πανιστορική πραγματικότητα, στο βαθμό που αυτή η δομή και αυτός ο τρόπος λειτουργίας είναι παρόντες με την ίδια μορφή σε αυτό που ονομάζεται το σύνολο της ιστορίας  - η ιστορία εδώ έχει την έννοια τον "Μανιφέστου", ιστορία των ταξικών αγώνων, δηλαδή ιστορία των ταξικών κοινωνιών. Για να δώσω εδώ ένα θεωρητικό σημείο αναφοράς θα ανασύρω πάλι το παράδειγμα των ονείρων, τώρα με την έννοια τον φροϋδικού ορισμού, θα έλεγα ότι ο ισχυρισμός μας πως η ιδεολογία δεν έχει ιστορία μπορεί και πρέπει να τεθεί άμεσα σε συσχετισμό με τον ισχυρισμό τον Φρόυντ ότι το ασυνείδητο είναι αιώνιο δηλαδή δεν έχει ιστορία, (όπου αυτός ο συσχετισμός δεν είναι σε καμία περίπτωση αυθαίρετος, αλλά αντιθέτως είναι θεωρητικά αναγκαίος, επειδή υφίσταται μια εσωτερική αλληλουχία ανάμεσα στους δύο ισχυρισμούς)... Η ιδεολογία είναι αιώνια, όπως αιώνιο είναι και το ασυνείδητο.

... Θέση Ι: Η ιδεολογία αντιπροσωπεύει τη φαντασιακή σχέση των ατόμων με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης τους.... .. Θέση II: Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση.. .

. ..Η ιδεολογία είναι μια "παράσταση" της φαντασιακής σχέσης των ατόμων με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης τους...

. ..Η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα

...Η ιδεολογία υπάρχει μόνο μέσω του υποκειμένου και για τα υποκείμενα. Πράγμα που ισοδυναμεί με το εξής: Η ιδεολογία υπάρχει μόνο για τα συγκεκριμένα υποκείμενα, και αυτός ο προσδιορισμός της ιδεολογίας μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω του υποκειμένου, ή πάλι μέσω της κατηγορίας του υποκειμένου και του τρόπου λειτουργίας της. Λέμε: Η κατηγορία τον υποκειμένου είναι καταστατική για κάθε ιδεολογία. Αλλά ταυτόχρονα θα προσθέσουμε αμέσως, ότι η κατηγορία του υποκειμένου είναι μόνο κατά τούτο καταστατική για κάθε ιδεολογία, επειδή κάθε ιδεολογία έχει τη λειτουργία (που την ορίζει) να "καθιστά" τα συγκεκριμένα άτομα υποκείμενα. Από αυτό το παιχνίδι της διπλής καταστατικής λειτουργίας συγκροτείται ο τρόπος λειτουργίας κάθε ιδεολογίας, γιατί η ιδεολογία δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο λειτουργίας της μέσα στις υλικές μορφές ύπαρξης αυτού του τρόπου λειτουργίας». (Positionen, σ. 131,132,133, 136, 140).

Ε. Η σταλινική απόκλιση.
 
