Πληθωρισμός και κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου: η ελληνική περίπτωση
του Π. Παρασκευαΐδη1
Ι. Κύρια θεωρητικά ρεύματα ερμηνείας τον πληθωρισμού
Ο όρος πληθωρισμός έχει προσλάβει κατά καιρούς διάφορες μορφές. Στην αρχή αφορούσε ειδικά το φαινόμενο της διόγκωσης της προσφοράς χρήματος ενώ μια παραλλαγή της μορφής αυτής δήλωνε όχι πια τη διόγκωση της προσφοράς χρήματος αλλά το αποτέλεσμα της, δηλαδή την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Στη συνέχεια και κυρίως μέσα από τη δημοσιογραφική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ο όρος «πληθωρισμός μισθών» με τη σαφή πρόθεση να αποδώσει στους εργαζόμενους και στις εργατικές τους ενώσεις την ευθύνη για την άνοδο των τιμών. Σήμερα η κοινά αποδεκτή έννοια με την οποία γίνεται κατανοητός σαν πραγματικό φαινόμενο όχι μόνο από τον μέσο άνθρωπο αλλά και από τους ειδικούς είναι εκείνη της ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών.
Μια μεγάλη μερίδα της καθιερωμένης ορθόδοξης βιβλιογραφίας2 φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη ότι ο ρυθμός πληθωρισμού σε μια χώρα (δηλ. ο ρυθμός ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών) σχετίζεται με τις οικονομικές συνήθειες, τις προσδοκίες καθώς και τα πρότυπα των μισθών και των κερδών, ενώ οι ρυθμοί μεταβολής των τιμών των διαφόρων εισροών (π.χ. πρώτων υλών) και των καταναλωτικών αγαθών που εισάγονται αντικατοπτρίζονται στους δείκτες κόστους και στους επιμέρους δείκτες τιμών. Έτσι σύμφωνα με την παραπάνω θεωρητική άποψη οι μισθοί, τα κέρδη, τα εισαγόμενα προϊόντα και οι εισροές σε πρώτη προσέγγιση, είναι φορείς πληθωρισμού τόσο εσωτερικού, όσο και εισαγόμενου. Οι φορείς όμως του πληθωρισμού σαν έκφραση του, σαν εκδήλωση του δεν είναι και τα αίτια που τον προκαλούν. Έτσι για την ερμηνεία του φαινομένου του πληθωρισμού έχει μεγάλη σημασία ο διαχωρισμός των συμπτωμάτων από τα αίτια που τον προκαλούν (διάκριση μεταξύ εξωτερικής όψεως και ουσίας του φαινομένου) καθώς επίσης και η ιστορική περίοδος αναφοράς από την άποψη της αναζήτησης των κοινωνικών δυνάμεων που διαπλέκονται στο πληθωριστικό φαινόμενο.
Αλλά και από την άποψη των συνεπειών του πληθωρισμού έχει μεγάλη σημασία ο διαχωρισμός των επιπτώσεων του ανάμεσα σε μισθωτούς εργαζόμενους και καπιταλιστές. Δηλαδή άλλες είναι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού για τους εργαζομένους και άλλες οι «επιπτώσεις» του για τους καπιταλιστές.
Οι αμέσως προηγούμενες αναφορές στα αίτια και τις συνέπειες του πληθωρισμού μας φέρνουν στο χώρο των βασικών θεωρητικών ρευμάτων ερμηνείας του φαινομένου του πληθωρισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι την αρχή της δεκαετίας του '50 η καθιερωμένη άποψη περί πληθωρισμού θεωρούσε σαν βασικό παράγοντα του φαινομένου (ανάμεσα σε άλλους) το υψηλότερο επίπεδο συνολικής ενεργού ζήτησης (σε σχέση με τη συνολική προσφορά) το οποίο ωθούσε προς τα πάνω το γενικό επίπεδο των τιμών. Έτσι η θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης για την ερμηνεία του φαινομένου του πληθωρισμού ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένα από τα θεωρητικά ρεύματα.
Μια άλλη θεωρητική κατεύθυνση είναι η μονεταριστική ερμηνεία του πληθωρισμού1 και βασίζεται στην πασίγνωστη σχολή των νομισματιστών οικονομολόγων την οποία δημιούργησε ο Μ. Friedman. To πιο γνήσιο σημείο της θεωρητικής αυτής κατεύθυνσης είναι η έμφαση στο ρυθμό μεταβολής της προσφοράς χρήματος και στη σημασία που έχει αυτός για την ερμηνεία του πληθωρισμού.
Εκτός από τις προηγούμενες θεωρητικές σχολές ερμηνείας του πληθωρισμού υπάρχει και η θεωρία του πληθωρισμού κόστους2 σύμφωνα με την οποία άμεση αιτία του πληθωρισμού είναι το κόστος (με τη μορφή του εργατικού κόστους) και η πίεση που αυτό ασκεί πάνω στο γενικό επίπεδο των τιμών.
Οι παραπάνω τρεις καθιερωμένες θεωρητικές κατευθύνσεις κινούνται στο χώρο της ορθόδοξης ή νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας.
Διάφορες προσπάθειες ανάλυσης και ερμηνείας, ιδιαίτερα του σημερινού πληθωρισμού, έχουν γίνει από τη μαρξιστική σκοπιά1. Οι προσπάθειες αυτές αφορούν στη συσχέτιση των διαφόρων πληθωριστικών περιστατικών, στο πλαίσιο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, με την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τις προσπάθειες, από το κράτος, καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για το ξεπέρασμα της. Στο γενικό αυτό πλαίσιο εντάσσονται οι θεωρίες του διαρκούς πληθωρισμού καθώς και εκείνη των άνισων ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ χωρών ή μιας χώρας και συνόλου χωρών (π.χ. μεταξύ Ελλάδας Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ως θεωρίες ερμηνείας του πληθωριστικού φαινομένου (βλέπε και Klaus Busch, 1986, στο «Η κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» σελ. 217 -232).
Από τις παραπάνω τρεις θεωρητικές κατευθύνσεις της καθιερωμένης ή ορθόδοξης θεωρίας για την ερμηνεία του πληθωριστικού φαινομένου η θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης εφαρμοζόμενη στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής με τη μορφή εισηγήσεων και υποδείξεων από τον Keynes με σκοπό τη μείωση της ανεργίας και την ώθηση της παραγωγής είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μάλιστα ο Keynes είχε εισηγηθεί την πολιτική του έρποντος πληθωρισμού (αλλά ελεγχόμενου) με την έκδοση επιπλέον χαρτονομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα προκειμένου τα μειούμενα επιτόκια να αποτελέσουν κίνητρο για ιδιωτικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία αυτής της πολιτικής και η αναζωπύρωση του πληθωρισμού αντί της μείωσης της ανεργίας. Το θέμα αυτό το αναπτύσσουμε παρακάτω, και θα επανέλθουμε (περί δημοσιονομικής κρίσης).
Εκείνο που έχει σημασία εδώ και προκύπτει από τα προηγούμενα είναι ότι οι κευνσιανές πολιτικές σχετίζονται με τη θεωρία του διαρκούς πληθωρισμού και των άνισων ρυθμών πληθωρισμού σαν συστατικών στοιχείων της κρίσης αναπαραγωγής και σαν συνέπειες της, στην προσπάθεια που καταβάλλει το κράτος, ως κύριος μοχλός διαχείρισης της κρίσης, για το ξεπέρασμα της.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλύσει τα αίτια του πληθωρισμού στην Ελλάδα, στην πρόσφατη περίοδο (19851990), εξετάζοντας με βάση τη θεωρία του διαρκούς πληθωρισμού και των άνισων ρυθμών πληθωρισμού, πώς και γιατί ο πληθωρισμός είναι συστατικό στοιχείο και συνέπεια της κρίσης αναπαραγωγής και των πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για το ξεπέρασμα της κρίσης.
II. Αξιολόγηση και επιλογή θεωρητικού πλαισίου ερμηνείας τον πληθωρισμού
Η ενότητα αυτή αρχίζει, με μια πολύ σύντομη αναφορά στη θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης για την ερμηνεία του πληθωρισμού.
Η θεωρία αυτή υποθέτει ότι το γενικό επίπεδο των τιμών αυξάνει όταν η συνολική ενεργός ζήτηση υπερβαίνει τη συνολική προσφορά σε συνθήκες πλήρως απασχολούμενου παραγωγικού δυναμικού. Επιπλέον, για τη θεωρία αυτή, είναι αδιάφορο από ποιόν τομέα ή κλάδο (ιδιωτικός τομέας, κράτος, εξωτερικό) πηγάζει η πρόσθετη ζήτηση. Όπως θα αποδειχθεί παρακάτω η αγνόηση αυτών των βασικών πηγών πληθωρισμού καθιστά τη θεωρία αυτή ανίκανη να ερμηνεύσει επαρκώς το μόνιμο φαινόμενο του πληθωρισμού είτε αυτός είναι επιταχυνόμενος είτε μειούμενος.
Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι αυξήσεις των τιμών που οφείλονται στην υπερβάλλουσα ζήτηση - όπως υποθέτει η ομώνυμη θεωρία - έχουν την τάση να αυτοτροφοδοτούνται. Η τάση αυτή εκφράζεται με τη ζήτηση κερδοσκοπίας η οποία συμπληρώνει τις αυξητικές τάσεις των τιμών λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης και σκοπεύει στο κέρδος με πώληση των προϊόντων, ιδιαίτερα των καταναλωτικών και των διαρκών, σε μεγαλύτερη τιμή αργότερα. Το αποτέλεσμα είναι η ώθηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και η αποκόμιση τεράστιων κερδών από τους κερδοσκόπους σε βάρος του βιωτικού επιπέδου κυρίως των μισθωτών, όταν μάλιστα οι αυξήσεις των μισθών τους δεν καλύπτουν τις αυξήσεις των τιμών.
Δεύτερον, όταν το υψηλό επίπεδο της ζήτησης εκφράζεται με την άνοδο των τιμών, χωρίς όμως ύψωση των μισθών, τότε το περιθώριο κέρδους αυξάνει και έτσι η μεγάλη ζήτηση θα έπρεπε να προσφέρει κίνητρο για συσσώρευση,
Η συγκρότηση της θεωρίας με βάση την οποία θα ερμηνεύσουμε τον πληθωρισμό συνεπάγεται τη διατύπωση της εξής υπόθεσης: Οι αυξήσεις των τιμών συνιστούν την προσπάθεια του κεφαλαίου να βελτιώσει το ποσοστό κέρδους σε συνθήκες κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (βασικό συστατικό της οποίας είναι η υποαπασχόληση του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου και η ανεργία), μέσω αναδιανομής του εισοδήματος αφενός, δηλαδή αναδιανομής μεταξύ της εργατικής τάξης και των καπιταλιστών, και αφετέρου μέσω της διαφοροποίησης της κατεύθυνσης του κεφαλαίου σε άλλους πιο επικερδείς τομείς και κλάδους (πολιτική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για την έξοδο από την κρίση). Η υπόθεση καταλήγει ότι ο πληθωρισμός είναι συνέπεια της κρίσης αναπαραγωγής και η εξουδετέρωση του εξαρτάται από την επιτυχία της πολιτικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Προκειμένου να ελέγξει τη βασιμότητα ή μη της παραπάνω υπόθεσης ο Κ. Busch (1986, σελ. 223 -226) προβαίνει σε στατιστική επαλήθευση της σχέσης ανάμεσα στην κερδοφορία του κεφαλαίου και των ποσοστών πληθωρισμού σε ορισμένες χώρες της Ε.Κ., τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Συγκρίνει την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου (η οποία εκφράζει την κερδοφορία του) με τα ποσοστά πληθωρισμού στις χώρες αυτές για το διάστημα 1961-1975. Από τη σύγκριση αυτήν πιστοποιείται πράγματι η αντίθετη σχέση των δύο αυτών μεγεθών μεταξύ τους, δηλ. ότι η χειροτέρευση των συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου συνοδεύεται από την άνοδο των ποσοστών πληθωρισμού και αντιστρόφως.
Εξάλλου για να ερμηνεύσουμε την ύπαρξη των άνισων ποσοστών πληθωρισμού μεταξύ καπιταλιστικών χωρών διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης διατυπώνουμε την υπόθεση ότι η ύπαρξη του σχετικού ύψους του πληθωρισμού δηλ. το ύψος του σε σχέση με το ύψος του πληθωρισμού άλλων χωρών, οφείλεται (α) στην άνιση «αποδοτικότητα» του κεφαλαίου και (6) στις άνισες δομές των τομέων δηλ. τις άνισες δομές του δυναμικού παραγωγής και την άνιση σύνθεση της παραγωγής. Η υπόθεση μπορεί να συμπληρωθεί ως προς τα αποτελέσματα του πληθωρισμού από το ότι τα άνισα ποσοστά πληθωρισμού θεωρούνται ως βασικός παράγοντας, ανάμεσα σε άλλους, κρίσης στο ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου1. Η υπόθεση καταλήγει ότι το σχετικό ύψος του πληθωρισμού είναι συστατικό στοιχείο της δομικής (δηλ. μεταξύ τομέων και μεταξύ χωρών) κρίσης του κεφαλαίου.
