Δημήτρη Χαραλάμπη: «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός», Εξάντας 1989



Οι κριτικές παρατηρήσεις, που ακολουθούν, αφορούν μέρος μόνο του βιβλίου του Δημ. Χαραλάμπη «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός. Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα» (Αθήνα 1989). Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται στο Κεφάλαιο «Κατοχή και εμφύλιος. Οι προϋποθέσεις του μετεμφυλιακού τρόπου κυριαρχίας» (σελ. 127-145). Προσεγγίζουν, όμως, και τις βασικές υποθέσεις εργασίας, τις θεωρητικές (και ιδεολογικές) αφετηρίες του συγγραφέα. Δεν συγκροτούν, πάντως, «βιβλιοκριτική». Το είδος αυτό (στην Ελλάδα) έχει εκφυλιστεί σε «βιβλιοπαρουσίαση». Ο γράφων αρνείται να συνεργήσει ή να συναινέσει, επειδή θεωρεί ότι η βιβλιοκριτική, για να είναι σοβαρή, προϋποθέτει, κατά βάση, τη συγγραφή νέου βιβλίου πάνω στη θεματική του κρινόμενου μελετητή. Βέβαια, ο σχολιασμός (ή παρουσίαση) μιας νέας έκδοσης δεν αποτελεί αμάρτημα. Αρκεί να δηλώνεται ως τέτοιος. Πρόκειται, λοιπόν, να σχολιάσω τμήμα του τελευταίου βιβλίου του Δημ. Χαραλάμπη.

Σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις έννοιες και τη θεματική οριοθέτηση του βιβλίου (συναίνεση - πελατειακές σχέσεις - λαϊκισμός) χωρούν τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Αρχικά, η γνώμη ότι, στο corpus του κλασικού μαρξισμού, οι έννοιες «ανταγωνισμός» και «συναίνεση» εμφανίζονται ισοδύναμες και συμπληρωματικές (ιδίως σελ. 20-21 του βιβλίου) πρέπει να θεμελιωθεί με ειδική μελέτη. Διαφορετικά τίθεται το θέμα, αν ο Δημ. Χαραλάμπης αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη του προσανατολισμού του μαρξισμού προς επεξεργασίες επικεντρωμένες στην έννοια του «κοινωνικού συμβολαίου» ή της (θεσμικής και εξωθεσμικής) «συναίνεσης» και της παράθεσης ή σύνθεσης (έστω: υπενθύμισης) των θέσεων εκείνων (ιδίως του Πουλαντζά, αλλά και άλλων νεομαρξιστών) που επικαλούνται (και θεμελιώνουν ως κυρίαρχες) αυτές τις έννοιες.

Η δεύτερη παρατήρηση συνδέεται με την ευθύνη που - ούτως ή άλλως - ανέλαβε ο Δ. Χαραλάμπης (Δ.Χ.) να κάνει ανασκόπιση της νεοελληνικής Ιστορίας υπό το πρίσμα των εννοιών «πελατειακές σχέσεις» και «λαϊκισμός». Αυτές, προφανώς, εκλαμβάνονται ως θεμελιώδεις για την παρουσίαση και ερμηνεία της εξέλιξης του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Υποτίθεται ότι, αυτές ειδικά, συμπυκνώνουν ουσιώδη δομικά και λειτουργικά στοιχεία αυτού του τελευταίου, ανεξάρτητα μάλιστα από ιστορική περίοδο (19ο αιώνα, Μεσοπόλεμο, μεταπολεμική περίοδο, μεταπολίτευση, κατά την περιοδολόγηση του Δ.Χ.). Εδώ, ωστόσο, δεν εκφράζονται οι ιδιαιτερότητες της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Επιπλέον, πιθανή ένσταση ότι οι σχέσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης, κατά τη δεκαετία του '40, αναπροσδιορίζονται ριζικά (στη μορφή και το περιεχόμενο τους) μένει αναπάντητη.

Αλλά και στο σχετικό Κεφάλαιο, όπως θα φανεί, αφενός δεν αξιολογείται η ΕΑΜική θεσμική τάξη, οι (θεσμικές και εξωθεσμικές) πολιτικές πρακτικές, οι μορφές που προσλαμβάνει η συναίνεση (και ο ανταγωνισμός) και αφετέρου δεν δοκιμάζεται η αντοχή και η καταλληλότητα των εννοιών «πελατειακές σχέσεις» και «λαϊκισμός» στο ιστορικό έδαφος της αντιστασιακής, ιδιαίτερα, περιόδου.

