Από τις μελέτες της περιόδου εκείνης για την κληρονομικότητα ως φυσικό φαινόμενο ξεχωρίζουν δύο ονόματα κλειδιά. Πιθανώς να μην ήταν οι μόνοι που συγκέντρωναν τότε την προσοχή, ίσως και να μην είχαν προκαλέσει καν το ενδιαφέρον. Πραγματικά ενώ ο ένας από τους δύο, ο Δαρβίνος, έγινε διάσημος με την πρώτη του δημοσίευση, δεν συνέβη το ίδιο και με το δεύτερο, τον Μέντελ. Ωστόσο και οι δύο εργάστηκαν ουσιαστικά στο ίδιο χρονικό διάστημα και, παρ' ότι όπως θα δούμε δεν ασχολήθηκαν με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, δημιούργησαν ή συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί μια έννοια κλειδί (notion force) που εξακολουθεί και σήμερα να έχει μια απίστευτη δυναμική: πρόκειται για την έννοια της ακαταγώνιστης κυριαρχίας των μηχανισμών κληρονομικότητας. Οι παρατηρήσεις του Δαρβίνου για την εκτροφή περιστεριών - που αποτέλεσαν στη συνέχεια τη βάση της Καταγωγής των ειδών - όπως και οι συστηματικοί πίνακες του Μέντελ για την αναπαραγωγή των μπιζελιών απέβλεπαν στο να επισημάνουν τις κανονικότητες της βιογενετικής μεταβίβασης η οποία θεωρείτο ανώτατο στάδιο ανάλυσης του φαινομένου της ζωής και κλειδί για την κατανόηση του.
Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώνεται μια εντυπωσιακή απουσία. Η απουσία αυτή θα καλυφθεί γρήγορα από την κοινωνία που θα δεχθεί τα μηνύματα και θα τα ερμηνεύσει: πρόκειται για την απουσία του ανθρώπινου στοιχείου. Πραγματικά κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν θα ασχοληθεί με την περιγραφή των μηχανισμών κληρονομικότητας στον άνθρωπο. Οι δύο σημαντικότεροι θεωρητικοί των μηχανισμών κληρονομικότητας, των μηχανισμών που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο πρόσληψης και χρησιμοποίησης των εργασιών αυτών, δεν διατύπωσαν τα πρώτα πορίσματα τους σε σχέση με το ανθρώπινο είδος. Αυτό είναι σημαντικό διότι η ουσιαστική συζήτηση και οι διαμάχες - που ήταν σε τελική ανάλυση πολιτικές - περιστράφηκαν τελικά γύρω από το ανθρώπινο είδος και τις σχέσεις στο εσωτερικό του ανθρώπινου είδους. Με άλλα λόγια, οι μελέτες που έγιναν σε ένα τμήμα του έμβιου το οποίο δεν είχε τα ειδοποιά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων κοινωνιών, όπως την κατασκευή και χρήση σύνθετων εργαλείων και την αντιστρέψιμη γλώσσα (γλώσσα της οποίας τα μηνύματα μπορούν να αλλάξουν ανάλογα με τη συνείδηση των γεγονότων), θα χρησιμοποιηθούν ως βάση ανάλυσης και ως κανονιστικό θεμέλιο για παρατηρήσεις σχετικά με τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δομούνται όμως σε μεγάλο βαθμό με βάση αυτά τα ειδοποιά χαρακτηριστικά και έτσι διαφοροποιούνται από τις παραπάνω ερμηνευτικές μήτρες. Αυτό είναι το πρώτο σημείο.
Κατά δεύτερο λόγο, η τομή που υπάρχει μεταξύ Μέντελ και Δαρβίνου εντοπίζεται αναμφίβολα στο ότι ο Δαρβίνος έδωσε βάρος στη μεταβίβαση των ποικιλιών ανάλογα με τη συμβατότητα τους προς το περιβάλλον, ενώ ο Μέντελ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη μεταβίβαση των καθ' αυτό χαρακτηριστικών επισημαίνοντας τη διαφοροποίηση μεταξύ κυρίαρχων και λανθανόντων χαρακτηριστικών. Το βασικότερο είναι όμως ότι ο Μέντελ ασχολήθηκε με το φυτικό βασίλειο ενώ ο Δαρβίνος ασχολήθηκε και με το ζωικό βασίλειο δίνοντας του μάλιστα προτεραιότητα. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο Μέντελ έγινε γνωστός και βρήκε αναγνώριση πολλά χρόνια αφότου πραγματοποίησε τις έρευνες του. Η μελέτη των φυτών δεν θέτει σε κίνηση τους ισχυρούς μηχανισμούς προβολής και ταύτισης οι οποίοι ενεργοποιούνται από τις έρευνες για τα ζωικό βασίλειο. Τα φυτικά είδη κατέχουν αναμφίβολα σημαντική θέση στην Καταγωγή των ειδών ενώ το πείραμα της καλλιέργειας χόρτου συνδέεται με το όνομα του Δαρβίνου αλλά και έδωσε αναμφίβολα την αρχική ιδέα για το πείραμα δενδροκαλλιέργειας του Λυσένκο: είναι εξάλλου εντυπωσιακό ότι ενώ η ερμηνεία που δίνεται είναι τόσο διαφορετική - και η ερμηνεία του Λυσένκο είναι ανθρωπομορφική - οι εμπειρικές παρατηρήσεις είναι στην πραγματικότητα πολύ κοντινές. Παρότι όμως τα φυτά είχαν σημαντική θέση στο έργο του Δαρβίνου, το προνομιακό πεδίο της ερευνάς του ήταν τελικά το ζωικό βασίλειο και σ' αυτό μελέτησε συστηματικά τη μεταβίβαση των χαρακτηριστικών και συγκεκριμένα των χαρακτηριστικών που αποκτήθηκαν μέσω της παραλλαγής, δηλαδή αργά και προοδευτικά σε αντιδιαστολή προς τον αιφνίδιο χαρακτήρα της μετάλλαξης.
Σ' αυτό οφείλεται κυρίως το ότι οι μελέτες του Δαρβίνου εναρμονίζονται με την ελιτιστική και ανελέητη ηθική της κοινωνικής τάξης που νίκησε την αριστοκρατία. Πραγματικά κάθε εργασία πάνω στο έμψυχο έμβιο, στο ζωικό, ενεργοποιεί ισχυρές συναισθηματικές προβολές οι οποίες δεν προκαλούνται από τις μελέτες για το φυτικό έμβιο. Και ακόμη, η προβολή του εγώ και των ανθρώπινων σχέσεων όχι μόνο είναι σχεδόν αναπόφευκτη για τον αναγνώστη αλλά πραγματοποιείται και από εκείνον που εργάζεται εμπειρικά ή θεωρητικά πάνω στο ζωικό στοιχείο, με αποτέλεσμα οι παρατηρήσεις και οι θεωρίες να αποκτούν γρήγορα μια τελεολογική χροιά και να γίνονται ανθρωπομορφικές. Η τομή ανάμεσα στο Μέντελ ο οποίος ασχολείται με έναν μηχανισμό (τη μεταβίβαση χαρακτηριστικών) και το Δαρβίνο ο οποίος ασχολείται κυρίως με την υφή των χαρακτηριστικών αυτών, ανάλογα με το εάν είναι επίκτητα ή όχι, δείχνει ότι η τελεολογική1 οπτική υπάρχει ήδη στο στάδιο επιλογής του αντικειμένου μελέτης: είτε προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου που επιλέχθηκε είτε βρίσκεται στη βάση της ίδιας της επιλογής, η τελεολογική οπτική συνδέεται βαθιά και αξεδιάλυτα με το αντικείμενο.