Ακολουθούν δύο παρατηρήσεις σχετικές με τις δύο παραπάνω υποθέσεις.
Πρώτη παρατήρηση: οι θεωρίες αυτές έχουν δεχθεί και βασίζονται στο ότι ο πληθωρισμός δεν ισούται με μηδέν ακόμα και όταν είναι αποεπιταχυνόμενος, πάντως όχι όμως μηδενικός. Έτσι οι παραπάνω θεωρίες λαμβάνουν τον χαρακτήρα της θεωρίας του διαρκούς πληθωρισμού2 με σκοπό να εξηγήσουν δύο πράγματα: Πρώτον, γιατί το επίπεδο των τιμών σε περιόδους κρίσης αναπαραγωγής δεν πέφτει αλλά αντίθετα αυξάνει (συνδυασμός πληθωρισμού και υποαπασχόλησης παραγωγικών μέσων και ανεργίας) και μάλιστα παρουσιάζει μεγαλύτερη άνοδο από ό,τι σε περιόδους σχετικά ευνοϊκότερης χρησιμοποίησης των παραγωγικών μέσων και του εργατικού δυναμικού. Δεύτερον, να εξηγήσει ποιοι είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν τους άνισους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και χωρών της Ε.Κ.
Δεύτερη παρατήρηση: αφορά στο βαθμό απασχόλησης του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου. Για τα παραγωγικά μέσα ο βαθμός απασχόλησης τους από 70% έως 100% θεωρείται ότι, κατά μέσον όρο, είναι βαθμός πλήρους απασχόλησης τους ενώ απασχόληση κάτω του 70% θεωρείται απαρχή υποαπασχόλησης και επομένως πρόσθετης αύξησης του κόστους των παραγωγικών μέσων και κατά συνέπεια και του κόστους παραγωγής, πράγμα που τελικά λειτουργεί σαν εξαναγκασμός για αύξηση τιμών. Τα τυπικά αυτά όρια δεν είναι βέβαια αυστηρώς διαχωριστικά γιατί η ουσία από πλευράς ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου είναι η αυξημένη σημασία που παίρνει το σταθερό μέρος του κεφαλαίου στο συνολικά προκαταβεβλημένο παραγωγικό κεφάλαιο σε περίοδο κρίσης αναπαραγωγής. Αν αυτό είναι σχετικά μεγάλο, το αποτέλεσμα είναι η υποαπασχόληση των παραγωγικών μέσων η οποία οδηγεί τελικά σε αυξήσεις τιμών όπως προαναφέραμε. Ένα ερώτημα γεννάται σχετικά με το αν είναι αναπόφευκτη η αύξηση των τιμών παραγωγής ή όχι. Η απάντηση βρίσκεται στη μορφή του ανταγωνισμού σαν προϋπόθεσης για κάτι τέτοιο. Σε αγορές με συνθήκες σχεδόν τέλειου ανταγωνισμού η επίρριψη του αυξημένου κόστους στις τιμές περιέχει ένα σημαντικό κίνδυνο να αποσπάσουν οι ανταγωνιστές μερίδια αγοράς στη βάση των παλαιών τιμών για να μπορέσουν έτσι να περιορίσουν τμηματικά την πτώση του κέρδους. Αντίθετα η ύπαρξη ολιγοπωλιακών τιμών στην αγορά δίνει τη δυνατότητα καθορισμού τιμών με βάση το αυξημένο κόστος του κεφαλαίου σε πολλούς κλάδους της οικονομίας και είναι έτσι μια προϋπόθεση για το κεφάλαιο να επιβάλει υψηλότερες τιμές σε περίοδο υποαπασχόλησης των παραγωγικών μέσων.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, δηλ. την αύξηση της ανεργίας σαν στοιχείο της κρίσης αναπαραγωγής, το νόημα της είναι διαφορετικό για τους μισθωτούς και διαφορετικό για τους καπιταλιστές. Όπως αναφέρει ο Γ. Σταμάτης1 (1990, σελ. 11), «ενώ οι καπιταλιστές ξεπέρασαν σχετικά εύκολα τη μείωση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου μέσω μείωσης των επενδύσεων και κυρίως μέσω εκτέλεσης επενδύσεων ορθολογικής αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης του μηχανισμού παραγωγής, η ανεργία παρέμεινε σε υψηλότατα επίπεδα και η στασιμότητα της παραγωγής εξελίχθηκε σε μόνιμο φαινόμενο». Αυτά σημαίνουν όμως διαφορετικά πράγματα για τους μισθωτούς και τους καπιταλιστές. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει ο Γ. Σταμάτης (1990, σε. 17) για τους μισθωτούς ανεργία σημαίνει: «ανέχεια και συχνά εξαθλίωση για όσους έχασαν την εργασία τους... ., χαμηλούς μισθούς, εντατικοποίηση της εργασίας, αυξημένη εργασιακή πειθαρχία,. .... για όσους εργάζονται ακόμη». Έτσι βλέπουμε ότι «η ανεργία, όσο δεν έχει ως συνέπεια κοινωνικές αναταραχές, αφήνει τουλάχιστον αδιάφορους τους καπιταλιστές ... και σε μεγάλο βαθμό αδιάφορες και τις κυβερνήσεις...» (Γ. Σταμάτης, 1990, σε. 19).
III. Η ελληνική περίπτωση
Το θεωρητικό πλαίσιο που προηγήθηκε θα χρησιμεύσει σαν μέσο ερμηνείας και κατανόησης της πληθωριστικής διαδικασίας στην Ελλάδα με βάση κυρίως την πρόσφατη ελληνική εμπειρία, θα αναφερθούμε συγκεκριμένα στην τετραετία 1985-1989, δηλ. την περίοδο του πολυσυζητημένου «σταθεροποιητικού προγράμματος», έχοντας μεταξύ άλλων σαν βασική πηγή αναφοράς την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για τον παραπάνω σκοπό είναι καταρχήν χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της πληθωριστικής διαδικασίας στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της Ε.Κ. στην περίοδο 1962-1973. Όπως αναφέρει ο Γ. Μηλιός2 (1988 σελ. 368): «Η περίοδος 1962-1973 της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται επίσης από ιδιαίτερα χαμηλούς, σε διεθνή σύγκριση, ρυθμούς πληθωρισμού». Σαν αίτια της παραπάνω εξέλιξης του πληθωρισμού στην Ελλάδα ο Γ. Μηλιός θεωρεί (α) τους υψηλούς σχετικά ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, (6) τις χαμηλές αυξήσεις των μισθών στην περίοδο αυτή και (γ) την υψηλή οριακή κεφαλαιακή αποδοτικότητα στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Οι παραπάνω παράγοντες επενεργούντες από κοινού, λειτούργησαν σαν ανασχετικοί παράγοντες στην αύξηση των ρυθμών πληθωρισμού στην Ελλάδα την περίοδο 1962-1973. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν ότι οι σχετικά χαμηλοί ρυθμοί πληθωρισμού και μάλιστα σε μια περίοδο σχετικά σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (μέχρι το 1973), ενίσχυσαν την ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά. Η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται από τα μέσα της δεκαετίας του '70. Από τις αρχές μάλιστα της δεκαετίας του '80 εκμηδενίζεται και το συγκριτικό πλεονέκτημα της υψηλής οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου στην Ελλάδα με αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού στη δεκαετία του '80 να είναι μόνιμα μεγαλύτεροι των αντίστοιχων μέσων ρυθμών των χωρών της Ε.Κ. (Γ. Μηλιός, 1988, σε. 371).
Μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγική αναδρομή για τα αίτια και τις συνέπειες του πληθωρισμού στην Ελλάδα μετά το 1960, ας δούμε τώρα ποια είναι η λογική με βάση την οποία η Έκθεση Χαλίκια στοιχειοθετεί τις διαπιστώσεις της για την ελληνική οικονομία και ειδικότερα για τον πληθωρισμό στο διάστημα 1985-1989.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν τις εσωτερικές οικονομικές εξελίξεις η Έκθεση επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε «ανοδική πορεία» όπως δείχνουν οι κρίσιμοι δείκτες «οι οποίοι είναι θετικοί». Έτσι επισημαίνεται η άνοδος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 3,5% το 1988, η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών στα 975 εκ. δ, βλ. το 1988 (3.276 εκατ. Δ, βλ. το 1985), η αύξηση - για τρίτη χρονιά - των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 10,5% και η μικρή μείωση του πληθωρισμού. Ειδικότερα για τον πληθωρισμό παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από την Έκθεση. Το πρώτο: «ο πληθωρισμός μετά από σημαντική υποχώρηση του στη διετία 1986-1987 φαίνεται να σταθεροποιείται σε υψηλό επίπεδο υπερτριπλάσιο του μέσου όρου της Κοινότητας». Το δεύτερο: «...ο πληθωρισμός μετά την απότομη μείωση από 25%, που είχε φθάσει το 1985 και στο 16,9% το 1986, συνέχισε να υποχωρεί και στα τελευταία δύο έτη με πολύ βραδύτερο όμως ρυθμό. ..».
Το μερικό συμπέρασμα της Έκθεσης είναι ότι «η καλή πορεία της οικονομίας στην περίοδο 1987-1988 είναι αποτέλεσμα του σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-1987».
Μια δεύτερη διαπίστωση της Έκθεσης είναι ότι «η καλή πορεία της οικονομίας απειλείται και είναι ασταθής εξαιτίας του ότι άλλα οικονομικά μεγέθη, όπως τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, δεν πηγαίνουν καλά και είναι πηγές υπερβάλλουσας ζήτησης. Αν δεν μειωθούν σε σημαντικό βαθμό θα ανατρέψουν όσα θετικά έγιναν σε αυτή την περίοδο».
«Λογικά» έρχεται άμεσα και η τρίτη διαπίστωση της Έκθεσης ότι «συγκρίνοντας τα θετικά με τους προβλεπόμενους κινδύνους από τα αρνητικά οικονομικά μεγέθη, οφείλουμε να συνεχίσουμε την ίδια οικονομική πολιτική με μεγαλύτερη όμως διάρκεια σχεδόν σε μόνιμη βάση».
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Έκθεση περιέχει όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική άποψη όπως αυτή προκύπτει από την τρίτη διαπίστωση. Ακόμα, ότι την ίδια περίπου, πολιτική κυρίως, άποψη συναντά κανείς και στην Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή, δηλ. την πολιτική, ότι και στις δύο Εκθέσεις επιζητείται κοινό έδαφος στήριξης της πρότασης τους, το οποίο είναι τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και οι «ανάγκες εν όψει του 1992». Η πολιτική τους πρόταση θα θεμελιωθεί απ' εδώ και πέρα πάνω κυρίως σε αυτά τα δύο στοιχεία.
Σε ό,τι αφορά την πληθωριστική διαδικασία στην Ελλάδα και τα αίτια που τη διαμορφώνουν, εκτός από τις παραπάνω δύο περικοπές στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται διάσπαρτη και η επιθυμία για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που θεωρείται μάλιστα σαν «... κεντρική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής σε μια μικρή ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική. .....
Έχοντας σαν δεδομένα τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία και τις διαπιστώσεις της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος για την εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια 1985-1989 το ζητούμενο είναι η ερμηνεία της πληθωριστικής διαδικασίας με το θεωρητικό υπόβαθρο που ήδη αναπτύξαμε προηγούμενα.
Με αυτή την έννοια η παραπάνω θεωρία θα πρέπει να απαντήσει σε δύο κύρια ερωτήματα:
1. γιατί ο πληθωρισμός στην Ελλάδα στην περίοδο 1985-1990 είναι υπερτριπλάσιος του μέσου όρου της Κοινότητας; και
2. γιατί ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στην περίοδο 1985-88 αλλά με βραδύτερο ρυθμό στα δύο τελευταία χρόνια της περιόδου; και τι έγινε στην περίοδο 1988-1990;
Α. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα:1 εδώ θα διατυπώσουμε και θα ελέγξουμε πρώτα την υπόθεση ότι οι άνισοι ρυθμοί πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας οφείλονται στην άνιση κλαδική διάρθρωση της παραγωγικότητας σε συνθήκες διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης2. Στη συνέχεια θα συνδέσουμε τις εμπειρικές διαπιστώσεις που συνεπάγονται τα στατιστικά στοιχεία με την παραπάνω νέα υπόθεση και θα την εντάξουμε στο γενικό θεωρητικό πλαίσιο ερμηνείας του πληθωρισμού όπως το διατυπώσαμε στην παρούσα εργασία.