«Το γεγονός ότι η αστική τάξη αποσιωπά στην ιδεολογία της τις παραγωγικές σχέσεις και την ταξική πάλη, για να επαινέσει αντ' αυτών την "ανάπτυξη" και την "παραγωγικότητα", ταυτόχρονα και τον άνθρωπο και την ελευθερία, αυτό είναι δικό της θέμα, ανήκει στην τάξη πραγμάτων, στη δικιά της τάξη πραγμάτων: γιατί αυτή η σιωπή την εξυπηρετεί και επιτρέπει στο δίδυμο οικονομισμός ανθρωπισμός, που εκφράζει την αστική θέση, να δουλεύει για την απόκρυψη, διασφάλιση και αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης. Το γεγονός, όμως, ότι και τα εργατικά κόμματα, πριν ή ακόμα και μετά την επανάσταση, διατηρούν τη σιωπή τους (ή τη σχεδόν σιωπή τους) για τις παραγωγικές σχέσεις και την ταξική πάλη και τις συγκεκριμένες μορφές τους, για να επαινέσουν ταυτόχρονα τόσο τις παραγωγικές δυνάμεις όσο και τον άνθρωπο, αυτό είναι κάτι διαφορετικό! Γιατί όταν δεν πρόκειται μόνο για λόγια ή κάποιες φράσεις, αλλά για μια γραμμή και συνεκτικές πρακτικές, τότε στοιχηματίζουμε, όπως το έκανε ο Λένιν αναφορικά με τη II Διεθνή πριν τον πόλεμο του 1914, ότι η αστική θέση μολύνει, πιθανά απειλεί, ή ακόμα κυριεύει την προλεταριακή θέση στον μαρξισμό.... ..Αν λάβουμε υπόψη όλα τα διαθέσιμα σημεία αναφοράς, τα παλιά και τα καινούργια, συμπεριλαμβανομένης και της επίσημης σιωπής που τα καθαγιάζει, τότε μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι, υπ' αυτές τις συνθήκες η σταλινική "γραμμή" αποκαθαρμένη από τις "παραβιάσεις" του "δικαίου", δηλαδή "φιλελευθεροποιημένη"  - ο οικονομισμός και ο ανθρωπισμός βαδίζουν χέρι - χέρι - έχει επιβιώσει πέρα από τον Στάλιν, έτσι κι αλλιώς, και φυσικά πέρα από το 20ο Συνέδριο. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι πίσω από τα φραστικά παιχνίδια - κατευθυνόμενα ή μη - των διαφόρων παραλλαγών του "ανθρωπισμού" αυτή η "γραμμή" εξακολουθεί να διατηρεί περίοπτη θέση, σε μια άλλοτε φλύαρη, άλλοτε βαρεία σιγή, η οποία διακόπτεται κάποτε από μια εκκωφαντική έκρηξη ή μια διάσπαση» (WRM, σ. 104105, 108).

Τα παραθέματα αυτά, μεγάλα αλλά και απελπιστικά σύντομα συνάμα, αρκούν για να στοιχειοθετήσουμε ενδεικτικά «μετατοπίσεις στην ανυπόστατη χάραξη». Μια πρώτη στη δική μας ιεράρχηση μετατόπιση αφορά στο θεωρητικό αντιανθρωπισμό του Μαρξ, μια φιλοσοφική θέση που θέλει να καταδείξει τη ρήξη που συνέβη στο εννοιολογικό και φιλοσοφικό πλαίσιο του: για να γνωρίσει τους νόμους που κυβερνούν τις συμπεριφορές των ανθρώπων σε ένα δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό είναι ανάγκη να απαλλαγεί από τον «άνθρωπο», αυτή τη φιλοσοφική κατηγορία κλειδί του θεωρητικού ανθρωπισμού. Μετατόπιση λοιπόν και ταυτόχρονα ρήξη: ο Μαρξ δεν βρίσκεται πλέον στη γραμμή των μεγάλων «ανθρωπιστών» σε μια γραμμική εξελικτική πορεία της σκέψης των μεγάλων «στοχαστών», αλλά σε αντίθεση, διάσταση και ρήξη με τα ιδεολογήματα που συσκοτίζουν τις συγκεκριμένες μορφές ταξικής κυριαρχίας. Ο λόγος είναι απλός: ο υπεριστορικός «άνθρωπος» είναι το κύριο μέσο συγκάλυψης του γεγονότος ότι αυτός ο «άνθρωπος» διαπερνάται απ' άκρου εις άκρον από μια επίσης «ανυπόστατη χάραξη»: την ταξική πάλη και συνεπώς τις κοινωνικές τάξεις που αυτή εγκαθιδρύει. Με την απελευθέρωση του απ' αυτά τα δεσμά ο Μαρξ ανακαλύπτει την «ήπειρο της ιστορίας»  - μια δεύτερη μετατόπιση - κάτι εξίσου σκανδαλώδες με το θεωρητικό αντιανθρωπισμό, γιατί δεν αποδέχεται την εξελικτική συσσώρευση «γνώσεων» και το σχετικισμό στο γνωσιοθεωρητικό επίπεδο. Η επιστήμη της ιστορίας έχει μια προεπιστημονική προϊστορία, που, αν αληθεύει αυτή η θέση, τοποθετείται σε αξιολογικά διαφορετικό επίπεδο ιεράρχησης στη διαδικασία γνώσης των νόμων κίνησης της κοινωνίας: η επιστημονικότητα της μαρξιστικής θεωρίας σε αντίθεση με την «εξωτερικότητα» των άλλων προϋπαρχουσών θεωριών ως προς την «ήπειρο της ιστορίας».