Αλλά η προβολή δεν είναι ένας αυθαίρετος μηχανισμός και αν τα ανθρώπινα όντα (les humains) επιδιώκουν με τόσο πάθος να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να τον αναπαραστήσουν συμβολικά μέσω των ζώων, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Αν είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο Δαρβίνος δούλεψε πάνω στον άνθρωπο (παρ' ότι το The Descent of Man - που μεταφράζεται ανακριβώς ως οι «απόγονοι» του ανθρώπου ενώ πρόκειται για τους προγόνους του! - είναι ένα έργο που δεν έχει τη θεωρητική βαρύτητα της Καταγωγής των ειδών], αυτό οφείλεται στο ότι σύμφωνα με μια ορισμένη οπτική δεν υπάρχει σαφές κριτήριο διαφοροποίησης κάθε ζωικού είδους. Αν τονίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας τους ως ζώων, αυτό ευνοεί τελικά μόνο τον homo που αποτελεί το πραγματικό κέντρο του ενδιαφέροντος σ' αυτή τη συζήτηση. Το παράδοξο είναι ότι μια τέτοια οπτική συνδέεται στενά με τον ελιτισμό... Και το πάθος που περιβάλλει το όνομα του Δαρβίνου - περισσότερο απ' ό,τι το ίδιο το έργο του - εκφράζει αυτή την αυθαίρετη εξομοίωση. Στους ηθολόγους και το Lorenz βρίσκουμε το σημερινό απόηχο αυτής της ενιαίας προσέγγισης την οποία επεξεργάστηκε συστηματικά η πολύ πρόσφατη κοινωνιολογία.
Πραγματικά, στους ηθολόγους συναντούμε μεγάλο μέρος των πνευματικών απογόνων του Δαρβίνου. Επιδίωξη τους είναι βέβαια να συνδέσουν μια ορισμένη κοινωνική συμπεριφορά - ακριβέστερα τον καθορισμό των κοινωνικών συμπεριφορών - με το ένστικτο αλλά η μελέτη των συνδυασμών του ενστίκτου στα ζώα είναι σαφώς προσανατολισμένη στην κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων. θα ήταν εξάλλου σωστότερο να μιλάμε στην περίπτωση αυτή για ανθρώπους και όχι για ανθρώπινα όντα: αυτό προκύπτει καθαρά από τα κείμενα των ηθολόγων που επικεντρώνονται βασικά στη χωρικότητα, την επίθεση, την ιεραρχία κλπ. και όχι στην ανάπτυξη, την επιβίωση, τη διατροφή. Η ηθολογία έχει στενή σχέση με το πνεύμα του κοινωνικού δαρβινισμού και αποτελεί τον «ελλείποντα κρίκο» που συνδέει στο φυσιογνωστικό πεδίο την ανθρώπινη κοινωνικότητα με το ένστικτο, τη γενετική μεταβίβαση με τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Πραγματικά, οι αναλύσεις για την κληρονομικότητα και τη μεταβίβαση των χαρακτηριστικών - επίκτητων ή όχι - θα εισαχθούν στη συζήτηση για τη φύση της κοινωνίας μέσω της ηθολογίας. Και αυτός ο κλάδος αρθρώνεται γύρω από το «ζωικό» πυρήνα, χωρίς πάντως να ταυτίζεται απόλυτα μ' αυτόν δεδομένου ότι υπάρχουν ηθολογικές εργασίες για την ανθρώπινη παιδική ηλικία. Είναι αναμφίβολο ότι η εξαιρετική «επιτυχία» που είχε η ηθολογία τα τελευταία χρόνια συνδέεται στενά με την ισχυρή επιθυμία για σύγκριση μεταξύ ζώων και ανθρώπινων όντων, η οποία έπαιξε ρόλο και στην ευρεία δημοσιότητα και επιτυχία που γνώρισε ο Δαρβίνος. Ωστόσο εκείνο που κυρίως πέτυχε η ηθολογία ήταν να αρθεί η απαγόρευση που έπληξε τον κοινωνικό δαρβινισμό με το τέλος της ναζιστικής περιόδου στην Ευρώπη. Μετά το τέλος του 6' παγκοσμίου πολέμου, η στενή σύνδεση των ιδεολογικών αφετηριών του ναζισμού με το ρεύμα του κοινωνικού δαρβινισμού των αρχών του 20ου αιώνα επέβαλε στις κοινωνικές επιστήμες μια σώφρονα σιωπή γύρω από τις θεωρητικές επιλογές του νεοδαρβινισμού. Η επιβίωση του ικανότερου και ο θρίαμβος του ήταν αντιλήψεις απαράδεκτες για το μεταπολεμικό κόσμο, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι οι πόλεμοι και οι διαδικασίες απελευθέρωσης των αποικιοκρατούμενων χωρών είχαν ξεκινήσει και έθεταν σε διαρκή αμφισβήτηση ένα σύστημα ερμηνείας των κοινωνικών σχέσεων και μια ηθική που θεωρούνταν τόσο «φυσικά» πράγματα για έναν ολόκληρο αιώνα. Με μια λέξη, το εγκώμιο της ισχύος είχε πάψει να θεωρείται επιστημονική έννοια. Η ηθολογία ξαναφέρνει στην επιφάνεια την προσέγγιση αυτή μέσω μελετών για τη συμπεριφορά των ζώων και φιλοσοφικών παρατηρήσεων για τα ένστικτα και τη δραστηριότητα τους... Τομέας που ενδιαφέρει εξαιρετικά τους αναγνώστες και το πλατύ κοινό: τα ζώα ήταν πάντα το δίδυμο του ανθρώπου, τα γνωρίζουμε και τα αντιμετωπίζουμε μ' αυτό τον τρόπο. Μέσω αυτών μπορεί να περάσει πολύ αποτελεσματικά ένα μήνυμα για τον άνθρωπο (ο οποίος είναι προφανώς το αντικείμενο του ενδιαφέροντος πίσω από το λιοντάρι και την τσίχλα): το πεδίο των ζώων δεν είναι ρητά το πεδίο των ανθρώπων και κάθε παρατήρηση για τη δύναμη ή την αδυναμία, τη δουλεία ή την επιθετικότητα, τη σεξουαλική κυριαρχία ή την εξόντωση των απροσάρμοστων στο χώρο αυτό θεωρείται αποδεκτή, ουδέτερη, άνευ ιδεολογικής σημασίας. Ιδεατή μετάθεση: αυτό φάνηκε καθαρά στο εξαιρετικό ενδιαφέρον που προκάλεσαν οι ηθολογικές εργασίες ξεκινώντας από τις πιο αυστηρές εμπειρικές έρευνες και φτάνοντας στις πιο πλατειές συνθέσεις για το έμβιο. Η ηθολογική έκρηξη οδήγησε τον κλάδο μέσα σε μια δεκαετία σε όλα τα επίπεδα μελέτης, από την παρατήρηση των μικρών πουλιών στους τόπους ωοτοκίας ή κυνηγιού έως τις πανοραμικές συνθέσεις για την εξέλιξη των πρωτοταγών ζώων από την αρχή εμφάνισης του είδους. Στον τομέα αυτό αφιερώθηκαν σημαντικές διανοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις, αποδεικνύοντας πόσο ισχυρό ήταν το ενδιαφέρον και πόσο ριζική η απαγόρευση που προκάλεσε μια τόσο δυνατή και αναπάντεχη έκρηξη. Σήμερα η ηθολογία συνεχίζει τη δραστηριότητα της μέσω της κοινωνιοβιολογίας, στην οποία παρέχει άλλωστε τον κύριο όγκο εμπειρικών δεδομένων. Κατάληξη (προσωρινή) η οποία, αν και δεν είναι το ίδιο δημοφιλής με την κλασική ηθολογία, γνωρίζει τόση επιτυχία ώστε τείνει να κυριαρχήσει στην προβληματική των συνοριακών επιστημών που τοποθετούνται ανάμεσα στο «ανθρώπινο» (κοινωνιολογία, εθνολογία, - ψυχολογία...) και το «έμβιο» εν γένει (βιολογία, γενετική...) και σε κάθε περίπτωση να βρεθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα στο κέντρο της αντιπαράθεσης. Η κοινωνιοβιολογία εισάγει ρητά τον άνθρωπο στην προβληματική της ισχύος, της επίθεσης και της επιβίωσης. Ο κύκλος κλείνει και η ιδεολογική διαιώνιση του κοινωνικού δαρβινισμού είναι εξασφαλισμένη.