Καταρχήν ας δούμε τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα ποσοστά πληθωρισμού στους διάφορους τομείς της οικονομίας και στις διάφορες ομάδες προϊόντων στην Ελλάδα και στις χώρες της Κοινότητας που περιέχονται στους Πίνακες 1 και 2 αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται με τη μορφή δεικτών και αφορούν τα έτη 1984, 1985, 1986 και 1987 (Πίνακας 1, έτος βάσης 1980) και τα έτη 1984, 1986, 1987,1988, 1989 και 1990 (Πίνακας 2, έτος βάσης 1985).
Από τους Πίνακες αυτούς γίνεται σαφές σε γενικές γραμμές, ότι σε πολλές από τις χώρες της Κοινότητας οι τιμές του βιομηχανικού τομέα και των καταναλωτικών προϊόντων προέλευσης βιομηχανικού τομέα έχουν αυξηθεί κάτω από το μέσο όρο (δηλ. του δείκτη της Ακ. Πρ. Αξ. και του Γενικού Δείκτη Τιμών αντίστοιχα), ενώ ο πληθωρισμός του τομέα των υπηρεσιών κυμάνθηκε πάνω από το μέσο όρο (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ολλανδία). Υπάρχουν χώρες στην Κοινότητα όπου και ο τομέας των κατασκευών μαζί με τον βιομηχανικό ή και ξεχωριστά παρουσιάζει πληθωρισμό μικρότερο από το μέσο όρο (Ο.Δ.Γ., Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία).
Στον αγροτικό τομέα όλες οι χώρες της Κοινότητας του Πίνακα 1 παρουσιάζουν πληθωρισμό κάτω από τον μέσο όρο με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα όπου ο πληθωρισμός του αγροτικού τομέα είναι πάνω από τον μέσο όρο.
Οι αποκλίσεις αυτές των τιμών μεταξύ βιομηχανικού και ή κατασκευαστικού τομέα και τομέα υπηρεσιών προκύπτουν από τις αντίστοιχες αποκλίσεις παραγωγικότητας μεταξύ αυτών των τομέων.
Η θέση αυτή ερμηνεύεται ως εξής:
Το βιομηχανικό κεφάλαιο δεν υφίσταται κατ' ανάγκην πίεση για εξαναγκασμένη αύξηση τιμών λόγω αύξησης της παραγωγικότητας του πάνω από τον μέσο όρο. Μπορεί όμως να αυξήσει τις τιμές των επιμέρους εμπορευμάτων του όταν δεν μεταφράζει την αυξημένη παραγωγικότητα ανά εμπόρευμα σε μείωση της τιμής. Όταν η αυξημένη παραγωγικότητα δεν απορροφά το αυξημένο κόστος είναι αναγκαίες οι αυξήσεις των τιμών. Στην περίπτωση αυτή οι επιχειρήσεις ενός τομέα είναι δυνατόν να επιδιώξουν να πραγματοποιήσουν ποσοστά κέρδους πάνω από τον μέσο όρο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στον τομέα των υπηρεσιών όπου το κεφάλαιο δέχεται πιέσεις για αυξήσεις των τιμών λόγω της κάτω από τον μέσο όρο αύξησης της παραγωγικότητας του. Ένας σημαντικός λόγος για κάτι τέτοιο είναι η μεγάλη ένταση εργασίας των υπηρεσιών. Ένας άλλος λόγος είναι οι αυξήσεις των μισθών στον τομέα αυτόν πάνω από τον μέσο όρο αύξησης της παραγωγικότητας στον βιομηχανικό ή στον κατασκευαστικό τομέα. Έτσι το κεφάλαιο των υπηρεσιών αναγκάζεται να προβεί σε υψηλότερες απόλυτες αυξήσεις τιμών εφόσον επιθυμεί να πετυχαίνει το μέσο όρο του συνολικού κέρδους.
Συνδέοντας τώρα την παραπάνω επιμέρους ερμηνευτική θέση και τοποθετώντας την στο γενικό πλαίσιο ερμηνείας του πληθωριστικού φαινομένου, μπορούμε συνοπτικά να πούμε τα εξής:
Πρώτον, το αίτιο που προκαλεί τον πληθωρισμό, ο οποίος άλλοτε οξύνεται και άλλοτε μετριάζεται, είναι η προσπάθεια του κεφαλαίου να αντιδράσει στη χειροτέρευση των συνθηκών αξιοποίησης του μέσω αύξησης των τιμών.
Δεύτερον, προϋπόθεση για το παραπάνω είναι η ύπαρξη ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών, που περιορίζει τον ανταγωνισμό των τιμών. Σε πολλούς κλάδους με ολιγοπωλιακή διάρθρωση παρατηρείται επίσης και εκτός των τιμών ανταγωνισμός διαφόρων μορφών.
Τρίτον, το ύψος του ρυθμού του πληθωρισμού εξαρτάται από το βαθμό μείωσης του ποσοστού κέρδους και από το βαθμό δομικής, από άποψη παραγωγικότητας, ανομοιογένειας των διαφόρων τομέων της οικονομίας σε κάθε χώρα.
Το ποιο από τα δύο παραπάνω στοιχεία ερμηνεύουν περισσότερο τους άνισους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας στους βασικούς τομείς της οικονομίας, εξαρτάται από την ιστορική περίοδο αναφοράς των εμπειρικών στοιχείων.
Στην περίοδο για παράδειγμα 1985-1988, ο παράγοντας της άνισης δομής από άποψη παραγωγικότητας των βασικών τομέων της οικονομίας επηρεάζει περισσότερο το πρότυπο των άνισων ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας από ό,τι η απόδοση των κεφαλαίων όπως συνέβη στη δεκαετία του '70, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα. Η Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι σαφής για την υψηλή κερδοφορία των κεφαλαίων στο μεταποιητικό τομέα: «Οι επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης αυξήθηκαν σημαντικά γεγονός που συνδέεται με τη συνεχιζόμενη, από το 1987, υψηλή αποδοτικότητα του κλάδου».
Η μεγαλύτερη αυτή δομική ανομοιογένεια των βασικών τομέων δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ βιομηχανικού και ή κατασκευαστικού και τομέα υπηρεσιών αλλά επεκτείνεται και στη διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ του αγροτικού και των άλλων τομέων, όπως και μεταξύ των αγροτικών τομέων Ελλάδας και Κοινότητας. Στους Πίνακες 1 και 2 οι ρυθμοί πληθωρισμού του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα στα χρόνια που αναφέρεται ο Πίνακας 1 είναι οι υψηλότεροι στην Κοινότητα, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή τροφίμων στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιος του αντίστοιχου της Κοινότητας όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.
1. Βέλγιο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ΛουξεμΒούργο και Η.Β.: για το 1987 μη διαθέσιμα στοιχεία.
2. Μαζί με καύσιμα - l· ηλεκτρική ενέργεια.
Πηγή: Eurostat, National accounts, ESA, Detailed tables by branch, theme 2, Series C, 1989 (τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία).
Β. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα και προτού αναφερθούμε στις διαπιστώσεις της Έκθεσης για την περίοδο 1985-1988, σκόπιμο και χρήσιμο είναι να γίνει μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα στην περίοδο 1960-1985, για την πληρέστερη κατανόηση της απάντησης στο δεύτερο ερώτημα της παρούσας εργασίας. Πηγές για τον σκοπό αυτό είναι η εργασία του Γ. Μηλιού (1988, σελ. 337-364), των Γ. Μηλιού-Η. Ιωακείμογλου1 (1989,σελ. 71-72), καθώς και άρθρο των ΜηλιούΙωακείμογλου2 (θέσεις No 28, σελ. 34-38, 1989), από τις οποίες και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία και συμπεράσματα.
Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω πηγές και σχετικά με την εξέλιξη της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (ενός από τους βασικούς δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης) στην περίοδο 1960-1985 παρατηρούμε τα εξής: Η οριακή αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή η μεταβολή του κέρδους ανά μονάδα νέας επένδυσης παγίου κεφαλαίου, ΔΚ = (ΔΥ - Δ17Ι, όπου Υ, L το καθαρό προϊόν και το εισόδημα της εργασίας αντίστοιχα), ήταν υψηλότερη από τις αντίστοιχες των χωρών της Ε.Κ. στην περίοδο 1960-1975 αλλά χαμηλότερη στην περίοδο 1975-1985. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται (1) στη μείωση του οριακού λόγου προϊόντος ανά επένδυση ΔΥ Ι μέχρι το 1985, με αντίστοιχη αύξηση ή σταθεροποίηση στις 4 χώρες της Ε.Κ. (Αγγλία, Η.Β., Γερμανία, Ιταλία) και (2) στην απότομη άνοδο του οριακού μεριδίου εργασίας στην Ελλάδα μετά το 1974 με αντίστοιχη μείωση ή μηδενισμό στις τέσσαρες χώρες της Ε.Κ. Μάλιστα στην περίοδο 1980-1982 η ΔΚ παίρνει αρνητικές τιμές που είναι οι κατώτερες της περιόδου 1960-1985.
Και έτσι ερχόμαστε στην περίοδο 1985-1988 στην οποία σε ό,τι αφορά τον δείκτη AR είχαμε τις αντίθετες κινήσεις. Η οριακή αποδοτικότητα ΔΚ ξεπέρασε ξανά τις αντίστοιχες των 4 χωρών της Ε.Κ. λόγω της καθίζησης των πραγματικών μισθών και της μείωσης του μεριδίου της εργασίας στα επίπεδα του 1982. Έτσι οι παραπάνω εξελίξεις κατέληξαν στη σημαντική αύξηση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, ΔΚ, η οποία αντανακλά την αύξηση της κερδοφορίας ανά μονάδα νέων επενδύσεων. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από αύξηση της καθαρής επέκτασης παγίου κεφαλαίου, από καθαρές εισαγωγές κεφαλαίων, και συμπίπτει με τη βελτίωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, με αποτέλεσμα μάλιστα τη βελτίωση του ισοζυγίου αδήλων πόρων, τη βελτίωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και του ύψους των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σχετικά με τις παραπάνω ευνοϊκές εξελίξεις της περιόδου αυτής επαναδιατυπώνουμε εδώ δύο βασικές διαπιστώσεις της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας: Πρώτον, ότι η «ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανόδου» και οικονομικής επέκτασης στην περίοδο 1986-1988 και δεύτερον ότι «ο πληθωρισμός στην ίδια περίοδο υποχωρεί και εξακολουθεί να υποχωρεί αν και με βραδύτερους ρυθμούς». Ας δούμε πώς μπορούν να ερμηνευθούν οι διαπιστώσεις αυτές.
Σύμφωνα λοιπόν με την κεϋνσιανή θεωρία περί πληθωρισμού, η οποία ερμηνεύει την άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών με την υπερβάλλουσα ζήτηση, θα έπρεπε στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου να παρατηρούνται άνοδοι τιμών σε περιόδους ανάκαμψης και οικονομικής επέκτασης και μειώσεις των τιμών σε περιόδους ύφεσης και κυκλικής κρίσης. Στην πραγματικότητα όμως στην περίπτωση της Ελλάδας και στην περίοδο αναφοράς παρατηρούμε ακριβώς το αντίθετο. Τούτο σημαίνει ότι η παραπάνω θεωρία στη γενική της μορφή δεν αρκεί και δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη οικονομικής επέκτασης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην περίοδο αυτή.
Μια παραλλαγή της κεϋνσιανής θεωρίας για τον πληθωρισμό είναι η θεωρία της σπειροειδούς εξέλιξης μισθών τιμών. Σύμφωνα με αυτήν οι αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα πάνω από την παραγωγικότητα μεταφράζονται σε υπερβάλλουσα ζήτηση και προκαλούν έτσι αυξήσεις τιμών. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη των μισθών επηρεάζει την πληθωριστική διαδικασία. Η συμβολή όμως των μισθών στην πληθωριστική διαδικασία δεν γίνεται με τον τρόπο που υποδεικνύει η κεϋνσιανή θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης.
Ο ρόλος των μισθών στην πληθωριστική διαδικασία είναι ο εξής:
Με συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού, το κεφάλαιο θα σταθεροποιήσει ή και θα μειώσει τις τιμές στο βαθμό που το ποσοστό κέρδους θα έχει αυξηθεί είτε λόγω ταχύτερης αύξησης της μάζας των κερδών σε σχέση με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είτε λόγω μείωσης των μισθών σε πραγματικούς όρους, είτε λόγω ταυτόχρονης επίτευξης και των δύο. Η θεώρηση αυτή επαληθεύεται απόλυτα από τα εμπειρικά δεδομένα (αλλά και τις διαπιστώσεις της Έκθεσης) τόσο στην περίοδο 1985-1988 όσο και στην περίοδο 1988-1990 στην Ελλάδα. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι παρά την πραγματική μείωση των μισθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (1985-1988) αυτός εξακολουθεί να παραμένει τριπλάσιος του μέσου όρου της Κοινότητας όπως φαίνεται και στα Διαγράμματα 1 και 2.