Τέλος, η διάκριση θεσμικής - εξωθεσμικής συναίνεσης, που δεν οριοθετείται επαρκώς, είναι συζητήσιμη, ιδίως γιατί φαίνεται να εποικοδομείται σε διαδεδομένες παραδοχές του νομικού θετικισμού: ισχύει μια έννομη τάξη, ένα πλέγμα κανόνων, μέσα από τους οποίους διοχετεύονται αναγκαστικά οι πολιτικές πρακτικές. Κάθε λόγος, συμπεριφορά ή αποχή που έχει πολιτική σημασία, είναι ελέγξιμος ως προς τη νομιμότητα - θεσμικότητά του. Υποτίθεται ότι συνήθως ο κοινωνικός και πολιτικός ρους ακολουθεί τις θεσμικές προδιαγραφές, ενώ οι όποιες αποκλίσεις ανήκουν στην παθολογία του πολιτικού συστήματος και τοποθετούνται στο χώρο του «εξωθεσμικού». Επομένως, θεσμική και εξωθεσμική σφαίρα είναι απολύτως διακριτές, ενώ κάθε πολιτική πρακτική θα ανήκει κατανάγκην ή στη μία ή στην άλλη οντολογική κατηγορία. Βέβαια, όλα αυτά δεν τα εξαγγέλλει ή αποδέχεται ο Δ. Χαραλάμπης. Αποτελούν όμως λογικά προαπαιτούμενα της βασικής εννοιολόγησής του. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν τον προβληματίζουν.

Το ίδιο ισχύει και για την έννοια της «συναίνεσης». Για πολλούς θετικιστικές, οι νομικοπολιτικές ρυθμίσεις ή επιβάλλονται ή εσωτερικεύονται, όταν πείθουν το υποκείμενο δικαίου να συναινέσει. Κενό δικαίου ή ανεπάρκεια κανονικοποίησης - ρύθμισης δεν αναγνωρίζεται, διαβαθμισμένο φάσμα κοινωνικών ή ατομικών στάσεων, συμπεριφορών ή πρακτικών δεν προβλέπεται. Το υποκείμενο ή συναινεί ή καταναγκάζεται, βρίσκεται όμως στη ρυθμιστική εμβέλεια του παντεπόπτη Νόμου. Βέβαια ο Δ. Χαραλάμπης αποφεύγει τον παννομικισμό (ή την αποθέωση του «θεσμικού») ακριβώς επειδή εξαρχής προσανατολίζεται στην προσέγγιση του παραβατικού, του μη προδιαγεγραμμένου, του «εξωθεσμικού». Δεν θεμελιώνει όμως την έννοια της «συναίνεσης», δεν καταστρώνει μια τυπολογία πολιτικών στάσεων ή πρακτικών, δεν συνυπολογίζει την πολυμορφία (και το απρόβλεπτο) της ατομικής ή συλλογικής πολιτικής συμπεριφοράς, την ίδια στιγμή που αποφεύγει ν' αναγνωρίσει βαθμίδες ανάμεσα στο «θεσμικό» και το «εξωθεσμικό» ή πέρα απ' αυτές τις αξιωματικά παραδεδεγμένες κατηγορίες.

Δεν αποφεύγει, λοιπόν, ο συγγραφέας το θετικισμό. Αν για τους νομικούς ό,τι δεν είναι νόμιμο ή δεν υπάρχει ή είναι παράνομο (πάντως ορίζεται με άξονα αναφοράς το δίκαιο), για τον Δ. Χαραλάμπη οι πολιτικές πρακτικές, κατεξοχήν στην Ελλάδα, ή θα είναι θεσμικές ή θα είναι εξωθεσμικές (θα υποστασιώνονται, πάντως με επίκεντρο το νοηματικό περιεχόμενο του θεσμού). Αναγορεύει τους θεσμούς σε προνομιακό πεδίο συγκρότησης - διασφάλισης της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης - λειτουργίας, θεωρεί ότι αυτό συμβαίνει στις δυτικές δημοκρατίες και απορεί που στην Ελλάδα συνταγματικοί κανόνες, καθολική ψηφοφορία κλπ. αποτελούν πλαίσιο «τυπικό και εξωτερικό όσον αφορά στην πραγματική διάσταση της συγκρότησης της κοινωνικής συνοχής - συναίνεσης, η οποία συγκροτείται εσωθεσμικά και βάσει της άθροισης της επιμέρους κοινωνικής αποσπασματικότητας» (σελ. 106). θεωρεί, δηλαδή, ότι λ.χ. ο βενιζελικός (ή ο μητσοτακικός) λόγω των ιστορικών «καθυστερήσεων» ή ιδιοτυπιών της ελληνικής περίπτωσης