Ωστόσο, αν ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν ταυτίζεται απόλυτα με το Δαρβίνο, η ηθολογία και η κοινωνιοβιολογία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το διάβημα του Δαρβίνου: όλοι οι συλλογισμοί θεμελιώνονται στο ζωικό στοιχείο, στο μη ανθρώπινο ζωικό στοιχείο και καταλήγουν στον άνθρωπο μόνο σε τελική ανάλυση, ορισμένες φορές με επιφυλάξεις, τουλάχιστον με τυπικές επιφυλάξεις. Ενάντια σ' αυτή ακριβώς την ενασχόληση με τη μη ανθρώπινη (ή προανθρώπινη) ζωική εμπειρία είχαν στρέψει κύριο μέρος της πολεμικής τους τον προηγούμενο αιώνα - ήδη από την εποχή του Δαρβίνου - οι θρήσκοι αντιδαρβινιστές. Εξοργισμένοι γιατί ο Δαρβίνος διακρίνει στον άνθρωπο τα πρωτοταγή ζώα - ενώ εκείνοι έβλεπαν τον άνθρωπο ως «εικόνα του θεού» ή ως πλάσμα με ιερό χαρακτήρα, απόλυτα «ξεχωριστό» μέσα στο φυσικό κόσμο - έκαναν επίθεση στο συγγραφέα της Καταγωγής των ειδών στο όνομα θρησκευτικών αρχών, αντιλαμβανόμενοι πολύ καλά ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της εργασίας του, το ότι ασχολείτο με το έμβιο στην εν γένει ζωική μορφή του και στο προανθρώπινο στάδιο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η τεράστια διαφορά της επιτυχίας που γνώρισαν ο Δαρβίνος και ο Μέντελ συμπίπτει με ένα πολύ απλό γεγονός. Κατ' αρχήν και οι δύο ενδιαφέρονται για τη μεταβίβαση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Για το Δαρβίνο βέβαια αντικείμενο έρευνας είναι οι ποικιλίες ενώ ο Μέντελ εξετάζει τα χαρακτηριστικά καθαυτά χωρίς να ασχολείται με την προέλευση τους. Αλλά και οι δύο ασχολούνται με το μηχανισμό μεταβίβασης, εκδήλωσης και διατήρησης των χαρακτηριστικών, δηλαδή ενδιαφέρονται ουσιαστικά για το ίδιο πράγμα ακριβώς. Ο ένας θα γνωρίσει από την πρώτη στιγμή μια λαμπρή επιτυχία μεταξύ των επιστημόνων αλλά και στο πλατύ κοινό ενώ ο δεύτερος θα αναγνωριστεί και το έργο του θα γίνει αποδεκτό πολλές δεκαετίες αργότερα. Ο Μέντελ προσπαθεί να ερμηνεύσει το μηχανισμό αυτό αποκλειστικά και μόνο στο πεδίο των φυτικών έμβιων ενώ ο Δαρβίνος θα κάνει το ίδιο στο ζωικό έμβιο. Ο πρώτος περιγράφει χαρακτηριστικά σχετικά με τα οποία δεν μπορεί να εισαχθεί - ή τουλάχιστον δεν εισάγεται εύκολα καμιά αξιολόγηση, καμιά σκοπιμότητα, καμιά φανερά τελεολογική προσέγγιση. Ο δεύτερος εργάζεται σε έναν τομέα όπου σταθερές παραδόσεις αιώνων επιτρέπουν την προβολή συναισθημάτων, σκοπών και συμφερόντων τα οποία διατρέχουν και οργανώνουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Κάθε λόγος για το ζωικό βασίλειο επενδύεται de facto με ενδιαφέροντα, συγκρούσεις, συμφέροντα που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Και ο Δαρβίνος, όσο αυστηρός και αν προσπαθεί να είναι, όσο αυστηρός και αν είναι, δεν ξεφεύγει με κανένα τρόπο από αυτό τον καταναγκαστικό κανόνα. Παρατηρώντας κυρίως τα περιστέρια (και τα μυρμήγκια) κάνει ορισμένες φορές σχόλια με όρους ανθρώπινης κοινωνικότητας. Πρόκειται για μια τάση σταθερή και εξαιρετικά ισχυρή, όπως δείχνει η εντυπωσιακή επανεμφάνιση της με την ηθολογία στη δεκαετία του εξήντα. Η επιτυχία της ηθολογίας θα είναι εντυπωσιακή και αυτό οφείλεται αναμφίβολα στην αξία των παρατηρήσεων της και την προσπάθεια σύνθεσης που κατέβαλε. Οφείλεται όμως πολύ περισσότερο στα συμπεράσματα της τα οποία κολάκευαν μια κοινωνία που είχε κατακτήσει τον κόσμο και της έδιναν την εγγύηση φυσικής νομιμοποίησης των πρακτικών της. Και οφείλεται εν τέλει σε έναν απλό λόγο που αφορά και το πλατύ κοινό: οτιδήποτε λέγεται γύρω από το ζωικό στοιχείο ασκεί γοητεία και θέτει σε κίνηση τους ιστορικά παγιωμένους μηχανισμούς προβολής και συναισθηματικής μεταβίβασης. Μιλώντας για τα ζώα, ο Δαρβίνος προκαλούσε άμεσα την προσοχή και το ενδιαφέρον. Ο Μέντελ αφορούσε μόνο τους καλλιεργητές και τους μανιώδεις της μελέτης και του πειραματισμού: τα μπιζέλια προκαλούν λιγότερο πάθος απ' ό,τι οι λύκοι. Ο Δαρβίνος που θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές της σκέψης πάνω στον άνθρωπο μίλησε τόσο λίγο γι αυτόν! Και πάντως σχεδόν καθόλου στο βασικό έργο του, την Καταγωγή των ειδών. Αυτή η απουσία έχει εξάλλου πολύ παράδοξο χαρακτήρα, δεδομένου ότι αν και απών, ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο. Γι αυτό το λόγο ο Δαρβίνος δέχτηκε τόσο έντονες επιθέσεις από τους θεολογικούς μηχανισμούς και τους θεολογικώς σκεπτόμενους, γι αυτό το λόγο θαυμάστηκε και εξυμνήθηκε τόσο πολύ από τους υποστηρικτές της κοινωνικής τάξης (ordre) και των δυναμικών προγραμμάτων, γι αυτό το λόγο οι κομψευόμενοι ελιτιστές ασπάστηκαν με τέτοια θέρμη μια ηθική που τους έδινε τόσο κολακευτική θέση. Και γι αυτό το λόγο ο Gobineau, κοινωνικός φιλόσοφος και ιστορικός, ένιωσε ότι ο συγγραφέας της Καταγωγής τον λεηλάτησε και του άρπαξε αυτό που θεωρούσε ως κεφαλαιώδη ανακάλυψη και κλειδί της σκέψης για τον άνθρωπο στο τέρμα των αστικών επαναστάσεων. Ο Δαρβίνος μιλούσε μέσω των περιστεριών για τον άνθρωπο, μιλούσε μόνο για τον άνθρωπο και αυτό το καταλάβαιναν οι αναγνώστες του. Πράγμα που φάνηκε άλλωστε καθαρά στους επιγόνους του: ο κοινωνικός δαρβινισμός αποτελούσε ένα ισχυρό πνευματικό κίνημα που κυριάρχησε στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου στα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου και μετέγραψε λέξη προς λέξη τα ιδεολογικά (και όχι τα εμπειρικά) συμπεράσματα των εργασιών του Δαρβίνου για το ζωικό στοιχείο. Οι συνεχιστές του επιστημονικού έργου του στο πεδίο των φυσικών επιστημών ενδιαφέρθηκαν αντίθετα για τον τρόπο παρατήρησης και μελέτης που εισηγήθηκε ο Δαρβίνος και έτσι τα ιδεολογικά συμπεράσματα του δεν αποτέλεσαν το μοναδικό άξονα αναφοράς. Με άλλα λόγια, οτις φυσικές επιστήμες η αντιπαράθεση γύρω από το Δαρβίνο ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, ουσιαστική αντιπαράθεση. Αντίθετα, στις κοινωνικές επιστήμες, είτε αυτές ασχολούνται με το ανθρώπινο είτε με το μη ανθρώπινο ζωικό στοιχείο, η συζήτηση δεν ήταν ουσιαστική γιατί δεν περιστράφηκε γύρω από τις μεθόδους και τη διαδικασία αλλά αφορούσε στο περιεχόμενο των συμπερασμάτων... Δηλαδή στο πιο ασταθές και, στην περίπτωση του Δαρβίνου, το λιγότερο σημαντικό στοιχείο. Τα συμπεράσματα αυτά δεν προκύπτουν από την αυστηρή έρευνα αλλά αντίθετα από την προβολή παθών.