Σε ό,τι αφορά το σκέλος της εγχώριας υπερβάλλουσας ζήτησης με τη μορφή ελλείμματος στο δημόσιο τομέα η Έκθεση κάνει δύο επισημάνσεις και δύο προειδοποιητικές αναφορές για το μέλλον. Η πρώτη είναι ότι «....τα δημόσια ελλείμματα μετά τη σημαντική τους μείωση στη διετία 1986 87 εμφανίζουν από το παρελθόν έτος αυξητική τάση. Χωρίς τη δραστική μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων το 1992 θα μπορούσε να αποδειχθεί απειλή για την ελληνική οικονομία αντί να αποτελέσει ευκαιρία για τη στήριξη σε μονιμότερη βάση ενός σχετικά υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης». Και η δεύτερη είναι ότι. .....λόγω των δημοσίων ελλειμμάτων, της εοχοτερικής ζήτησης και των χρηματικών εισοδημάτων σε συνδυασμό με τη βραδεία βελτίωση της παραγωγικότητας, αποτελούν κίνδυνο για νέα οικονομική αποσταθεροποίηση που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε όξυνση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας».
Ο όρος πληθωρισμός έχει προσλάβει κατά καιρούς διάφορες μορφές. Στην αρχή αφορούσε ειδικά το φαινόμενο της διόγκωσης της προσφοράς χρήματος ενώ μια παραλλαγή της μορφής αυτής δήλωνε όχι πια τη διόγκωση της προσφοράς χρήματος αλλά το αποτέλεσμα της, δηλαδή την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Στη συνέχεια και κυρίως μέσα από τη δημοσιογραφική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ο όρος «πληθωρισμός μισθών» με τη σαφή πρόθεση να αποδώσει στους εργαζόμενους και στις εργατικές τους ενώσεις την ευθύνη για την άνοδο των τιμών. Σήμερα η κοινά αποδεκτή έννοια με την οποία γίνεται κατανοητός σαν πραγματικό φαινόμενο όχι μόνο από τον μέσο άνθρωπο αλλά και από τους ειδικούς είναι εκείνη της ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών.
Μια μεγάλη μερίδα της καθιερωμένης ορθόδοξης βιβλιογραφίας2 φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη ότι ο ρυθμός πληθωρισμού σε μια χώρα (δηλ. ο ρυθμός ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών) σχετίζεται με τις οικονομικές συνήθειες, τις προσδοκίες καθώς και τα πρότυπα των μισθών και των κερδών, ενώ οι ρυθμοί μεταβολής των τιμών των διαφόρων εισροών (π.χ. πρώτων υλών) και των καταναλωτικών αγαθών που εισάγονται αντικατοπτρίζονται στους δείκτες κόστους και στους επιμέρους δείκτες τιμών. Έτσι σύμφωνα με την παραπάνω θεωρητική άποψη οι μισθοί, τα κέρδη, τα εισαγόμενα προϊόντα και οι εισροές σε πρώτη προσέγγιση, είναι φορείς πληθωρισμού τόσο εσωτερικού, όσο και εισαγόμενου. Οι φορείς όμως του πληθωρισμού σαν έκφραση του, σαν εκδήλωση του δεν είναι και τα αίτια που τον προκαλούν. Έτσι για την ερμηνεία του φαινομένου του πληθωρισμού έχει μεγάλη σημασία ο διαχωρισμός των συμπτωμάτων από τα αίτια που τον προκαλούν (διάκριση μεταξύ εξωτερικής όψεως και ουσίας του φαινομένου) καθώς επίσης και η ιστορική περίοδος αναφοράς από την άποψη της αναζήτησης των κοινωνικών δυνάμεων που διαπλέκονται στο πληθωριστικό φαινόμενο.
Αλλά και από την άποψη των συνεπειών του πληθωρισμού έχει μεγάλη σημασία ο διαχωρισμός των επιπτώσεων του ανάμεσα σε μισθωτούς εργαζόμενους και καπιταλιστές. Δηλαδή άλλες είναι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού για τους εργαζομένους και άλλες οι «επιπτώσεις» του για τους καπιταλιστές.
Οι αμέσως προηγούμενες αναφορές στα αίτια και τις συνέπειες του πληθωρισμού μας φέρνουν στο χώρο των βασικών θεωρητικών ρευμάτων ερμηνείας του φαινομένου του πληθωρισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι την αρχή της δεκαετίας του '50 η καθιερωμένη άποψη περί πληθωρισμού θεωρούσε σαν βασικό παράγοντα του φαινομένου (ανάμεσα σε άλλους) το υψηλότερο επίπεδο συνολικής ενεργού ζήτησης (σε σχέση με τη συνολική προσφορά) το οποίο ωθούσε προς τα πάνω το γενικό επίπεδο των τιμών. Έτσι η θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης για την ερμηνεία του φαινομένου του πληθωρισμού ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένα από τα θεωρητικά ρεύματα.
Μια άλλη θεωρητική κατεύθυνση είναι η μονεταριστική ερμηνεία του πληθωρισμού1 και βασίζεται στην πασίγνωστη σχολή των νομισματιστών οικονομολόγων την οποία δημιούργησε ο Μ. Friedman. To πιο γνήσιο σημείο της θεωρητικής αυτής κατεύθυνσης είναι η έμφαση στο ρυθμό μεταβολής της προσφοράς χρήματος και στη σημασία που έχει αυτός για την ερμηνεία του πληθωρισμού.
Εκτός από τις προηγούμενες θεωρητικές σχολές ερμηνείας του πληθωρισμού υπάρχει και η θεωρία του πληθωρισμού κόστους2 σύμφωνα με την οποία άμεση αιτία του πληθωρισμού είναι το κόστος (με τη μορφή του εργατικού κόστους) και η πίεση που αυτό ασκεί πάνω στο γενικό επίπεδο των τιμών.
Οι παραπάνω τρεις καθιερωμένες θεωρητικές κατευθύνσεις κινούνται στο χώρο της ορθόδοξης ή νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας.
Διάφορες προσπάθειες ανάλυσης και ερμηνείας, ιδιαίτερα του σημερινού πληθωρισμού, έχουν γίνει από τη μαρξιστική σκοπιά1. Οι προσπάθειες αυτές αφορούν στη συσχέτιση των διαφόρων πληθωριστικών περιστατικών, στο πλαίσιο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, με την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τις προσπάθειες, από το κράτος, καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για το ξεπέρασμα της. Στο γενικό αυτό πλαίσιο εντάσσονται οι θεωρίες του διαρκούς πληθωρισμού καθώς και εκείνη των άνισων ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ χωρών ή μιας χώρας και συνόλου χωρών (π.χ. μεταξύ Ελλάδας Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ως θεωρίες ερμηνείας του πληθωριστικού φαινομένου (βλέπε και Klaus Busch, 1986, στο «Η κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» σελ. 217 -232).
Από τις παραπάνω τρεις θεωρητικές κατευθύνσεις της καθιερωμένης ή ορθόδοξης θεωρίας για την ερμηνεία του πληθωριστικού φαινομένου η θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης εφαρμοζόμενη στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής με τη μορφή εισηγήσεων και υποδείξεων από τον Keynes με σκοπό τη μείωση της ανεργίας και την ώθηση της παραγωγής είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μάλιστα ο Keynes είχε εισηγηθεί την πολιτική του έρποντος πληθωρισμού (αλλά ελεγχόμενου) με την έκδοση επιπλέον χαρτονομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα προκειμένου τα μειούμενα επιτόκια να αποτελέσουν κίνητρο για ιδιωτικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία αυτής της πολιτικής και η αναζωπύρωση του πληθωρισμού αντί της μείωσης της ανεργίας. Το θέμα αυτό το αναπτύσσουμε παρακάτω, και θα επανέλθουμε (περί δημοσιονομικής κρίσης).
Εκείνο που έχει σημασία εδώ και προκύπτει από τα προηγούμενα είναι ότι οι κευνσιανές πολιτικές σχετίζονται με τη θεωρία του διαρκούς πληθωρισμού και των άνισων ρυθμών πληθωρισμού σαν συστατικών στοιχείων της κρίσης αναπαραγωγής και σαν συνέπειες της, στην προσπάθεια που καταβάλλει το κράτος, ως κύριος μοχλός διαχείρισης της κρίσης, για το ξεπέρασμα της.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλύσει τα αίτια του πληθωρισμού στην Ελλάδα, στην πρόσφατη περίοδο (19851990), εξετάζοντας με βάση τη θεωρία του διαρκούς πληθωρισμού και των άνισων ρυθμών πληθωρισμού, πώς και γιατί ο πληθωρισμός είναι συστατικό στοιχείο και συνέπεια της κρίσης αναπαραγωγής και των πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για το ξεπέρασμα της κρίσης.
II. Αξιολόγηση και επιλογή θεωρητικού πλαισίου ερμηνείας τον πληθωρισμού
Η ενότητα αυτή αρχίζει, με μια πολύ σύντομη αναφορά στη θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης για την ερμηνεία του πληθωρισμού.
Η θεωρία αυτή υποθέτει ότι το γενικό επίπεδο των τιμών αυξάνει όταν η συνολική ενεργός ζήτηση υπερβαίνει τη συνολική προσφορά σε συνθήκες πλήρως απασχολούμενου παραγωγικού δυναμικού. Επιπλέον, για τη θεωρία αυτή, είναι αδιάφορο από ποιόν τομέα ή κλάδο (ιδιωτικός τομέας, κράτος, εξωτερικό) πηγάζει η πρόσθετη ζήτηση. Όπως θα αποδειχθεί παρακάτω η αγνόηση αυτών των βασικών πηγών πληθωρισμού καθιστά τη θεωρία αυτή ανίκανη να ερμηνεύσει επαρκώς το μόνιμο φαινόμενο του πληθωρισμού είτε αυτός είναι επιταχυνόμενος είτε μειούμενος.
Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι αυξήσεις των τιμών που οφείλονται στην υπερβάλλουσα ζήτηση - όπως υποθέτει η ομώνυμη θεωρία - έχουν την τάση να αυτοτροφοδοτούνται. Η τάση αυτή εκφράζεται με τη ζήτηση κερδοσκοπίας η οποία συμπληρώνει τις αυξητικές τάσεις των τιμών λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης και σκοπεύει στο κέρδος με πώληση των προϊόντων, ιδιαίτερα των καταναλωτικών και των διαρκών, σε μεγαλύτερη τιμή αργότερα. Το αποτέλεσμα είναι η ώθηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και η αποκόμιση τεράστιων κερδών από τους κερδοσκόπους σε βάρος του βιωτικού επιπέδου κυρίως των μισθωτών, όταν μάλιστα οι αυξήσεις των μισθών τους δεν καλύπτουν τις αυξήσεις των τιμών.
Δεύτερον, όταν το υψηλό επίπεδο της ζήτησης εκφράζεται με την άνοδο των τιμών, χωρίς όμως ύψωση των μισθών, τότε το περιθώριο κέρδους αυξάνει και έτσι η μεγάλη ζήτηση θα έπρεπε να προσφέρει κίνητρο για συσσώρευση,
Η συγκρότηση της θεωρίας με βάση την οποία θα ερμηνεύσουμε τον πληθωρισμό συνεπάγεται τη διατύπωση της εξής υπόθεσης: Οι αυξήσεις των τιμών συνιστούν την προσπάθεια του κεφαλαίου να βελτιώσει το ποσοστό κέρδους σε συνθήκες κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (βασικό συστατικό της οποίας είναι η υποαπασχόληση του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου και η ανεργία), μέσω αναδιανομής του εισοδήματος αφενός, δηλαδή αναδιανομής μεταξύ της εργατικής τάξης και των καπιταλιστών, και αφετέρου μέσω της διαφοροποίησης της κατεύθυνσης του κεφαλαίου σε άλλους πιο επικερδείς τομείς και κλάδους (πολιτική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για την έξοδο από την κρίση). Η υπόθεση καταλήγει ότι ο πληθωρισμός είναι συνέπεια της κρίσης αναπαραγωγής και η εξουδετέρωση του εξαρτάται από την επιτυχία της πολιτικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Προκειμένου να ελέγξει τη βασιμότητα ή μη της παραπάνω υπόθεσης ο Κ. Busch (1986, σελ. 223 -226) προβαίνει σε στατιστική επαλήθευση της σχέσης ανάμεσα στην κερδοφορία του κεφαλαίου και των ποσοστών πληθωρισμού σε ορισμένες χώρες της Ε.Κ., τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Συγκρίνει την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου (η οποία εκφράζει την κερδοφορία του) με τα ποσοστά πληθωρισμού στις χώρες αυτές για το διάστημα 1961-1975. Από τη σύγκριση αυτήν πιστοποιείται πράγματι η αντίθετη σχέση των δύο αυτών μεγεθών μεταξύ τους, δηλ. ότι η χειροτέρευση των συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου συνοδεύεται από την άνοδο των ποσοστών πληθωρισμού και αντιστρόφως.