Ποια είναι όμως η ειδοποιός διαφορά της μαρξιστικής θεωρίας; Είναι κάτι που συνδέεται και με τα δυο προηγούμενα σημεία: η αναγνώριση της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας, μιας διαδικασίας χωρίς υποκείμενο (τον «άνθρωπο» ή τους «ανθρώπους») και χωρίς τέλος σκοπό (την «πραγμάτωση του ανθρώπου», ή και όποιο επίγειο παράδεισο διάστηκαν κάποιοι να υποσχεθούν ή, ακόμα χειρότερα, ισχυρίστηκαν ότι έχουν ήδη. πραγματοποιήσει). Άλλη μια μετατόπιση, λοιπόν, η οποία βάζει φραγμούς στον βουλησιαρχισμό όποιου τύπου που παραγνωρίζει ή αγνοεί την πρωταρχικότητα των σχέσεων επί των ατόμων, της ταξικής πάλης επί των τάξεων, της ιστορίας ως αντικειμενικής αναγκαίας διαδικασίας που υπόκειται στη βουλησιαρχία των ατόμων μόνο μέσω των κοινωνικών σχέσεων, των οποίων τα άτομα είναι φορείς.

Το άτομο, το υποκείμενο, η δράση. Ο αποφασιστικός κρίκος μέσα σ' αυτή την αλληλουχία είναι η έννοια του υποκειμένου που είναι τόσο υπαρκτή και πρωταρχική στα βιώματά μας, ώστε να μην επιδέχεται κριτική από τον κοινό νου. Και εδώ όμως, ο Αλτουσέρ θα πραγματοποιήσει μια μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης, προβαίνοντας στη διατύπωση πολύτιμων θέσεων για την ιδεολογία: στη θέση της «εσφαλμένης συνείδησης» θα μπει η «παράσταση» της φαντασιακής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης του, αλλά και το άτομο γίνεται «υποκείμενο» μόνο μέσω της ιδεολογίας που εγκαλεί προς τούτο το άτομο. Άλλο ένα βήμα στην πορεία εγκαθίδρυσης της πρωταρχικότητας των σχέσεων επί των φορέων, που αντιβαίνει στη βουλησιαρχική αντίληψη η οποία διαπερνά τη συλλογιστική «άνθρωπος ανθρωπισμός»  - «υποκείμενο της ιστορίας», και μέσα στην οποία η ιδεολογία είναι ένα συνειδητά ελεγχόμενο σύστημα ιδεών που υπόκειται σε διαδικασίες οριοθέτησης από την επιστήμη, τη βούληση, την πολιτική βουλησιαρχία.