Μπορούμε να αντιληφθούμε σήμερα ότι η επιλογή του πεδίου - το ζωικό αντί του φυτικού - είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθεί αδιάσπαστα η πίστη στο διαλογικό ντετερμινισμό με την ηθική των νικητών και την επιθυμία διατήρησης της κοινωνικής τάξης (ordre).
Η Καταγωγή των ειδών, το σημαντικότερο βιβλίο του Δαρβίνου, που αποτελεί ταυτόχρονα γεγονός στην ιστορία των βιομηχανικών κοινωνιών, δεν είναι αυτό που θα λέγαμε κεραυνός εν αιθρία ή εν κενώ. Πριν το Δαρβίνο, ο Λαμάρκ είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ποικιλία των χαρακτηριστικών του έμβιου μέσα στη χρονική διαδοχή. Αντιλαμβανόταν τα χαρακτηριστικά αυτά μάλλον σαν μεταλλάξεις. Ο Δαρβίνος θα διατυπώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτή την ιδέα λέγοντας ότι αυτές οι αλλαγές στις μορφές του έμβιου δεν αποτελούν βίαιες μεταμορφώσεις αλλά πολύ αργές και κλιμακωτές μεταδόσεις. Εν τούτοις, η μη ακινησία, η ευκαμψία της ζωής και των διαδικασιών της, η προσαρμοστικότητα της ήταν και για τους δύο αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το έμβιο. Παρ' όλα ταύτα, το έργο του Λαμάρκ δε θα δημιουργήσει ούτε το ενδιαφέρον, ούτε τη συνέχεια, ούτε τις διαφωνίες που προκάλεσε το έργο του Δαρβίνου. Ο τελευταίος είναι το κεντρικό πρόσωπο μιας διαμάχης που, αν και είχε ξεσπάσει όσο αυτός ζούσε ακόμα, είναι σίγουρο ότι δεν έχει λήξει ακόμα, και που τώρα, στη δεκαετία του 70, επανέρχεται μάλιστα στην επικαιρότητα. Μπορεί στο πέρασμα του αιώνα που μας χωρίζει από το Δαρβίνο τα δεδομένα να μην έμειναν ακριβώς τα ίδια, η ουσία όμως της διαμάχης παραμένει απροσδόκητα σταθερή. Όπως και να έχει το πράγμα, υπερβαίνει κατά πολύ τις διαφωνίες που κατά παράδοση θεωρούνται «επιστημονικές». Πώς εξελίχθηκε αυτή η διαμάχη; Και ως προς τι αυτές οι διαφωνίες είναι εν τέλει πολιτικές διαφωνίες;
Αυτό που στις αρχές του 20ου αιώνα ονομάστηκε «κοινωνικός δαρβινισμός» έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον κύκλο των διανοουμένων κατά την περίοδο ηγεμονίας της Δύσης. Πρόκειται για την εφαρμογή στο χώρο των κοινωνικών - ανθρώπινων σχέσεων ενός σχήματος που παρουσίασε ο Δαρβίνος κατά την ανάλυση των μορφολογικών χαρακτηριστικών του έμβιου και του οποίου φορείς και υποστηρικτές ήταν κατά κύριο λόγο - αλλά όχι αποκλειστικά - οι παγγερμανιστές. Ο κοινωνικός δαρβινισμός εκφράζει με αρκετή πληρότητα το νοητικό υπόβαθρο που θα καθιστούσε δυνατές τις ναζιστικές επιλογές σε ζητήματα που δεν αφορούσαν την «επιστήμη», αλλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Και γίνεται λόγος για ανθρώπινες σχέσεις διότι για τι άλλο πρόκειται όταν μια ομάδα που διαθέτει πολιτική εξουσία και εξουσία καταναγκασμού, θεσπίζει - με νόμο, αφού πρώτα έχει εκφράσει τις σχετικές «απόψεις» - ποιος θα έχει δικαίωμα ύπαρξης και - ποιος δεν θα έχει και θα θανατώνεται, ποιος θα κάνει n - υπηρετική ή διευθυντική εργασία - και όταν όλα αυτά συναρτώνται με μια υποτιθέμενη «φυσική καταγωγή», από την οποία απορρέουν φυσικές ικανότητες διεύθυνσης και καταναγκασμού, στο καλό και το κακό, στη ζωή και το θάνατο; Γιατί με όποιο ένδυμα κι αν εμφανίζονται οι επιστημονικές εργασίες - η επιστημονική εργασία - αποτελούν μέρος των πολύ πραγματικών σχέσεων που οργανώνουν τις κοινωνίες. Αρχίσαμε να βλέπουμε ξεκάθαρα εδώ και είκοσι περίπου χρόνια ότι οι επιστημονικές εργασίες είναι κατά συνέπεια πολιτικές. Οι διαμάχες γύρω από την επιστημονική αντικειμενικότητα ή ουδετερότητα παίζουν σε τελική ανάλυση το ρόλο ενός σεμνού παραπετάσματος ορισμένων σκληρών συσχετισμών δύναμης - σκληρών και καταναγκαστικών για τους εξουσιαζόμενους, σκληρών και φονικών. Το καταλαβαίνουμε σήμερα, στα τέλη της δεκαετίας του 70, καθώς σχέδια ωμής κοινωνικής κυριαρχίας, εμφανίζονται με το βαρύτιμο ένδυμα της «επιστημονικής» αξιοπιστίας. Ίσως σε καμιά άλλη ιστορική στιγμή τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα. Μέχρι τώρα, ή τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 20ου αλλά και στον προηγούμενο αιώνα, οι πρακτικές και τα συμπεράσματα της «επιστήμης» αποτελούσαν αντικείμενο τέτοιας λατρείας, ώστε ήταν αδιανόητο να ισχυριστεί κανείς μεγαλόφωνα - ή με τρόπο πειστικό για το κοινό που ταυτίζει την Επιστήμη με την Αλήθεια - ότι ακόμη και οι διαμάχες του αμφιθεάτρου ή του εργαστηρίου αφορούσαν ζητήματα πολύ καθημερινά και καθαρά πρακτικά. Η ζωή η ίδια, δηλαδή η ζωή ή ο θάνατος, η ελευθερία και η καταπίεση, η τροφή και η έλλειψη της, όπως και η πιο κοινή καθημερινότητα, συνδέονται με αυτές τις περίφημες αφηρημένες προτάσεις. Κανείς δεν μπαίνει στις αρένες της «Επιστήμης» ως καθαρό πνεύμα.