Εξάλλου για να ερμηνεύσουμε την ύπαρξη των άνισων ποσοστών πληθωρισμού μεταξύ καπιταλιστικών χωρών διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης διατυπώνουμε την υπόθεση ότι η ύπαρξη του σχετικού ύψους του πληθωρισμού δηλ. το ύψος του σε σχέση με το ύψος του πληθωρισμού άλλων χωρών, οφείλεται (α) στην άνιση «αποδοτικότητα» του κεφαλαίου και (6) στις άνισες δομές των τομέων δηλ. τις άνισες δομές του δυναμικού παραγωγής και την άνιση σύνθεση της παραγωγής. Η υπόθεση μπορεί να συμπληρωθεί ως προς τα αποτελέσματα του πληθωρισμού από το ότι τα άνισα ποσοστά πληθωρισμού θεωρούνται ως βασικός παράγοντας, ανάμεσα σε άλλους, κρίσης στο ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου1. Η υπόθεση καταλήγει ότι το σχετικό ύψος του πληθωρισμού είναι συστατικό στοιχείο της δομικής (δηλ. μεταξύ τομέων και μεταξύ χωρών) κρίσης του κεφαλαίου.
Ακολουθούν δύο παρατηρήσεις σχετικές με τις δύο παραπάνω υποθέσεις.
Πρώτη παρατήρηση: οι θεωρίες αυτές έχουν δεχθεί και βασίζονται στο ότι ο πληθωρισμός δεν ισούται με μηδέν ακόμα και όταν είναι αποεπιταχυνόμενος, πάντως όχι όμως μηδενικός. Έτσι οι παραπάνω θεωρίες λαμβάνουν τον χαρακτήρα της θεωρίας του διαρκούς πληθωρισμού2 με σκοπό να εξηγήσουν δύο πράγματα: Πρώτον, γιατί το επίπεδο των τιμών σε περιόδους κρίσης αναπαραγωγής δεν πέφτει αλλά αντίθετα αυξάνει (συνδυασμός πληθωρισμού και υποαπασχόλησης παραγωγικών μέσων και ανεργίας) και μάλιστα παρουσιάζει μεγαλύτερη άνοδο από ό,τι σε περιόδους σχετικά ευνοϊκότερης χρησιμοποίησης των παραγωγικών μέσων και του εργατικού δυναμικού. Δεύτερον, να εξηγήσει ποιοι είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν τους άνισους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και χωρών της Ε.Κ.
Δεύτερη παρατήρηση: αφορά στο βαθμό απασχόλησης του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου. Για τα παραγωγικά μέσα ο βαθμός απασχόλησης τους από 70% έως 100% θεωρείται ότι, κατά μέσον όρο, είναι βαθμός πλήρους απασχόλησης τους ενώ απασχόληση κάτω του 70% θεωρείται απαρχή υποαπασχόλησης και επομένως πρόσθετης αύξησης του κόστους των παραγωγικών μέσων και κατά συνέπεια και του κόστους παραγωγής, πράγμα που τελικά λειτουργεί σαν εξαναγκασμός για αύξηση τιμών. Τα τυπικά αυτά όρια δεν είναι βέβαια αυστηρώς διαχωριστικά γιατί η ουσία από πλευράς ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου είναι η αυξημένη σημασία που παίρνει το σταθερό μέρος του κεφαλαίου στο συνολικά προκαταβεβλημένο παραγωγικό κεφάλαιο σε περίοδο κρίσης αναπαραγωγής. Αν αυτό είναι σχετικά μεγάλο, το αποτέλεσμα είναι η υποαπασχόληση των παραγωγικών μέσων η οποία οδηγεί τελικά σε αυξήσεις τιμών όπως προαναφέραμε. Ένα ερώτημα γεννάται σχετικά με το αν είναι αναπόφευκτη η αύξηση των τιμών παραγωγής ή όχι. Η απάντηση βρίσκεται στη μορφή του ανταγωνισμού σαν προϋπόθεσης για κάτι τέτοιο. Σε αγορές με συνθήκες σχεδόν τέλειου ανταγωνισμού η επίρριψη του αυξημένου κόστους στις τιμές περιέχει ένα σημαντικό κίνδυνο να αποσπάσουν οι ανταγωνιστές μερίδια αγοράς στη βάση των παλαιών τιμών για να μπορέσουν έτσι να περιορίσουν τμηματικά την πτώση του κέρδους. Αντίθετα η ύπαρξη ολιγοπωλιακών τιμών στην αγορά δίνει τη δυνατότητα καθορισμού τιμών με βάση το αυξημένο κόστος του κεφαλαίου σε πολλούς κλάδους της οικονομίας και είναι έτσι μια προϋπόθεση για το κεφάλαιο να επιβάλει υψηλότερες τιμές σε περίοδο υποαπασχόλησης των παραγωγικών μέσων.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, δηλ. την αύξηση της ανεργίας σαν στοιχείο της κρίσης αναπαραγωγής, το νόημα της είναι διαφορετικό για τους μισθωτούς και διαφορετικό για τους καπιταλιστές. Όπως αναφέρει ο Γ. Σταμάτης1 (1990, σελ. 11), «ενώ οι καπιταλιστές ξεπέρασαν σχετικά εύκολα τη μείωση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου μέσω μείωσης των επενδύσεων και κυρίως μέσω εκτέλεσης επενδύσεων ορθολογικής αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης του μηχανισμού παραγωγής, η ανεργία παρέμεινε σε υψηλότατα επίπεδα και η στασιμότητα της παραγωγής εξελίχθηκε σε μόνιμο φαινόμενο». Αυτά σημαίνουν όμως διαφορετικά πράγματα για τους μισθωτούς και τους καπιταλιστές. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει ο Γ. Σταμάτης (1990, σε. 17) για τους μισθωτούς ανεργία σημαίνει: «ανέχεια και συχνά εξαθλίωση για όσους έχασαν την εργασία τους... ., χαμηλούς μισθούς, εντατικοποίηση της εργασίας, αυξημένη εργασιακή πειθαρχία,. .... για όσους εργάζονται ακόμη». Έτσι βλέπουμε ότι «η ανεργία, όσο δεν έχει ως συνέπεια κοινωνικές αναταραχές, αφήνει τουλάχιστον αδιάφορους τους καπιταλιστές ... και σε μεγάλο βαθμό αδιάφορες και τις κυβερνήσεις...» (Γ. Σταμάτης, 1990, σε. 19).
III. Η ελληνική περίπτωση
Το θεωρητικό πλαίσιο που προηγήθηκε θα χρησιμεύσει σαν μέσο ερμηνείας και κατανόησης της πληθωριστικής διαδικασίας στην Ελλάδα με βάση κυρίως την πρόσφατη ελληνική εμπειρία, θα αναφερθούμε συγκεκριμένα στην τετραετία 1985-1989, δηλ. την περίοδο του πολυσυζητημένου «σταθεροποιητικού προγράμματος», έχοντας μεταξύ άλλων σαν βασική πηγή αναφοράς την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για τον παραπάνω σκοπό είναι καταρχήν χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της πληθωριστικής διαδικασίας στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της Ε.Κ. στην περίοδο 1962-1973. Όπως αναφέρει ο Γ. Μηλιός2 (1988 σελ. 368): «Η περίοδος 1962-1973 της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται επίσης από ιδιαίτερα χαμηλούς, σε διεθνή σύγκριση, ρυθμούς πληθωρισμού». Σαν αίτια της παραπάνω εξέλιξης του πληθωρισμού στην Ελλάδα ο Γ. Μηλιός θεωρεί (α) τους υψηλούς σχετικά ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, (6) τις χαμηλές αυξήσεις των μισθών στην περίοδο αυτή και (γ) την υψηλή οριακή κεφαλαιακή αποδοτικότητα στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Οι παραπάνω παράγοντες επενεργούντες από κοινού, λειτούργησαν σαν ανασχετικοί παράγοντες στην αύξηση των ρυθμών πληθωρισμού στην Ελλάδα την περίοδο 1962-1973. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν ότι οι σχετικά χαμηλοί ρυθμοί πληθωρισμού και μάλιστα σε μια περίοδο σχετικά σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (μέχρι το 1973), ενίσχυσαν την ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά. Η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται από τα μέσα της δεκαετίας του '70. Από τις αρχές μάλιστα της δεκαετίας του '80 εκμηδενίζεται και το συγκριτικό πλεονέκτημα της υψηλής οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου στην Ελλάδα με αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού στη δεκαετία του '80 να είναι μόνιμα μεγαλύτεροι των αντίστοιχων μέσων ρυθμών των χωρών της Ε.Κ. (Γ. Μηλιός, 1988, σε. 371).
Μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγική αναδρομή για τα αίτια και τις συνέπειες του πληθωρισμού στην Ελλάδα μετά το 1960, ας δούμε τώρα ποια είναι η λογική με βάση την οποία η Έκθεση Χαλίκια στοιχειοθετεί τις διαπιστώσεις της για την ελληνική οικονομία και ειδικότερα για τον πληθωρισμό στο διάστημα 1985-1989.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν τις εσωτερικές οικονομικές εξελίξεις η Έκθεση επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε «ανοδική πορεία» όπως δείχνουν οι κρίσιμοι δείκτες «οι οποίοι είναι θετικοί». Έτσι επισημαίνεται η άνοδος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 3,5% το 1988, η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών στα 975 εκ. δ, βλ. το 1988 (3.276 εκατ. Δ, βλ. το 1985), η αύξηση - για τρίτη χρονιά - των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 10,5% και η μικρή μείωση του πληθωρισμού. Ειδικότερα για τον πληθωρισμό παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από την Έκθεση. Το πρώτο: «ο πληθωρισμός μετά από σημαντική υποχώρηση του στη διετία 1986-1987 φαίνεται να σταθεροποιείται σε υψηλό επίπεδο υπερτριπλάσιο του μέσου όρου της Κοινότητας». Το δεύτερο: «...ο πληθωρισμός μετά την απότομη μείωση από 25%, που είχε φθάσει το 1985 και στο 16,9% το 1986, συνέχισε να υποχωρεί και στα τελευταία δύο έτη με πολύ βραδύτερο όμως ρυθμό. ..».
Το μερικό συμπέρασμα της Έκθεσης είναι ότι «η καλή πορεία της οικονομίας στην περίοδο 1987-1988 είναι αποτέλεσμα του σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-1987».
Μια δεύτερη διαπίστωση της Έκθεσης είναι ότι «η καλή πορεία της οικονομίας απειλείται και είναι ασταθής εξαιτίας του ότι άλλα οικονομικά μεγέθη, όπως τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, δεν πηγαίνουν καλά και είναι πηγές υπερβάλλουσας ζήτησης. Αν δεν μειωθούν σε σημαντικό βαθμό θα ανατρέψουν όσα θετικά έγιναν σε αυτή την περίοδο».
«Λογικά» έρχεται άμεσα και η τρίτη διαπίστωση της Έκθεσης ότι «συγκρίνοντας τα θετικά με τους προβλεπόμενους κινδύνους από τα αρνητικά οικονομικά μεγέθη, οφείλουμε να συνεχίσουμε την ίδια οικονομική πολιτική με μεγαλύτερη όμως διάρκεια σχεδόν σε μόνιμη βάση».
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Έκθεση περιέχει όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική άποψη όπως αυτή προκύπτει από την τρίτη διαπίστωση. Ακόμα, ότι την ίδια περίπου, πολιτική κυρίως, άποψη συναντά κανείς και στην Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή, δηλ. την πολιτική, ότι και στις δύο Εκθέσεις επιζητείται κοινό έδαφος στήριξης της πρότασης τους, το οποίο είναι τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και οι «ανάγκες εν όψει του 1992». Η πολιτική τους πρόταση θα θεμελιωθεί απ' εδώ και πέρα πάνω κυρίως σε αυτά τα δύο στοιχεία.
Σε ό,τι αφορά την πληθωριστική διαδικασία στην Ελλάδα και τα αίτια που τη διαμορφώνουν, εκτός από τις παραπάνω δύο περικοπές στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται διάσπαρτη και η επιθυμία για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που θεωρείται μάλιστα σαν «... κεντρική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής σε μια μικρή ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική. .....
Έχοντας σαν δεδομένα τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία και τις διαπιστώσεις της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος για την εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια 1985-1989 το ζητούμενο είναι η ερμηνεία της πληθωριστικής διαδικασίας με το θεωρητικό υπόβαθρο που ήδη αναπτύξαμε προηγούμενα.