(και εξαιτίας αποκλίσεων από το μοντέλο της αναπτυγμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) δεν προσηλώνεται απαρέγκλιτα στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος και των νόμων, αλλά ενεργεί και με τρόπους νομικά - θεσμικά αδιάφορους ή παράτυπους.

Επειδή όμως ο κοινοβουλευτισμός, ιστορικά, δεν είναι μόνο νομικό δόγμα ή συνταγματική εξαγγελία (αντιπροσωπευτική αρχή, καθολική ψηφοφορία, κράτος δικαίου κλπ.), αλλά το σύνθετο αποτέλεσμα της ιστορικής «συνάντησης» συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών όρων, επειδή - πιο συγκεκριμένα ο κοινοβουλευτισμός είναι και σχέση εκπροσώπησης, μήτρα συμβολικών - φαντασιακών στοιχείων, πλέγμα πελατειακών σχέσεων, αποτέλεσμα και προϋπόθεση του κόμματος, της πολιτικής πρακτικής, της πολιτικής αλλοτρίωσης και της «μικροπολιτικής», μια διάκριση γνήσιας ή εμπεδωμένης (Δύση) και νόθας ή ανεύρετης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (Ελλάδα) και μια αντιδιαστολή «τυπικών» θεσμών, που υπερφαλλαγγίζονται διαρκώς απ' τη ζέουσα και ρέουσα πραγματικότητα, προς τους «όντως όντες» θεσμούς για να είναι πειστική, προαπαιτεί: α) θεμελίωση της διαχρονικής και διατοπικής δραστικότητας και κεντρικότητας των κανόνων δικαίου, β) περιγραφή και ερμηνεία των ιστορικοκοινωνικοοικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δεδομένων που έκαναν και κάνουν πραγματοποιήσιμο το Θρίαμβο του θεσμού στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και αναπόφευκτη την έκπτωση ή αλλοτρίωση του στην Ελλάδα...

Οι νύξεις αυτές προδιαγράφουν, απλώς, μια κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσε κανείς να προσανατολίσει τη γενική κριτική του και τις θεωρητικές αντιπροτάσεις του. Οι παρατηρήσεις που θα ακολουθήσουν αναφέρονται στο τμήμα του βιβλίου του Δ. Χαραλάμπη που αφορά τη δεκαετία της Αντίστασης και του Εμφυλίου.

Οι θεωρητικές και μεθοδολογικές δεσμεύσεις του συγγραφέα καθορίζουν και τη στάση του απέναντι στην κατοχή, τη δράση και τον εμφύλιο ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ, την ίδρυση της ΠΕΕΑ κλπ. Αυτά διαμορφώνουν μια «νέα κατάσταση» που «προσθέτει μια νέα διάσταση στα προβλήματα και στις ιδιοτυπίες του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος» (σελ. 127). Για τα νομικοπολιτικά αποτελέσματα των ανακατατάξεων της περιόδου 19411949 ο Δ. Χαραλάμπης παραπέμπει στον Ν. Αλιβιζάτο, ο οποίος όμως αναλύει διεξοδικά το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό δημόσιο δίκαιο, χωρίς καμία ειδική αναφορά στο πλέγμα θεσμών (και πολιτικών πρακτικών) της αντιστασιακής περιόδου και χωρίς υπόμνηση των ανταγωνιστικών προς την προπολεμική νομιμότητα και ποιοτικά διαφοροποιημένων χαρακτηριστικών της.