Δεν υπάρχει καθαρό πνεύμα και ο Δαρβίνος δεν αποτελεί επ' ουδενί λόγω εξαίρεση. Και τι παράξενος θα ήταν άλλωστε ο υλισμός που σταματάει στο κατώφλι της «Επιστήμης» ή της νόησης! Η κοινωνική ένταξη του Δαρβίνου - άγγλος μεγαλοαστός, απόγονος κληρικών και δραστήριων βιομηχάνων - του προσέφερε από τη μια τα υλικά μέσα για να μπορέσει να αφοσιωθεί σε ένα ερευνητικό έργο και από την άλλη τις πνευματικές προϋποθέσεις που ήταν αναγκαίες για να δώσει τον τύπο θεωρίας που τελικά διατύπωσε. Αυτό επαναφέρει το καίριο ερώτημα περί των υλικών, οικονομικών και νοητικών συνθηκών της ερευνητικής εργασίας, καθώς και της επίδρασης των συνθηκών αυτών στην επιστημονική παραγωγή.
Ο τρόπος διατύπωσης των ερωτημάτων που οι ερευνητές απευθύνουν στο πραγματικό εξαρτάται άμεσα από αυτές τις συνθήκες, δεδομένου ότι τα ερωτήματα αυτά δεν είναι παρά ορισμένα από τα άπειρα πιθανά ερωτήματα. Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος. Η απίστευτη πυκνότητα και η τεράστια ποικιλία του πραγματικού, δηλ. το αναρίθμητο των πιθανών εμπειρικών επιλογών σε μια συγκεκριμένη έρευνα, ο αναγκαστικός τους περιορισμός μετά την πραγματοποίηση της επιλογής, καθιστά αυτή την τμήση του πραγματικού μια αυθαίρετη μορφική αναπαράσταση. Η ποικιλία των τρόπων λογικής σκέψης που μπορούν να εφαρμοσθούν, οι περιορισμένες νοητικές ικανότητες και τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια που έχουν στη διάθεση τους τα ανθρώπινα όντα που επιδιώκουν να κατανοήσουν τον κόσμο τους, φέρουν επίσης ευθύνη για το ότι οι θεματολογικές τμήσεις είναι μερικές και ως μερικές είναι και μεροληπτικές.
Και αυτοί ακριβώς οι αναγκαστικοί περιορισμοί της επιστημονικής έρευνας καθιστούν τις αναλύσεις του Δαρβίνου και του Gobineau τόσο συγγενείς. Εξάλλου ο Gobineau κατηγόρησε με πικρία το Δαρβίνο ότι έκλεψε και εκμεταλλεύθηκε τις ιδέες που αυτός είχε εκθέσει στο Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών (1855), που είχε εκδοθεί λίγα χρόνια πριν την Καταγωγή των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής (1859). Αυτό δεν είναι ακριβές με την κυριολεκτική σημασία των όρων και ο Δαρβίνος αναγνωρίζει ως εμπνευστή του μόνο τον Μάλθους. Όμως αυτοί οι δύο κοινωνικοί φιλόσοφοι, ο Δαρβίνος και ο Gobineau, είχαν πράγματι μιαν εξαιρετικά συγγενή άποψη για την κοινωνία, πράγμα που είχε αντιληφθεί πολύ καλά ο Gobineau. Αυτή η θεώρηση είναι κατ' αρχήν ελιτιστική - και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτα κεντρικό εφόσον αποβλέπει στο να διευκρινίσει και να δικαιολογήσει τη θέση που καταλαμβάνουν στις ζωικές ή τις ανθρώπινες κοινωνίες ορισμένα κυρίαρχα, από άποψη φυσιολογίας ή νοητικής ικανότητας, άτομα - και τους οδηγεί στο να αφιερώσουν σ' αυτή την ομάδα που τους γοητεύει όλη τους τη νοητική ενέργεια και να επενδύσουν σ' αυτή όλο το συναισθηματικό και διανοητικό δυναμικό τους. Αυτή η θεώρηση είναι ταυτόχρονα κανονιστική, στο μέτρο που μηχανισμοί παραγωγής ανισοτήτων που περιέγραφαν τους φαίνονταν αναγκαίοι ή πάντως επιθυμητοί: ο ένας - πρόκειται για το Δαρβίνο - μιλά για ένα «ένστικτο τόσο θαυμαστό» όσο η σκλαβιά και αυτό θα είναι το πρώτο ένστικτο που θα μελετήσει στην πορεία της εργασίας του ή εν πάση περιπτώσει το πρώτο ένστικτο για το οποίο μιλά στην Καταγωγή των ειδών. Ο άλλος - ο Gobineau - νοσταλγός της ιδέας της επιλογής, αφιερώνει σ' αυτήν τις Πλειάδες, δηλαδή το λαμπρότερο κομμάτι του μυθιστορηματικού έργου του. Το να υποστηρίξει κανείς ότι η στάση αυτή είναι συνέπεια της θέσης που κατείχαν οι ίδιοι στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων είναι ένα είδος ταυτολογίας: και οι δύο είχαν πράγματι ένα οικογενειακό παρελθόν που τους άφηνε τα περιθώρια να μην κινδυνεύουν σοβαρά εξαιτίας των εργασιών τους ούτε από την ένδεια ούτε από τον αποκλεισμό τους από τους κοσμικούς κύκλους. Είναι πάντως σημαντικό να μην ξεχνάμε αυτές τις ταυτολογίες - διότι υπάρχει πάρα πολύ συχνά η τάση να παραβλέπονται τέτοιες ανάξιες λόγου συμπτώσεις. Έριχναν ένα ψυχρό αλλά γεμάτο ενδιαφέρον βλέμμα στην κοινωνία της εποχής τους, στις κοινωνικές σχέσεις, και η κοινή τους απαισιοδοξία εκφράζει την περιθωριακή αλλά παρ' όλα ταύτα δεσπόζουσα θέση τους, δεδομένου ότι εντάσσονται από υλική άποψη στην κατακτητική αστική τάξη η οποία βρισκόταν τότε σε πλήρη άνθιση. Πικρή η ματιά του Gobineau, για τον οποίο η απαισιοδοξία παίρνει τη μορφή των πιο άσχημων προαισθημάτων για το μέλλον του κόσμου, πιο κυνική η ματιά του Δαρβίνου που χρωματίζεται ελαφρά από την εμμονή στην δυσχερή θέση των «αδυνάτων». Και στους δυο όμως υπερισχύει το πάθος για τους «εκλεκτούς». Οι «calenders fils de roi» του διπλωμάτη αντανακλώνται στο έργο του φυσιογνώστη, μέσω της γοητείας που ασκεί η δουλεία ως προϋπόθεση ύπαρξης του αφέντη. «Η εξάρτηση του μυρμηγκιού από τους δούλους του είναι τόσο απόλυτη, που χωρίς τη βοήθειά τους το είδος θα έσβηνε σίγουρα μέσα σε μία μόνο χρονιά». Μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως η απορητική και νοσταλγική χροιά των κοινωνικών παρατηρήσεων του Gobineau, ο οποίος έχει απογοητευτεί από την καταιγιστική ορμή των κατώτερων βαρβάρων, απορρέει από το γεγονός ότι αυτός ασχολήθηκε με τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ενώ τον Δαρβίνο απασχολούσαν οι σχέσεις μεταξύ ζώων. Και οι δύο όμως είχαν ως αφετηρία την ατομικότητα. Ο Δαρβίνος και οι άμεσοι διάδοχοι του ήταν προσανατολισμένοι προς τη μεταβίβαση από άτομο σε άτομο των χαρακτηριστικών που είχαν και αυτά αποκτηθεί από κάποιο άτομο. Η ποικιλία, που είναι το κύριο αντικείμενο του Δαρβίνου, προϋποθέτει την ατομικότητα, την ατομική εξαίρεση. Ο Δαρβίνος εργάστηκε πάνω στην ατομική εξαίρεση και θεώρησε ότι κατανοούσε και ερμήνευε ορθά μετασχηματισμούς σε επίπεδο ομάδων και κοινωνιών. Αυτή η οπτική - που είναι πολύ ελιτιστική αν τη μεταφέρουμε στο επίπεδο των ανθρώπων - προϋποθέτει αναγκαστικά την παρέμβαση του τυχαίου ως πηγής ποικιλίας. Έτσι, η ελιτιστική επιλογή δεν μπορεί να εκφρασθεί με σαφήνεια από κάποιον, από το Δαρβίνο ή το Gobineau, από τις φυσικές επιστήμες ή τη φιλοσοφία της ιστορίας, παρά μόνο με τη μορφή του ατομικισμού.