Και τέλος, μια πέμπτη μετατόπιση στην ενδεικτική παράθεση που κάναμε, κάτι πιο «πολιτικό», πιο απτό: η κριτική του σταλινισμού. Μια κριτική που αφίσταται της συνήθους φλυαρίας περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εντοπίζει τις υλικές (πολιτικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές) προϋποθέσεις και παραμέτρους της σταλινικής βαρβαρότητας, που όπως σωστά επισημαίνει ο Αλτουσέρ επιβίωσε κατά πολύ του Στάλιν, μέσα στη θωπευτική σιγή των κομμάτων του επίσημου εργατικού κινήματος, «η οποία διακόπτεται κάποτε από μια εκκωφαντική έκρηξη». Το κείμενο του Αλτουσέρ που μόλις αναφέραμε στιγματίζει με τον μέχρι σήμερα πληρέστερο θεωρητικό τρόπο αυτό που αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν η μακροβιότερη πολιτική δικτατορία του αιώνα μας. Ίσως όμως, η βασική αρετή του κειμένου αυτού να είναι ότι επιχειρεί το απόλυτα απαγορευμένο: να εφαρμόσει μια ανάλυση με μαρξιστικές κατηγορίες στην ιστορία που γράφτηκε στο όνομα του μαρξισμού. Και μάλιστα τον καιρό που οι σήμερα ανανήψασες μωρές παρθένες είτε επαινούσαν τα «επιτεύγματα του σοσιαλισμού», (ιδίως τα «οικονομικά επιτεύγματα», όπως η περίφημη «παραγωγή μέσων παραγωγής για παραγωγή μέσων παραγωγής»!!!) στην Αν. Ευρώπη, είτε τραύλιζαν κάποιες αθλιότητες περί «σοσιαλιστικής νομιμότητας».

Ωραία όλα αυτά! Ο Αλτουσέρ κατέδειξε στο σύνολο του έργου του επίμονα και πειστικά την ύπαρξη αυτών των μετατοπίσεων στο έργο του Μαρξ, αλλά και την ανάγκη ύπαρξης διαρκών μετατοπίσεων στην καθημερινή ταξική πάλη προκειμένου να μπορέσει να υπάρξει μια κομμουνιστική, μαρξιστική πολιτική και θεωρητική πρακτική. Αν όμως, για να γίνει κάτι τέτοιο κατορθωτό είναι αναγκαίο η θεωρία, η θεωρητική πρακτική, να είναι ένας διαρκής αγώνας για τη «μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης», τότε τι μας εγγυάται ότι η μετατόπιση του Αλτουσέρ είναι η προσήκουσα, ότι είναι ωφέλιμη για τη γνώση του πραγματικού όσον αναφορά τη μαρξιστική θεωρία και την ορθότητα των διαπιστώσεων, πορισμάτων, θέσεων και νόμων που αυτή συνάγει αναφορικά με την επιστήμη του κοινωνικού; Η απάντηση, όσον αφορά την εγγύηση είναι: τίποτα. Γιατί η εγγύηση, οι σταθερές της γνώσης είναι αυτή η ανυπόστατη χάραξη, που ο Αλτουσέρ θα μας πει ότι είναι ένα τίποτε που γίνεται κάτι μόνο με τη μετατόπισή του. Η πάλη των τάξεων στη θεωρία γίνεται αισθητή μέσα από τις μετατοπίσεις, την απώλεια εδάφους ή την ανάκτηση χαμένων περιοχών μέσα στο τεραίν της θεωρητικής και πολιτικής μάχης. Και η διαδικασία γνωστικής ιδιοποίησης του πραγματικού είναι κάτι που αποδίδει καρπούς μέσω των διαρκών μετατοπίσεων - «παρακαμπτηρίους» τις ονομάζει συχνά - που επιτρέπουν την προσέγγιση στο πραγματικό μέσα από σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων, με αφετηρία το αφηρημένο και απόληξη το συγκεκριμένο, πάντα μέσα στη σκέψη: «Η γενική έννοια της γνώσης υπάρχει μόνο για να εξαφανιστεί στη συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένων διαδικασιών: στη σύνθετη ιστορία των γνωστικών διαδικασιών» (Positionen, σ. 72).