Νομίζω, ωστόσο, ότι κατά την περίοδο 19411944, δημιουργήθηκαν όροι ικανοί να οδηγήσουν στην υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού και πάντως, εμφανίστηκαν νέες εκδηλώσεις του Πολιτικού, ενώ η συναίνεση (και γενικότερα η πολιτική στάση και πρακτική) εκφράστηκε ή επιδιώχθηκε μέσα από νέα (θεσμικά και εξωθεσμικά) κανάλια: σύνδεση «πολιτικής» και ένοπλης αντιστασιακής πρακτικής, διοχέτευση του ΕΑΜικού ιδεολογικοπολιτικού λόγου μέσα από αποτελεσματικούς διαύλους προς ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις, ιδιότυπες μορφές και αποτελέσματα της «οργανωμένης πάλης», βαθμιαία οικοδόμηση και θέσμιση της αντιστασιακής εξουσίας, διαρκής διάδραση κατοχικής εξουσίας - κυβερνήσεων εξωτερικού - ΕΑΜικής τάξης, ίδρυση, λειτουργία και θεσμική παραγωγή της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου, απελευθέρωση και «αυτοοργάνωση» μεγάλων ελληνικών περιφερειών, προώθηση κοινωνικής - προνοιακής πολιτικής εκ μέρους των κυρίαρχων οργανώσεων Αντίστασης, αντιμετώπιση του κομβικού ζητήματος της μεταπολεμικής εξουσίας κλπ. Όλα αυτά δεν αποτελούν μόνο μια διάσπαση (ή απλή παρέκβαση) στην κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας.

Εξάλλου, η θεωρησιακή - αφαιρετική προσέγγιση πυκνών ιστορικών φάσεων, παρά τη γοητεία της, δεν συνεισφέρει επιστημονικά αν δεν αντιστοιχεί στην πληθώρα εμπειρικών δεδομένων που προσδιορίζουν αυτή την τελευταία και αν χρησιμοποιεί άκριτα ένα εννοιολογικό οπλοστάσιο διαμορφωμένο στη βάση της πρωτοκαθεδρίας του κράτους, του δικαίου και των θεσμών (ή της «επίσημης» ιστορίας). Εννοώ ότι εξουσιαστικά μορφώματα των στρατιωτικών και λοιπών οργανώσεων, η δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση, η προσωρινή αντιστασιακή Κυβέρνηση και το Εθνικό Συμβούλιο, αλλά και ιδεολογικές μορφές σαν αυτές που προσδιόρισαν το στίγμα του Αντιστασιακού ή ΕΑΜίτη προσανατολίζουν προς νέες (διεπιστημονικές) οπτικές και προς ιδιάζουσες «αναγνώσεις», στα πλαίσια των οποίων ο βαθμός υπερπροσδιορισμού των αντιστασιακών θεσμών από τις λογικές του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποτελεί ένα από τα ζητούμενα, όχι όμως το μοναδικό ή κατανάγκην το κρισιμότερο.

Αν ο Δ. Χαραλάμπης ήταν πιο συγκεκριμένος κατά την προσέγγιση των γεγονότων, συσχετισμών και μεταβολών της περιόδου 19411944, θα αντιμετώπιζε και υποθέσεις εργασίας όπως οι ακόλουθες: α) η κανονικοποίηση - θέσμιση αποτέλεσε μόνιμο στοιχείο του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού και λόγου των ΕΑΜικών κέντρων εξουσίας, πράγμα που φανερώνει έντονες επιδράσεις της προπολεμικής νομικής ιδεολογίας και των κοινοβουλευτικών αρχών, β) οι πολιτικές πρακτικές των αντιστασιακών οργανώσεων προφανώς κινούνται και στη σφαίρα που ο συγγραφέας θα προσδιόριζε ως «εξωθεσμική», μολονότι ο σύστοιχος ιδεολογικός λόγος περιλαμβάνει και το στοιχείο της «νομιμότητας» ή του «θεσμικού» γ) πάντως, για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ (ΚΚΕ) το ζήτημα της υφής και του περιεχομένου της θεσμικής τάξης τίθεται με ιδιαίτερο τρόπο, στο βαθμό που αυτή δεν κυριαρχείται απ' την αρχή του γραπτού - τυπικού δικαίου, αλλά περιλαμβάνει και γενικές ρήτρες που παραπέμπουν στα έθιμα και τις διαδεδομένες ηθικές παραδοχές (σχετικοποιούνται, λοιπόν, οι προσδιορισμοί και τα όρια του «θεσμικού»).