Στη συνέχεια, και ενώ τελειοποιούνταν τα όργανα παρατήρησης και ιδίως η στατιστική έρευνα, ήταν δυνατό να αποκαλυφθούν κάποιες κανονικότητες στην κατανομή των «ανωμαλιών», την εμφάνιση των οποίων ευνοούσε η εξέλιξη. Γινόταν λοιπόν όλο και δυσκολότερο να μην προσεγγισθεί το φαινόμενο της κληρονομικότητας ως ομαδικό φαινόμενο και να εξακολουθήσει να προσεγγίζεται ως αποκλειστικά ατομικό χαρακτηριστικό του οποίου η επιτυχία επιτρέπει τη μεταβίβαση. Σήμερα η κοινωνιοβιολογία προτείνει μια θεώρηση της μεταβίβασης των χαρακτηριστικών που επανέρχεται με παράδοξο τρόπο στον ελιτισμό ατομικισμό. Σύμφωνα με αυτή, το άτομο δεν είναι παρά φορέας ενός συνόλου γονιδίων. Αυτά αποτελούν στο σύνολο τους ένα είδος ανταγωνιστικής κοινωνίας, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρίσιμη με την παραδοσιακή εικόνα που είχαν οι φυσιογνώστες για τις λαϊκές κοινωνίες. Η κοινωνία αυτή είναι καθαρά εξωτερική ως προς τη διαρθρωμένη κοινωνία η οποία αποτελείται από εξατομικευμένα σώματα, ζωικά ή ανθρώπινα, πολύ δε περισσότερο είναι εξωτερική ως προς τις κοινωνίες που εμπεριέχουν τη συνείδηση, τις κοινωνίες του κοινωνικού συμβολαίου... Το εξηγητικό σχήμα παραμένει δαρβινικό, αλλά η ατομικότητα μετατοπίζεται από το σώμα του ατόμου στο «γονίδιο», το οποίο καθίσταται στο εξής θεμελιώδες στοιχείο του εμβίου.
Η ατομικότητα του ανθρώπινου σώματος, όπως και του σώματος των άλλων έμβιων, εξαφανίζεται από τις θεωρητικές προτάσεις, δεν έχει πια καμιά πραγματική ύπαρξη εκτός από αυτή του υποβάθρου, δεδομένου ότι τα γονίδια δεν είναι ιδιαίτερα σε κάθε είδος αλλά αντίθετα κατανέμονται σ' αυτά με ποικίλους συνδυασμούς. Το υπόβαθρο αυτό είναι ενεργό μόνο στο μέτρο που αποτελεί τη βάση των συμπεριφορών, οι οποίες επιβάλλονται από τα γονίδια, αυτούς τους νέους θεματοφύλακες της σκοπιμότητας (finalite). Παρ' όλα ταύτα η θέση του ατόμου παραμένει κυρίαρχη, μόνο που στο εξής εκφράζεται από τα γονίδια καθ' αυτά που εμφανίζονται υποθετικά σαν να βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση ατομικού ανταγωνισμού. Η κοινωνιοβιολογία αποτελεί τον πιο πρόσφατο σταθμό στην ιστορία της δαρβινικής σκέψης και δείχνει μέχρι ποιο βαθμό, πέρα από τις επιφανειακές διαφορές, η βαθύτερη οργάνωση της σκέψης παραμένει σταθερή και ο ελιτισμός ατομικισμός είναι ένας τρόπος σκέψης που συνδέεται με την έννοια του ανταγωνισμού και της άμιλλας.
Παραδόξως όμως, τόσο για το Δαρβίνο όσο και για το Gobineau μόνο η κοινωνικότητα δίνει έννοια στο άτομο. Και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνική σχέση βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας. Τι συμβαίνει σε ένα οργανικό σώμα όπως το είδος; Ο Gobineau βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρώπινης διαπλοκής, μιλά για ιστορία και για ανθρώπινα όντα, ενώ ο Δαρβίνος μιλά για το ζωικό κόσμο, πράγμα που του αφήνει ίσως τα περιθώρια για κάποια allegria ή έστω για κάποιο κυνισμό, πράγμα που δεν συμβαίνει με το συγγραφέα του Δοκιμίου περί της ανισότητας. Δύο αριστοκράτες λοιπόν - παρ' ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είναι αριστοκράτες με την κυριολεκτική έννοια του όρου - διατυπώνουν ταυτόχρονα μια θεωρία που εξηγεί και δικαιολογεί το δεσποτισμό και (εν σπέρματι στο Δαρβίνο) την εκμετάλλευση. Ο ένας μιλά ως κοινωνικός φιλόσοφος και ιστορικός των πολιτισμών, ο άλλος ως συγκριτολόγος φυσιογνώστης - ο ένας μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις και για την ιστορική τους πορεία, ο άλλος για την κοινωνική διάρκεια του εμβίου. Μέσα από το βαθύ τους ατομικισμό και δανδισμό διαφαίνεται η θέση ότι το άτομο δε μπορεί να διαχωριστεί από την ομάδα του. Παρουσιάζουν όμως αυτό το πραγματικό γεγονός με τη μορφή της επίδρασης του ατόμου στην ομάδα του. Ο Δαρβίνος μάλιστα είναι αναμφίβολα αυτός που εισήγαγε την ιδέα της κοινωνικότητας στη λειτουργία του εμβίου. Η διάρκεια του στο χρόνο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων που το συνθέτουν. Στο σημείο αυτό βρίσκεται ίσως η σημαντικότερη συμβολή του Δαρβίνου στην εξέλιξη της γνώσης, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις φυσικές επιστήμες, αλλά και γενικότερα.
Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι - όποιο και αν είναι το συγκεκριμένο πεδίο διανοητικής έρευνας (ιστορία των πολιτισμών ή ιστορία των όρων επιβίωσης των φυτών ή των περιστεριών...) - η βασική υπόθεση, η κυρίαρχη αίσθηση για την έννοια της ζωής και τη σημασία της, θα είναι στο εξής η ίδια. Αυτό δείχνει ότι σε αντίθεση με μια διαδεδομένη (και κατανοητή) άποψη, ο ερευνητής δεν καθοδηγείται κυρίως από το αντικείμενο μελέτης αλλά από τη θέση που ο ίδιος καταλαμβάνει στην κοινωνία του. Η θέση αυτή καθοδηγεί τη ματιά του στο πραγματικό, τον προσανατολίζει και του επιτρέπει (ή του επιβάλλει) να δημιουργήσει τις κατηγορίες εκείνες που θα καθοδηγήσουν την ανάλυση και θα επιτρέψουν να διατυπωθεί μια ερμηνεία, να διαδοθεί και με τον τρόπο αυτό να προσφερθεί σε όλους μια διάφανη και συγκροτημένη θεώρηση των κοινωνικών μορφών.