Ο Αλτουσέρ εφαρμόζει αυτή τη συλλογιστική για να γνωρίσει το έργο του Μαρξ, να προσδιορίσει την ιδιαιτερότητά του και τις χαρακτηριστικές, νέες γνώσεις της ιστορικής πραγματικότητας που αυτό παρέχει. Εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του στρέφοντας τα στα ίδια του τα κείμενα, για να διακρίνουμε σε τι χρησιμεύει αυτή η δική του «μετατόπιση της ανυπόστατης χάραξης» μέσα στο εσωτερικό της μαρξιστικής παράδοσης και ενάντια στα παραδοσιακά ρεύματα απολογητικής και βυζαντινολογίας, δηλαδή την επίσημη νεκρολογία του μαρξισμού:

«Επρόκειτο τέλος να υπενθυμίσουμε μαζί με τον Μαρξ ότι η γνώση τον πραγματικού "μεταβάλλει" κάτι στο πραγματικό, αφού ακριβώς του προσθέτει τη γνώση του, αλλά ότι όλα συμβαίνουν, σαν αυτή η προσθήκη να εκμηδενίζεται στο αποτέλεσμα της. Επειδή η γνώση του ανήκει εκ των προτέρων στο πραγματικό, επειδή είναι μόνο η γνώση του, δεν του προσθέτει κάτι παρά μόνο με την παράδοξη προϋπόθεση ότι δεν του προσθέτει τίποτα. Αφού παραχθεί, ανήκει ολοκληρωτικά σ' αυτό και εξαφανίζεται μέσα του. Η γνωστική διαδικασία σε κάθε βήμα προσθέτει στο πραγματικό τη γνώση του, αλλά σε κάθε βήμα το πραγματικό την οικειοποιείται, αφού είναι δικιά του. Η διάκριση ανάμεσα σε γνωστικό αντικείμενο και πραγματικό αντικείμενο εμφανίζει λοιπόν το παράδοξο, ότι τίθεται μόνο για να ακυρωθεί. Όμως δεν είναι ανυπόστατη επειδή για να ακυρώνεται πρέπει να τίθεται συνεχώς. Είναι κάτι φυσικό, είναι ο αέναος κύκλος κάθε γνώσης, που δεν προσθέτει στο πραγματικό τη γνώση του παρά μόνο για να του την αποδώσει, και ο κύκλος αυτός είναι κύκλος, και άρα ζωντανός, μόνο αν αναπαράγεται, γιατί μόνο η παραγωγή νέων γνώσεων διατηρεί τις παλιές ζωντανές». (Positionen, σ. 76).

Κάπως σαν τον κύκλο της ζωής. Η πρακτική του επίσημου ιερατείου της «υπαρκτής βαρβαρότητας» προκάλεσε τη γενική σήψη που μας πνίγει μετά την «κατάρρευση» των Ανατολικών Χωρών. Η «μοναχική» και συχνά στιγματισμένη θεωρητική πρακτική του Αλτουσέρ κράτησε τον κύκλο ζωντανό... «γιατί μόνο η παραγωγή νέων γνώσεων διατηρεί τις παλιές ζωντανές». Στον Αλτουσέρ δεν ταιριάζουν νεκρολογίες: είναι ο άνθρωπος που παρήγαγε ό,τι πιο ζωντανού έχει να επιδείξει ο μαρξισμός των τελευταίων δεκαετιών.

Βιβλιογραφική σημείωση
 
Τα κείμενα του Αλτουσέρ που χρησιμοποιήσαμε σ' αυτό το άρθρο προέρχονται από τα εξής έργα του:

1. «Lire le Capital», (Althusser Balibar), 2 τόμοι, Librairie Fr. Maspero, Paris, 1968.

2. «Lenine et la philosophie» Paris, 1969. (Ελληνικά: «Ο Λένιν και η φιλοσοφία», εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, XX)·

3. «Positionen», Westberlin 1977.. (Ελληνικά: «Θέσεις», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1977).

4. «Was ist revolutionärer Marxismus?», Westberlin 1973. (Ελληνικά: «Απάντηση στον John Lewis», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1977).