Υπάρχει όμως και ένα άλλο πρόβλημα, που κακώς δεν θίγει ο συγγραφέας: παρουσιάστηκαν στοιχεία λαϊκισμού και λειτούργησαν πελατειακές σχέσεις κατά την περίοδο της ΕΑΜικής κυριαρχίας στην ελεύθερη Ελλάδα; Προαπαιτείται, βέβαια, η οριοθέτηση των κρίσιμων εννοιών που προσδιορίζουν την οπτική του Δ. Χαραλάμπη, πράγμα που δεν επιχειρείται (εισαγωγικά;) στο βιβλίο του. Κάπου, φυσικά, όλοι καταλαβαίνουμε ότι ως «λαϊκισμό» εκλαμβάνει την αδιαμεσολάβητη από κανόνες σχέση «λαού» - ηγεσίας (ή ηγέτη) ή την πρόθυμη υιοθέτηση εκ μέρους των πολιτικών εκπροσώπων κάθε κοινωνικής διεκδίκησης και ότι «πελατειακές σχέσεις» ονομάζει τις μορφές εξάρτησης ή «εξυπηρέτησης» του ψηφοφόρου από το κόμμα και τον πολιτικό, οι οποίες δεν κινούνται στα όρια του νόμου ή του θεσμού. Όμως αυτά υποδηλώνονται, υπονοούνται. Δεν καθορίζονται. Ανεξάρτητα απ' αυτό, αξίζει να επιμείνει κανείς στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή της παραγράφου.

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό: ήταν παντού και πάντοτε σεβαστό το θεσμικό πλαίσιο της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης ή, αργότερα, το κανονιστικό περιεχόμενο των Πράξεων και Αποφάσεων της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου; Και πιο συγκεκριμένα: επηρεάστηκαν καθόλου από τις λογικές του «παλαιοκομματισμού» και του «ρουσφετιού» οι σχέσεις ΕΑΜικών κέντρων ισχύος και αντιστασιακών ή (ανοργάνωτων) πολιτών; Παρατηρήθηκε ποτέ μεροληψία ή εύνοια προς «ημετέρους» κατά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, την κατανομή πόρων ή παροχών και τη λήψη μέτρων τοπικού ενδιαφέροντος; Ή ακόμη: σχετίζεται καθόλου ο παλαιοκομματικός «λαϊκισμός» με αντιλήψεις και πρακτικές που αναζητούσαν νομιμοποίηση, κατά την κατοχική - αντιστασιακή περίοδο, στην πρωτοκαθεδρία της εθνικοαπελευθερωτικής στόχευσης και στο «αυτονόητο» των πατριωτικών προθέσεων ενός ιακωβινικού ΕΑΜ - ΕΛΑΣ; Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι τα ζητήματα αυτά είναι κομβικά ή ότι «σημαδεύουν» την εποχή της Αντίστασης. Αφορούν, όμως, τον προβληματισμό και τη θεματική του Δ. Χαραλάμπη.

Στο σημείο αυτό, χωρεί μια παρατήρηση γενικότερης ισχύος. Ο συγγραφέας (και άλλοι διανοούμενοι, όταν αγγίζουν την περίοδο της Αντίστασης) επιμένουν να δεσμεύονται από τη στερεοτυπική θέση ότι νομικά και θεσμικά τα χρόνια της «ΕΑΜοκρατίας» αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση, κενό ή νεκρό χρόνο, παρένθεση. Ανιχνεύουν, λοιπόν, τις εξουσιαστικές προθέσεις του ΚΚΕ (κλίνοντας προς τη διαπίστωση ότι αυτό επιδίωκε να μονοπωλήσει, μεταπολεμικά, την εξουσία) και, στην καλύτερη περίπτωση, δικαιολογούν αυτή τη θέση τους παραπέμποντας στις σταλινικές καταβολές του ή την απουσία προβληματισμού γύρω από τα δημοκρατικά δικαιώματα και την εκδοχή της «συμβολαιακής ρύθμισης του κοινωνικού» (Δ. Χαραλάμπης, ό.π., σελ. 118 επομ. 136137 και 139 επομ.). Δεν προσεγγίζουν, όμως, τη νομικοπολιτική - θεσμική ιδεολογία και πρακτική του καθοδηγούμενου απ' το ΚΚΕ πολιτικού και θεσμικού δικτύου (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, Επιμελητεία του Αντάρτη, Αυτοδιοίκηση, Λ. Δικαιοσύνη, ΠΕΕΑ, Εθνικό Συμβούλιο, δίκαιο της Αντίστασης), είτε γιατί την αγνοούν είτε γιατί δεν την θεωρούν επιστημονικά ενδιαφέρουσα είτε γιατί, απλώς, ασπάζονται τη θέση του κράτους και της κυρίαρχης ιδεολογίας ότι η συνέχεια του κράτους και του δικαίου, στην Ελλάδα, λύθηκε τον Απρίλιο του 1941 και άρχισε να αποκαθίσταται τον Οκτώβριο του 1944, ενώ στην ελεύθερη Ελλάδα δεν ίσχυσαν ούτε θεσμοί, ούτε κανόνες, ούτε «συμβόλαια»...