Με αυτή την έννοια η παραπάνω θεωρία θα πρέπει να απαντήσει σε δύο κύρια ερωτήματα:
1. γιατί ο πληθωρισμός στην Ελλάδα στην περίοδο 1985-1990 είναι υπερτριπλάσιος του μέσου όρου της Κοινότητας; και
2. γιατί ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στην περίοδο 1985-88 αλλά με βραδύτερο ρυθμό στα δύο τελευταία χρόνια της περιόδου; και τι έγινε στην περίοδο 1988-1990;
Α. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα:1 εδώ θα διατυπώσουμε και θα ελέγξουμε πρώτα την υπόθεση ότι οι άνισοι ρυθμοί πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας οφείλονται στην άνιση κλαδική διάρθρωση της παραγωγικότητας σε συνθήκες διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης2. Στη συνέχεια θα συνδέσουμε τις εμπειρικές διαπιστώσεις που συνεπάγονται τα στατιστικά στοιχεία με την παραπάνω νέα υπόθεση και θα την εντάξουμε στο γενικό θεωρητικό πλαίσιο ερμηνείας του πληθωρισμού όπως το διατυπώσαμε στην παρούσα εργασία.
Καταρχήν ας δούμε τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα ποσοστά πληθωρισμού στους διάφορους τομείς της οικονομίας και στις διάφορες ομάδες προϊόντων στην Ελλάδα και στις χώρες της Κοινότητας που περιέχονται στους Πίνακες 1 και 2 αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται με τη μορφή δεικτών και αφορούν τα έτη 1984, 1985, 1986 και 1987 (Πίνακας 1, έτος βάσης 1980) και τα έτη 1984, 1986, 1987,1988, 1989 και 1990 (Πίνακας 2, έτος βάσης 1985).
Από τους Πίνακες αυτούς γίνεται σαφές σε γενικές γραμμές, ότι σε πολλές από τις χώρες της Κοινότητας οι τιμές του βιομηχανικού τομέα και των καταναλωτικών προϊόντων προέλευσης βιομηχανικού τομέα έχουν αυξηθεί κάτω από το μέσο όρο (δηλ. του δείκτη της Ακ. Πρ. Αξ. και του Γενικού Δείκτη Τιμών αντίστοιχα), ενώ ο πληθωρισμός του τομέα των υπηρεσιών κυμάνθηκε πάνω από το μέσο όρο (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ολλανδία). Υπάρχουν χώρες στην Κοινότητα όπου και ο τομέας των κατασκευών μαζί με τον βιομηχανικό ή και ξεχωριστά παρουσιάζει πληθωρισμό μικρότερο από το μέσο όρο (Ο.Δ.Γ., Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία).
Στον αγροτικό τομέα όλες οι χώρες της Κοινότητας του Πίνακα 1 παρουσιάζουν πληθωρισμό κάτω από τον μέσο όρο με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα όπου ο πληθωρισμός του αγροτικού τομέα είναι πάνω από τον μέσο όρο.
Οι αποκλίσεις αυτές των τιμών μεταξύ βιομηχανικού και ή κατασκευαστικού τομέα και τομέα υπηρεσιών προκύπτουν από τις αντίστοιχες αποκλίσεις παραγωγικότητας μεταξύ αυτών των τομέων.
Η θέση αυτή ερμηνεύεται ως εξής:
Το βιομηχανικό κεφάλαιο δεν υφίσταται κατ' ανάγκην πίεση για εξαναγκασμένη αύξηση τιμών λόγω αύξησης της παραγωγικότητας του πάνω από τον μέσο όρο. Μπορεί όμως να αυξήσει τις τιμές των επιμέρους εμπορευμάτων του όταν δεν μεταφράζει την αυξημένη παραγωγικότητα ανά εμπόρευμα σε μείωση της τιμής. Όταν η αυξημένη παραγωγικότητα δεν απορροφά το αυξημένο κόστος είναι αναγκαίες οι αυξήσεις των τιμών. Στην περίπτωση αυτή οι επιχειρήσεις ενός τομέα είναι δυνατόν να επιδιώξουν να πραγματοποιήσουν ποσοστά κέρδους πάνω από τον μέσο όρο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στον τομέα των υπηρεσιών όπου το κεφάλαιο δέχεται πιέσεις για αυξήσεις των τιμών λόγω της κάτω από τον μέσο όρο αύξησης της παραγωγικότητας του. Ένας σημαντικός λόγος για κάτι τέτοιο είναι η μεγάλη ένταση εργασίας των υπηρεσιών. Ένας άλλος λόγος είναι οι αυξήσεις των μισθών στον τομέα αυτόν πάνω από τον μέσο όρο αύξησης της παραγωγικότητας στον βιομηχανικό ή στον κατασκευαστικό τομέα. Έτσι το κεφάλαιο των υπηρεσιών αναγκάζεται να προβεί σε υψηλότερες απόλυτες αυξήσεις τιμών εφόσον επιθυμεί να πετυχαίνει το μέσο όρο του συνολικού κέρδους.
Συνδέοντας τώρα την παραπάνω επιμέρους ερμηνευτική θέση και τοποθετώντας την στο γενικό πλαίσιο ερμηνείας του πληθωριστικού φαινομένου, μπορούμε συνοπτικά να πούμε τα εξής:
Πρώτον, το αίτιο που προκαλεί τον πληθωρισμό, ο οποίος άλλοτε οξύνεται και άλλοτε μετριάζεται, είναι η προσπάθεια του κεφαλαίου να αντιδράσει στη χειροτέρευση των συνθηκών αξιοποίησης του μέσω αύξησης των τιμών.
Δεύτερον, προϋπόθεση για το παραπάνω είναι η ύπαρξη ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών, που περιορίζει τον ανταγωνισμό των τιμών. Σε πολλούς κλάδους με ολιγοπωλιακή διάρθρωση παρατηρείται επίσης και εκτός των τιμών ανταγωνισμός διαφόρων μορφών.
Τρίτον, το ύψος του ρυθμού του πληθωρισμού εξαρτάται από το βαθμό μείωσης του ποσοστού κέρδους και από το βαθμό δομικής, από άποψη παραγωγικότητας, ανομοιογένειας των διαφόρων τομέων της οικονομίας σε κάθε χώρα.
Το ποιο από τα δύο παραπάνω στοιχεία ερμηνεύουν περισσότερο τους άνισους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας στους βασικούς τομείς της οικονομίας, εξαρτάται από την ιστορική περίοδο αναφοράς των εμπειρικών στοιχείων.
Στην περίοδο για παράδειγμα 1985-1988, ο παράγοντας της άνισης δομής από άποψη παραγωγικότητας των βασικών τομέων της οικονομίας επηρεάζει περισσότερο το πρότυπο των άνισων ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας από ό,τι η απόδοση των κεφαλαίων όπως συνέβη στη δεκαετία του '70, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα. Η Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι σαφής για την υψηλή κερδοφορία των κεφαλαίων στο μεταποιητικό τομέα: «Οι επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης αυξήθηκαν σημαντικά γεγονός που συνδέεται με τη συνεχιζόμενη, από το 1987, υψηλή αποδοτικότητα του κλάδου».
Η μεγαλύτερη αυτή δομική ανομοιογένεια των βασικών τομέων δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ βιομηχανικού και ή κατασκευαστικού και τομέα υπηρεσιών αλλά επεκτείνεται και στη διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ του αγροτικού και των άλλων τομέων, όπως και μεταξύ των αγροτικών τομέων Ελλάδας και Κοινότητας. Στους Πίνακες 1 και 2 οι ρυθμοί πληθωρισμού του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα στα χρόνια που αναφέρεται ο Πίνακας 1 είναι οι υψηλότεροι στην Κοινότητα, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή τροφίμων στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιος του αντίστοιχου της Κοινότητας όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.
1. Βέλγιο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ΛουξεμΒούργο και Η.Β.: για το 1987 μη διαθέσιμα στοιχεία.
2. Μαζί με καύσιμα - l· ηλεκτρική ενέργεια.
Πηγή: Eurostat, National accounts, ESA, Detailed tables by branch, theme 2, Series C, 1989 (τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία).
Β. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα και προτού αναφερθούμε στις διαπιστώσεις της Έκθεσης για την περίοδο 1985-1988, σκόπιμο και χρήσιμο είναι να γίνει μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα στην περίοδο 1960-1985, για την πληρέστερη κατανόηση της απάντησης στο δεύτερο ερώτημα της παρούσας εργασίας. Πηγές για τον σκοπό αυτό είναι η εργασία του Γ. Μηλιού (1988, σελ. 337-364), των Γ. Μηλιού-Η. Ιωακείμογλου1 (1989,σελ. 71-72), καθώς και άρθρο των ΜηλιούΙωακείμογλου2 (θέσεις No 28, σελ. 34-38, 1989), από τις οποίες και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία και συμπεράσματα.
Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω πηγές και σχετικά με την εξέλιξη της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (ενός από τους βασικούς δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης) στην περίοδο 1960-1985 παρατηρούμε τα εξής: Η οριακή αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή η μεταβολή του κέρδους ανά μονάδα νέας επένδυσης παγίου κεφαλαίου, ΔΚ = (ΔΥ - Δ17Ι, όπου Υ, L το καθαρό προϊόν και το εισόδημα της εργασίας αντίστοιχα), ήταν υψηλότερη από τις αντίστοιχες των χωρών της Ε.Κ. στην περίοδο 1960-1975 αλλά χαμηλότερη στην περίοδο 1975-1985. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται (1) στη μείωση του οριακού λόγου προϊόντος ανά επένδυση ΔΥ Ι μέχρι το 1985, με αντίστοιχη αύξηση ή σταθεροποίηση στις 4 χώρες της Ε.Κ. (Αγγλία, Η.Β., Γερμανία, Ιταλία) και (2) στην απότομη άνοδο του οριακού μεριδίου εργασίας στην Ελλάδα μετά το 1974 με αντίστοιχη μείωση ή μηδενισμό στις τέσσαρες χώρες της Ε.Κ. Μάλιστα στην περίοδο 1980-1982 η ΔΚ παίρνει αρνητικές τιμές που είναι οι κατώτερες της περιόδου 1960-1985.
Και έτσι ερχόμαστε στην περίοδο 1985-1988 στην οποία σε ό,τι αφορά τον δείκτη AR είχαμε τις αντίθετες κινήσεις. Η οριακή αποδοτικότητα ΔΚ ξεπέρασε ξανά τις αντίστοιχες των 4 χωρών της Ε.Κ. λόγω της καθίζησης των πραγματικών μισθών και της μείωσης του μεριδίου της εργασίας στα επίπεδα του 1982. Έτσι οι παραπάνω εξελίξεις κατέληξαν στη σημαντική αύξηση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, ΔΚ, η οποία αντανακλά την αύξηση της κερδοφορίας ανά μονάδα νέων επενδύσεων. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από αύξηση της καθαρής επέκτασης παγίου κεφαλαίου, από καθαρές εισαγωγές κεφαλαίων, και συμπίπτει με τη βελτίωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, με αποτέλεσμα μάλιστα τη βελτίωση του ισοζυγίου αδήλων πόρων, τη βελτίωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και του ύψους των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σχετικά με τις παραπάνω ευνοϊκές εξελίξεις της περιόδου αυτής επαναδιατυπώνουμε εδώ δύο βασικές διαπιστώσεις της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας: Πρώτον, ότι η «ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανόδου» και οικονομικής επέκτασης στην περίοδο 1986-1988 και δεύτερον ότι «ο πληθωρισμός στην ίδια περίοδο υποχωρεί και εξακολουθεί να υποχωρεί αν και με βραδύτερους ρυθμούς». Ας δούμε πώς μπορούν να ερμηνευθούν οι διαπιστώσεις αυτές.
Σύμφωνα λοιπόν με την κεϋνσιανή θεωρία περί πληθωρισμού, η οποία ερμηνεύει την άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών με την υπερβάλλουσα ζήτηση, θα έπρεπε στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου να παρατηρούνται άνοδοι τιμών σε περιόδους ανάκαμψης και οικονομικής επέκτασης και μειώσεις των τιμών σε περιόδους ύφεσης και κυκλικής κρίσης. Στην πραγματικότητα όμως στην περίπτωση της Ελλάδας και στην περίοδο αναφοράς παρατηρούμε ακριβώς το αντίθετο. Τούτο σημαίνει ότι η παραπάνω θεωρία στη γενική της μορφή δεν αρκεί και δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη οικονομικής επέκτασης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην περίοδο αυτή.
Μια παραλλαγή της κεϋνσιανής θεωρίας για τον πληθωρισμό είναι η θεωρία της σπειροειδούς εξέλιξης μισθών τιμών. Σύμφωνα με αυτήν οι αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα πάνω από την παραγωγικότητα μεταφράζονται σε υπερβάλλουσα ζήτηση και προκαλούν έτσι αυξήσεις τιμών. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη των μισθών επηρεάζει την πληθωριστική διαδικασία. Η συμβολή όμως των μισθών στην πληθωριστική διαδικασία δεν γίνεται με τον τρόπο που υποδεικνύει η κεϋνσιανή θεωρία της υπερβάλλουσας ζήτησης.