Η ιστορία της διανόησης δεν είναι κατά κυριολεξία μια ιστορία επιδράσεων... Είναι μάλλον η ιστορία των κοινών εκφράσεων που έλκουν την καταγωγή τους από το σύνολο της υπάρχουσας γνώσης στην οποία υπάρχει πρόσβαση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, από τους πολιτικούς συσχετισμούς που κυριαρχούν στην κοινωνία αυτή και από το γενικό πλαίσιο των ειδικών ενδιαφερόντων μιας τάξης σ' αυτή την ίδια κοινωνία. Όταν ένα έργο συλλαμβάνεται ως ιδέα, γράφεται και δημοσιεύεται, αποκρυσταλλώνει το σύνολο αυτών των δεδομένων. Και πάντως η Καταγωγή των ειδών τοποθετείται σ' ένα πλαίσιο όπου η προοδευτική εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, η καταστροφική για τους αγρότες εξάπλωση της βιομηχανίας - και αυτοί είναι οι λόγοι που ο Δαρβίνος αναγνωρίζει ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο Μάλθους - καθώς και οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής αποικιοποίησης οδηγούσαν στο πεδίο των «φυσικών» επιστημών στη δαρβινική ιδέα της επιλογής ενώ σε έναν περισσότερο «φιλοσοφικό» τομέα οδηγούσαν στο Gobineau, ο οποίος κατάφερε να δομήσει πάνω στην περιφρόνηση για την αστική τάξη ένα σύστημα ερμηνείας του κόσμου και των αξιών που εκείνη θα υιοθετήσει γιατί της ανήκε, παρ' ότι ο Gobineau το είχε μεταμφιέσει δίνοντας του το προσωπείο της φθίνουσας αριστοκρατίας.
Στη διάρκεια όμως του 19ου αιώνα παρατηρείται ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Ο δαρβινισμός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους επιγόνους του. Το μεταφυσικό ή το θεολογικό γίνονται ξανά συστατικό τμήμα της σκέψης και ενσωματώνονται εκ νέου στους τρόπους συλλογισμού. Με άλλα λόγια, η επιστήμη αφού έγινε η κυρίαρχη μορφή σκέψης σε μια καθαρά βιομηχανική και τεχνική κοινωνία, απορροφά και χρησιμοποιεί για λογαριασμό της την τελεολογία και την ιερατική στάση απέναντι στο πραγματικό, οι οποίες χαρακτήριζαν τη θεολογική προσέγγιση στους προηγούμενους αιώνες, δηλαδή στην περίοδο της κυριαρχίας της. Η έννοια του σύμπαντος, η σημασία των κοινωνικών σχέσεων, ο προορισμός (finalite) της «Φύσης», πλαισιώνουν την «Επιστήμη» και θα βρίσκονται από δω και πέρα στο επίκεντρο. Αυτό που μέχρι τότε αποτελούσε παρατήρηση, υπόθεση, επίπονη κατασκευή, εσωτερική κριτική, αποκτά μια νέα διάσταση, «ανεβαίνει» θα λέγαμε και αφομοιώνει μια νοητική στάση που ανήκε αποκλειστικά στους θρησκευτικούς μηχανισμούς. Η έννοια της ζωής γίνεται πλέον επιστημονικό ζήτημα και παύει να αποτελεί υπόθεση δόγματος ή αποκάλυψης. Οι κανόνες που οργανώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη συνάγονται από τις αντιλήψεις ενός θεσμού που ονομάζεται «Επιστήμη» και όχι πλέον «Εκκλησία». Οι επιστήμονες γίνονται εκφραστές δογμάτων στη θέση των κληρικών.
Η πρώτη επιστήμη, εκείνη που ανάγεται στην εποχή πρωτοκαθεδρίας της θρησκείας, ήταν εξ ορισμού, και κατ' ανάγκην θα έλεγε κανείς, υλιστική. Όσο διαιωνίζονταν οι δυσκολίες που συναντούσε με τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς, τόσο πιο φανερά και έντονα γινόταν υλιστική. Αυτή η καθαρά υλιστική στάση επιβαλλόταν σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς δεν είχε διανοηθεί να αποσαφηνίσει το στοιχείο αυτό. Δεν υπήρχε τότε εσωτερική διαμάχη στις επιστήμες. Η σύγκρουση που θα εμφανιζόταν στη συνέχεια ως αντιπαράθεση μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού δεν υπήρχε - ή πάντως εκδηλωνόταν μεταξύ δύο θεσμών (επιστήμη και μεταφυσική, παρατήρηση και δόγμα) και όχι στους κόλπους του ενός από αυτούς. Οι ρόλοι είχαν διανεμηθεί και καθορισθεί με σαφήνεια. Όσο όμως η θεολογία χάνει την κυρίαρχη θέση της, ο διαχωρισμός παύει να υπάρχει και δημιουργείται σύγχυση. Η διαμάχη μεταξύ των δύο προσεγγίσεων λαμβάνει πλέον χώρα στο εσωτερικό των επιστημών αφού την εποχή εκείνη η μεταφυσική καθίσταται συστατικό μέρος της επιστημονικής πρακτικής. Ο 19ος αιώνας που θεωρείται κατ' εξοχήν υλιστικός όπως στερεότυπα λέγεται, εμφανίζεται παραδόξως ως υλιστικός εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η επιστημονική πρακτική ενσωματώνει ιδεαλιστικά στοιχεία. Η επιστήμη επιχειρεί να αναγορευθεί σε υλιστική μόνο όταν χάνει την ανεξαρτησία της απέναντι στη θεολογία και ενώ η προσπάθεια της να διαφοροποιηθεί γίνεται όλο και δυσκολότερη, σε βαθμό μάλιστα που η έννοια του υλισμού καταλήγει σιγά σιγά στο να συγχέεται με την ουσιοκρατία δηλαδή με μια ιδιαίτερη μορφή μεταφυσικής. Αυτή η παρέκκλιση προς την ουσιοκρατία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί σήμερα που η αντίληψη για τα γονίδια παραπέμπει παραδόξως στην «presence reelle» των καθολικών χριστιανών και θα προκαλούσε σίγουρα την έκπληξη των επιστημόνων του 17ου και 18ου αιώνα οι οποίοι επιδίωκαν σταθερά και επίμονα να απαλλαγούν από την κηδεμονία της μεταφυσικής. Η ουσιοκρατία χαρακτηρίζει σήμερα ένα τρόπο σκέψης που κυριαρχείται από το αξίωμα των αυθόρμητων ιδιοτήτων της ύλης και πιο συγκεκριμένα σήμερα από την ιδέα του φυσικού υποβάθρου.
Αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης, ή πάντως το νέο στοιχείο της συγχώνευσης μιας θεολογικής στάσης με ένα εμπειρικό επιστημονικό διάβημα εντοπίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Και ο Δαρβίνος είναι ένα πρόσωπο κλειδί αυτής της διαδικασίας. Είναι ο αυθεντικότερος επιστήμονας λόγω της σχολαστικής προσοχής και της μεγάλης σύνεσης στη σύνθεση των στοιχείων που διαθέτει ενώ η λογική του οξύτητα μαρτυρεί ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ορθολογικό πνεύμα. Και ταυτόχρονα είναι ο πιο καθαρός ιδεολόγος, ένας παθιασμένος ελιτιστής που γοητεύεται από την επιτυχία, ενδιαφέρεται για την κοινωνική δικαίωση. Δεν ήταν βέβαια ακόμη λάτρης της «Επιστήμης» - στάση που θα γενικευθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό θα είναι το χαρακτηριστικό των κοινωνικών δαρβινιστών, ανθρώπων που υποκλίνονταν στις αρχές και το οποιοδήποτε κατεστημένο. Ο Δαρβίνος - όπως και ο Gobineau - παραμένει μέχρις ενός βαθμού ερασιτέχνης. Δεν θεωρεί την ερευνά του ως λειτούργημα ή μέσο που μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση του ανθρώπου και πάντως δεν τη θεωρεί επ' ουδενί λόγω ως όπλο στα χέρια κάποιας κοινωνικής ομάδας. Και οι δύο όμως κάνουν το σημαντικό βήμα που καθιστά την επιστημονική σκέψη προνομιακό χώρο και μέσο έκφρασης ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών. Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο σημαντικό και αποτελεί τέτοιο σταθμό ώστε σήμερα είναι αδύνατο πλέον να διαχωρίσουμε την επιστημονική από την πολιτική επιλογή. Στα μέσα του 20ου αιώνα έγινε σαφές ότι ο «ιερός» χαρακτήρας των επιστημών είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου εκφράζεται η αδιάρρηκτη σχέση πολιτικών και επιστημονικών επιλογών. Και αυτό διότι οι επιστημονικές θεωρίες αντί να αποτελούν ένα σύνολο από επιμέρους (επαληθευμένες ή) προς επαλήθευση υποθέσεις οι οποίες πρέπει να ενταχθούν σε νέα σχήματα - κάτι που πράγματι συμβαίνει εφόσον ορισμένα μέρη τους ξαναχρησιμοποιούνται σε διαδοχικούς σχηματισμούς και θεωρίες - παρουσιάζονται και υιοθετούνται από το πλατύ κοινό ως ομογενή σύνολα που μεταφέρουν κάποιο μήνυμα για τη φύση του ανθρώπου ή του κόσμου. Η εκ νέου ενασχόληση με την «ευφυΐα» που αντιμετωπίζεται ως γενετικό χαρακτηριστικό και θεωρείται ως κληρονομικό και καθοριζόμενο από την τάξη, τη φυλή ή το φύλο, αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα αυτής της στάσης.
Η επιλογή της ενασχόλησης με τον τρόπο που τα ανθρώπινα όντα προσεγγίζουν και αντιμετωπίζουν το σύμπαν τους - αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «ευφυΐα»είναι ήδη μια περιοριστική επιλογή στο σύνολο των διαδικασιών μετασχηματισμού αυτού του σύμπαντος από το ανθρώπινο είδος. Επιπλέον, η επιλογή του να μελετήσει κανείς αυτό που αποκαλείται «κληρονομικότητα» της ευφυΐας προϋποθέτει ότι: 1) υποθέτουμε πως αυτή η νοητική πρακτική έχει κάποια σχέση με αυτό που αποκαλείται γενετική κληρονομικότητα, δηλαδή με τη μεταβίβαση ανατομοφυσιολογικών χαρακτηριστικών που είναι μετρήσιμα και ολοκληρωμένα, 2) υποθέτουμε πως η σχέση αυτή είναι πρωταρχική και απόλυτα καθοριστική (αυτές οι δύο αντιλήψεις συναντώνται σε όλες ανεξαιρέτως τις σύγχρονες εργασίες για την «ευφυΐα») και 3) τέλος - και κυρίως - η επιλογή αυτή προϋποθέτει ότι βάζουμε σε παρενθέσεις, παραβλέπουμε κάθε άλλη μορφή κατανόησης και προσέγγισης ενός τέτοιου φαινομένου και ότι το αντιλαμβανόμαστε ως επιτακτικό με κριτήριο μια βιογενετική τμήση των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τον κόσμο τους αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Το παράδειγμα αυτό είναι ιδιαίτερα εύγλωττο αυτή τη στιγμή που, όπως ξέρουμε, η διαμάχη ανάμεσα σ' αυτούς που δίνουν προτεραιότητα στην ουσία («essentialistes») και σ' αυτούς που δίνουν προτεραιότητα στη διαδικασία («processistes») αποκρυσταλλώνεται κυρίως στο ζήτημα της ευφυΐας. Όσοι δίνουν προτεραιότητα στη διαδικασία πιστεύουν ότι κάθε απομονώσιμο φαινόμενο διασταυρώνεται με μια σειρά άλλων φαινομένων και δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο με βάση σχέσεις και διαδικασίες. Αντίθετα, εκείνοι που δίνουν προτεραιότητα στην ουσία πιστεύουν ότι κάθε φαινόμενο ενέχει καθ' εαυτό μια πραγματικότητα η οποία πάντοτε βρίσκει εμπόδια ή αναπτύσσεται ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά όμως προϋπάρχει και δεν είναι αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων. Οι τελευταίοι είναι οι άμεσοι κληρονόμοι μιας μεταφυσικής σύμφωνα με την οποία τα όντα προέρχονταν από το λόγο του θεού. Η οπτική τους προϋποθέτει μια θεολογική προσέγγιση του σύμπαντος. Στάση δογματική που σε τελική ανάλυση μετατρέπει κάθε επιστημονική πρόταση σε πολιτικό πρόταγμα.
Υπάρχει λοιπόν εδώ μια χαρακτηριστική πλευρά της στενής διαπλοκής μιας κοινωνίας με την επιστήμη που αυτή παράγει. Γιατί αν οι τμήσεις του πραγματικού για ερευνητικούς λόγους είναι αιτιολογημένες, οργανωμένες και προκύπτουν από τις συγκεκριμένες σχέσεις που οργανώνουν αυτή την κοινωνία - κάτι που αποτελεί το πρώτο στάδιο της στενής σύνδεσης ανάμεσα στην επιστημονική σκέψη και την κοινωνική οργάνωση - εμφανίζεται στο εξής μια επιπρόσθετη σύνδεση μεταξύ της κοινωνίας και της πνευματικής παραγωγής της: πρόκειται για τον κανονιστικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης πνευματικής παραγωγής. Είναι βέβαιο ότι αυτό συνέβη όταν η οικονομικά και νομικά κυρίαρχη τάξη συνδέθηκε από κοινωνική άποψη με την πνευματικά κυρίαρχη τάξη, όταν οι κληρικοί και οι κυβερνήτες αποτέλεσαν τμήματα του ίδιου κοινωνικού μορφώματος. Ο 19ος αιώνας αντιμετωπίζει την εξής συγκυρία, η οποία είχε εμφανιστεί ελάχιστες φορές μέχρι τότε: η τάξη που αποφασίζει και διοικεί είναι ταυτόχρονα η τάξη που παράγει άμεσα και διαρκώς τη γνώση - παρ' ότι βέβαια οι δύο δραστηριότητες δεν ασκούνται από τα ίδια άτομα. Το θεωρητικό πρόταγμα συνδέεται συνεπώς με το πολιτικό πρόταγμα, οι παρατηρήσεις περί ισχύος γίνονται εγκώμιο της ισχύος. Η ανάλυση και η θεωρητική παρατήρηση παραχωρούν τη θέση τους στο δογματικό λόγο ο οποίος ιδρύει βραχυπρόθεσμα μια τάξη πραγμάτων. Το ιερό έχει εισχωρήσει στην επιστήμη.
2. Ηθολογία: επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά των φυσικών ειδών.