Και όμως: ο Δ. Χαραλάμπης, που αγνοεί τη θεσμική - νομικοπολιτική διάσταση της Αντίστασης, γίνεται - και πάλι - νομικιστής «από την ανάποδη» όταν αναφέρεται στις κυβερνήσεις συνεργατών του κατακτητή και τις κοινωνικές μερίδες που συμβατικά αποκαλούμε «μαυραγορίτες» ή «συνεργάτες». Προσεγγίζοντας, λοιπόν, την ειδική διαπλοκή πολιτικού κοινωνικού κατά τα χρόνια της κατοχής (στην Ελλάδα) εκτιμά ότι οι τελευταίοι «δεν αποτελούσαν κοινωνική βάση (της κατοχικής εξουσίας) με την πολιτική έννοια του όρου, εφόσον δεν ετίθετο θέμα όρων συγκρότησης εξουσιαστικών σχέσεων...» (σελ. 130). Η θέση αυτή είναι πολλαπλά ελέγξιμη: α) η θεωρητική σύλληψη της άμεσης αντιστοιχίας συγκεκριμένου τρόπου κυριαρχίας (ή τύπου κράτους) προς ορισμένο συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων, μολονότι αμιγώς μαρξιστική, είναι υπερβολικά αφαιρετική για να ικανοποιεί, παντού και πάντα, τις ανάγκες της κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης, β) η (λανθάσουσα) θέση ότι η «συγκρότηση εξουσιαστικών σχέσεων» προϋποθέτει πάντοτε θεσμούς και συμβολαιακές σχέσεις είναι άκρως ρομαντική και αντιιστορική, ιδίως όταν αναφέρεται σε περιόδους «έκτακτης ανάγκης» και γ) η κοινωνικοοικονομική εξουσία των μαυραγοριτών κ.ά. (μολονότι δεν θεσπίστηκε ή κανονικοποιήθηκε) συγκροτήθηκε και λειτούργησε αποτελεσματικά κατά την περίοδο 19411944.

Νομικισμό «από την ανάποδη» (αλλά και συμβολαιοπάθεια) απηχεί και η άποψη του Δ. Χαραλάμπη ότι «οι εντός Ελλάδος κυβερνήσεις δεν είχαν εξουσία, διότι δεν συγκροτούσαν πολιτική έκφραση θέσμισης έστω και μόνο μηχανισμών καταναγκασμού, αλλά απλώς στοιχείο των μηχανισμών καταναγκασμού του κατακτητή...» (σελ. 130). θα αντέτεινε κανείς ότι οι κυβερνήσεις των κουίσλιγκ: α) δεν ήσαν αθεσμικές, αλλά βασίζονταν σε Νόμους, A.N., κανόνες «δικαίου του πολέμου» κ.λ.π. ενώ επίσης παρήγαγαν «κανόνες δικαίου», 6) άσκησαν εξουσία, δηλαδή θέσπισαν κανόνες και επιδίωξαν, δια του καταναγκασμού, την εφαρμογή τους, έστω και αν αυτό γινόταν υπό τη σκέπη της στρατιωτικής εξουσίας των κατακτητών, και γ) αποτελούσαν δευτερεύον (αλλά όχι διακοσμητικό) στοιχείο του συνολικού κατοχικού τρόπου κυριαρχίας, χωρίς η μειωμένη ισχύς τους να οφείλεται πρωταρχικά στην απουσία θεσμικών ή συμβολαιακών εγγυήσεων...