Ο ρόλος των μισθών στην πληθωριστική διαδικασία είναι ο εξής:
Με συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού, το κεφάλαιο θα σταθεροποιήσει ή και θα μειώσει τις τιμές στο βαθμό που το ποσοστό κέρδους θα έχει αυξηθεί είτε λόγω ταχύτερης αύξησης της μάζας των κερδών σε σχέση με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είτε λόγω μείωσης των μισθών σε πραγματικούς όρους, είτε λόγω ταυτόχρονης επίτευξης και των δύο. Η θεώρηση αυτή επαληθεύεται απόλυτα από τα εμπειρικά δεδομένα (αλλά και τις διαπιστώσεις της Έκθεσης) τόσο στην περίοδο 1985-1988 όσο και στην περίοδο 1988-1990 στην Ελλάδα. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι παρά την πραγματική μείωση των μισθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (1985-1988) αυτός εξακολουθεί να παραμένει τριπλάσιος του μέσου όρου της Κοινότητας όπως φαίνεται και στα Διαγράμματα 1 και 2.
Σε ό,τι αφορά το σκέλος της εγχώριας υπερβάλλουσας ζήτησης με τη μορφή ελλείμματος στο δημόσιο τομέα η Έκθεση κάνει δύο επισημάνσεις και δύο προειδοποιητικές αναφορές για το μέλλον. Η πρώτη είναι ότι «....τα δημόσια ελλείμματα μετά τη σημαντική τους μείωση στη διετία 1986 87 εμφανίζουν από το παρελθόν έτος αυξητική τάση. Χωρίς τη δραστική μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων το 1992 θα μπορούσε να αποδειχθεί απειλή για την ελληνική οικονομία αντί να αποτελέσει ευκαιρία για τη στήριξη σε μονιμότερη βάση ενός σχετικά υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης». Και η δεύτερη είναι ότι. .....λόγω των δημοσίων ελλειμμάτων, της εοχοτερικής ζήτησης και των χρηματικών εισοδημάτων σε συνδυασμό με τη βραδεία βελτίωση της παραγωγικότητας, αποτελούν κίνδυνο για νέα οικονομική αποσταθεροποίηση που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε όξυνση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας».
Ας δούμε τι σημαίνουν οι παραπάνω δύο διαπιστώσεις και πώς ερμηνεύονται σχετικά με το ρόλο των δημόσιων ελλειμμάτων στην πληθωριστική διαδικασία.
θα ξεκινήσουμε πρώτα από τη βασική θεώρηση ότι η κρατική παρέμβαση ερμηνεύεται σε σχέση με τη βασική κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλ. τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτή καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την κρατική παρέμβαση και ειδικότερα την οικονομική παρέμβαση του κράτους η οποία είναι και η πιο σημαντική από άποψη δαπανών.
Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή ο κύριος ρόλος που παίζει το κράτος στη διαδικασία του οικονομικού παρεμβατισμού είναι η δημιουργία και αναπαραγωγή των «κοινωνικών συνθηκών παραγωγής». Στην περίπτωση αυτή το επίπεδο της κρατικής δαπάνης σχετίζεται στενά με το βαθμό παρέμβασης. Από την άποψη των δαπανών ο παραπάνω ρόλος είναι διττός. Πρώτον το κράτος δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για συσσώρευση στον ιδιωτικό τομέα και στις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα που παράγουν (κατεξοχήν ο πρώτος) οικονομικό πλεόνασμα (κέρδη).
Επομένως η δαπάνη του είδους αυτού είναι αναγκαία προϋπόθεση είτε δημιουργίας πλεονάσματος (κερδών) και συσσώρευσης σε τομείς όπως η μεταποίηση, είτε ανασυγκρότησης ζημιογόνων κλάδων, είτε υποδομής για εκπαίδευση και επιμόρφωση εργατικού δυναμικού, είτε χρηματικών χορηγήσεων σε διάφορες μορφές, όπως φορολογικές εκπτώσεις και απαλλαγές κλπ. Δεύτερον, το κράτος μέσω των μεταβιβαστικών πληρωμών και των κοινωνικών υπηρεσιών συμβάλλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την παραγωγή πλεονάσματος (κερδών) και τη συσσώρευση, διενεργώντας δαπάνες οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν σαν εισροή στην παραγωγική διαδικασία που εξυπηρετεί στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Μπορούν να θεωρηθούν σαν μια κατάκτηση της εργατικής τάξης αφού ενσωματώθηκαν στην κανονική λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα και σαν αναγκαίο συστατικό στοιχείο για την αναπαραγωγή του συστήματος.
Αλλά το κράτος ως γνωστόν πραγματοποιεί και έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους εκ των οποίων οι άμεσοι φόροι αποφέρουν σήμερα μόνο ένα περίπου 20% ή και λιγότερο των συνολικών κρατικών εσόδων από φορολογία.
Η υπέρβαση των δαπανών του κράτους έναντι των εσόδων του δηλαδή το δημόσιο έλλειμμα αυτό καθεαυτό, θεωρείται από τον οικονομικό τύπο αλλά και από την καθιερωμένη οικονομική θεωρία και πολιτική ως δημοσιονομική κρίση χωρίς καμία αναφορά στα αίτια αυτής της κρίσης. Για την αντιμετώπιση της κρίσης των οικονομικών του κράτους, όπως αυτοί την εννοούν, συνιστούν μάλιστα τη μείωση των δημοσίων δαπανών και ειδικά τη μείωση των δαπανών για μισθούς, η οποία θα προέλθει είτε από μείωση των μισθών είτε από τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστική η σύσταση που απευθύνει η Έκθεση του 1989 του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος για «δραστική μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων» γιατί χωρίς αυτήν «θα απειληθεί η ελληνική οικονομία και η μονιμότερη βάση για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Αλλά τα δημόσια ελλείμματα, αυτά καθεαυτό, δεν συνιστούν κρίση των οικονομικών του κράτους, είναι το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης. Όπως αναφέρει ο Γ. Σταμάτης1 (1990, σελ. 88) «η σημερινή κρίση των οικονομικών του κράτους είναι συνέπεια και συγχρόνως συστατικό στοιχείο της κρίσης αναπαραγωγής, την οποία διέρχεται η ελληνική οικονομία».
Αυτό σημαίνει ότι σε συνθήκες στασιμότητας του εθνικού προϊόντος, λόγω της κρίσης αναπαραγωγής, το κράτος εισπράττει αφενός μειωμένα έσοδα (όπως φόροι, εισφορές κ.λπ.) αφετέρου είναι αναγκασμένο να αυξάνει τις δαπάνες του για να καλύψει έξοδα που συνδέονται με την κρίση (όπως επιδόματα ανέργων, επιδοτήσεις επιτοκίων κ.λπ.).
Γίνεται επομένως σαφές ότι τα οικονομικά του κράτους λόγω της κρίσης αναπαραγωγής βρίσκονται και αυτά σε κρίση και έτσι το κράτος δεν έχει την ικανότητα, είναι δηλαδή αναποτελεσματικό στο να παρεμβαίνει, αντίθετα με ό,τι πρεσβεύει η κεϋνσιανή αντίληψη, για να ξεπεραστεί η κρίση. Αντιθέτως ασχολείται με τα προβλήματα που του δημιουργεί η ίδια η κρίση. Τα μέτρα όμως που παίρνει για να λύσει αυτά τα προβλήματα επιτείνουν την κρίση. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο διάστημα 1985-1989 για την αντιμετώπιση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα συνεπαγόταν, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος, «μια συγκυριακή συγκράτηση ή και μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων στην περίοδο 1986-1987 και μια αυξητική τάση το 1988». Η μείωση όμως αυτή που επισημαίνει η Έκθεση προήλθε από την ισόποση μείωση των πραγματικών μισθών τον δημόσιου τομέα και των πραγματικών συντάξεων. Και ενώ η πολιτική αυτή έριξε το βάρος για τη μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων αποκλειστικά στους μισθωτούς και συνταξιούχους, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού κέρδους και της μάζας των κερδών. Ήταν δηλαδή μια πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των καπιταλιστών χωρίς να έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να βγάλει την οικονομία από την κρίση (βλέπε Ιωακείμογλου- Μηλιός 1989, θέσεις No 28, σελ. 37-39).
Για να εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε τη σχέση πληθωρισμού και κρίσης των οικονομικών του κράτους κάνουμε την εξής υπόθεση:
Αποτελεί συνειδητή ταξική επιλογή του κράτους ο τρόπος χρηματοδότησης του δημόσιου ελλείμματος, δηλαδή το έλλειμμα χρηματοδοτείται από τους καπιταλιστές στους οποίους περιλαμβάνονται οι εμπορικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες και υπέρ των καπιταλιστών (οι οποίοι κερδίζουν από τα υψηλά επιτόκια και τους γενικότερα ευνοϊκούς όρους - όπως π.χ. ρήτρα ECU κ.λπ. - αυξάνοντας το ποσοστό κέρδους τους). Η υπόθεση συμπληρώνεται από το ότι οι καπιταλιστές απαντούν θετικά στην αύξηση του ικανοποιητικού γι' αυτούς ποσοστού κέρδους μη αυξάνοντας ή και μειώνοντας τις τιμές των προϊόντων τους και των υπηρεσιών τους. Υπάρχει δηλαδή συσχέτιση δημοσιονομικών ελλειμμάτων και πληθωρισμού με ή χωρίς χρονικές υστερήσεις.
Με την παραδοχή ότι στο διάστημα 1985-1989 δεν αυξήθηκαν το ύψος των εμμέσων φόρων και των τιμών των υπηρεσιών που προσφέρει το Δημόσιο, σαν πρόσθετα μέσα κάλυψης του δημόσιου ελλείμματος, έχουμε τη δυνατότητα εμπειρικής σύνδεσης, σε πρώτη προσέγγιση, της κρίσης των οικονομικών του κράτους με τον πληθωρισμό, δηλ. την αποκλιμάκωση του το 1986-1988 και την αναζωπύρωση του στην περίοδο 1988-1989.
Η προσπάθεια εμπειρικής διερεύνησης της σχέσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων και πληθωρισμού έγκειται στη δυνατότητα ανίχνευσης της συσχέτισης μεταξύ των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα που ορίζονται και εκφράζονται ποσοτικά ως ποσοστά του ΑΕΠ ετησίως και του πληθωρισμού ο οποίος ποσοτικά εκφράζεται από τις ετήσιες μεταβολές του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Μια τέτοια εμπειρική διερεύνηση έγινε από τον Μ. Δρεττάκη1 για την περίοδο 1979-1989, στην οποία η ερευνώμενη σχέση συναρτάται και με τον, όπως αναφέρεται, «παρατηρούμενο στην χώρα μας (αλλά και σε άλλες χώρες) εκλογικό κύκλο στα δημόσια οικονομικά» (αύξηση παροχών στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα ως εκλογική πελατεία και απόσυρση τους τα μετεκλογικά έτη και μέχρι τις επόμενες εκλογές).
Συγκεκριμένα στο άρθρο του Μ. Δρεττάκη εξετάζεται αν ο πληθωρισμός, το τρέχον έτος, σχετίζεται με το έλλειμμα του προηγούμενου έτους (δηλ. γίνεται η συσχέτιση με χρονική υστέρηση ενός έτους). Σε ό,τι αφορά την περίοδο 1985-1989 παρατηρείται επίσης θετική συσχέτιση με υστέρηση ενός έτους μεταξύ δημοσιονομικού ελλείμματος και πληθωρισμού. Πιο συγκεκριμένα στην περίοδο 1986-1988 οι ρυθμοί πληθωρισμού και ποσοστών ελλείμματος σχετίζονται θετικά και είναι μειούμενοι, ενώ στο διάστημα 1988-1989 σχετίζονται θετικά και είναι αυξανόμενοι. Σύμφωνα με την ίδια πηγή (Μ. Δρεττάκης) το 1985 και το 1989, τα οποία είναι έτη εκλογών, το ποσοστό του δημόσιου ελλείμματος στο ΑΕΠ παίρνει τη μέγιστη τιμή του (16% και περίπου 20% αντίστοιχα) σε σχέση με τα ενδιάμεσα χρόνια.