Συνεπής στην αρχική του κατεύθυνση ο συγγραφέας, διατείνεται πως «ούτε η κυβέρνηση της εξορίας, ούτε η κυβέρνηση της συνεργασίας εκφράζουν (κοινωνική) εξουσία στα πλαίσια του ελληνικού χώρου...» (σελ., 131). Εννοεί, άραγε, ότι δεν εκφράζουν αδιαμφισβήτητη και «νομιμοποιημένη» κοινωνική - ταξική εξουσία; Εννοεί ότι πρέπει να υπερβούμε τη στερεοτυπική παραδοχή της πλήρους αντιστοίχησης πολιτικού συστήματος - ταξικού συσχετισμού πράγμα που αποδεχθήκαμε ως εύλογο μόλις προηγουμένως; Καταλήγει, μήπως, να δεχθεί ότι υπάρχουν και μορφές πολιτικής εξουσίας (ή «εξουσίας» κατά τον Δ. Χαραλάμπη) ακοινωνικές ή μετακοινωνικές, δηλαδή αυτάρκεις και αυτοτροφοδοτούμενες; Ή, τελικά, και εδώ το πρόβλημα βρίσκεται (και εξαντλείται) στην απουσία ρητών συμφωνιών - συμβολαίων;

Νομίζω ότι και η εξουσία των κουίσλιγκ και οι «εξόριστες» κυβερνήσεις είχαν κοινωνικές αναφορές, εξέφραζαν δηλαδή κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα και αποσπούσαν (κυμαινόμενη, έστω, και ασταθή) κοινωνική συναίνεση (μερίδες βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων, εισοδηματιών, νεόπλουτων, «αιγυπτιώτες», στελέχη του παλιού πολιτικού κόσμου, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, διανοούμενοι κ.ά.). Η συναίνεση αυτή δεν ήταν «πλειοψηφική», ούτε πιστοποιήθηκε ποτέ με τρόπο πασίδηλο ή μαθηματικά μετρήσιμο, όμως το ελάττωμα αυτό δεν χαρακτηρίζει μόνον την πολιτική αντιπροσωπευτικότητα αυτών των μορφωμάτων, ούτε προσιδιάζει στην κατοχική περίοδο...

Το ζήτημα αυτό (ότι, δηλαδή, ο Δ. Χαραλάμπης ορίζει ως προαπαιτούμενο της πολιτικής εξουσίας εν γένει τη θέσμιση, τη συμβολαιακή σχέση και την ορθολογικότητα - λειτουργικότητα) καθορίζει τελικά (ή στιγματίζει, με την ουδέτερη σημασία του όρου) ολόκληρο το βιβλίο. Πράγματι, εντυπωσιάζει (ή ξενίζει) η εργώδης προσπάθεια του συγγραφέα να τεκμηριώσει φιλοσοφικά και λογικά αυτό το αξίωμα του (Βλ. σελ. 157172, τις οποίες θα χαρακτήριζα κουραστικά ανακυκλούμενες και αριστοκρατικές σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με την ιστορία και την εμπειρία, εφόσον επικέντρωνα την κριτική μου σ' αυτές). Δεν θ' αμφισβητήσω την ποιότητα του αφαιρετικού λόγου του ως τέτοιου, θα αμφισβητήσω όμως τη δυνατότητα του να μας βοηθήσει να γνωρίσουμε βαθύτερα τις σχέσεις κοινωνικού και πολιτικού, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως η αντιστασιακή...