Πώς ερμηνεύονται όμως οι παραπάνω εξελίξεις όπως εκφράσθηκαν ποσοτικά από την εμπειρική διερεύνηση που προηγήθηκε;
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας και της διατυπωθείσας υπόθεσης τα εμπειρικά δεδομένα της περιόδου 1985-1989 επαλήθευσαν σε μεγάλο βαθμό την τεθείσα υπόθεση. Δηλαδή η σχέση πληθωρισμού και δημοσιονομικού ελλείμματος είναι πράγματι θετική (με υστέρηση ενός έτους) και ερμηνεύεται ως εξής:
Στη μετεκλογική περίοδο 1986-1988 το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές δεν είχαν λόγους να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουν εφόσον το επιτευχθέν ποσοστό κέρδους και ενδεχομένως και η μάζα των κερδών, ήταν γι' αυτούς ικανοποιητικά. Αν μάλιστα το παραπάνω αποτέλεσμα συνοδεύεται και από επανατοποθέτηση των κερδών σε πιο επικερδείς τομείς όπου η αναμενόμενη μελλοντική ζήτηση και τα μελλοντικά κέρδη είναι υψηλά (δηλ. μια προσπάθεια καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης) τότε είναι δυνατό να αυξηθεί και ο βαθμός απασχόλησης του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Η χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείμματος γίνεται από μέρους αφενός των επιχειρηματικών στρωμάτων εκείνων τα οποία συμβαίνει να διαθέτουν ικανό βαθμό ευελιξίας για φοροδιαφυγή κερδών αλλά και μέσω παρεχόμενων φοροαπαλλαγών (αναπτυξιακών νόμων περί κινήτρων κ.λπ.) - δηλ. αυτοί αυξάνουν τις ανάγκες του Δημοσίου για χρηματοδότηση του ελλείμματος - αφετέρου των εμπορικών τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίες χρηματοδότησαν τα ελλείμματα του Δημοσίου, το οποίο έτσι τους δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσουν λογιστικό χρήμα εκ του μηδενός και συνεπώς να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους. Ο Γ. Σταμάτης (1990, σελ. 106) αναφέρει χαρακτηριστικά: «κάθε μείωση του ελλείμματος του Δημοσίου μειώνει το εισόδημα αυτών που το χρηματοδοτούν, των τραπεζών και των υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων που αγοράζουν τίτλους του Δημοσίου, δηλ. κυρίως των καπιταλιστών». Και παρακάτω «κάθε μείωση του ελλείμματος μέσω αύξησης της φορολογίας των καπιταλιστών θίγει ως εκ τούτου διπλά το εισόδημα των καπιταλιστών» (δηλαδή μειώνει τα κέρδη και μειώνει και το ποσοστό κέρδους): «(αυτοί) πληρώνουν περισσότερους φόρους και παίρνουν συγχρόνως λιγότερους τόκους από τη χρηματοδότηση του μειούμενου ελλείμματος του Δημοσίου».
Εφόσον λοιπόν αποκλείεται να θιγούν τα εισοδήματα των καπιταλιστών από αύξηση της φορολογίας των κερδών, πολιτική θέση η οποία δικαιολογείται με το επιχείρημα ότι «σε τελική ανάλυση αύξηση της φορολογίας σημαίνει αύξηση της συνολικής κατανάλωσης μια και στο Δημόσιο όλες οι δαπάνες διοχετεύονται στην κατανάλωση», - έτσι την εννοεί τη φορολογία ο οικονομικός τύπος (Καθημερινή, 27.5.90) - μια εναλλακτική δυνατότητα για το Δημόσιο θα ήταν να καταφύγει, για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, εκτός από τη μείωση των μισθών και τη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στο Δημόσιο και στους δημόσιους οργανισμούς, στη χρηματοδότηση του με αύξηση του δημόσιου χρέους είτε με χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα είτε με εξωτερικό δανεισμό. Μάλιστα σύμφωνα με τον Ν. Νικολάου (Βήμα, 27.5.90) «η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα απομυζά επί μακρόν όλους τους διαθέσιμους πόρους της οικονομίας» και βέβαια ο νοών νοείτω.
Ο οικονομικός τύπος και η συμπλέουσα με αυτόν καθιερωμένη οικονομική θεωρία και πολιτική θεωρεί επιπλέον ότι ο ένας από τους δύο τρόπους χρηματοδότησης του ελλείμματος του Δημοσίου (δηλ. τη χρηματοδότηση ολόκληρου του δημόσιου ελλείμματος μέσω της Κεντρικής Τράπεζας) είναι ο κύριος υπεύθυνος της αύξησης της κυκλοφορούσας ποσότητας χρήματος εφόσον τελικά τα χρήματα αυτά «είναι δανεικά και αγύριστα». Δηλαδή ότι η πρακτική του Δημοσίου είναι να μην επιστρέφει τελικά τα δάνεια που έλαβε από την Κεντρική Τράπεζα όταν αυτά είναι ληξιπρόθεσμα. Οι συνέπειες μιας τέτοιου είδους χρηματοδότησης του δημόσιου ελλείμματος αναμένεται να είναι η μείωση της ισοτιμίας του νομίσματος (δηλ. η διατάραξη της εξωτερικής νομισματικής ισορροπίας) και η άνοδος των τιμών των εγχώριων εμπορευμάτων στο εσωτερικό (δηλ. διατάραξη της εσωτερικής νομισματικής ισορροπίας) που σημαίνει πληθωρισμό. Τα ίδια αποτελέσματα και τις ίδιες συνέπειες όμως έχει και ο εξωτερικός δανεισμός. Η δραχμοποίηση μέσω της Κεντρικής Τράπεζας αυτών των δανείων αυξάνει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι οι παραπάνω δύο τρόποι χρηματοδότησης του δημόσιου ελλείμματος είναι για την καθιερωμένη θεωρία και πολιτική ένα πληθωριστικό άλλοθι για να καλύψουν την ταξική επιλογή του κράτους της μη αύξησης της φορολογίας των κερδών με σκοπό την κάλυψη του δημόσιου ελλείμματος.
IV. Συμπεράσματα
Με βάση τις υποθέσεις που κάναμε και τη μεθοδολογία που ακολουθήσαμε για τον εμπειρικό έλεγχο των υποθέσεων προκειμένου να ερμηνεύσουμε το πληθωριστικό φαινόμενο σε σχέση με την κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:
Ο πληθωρισμός είναι συνέπεια της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και παράλληλα της κρίσης των οικονομικών του κράτους. Στην προσπάθεια του το κράτος, για ξεπέρασμα της δικής του δημοσιονομικής κρίσης, ακολουθεί συνειδητή ταξική επιλογή μη φορολόγησης του κέρδους και δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου υπέρ των καπιταλιστών και σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Απέναντι σ' αυτή την πολιτική του κράτους, το κεφάλαιο αντιδρά είτε με μειώσεις των τιμών των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών είτε αφήνοντας τις τιμές αμετάβλητες. Το αίτιο λοιπόν του πληθωρισμού άλλοτε μειούμενου (όπως στην περίοδο 1985-88) και άλλοτε αυξανόμενου (όπως στην περίοδο 1988-1990) είναι η προσπάθεια του κεφαλαίου να αντιδράσει στη βελτίωση ή τη χειροτέρευση των συνθηκών αξιοποίησης του μέσω μειώσεων ή αυξήσεων των τιμών.
Ο σχετικός πληθωρισμός - ο οποίος ιστορικά δεν υπήρξε στη δεκαετία του '80 πλεονέκτημα για την Ελλάδα αντίθετα με τη δεκαετία του '60 - είναι συστατικό στοιχείο της δομικής κρίσης συσσώρευσης του κεφαλαίου διότι οφείλεται στην άνιση αποδοτικότητα των κεφαλαίων και στις άνισες δομές του δυναμικού παραγωγής των διαφόρων τομέων (με συνέπεια διαφορές στη σύνθεση της παραγωγής, στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου). Τέλος σε περίοδο κρίσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου ο παράγων της αποδοτικότητας του κεφαλαίου έχει μεγαλύτερο βαθμό ερμηνευτικότητας των άνισων ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ χωρών από ό,τι ο παράγων της ανομοιογένειας των κλαδικών δομών (όπως συνέβη στην περίοδο 1985-88).
Σημειώσεις
1. Ερευνητής ΚΕΠΕ. Οι απόψεις του συγγραφέα είναι προσωπικές και δεν απηχούν τις επίσημες θέσεις του ΚΕΠΕ.
2. Στην εργασία των J.A. Trevithick - C. Mulvey, (1975). «The Economics of Inflation», London, περιέχεται μια ικανοποιητική ανασκόπηση των (ορθόδοξων) θεωριών για τον πληθωρισμό. Επίσης από το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων εκδόθηκαν τρεις συλλογές οι οποίες περιέχουν άρθρα που καλύπτουν όλο το φάσμα των ορθόδοξων αντιλήψεων περί πληθωρισμού. Οι συλλογές αυτές είναι οι εξής: (α) Inflation, Economy and Society (London. 1972) (b) Inflation: Causes. Consequences and Cures (London, 1974) και
(γ) Crisis 75 (London, 1975).
Τέλος, η εργασία των R.J. Ball and P. Doyle (Eds), (1969), Inflation, Harmondsworth: Penguin, παρουσιάζει ενδιαφέρον σαν μια συστηματική μελέτη για τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα τα κεφάλαια 1, 6,12 και 15.
1. Στο χώρο των νομισματικών θεωριών για τον πληθωρισμό έχουμε τις εξής αντιπροσωπευτικές εργασίες: των Μ. Friedman - D. Laidler, (1975), Unemployment versus Inflation. London. Institute of Economic Affairs, επίσης.του Μ. Friedman, (1974), Monetary Correction, London, Institute of Economic Affairs, και το άρθρο του J. Tobin. (1972), «Unemployment and Inflation», American Economic Review, March.
2. Για τη θεωρία του πληθωρισμού κόστους έχουμε μια σειρά αντιπροσωπευτικών εργασιών με επικεφαλής τις εξής: των Ε. Η. Phelps Brown (1975) A nonmonetary view of the pay explosion. Three Banks Review, March, και του F. A. Hayek (1974). Full Employment at any price, London. Institute of Economic Affairs. Άλλες βασικές εργασίες για το ίδιο θέμα: P. Wiles, (1973), Cost Inflation and the State of Economic Theory, Economic Journal. June. Dudley Jackson. H. A. Turner, Frank Wilkinson, (1972). Do Trade Unions Cause Inflation? Cambridge University Press. J. E. Meade, (1971). Wages and profits in a Mixed Economy, London, Institute of Economic Affairs.
1. Στο χώρο αυτόν περιλαμβάνονται αντιπροσωπευτικές εργασίες όπως των: A. J. Glyn - R. Β. Sutdiffe, (1972) British Capitalism, Workers and Profits Squeeze, Harmondsworlh, Penguin. David Yaffe. (1973). The Crisis and Profitability, New Left Review. July - August. P. Devine, (1974). Inflation and Marxist Theory, Marxism Today. March. Ernest Mandel, (1975). Late Capitalism. London, New Left Books, και ιδιαίτερα το κεφ. 13. Σημείωση: Δεν πρόκειται για εξαντλητική βιβλιογραφία για το φαινόμενο του πληθωρισμού. Απλά πρόκειται για επιλογή αντιπροσωπευτικών, κατά τη γνώμη μας. εργασιών που προέρχονται από τις τρεις θεωρητικές κατευθύνσεις.
1. Η συμπληρωματική αυτή υπόθεση επειδή δεν αφορά στα αίτια του πληθωρισμού βάσει των οποίων επιζητείται ερμηνεία του. δεν αναπτύσσεται εδώ.
2. Βλέπε Klaus Busch (1986) Η κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδόσεις Ερατώ, ιδιαίτερα το κεφ. 3.3. σελ. 217-232.
1. Γ. Σταμάτης (1990), Η κρατική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, στο «Οικονομική κρύτη και κρατική πολιτική», εκδόσεις Κριτική.
2. Μηλιός, Γ. (1988), Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας.
1. Για τον πληθωρισμό ως στοιχείο της κρίσης (της ελληνικής οικονομίας) καθώς και για τη σημασία του σχετικοί ύψους του πληθωρισμού, δηλ. το ύψος του σε σχέση με το ύψος του πληθωρισμού άλλων χωρών βλέπε Γ. Σταμάτη (1990). σελ. 23-25.
2. Klaus Busch, (1986). OP. CIT., σελ. 217 επ.
1. Βλέπε και Γ. Μηλιού Η. Ιωακείμογλου (1990) Διακηρυσσάμενοί και απλοί στόχοι του «σταθεροποιητικού προγράμματος» τον 1985. Μια κριτική αποτίμηση, σελ. 71-72 στο «Οικονομική κρίση και κρατική πολιτική», εκδόσεις Κριτική.
2. Ιωακείμογλου, Η., Μηλιός, Γ. (1989) Η κρίση τον ελληνικού καπιταλισμού στα τέλη της δεκαετίας τον '80, θέσεις No 28.
1. Γ. Σταμάτης, (1990), Κρίση και ελλείμματα τον δημόσιου τομέα, σελ. 88 στο «Οικονομική κρίση και κρατική πολιτική», εκδ. Κριτική.
1. Μ. Δρεττάκης, (1990). Οι εκλογές, το έλλειμμα και ο πληθωρισμός, Βήμα, 23.9, ένθετο «Ανάπτυξη», σελ. 8.