Την περίοδο αυτή ο Δ. Χαραλάμπης την «αναγιγνώσκει» όχι μόνο αποδεσμευμένος από το ανεξάντλητο εμπειρικό εύρος της, όχι μόνο δεσμευόμενος από το μοντέλο του (πρβλ. και σελ. 1415 του βιβλίου του), αλλά και δέσμιος της ιδεολογικοπολιτικής του βεβαιότητας ότι το ΚΚΕ (άρα και το ΕΑΜ) λειτουργούσε (ή αυτοκαθοριζόταν) παντού και πάντα ως πρωτοπορία έναντι του προλεταριάτου, εκφραστής των νομοτελειών που διείδαν οι κλασικοί του μαρξισμού, θιασώτης του «εμφυλίου πολέμου» κλπ. (ιδίως σελ. 140). Ούτως ή άλλως ο Δ. Χαραλάμπης φτωχαίνει εθελουσίως τον προβληματισμό του, αρχίζοντας και τελειώνοντας - όπως ήδη σημειώθηκε - με το ερώτημα «τι σκόπευε να κάνει το ΚΚΕ όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί». Και δεν θέλει να δει, όπως ήδη τονίστηκε, το πλέγμα θεσμών της «ΕΑΜοκρατίας», τις αναπροσαρμογές της γραμμής (και της πρακτικής) του ΚΚΕ, που περιλαμβάνουν και θετικότατες τοποθετήσεις έναντι του «συμβολαίου», των αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των αστικών δικαιωμάτων, τις εξόχως αντιθεσμικές πρακτικές του παλιού πολιτικού κόσμου (δες, ενδεικτικά, πολιτική επιβίωση Γεωργίου Β' παρά τη σύμπραξη του στο μεταξικό καθεστώς και διορισμό του Γεωργίου Παπανδρέου στην πρωθυπουργία, τον Απρίλιο του 1944) και τόσα άλλα, που αποτελούν αντικείμενο διδακτορικής διατριβής ή βιβλίου και δεν προσφέρονται νια ενορατικές - ολιστικές προσεγγίσεις...

Ίσως θα αντέτεινε κανείς ότι πίσω από τις παραπάνω γραμμές καραδοκεί ένας νατουραλιστικός εμπειρισμός, μια (αντιεπιστημονική) προσκόλληση στα «γεγονότα», στο «πραγματικό» ή «συγκεκριμένο» και τελικά η άρνηση της θεωρίας, άρα και της ερμηνείας του ιστορικού, θα αναλάβω την ευθύνη μιας κλασικής, «συντηρητικής» τοποθέτησης: ο καθορισμός του «γεγονότος» και του «συγκεκριμένου» γίνεται με βάση όρους θεωρητικούς. Επίσης, οι αιτιακές σχέσεις και οι προσδιορισμοί δεν αποτελούν δεδομένα του «αντικειμενικού, φυσικού κόσμου». Δεκτή και η άποψη ότι η χρήση θεωρητικών - εννοιακών μοντέλων βασίζεται στην εκλεκτική προσέγγιση του αντικειμενικού - εμπειρικού, έστω και με την ένσταση ότι χρειαζόμαστε μια βαθύτερη επεξεργασία της σχέσης - αντίθεσης θεωρίας και πραγματικότητας ή μια πειστική πρόταση υπέρβασης της. Το θέμα είναι πως ο καθορισμός του εμπειρικού και η αναφορά σ' αυτό, με στόχο τη θεμελίωση της θεωρητικής πρότασης, δεσμεύει. Και ότι, τελικά, κάποιο «εμπειρικό» μας είναι επιστημονικά αναγκαίο...

Ο Δ. Χαραλάμπης δεν φαίνεται να τακτοποιεί τις διαφορές (ή τις σχέσεις) του με την εμπειρία και την ιστορία. Δεν εξαγγέλλει τους όρους υπό τους οποίους δεσμεύεται από αυτήν. Δεν αρνείται ρητά, ωστόσο, την παραδοσιακή - γεγονοτογραφική σύλληψη του ιστορικού πραγματικού. Έτσι, όμως, μένει έκθετος στις «επιθέσεις» καθενός που θα μπορούσε να συλλέξει ορισμένα στοιχεία ικανά να θέσουν σε αμφισβήτηση την ισχύ του μοντέλου του (και των θεμελειωδών παραδοχών του) σε ορισμένη «περίοδο» ή «περίπτωση». Αυτή την «κερκόπορτα» διέβη και η βιβλιοκριτική μου. Ο συγγραφέας της, πάντως, δεν αμφιβάλλει ότι προσφέρονται και άλλα «πεδία δόξης λαμπρά» και κλείνει με την ευχή επιστημονικές προτάσεις σαν αυτή του Δημ. Χαραλάμπη - αν μη τι άλλο - να συζητούνται.

Χρήστος Τυροβούζης

δρ. Πολιτικής Ιστορίας

της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.